ΙΣΤΟΡΙΑ
Η αναπαραγωγή του αντικομμουνισμού στα «ιστορικά αφιερώματα» του αστικού Τύπου
Με αφορμή δημοσιεύματα του «Πρώτου Θέματος»
Εισαγωγή
Ο Τσόρτσιλ στην Ελλάδα, Δεκέμβρης 1944 |
Η συστηματική προσπάθεια του αστικού Τύπου να «καθοδηγήσει» την ιστορική μνήμη έχει εξελιχθεί σε ένα επίμονο και επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Καθώς η καθημερινότητα και οι ανάγκες επιβίωσης αποτρέπουν τους περισσότερους από το να εμβαθύνουν στη σχετική βιβλιογραφία, η αρθρογραφία γίνεται η κύρια πηγή πληροφόρησης για τα ιστορικά γεγονότα.
Αυτό αξιοποιείται από τον αστικό Τύπο για να προωθήσει απλουστευμένα θεωρητικά σχήματα και εύπεπτες ερμηνείες, που αποκρύπτουν τις κοινωνικές – πολιτικές και – εν συνόλω – ταξικές αιτίες των γεγονότων και να υποστηρίξει τις κυρίαρχες αστικές αφηγήσεις των ιστορικών γεγονότων. Τελικά η διαμόρφωση μιας διαστρεβλωμένης αντίληψης για το ιστορικό παρελθόν αποτελεί προϋπόθεση και έναυσμα για την υιοθέτηση των σύγχρονων αστικών σχεδίων.
Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η επίμονη αρθρογραφία του Μιχάλη Στούκα, όπου αναπαράγονται οι ίδιες παλιές αντικομμουνιστικές αφηγήσεις με έναν τρόπο φαινομενικά ουδέτερο, αλλά ουσιαστικά βαθιά αντιδραστικό. Η αναμόχλευση όλων των επιχειρημάτων της μετεμφυλιακής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας και των χαρακτηριστικών στιγμιοτύπων της διεθνούς εκδοχής της δεν θα είχε καμία αξία απάντησης, αφού δεν προσφέρει τίποτα στον ιστορικό διάλογο, αν δεν προσλάμβανε χαρακτηριστικά συστηματικής επιχείρησης διαστρέβλωσης της ιστορικής αλήθειας.
Οχι τυχαία το ενδιαφέρον του Στούκα στρέφεται στη δεκαετία του ’40, η οποία αποτελεί φάρο για τους εργατικούς – λαϊκούς αγώνες στην Ελλάδα, αφού σηματοδοτεί τη συλλογική πάλη των εργατικών – λαϊκών μαζών για την απελευθέρωση από την Τριπλή Φασιστική Κατοχή, που δημιούργησε προϋποθέσεις αμφισβήτησης της καπιταλιστικής εξουσίας.
Ωστόσο, ο Στούκας επιχειρεί συστηματικά στα κείμενά του να αποσυνδέσει την εργατική – λαϊκή αντίσταση από το κοινωνικό – ταξικό της πλαίσιο, παρουσιάζοντάς την ως το μέσο ενός «εμμονικού ΚΚΕ» που στόχευε στην κατάληψη της εξουσίας. Και αυτό παρότι βασική αδυναμία της στρατηγικής του ΚΚΕ αυτή την περίοδο ήταν ότι δεν συνέδεε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με την πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Συμφωνία της Βάρκιζας |
Αυτή η προσέγγιση του Στούκα δεν είναι αποτέλεσμα ακαδημαϊκών ελλείψεων ή ιστοριοδιφικών υπεραπλουστεύσεων. Αποτελεί συνειδητή προσπάθεια να απαξιωθεί ο αγώνας των εργατικών – λαϊκών μαζών, να δαιμονοποιηθεί η ένοπλη πάλη τους και να αποσιωπηθούν οι βαθιές κοινωνικές – ταξικές αντιθέσεις που χαρακτήρισαν εκείνη την κρίσιμη ιστορική περίοδο.
Ο Στούκας δεν αναπαράγει απλώς αντικομμουνιστικά στερεότυπα, υιοθετεί και ενισχύει την κυρίαρχη αστική αφήγηση, παρουσιάζοντας τη δεκαετία του ’40 ως μια περίοδο «διχασμού» και «ακροτήτων» που, σύμφωνα με τη γραφή του, προκλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό όχι από τον ιμπεριαλιστικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ό,τι αυτός προξένησε, αλλά από το ΚΚΕ! Ετσι διαμορφώνει μια αφήγηση των ιστορικών γεγονότων, που δικαιολογεί τις αστικές επιλογές και ενοχοποιεί τη λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση.
Το μέσο που δημοσιεύει τη συγκεκριμένη αρθρογραφία προοιωνίζεται και τις πολιτικές στοχεύσεις της. Το «Πρώτο Θέμα» έχει διαχρονικά ξεκάθαρη θέση απέναντι στους εργατικούς – λαϊκούς αγώνες. Βοήθησε στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία το 2009, ενώ στη συνέχεια πρόβαλε τη «φιλελεύθερη» ατζέντα της ΝΔ, υπερασπίστηκε τα αντιλαϊκά μέτρα όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων και παράλληλα «ξέπλυνε» την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, παρουσιάζοντας τα μέλη της να βοηθούν ηλικιωμένους στα ATM και να συλλέγουν τρόφιμα για απόρους.
Διαχρονικά λοιπόν στοχοποιεί τους αγώνες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και επιδιώκει να θωρακίσει την καπιταλιστική εξουσία.
Ούτε ο χρόνος δημοσίευσης των άρθρων του Στούκα είναι ανεξάρτητος με την αποστολή τους. Τα άρθρα ιστορικού περιεχομένου άρχισαν να δημοσιεύονται σε περίοδο ανόδου της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ και εντάθηκαν την επαύριο της ενίσχυσής του στη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2023. Στόχος τους είναι να εμποδίσουν την προσέγγιση εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, κυρίως όσων προέρχονται από συντηρητικό πολιτικό υπόβαθρο, με την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ. Αυτός είναι ο λόγος που αναμασά όλο τον βόθρο της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, εγχώριας και διεθνούς, από τα εγκλήματα του Κατίν και τον Μελιγαλά, και από τον γιο του Στάλιν έως τα Δεκεμβριανά.
Στο παρόν άρθρο θα επικεντρώσουμε στην αρθρογραφία του Στούκα. Γι’ αυτό και θα επικεντρωθούμε προς το παρόν στην κρίσιμη δεκαετία του 1940.
Η γερμανική εισβολή και η αντιδραστική αφήγηση
Στο πρόσφατο άρθρο «Πώς ο Τσόρτσιλ προκάλεσε τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα;» («Πρώτο Θέμα», 4/2/2024), ο Μιχάλης Στούκας παρουσιάζει τη βρετανική πολιτική ως τη βασική αιτία της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα αναφέρεται στις γερμανικές προτάσεις προς το καθεστώς Μεταξά για διατήρηση όσων εδαφών κέρδισε ο Ελληνικός Στρατός στην Αλβανία στη διάρκεια του ιταλοελληνικού πολέμου του 1940 και επικρίνει την κατώτερη της συμφωνηθείσας στρατιωτική βοήθεια της Μ. Βρετανίας προς την Ελλάδα την περίοδο της γερμανικής εισβολής.
Μέσα από αυτή την ανάλυση φτάνει στο σημείο να απενοχοποιεί τις θεωρίες φιλογερμανικών και φιλοναζιστικών κύκλων, που επιδιώκουν να αποκαταστήσουν τον ρόλο των αστικών δυνάμεων που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Αποκαλυπτικό στοιχείο της προσέγγισής του είναι η χρήση ως πηγής του Ντέιβιντ Ιρβινγκ, ενός διαβόητου ιστορικού αναθεωρητή, ο οποίος αρνείται το Ολοκαύτωμα και τους θαλάμους αερίων και παρουσιάζει τον Χίτλερ ως «παρεξηγημένη» προσωπικότητα.
Γενικότερα, ο Στούκας προσεγγίζει τη στρατηγική του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σαν να ήταν αποτέλεσμα «λανθασμένων» ή «δογματικών» πολιτικών επιλογών, αγνοώντας τις αντικειμενικές συνθήκες που διαμόρφωσαν τη στάση των κυβερνώντων. Η ανισότιμη συμμαχία της Ελλάδας με τη Βρετανία δεν ήταν αποτέλεσμα απλώς της προσωπικής πολιτικής των κυβερνώντων της εποχής, αλλά καθοριζόταν από τη σχέση του ελληνικού κεφαλαίου με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών με βάση την οικονομική και γεωστρατηγική τους βαρύτητα.
Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, μερίδα των βιομηχάνων και των εξαγωγέων, καθώς και το τραπεζικό κεφάλαιο της Ελλάδας, είχαν σφυρηλατήσει χρόνιους δεσμούς ανισότιμης αλληλεξάρτησης με τη Βρετανική Αυτοκρατορία ήδη από την επαύριο της Επανάστασης του 1821. Μέσα στο πλαίσιό τους, οι Ελληνες καπιταλιστές είχαν μεν αυτοτελή συμφέροντα, αλλά η εκπλήρωσή τους συνδεόταν με τη βρετανική κυριαρχία στη Μεσόγειο και τη συμφωνία τους με τις στοχεύσεις της αυτοκρατορικής στρατηγικής του Λονδίνου.
Αυτή η αναγκαία για τα συμφέροντα της εγχώριας αστικής τάξης ανισότιμη συμμαχία με τη Μ. Βρετανία εξηγεί γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των αστικών δυνάμεων και το Παλάτι προασπίστηκαν μέχρι τέλους τη συμπόρευση με το βρετανικό καπιταλιστικό κράτος στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και επομένως το γιατί η Ελλάδα δεν μπορούσε να επιλέξει ουδετερότητα ή προσέγγιση με τον Αξονα, όπως υπονοεί ο Στούκας. Δεν ήταν απλώς θέμα προσωπικών επιλογών, αλλά αντικειμενική συνέπεια των οικονομικών, στρατιωτικών και γεωπολιτικών συσχετισμών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Από την άλλη πλευρά, η Μ. Βρετανία, έχοντας την οικονομική και στρατιωτική δύναμη να καθορίζει πιο αυτόνομα την εξωτερική της πολιτική, επέλεξε να μην ανοίξει μέτωπο με τον φασιστικό Αξονα στα Βαλκάνια, αλλά στη Βόρεια Αφρική.
Η συγκεκριμένη επιλογή διευκόλυνε και την αμοιβαία αποδυνάμωση της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ενωσης, που στήριξε μόνη της την πολεμική αντιπαράθεση με τον φασιστικό Αξονα στην ηπειρωτική Ευρώπη. Επρόκειτο για έναν βρετανικό στόχο που είχε τεθεί ήδη από τα χρόνια της λεγόμενης «πολιτικής του κατευνασμού», που ακολούθησε η βρετανική εξωτερική πολιτική στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα στα χρόνια του πολέμου.
Αποκρύπτοντας τις προηγούμενες βαθύτερες αιτίες που εξηγούν την εξωτερική πολιτική κάθε καπιταλιστικού κράτους στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης, ο Στούκας περιορίζεται σε μια αντιδραστική αφήγηση που ανοίγει την πόρτα σε αναθεωρητικές και ακροδεξιές θεωρίες, αντί να προσφέρει μια ουσιαστική κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας.
Η μεγάλη ευθύνη της εγχώριας αστικής τάξης (τότε όπως και σήμερα) αφορά το γεγονός ότι προκειμένου να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα ενέπλεξε τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Φυσικά με αυτό δεν ασχολείται ο Στούκας.
Η δαιμονοποίηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ
Η δαιμονοποίηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αποτελεί έναν από τους κεντρικούς άξονες της αφήγησης του Στούκα. Στα κείμενά του παρουσιάζονται ως δυνάμεις «εξτρεμιστικές», προσανατολισμένες στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας.
Στο άρθρο του «Φενεός: Το βάραθρο με τους χιλιάδες νεκρούς αμάχους, θύματα του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ» («Πρώτο Θέμα», 5/12/2023), ο Στούκας επιχειρεί να παρουσιάσει το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ όχι ως εθνικοαπελευθερωτικό αντάρτικο, αλλά ως μια βίαιη οργάνωση που στόχευε στην «εξόντωση των αντιφρονούντων». Φυσικά, για να αναποδογυρίσει την ιστορική αλήθεια ήταν απαραίτητο να αναποδογυρίσει και όλο το ιστορικό πλαίσιο.
Ετσι, «εξαφανίζονται» οι συνθήκες Κατοχής και τρομοκρατικής δράσης των κατοχικών στρατευμάτων και των εγχώριων συνεργατών τους, προκειμένου να αναδειχθεί η βία των αντιστασιακών οργανώσεων ως το μοναδικό πρόβλημα.
Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι το άρθρο «Τι έγινε τελικά στον Μελιγαλά και την Πηγάδα τον Σεπτέμβριο του 1944;» («Πρώτο Θέμα», 16/9/2023), όπου ο Στούκας αναπαράγει τα επιχειρήματα περί «ανεξέλεγκτης σφαγής» και «σφαγιασμού αθώων» από το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Το άρθρο «παραβλέπει» πλήρως το γεγονός ότι οι ταγματασφαλίτες που ηττήθηκαν στρατιωτικά στον Μελιγαλά αποτελούσαν κρατικό μηχανισμό καταστολής που συνεργάστηκε ανοιχτά με τους ναζί και αιματοκύλησε τον λαό τα χρόνια της Κατοχής. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο λαός της περιοχής επιχείρησε επανειλημμένα να λιντσάρει όσους ταγματασφαλίτες αιχμαλωτίστηκαν από τον ΕΛΑΣ.
Συνολικότερα, επιλέγοντας να εστιάσει σε υποτιθέμενες «ακρότητες» ή τα «εγκλήματα» του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, ο Στούκας αποσιωπά τον ρόλο τους στην οργάνωση της επιβίωσης και της αντίστασης του λαού. Η αφήγηση αυτή δεν αντέχει σε καμία σοβαρή ιστορική ανάλυση, καθώς παραβλέπει τη μαζική εργατική – λαϊκή στήριξη του ΕΑΜ και την ουσιαστική συνεισφορά του ΕΛΑΣ στην απελευθέρωση της χώρας. Το ΕΑΜ δεν ήταν μια συμμορία, αλλά ένα εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές, που αγκάλιασε εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές.
Η δε αντίληψη ότι το ΚΚΕ μέσα από την εξτρεμιστική δράση του ΕΑΜ επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία, είναι συνειδητή διαστρέβλωση που αφενός σκοπεύει στη συκοφάντηση του ΚΚΕ στις εργατικές – λαϊκές μάζες και αφετέρου αποκαλύπτει τις αστικές προθέσεις του αρθρογράφου.
Πρόκειται για αντίληψη ιστορικά έωλη, αφού, όπως είπαμε, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, εξαιτίας αδυναμιών στη στρατηγική του ΚΚΕ, που οδήγησαν στις απαράδεκτες Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, με τις οποίες αναγνώρισε την εξόριστη αστική κυβέρνηση (αν και αυτή δεν ήταν αντιπροσωπευτική του συσχετισμού δυνάμεων), δέχθηκε να συμμετάσχει σε αυτήν και δεσμεύτηκε να μην μπουν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στα μεγάλα αστικά κέντρα μετά την αποχώρηση των Γερμανών, παρότι δεν είχε ανασυγκροτηθεί ο αστικός στρατός.
Ταυτόχρονα, όμως, η συγκεκριμένη αντίληψη είναι αποκαλυπτική γιατί δείχνει ότι στο μυαλό του Στούκα και του «Πρώτου Θέματος» μόνο η αστική τάξη δικαιούται την εξουσία. Παρότι στα χρόνια της Τριπλής Φασιστικής Κατοχής αυτή η ίδια αστική τάξη χωρίστηκε μεν ανάμεσα σε όσους διέφυγαν στο πλευρό των Βρετανών στο εξωτερικό, όσους παρέμειναν για να συνεργαστούν με τις δυνάμεις Κατοχής και όσους απείχαν από την αντιστασιακή πάλη, αλλά στο σύνολό της δεν βρέθηκε στο πλευρό των δεινοπαθούντων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.
Με αυτήν την έννοια η μονομερής παρουσίαση δεν αποτελεί απλώς μια ιστορική ανακρίβεια. Είναι μια ιδεολογική προσπάθεια να «απονομιμοποιηθεί» το εργατικό – λαϊκό κίνημα και να δικαιολογηθεί η καταστολή του.
Τα Δεκεμβριανά: Μύθοι και πραγματικότητα
Στο ίδιο πνεύμα, η σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 1944, δηλαδή ένα από τα κορυφαία κεφάλαια της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, παρουσιάζεται από τον Στούκα ως μια «απόπειρα πραξικοπήματος» του ΚΚΕ, ενώ οι Βρετανοί και η αστική τάξη εμφανίζονται ως «εγγυητές» της τάξης και της σταθερότητας.
Χαρακτηριστικά, στα κείμενά του «Από τα Δεκεμβριανά στη Συμφωνία της Βάρκιζας: Ο ρόλος της ηγεσίας του ΚΚΕ» («Πρώτο Θέμα», 12/2/2023) και «Οι Βρετανοί, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ» («Πρώτο Θέμα», 6/5/2022), παρουσιάζει τον Δεκέμβρη του 1944 ως αποτέλεσμα «επιθετικών ενεργειών» του ΚΚΕ που επιδίωκε τη μονομερή κατάληψη της εξουσίας.
Αντίθετα, η παρέμβαση των Βρετανών εμφανίζεται ως μια αναγκαστική και «ουδέτερη» κίνηση για τη διατήρηση της σταθερότητας, ενώ αποσιωπάται πλήρως το γεγονός ότι η βρετανική στρατιωτική μηχανή επενέβη με σκοπό τη διαφύλαξη της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας και των βρετανικών συμφερόντων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που απαιτούσαν την καταστολή του εργατικού – λαϊκού κινήματος.
Πολύ περισσότερο αποκρύπτεται το γεγονός ότι η έλευση των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων είχε μεθοδικά προγραμματιστεί ήδη από τα χρόνια του πολέμου και ενώ δεν εξυπηρετούσε κάποιο στρατιωτικό στόχο στο πλαίσιο της πολεμικής αντιπαράθεσης με τον φασιστικό άξονα.
Η πραγματικότητα είναι ότι τα Δεκεμβριανά ήταν η κορύφωση μιας ταξικής σύγκρουσης, η οποία σοβούσε σε όλη τη διάρκεια της Τριπλής Φασιστικής Κατοχής. Οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, με τον αγώνα τους κατά του κατακτητή, είχαν απαγκιστρωθεί από τη χειραγώγηση του προπολεμικού καθεστώτος. Η αστική τάξη, από την άλλη πλευρά, με τη στήριξη των Βρετανών, επιδίωκε να ανατρέψει τον εις βάρος της διαμορφωμένο συσχετισμό, για να επιτύχει τη σταθεροποίηση της εξουσίας της.
Η αστική τάξη και οι Βρετανοί σύμμαχοί τους με συνέπεια υπερασπίστηκαν την εκμεταλλευτική τους εξουσία, αξιοποιώντας τις στρατηγικές αδυναμίες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ που είχαν εγκλωβιστεί στον στόχο της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας». Για αυτό ακριβώς οργάνωσαν συστηματικά την υποταγή των εργατικών – λαϊκών μαζών που τόλμησαν να ορθώσουν ανάστημα στα χρόνια της Κατοχής και κυρίως τον πολιτικό καθοδηγητή του μεγαλειώδους ΕΑΜικού κινήματος, δηλαδή το ΚΚΕ.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας, η «Λευκή Τρομοκρατία» και οι αιχμάλωτοι του ΔΣΕ
Κατά προέκταση της ανάλυσής του για τον Δεκέμβρη 1944, η Συμφωνία της Βάρκιζας παρουσιάζεται από τον Στούκα ως μια «ευκαιρία για ειρήνη», που το ΚΚΕ αρνήθηκε να αξιοποιήσει. Συγκεκριμένα, στο άρθρο του «Από τα Δεκεμβριανά στη Συμφωνία της Βάρκιζας: Ο ρόλος της ηγεσίας του ΚΚΕ» («Πρώτο Θέμα», 12/2/2023), ο Στούκας παρουσιάζει τη Βάρκιζα ως μια Συμφωνία που απέβλεπε στη σταθεροποίηση της χώρας και στην αποτροπή νέων συγκρούσεων.
Ομως, η Βάρκιζα δεν ήταν παρά ένας απαραίτητος κρίκος στο σχέδιο καταστολής του εργατικού – λαϊκού κινήματος και ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί στα χρόνια της Κατοχής. Υπογράφηκε, ενώ η εγχώρια και ξένη αντίδραση είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνουν τη «λευκή τρομοκρατία», δηλαδή την ανελέητη καταδίωξη και εκτέλεση μελών και υποστηρικτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ.
Γι’ αυτό και η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας εκ μέρους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αποτελούσε μια απαράδεκτη συνθηκολόγηση, που δεν έδινε καμία εγγύηση προστασίας στους αγωνιστές της Αντίστασης. Αντίθετα, με τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής, τα μέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, όπως και οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις που τους ακολουθούσαν, έμειναν ανυπεράσπιστοι μπροστά στην εκδικητική μανία του αστικού κράτους και των μηχανισμών του.
Ο Στούκας αποσιωπά ότι η περίφημη πολιτική «αμνηστία» που προέβλεπε η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη. Αντιθέτως, οι πρώτες μέρες μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ σημαδεύτηκαν από μαζικές συλλήψεις, επιθέσεις παρακρατικών συμμοριών, βασανιστήρια, εκτοπίσεις και εκτελέσεις κομμουνιστών και ΕΑΜιτών, που τυπικά διώκονταν από το καπιταλιστικό κράτος για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Βέβαια ο Στούκας, που αρέσκεται στην παρουσίαση των «ωμοτήτων και της βίας» των κομμουνιστών, αποφεύγει να αναφερθεί στις δολοφονίες και τα βασανιστήρια που υπέστησαν χιλιάδες κομμουνιστές και ΕΑΜίτες κατά τη διάρκεια της «λευκής τρομοκρατίας», από το 1945 και έπειτα. Με άλλα λόγια, ενώ καταδικάζει την ένοπλη πάλη των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, εγκρίνει την οργανωμένη βία του αστικού κράτους και των συμμάχων του.
Η «λευκή τρομοκρατία» που εξαπολύθηκε εναντίον των κομμουνιστών και άλλων λαϊκών αγωνιστών δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιων «μεμονωμένων περιστατικών», όπως αφήνει να εννοηθεί η αφήγηση του Στούκα. Ούτε και αποτελούσε αντίδραση στη βία που άσκησε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ στη διάρκεια της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, όπως φαίνεται να υποστηρίζει. Ηταν η συνειδητή πολιτική της αστικής τάξης για την εξουδετέρωση του εργατικού – λαϊκού κινήματος και την αποκατάσταση της κλονισμένης σταθερότητας της καπιταλιστικής εξουσίας. Αναδεικνύει τους πραγματικούς νόμους που διέπουν την ταξική πάλη σε περιόδους όξυνσής της.
Ενδεικτικά, στο άρθρο του «Η Οργάνωση Χ (οι Χίτες) και η δράση της ως τον Δεκέμβριο του 1944» («Πρώτο Θέμα», 20/1/2024), ο Στούκας αναφέρεται στη δράση των Χιτών, μιας από τις πιο γνωστές ένοπλες αντικομμουνιστικές οργανώσεις. Ωστόσο, αποφεύγει να αναδείξει τον ρόλο της, όπως και άλλων παρακρατικών οργανώσεων, στη διάρκεια της Κατοχής και έπειτα. Οπως και αποφεύγει να συμπεριλάβει τη στενή διασύνδεση της «Χ» με τους μηχανισμούς του καπιταλιστικού κράτους και τους Βρετανούς συμμάχους του.
Φτάνοντας στον Εμφύλιο επικρατεί η ίδια λογική: Το άρθρο του «Ελληνες αιχμάλωτοι και απαχθέντες από τον ΔΣΕ στην Αλβανία μετά τον Εμφύλιο» («Πρώτο Θέμα», 2/8/2023) επικεντρώνεται αποκλειστικά στους αιχμαλώτους από τον ΔΣΕ. Ούτε μια αναφορά δεν γίνεται στα συστηματικά βασανιστήρια χιλιάδων κομμουνιστών και αντιστασιακών στη Γυάρο, τη Μακρόνησο και άλλους τόπους εξορίας και φυλακές, ούτε στο γεγονός ότι χιλιάδες οικογένειες αγωνιστών εξαναγκάστηκαν σε εξορία.
Συνολικότερα, ο Στούκας κρύβει τον ταξικό χαρακτήρα των συγκρούσεων στην περίοδο μετά τη Βάρκιζα, προκειμένου να στοχοποιήσει την ένοπλη πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, εξωθώντας στα ιστορικά παρασκήνια τη βία του αστικού κράτους και παρακράτους. Η τελευταία, ακόμη και όταν δευτερευόντως αναφέρεται, υπηρετεί μόνο τον στόχο να παρουσιαστεί ολόκληρη η ιστορική περίοδος ως «εμφύλιος διχασμός» και όχι ως ταξική σύγκρουση.
Ο αναθεωρητισμός και ο μανδύας της αντικειμενικότητας
Η στάση του Μιχάλη Στούκα απέναντι στον αναθεωρητισμό φαντάζει παράδοξη, δεν είναι όμως αντιφατική, αλλά σκόπιμα επιλεκτική. Πιο συγκεκριμένα, στο κείμενό του «Δικαιώθηκε η θυσία 12.000 προγόνων μας που σκοτώθηκαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941);», αν και αντιφάσκει με άλλα άρθρα του, καταδικάζει μια ακροδεξιά έκφανση του ιστορικού αναθεωρητισμού, η οποία χωρίς να υπεισέρχεται στα πραγματικά αίτια του ιμπεριαλιστικού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιχειρεί να αμφισβητήσει τη σημασία της άμυνας απέναντι στην ιταλική αρχικά και έπειτα απέναντι στη συνδυασμένη γερμανοϊταλική επίθεση.
Πρόκειται όμως για μια βολική επίθεση στον αναθεωρητισμό, που έχει ως στόχο να καλλιεργήσει την υποταγή των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων σε μελλοντική σύγκρουση του καπιταλιστικού κράτους με τους ανταγωνιστές του. Ταυτόχρονα, η φαινομενική αυτή καταδίκη λειτουργεί ως ένας φερετζές για να αποκρύψει τη συμπόρευση του αρθρογράφου με τον αναθεωρητισμό σε όλα τα υπόλοιπα κρίσιμα ζητήματα, όπως η εργατική – λαϊκή αντίσταση, το ΕΑΜ, το ΚΚΕ, τα Δεκεμβριανά και η Συμφωνία της Βάρκιζας.
Με λίγα λόγια, ο Στούκας δεν ενδιαφέρεται για την προάσπιση της ιστορικής αλήθειας απέναντι στον ιστορικό αναθεωρητισμό, αλλά για τη διαμόρφωση μιας αφήγησης που ενισχύει την ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης.
Στο ίδιο πλαίσιο, όπως και οι περισσότεροι αναθεωρητές, συχνά παρουσιάζει γνωστά ιστορικά στοιχεία ως «νέες αποκαλύψεις», δημιουργώντας την εντύπωση ότι φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές της Ιστορίας. Μάλιστα, στα άρθρα του υιοθετεί ένα ύφος «ερευνητή», που υποτίθεται ότι ανατρέπει καθιερωμένες αντιλήψεις, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγει χιλιοειπωμένες αντικομμουνιστικές αφηγήσεις που έχουν ήδη καταγραφεί και απαντηθεί από την ιστορική έρευνα.
Επίλογος
Η γραφή του Στούκα δεν περιορίζεται στην ιστορική μελέτη. Είναι ένα εργαλείο ιδεολογικής χειραγώγησης, που αποσκοπεί να ενισχύσει τη λογική της «εθνικής ενότητας», δηλαδή της υποταγής των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στα καπιταλιστικά συμφέροντα. Το γεγονός ότι παραβλέπει συστηματικά τη συνεργασία μερίδας της αστικής τάξης με τον κατακτητή, τις οικονομικές της σχέσεις με τους ναζί και τον ρόλο που έπαιξε στο σύνολό της στη μεταπολεμική καταστολή του εργατικού – λαϊκού κινήματος, δείχνει την ταξική και πολιτική του στόχευση.
Η προσπάθεια αυτή δεν αποσκοπεί μόνο στην αποδόμηση της ιστορικής αλήθειας. Στοχεύει ακόμα να υπονομεύσει κάθε ιδέα εργατικής – λαϊκής συλλογικής δράσης, να ενισχύσει τη δήθεν «αποπολιτικοποιημένη» πρόσληψη της Ιστορίας και τελικά να προωθήσει την αστική εξιστόρηση, σύμφωνα με την οποία ο λαός είναι ανίκανος να καθορίσει τη μοίρα του χωρίς την καθοδήγηση αστικών δυνάμεων.
Ομως σε πείσμα των αστικών εξιστορήσεων, η πραγματική Ιστορία της δεκαετίας του ’40 είναι μια ιστορία σκληρών ταξικών συγκρούσεων, αγώνων, θυσιών και ελπίδας για έναν καλύτερο κόσμο. Η παραχάραξή της δεν είναι απλώς προσβολή προς το παρελθόν. Είναι μια προσπάθεια να υπονομευθεί το παρόν και το μέλλον των αγώνων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, της ίδιας της ταξικής πάλης.
Η Ιστορία, όμως, δεν μπορεί να διαστρεβλώνεται για πάντα. Οι εργατικοί – λαϊκοί αγώνες της δεκαετίας του ’40 αποτελούν φάρο στον αγώνα για το επόμενο βήμα στην ανθρώπινη ιστορία, για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό. Και αυτό είναι κάτι που καμία αστική αφήγηση, όσο καλά καμουφλαρισμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να αλλάξει.
Γιάννης ΛΑΪΝΑΣ
Υπ. διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας
Πηγή ; Ριζοσπάστης 22 – 23/3 – 2025
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Για την επέτειο της Επανάστασης του 1821
Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ
Η αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821, που γκρέμισε την οθωμανική φεουδαρχική κυριαρχία και οδήγησε στη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους, έχει πολλά να μας διδάξει ακόμα και σήμερα, δύο αιώνες μετά. Το βασικότερο δίδαγμα είναι ότι καμία ταξική, εκμεταλλευτική εξουσία δεν είναι αιώνια και ανίκητη. Οσο ισχυρή κι αν μοιάζει την εποχή που «όλα τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά», όσο κι αν φαίνεται να «αργεί να έρθει εκείνη η μέρα» που προσδοκούν οι καταπιεσμένοι, αυτοί έχουν στα χέρια τους τη δύναμη να εκμεταλλευτούν τα αδιέξοδα της παλιάς εξουσίας και να την τσακίσουν, απ’ τη στιγμή που έχουν ωριμάσει οι υλικές προϋποθέσεις για τον ερχομό του καινούριου.
Το 1821, η συμμαχία της ανερχόμενης τότε ελληνικής αστικής τάξης με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις που βίωναν την κοινωνική, εθνοτική και θρησκευτική καταπίεση, εξέφραζε το νέο, το αναγκαίο και επαναστατικό. Γι’ αυτό και – συγκροτώντας τη Φιλική Εταιρεία ως απαραίτητο φορέα της επαναστατικής αλλαγής – κατόρθωσε να επιβληθεί κόντρα στους μηχανισμούς καταστολής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην αντιδραστική «Ιερά Συμμαχία» που έριχνε τη «σκιά» της στην Ευρώπη και σε όσους εντός των συνόρων επιδίωκαν να «φρενάρουν» την επαναστατική πρόοδο για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Ετσι, η ελληνική αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση είχε και τη δική της ξεχωριστή συμβολή στην αναζωογόνηση της αστικής επαναστατικής διαδικασίας στην Ευρώπη, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι τα πισωγυρίσματα της Ιστορίας δεν μπορούν παρά να είναι προσωρινά.
Σήμερα, η καπιταλιστική εξουσία έχει σταματήσει προ πολλού να υπηρετεί την κοινωνική πρόοδο, αντίθετα την αντιστρατεύεται με κάθε τρόπο. Αυτός είναι και ο λόγος που τη θέση των διαφωτιστικών και απελευθερωτικών ιδεών και διακηρύξεων της περιόδου της επαναστατικής ανόδου της αστικής τάξης την έχει πάρει ο σύγχρονος σκοταδισμός και ανορθολογισμός, που υπηρετεί τη δικαιολόγηση της εκμετάλλευσης της συντριπτικής πλειοψηφίας της ανθρωπότητας, την πολύπλευρη χειραγώγησή της.
Διαιωνίζοντας το σάπιο καπιταλιστικό κοινωνικό – οικονομικό σύστημα και τις αντίστοιχες εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, εμποδίζει την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών – πολλές φορές ακόμα και των πιο στοιχειωδών – παρά το γεγονός ότι αυτή είναι απολύτως ρεαλιστική, με δεδομένη την τεράστια άνοδο του επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων. Αντίθετα, η άνοδος αυτή, αντί να τροφοδοτεί την κοινωνική ευημερία, τροφοδοτεί τη συσσώρευση κερδών και πλούτου σε λίγα χέρια και άρα τις ανισότητες, τις συνεχείς οικονομικές κρίσεις, την όξυνση όλων των ανταγωνισμών, που φτάνουν μέχρι τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Με τη «στροφή στην πολεμική οικονομία», που έχει αποφασιστεί σε επίπεδο ΕΕ και κηρύσσεται επίσημα με τη «Λευκή Βίβλο για την Αμυνα» που παρουσιάστηκε, η ανθρώπινη νόηση και εργατική δύναμη, τα εργοστάσια και οι παραγωγικές δυνατότητες της Ευρώπης αντί να δουλέψουν «στο φουλ», σχεδιασμένα, για να παράξουν όλα εκείνα που χρειάζονται οι λαοί για να ζουν σήμερα αξιοπρεπώς, εντάσσονται σε μια τεράστια μηχανή παραγωγής ολέθρου και θανάτου, για να ξαναμοιράζουν οι ιμπεριαλιστές μεταξύ τους εδάφη, αγορές και πλουτοπαραγωγικές πηγές. Παράλληλα, η «οικονομία των όπλων» επιδιώκεται να απορροφήσει τεράστια κεφάλαια που «λιμνάζουν», με στήριξη από τους κρατικούς και τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, για να ξορκιστεί η νέα καπιταλιστική κρίση που πλανάται πάνω από την οικονομία της ΕΕ.
Οι ίδιες κυβερνήσεις και τα κόμματα που χαρακτηρίζουν «μη ρεαλιστική» κάθε δίκαιη λαϊκή διεκδίκηση – όπως η κατάργηση άδικων φόρων, η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο, οι προσλήψεις σε σχολεία και νοσοκομεία – και επικαλούνται τις «αντοχές της οικονομίας» για να τις απορρίψουν, τώρα κάνουν «στην άκρη» ακόμα και το «ιερό τους δισκοπότηρο», τους κανονισμούς «δημοσιονομικής σταθερότητας», προκειμένου να προχωρήσει ο πολεμοκάπηλος σχεδιασμός τους. Τα 800 δισ. που θα πέσουν στη «χοάνη» των εξοπλισμών, εκτός των άλλων θα λείψουν από τις απαραίτητες υποδομές για την προστασία της ανθρώπινης ζωής από φυσικές καταστροφές, από τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας στον σιδηρόδρομο και συνολικά στις μεταφορές. Θα πολλαπλασιαστούν τα «νέα Τέμπη» που καραδοκούν παντού, μαζί με τα μεγάλα «Τέμπη του πολέμου», που γίνονται ολοένα και πιο ορατά, σήμερα που – καθόλου τυχαία – έχει μπει στη συζήτηση ακόμα και η αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στην Ουκρανία!
Ο ελληνικός και οι άλλοι λαοί έχουν τη δύναμη να ακυρώσουν αυτούς τους επικίνδυνους σχεδιασμούς, αν δεν δείξουν φόβο, απογοήτευση ή εφησυχασμό. Οπως και το 1821, έτσι και σήμερα, η εξουσία και το σύστημα που στέκει απέναντί τους δεν είναι άτρωτα. Πίσω από τις πολεμικές ιαχές κρύβονται οι τεράστιες αντιθέσεις τους, που προκαλούν «ρωγμές» ακόμα και μέσα στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο, που μέχρι πρότινος παρουσιαζόταν δεδομένο και «αρραγές».
Σήμερα, η πρωτοπορία της κοινωνικής εξέλιξης έχει περάσει αντικειμενικά στα χέρια της εργατικής τάξης, της μόνης που μπορεί να εκφράσει τις αναγκαίες νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής – κατανομής, να τις διεκδικήσει και να τις επιβάλει επαναστατικά, καταργώντας την αστική εκμεταλλευτική τάξη. Ο δρόμος για τα συμφέροντα και τις ανάγκες των πολλών περνάει μέσα από την ένταση της οργανωμένης πάλης ενάντια στον πραγματικό αντίπαλο: Την αστική τάξη σε κάθε χώρα και τους διεθνείς συμμάχους της. Από τον κόσμο που «φλέγεται», διέξοδο μπορούν να δώσουν μόνο οι λαοί, με την πάλη τους για την ανατροπή του καπιταλισμού που σάπισε και την κατάκτηση του πραγματικά νέου, του σοσιαλισμού – κομμουνισμού.
ΑΘΗΝΑ 21/3/2025
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
Μία απάντηση στο “ΠΟΛΙΤΙΚΗ”
Καλησπέρα σε όλους
Η συμπλήρωση 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821 αποτελεί σημαντική ευκαιρία για να προσεγγίσουμε και να αναγνωρίσουμε βαθύτερα τα γεγονότα που οδήγησαν στη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους , όπως και τις τοπικές και διεθνείς οικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτά εκδηλώθηκαν .
Η ιστορική αποτίμηση της Επανάστασης του 1821 όπως και κάθε άλλου ιστορικού γεγονότος , εκκινεί από συγκεκριμένη ταξική οπτική , συνδέεται αντικειμενικά με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα κι επομένως αξιοποιείται και στη διαμόρφωση συγκεκριμένης συνείδησης αναφορικά με το επιθυμητό μέλλον . Συνεπώς αποτελεί πρωταρχική ανάγκη και αναπόσπαστη πλευρά της σημερινής ιδεολογικής πολιτικής και ταξικής πάλης και της αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας τόσο η αποδέσμευση της εργατικής τάξης και γενικά των λαϊκών στρωμάτων από το σύνολο των εκδοχών της αστικής ιστοριογραφίας όσο και η εξαγωγή χρήσιμων – από την σκοπιά τους – ιστορικών συμπερασμάτων από την Επανάσταση του 1821 . Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου 1821 Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ σε επιμέλεια του τμήματος ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ