Κατηγορίες
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

10 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ 2015

Η στάση του ΚΚΕ, κόντρα στο ρεύμα, εφόδιο για τους αγώνες μας σήμερα

Η ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στην εκδήλωση της 34ης Αντιιμπεριαλιστικής Κατασκήνωσης της ΚΝΕ

*

Δίνοντας συνέχεια στο αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου» 5 – 6 Ιούλη για τα 10 χρόνια από το δημοψήφισμα του 2015, στο παρόν φύλλο δημοσιεύουμε την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, στην εκδήλωση με τίτλο «10 χρόνια από το δημοψήφισμα του 2015: Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στις αστικές κυβερνήσεις εφόδιο για τους αγώνες μας σήμερα». Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 5 Ιούλη, στο πλαίσιο της 34ης Αντιιμπεριαλιστικής Κατασκήνωσης της ΚΝΕ στον Αλισσό Αχαΐας.

* * *

Σήμερα κλείνουν 10 χρόνια από τη διενέργεια του δημοψηφίσματος που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με πρωθυπουργό τον Αλ. Τσίπρα ανέλαβε με δική της πρωτοβουλία. Είναι ένα πολιτικό γεγονός που αξίζει να εξοπλιστούμε με την πολύτιμη πείρα του. Τα γεγονότα κρίνονται και την ώρα που συμβαίνουν, αλλά πολλές φορές και εκ των υστέρων, καθώς αποκρυσταλλώνονται οι τάσεις και οι εξελίξεις γίνονται ακόμα πιο καθαρές.

Είναι ευκαιρία, μάλιστα, όλοι εκείνοι και εκείνες που μας λοιδόρησαν ή διαμαρτυρήθηκαν, γιατί δεν ψηφίσαμε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για το ΟΧΙ να σκεφτούν, μελετώντας την πείρα που έχει προστεθεί. Να σκεφτούν όλοι εκείνοι και εκείνες που το 2012 μάς γύρισαν την πλάτη όταν δηλώσαμε ότι δεν θα στηρίζαμε και δεν θα συμμετείχαμε σε διακυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε καμία διακυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού.

Στις συνθήκες του καπιταλισμού, καμία κυβέρνηση δεν συνιστά αυτόνομη εξουσία, εξουσία ασκεί η αστική τάξη και όργανο της εξουσίας της είναι το αστικό κράτος, σ΄αυτό είναι υποταγμένοι όλοι οι θεσμοί. Οι αποφάσεις της ΕΕ, του ΝΑΤΟ είναι υποχρεωτικές και έχουν ισχύ υπεράνω του εθνικού Συντάγματος και της εθνικής νομοθεσίας.

Οι κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης δεν μπορούν και δεν θέλουν να καταργήσουν τον νόμο των νόμων, που είναι το καπιταλιστικό κέρδος, είναι αναπόφευκτη και υποχρεωτική η υπεράσπιση με όλα τα μέσα της δικτατορίας της αστικής τάξης. Οι νόμοι καταργούνται με την επαναστατική ανατροπή του ίδιου του συστήματος, με νέα εξουσία, εργατική, στη σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία.

Σε όλα τα κοινωνικά συστήματα που διαδέχτηκαν το ένα το άλλο, το πρωτόγονο κοινοτικό, το δουλοκτητικό, το φεουδαρχικό, το καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό που γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα το καθοριστικό ήταν και είναι η παραγωγική διαδικασία, οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους σ’ αυτήν, η θέση στον καταμερισμό εργασίας και την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Το κράτος, τα συστήματα πολιτικής εξουσίας καθορίζονται, στις θεμελιακές γραμμές, από την οικονομία. Επομένως, στον καπιταλισμό η συμμετοχή του ΚΚ στη διακυβέρνηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη θέση του ότι ο αγώνας του λαού και της νεολαίας, με βάση και την πείρα που αποκτούν, πρέπει να κατευθύνεται στην ανατροπή της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης, στην καταστροφή του κράτους της, στην κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας υπέρ της εργατικής εξουσίας, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Το ΚΚΕ παλεύει για τη νέα εξουσία, όπου διοικεί, ή, αν θέλετε ας χρησιμοποιήσουμε την πιο συνηθισμένη ονομασία, κυβερνά η εργατική τάξη και όχι το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ είναι η οργανωμένη πρωτοπορία της, η καθοδηγητική της δύναμη. Επομένως, είναι ψεύτικα τα επιχειρήματα που εχθροί και δήθεν «φίλοι» μάς προσάπτουν ότι θέλουμε να είμαστε πάντα σε θέση αντιπολίτευσης, όπως ισχυρίζονται αυτοί που ζουν, για να μπουν σε κυβερνητικές θέσεις. Θα είμαστε αντιπολίτευση όσο ο λαός είναι στην αντιπολίτευση, μόνο έως τότε. Καταλαβαίνουμε ότι οι πολλοί νέοι άνθρωποι θα αναρωτιούνται μήπως το ΚΚΕ παραιτείται από την προσπάθεια να αποσπαστούν κάποιες κατακτήσεις, έστω να ανακουφιστεί η θέση της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων σήμερα.

Καταρχάς η Ιστορία του ΚΚΕ από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα όπως και η γενική Ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, επιβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει κατάκτηση, δεν υπάρχει απελευθερωτικός ένοπλος αγώνας που δεν κερδήθηκε με την αποφασιστική συμβολή του ΚΚ και της νεολαίας του. Το ΚΚ μόνο τότε μπορεί να συμβάλει, όταν παραμένει αδέσμευτο από το αστικό κράτος και τα κυβερνητικά δεσμά, ως πρωτοπόρα καθοδηγητική δύναμη στην ανάπτυξη της κινητήριας δύναμης της Ιστορίας, της ταξικής πάλης.

Τα κόμματα δεν χαρακτηρίζονται από το όνομά τους, ακόμα και όταν φέρουν το τίτλο ΚΚ, ούτε πολύ περισσότερο από τα συνθήματά τους, αλλά από το πρόγραμμα και τη δράση τους. Αποδείχθηκε μάλιστα ότι το καπιταλιστικό σύστημα στηρίχθηκε σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, σε συνθήκες εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο όχι μόνο από τα φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και από κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά, ανανεωτικά, αντισυστημικά ή όπως αλλιώς. Δεν υπήρξε, στην Ιστορία, κυβέρνηση με συμμετοχή ΚΚ που να αποτέλεσε εφαλτήριο για την επίθεση στο κεφάλαιο, στον ιμπεριαλισμό, πολύ περισσότερο δεν αποτέλεσε το κλειδί, όπως στα λόγια έλεγαν, για το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Εχουμε, άλλωστε, και τη δική μας αρνητική εμπειρία.

Ολα τα άλλα κόμματα, ανεξάρτητα διαφορών μεταξύ τους, θεωρούν ως ύψιστη μορφή πάλης και δημοκρατίας τις εθνικές εκλογές, τα δημοψηφίσματα ενίοτε, γενικά την κάλπη κάθε 3 ή 4 ή 5 χρόνια, ανάλογα. Τους λαούς κυρίως τους βλέπουν ως ψηφοφόρους ή τους καλούν να στηρίξουν την εκάστοτε κυβέρνηση.

Εμείς, κινητήρια δύναμη αναγορεύουμε την ταξική πάλη, είμαστε το μόνο κόμμα, λόγω της θεωρίας και της ιδεολογίας, που πιστεύουμε ότι μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό, με ενίσχυση του ΚΚΕ και συμπόρευση μαζί του. Δεν είμαστε ψεύτες και υποκριτές ή ονειροπαρμένοι, για να υποσχεθούμε στον λαό ότι μια ψήφος στο ΚΚΕ κάθε 4ετία τα προβλήματα τα κάνει πέρα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δελέασε τον λαό με μια ψεύτικη διαχωριστική γραμμή, για να κρύψει την πραγματική αντίθεση

Η ταχύρρυθμη άνοδος της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στο διάστημα 2012 έως το 2015 και ενώ τα μνημόνια χτυπούσαν αλύπητα τον λαό, οφειλόταν κυρίως στην προβολή αριστερών, για τα αυτιά, συνθημάτων πασπαλισμένων με μπόλικη σκόνη και ψέμα, ότι τάχα ο ΣΥΡΙΖΑ θα έσκιζε τα μνημόνια, θα συγκρουόταν με την ΕΕ. Δυστυχώς, η πείρα του ’81 με το ΠΑΣΟΚ, να προβάλλει συνθήματα κατά της τότε ΕΟΚ, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ που συνέβαλαν να έλθει στη διακυβέρνηση, δεν είχε οδηγήσει σε ουσιαστικά και βαθιά πολιτικά διδάγματα. Το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε φραστικά με ριζοσπαστικά συνθήματα, και τελικά αναδείχθηκε στον πολύτιμο πόλο εναλλαγής στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καπηλεύτηκε ασύστολα την Ιστορία του εργατικού – λαϊκού κινήματος, τους αγώνες των κομμουνιστών, ριζοσπαστών και αριστερών. Πριν απ’ όλα, κρύβοντας από τον λαό, όπως το έκανε και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, την αιτία και τον χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Τη φόρτωσε και αυτός στην κακιά κυβερνητική δεξιά, ακριβώς όπως η ΝΔ τη φόρτωνε αποκλειστικά στο ΠΑΣΟΚ. Συνειδητά έκρυψαν ότι το καπιταλιστικό σύστημα γεννά, κατά περιόδους, την κυκλική κρίση. Ειδικά η κρίση του 2008 αποδείχθηκε αρκετά συγχρονισμένη σε καπιταλιστικά κράτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ δελέασε τον απελπισμένο λαό με το λεγόμενο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που διατυμπάνιζε ότι η εκλογή του θα ήταν κοσμογονία και ότι η ΕΕ θα συμβιβαζόταν. Δελέασε τον ελληνικό λαό με μια ψεύτικη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυνάμεις του μνημονίου και του αντιμνημονίου, γιατί δεν βόλευε να δείξει την πραγματική αντίθεση, ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και την εργατική τάξη, γενικότερα την πλειοψηφία του λαού.

Το δημοψήφισμα του 2015

Το 2015, τον Φλεβάρη αποκαλύφθηκε, πιο καθαρά, τι ήταν ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, όταν το σκίσιμο των μνημονίων που υποσχόταν έγινε πολιτική αποδοχής της ΕΕ. Ηδη ζήτησε παράταση, άρα νομιμοποίηση των μνημονίων που είχαν ψηφίσει οι κοινές κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, προτείνοντας να μελετήσει για να φέρει τις δικές του προτάσεις. Στους κόλπους της ΕΕ προβλήθηκαν διάφορα μείγματα αστικής διαχείρισης, που οδηγούσαν στον ίδιο σκοπό, στην έξοδο από την κρίση υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος των αναγκών και κατακτήσεων των εργαζομένων.

Το δημοψήφισμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ εξαγγέλθηκε στις 27 Ιουνίου 2015 για τις 5 Ιουλίου. Εθεσε δύο ερωτήματα, το ΝΑΙ στο προτεινόμενο και όχι επίσημα γνωστό, αλλά υπονοούμενο σχέδιο συμφωνίας που ανακοίνωνε ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν Γιούνκερ ή το ΟΧΙ σ’ αυτό. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υποστήριζε το ΟΧΙ. Τι ήταν το σχέδιο συμφωνίας; Ηταν το προτεινόμενο νέο μνημόνιο, δηλαδή το τρίτο διαδοχικό πακέτο αντιλαϊκών – αντεργατικών μέτρων, με στόχο να περάσει σε νέα φάση η αντιμετώπιση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, εννοείται βέβαια υπέρ των καπιταλιστών και με αρπαγή των όποιων κατακτήσεων που οι λαοί είχαν αποσπάσει με αγώνες. Καλούσε, μάλιστα, τον λαό να ψηφίσει δίνοντάς του ένα διάστημα βδομάδας.

Το ΚΚΕ πρότεινε στο ερώτημα του δημοψηφίσματος να μπουν δύο σκέλη, από τη μια ΟΧΙ στην πρόταση της ΕΕ και ΟΧΙ και στο κυβερνητικό σχέδιο. Και από την άλλη ΝΑΙ στην αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ με τον λαό στην εξουσία. Να διατυπώσει, δηλαδή, ο λαός συνολική γνώμη, ζήτημα που απορρίφθηκε.

Συμπεριλάβαμε και το μνημόνιο που ετοίμαζε η κυβέρνηση, γιατί ήδη ξέραμε ότι διεκδικούσε συμφωνία παράτασης των δύο μνημονίων που «έτρεχαν» και διετές δάνειο, με νέα, μάλιστα αντιλαϊκά μέτρα, αλλά να ισχύσουν στο β΄εξάμηνο του 2016 έως το 2017. Γι΄αυτό και εμείς φωνάζαμε ότι το ΟΧΙ δεν αφορά μόνο το σχέδιο της ΕΕ αλλά και της λεγόμενης αριστερής κυβέρνησης, άρα και το ΝΑΙ και το ΟΧΙ πάλι σε μνημόνιο θα οδηγούσε. Τελικά, το Κόμμα πρότεινε στον λαό να ψηφίσει λευκό ή άκυρο για να μην καταγράφεται η ψήφος σε κανέναν τύπο αντιλαϊκής συμφωνίας.

Με το ΟΧΙ της κυβέρνησης τάχθηκε η Χρυσή Αυγή. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποστήριξε το ΟΧΙ, επιστρατεύοντας το επιχείρημα ότι αυτό θα αποκτούσε δυναμική, και έφτασε στο σημείο να πει ότι η εξαγγελία του δημοψηφίσματος ήταν προϊόν αγώνα, ενώ ήταν πρωτοβουλία ελιγμού του ΣΥΡΙΖΑ. Με το ΝΑΙ τάχθηκε η ΝΔ, ενώ το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να εμφανιστεί ως δήθεν διαφοροποιημένο κόμμα από τη ΝΔ υποστήριξε, αρχικά, ότι ήταν αντισυνταγματικό το δημοψήφισμα, και αφού απορρίφθηκε η πρότασή του ζήτησε το ΝΑΙ. Οι πρώην πρωθυπουργοί Κ. Καραμανλής της ΝΔ, Κ. Σημίτης και Γ. Παπανδρέου τάχθηκαν υπέρ του ΝΑΙ.

Τη βδομάδα του δημοψηφίσματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκλεισε τη ροή χρημάτων προς τις ελληνικές τράπεζες, επικαλούμενη τα άδεια ταμεία, τον κίνδυνο να μην πληρωθούν οι δόσεις προς την ίδια και το ΔΝΤ. Αποφασίστηκε από την κυβέρνηση να επιβληθούν τα λεγόμενα capital controls, δηλαδή έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων με όριο αναλήψεων. Εξω από τα ΑΤΜ των τραπεζών συνωστιζόταν κόσμος, στήθηκε ένα σκηνικό τρομοκράτησης του λαού.

Στις 5 Ιουλίου, υπέρ του ΟΧΙ ψήφισε το 61,31% του λαού, υπέρ του ΝΑΙ το 38,9%, 5,7% άκυρα και λευκά, σ΄αυτό το ποσοστό ήταν και ψηφοφόροι του ΚΚΕ.

Την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ζήτησε συνεδρίαση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παυλόπουλο, με σκοπό να συμφωνήσουν σε κοινό ανακοινωθέν. Ολοι μαζί, πλην ΚΚΕ, οι του ΝΑΙ και του ΟΧΙ εξουσιοδοτούσαν τον Τσίπρα να διαπραγματευθεί νέο μνημόνιο. Ο Τσίπρας από πολέμιος της ΕΕ μεταβλήθηκε σε έναν άνθρωπο που διαβεβαίωνε 24 ώρες το 24ωρο ότι η ΕΕ είναι το «κοινό σπίτι των λαών» ότι δεν είχε ποτέ στον νου του, να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ. Αυτό το επαναλαμβάνει και σήμερα.

Ο Τσίπρας στις 13 Ιουλίου πήγε στις Βρυξέλλες, κραδαίνοντας το ΟΧΙ της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, προβλήθηκε μάλιστα ότι για 17 ώρες προσπαθούσε να πείσει για ένα δήθεν καλύτερο μνημόνιο αλλά δεν έγινε δυνατό. Τότε είδε το φως του, ανακάλυψε ότι ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν αρνητικός, λες και δεν ήξερε τι ήταν η ΕΕ και τι ίσχυε. Η στάση του έχει αποτυπωθεί με τον όρο «κωλοτούμπα».

Ενας αριθμός κυβερνητικών βουλευτών, που ανήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσά τους και κάποιοι υπουργοί, η πρόεδρος της Βουλής, συνολικά γύρω στους 30 αρνήθηκαν το ΝΑΙ στο νέο μνημόνιο που έφερε η κυβέρνηση, ψήφισαν ΠΑΡΩΝ, αλλά ο πολυπόθητος πλειοψηφικός αριθμός βουλευτών βρέθηκε, καθώς το τρίτο μνημόνιο το υπερψήφισαν και οι δήθεν άσπονδοι εχθροί του ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, συνολικά δηλαδή 222 βουλευτές. Το μεγαλύτερο μέρος των αποχωρησάντων βουλευτών συγκρότησαν μια πολιτική κίνηση, τη Λαϊκή Ενότητα, ενώ στην πορεία διαμορφώθηκαν το ΜέΡΑ25 από τον πρώην υπουργό Βαρουφάκη και η Πλεύση Ελευθερίας από την πρώην πρόεδρο της Βουλής Κωνσταντοπούλου. Η πολιτική τους γραμμή σήμερα στηρίζεται στην καπηλεία της αποχώρησης από τη στιγμή που σήμερα έχουν υιοθετήσει σοσιαλδημοκρατική διαχείριση με μικρές διαφορές της μιας ή της άλλης παραλλαγής μεταξύ τους, ενώ αποδέχονται και την ΕΕ, και το ΝΑΤΟ και τη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Μετά την ψήφιση του μνημονίου, ο Τσίπρας διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε νέες εκλογές, που διενεργήθηκαν στις 20 του Σεπτέμβρη. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια μείωση σ’ αυτές σε σχέση με τον περασμένο Γενάρη που ανέλαβε τη διακυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι άλλαξε στα μάτια και στη σκέψη του το ΟΧΙ σε ΝΑΙ. Ενα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του πίστευε ότι άξιζε πίστωση χρόνου.

Η εκ των υστέρων δικαιολόγηση

Πρόσφατα ο Τσίπρας, 10 χρόνια μετά, ζητά να δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της σύσκεψης των επικεφαλής των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με προφανή σκοπό να πει ότι είχε την καθολική τους εξουσιοδότηση για ψήφιση του τρίτου μνημονίου. Καθολική εξουσιοδότηση δεν είχε, γιατί ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ διατύπωσε καθαρά την άποψή του, που τα ΜΜΕ σκόπιμα τώρα την πετσοκόβουν, κρύβοντας ότι ανέδειξε τις αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τη γενική του θέση, και των άλλων υποστηρικτών επιστροφής στη δραχμή. Υποστήριξε και μέσα στη σύσκεψη και δημόσια δήλωσε ότι η αποδέσμευση ή οποιασδήποτε μορφής ρήξη με την ΕΕ θα είναι ευνοϊκή για τον λαό σε συνθήκες εργατικής – λαϊκής εξουσίας, κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Το Ηνωμένο Βασίλειο βγήκε από την ΕΕ, δεν άλλαξε η πολιτική σε βάρος της βρετανικής εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων. Αυτό δεν σημαίνει, αν για κάποιον λόγο η αστική τάξη αποχωρήσει από την ΕΕ, πράγμα απίθανο, εκτός αν επικρατήσουν κεντρόφυγες δυνάμεις και γενικευμένη διάσπαση, ότι εμείς θα παρακαλάμε να μείνει στην ΕΕ, ώσπου να νικήσει η εργατική τάξη. Η εργατική τάξη και οι συμμαχικές δυνάμεις πιο αποφασιστικά να παλέψουν για τη νίκη τους.

Οι αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν και μέχρι σήμερα οι περισσότεροι πιστοί στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορούν την ηγεσία και τον ίδιο τον Τσίπρα με μύδρους ηθικού χαρακτήρα, για υποχώρηση και συμβιβασμό. Αλλοι μιλάνε για απειρία. Λίγα χρόνια αργότερα κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ομολόγησαν δημόσια ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πόνταρε σε ένα δημοψήφισμα με ΝΑΙ ώστε να προετοιμάσει τη συμφωνία του με το νέο μνημόνιο επικαλούμενος τη λαϊκή εντολή. Σίγουρα με το πέρασμα των χρόνων θα προκύψουν και άλλα στοιχεία που έως σήμερα δεν είναι γνωστά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη στάση του ξέπλυνε τις αμαρτίες της ΕΕ, πράγμα που το κάνει και σήμερα όπως και το ΠΑΣΟΚ, η Πλεύση, η Νέα Αριστερά, η Ελληνική Λύση κ.λπ., όταν κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δεν εφαρμόζει την πολιτική της ΕΕ και αποκλίνει δήθεν από αυτήν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πείσει, επίσης, ότι ακολουθούσε ως κυβέρνηση πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και όχι μονόπλευρη στο ευρωατλαντικό πλαίσιο. Τι έκανε: Ξεκίνησε μια νέα κούρσα για τη διεύρυνση των αμερικανοΝΑΤΟικών βάσεων στην Ελλάδα με νέα στρατηγική συμφωνία με τις ΗΠΑ, ξεκίνησε τη συμφωνία συμμαχίας με το Ισραήλ, γι’ αυτό και πέταξε στο καλάθι των αχρήστων το ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής το 2014 για την αναγνώριση ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους. Βέβαια, η ΝΔ βρίσκοντας στρωμένο δρόμο από τον ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει ακάθεκτη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καμία «κωλοτούμπα» δεν έκανε από το πρόγραμμά του και τις δεσμεύσεις του προς το κεφάλαιο. Η «κωλουτούμπα» αφορούσε μόνο τις φραστικές υποσχέσεις του προς τον λαό. Αυτό δεν είναι «κωλοτούμπα» αλλά αποκάλυψη της πραγματικότητας από το πέπλο του ψεύδους.

Ενα πράγμα επιβεβαιώνεται, που έχει άλλωστε επιβεβαιωθεί σε όλη τη διαδρομή του 20ού αιώνα, ότι ο οπορτουνισμός εξελίσσεται σε σοσιαλδημοκρατία και οι δύο μαζί αγκαλιάζονται και αναδεικνύονται σε δυνάμεις στήριξης του συστήματος όταν αυτό περνάει δύσκολες στιγμές.

Ο συσχετισμός δυνάμεων

Η χειρότερη, επικινδυνότερη υπηρεσία που πρόσφερε ο ΣΥΡΙΖΑ, ανάλογη και αντίστοιχη με την περίοδο του ΠΑΣΟΚ, είναι η χειραγώγηση του λαού στη λογική «τα κεφάλια μέσα» εξαιτίας του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων.

Η επίκληση του συσχετισμού είναι πολιτική καλέσματος του λαού να συμβιβαστεί και να ενισχύσει το σάπιο σύστημα και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Είναι άλλο πράγμα, για μας, ο αντικειμενικός υπολογισμός του αρνητικού συσχετισμού από ταξική σκοπιά και άλλο πράγμα στο όνομα του συσχετισμού να κηρύξεις παραίτηση από τον αγώνα για τη θετική διαφοροποίησή του, την ανατροπή του.

Στις συνθήκες του καπιταλισμού, το ΚΚΕ παλεύει για να αποσπάσει ο λαός έστω και κάποιες κατακτήσεις, προειδοποιώντας ότι ο αντίπαλος καραδοκεί να τις πάρει πίσω, να αποκτήσει συνείδηση του δίκιου και της δύναμής του. Ταυτόχρονα, επιδιώκει να συγκεντρώνονται, να ωριμάζουν και να διαπαιδαγωγούνται εργατικές – λαϊκές δυνάμεις ώστε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης να τολμήσουν τη μόνη επιλογή, την ανατροπή και το πέρασμα στην εργατική εξουσία.

Στις σημερινές αντίξοες συνθήκες, που το καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν βρίσκεται – ακόμα – στην ημερήσια διάταξη, αν και οι αντικειμενικές υλικές συνθήκες είναι ώριμες, επαναστατική αξία έχει κάθε προσπάθεια, κάθε μορφή πάλης, κάθε σύνθημα που συμβάλλει στην καλλιέργεια των δυνατοτήτων και ευκαιριών για την αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή συνείδηση, στην αντίθεση όχι μόνο με τη μια ή την άλλη κυβέρνηση διαχείρισης αλλά συνολικά με το καπιταλιστικό σύστημα, με σημαία τον προλεταριακό διεθνισμό, τη διεθνιστική αλληλεγγύη και κοινή δράση των λαών.

Το καπιταλιστικό σύστημα είναι καταδικασμένο να πεθάνει, είναι το τελευταίο ταξικό εκμεταλλευτικό σύστημα. Δεν θα καταρρεύσει από μόνο του, αλλά με τη θέληση του επαναστατημένου λαού να το ανατρέψει, να τσακίσει το αστικό κράτος και να αναλάβει την πολιτική εξουσία, τη διοίκηση της χώρας η εργατική τάξη, να γίνει τάξη εξουσίας που δρα και για το συμφέρον των κοινωνικών της συμμάχων.

Τα περί ιστορικής ευκαιρίας

Και τότε το 2015, κυρίως όμως σήμερα, ο οπορτουνιστικός χώρος αναγορεύει το δημοψήφισμα του 2015 ως τη χαμένη ιστορική ευκαιρία, και μάλιστα εγκαλεί και το ΚΚΕ γιατί δεν συνέβαλε στην αξιοποίηση της ιστορικής ευκαιρίας σε συνεργασία μαζί του. Τα ίδια περίπου έλεγαν το 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Είναι χαρακτηριστικό του οπορτουνισμού να χρησιμοποιούν με τη μεγαλύτερη ευκολία και αυθαιρεσία, τον όρο ιστορική ευκαιρία, εξεγερσιακή δράση. Φαντασιώθηκαν και ονειρεύτηκαν ότι το 2012 και το 2015 λίγο – πολύ διαμορφώθηκαν όροι επαναστατικής εξέγερσης και μάλιστα με τη βοήθεια της κάλπης.

Στις συνθήκες του καπιταλισμού, κάθε απότομη όξυνση και μαζικοποίηση της πάλης δεν σημαίνει επαναστατική κατάσταση, όπως και εξέγερση, ακόμα και αν προσομοιάζει η μαζικοποίηση της κίνησης μαζών με εξέγερση. Η μαζικότητα δεν αρκεί, αν δεν συνδυάζεται με πολιτικοποιημένα συνθήματα και πλαίσιο. Ενα μεμονωμένο, με την έννοια της αποσπασματικότητας, αίτημα, όσο δίκαιο και αν είναι, δεν αρκεί, αν δεν έχει αναδειχθεί, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, το ευρύτερο από το πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα, π.χ. με αφορμή και την επικαιρότητα του ΟΠΕΚΕΠΕ το ζήτημα της ΚΑΠ της ΕΕ και των επιδοτήσεων που αποσπώνται από την παραγωγή. Αν δεν έχει σχέδιο εξέλιξης, παραπέρα ανόδου, ή εναλλαγής μορφών πάλης, έστω ως γενικό προσανατολισμό.

Η ταξική πάλη στις συνθήκες του καπιταλισμού και ενώ ακόμα δεν έχει ωριμάσει αντικειμενικά η επαναστατική κατάσταση, εμφανίζει φάσεις μεγάλης ανόδου και οξύτητας των μορφών της, που όμως δεν κρατάει στο διηνεκές, άρα πρέπει να αξιοποιείται για την προετοιμασία μιας πιο αποφασιστικής αντεπίθεσης. Δεν είναι δυνατόν κάθε ρωγμή στο αστικό πολιτικό σύστημα, κάθε απότομη έξαρση της λαϊκής δυσαρέσκειας να λογίζεται ως κρίση στο πολιτικό σύστημα, αδυναμία εναλλακτικών λύσεων και προσαρμογών. Λογίζεται ως ιστορική ευκαιρία το 2012 και το 2015 από αυτούς που επιδιώκουν την κυβερνητική εναλλαγή και την περιστασιακή δράση του λαού σ΄αυτόν τον στόχο που τελικά είναι αντιλαϊκός, ανεξάρτητα σκοπιμότητας ή προθέσεων.

Ακόμα και όταν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν είναι επαναστατικές, ακόμα και αν υπάρχει φάση υποχώρησης, η δράση του ΚΚΕ είναι ενταγμένη στον αγώνα με κατεύθυνση την ανατροπή του καπιταλισμού, τη νίκη της εργατικής εξουσίας. Γι΄αυτό και έχει επαναστατική σημασία η κάθε επιλογή του, η κάθε μορφή δράσης, η σύγκρουση με τον πραγματικό και βασικό εχθρό, την αστική τάξη, και όχι μόνο τα κόμματά της, η συγκρουσιακή κατεύθυνση με το ίδιο το σύστημα.

Ας σκεφτούν όλοι εκείνοι που αισθάνθηκαν προδομένοι από τον ΣΥΡΙΖΑ, και ρωτάμε αν κάναμε αυτό που μας ζητούσαν το 2012 και στο δημοψήφισμα του 2015 τότε θα υπήρχε σήμερα στην Ελλάδα αγωνιστική ταξική δράση, ριζοσπαστική, κομμουνιστική πρωτοπορία με ανοδική μάλιστα πορεία; Το ΚΚΕ θα ήταν αυτό που είναι σήμερα, ή θα είχε απεμπολήσει θεωρία και ιδεολογία, αιτήματα και απαιτήσεις του λαού; Αν το 2012 και το 2015 κάναμε αλλιώς, τότε θα δικαιώναμε τη θέση ότι όλοι το ίδιο είστε και εσείς οι κομμουνιστές.

Αναμφισβήτητα, το 2012 η λαϊκή ψήφος οδήγησε το αστικό πολιτικό σύστημα να υποστεί κάποιες ρωγμές όχι στην ίδια την εξουσία του, αλλά στη δυνατότητα εναλλαγής αυτοδύναμων, μονοκομματικών κυβερνήσεων, σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, που απαιτούσε αποφάσεις πλειοψηφικές στο Κοινοβούλιο.

Το ΚΚΕ, το 2012, υπογράμμισε και σωστά, ότι οι μεγάλες απώλειες των δύο κομμάτων εξέφραζαν κορυφαία λαϊκή δυσαρέσκεια, σε βάρος των δύο βασικών αστικών κομμάτων, που δεν συνοδεύονταν όμως από την αντίθεση και καταδίκη της γενικής πολιτικής τους γραμμής που γέννησε τις μνημονιακές τους επιλογές. Αρα δεν είχαμε καθολικό ριζοσπαστικό, προοδευτικό και εννοείται αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα της ψήφου, γι’ αυτό άλλωστε και αυτή κυρίως στράφηκε σε κόμματα με εξίσου συντηρητικό προσανατολισμό, ανεξάρτητα από τα συνθήματα που χρησιμοποιούσαν, έως και την ενίσχυση της φασιστικής Χρυσής Αυγής.

Τη ρωγμή την έκλεισε το σύστημα με το πέρασμα σε κυβερνήσεις συνεργασίας, και στη συνέχεια με τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, που οδήγησε ώστε η ΝΔ να ανασυνταχθεί και να κερδίσει δύο νέες εκλογικές μάχες.

Βεβαίως, πρέπει το εργατικό – λαϊκό κίνημα να αξιοποιεί κάθε ρωγμή, κάθε δυσκολία του αστικού πολιτικού συστήματος, να τη διευρύνει, να τη βαθαίνει. Να μη φοβάται ότι μια αστάθεια στο αστικό πολιτικό σύστημα θα είναι ΚΙΝΔΥΝΟΣ όπως καλλιεργείται, αλλά ευκαιρία να χειραφετηθούν νέες εργατικές, λαϊκές, νεολαιίστικες μάζες από την τρομοκρατία που ασκεί η αστική τάξη και τα αποκρουστικά διλήμματά της. Το ζητούμενο είναι να δυναμώνει η ταξική πάλη, απέναντι στις δυσκολίες που περνάει το σύστημα, να χάνει ένα μέρος των εφεδρειών του, που πάντα βρίσκει και τις αξιοποιεί.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το ΠΑΣΟΚ παλαιότερα, συνεισέφεραν στην πολιτική της ΝΔ, με την έννοια ότι διέφθειραν ριζοσπαστικές συνειδήσεις.

Ο λαός δεν έχει να κερδίσει τίποτε υποστηρίζοντας το ένα αστικό μείγμα διαχείρισης έναντι του άλλου

Σήμερα, η αστική τάξη αναζητά ανασύνταξη της σοσιαλδημοκρατίας, ώστε να ανασυνταχθεί το δίπολο της εναλλαγής στη διαχείριση των αναγκών και συμφερόντων του κεφαλαίου.

Σήμερα, γίνεται μια κούρσα για την ηγεσία και την ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας, ώστε, αν χρειαστεί, να πάρει τη σκυτάλη για να συνεχίσει το έργο της ΝΔ με τις εκλογές του ’27. Αλλωστε, στην Ευρώπη οι συνεργασίες για τη διακυβέρνηση καλά κρατούν ανάμεσα σε φιλελεύθερα, σοσιαλδημοκρατικά, «αντισυστημικά» δεξιά και αριστερά αυτοκαθοριζόμενα κόμματα. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους έχουν στενέψει, ένα τσιγάρο δρόμος το πέρασμα από το ένα κόμμα στο άλλο, από τον ένα πόλο στον άλλο.

Είναι αρκετά σήμερα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ), αλλά και ομάδες του οπορτουνισμού, που τσακώνονται με τη ΝΔ και τα ακροδεξιά κόμματα, για τη διακυβέρνηση, για την εναλλαγή, για το ποιος μπορεί καλύτερα να ανταποκριθεί στη διαχείριση των αναγκών του κεφαλαίου, άρα να εξασφαλίσει στην καλύτερη περίπτωση ψίχουλα για τον λαό από το τραπέζι του πλούτου. Για την ταξική εκμετάλλευση και την υπεραξία καμία κουβέντα, για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Ολοι μαζί θέλουν η Ελλάδα να παίζει πιο μεγάλο ρόλο στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Τσακώνονται μεταξύ τους για το πώς ο καπιταλισμός μπορεί να εξυγιανθεί. Ο Τσίπρας, με αδιαντροπιά φωνάζει ότι η αντίθεση σήμερα είναι ανάμεσα στον «δημοκρατικό» και τον «αυταρχικό» καπιταλισμό. Γι’ αυτό και η φασαρία που γίνεται μεταξύ τους είναι ζητήματα διαφθοράς, κακής διαχείρισης – υπαρκτά ζητήματα, δεν αντιλέγουμε – αλλά η διαμάχη τους γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μένει στο απυρόβλητο το καπιταλιστικό σύστημα και η διακρατική καπιταλιστική συμμαχία της ΕΕ, ενώ θολώνουν όλο και πιο πολύ τα νερά, ώστε ο λαός να πρέπει βασανιστικά να προσεγγίσει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου, τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.

Ο λαός, η νεολαία δεν έχει να κερδίσει τίποτε υποστηρίζοντας το ένα αστικό μείγμα διαχείρισης έναντι του άλλου, τον έναν ιμπεριαλιστή που σηκώνει τα όπλα εναντίον του άλλου. Σταθερά πάντα με βάση τα ταξικά του συμφέροντα, με ενίσχυση του ταξικού αντικαπιταλιστικού ρεύματος και της αντιμονοπωλιακής συμμαχίας με τα λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, με το κίνημα της νεολαίας και των γυναικών. Εμείς το πιστεύουμε, ο λαός θα σώσει τον λαό, με συμμαχία και στράτευση με το ΚΚΕ και με την παραπέρα ενίσχυση του Κόμματος της εργατικής τάξης και της Νεολαίας του.

Πηγή : Ριζοσπάστης 12 – 13 / 7 – 2025

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

 

10 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Ποια ήταν η τοποθέτηση του ΚΚΕ στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 6 Ιούλη 2015;

Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει βασικές παρεμβάσεις του ΓΓ της ΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα

Eurokinissi

Με αφορμή τη μεγάλη συζήτηση που πυροδότησε η δημοσιοποίηση μέρους των πρακτικών της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών στις 6/7/2015, μία μέρα μετά το δημοψήφισμα, και τις αναφορές για την τοποθέτηση του ΚΚΕ αλλά και διάφορες εκτιμήσεις ή υπονοούμενα σε σχέση με αυτήν, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει ορισμένες βασικές παρεμβάσεις του ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, Δημήτρη Κουτσούμπα, στη διάρκεια της σύσκεψης και μέχρι τη στιγμή που αποχώρησε από αυτήν.

* * *

Στο ξεκίνημα της σύσκεψης, και με αφορμή το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος έχει κάνει συνεχείς αναφορές στη θέση του ΚΚΕ, λέει ο Δ. Κουτσούμπας:

«Ζήτησα τον λόγο περισσότερο – γιατί βεβαίως δεν έχουμε μπει στην ουσία της συζήτησης ακόμα, αφού δεν έχουμε ακούσει τον κύριο πρωθυπουργό – επειδή κάνατε αναφορές στο ΚΚΕ και ερμηνεία του χαρακτήρα του δημοψηφίσματος και της θέσης του ΚΚΕ. Βέβαια, τώρα πλέον είναι παρελθόν από χθες το βράδυ το δημοψήφισμα αυτό. Ολα θα τα γράψει η Ιστορία και ο καθείς θα απολογηθεί εκεί περισσότερο.

Ομως είμαι υποχρεωμένος να πω, επειδή βρισκόμαστε σήμερα εδώ, ότι το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή πήρε αυτήν τη θέση και στη Βουλή για το τι χαρακτήρα έχει αυτό το δημοψήφισμα. Θα σας θυμίσω ότι το χαρακτηρίσαμε παγίδα για τον λαό μας, για τη χώρα, και το εξηγήσαμε. Δεν το κάναμε για μικροκομματικούς λόγους αντιπαράθεσης με την κυβερνητική επιλογή, ούτε μόνο για τους θεωρητικούς και ιδεολογικούς λόγους που είμαστε μέρα με τη νύχτα στην αντίληψή μας για τον δρόμο ανάπτυξης που ακολουθεί είτε για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ή για τις ενώσεις».

Αμέσως μετά γίνεται συζήτηση για τα διαδικαστικά ζητήματα, κατά την οποία ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ τοποθετείται ως εξής: «Μπορεί να διευκρινιστεί πώς θέλετε να γίνει η συζήτηση, απλά και μόνο ήθελα να διευκρινίσω αυτό (…) Και για το διαδικαστικό νομίζω – το ξεκαθαρίζω από την αρχή δηλαδή – ότι το ΚΚΕ δεν θα υπογράψει κάποια κοινή ανακοίνωση από το σημερινό συμβούλιο, με την έννοια ότι υπάρχουν διαφορετικές θέσεις. Επειδή από την αρχή ειπώθηκε εισηγητικά από τον κύριο Πρόεδρο. Καταλαβαίνω τώρα το πνεύμα βεβαίως που το θέσατε. Αλλωστε, θεσμικά ερχόμαστε εδώ, δεν υπάρχει κανένα άλλο ζήτημα. Ομως και οι θέσεις θα πρέπει να αναπτυχθούν στην πορεία και εκεί να καταλήξουμε αν θα υπάρξει κάτι, αν δεν θα υπάρξει, ή τι διατυπώσεις θα κάνει κάθε κόμμα. Να μην το θεωρήσουμε δηλαδή δεδομένο, αυτό λέω».

* * *

Στη συνέχεια, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας περιγράφει αναλυτικά την κατάσταση και τις επιδιώξεις από τη συγκεκριμένη σύσκεψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακριβώς σε αυτό το σημείο ο Αλ. Τσίπρας ομολογεί ουσιαστικά πως το «όχι» του δημοψηφίσματος το είχε κάνει «ναι» πολλές μέρες πριν από αυτό, όταν είχε στείλει στους θεσμούς την πρόταση της κυβέρνησής του, που είναι ίδια με αυτήν του Γιούνκερ, εκτός από 5 σημεία. Επίσης εξελίσσεται ένα παζάρι σε σχέση με τα προαπαιτούμενα, και είναι προφανές ότι όλα τα αστικά κόμματα έχουν συμφωνήσει στο μνημόνιο και μια σειρά αντιλαϊκές ρυθμίσεις, προκειμένου να βγει από την κρίση αλώβητο το μεγάλο κεφάλαιο. Ακολουθούν οι τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών Μεϊμαράκη και Θεοδωράκη.

Το ΚΚΕ μιλάει πάντα ξεκάθαρα

Ο Δ. Κουτσούμπας σε αυτήν τη φάση της συζήτησης παίρνει τον λόγο και τοποθετείται ως εξής:

«Καταρχήν, όλοι σας ξέρετε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας πάντα μιλάει καθαρά. Γενικώς δεν ήμασταν ποτέ οπαδοί του “ήξεις – αφήξεις”, των “ντεμί” καταστάσεων ή συμβιβασμών. Αλλο οι συμβιβασμοί που μπορεί να είναι απαραίτητοι όταν προάγουν το εργατικό – λαϊκό συμφέρον, τα δικαιώματα του λαού μας.

Ετσι καθαρά μιλάμε, και έτσι ειλικρινά θα μιλήσω. Δεν σας κρύβω ότι είχα ανησυχίες ερχόμενος στη σύσκεψη, όχι για τη σύσκεψη την ίδια, αλλά με όλες αυτές τις εξελίξεις που συμβαίνουν. Μετά την ενημέρωση του κυρίου πρωθυπουργού ενισχύθηκαν αυτές οι ανησυχίες ακόμα περισσότερο.

Από μία άποψη, ή αν θέλετε από πολλές απόψεις, στην καλύτερη περίπτωση είμαστε στο ίδιο σημείο με πριν το δημοψήφισμα και στην πιο απαισιόδοξη – που μάλλον είναι και η πιο ρεαλιστική ως αποτύπωση της πραγματικότητας – είμαστε σε χειρότερη.

Και αυτό δεν το λέω με την έννοια ότι ο λαός μας εκφράστηκε. Και εμείς θέλουμε λαϊκή συμμετοχή. Δημοψηφίσματα και τέτοια, εκλογές, πρέπει να γίνονται, να εκφράζεται ο λαός. Ομως, αυτό το δημοψήφισμα – παγίδα ή ό,τι άλλες εκφράσεις χρησιμοποιήσαμε, δείτε και τα πρακτικά της Βουλής, και δημόσια έχουμε πει διάφορα πράγματα – είναι πραγματικά παγίδα για τον λαό μας. Δεν έδινε καμία λύση, καμία διέξοδο, ακόμα κι αν ξεκινήσουμε από τα ίδια τα ερωτήματα που τίθονταν για απάντηση στον ελληνικό λαό.

Και, βεβαίως, εδώ δεν μπορώ παρά να υπενθυμίσω, και το θεωρούμε – γι’ αυτό το θέτω ως ζήτημα – ότι είναι αντιδημοκρατική ερμηνεία, αυταρχική ερμηνεία του Κανονισμού της Βουλής, του Συντάγματος κ.λπ. να αρνείται το προεδρείο της Βουλής, και η κυβέρνηση φυσικά, η κυβέρνηση κυρίως, να θέσει σε ονομαστική ψηφοφορία, έστω κι αν δεν περνούσε από τη Βουλή – αλλά αυτή είναι κυρίαρχο Σώμα με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους μας – την πρόταση του ΚΚΕ να τεθεί και ως ερώτημα, εκτός από την πρόταση των εταίρων, των συμμάχων, της τρόικας, των τριών θεσμών κ.λπ. -όπως θέλετε πείτε τους – και το ερώτημα για την πρόταση της κυβέρνησης η οποία υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Αυτό θέσαμε, και γι’ αυτό το ΟΧΙ το δικό μας καταγραφόταν με αυτόν τον τρόπο. Δεν ήταν επειδή είμαστε από θέση αρχής υπέρ του άκυρου, του λευκού, της αποχής – τα ξέρετε όλα αυτά – αλλά διότι δεν θέλαμε να μετρηθεί αυτό το ΟΧΙ το δικό μας με το ΟΧΙ της κυβέρνησης, με το ΟΧΙ του ΣΥΡΙΖΑ, με το ΟΧΙ των Ανεξάρτητων Ελλήνων, με το ΟΧΙ της Χρυσής Αυγής, με το ΟΧΙ άλλων εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων κ.λπ., που ο καθένας έδινε το δικό του νόημα, και γι’ αυτό επιλέξαμε αυτήν την τακτική.

Και από αυτήν την άποψη, αυτή η αντίδραση σε όλα αυτά που συμβαίνουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην Ευρωζώνη, με την απαράδεκτη πραγματικά στάση και τους απαράδεκτους εκβιασμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απέναντι στον ελληνικό λαό πρώτα απ’ όλα, όπως και οι απαράδεκτοι εκβιασμοί – από τη δική της μεριά – της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στον λαό με τέτοια διλήμματα που έθετε στο δημοψήφισμα, δεν δίνουν λύσεις, οδηγούν σε αδιέξοδο και οδηγούν σε μία κατάσταση όπου βρισκόμαστε και σήμερα και για την οποία, ξαναλέω, δεν είμαστε αισιόδοξοι ότι θα έχει και το καλύτερο τέλος, τουλάχιστον με βάση αυτά που μας ενημέρωσε ο κύριος πρωθυπουργός εδώ σήμερα».

Η παρέμβαση με τη διακοπή της σύσκεψης

Η σύσκεψη διεκόπη λίγο αργότερα, προκειμένου να γίνουν κάποιες τηλεφωνικές επικοινωνίες του τότε πρωθυπουργού με αρχηγούς άλλων κρατών. Μετά τη διακοπή, και αφού προηγουμένως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει αναφερθεί πολλές φορές στο ΚΚΕ, ο Δ. Κουτσούμπας ζητά τον λόγο και αναφέρει τα εξής:

«Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα εντός πρακτικών να κάνω μια τοποθέτηση, γιατί επανειλημμένα έχετε τοποθετηθεί και έχετε πει “εκτός του ΚΚΕ” (…) Είναι πολλή ώρα τώρα. Εγινε και ενημέρωση για τις τηλεφωνικές συνομιλίες.

Εγώ θα ήθελα να επισημάνω ότι γενικά η όλη συζήτηση δείχνει όλη αυτήν την αντίφαση – κατά τη γνώμη του ΚΚΕ – μιας αδιέξοδης πολιτικής που ακολουθείται όλα αυτά τα χρόνια και συνεχίζεται και το τελευταίο διάστημα. Είναι η πολιτική σας αδιέξοδη συνολικά. Οδηγεί, με βάση και τις προτάσεις που έγιναν σήμερα, είτε σε μία επώδυνη συμφωνία το επόμενο διάστημα, σε ένα μνημόνιο κατά τη γνώμη μας – άσχετα πώς ονομάζεται – με νέα σειρά μέτρα και βεβαίως στην άλλη περίπτωση, εάν δεν υπάρξει συμφωνία, σε ενδεχόμενη κρατική χρεοκοπία με Grexit – σύμφωνοι – με ευθύνη των τριών θεσμών ή όποιων άλλων, ανάλογα τις εξελίξεις. Αυτό που θέλουμε να πούμε, ότι και στις δύο περιπτώσεις θα την πληρώσει ο ελληνικός λαός.

Να διευκρινίσουμε εδώ ότι το ΚΚΕ, όταν μιλάει για ρήξη, δεν εννοεί μια ρήξη με το νόμισμα μόνο, μια έξοδο από το ευρώ μόνο και να πάμε σε κάποιο άλλο νόμισμα ή σε ένα διπλό νόμισμα, τέλος πάντων όλα τα σενάρια που ακούγονται και γράφονται ή και που υπάρχουν στην οικονομία. Εμείς εννοούμε μια συνολική αντιπαράθεση, σύγκρουση και ρήξη που συνιστά μια συγκροτημένη πρόταση αποδέσμευσης, κοινωνικοποίησης, διαγραφής του χρέους με εργατική – λαϊκή εξουσία και κεντρικό σχεδιασμό, δηλαδή μια πρόταση για μια άλλη κοινωνία, μια άλλη οικονομία. Και σε αυτήν την κατεύθυνση παλεύουμε. Αλλιώς θα είναι όχι μόνο δώρον άδωρον, αλλά θα την πληρώνει συνεχώς ο λαός, που θα είναι το μόνιμο υποζύγιο.

Και, φυσικά, από αυτήν την άποψη και από τις προτάσεις που έγιναν και τις παρεμβάσεις για το κοινό ανακοινωθέν στον προηγούμενο κύκλο συζήτησης, θα ήθελα να πω ότι διαφωνούμε κάθετα με το να ερμηνεύουμε εδώ σε αυτήν τη σύσκεψη ή γενικότερα την ετυμηγορία του ελληνικού λαού, το πώς εξηγείται ένα αποτέλεσμα για παράδειγμα ενός δημοψηφίσματος – παγίδα, το ξαναλέμε, που είναι για να υποτάξει έναν λαό, σε τελευταία ανάλυση, ώστε να αποδεχτεί μια σειρά ζητήματα.

Τα εκλογικά αποτελέσματα μπορούν να εξηγηθούν με διαφορετικό τρόπο. Επιμένω σε αυτό που είπα στην αρχή, ότι και στην αποχή και στο άκυρο – λευκό και στους ψηφοφόρους του ΟΧΙ και του ΝΑΙ υπάρχει σημαντική αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και συνολικά της πολιτικής που ακολουθείται όλα αυτά τα χρόνια, που μπορεί να μην είναι κυρίαρχη σήμερα, αλλά είναι ισχυρή.

Αρα, από αυτήν την άποψη δεν νομίζω ότι πρέπει να δέσουμε χειροπόδαρα τον λαό μας λέγοντας “ΝΑΙ στην Ευρωζώνη, ΝΑΙ στην Ευρωπαϊκή Ενωση”. Εμείς πιστεύουμε το αντίθετο, και μάλιστα εξέφρασε και μια δυναμική αυτή η τοποθέτηση.

Και, βεβαίως, σχετικά με τη διατύπωση για το κοινό ανακοινωθέν, την πρόταση που γίνεται και από τον πρωθυπουργό και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να συμφωνήσει το συμβούλιο εδώ, θεωρούμε ότι πρέπει να καταγραφεί στα πρακτικά η άποψή μας: Διαφωνούμε συνολικά με το κοινό ανακοινωθέν. Και η συνολική αυτή διαφωνία μας – να την εξηγήσω – αφορά τόσο την ερμηνεία της ψήφου των Ελλήνων πολιτών στο χθεσινό δημοψήφισμα, όσο και την διαπραγματευτική τακτική και τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης που εξέθεσε σήμερα εδώ και πιο αναλυτικά ο πρωθυπουργός.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας θεωρεί ότι στα πλαίσια αυτά, σε αυτόν τον δρόμο εξέλιξης που ακολουθείται σε αυτές τις διακρατικές συμμαχίες στις οποίες συμμετέχουμε, σε αυτές τις ενώσεις, δεν μπορεί να υπάρξει γνήσια φιλολαϊκή – φιλεργατική διαπραγμάτευση και λύση.

Από αυτήν την άποψη, θεωρούμε ότι καλώς καταχωρείται στα πρακτικά αυτή η διαφωνία μας. Βεβαίως, και δημόσια θα την εκθέσουμε στους εργαζόμενους, στον λαό μας.

Και να πω μια άποψη που είναι η πάγια θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας. Εθνική ομοψυχία και εθνική ενότητα δεν μπορεί να υπάρξει με την έννοια που δίνεται από άλλες πολιτικές δυνάμεις, όχι μόνο λόγω των διαφορετικών ιδεολογικών ή πολιτικών θέσεων κάθε φορά, αλλά γιατί πιστεύουμε ακράδαντα ότι αλλιώς εννοεί και αλλιώς στην πραγματικότητα είναι αυτό που εννοεί καθένας ως ενότητα και εθνική συνείδηση και συνεννόηση για τον εργάτη, τον άνεργο, τον αυτοαπασχολούμενο, τον φτωχό αγρότη, που είναι το 95% της ελληνικής κοινωνίας, και διαφορετικό για κάποιους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους, για το μεγάλο κεφάλαιο, γι’ αυτούς που δεν έχουν πατρίδα στην ουσία. Γιατί το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και, βεβαίως, για τα κέρδη του υπονομεύει ακόμα και τα απλά δικαιώματα των εργαζομένων.

Αυτήν τη διευκρίνιση θέλω να κάνω. Είναι γνωστή άλλοτε η ιδεολογική – πολιτική θέση μας γι’ αυτό το ζήτημα. Τη λέω απλά και μόνο για να καταγραφεί και να είναι καθαρό, μιας και πάντα το ΚΚΕ μιλά ειλικρινά σε όλες τις περιπτώσεις, και μπροστά στον λαό και όταν γίνονται τέτοιες συσκέψεις ή συμβούλια αρχηγών».

Μετά από αυτήν την παρέμβαση, ο Δημήτρης Κουτσούμπας αποχώρησε από τη σύσκεψη. Ολοι οι υπόλοιποι αρχηγοί, των αστικών κομμάτων, παρέμειναν και «μαγείρευαν» το κοινό ανακοινωθέν που θα υπέγραφαν και με βάση το οποίο ακολούθησε το 3ο και χειρότερο μνημόνιο σε βάρος του λαού.

Πηγή : Ριζοσπάστης 12 – 13 / 7 – 2025

ΙΣΤΟΡΙΑ

60 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ» ΤΟΥ 1965

Η εργατική – λαϊκή πάλη και οι αντιθέσεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

Πριν από 60 χρόνια, «ποτάμια» από εργατικές – λαϊκές μάζες πλημμύριζαν τους δρόμους της Αθήνας και των άλλων αστικών κέντρων. Τα λεγόμενα «Ιουλιανά» του 1965 δεν ήταν κεραυνός σε ξάστερο ουρανό. Ηταν κρίκος μιας αλυσίδας, που η μια άκρη της θα μπορούσε να τοποθετηθεί τουλάχιστον στην αρχή της δεκαετίας του ’50 (αν όχι και νωρίτερα), ενώ η άλλη φτάνει μέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από την απριλιανή δικτατορία τον Δεκέμβρη του 1967 και, υπό μια ευρύτερη οπτική, μέχρι το 1974, οπότε η χούντα των συνταγματαρχών κατέρρευσε. Γι’ αυτό και η κατανόηση των γεγονότων που συγκλόνισαν την Ελλάδα το «θερμό» καλοκαίρι του 1965 απαιτεί γνώση της κατάστασης του αστικού πολιτικού συστήματος, όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά το τέλος του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Η προϊστορία

Η μεταπολεμική στερέωση της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα βασίστηκε στην ένοπλη καταστολή του εργατικού – λαϊκού κινήματος με τη βοήθεια και των διεθνών συμμάχων της αστικής τάξης. Η άρχουσα τάξη, προκειμένου να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και στη συνέχεια τον ΔΣΕ, κινητοποίησε όλες τις δυνάμεις της, πρωταρχικά τον στρατό και τους άλλους κατασταλτικούς κρατικούς μηχανισμούς (αστυνομία, χωροφυλακή, ΤΕΑ κ.λπ.), τις «παρακρατικές οργανώσεις», την αστική Δικαιοσύνη κ.ά. Ταυτόχρονα, όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, είχαν συνταχτεί στον στόχο της ήττας του ΔΣΕ, με κοινή σημαία τους τον αντικομμουνισμό και με προεξάρχοντα τον ρόλο του Παλατιού.

Ωστόσο, ο θεσμός της βασιλείας, που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αποτέλεσε μια ακόμα ασφαλιστική δικλίδα προστασίας της καπιταλιστικής εξουσίας, σταδιακά έπαψε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις προτεραιότητές της στις συνθήκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μια σειρά από αρμοδιότητες του Παλατιού, κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα του 1952 και ειδικότερα η δυνατότητά του να παρεμβαίνει στον σχηματισμό κυβερνήσεων και να ελέγχει τον στρατό, διατάρασσαν την ομαλή λειτουργία της αστικής διαχείρισης, αφού δημιουργούσαν ουσιαστικά δύο κέντρα εκτελεστικής εξουσίας, το Παλάτι και την κυβέρνηση. Συνολικότερα, την ίδια περίοδο, το διαμορφωμένο μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα παρουσιαζόταν παρωχημένο, αν εξεταστεί με κριτήριο την ανάγκη ομαλής χειραγώγησης και ενσωμάτωσης των εργατικών – λαϊκών μαζών. Εξάλλου, μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ το εργατικό – λαϊκό κίνημα παρά την εκτεταμένη καταστολή και το ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο δεν έπεσε σε «χειμερία νάρκη», αλλά αντίθετα κατά καιρούς σημειώνονταν εργατικοί – συνδικαλιστικοί αγώνες, αλλά και μαζικές κινητοποιήσεις, όπως για το Κυπριακό τον Μάη του 1956, οπότε η επέμβαση της Αστυνομίας είχε ως συνέπεια τον θάνατο τριών διαδηλωτών.

Ετσι, τη δεκαετία του 1950 και περισσότερο τη δεκαετία του 1960, μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων αναπτύσσονταν τάσεις υπέρ του εκσυγχρονισμού του καπιταλιστικού κράτους και του πολιτικού συστήματος. Οι αστικές κυβερνήσεις των Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου κατά τη δεκαετία του 1960 επιδίωξαν να περιορίσουν τον ρόλο του βασιλιά, ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του στρατού, ενώ ο Κ. Καραμανλής έφτασε να προτείνει και αναθεώρηση του Συντάγματος και τον ανάλογο περιορισμό των αρμοδιοτήτων του θρόνου.

Στις προηγούμενες πρωτοβουλίες δεν εναντιώθηκαν πάντα οι διεθνείς σύμμαχοι της αστικής τάξης, ειδικότερα ο αμερικανικός παράγοντας. Ταυτόχρονα, όμως, αυτές συνάντησαν τη σθεναρή αντίσταση του Παλατιού, που πραγματοποιούσε συμμαχίες πότε με το ένα και πότε με το άλλο αστικό κόμμα, ενώ άμεσα και άλλοτε έμμεσα ανέτρεπε με τους συμμάχους του και κυβερνήσεις.

Το Παλάτι δεν αποδεχόταν την προοπτική περιορισμού του στα όρια του απαιτούμενου εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα, ήταν βασικός φορέας του κυρίαρχου ωμού αντικομμουνισμού και της αντίστοιχης βίας, που λάμβανε πολλές μορφές, από τον θεσμικό αντικομμουνισμό των διώξεων της κομμουνιστικής δράσης και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων έως και την εκτεταμένη δράση των ανεπίσημων κατασταλτικών μηχανισμών του αστικού κράτους (παρακρατικών) και τη μαζική, όσο και χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Αν και τα προηγούμενα αποτέλεσαν προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας στη διάρκεια του αγώνα του ΔΣΕ και μετά από αυτόν, από ένα σημείο κι έπειτα ο ωμός αντικομμουνισμός δεν ευνοούσε την ενσωμάτωση ευρύτερων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στην αστική εξουσία και επομένως τη στερέωσή της. Το ίδιο συνέβαινε με τις παρακρατικές οργανώσεις, η λειτουργία και τα όρια δράσης των οποίων αποτέλεσαν αντικείμενο οξύτατων πολιτικών συγκρούσεων, ειδικότερα έπειτα από τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο των ενδοαστικών αντιθέσεων.

Ο Σωτήρης Πέτρουλας χτυπημένος
Ο Σωτήρης Πέτρουλας χτυπημένος

Ετσι, τμήμα των αστών πολιτικών, κυρίως των λεγόμενων «κεντρώων», άρχισε σταδιακά να αποστασιοποιείται από τον χυδαίο αντικομμουνισμό που τροφοδοτούσε τον φαύλο κύκλο απαξίωσης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αν και δεν εξέλειψαν παντελώς από τον λόγο τους οι αντικομμουνιστικές εξάρσεις.

Ηδη από το 1952 σημειωνόταν σε δημοσίευμα της εφημερίδας «ΒΗΜΑ»: «…το πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να τεθεί εκτός νόμου η άκρα Αριστερά… θα επιτευχθούν πολύ θετικότερα αποτελέσματα από τον ασύνετον γενικόν διωγμόν και την παραπομπήν της συνωμοσίας εις το σκότος που είναι το κλίμα της. Επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου». Υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ τάχθηκε από τη δεκαετία του 1950 και ο Κων. Μητσοτάκης (τότε κεντρώος βουλευτής), ενώ ο Νίκος Κιτσίκης σημείωνε: «Ο Βενιζέλος και άλλα κόμματα υποστηρίζουν τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, για να περιοριστεί το ΚΚΕ στις πραγματικές του διαστάσεις… Εβαζαν τη θέση να αποκλεισθούν αυτοί που τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια (σημ. πολιτικοί πρόσφυγες και στελέχη του ΚΚΕ) και να χωριστούν οι μέσα στην Ελλάδα απ’ τους έξω». Τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ δεν την απέρριπταν ούτε οι «κεντρώοι» ηγέτες Ν. Πλαστήρας (πρωθυπουργός), Εμμ. Μπακλατζής (μετέπειτα πρόεδρος της Βουλής), εφόσον το ΚΚΕ δεχόταν να τηρεί τους νόμους του κράτους… Αυτή η διαφοροποιημένη τακτική είχε στόχο τη διαμόρφωση ενός «εθνικού ΚΚΕ», δηλαδή ενός Κόμματος «απαλλαγμένου» από διεθνιστικά «βαρίδια». Επιχειρούσε να αξιοποιήσει σε αυτή την κατεύθυνση και την ΕΔΑ, δηλαδή το νόμιμο κόμμα μέσα στο οποίο δρούσαν τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ, άλλοτε με απειλές διάλυσής της, αν δεν έκοβε τον δεσμό της με το ΚΚΕ, άλλοτε με θετικές δημόσιες τοποθετήσεις για τον ρόλο της ίδιας και του ΕΑΜ…1

Ο συνδυασμός αυτής της διαφοροποιημένης τακτικής με την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» αναδείχτηκε και σε ομιλία του Γεώργιου Παπανδρέου στη Βουλή λίγο πριν από τα «Ιουλιανά»:

«Ηρώτησεν ο Αρχηγός της ΕΡΕ, ως εάν ήτο δυνατόν να υπήρχε αμφιβολία. Δέχεσθε ότι ο κομμουνισμός αποτελεί κίνδυνον διά το έθνος; Αρνούμεθα να δώσωμεν απάντησιν, διότι υπήρξαμεν πάντοτε και είμεθα πάντοτε πρωταγωνισταί εναντίον του (…). Αλλά το ζήτημα είναι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετωπίσεώς του (…). Η ΕΡΕ ακολουθεί την αστυνομικήν μέθοδον. Ημείς χαράσσομεν δημοκρατικήν μέθοδον. (…) Το κομμουνιστικόν κόμμα βρίσκεται εκτός νόμου. Θα διωχθή από τον νόμον. Η ΕΔΑ θεωρείται νόμιμον κόμμα. Η πολιτική της δράσις, επομένως, δυνατόν και πρέπει να αντιμετωπισθή με αντίπαλον πολιτικήν δράσιν».2

Την ίδια περίοδο, οι διεθνείς σύμμαχοι της άρχουσας τάξης, η Μ. Βρετανία και κυρίως οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενοι τη συνεισφορά τους στη διάσωση της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας την επαύριο της απελευθέρωσης και στα χρόνια του αγώνα του ΔΣΕ, συνέχιζαν να επιδρούν σε θεσμούς του αστικού κράτους και στο παρακράτος, επιδιώκοντας την προώθηση της εξωτερικής τους πολιτικής στη γεωπολιτικά κρίσιμη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Ωστόσο, από ένα σημείο κι έπειτα, η στερέωση της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας ενδυνάμωσε εκείνη τη μερίδα των αστικών πολιτικών δυνάμεων που επιδίωκαν μια εξωτερική πολιτική, η οποία, δίχως να αμφισβητεί τους βασικούς διεθνείς συμμάχους του ελληνικού κράτους, θα ήταν περισσότερο αυτονομημένη από το σύνολο των επιδιώξεών τους, προτάσσοντας κυρίως όσους εξυπηρετούσαν την αναβάθμιση του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα συνδεόταν με τους αντίπαλους σχεδιασμούς της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης και με τον προνομιακό τρόπο που αντιμετωπιζόταν η Τουρκία από το ΝΑΤΟ εξαιτίας του κρίσιμου γεωπολιτικού ρόλου της, τόσο στη διεθνή αντιπαράθεση καπιταλισμού – σοσιαλισμού, όσο και στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Ολα αυτά συνέβαιναν, ενώ όλο και περισσότερα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης, εκμεταλλευόμενα τη μεταπολεμική καπιταλιστική τους ανάπτυξη, διαχωρίζονταν έως έναν βαθμό από την αμερικανική εξωτερική πολιτική και επιδίωκαν να διαμορφώσουν ένα διακριτό ιμπεριαλιστικό κέντρο. Ενδεικτικά, το 1957 συγκροτήθηκε η ΕΟΚ και την επόμενη χρονιά ο Πρόεδρος Ντε Γκωλ απαίτησε από τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ την αναβάθμιση της Γαλλίας στο πλαίσιο της ΝΑΤΟικής διοίκησης. Τμήμα της αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών αποτελούσε εκείνη την εποχή και η αύξηση των εμπορικών τους σχέσεων με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δίχως αυτό να σηματοδοτεί και παύση των υπονομευτικών ενεργειών εναντίον τους.

Με αυτή την έννοια, οι διεθνείς εξελίξεις ανατροφοδότησαν και τις ενδοαστικές αντιθέσεις για την εξωτερική πολιτική του αστικού κράτους, οδηγώντας και στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μερίδας της αστικής τάξης με τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικά όσα συνέβησαν όταν η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου απέρριψε τα σχέδια Ατσεσον για το Κυπριακό, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση των ΗΠΑ. Οταν ο πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, Αλ. Μάτσας, μετέφερε στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Λ. Τζόνσον, ότι καμιά κυβέρνηση και καμιά Βουλή δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί ένα σχέδιο που θα παραχωρούσε ελληνικά εδάφη, ο τελευταίος φέρεται να του απάντησε:

«Γαμώ τη Βουλή και το Σύνταγμά σας. (…) Δεν μπορώ να έχω και δεύτερο Ντε Γκωλ στα πόδια μου. Πληρώνουμε πολλά αμερικανικά δολάρια στους Ελληνες. (…) Αν ο πρωθυπουργός σας μου μιλήσει για Δημοκρατία, Βουλή και Σύνταγμα, τότε εκείνος, η Βουλή του και το Σύνταγμά του μπορεί να μην κρατήσουν για πολύ».3

Φυσικά, το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων συνέχιζε να βλέπει το μέλλον του αστικού κράτους συνυφασμένο με την ένταξή του τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΟΚ, αλλά ταυτόχρονα συνυπήρχαν και οξείες διαμάχες αναφορικά με τους όρους της συμμαχίας με τις δύο διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις και με την προτεραιότητά τους. Παράλληλα, το Κυπριακό αποτελούσε μόνιμο «αγκάθι». Η ελληνική καπιταλιστική εξουσία είχε εγκαταλείψει το σύνθημα της Ενωσης, υπολογίζοντας την αντίδραση της συμμάχου Μ. Βρετανίας, γεγονός που τροφοδοτούσε αντιδράσεις σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά και σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου και διπλής ένωσης (με την Ελλάδα και την Τουρκία), που στρέφονταν εναντίον της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης που διεκδικούσε την κρατική ανεξαρτησία.

Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη προσανατολίστηκε στη λύση της ανεξαρτησίας, ως μόνης ικανής να διαφυλάξει την εξουσία της, και παράλληλα προχώρησε σε ανοίγματα προς την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι οποίες δεν επιθυμούσαν τη μετατροπή της Κύπρου σε ΝΑΤΟικό ορμητήριο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ελληνική αστική τάξη επιθυμούσε, από τη μια πλευρά, να διατηρήσει τις διεθνείς της συμμαχίες και, από την άλλη, να περιφρουρήσει τον ρόλο της στην Κύπρο και να μην έρθει σε ρήξη με την ελληνοκυπριακή αστική τάξη. Το καθήκον αυτό αποδείχτηκε ιδιαίτερα σύνθετο, ενώ αναζωπύρωσε τις ενδοαστικές αντιθέσεις στην εξωτερική πολιτική.

Σε αυτές τις συνθήκες διαπλοκής των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, επιδιώκοντας τον εκσυγχρονισμό του αστικού κράτους και την αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, το σύνολο των αστικών δυνάμεων επιχειρούσε να ελέγξει τον στρατό και άρχισαν να διαμορφώνονται σχέδια για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, τόσο από κύκλους του Παλατιού σε συνεργασία με ανώτατους αξιωματικούς, αλλά και από τα αστικά πολιτικά κόμματα και από κύκλους της κατώτερης στρατιωτικής ιεραρχίας. Οι τελευταίοι στοιχίζονταν με τα μεν ή τα δε αλληλοσυγκρουόμενα αστικά πολιτικά σχέδια, που αφορούσαν την εσωτερική πολιτική του αστικού κράτους, αλλά και την εξωτερική.

Η κρίση του Ιούλη

Στην πραγματικότητα, οι αντιπαραθέσεις των δύο μεγαλύτερων αστικών πολιτικών κομμάτων, της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου, είχαν ξεκινήσει από τις αρχές του 1965. Ο επικεφαλής της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε κηρύξει από τον Φλεβάρη του 1965 τον ανένδοτο αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση Παπανδρέου, έχοντας εξασφαλίσει πλέον και τη στήριξη του Παλατιού.

Τον Μάη του 1965, στην ενδοαστική κόντρα προστέθηκε και η υπόθεση της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΑΣΠΙΔΑ (Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία), η οποία, καθώς φαίνεται, είχε αρχίσει να συγκροτείται από το 1958, αλλά δραστηριοποιήθηκε εντονότερα έπειτα από την ανάδειξη στην κυβερνητική εξουσία της Ενωσης Κέντρου. Στην αποκάλυψη της υπόθεσης συνέβαλε ο διοικητής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο και πρώην επικεφαλής της οργάνωσης «Χ», Γ. Γρίβας, παρότι στη συγκρότηση του ΑΣΠΙΔΑ πρωτοστάτησαν άλλα πρώην στελέχη της ίδιας οργάνωσης, όπως και ο υπασπιστής του αναπληρωτή Αρχηγού της ΚΥΠ Παπατέρπου, λοχαγός Αρις Μπουλούκος.4Ως υπεύθυνος για ανάμειξη στον ΑΣΠΙΔΑ κατηγορούταν και ο Ανδ. Παπανδρέου. Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου αποδέχτηκε την ύπαρξη της οργάνωσης, καθώς και την εμπλοκή της στις ενδοαστικές αντιπαραθέσεις της περιόδου5, ενώ ο Μπουλούκος υποστήριξε ότι ο Παπανδρέου είχε γνώση της ύπαρξης του ΑΣΠΙΔΑ από το 1964.6

Λίγο αργότερα, η σημαντικότερη ίσως προβοκάτσια της περιόδου στήθηκε από τον ίδιο τον κατοπινό δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο, ο οποίος, στις 11/6/1965 κατήγγειλε στον Τύπο κομμουνιστικό σαμποτάζ σε τρία στρατιωτικά οχήματα της 164ης Μονάδας Πεδινού Πυροβολικού, ζητώντας τη δίωξη όλων όσοι μετείχαν δήθεν στην «κομμουνιστική συνωμοσία», συμπεριλαμβανομένων και πολιτών. Η προβοκάτσια αποκαλύφθηκε τελικά από τη Στρατιωτική Δικαιοσύνη, κάτι όμως που δεν οδήγησε στην τιμωρία του ενορχηστρωτή της.7

Η ερμηνεία που δόθηκε από τον τότε υπουργό Αμυνας, Γαρουφαλιά, ότι ο πατέρας του Παπαδόπουλου υπήρξε παιδικός φίλος του Γ. Παπανδρέου και ενεργός υποστηρικτής του στις πρόσφατες εκλογές8 ήταν παιδαριώδης, όταν το όνομα του Παπαδόπουλου και η παραστρατιωτική του δράση αναφερόταν σε όλες τις εκθέσεις των εγχώριων και ξένων μυστικών υπηρεσιών. Πόσο μάλλον, αφού σύμφωνα με τον τότε υφυπουργό Αμυνας, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Ιωάννης Γεννηματάς, του είχε εκμυστηρευθεί ότι ανησυχούσε για την πορεία της υπόθεσης, εξαιτίας των καλών σχέσεων του Παπαδόπουλου με τα Ανάκτορα.9

Το βέβαιο είναι ότι, με δεδομένο το τεταμένο κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου και τα Ανάκτορα με αφορμή την αποκάλυψη της υπόθεσης του ΑΣΠΙΔΑ, ο Γ. Παπανδρέου απέφυγε να προσφέρει νέα λαβή για αντιπαράθεση. Ωστόσο, η στιγμή της ρήξης δεν άργησε να έρθει. Οταν ο Γ. Παπανδρέου προσπάθησε να απομακρύνει τον εκλεκτό του Παλατιού Πέτρο Γαρουφαλιά από υπουργό Εθνικής Αμυνας, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό βασιλικό διάταγμα, με αποτέλεσμα ο Γ. Παπανδρέου να παραιτηθεί στις 15 Ιούλη 1965.10

Ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία ορκίστηκε την ίδια μέρα.

Μόλις έγινε γνωστό το γεγονός, οργανώθηκαν διαδηλώσεις από τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη. Στις 19/7/1965 οι διαδηλώσεις ενισχύθηκαν με τη συμμετοχή δυνάμεων της Ενωσης Κέντρου, η οποία κήρυξε «νέο ανένδοτο αγώνα»…

Τις ίδιες μέρες, ο πρώην υπουργός Αμυνας, Π. Γαρουφαλιάς, ο οποίος δεν εγκατέλειψε ποτέ το υπουργείο, συνεννοούνταν με τον Αρχηγό ΓΕΣ, Ι. Γεννηματά, για την εκκαθάριση των στρατιωτικών μονάδων, επικαλούμενος τον κίνδυνο λαϊκής εξέγερσης με συνεργασία κομμουνιστών – Ενωσης Κέντρου:

«Η τακτική που εφαρμοζόταν στην προοπτική οριστικής ρήξεως Βασιλέως-Παπανδρέου, θα ήταν η γνωστή κομμουνιστική τακτική της μαζικής λαϊκής κινητοποιήσεως με τη μορφή λαϊκής εξεγέρσεως με στόχο τα Ανάκτορα και τις νευραλγικές κυβερνητικές εγκαταστάσεις. Μάζες λαού, υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών, θα κατάκλυζαν τους χώρους των Ανακτόρων, της Προεδρίας της Κυβερνήσεως, του Τηλεφωνικού Κέντρου, της Γενικής Ασφαλείας, ορισμένων Υπουργείων και στρατιωτικών εγκαταστάσεων, για να επιβάλουν με λαϊκή εξέγερση τις απόψεις του Πρωθυπουργού».11

Αν και τα προηγούμενα δεν εντάσσονταν σε καμιά περίπτωση στους σχεδιασμούς της ΕΔΑ, πόσο μάλλον της Ενωσης Κέντρου, το επόμενο διάστημα η καταστολή από την πλευρά του κράτους και του παρακράτους εντάθηκε, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του φοιτητή της ΑΣΟΕΕ Σωτήρη Πέτρουλα στις 21/7/1965. Οι παρακρατικοί μηχανισμοί προβοκάτσιας κυριολεκτικά οργίασαν εκείνες τις μέρες, προκειμένου «να υπογραμμίσουν την “κομμουνιστική” αναρχία που επικρατούσε».12

Οι ΗΠΑ εκτιμούσαν τότε ότι ο βασιλιάς είχε ενεργοποιήσει έναν μηχανισμό, ο οποίος και θα προχωρούσε στην επιβολή πραξικοπήματος, αν δεν βρισκόταν πολιτική λύση. Εκπρόσωπος της ομάδας Παπαδόπουλου μάλιστα απευθύνθηκε σε στέλεχος της πρεσβείας των ΗΠΑ, προκειμένου να διερευνήσει αν ήταν διατεθειμένες να δώσουν το πράσινο φως για ένα πραξικόπημα (σε μια ανάλογη διερευνητική κρούση προχώρησε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος το επόμενο διάστημα). Οπως διευκρίνιζαν οι συνωμότες, δεν θα προχωρούσαν σε πραξικόπημα δίχως τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά, ενώ σχετικά με την Κύπρο ανέφεραν ότι ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν οποιοδήποτε σχέδιο είχε την αμερικανική έγκριση, αν και οι ίδιοι πρόκριναν τη λύση της διχοτόμησης και της διπλής ένωσης.13

Οι αναφορές στο Κυπριακό δεν ήταν τυχαίες. Το πιο πιθανό είναι ότι οι ΗΠΑ είχαν συνηγορήσει στην ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου, ακριβώς λόγω της άρνησής της να αποδεχτεί τα σχέδια Ατσεσον. Δεν ήταν όμως μόνο το Κυπριακό που απασχολούσε τις ΗΠΑ. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή απαιτούσαν τη δυναμική συμπαράταξη τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας στους ευρύτερους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς.

Ωστόσο, στη συγκεκριμένη φάση οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να ευνόησαν την προοπτική του πραξικοπήματος, αλλά αυτή της εξεύρεσης κοινοβουλευτικής λύσης στο αδιέξοδο του αστικού πολιτικού συστήματος, μέσα και από την αξιοποίηση των εξουσιών που έδινε στον Θρόνο το Σύνταγμα του 1952. Ομως, στις 5 Αυγούστου η κυβέρνηση Αθανασιάδη – Νόβα καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Κατά της κυβέρνησης ψήφισαν 167 βουλευτές (145 του «Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ).

Στο μεταξύ, είχαν ενταθεί οι διαβουλεύσεις για να βρεθεί το πιο κατάλληλο πρόσωπο που θα εξασφάλιζε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Παράλληλα είχαν ενταθεί και τα ανταλλάγματα και οι πιέσεις, έτσι ώστε βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας να εγκαταλείψουν την Ενωση Κέντρου.

Στις 9/8/1965 αγανακτισμένοι διαδηλωτές έκαψαν σωρούς αντιτύπων των εφημερίδων «Τα Νέα» και «Το Βήμα», επειδή ο εκδότης τους Χρήστος Λαμπράκης υπονόμευε τον Γ. Παπανδρέου, αν και ως εκδοτικό συγκρότημα είχε καταγραφεί υπέρ της Ενωσης Κέντρου. Το ίδιο έγινε και με τις άλλες εφημερίδες – υποστηρικτές του «Κέντρου» που είχαν «αποστατήσει», όπως την «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα.

Στις 18/8/1965 ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, που επίσης «αποστάτησε» από την Ενωση Κέντρου. Μετά από δύο εικοσιτετράωρα η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Κατά ψήφισαν 159 βουλευτές (134 του «Κέντρου», οι 22 της ΕΔΑ και 3 του Κόμματος Προοδευτικών).

Στις 17 Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο προερχόμενος από την Ενωση Κέντρου Στέφανος Στεφανόπουλος και στις 25 Σεπτέμβρη η κυβέρνησή του υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του Κόμματος Προοδευτικών, ο Γαρουφαλιάς και 45 «αποστάτες» του «Κέντρου»). Καταψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της Ενωσης Κέντρου και οι 22 της ΕΔΑ. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου διατηρήθηκε μέχρι τις 20/12/1966.

Ο εργατικός – λαϊκός παράγοντας στο προσκήνιο και η έλλειψη επαναστατικής στρατηγικής

Η παρέμβαση του βασιλιά, που στόχευε στον έλεγχο του υπουργείου Αμυνας, δηλαδή του στρατού, προκάλεσε μαζικές λαϊκές αντιδράσεις, που για ορισμένες μέρες πήραν πρωτοφανείς για τα μετεμφυλιακά χρόνια διαστάσεις και χαρακτηρίστηκαν «κίνημα των 70 ημερών» (15/7 – 25/9/1965).

Το «κίνημα των 70 ημερών» τροφοδοτήθηκε από την πολύχρονη αντιλαϊκή πολιτική και πήραν μέρος σε αυτό εργατικές – λαϊκές δυνάμεις διαφορετικής εμπειρίας και ηλικίας, από τους μαχητές της ΕΑΜικής Αντίστασης και τη νεότερη μεταπολεμική εργατική τάξη έως τη φοιτητική, σπουδάζουσα και μαθητική νεολαία. Επειτα από καλέσματα της ΕΔΑ και των μαζικών οργανώσεων του εργατικού – λαϊκού κινήματος, π.χ. συνδικαλιστικών φορέων των οικοδόμων, οργανώθηκε μια σειρά πολύμορφων και επαναλαμβανόμενων κινητοποιήσεων που χαρακτηρίστηκαν από τη μαζικότητα, τη μαχητικότητα και την επιμονή τους. Αυτές εξέφρασαν ανικανοποίητους λαϊκούς πόθους δεκαετιών, ενώ η μαζικότητα και η επιμονή τους δημιούργησαν έντονο προβληματισμό και ανησυχία στον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων, επειδή:

«Η κυβερνητική κρίσις παρετάθη επί πολύ, παρετάθη καθ’ υπερβολήν, παρετάθη πέραν παντός ορίου»14.

Ομως σε πολιτικό επίπεδο το κίνημα επικεντρωνόταν αποκλειστικά στην αντίθεση με τη λεγόμενη «Δεξιά» και το Παλάτι, τους «προδότες της δημοκρατίας», καθώς και με τον ξένο παράγοντα. Πολιτικά κυριαρχούσε το αίτημα για ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, απαλλαγμένου από σκουριές του μετεμφυλιακού πλέγματος καταστολής.

Ανάλογα ήταν και τα συνθήματα που κυριάρχησαν με την παρέμβαση της ΕΔΑ, της Ενωσης Κέντρου και των μαζικών φορέων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις: «114»«Κάτω οι αυλόδουλοι»«ΑποσταCIA»«Κάτω η χούντα» κ.ά. Τα πιο προωθημένα συνθήματα ήταν «Εξω οι Αμερικανοί»«Κάτω η μοναρχία», «Παρ’ τη μάνα σου και μπρος».

Τελικά οι κινητοποιήσεις υποχώρησαν, σχεδόν σταμάτησαν, με τη σταθεροποίηση της κυβέρνησης Στεφανόπουλου.

Το χαρακτηριστικό των αντιφάσεων και των αδιεξόδων που εκδηλώθηκαν στο «κίνημα των 70 ημερών» ήταν ότι στο εργατικό και ευρύτερα στο λαϊκό κίνημα κυριάρχησαν πολιτικά συνθήματα δυνάμεων του συστήματος, βασικά της Ενωσης Κέντρου, αφού η ΕΔΑ συμπαρατάχθηκε μαζί της στη γραμμή της λεγόμενης ομαλότητας, κάτι που χαρακτηρίστηκε πολιτική ουράς της Ενωσης Κέντρου.

Ετσι κι αλλιώς, διακηρυγμένος πολιτικός στόχος της ΕΔΑ ήταν η «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που θα πραγματοποιούνταν «μόνο με μια αγωνιστική πολιτική πατριωτικής συνεργασίας»15. Στις δυνάμεις της πατριωτικής συνεργασίας περιλάμβανε σε κοινωνικό επίπεδο και τη λεγόμενη «εθνική αστική τάξη», ενώ ως περιεχόμενο της «αλλαγής» προσδιόριζε «μέτρα στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, που θα εξασφαλίζουν την κίνησή του προς τα εμπρός, σύμφωνα με τη θέληση της πλειοψηφίας του λαού»16. Σχετικά με τα μέσα επίτευξης αυτής της αλλαγής σημειωνόταν: «Αυτή η σαφής προοπτική της ΕΔΑ επιβεβαιώνει την πίστη της στις δημοκρατικές μεθόδους. Υπογραμμίζει – όπως εξάλλου όλη η Ιστορία της – τον σεβασμό και την εμμονή της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, εναντίον των οποίων από ποικίλες πλευρές εκδηλώνονται επιβουλές»17.

Στην πράξη, λοιπόν, η ΕΔΑ επιδίωκε τη διαμόρφωση μιας εκλογικής συνεργασίας με την Ενωση Κέντρου, προκειμένου να σχηματιστεί μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, η οποία θα προχωρούσε σε ορισμένες φιλεργατικές – φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Θεωρητικά η συγκεκριμένη αντίληψη, όπως και ο διαχωρισμός της Ενωσης Κέντρου από τις επιδιώξεις των υπόλοιπων αστικών πολιτικών δυνάμεων, στηριζόταν σε ορισμένες διαφοροποιήσεις της τελευταίας. Η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου αύξησε μισθούς και μεροκάματα, ρύθμισε τα αγροτικά χρέη, κατάργησε μια σειρά ψηφίσματα του εμφυλίου, έβαλε σε αχρηστία τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων στον μεγαλύτερο βαθμό (εξαιρέθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι) και απέλυσε τους περισσότερους από τους εναπομείναντες πολιτικούς κρατούμενους (αν και νωρίτερα οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν απολυθεί επί κυβέρνησης ΕΡΕ). Ακόμα, προώθησε ορισμένους εκσυγχρονισμούς στην Εκπαίδευση. Τέλος, η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου δεν αποδέχτηκε το σχέδιο Ατσεσον, απέστειλε μία μεραρχία στην Κύπρο και φάνηκε να συγκρούεται με τον βασιλιά, εκφράζοντας και τα εργατικά – λαϊκά συναισθήματα.

Ομως όλα τα προηγούμενα αποτελούσαν πλευρές μιας εναλλακτικής αστικής διαχείρισης, που επιδίωκε να ενσωματώσει και μερίδα των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, εξασθενώντας την ΕΔΑ και την πολιτική επιρροή του ΚΚΕ.

Γι’ αυτό εξάλλου η άλλη πλευρά του νομίσματος ήταν ότι η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου αρνήθηκε να απελευθερώσει όσους πολιτικούς κρατούμενους είχαν καταδικαστεί με τον νόμο 375/1936 για κατασκοπεία. Αυτοί αφέθηκαν ελεύθεροι αργότερα, το 1966, από την κυβέρνηση του Στ. Στεφανόπουλου (κυβέρνηση της …«αποστασίας»!). Ακόμα, στο ζήτημα του επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων η Ενωση Κέντρου ακολούθησε την ίδια τακτική με αυτήν της ΕΡΕ: Την κατά περίπτωση έγκριση των αιτήσεων επαναπατρισμού. Και, βεβαίως, δεν κατάργησε τους νόμους 375 και 509/1947 (που έθεταν εκτός νόμου το ΚΚΕ), ενώ δεν αναγνώρισε ούτε την ΕΑΜική Αντίσταση! Παράλληλα, η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου επιχείρησε με την περιβόητη εγκύκλιο 1010 να διαλύσει τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη στα σχολεία, ενώ απειλούσε προοδευτικούς καθηγητές με απόλυση και τους καλούσε να γίνουν χαφιέδες! Κατά μαρτυρία του Π. Κανελλόπουλου, που δεν διαψεύστηκε, ο Γ. Παπανδρέου τού είχε πει ότι εξέταζε το ενδεχόμενο διάλυσης της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη με νόμο. Τέλος, το αίτημα «15% για την Παιδεία», για το οποίο είχαν προηγηθεί σκληροί αγώνες, παραπέμφθηκε από το Κέντρο στις ελληνικές καλένδες.

Επομένως, η εξασθένιση της κριτικής της ΕΔΑ αλλά και του ΚΚΕ απέναντι στην Ενωση Κέντρου δεν ανταποκρινόταν στην ουσία της αντιλαϊκής πολιτικής της, και έτσι όχι μόνο δεν βοηθούσε στον απεγκλωβισμό εργατικών – λαϊκών δυνάμεων από την επιρροή της, αλλά αντίθετα συνέβαλλε στην ενσωμάτωση ακόμα περισσότερων. Οπως εκτίμησε μεταγενέστερα ο Ανδρέας Παπανδρέου:

«Η ΕΔΑ, που έπρεπε να είχε επωφεληθεί από τη διάσπαση του κόμματός μας, δεν ωφελήθηκε καθόλου. Αντίθετα, έχασε πολλούς από τους οπαδούς της, που εντάχθηκαν στις αναπτυσσόμενες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, στα πλαίσια της Ενωσης Κέντρου»18.

Βεβαίως, με την πολιτική της ΕΔΑ συμφωνούσε το Πρόγραμμα του ΚΚΕ, θεωρώντας την πολιτική της πρόταση συμβατή με το στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.

Σχετική Απόφαση της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ (12-15/8/1965) εκτίμησε για τα «Ιουλιανά»:

«Οξύτερα από κάθε άλλη φορά μπαίνει το δίλημμα: Θα προχωρήσει η χώρα προς τον εκδημοκρατισμό της εσωτερικής ζωής ή θα γυρίσει πίσω προς τον εκφασισμό.

(…) Το παλατιανό πραξικόπημα, η συνεχιζόμενη ωμή καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών και της συνταγματικής τάξης και ομαλότητας, σήκωσε στο πόδι όλο το έθνος19.

(…) Οι κομμουνιστές επιβάλλεται να συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις (…) για την επιβολή του σεβασμού της συνταγματικής τάξης και της δημοκρατικής διεξόδου από τη σημερινή ανωμαλία»20.

Για το ίδιο ζήτημα η 10η Ολομέλεια της ΚΕ (25/12/1966 – 24/1/1967) εκτίμησε ανάμεσα σε άλλα:

«Με το Ιουλιανό πραξικόπημα η Αντίδραση κατόρθωσε να ανακόψει τη δημοκρατική πορεία (…) Συντελέστηκε μια παραπέρα συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του Παλατιού και της στρατοκρατικής χούντας (…) Δεν μπόρεσαν όμως οι κύκλοι της ανωμαλίας, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, να επιτύχουν τον κύριο σκοπό τους: Να κάμψουν τη λαϊκή αντίσταση και να απομονώσουν την Αριστερά»21.

Κοντολογίς, με ευθύνη του ΚΚΕ – και κατ’ επέκταση της ΕΔΑ – πλατιές λαϊκές μάζες ακολούθησαν μια ρεφορμιστική πολιτική, εκείνη του «μικρότερου κακού», πιστεύοντας στον αστικό εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το Κέντρο και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα, με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου. Με αυτόν τον τρόπο, δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν τα αδιέξοδα του αστικού πολιτικού συστήματος και να βαθύνουν τις ρωγμές του προς όφελος του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Αντίθετα, συναίνεσαν σε μια πολιτική προοπτική που δεν άνοιγε τον δρόμο αμφισβήτησης της καπιταλιστικής εξουσίας και κατά συνέπεια οδηγούσε αργά ή γρηγορότερα στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος.

Νέα αδιέξοδα και παλιές συνταγές

Η επέτειος των 60 χρόνων από τα «Ιουλιανά» συμπίπτει με μια περίοδο που το αστικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις, σε ένα διεθνές περιβάλλον με έντονες τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και των ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο, με δύο σημαντικούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους και το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης. Ταυτόχρονα εντείνονται οι διαμάχες στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών όπου συμμετέχει το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ενωση) και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρουσιάζεται φθαρμένη στη συνείδηση και στις εκλογικές προτιμήσεις σημαντικής μερίδας των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, όχι μόνο εξαιτίας των πρόσφατων αποκαλύψεων (που οπωσδήποτε διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο) αλλά κυρίως λόγω των αποτελεσμάτων της διαχρονικά αντεργατικής – αντιλαϊκής πολιτικής της. Ταυτόχρονα, δυσκολίες παρουσιάζει και η διαμόρφωση ενός πόλου «εναλλακτικής» αστικής πολιτικής διαχείρισης, που θα επιτρέψει τον επανεγκλωβισμό των εργατικών – λαϊκών συνειδήσεων και θα ανακόψει ένα ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης και ενίσχυσης του ΚΚΕ που καταγράφεται στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας.

Σε αυτήν τη συγκυρία δεν λείπουν οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές εκκλήσεις διαμόρφωσης ενός αντίπαλου δέους στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ουσιαστικά αποσκοπούν στην εξασφάλιση της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος και στην προώθηση συγκεκριμένων σχεδιασμών στην πάντοτε ευαίσθητη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Με αυτήν την έννοια, τα ιστορικά διδάγματα που πηγάζουν από τη μελέτη των «Ιουλιανών» δεν είναι μόνο ιδιαίτερα επίκαιρα, αλλά και πολιτικά χρήσιμα. Αναδεικνύουν με ένταση ότι απαραίτητος όρος για την εκπλήρωση των συμφερόντων και των πόθων των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και των αγώνων τους είναι ο απεγκλωβισμός τους από τα αστικά «εναλλακτικά» σχέδια αναπαλαίωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, που στο σύνολό του στρέφεται εναντίον των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων. Γι’ αυτό και απαιτείται ένταση των εργατικών – λαϊκών αγώνων, που θα βάζουν στο στόχαστρο τον πραγματικό ένοχο, την πηγή της ταξικής εκμετάλλευσης και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, την ίδια την καπιταλιστική εξουσία, και θα συγκεντρώνουν δυνάμεις για την ανατροπή της.

Παραπομπές:

1. Μάκης Μαΐλης, «Για τα “Ιουλιανά”», «Ριζοσπάστης» 17/7/2011.

2. Οπως παρατίθεται στο: Παύλος Πετρίδης, «Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα (1957-1967)», εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα, 2000, σελ. 319 – 320.

3. Γιάννης Ρουμπάτης, «Δούρειος Ιππος: Η αμερικανική διείσδυση στην Ελλάδα 1947 – 1967», εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα, 1987, σελ. 216 – 217.

4. Μάκης Μαΐλης, «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1970», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 271, και Πέτρος Ε. Γαρουφαλιάς, «Ο “ΑΣΠΙΔΑ”», Αθήνα, 1977, σελ. 15.

5. Ανδρέας Παπανδρέου, «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», εκδ. «Καρανάση», Αθήνα, 1974, σελ. 225.

6. Αρις Γ. Μπουλούκος, «Υπόθεση Ασπίδα: Η αλήθεια που καίει», εκδ. «Ο Τύπος», Αθήνα, 1989, σελ. 163 και 181 – 182.

7. Σόλων Γρηγοριάδης, «Η ιστορία της δικτατορίας», τόμ. 1, εκδ. «Κ. Καπόπουλος», Αθήνα, 1975, σελ. 19.

8. «Ακρόπολις», 22/9/1974.

9. Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, «Η ταραγμένη εξαετία (1961 – 1967)», τόμ. Β’, εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα, 1997, σελ. 122.

10. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949 – 1967», τόμ. Γ1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2021, σελ. 530.

11. Πέτρος Ε. Γαρουφαλιάς, «Ο “ΑΣΠΙΔΑ”», Αθήνα, 1977, σελ. 82.

12. Σπύρος Κ. Θεοδωρόπουλος, «Απ’ το δόγμα Τρούμαν στο δόγμα Χούντα», εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1976, σελ. 276.

13. Αλέξης Παπαχελάς, «Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο αμερικανικός παράγων 1949 – 1967», εκδ. «Εστία», Αθήνα, 1997, σελ. 188 και 196.

14. Δελτίο ΣΕΒ, 15/9/1965.

15. «Το Α’ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», Αθήνα, 1960, σελ. 56.

16. Ο.π, σελ. 77.

17. Ο.π., σελ. 78

18. Ανδρέας Παπανδρέου, «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», εκδ. «Καρανάσης», Αθήνα, 1974, σελ. 272.

19. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τόμ. 9, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002, σελ. 586.

20. Ο.π., σελ. 589.

21. Ο.π., σελ. 741.

Του
Κώστα ΣΚΟΛΑΡΙΚΟΥ*
*Ο Κ. Σκολαρίκος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ

Πηγή : Ριζοσπάστης 12 – 13 / 7 – 2025

Κοινοποιήστε

Μία απάντηση στο “ΠΟΛΙΤΙΚΗ”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *