Μνήμη σημερα (1934) του μεγάλου λαικου ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
…Αστεγος, περιπλανώμενος, παραμυθάς, αν και τραυλός. Επαιζε ακορντεόν κι αυτοσχεδίαζε κλέφτικα τραγούδια. Βρώμικος, ψειριασμένος. Φουστανελοφορεμένος και με στολίδια, ολοχρονίς σαν Μεγαλέξανδρος. Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε. Οι μεγάλοι των φώναζαν αχμάκη (αφελής, κουτός, βραδύνους). Τα παιδιά τον πετροβολούσαν. Τύπος παράξενος, σαλός. Ενας «φτωχούλης του θεού», με σπάνια «προίκα» στην ψυχή και στο ζερβί του χέρι. Ζωγράφιζε μικρομάγαζα και σπιτικά, για λίγη τροφή. Ετσι περιγράφουν οι μαρτυρίες τον – μετά θάνατο διεθνώς φημισμένο – λαϊκό ζωγράφο, τον οποίο οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της γενιάς του ’30 θεωρούσαν «πατριάρχη τους» αναφορικά με την ελληνική πολιτιστική τους «ταυτότητα», Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.
(…)
Δεκαπεντάχρονος στις Αποκριές ντύθηκε σαν ήρωας του ’21. Δεν ξανάβγαλε ποτέ τη φουστανέλα. Το χωριό τον κορόιδευε κι έτσι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Πήγε στη Σμύρνη. Εμεινε στο σπιτικό της καλόψυχης Μυτιληνιάς χήρας Πολυξένης Χιλιαδά και βοηθούσε στις δουλιές. Οταν είχε χρόνο, έβγαζε μεροκάματο με τη ζωγραφική. Σώθηκαν κάποιες «πηγές» για τη ζωγραφική του στη Σμύρνη, όμως δε σώθηκε κανένας πίνακας ή τοιχογραφία του. Θαύμαζαν τα χρώματά του, μα εκείνος ποτέ δεν αποκάλυψε πώς ακριβώς τα έφτιαχνε. Ο ίδιος έφτιαχνε και τις στολές, τους θώρακες, τα ξίφη, τις ασπίδες που φορούσε. Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραφε πως ο Θεόφιλος «(…) κάθε 25η Μαρτίου, ντυνόταν με φουστανέλες και πήγαινε στο Βερχανέ του ελληνικού προξενείου». Ντυμένος με αυτά παρίστανε πατριωτικά και ηρωικά θέματα και μετά, μαζί με το «μπουλούκι» του, έβγαζε αναμνηστικές φωτογραφίες (κάποιες σώθηκαν στη Σμύρνη).
(…)
Εξηντάχρονος, γερασμένος πρόωρα, γύρισε στη Μυτιλήνη ο Θεόφιλος. Εκεί ανακάλυψε τη δημιουργία του Θεόφιλου, τη δικαίωσε, την προστάτεψε και την πρόβαλε στην Ευρώπη ο Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης), που τον έβλεπε, κρατώντας μπαστούνα, με σαράβαλα τσαρούχια, που σόλιαζε ο ίδιος, με πετρώματα στο σελάχι του για να φτιάχνει χρώματα, να γυρνά «από ταβέρνα σε ταβέρνα, από χωριό σε χωριό, παίζοντας φυσαρμόνικα» και «τ’ αλαφρογάλανα μάτια του καθρέφτιζαν θησαυρούς από χρώματα ευγενικά». Από τις 22 του Μάρτη του 1934 δεν τον ξανάδε κανείς. Παραμονή της 25ης Μάρτη τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του. Δεν ξαναντύθηκε ποτέ ήρωας του ’21… Ομως, πέρασε – πρώτιστος και μέγιστος – στο Πάνθεον της Νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.http://www.rizospastis.gr/story.do?id=4247385