ΓΙΛΜΑΖ ΓΚΙΟΥΝΕΙ – Αχ, αυτός ο ”αληταράς, ο κουρδόσπορος, ο βρωμοανατολίτης, ο Κομμουνιστής”, που γεννήθηκε σα σήμερα το 1937 στο χωριό Γκιουνέι, κοντά στα Άδανα της Τουρκίας και που ακομα, 34 χρόνια μετά το θάνατο του, -στα 47 του μόλις χρόνια,- ταινίες του είναι απαγορευμένες στην πατρίδα του την Τουρκια!
”Οι ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ελευθερίας του λαού με τραβούσαν και ένιωθα ακατανίκητη έλξη προς αυτές. Και σκεφτόμουν ότι ένας καλλιτέχνης οφείλει με τα έργα του να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του λαού και να βρίσκεται όσο το δυνατό πιο κοντά του (…) Ενας καλλιτέχνης είναι καθρέπτης του λαού και σαν τέτοιος πρέπει να συμμετέχει στη μάχη του. (…) Αν κανείς αρκείται στο να τοποθετήσει όλα τα προβλήματα μόνο στην καλλιτεχνική σφαίρα, απατά το λαό κι εκμεταλλεύεται τα συναισθήματά του. Λοιπόν με αυτό το σκεπτικό αποφάσισα να πάρω και εγώ τη θέση μου σε τούτο τον αγώνα για τη δικαιοσύνη και τη λευτεριά. Δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου και να αδιαφορήσω για όλα αυτά που υφίσταται ο λαός, αλλά να τα λάβω υπόψη μου και να τα δώσω με τις ταινίες μου”…
Μέχρι τον Οκτώβρη του 1981 πέρασε 12 χρόνια σε 15 διαφορετικές φυλακές και 2 αγροτικές. Οι κατηγορίες ήταν: κομμουνιστική προπαγάνδα, αποδυνάμωση του εθνικού συναισθήματος, παρακίνηση του λαού σε διάπραξη εγκλημάτων, εγκλήματα που κλονίζουν το κύρος του κράτους στο εσωτερικό και το εξωτερικό και πάει λέγοντας.
Ανάμεσα σε διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες, γράφει σενάρια, σκηνοθετεί και προλαβαίνει να παίξει σε δεκάδες ταινίες.
«Το χάνι του Σεγίτ» (1968), «Πεινασμένοι λύκοι (1969)», «Η ελπίδα» (1970), «Απελπισμένοι» (1972), «Πόνος» (1972), «Μοιρολόι» (1973), «Ο πατέρας» (1973), «Αγχος» (1974), «Ο σύντροφος» (1974), «Αθλιοι» (1975), «Το κοπάδι» (1978), «Ο δρόμος» (1982), «Ο τοίχος» (1983 – Βραβείο Χρυσού Φοίνικα). Οι ταινίες αυτές –εκτός από τον «Τοίχο»- γυρίστηκαν με δικές του υποδείξεις από συνεργάτες του όσο ήταν φυλακή.
Τον Οκτώβρη του 1981 βγήκε με άδεια από τις αγροτικές φυλακές Isparta και δεν ξαναγύρισε. Διέφυγε στο εξωτερικό. Εξόριστος σε Ελβετία και Γαλλία, θα δηλώσει: ”Σήμερα βρίσκομαι στην εξορία. Για μένα η εξορία είναι ένα πεδίο μάχης για να καταφέρω μια μέρα να γυρίσω στην πατρίδα μου. Δεν τη δέχομαι μοιρολατρικά και δεν δέχομαι να εγκατασταθώ στην εξορία γιατί θα ήταν συμβιβασμός”.
Ο Γκιουνέι έλεγε για τη χώρα μας: ”Δεν βρήκα αλλού αυτή τη ζεστασιά του κόσμου, κι αυτό για μένα είναι φυσικό, γιατί ο ελληνικός λαός έχει πολλά κοινά σημεία με τον τουρκικό… Αισθάνομαι τους Ελληνες σαν το λαό μου”.