Σαν σήμερα το 1901 γεννιέται ο σημαντικός υπερρεαλιστής ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος .
ΤOY ΕΛΛΗΝΟΣΟΒΙΕΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ καλεσμένος
Εις το Αρμπάτ εστάθηκα μια μέρα
Μες στην καρδιά της Μόσχας
Από βαθειά συγκίνηση συγκλονισμένος
Εκεί που υψώνονται αχλαδωτοί των εκκλησιών οι τρούλλοι
Και απλώνονται οι δείκτες των χεριών του Λένιν
Υπό τα κόκκινα των υψηλών κτιρίων άστρα
Που νύχτα-μέρα στον ουρανό καρφώνουν
Την δόξα των Σοβιέτ.
Και όπως κυλούσε ο Μόσκοβας κάτω από τους πάγους τα νερά του
(Ο μην ήτο Δεκέμβριος 28 βαθμοί)
Έτσι κυλούσε η μνήμη μου βαθειά μες στην ψυχή μου
Κάτω από τα εφήμερα τα γεγονότα
Τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια
Τα παραδείσια χρόνια
Τα χρόνια της Εδέμ.
Και ήταν ως να συνέβαιναν τα πάντα πάλι τώρα
Διότι όπως κι η αίσθησις και η μνήμη είναι ποτάμι
Είναι μεγάλος ποταμός
Που όλα τα ενώνει, όλα τα δένει στην ροή του
Σε αδιάπτωτη συνέχεια
Σε αδιάπτωτη αλληλουχία
Απ’ την πηγή στην εκβολή.
(Ίσως γι’ αυτό κι όταν ο θάνατος μας παίρνει
Με την στερνή πνοή
Ολόκληρη βλέπουμε προς τα πίσω την ζωή μας
Σαν όραμα μονοκόμματο να ξετυλίγεται προς την πηγή
Σε μια προσπάθεια απεγνωσμένη
Να ξαναζήσουμε Θεέ μου
Απ’ την αρχή.)
Έχει πολλά η Μόσχα να μας δείξη
Μουσεία, ιδρύματα, και θαυμαστά ποικίλα
Μπαλλέτα ασύγκριτα,
Θέατρα μικρά μεγάλα
Πού ζωντανεύουν κάθε βράδυ
Τον Τσέχωφ τον Ανδρέγιεφ τον Οστρόβσκυ
Όλου του κόσμου τους καημούς
Και της ψυχής τα μυστικά.
Όμως απ’ όλα πιο πολύ μου άρεζε να περιδιαβάζω
Στους δρόμους, στους κήπους, στα σοκάκια
Και πού και πού να σταματώ
Νά ξαποστάσω σ’ έναν πάγκο
Αφήνοντας ελεύθερη την μνήμη
Σε άλλες στιγμές την φαντασία
Και σε άλλες σε μια πλήρη επιμειξία
Τις δυο μαζύ.
Και ήρχοντο τα οράματα
Και ανεπτύσσοντο οι ρεμβασμοί μου.
Μπροστά μου η Σεβαστούπολις
Με το πλατύ λιμάνι
Η άφιξις της αυλής του Νικολάου Δευτέρου
(Που έσερνε πίσω της παντού την φήμη του Ρασπούτιν)
Στις θερινές της διακοπές.
Τα καταδρομικά με τα ψηλά φουγάρα
(Όπως το Αβρόρα στα ντοκς του Λενινγκράντ)
Το θωρηκτόν Πομπεντονόστσεφ
Οι ναύτες της Μαύρης Θαλάσσης
Τα γιωτ —Στάνταρτ και Αλμάζ— του Τσάρου
Και λίγο πιο ψηλά
Στου Πάρκου το Πανόραμα
Με ανδρείκελα κρυσταλλωμένα
Οι μάχες του Κριμαϊκού
Ο Ναύαρχος Ναχίμωβ
Ακλόνητος στα μετερίζια
Μες στα πυρά των Αγγλογάλλων
Με τηλεσκόπιο κοιτάζει
Την κάθε κίνηση του εχθρού
Και ιδού!
Ο Ίνκερμαν
Η Μπαλακλάβα
Τα πυροβόλα, τα «κουργκάν»
Η Επέλασις
Ο λόρδος Ράγκλαν
Η Ελαφρά Ταξιαρχία
Η Florence Nightingale
To «Μπόζε Τσαριά Χρανί»
Μπόμπες και βόλια και νεκροί
Που πάνω από τα μνήματα
Και επάνω απ’ τους θανάτους
Σφρίγος της γης!
Χλόη απαλή φυτρώνει
«Νεότης, Νεότης, Εφηβεία»
Κοζάκοι Σεβαστούπολις
Τα έπη του Τολστόι
Η χλόη του θείου Ερόσκα
Και μεσ’ απ’ τις ψυχές
Χαρά της γης αειθαλής
Αειθαλής και Απέθαντη
Ω τζερναζώμ Ρωσσία!
Και ξάφνου, να τα κτήματα
Του θείου μου Δημήτρη!
(Ω Τσόρναγια! Ω Τσόργκουν!)
Το ξύλινο γιοφύρι
Και των αλόγων το ποδοβολητό
Η τρόικα η λινέικα
[ . . . . . ]
Οι Τάταροι και οι Ρώσσοι
Τα στάχυα που θροΐζουν
Ω μνήμης συντριβάνι!
Τα όμορφα ξανθά κορίτσια
(Ντούνια, Νατάσα και Όλγα)
Οι μυρωδιές της γης
Και τα τραγούδια που κυλούν
Σαν κύματα του Βόλγα
Και οι μικρές τσιγγάνες
Κάτω απ’ τα ράκη των οποίων
Έβλεπα καμιά φορά
Σαν μάτια εκστατικά
Στα μάτια να με κοιτάζουν
Τα πιο κρυφά των θέλγητρα.
[ . . . . . ]
Είμουν στα νειάτα μου τολστοϊστής
Ειλικρινής ρωσσομαθής απλός γεροδεμένος
Φορούσα ρούσσικα πουκάμισα και μπότες
Όργωνα το φθινόπωρο εις το πλευρό των χωρικών
Το θέρος είμουν θεριστής
Από τις μυρωδιές των στάχεων μεθώντας.
Αυτά συνέβαιναν στα χώματα της Αττικής
Στο τότε κτήμα μας «Μπογιάτι»
(Κοντά στην σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Λαρίσσης)
Κι έλεγα και ξανάλεγα συχνά πολύ
Έχοντας στην ψυχή μου τον ισαπόστολο τιτάνα:
Λέων Νικολάεβιτς βοήθησέ με
Να κάνω ετούτο το χωριό μια Γιάσναγια Πολιάνα.
Έχοντας αίμα ρωσσικό στο ελληνικό μου αίμα
Με αυτόν τον τρόπο έκανα την είσοδό μου
Στις επικράτειες του πνεύματος ως νέος.
Και ίσως ως τώρα να’ μουνα τολστοϊστής
Αν ο χρυσός μου δάσκαλος δεν έκανε δυο λάθη
Όπως ο Ιησούς Χριστός — δύο μεγάλα λάθη
Τον έρωτα καταδικάζοντας
Τον έρωτα και ό,τι την ποίησιν ποιεί —
Τα μόνα λάθη και των δύο
Αφού και οι δύο
Σε όλα τα άλλα δίκαιον έχουν.
Ναι ίσως να είμουν και σήμερα τολστοιστής
Αν δεν υπήρχαν τούτα τα δύο λάθη —
Τουτέστιν αληθινός χριστιανός
Και ως την στερνή μου ανάσα
Χωρίς το θέατρο του παπισμού
Τα «pater» και τα «mea culpa»
Και δίχως της ορθοδοξίας τα δεινά
Τα ψέματα, τα εγκόλπια και τα ράσα.
Τέτοια και άλλα παρόμοια πολλά
Στην Μόσχα ήρχοντο στο νου μου
Καθώς διέσχιζα στενά, λεωφόρους και πλατείες
(Κρεμλίνο, Σαντόβαγια και Λεωφόρος Λομονόσσωβ)
Ή όπως καθόμουν στο παράθυρο ρεμβάζοντας
Εις το ξενοδοχείον Ουκραΐνα
Τέτοια και άλλα παρόμοια πολλά
Βιογραφικά ή ενθυμήματα της ιστορίας
Ήρχοντο και έφευγαν και ξαναήρχοντο συχνά
Σαν άμπωτις και πλημμυρίς
Στην μνήμη μου και στην ψυχή μου.
Δύο Εδέμ γνώρισα στον βίον μου
Άνδρος λέγεται η μια
Η κορυφαία των Κυκλάδων
Με το σουραύλι του Πανός και με την Τραμουντάνα
(Λάμυρα, Στραπουργιές, Κυπρί)
έπος λαμπρό θαλάσσιο του Ελληνικού αρχιπελάγους
Ρωσσία λέγεται η άλλη
Με τον Χριστό να ευλογή
Σαν Άδωνις χρυσός πάνω στα εικονοστάσια
Θα ’θελα και τις δύο να περιγράψω
Θα ’θελα και για τις δυο ύμνους να πω, να γράψω
Όμως εδώ μιλώ για την Ρωσσία μονάχα
Και ως είναι φυσικόν
Και όπως συχνά συμβαίνει
Πράξεις ανύπαρκτες ή και υπαρκτές
Προσωπικές ή ξένες
Να τις ενσωματώνουν οι ποιηταί στα ποιήματά των
Ως πράγματα ή βιώματα ιδικά των
Έτσι και εγώ σε τούτο το ποίημά μου
Ενσωματώνω
Ό,τι με συγκινεί (παρόν ή μέλλον)
Ως βίωμά μου.
Λοιπόν δεν περιγράφω απλώς μα βλέπω
Όπως στο σινεμά όταν πίσω γυρίζει ο χρόνος
Έτσι και τώρα βλέπω
Την μάχη του Μποροντινό και την φυγή της Βερεζίνα
Κι ακούω ανάμεικτη την Μασσαλιώτιδα, με τις καμπάνες πένθιμα να ηχούν
Ω τι μεγάλη πυρκαγιά!
Ο Ναπολέων κι οι στρατάρχαι
Απ άκρου εις άκρον της Ρωσσίας
Σαν μαύρο χιόνι απλώνεται παντού σκοτάδι
Ουρλιάζουνε στην στέππα οι λύκοι
(Ο Παλαμάς ριμάριζε τη λέξη αυτή με «μπολσεβίκοι»)
Μα ξεσηκώνεται ο λαός
Κι οι εχθροί του τσάρου ακόμη
Ψάλλουν το «Μπόζε Τσαριά Χρανί»
Και όλοι στην έφοδον κραυγάζουν
«Σα Ρόντινου
Ζα νάσου βιέρου»
Έως που στο τέλος
Ένας μονόφθαλμος με στιβαρών μουζίκων πλήθη
Σώζουν εκ νέου την Ρωσσία
Καθώς κάτω απ’ το δίκωχο με την κονκάρδα
Ο Καίσαρ παγωμένος βλέπει
(Τον βλέπω καθαρά να βλέπη)
Με ένα καρφί μες στην καρδιά του
Να φεύγει ρακένδυτη μπροστά του
Ταπεινωμένη ξεσχισμένη
Από κοζάκους εις τα νώτα λογχισμένη
Η ως τα χθες αήττητη στρατιά του.
Είναι μεγάλος ο Θεός
Είναι μεγάλη ή ώρα
Τα νικητήρια απλώνονται
Σαν άνοιξις στην χώρα
Είναι πολλά τ’ αρώματα
Είναι πολλές οι μυγδαλιές
Κι επάνω από όλα τώρα
(Όπως μετά το Δώδεκα)
Μετά το Βοροντίνο
Έτσι και πάλι τώρα
Μετά το Στάλινγκράδ
Μετά το Βερολίνο
Μετά τις βενζινοφωτιές
Της τρομερής καγκελαρίας (Πού είναι εκείνα τα Χάιλ-Τσιγκ)
Επάνω απ’ την Ρωσσία (Πού είναι τά Χάιλ Χίτλερ)
Στον ουρανόν
Το ίδιο πάντοτε βιβλίον
Σαν τετραβάγγελο ιερό
(Ιλιάς και Οδύσσεια μαζύ
Δαιμόνων τάγματα και αγγέλων σμήνη)
Στον ουρανόν ανοίγει
Ένα τεράστιον βιβλίον
Ένα βιβλίον θείον
Του Λέοντος Τολστόι
«Πόλεμος και Ειρήνη».
Και έρχονται στο νου μου τώρα
Στίχοι παλαιού μου ποιήματος
Που εδώ λαμπρά ταιριάζουν:
«Ειρήνη Ειρήνη το φιορίνι ας χαθή
Κρωγμοί γυπών να μην ακούωνται πλέον
Στους κήπους τα μικρά παιδιά να παίζουν
Αμέριμνα πασίχαρα δοσμένα
Στους θρύλους των καλών καιρών πού φέρνουν
Των εξορμήσεων την εύλογίαν
Σαν ξέσπασμα αγαλλιάσεως που σημαίνει
Ειρήνη Ειρήνη με τον φλόκο της Ειρήνης
Μέσα σε φως απίστευτον να πλαταγίζη
Με την οκτάπηχη την λόγχη μας μπηγμένη
Κατάστηθα στο στήθος των πολέμων —
Ειρήνη Ειρήνη γέλιο λαγαρό του Πάνα
Ειρήνη ξέφωτο προφητικό στην Γιάσναγια Πολιάνα»
Facebook : George panagou