1940 Στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Ε. Γκράτσι, επιδίδει στον Ελληνα δικτάτορα Ι. Μεταξά τηλεγραφική διακοίνωση με την οποία η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας, που βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Βρετανία, απαιτούσε – ως «έμπρακτη απόδειξη» της ουδετερότητας της Ελλάδας – να της επιτραπεί να καταλάβει στρατιωτικά ορισμένες θέσεις στρατηγικής σημασίας επί ελληνικού εδάφους (δίχως να προσδιορίζει ποιες). Η επίδοση του τελεσιγράφου ήταν ουσιαστικά μια τυπική υπόθεση, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις της ιταλικής πλευράς ήταν εξωφρενικές, αόριστα διατυπωμένες, ενώ έδιναν περιθώριο μόλις 3 ωρών για την αποδοχή ή την απόρριψή τους. Η επίθεση ήταν προαποφασισμένη. Αυτό εξηγεί και την αντίδραση του Μεταξά, ο οποίος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αναγνωρίσει την κατάσταση: «Alors, c’est la guerre» (ώστε έχουμε πόλεμο), ήταν η απάντηση που έδωσε στον Ιταλό πρέσβη. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος άρχιζε.
Η επιλογή στρατοπέδου στη νέα ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη που είχε ξεσπάσει δεν είχε να κάνει με τις ιδεολογικές συγγένειες της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας, αλλά με τα στρατηγικά συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και τους δεσμούς που είχε αναπτύξει με το βρετανικό κεφάλαιο. «Είμεθα ουδέτεροι», δήλωνε ο Μεταξάς σε δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας «Daily Telegraph» τον Μάη του 1940, «εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας… Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής άμυνας. Η Ελλάς είναι έτοιμη να συμμετάσχη στην άμυνα αυτή, που είναι και άμυνα της ιδίας ακεραιότητος».
Οπως αποδείχθηκε πάντως στην Κατοχή, η αστική τάξη της χώρας μας δεν είχε καμία διάθεση για ουσιαστική αντίσταση. Την αντίσταση την έκανε ο ίδιος ο λαός, μέσα από το ΕΑΜ και με μπροστάρη το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Eφημερίδα Ριζοσπάστης 28 – 10 – 2021

