Η διάλυση της ΕΣΣΔ και η «εποχή των τεράτων»
Ο διεξαγόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, ένας ακόμη στη μακριά σειρά των πολέμων στον μετασοβιετικό χώρο, που ακολούθησαν την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη διάλυση της ΕΣΣΔ και, πιθανότατα ο πιο σημαντικός και επίφοβος εξ αυτών έως τώρα για την ανθρωπότητα, αποτελεί τη συνέχεια της κλιμάκωσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανακατατάξεων και ανταγωνισμών των τελευταίων δεκαετιών και την, μέχρι στιγμής, κορύφωσή τους.
Ο αντικομμουνισμός και αντισοβιετισμός, στις πιο χυδαίες του μορφές, έχει την τιμητική του αυτές τις μέρες, τόσο από την πλευρά της επιτιθέμενης καπιταλιστικής Ρωσίας, όσο και από την πλευρά της αμυνόμενης καπιταλιστικής Ουκρανίας, καθώς και των ΗΠΑ, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ – πατρόνων της τελευταίας. Ενα απ’ τα μεγάλα θύματα της αντικομμουνιστικής εκστρατείας παραπληροφόρησης είναι και η αντικειμενική αλήθεια για την ιστορία και τη σημασία της διευθέτησης και λύσης του εθνικού ζητήματος στην ΕΣΣΔ κατά την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αμείλικτο: Γιατί, επί εβδομήντα χρόνια, ένα τεράστιο πλήθος εθνών, λαοτήτων, εθνοτικών ομάδων, μειονοτήτων συμβίωνε ειρηνικά στο έδαφος της ΕΣΣΔ; Και γιατί, αμέσως μετά τη διάλυσή της και την ανατροπή του σοσιαλιστικού οικονομικού, πολιτικού, νομικού και πνευματικού υποβάθρου της, ξεκίνησαν οι εκτεταμένες εθνοκαθάρσεις, συγκρούσεις και αλληλοσφαγές των λαών της;
Μικρασιατική Καταστροφή – Ανταλλαγές πληθυσμών |
Ας τα πούμε όσο γίνεται πιο συνοπτικά και σύντομα (άρα και ελλειπτικά), λόγω του περιορισμένου χώρου.Η διάλυση των πολυεθνικών κρατών – αυτοκρατοριών στις αρχές του 20ού αιώνα
Στις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρχαν τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες, τρία μεγάλα πολυεθνικά κράτη στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή: Η Αυστροουγγρική, η Ρωσική και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο πλαίσιο των οποίων συνυπήρχαν και συμβίωναν πλήθος έθνη και εθνοτικές ομάδες, αναμεμειγμένες μεταξύ τους και, συχνά, δίχως έναν αμιγή, ξεχωριστό για την καθεμιά αποκλειστικό χώρο και έδαφος όπως και, συχνά επίσης, δίχως και μια πλήρως διαμορφωμένη σε όλη την έκταση της κάθε κοινότητας ολοκληρωμένη εθνική συνείδηση. Οι Ρώσοι (και άλλοι) ζούσαν παντού στη ρωσική αυτοκρατορία, οι Γερμανόφωνοι (και άλλοι) στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία των Αψβούργων, Τούρκοι, Ελληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και άλλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, της διεθνούς αγοράς και των εσωτερικών αγορών, καθώς και η αντίστοιχη αστική συνείδηση εκδηλώθηκε στην εμφάνιση και ανάπτυξη της μορφής κοινωνικής συμβίωσης που ονομάζεται σύγχρονο αστικό έθνος, μέσα σε όλους τους λαούς – επιμέρους κοινωνίες που συμβίωναν ταυτόχρονα και παράλληλα, στη βάση ορισμένων χαρακτηριστικών (έδαφος, φιλολογική γλώσσα, οικονομικές σχέσεις και δεσμοί, κοινωνικοψυχική ενότητα εκφρασμένη σε ήθη, έθιμα, παραδόσεις, πολιτισμό). Ξεκίνησε η διαδικασία αποσύνθεσης αυτών των, προκαπιταλιστικής προέλευσης, μεγάλων υπερεθνικών – «οικουμενικών» κρατικών και πολιτικών μορφών που δεν μπορούσαν να χωρέσουν στις νέες σχέσεις παραγωγής και κοινωνικής ζωής γενικά. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα κράτη, και όχι μόνο η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνιστούσαν τους «μεγάλους ασθενείς» της Ευρώπης. Και οι «ασθενείς», μετά από μακρόχρονο ψυχορράγημα, απεβίωσαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και εδώ αρχίζουν οι διαφορές: Η Αυστροουγγαρία αποσυντέθηκε κατά κανόνα σε μια σειρά εθνικά αστικά κράτη (ή και ενώσεις – ομοσπονδίες εθνικών κρατών: κράτος των Τσέχων και των Σλοβάκων, κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, η κατοπινή Γιουγκοσλαβία) που, παρότι δεν προέβησαν σε εκτεταμένες εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών, αποτέλεσαν το υπόβαθρο για συγκρούσεις κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, λόγω της βαθύτερης καθυστέρησης της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων σε μεγάλα τμήματά της, υπήρξε αναμφίβολα το θέατρο της πιο ακραίας, βίαιης και βάρβαρης επίλυσης του εθνικού ζητήματος: Τουλάχιστον δύο προσπάθειες γενοκτονίας εθνικών πληθυσμών, εθνική καταπίεση και βίαιη αφομοίωση, εκτεταμένες εκδιώξεις και προσφυγικές κρίσεις και, το πιο τρομερό από μια άποψη, επίσημες, μέσα από διακρατικές συμφωνίες, «ανταλλαγές πληθυσμών» – με πιο σημαντική αυτή μεταξύ του ελληνικού και του νέου τουρκικού εθνικού κράτους το 1923.
Ηταν η πρώτη φορά που έγινε τέτοια τερατώδης συμφωνία στην Ιστορία και, όσον αφορά την Ελλάδα, κατά κάποιον τρόπο, τη «γιορτάζουμε» επίσημα και φέτος, με την εκατοστή επέτειο του τέλους της μικρασιατικής εκστρατείας του ελληνικού κράτους. Τουλάχιστον 1.200.000 άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τα μετα-οθωμανικά τουρκικά εδάφη (ελληνόφωνοι χριστιανοί κυρίως, αλλά και Αρμένιοι, όπως και τουρκόφωνοι χριστιανοί Καπαδόκες και καραμανλήδες, που μάλιστα δεν είχαν μετάσχει καν στον μικρασιατικό πόλεμο και τις εθνικές συγκρούσεις) και «ανταλλάχθηκαν» με τουλάχιστον 400.000 μουσουλμάνους (που μπορεί να είχαν ή και να μην είχαν διαμορφωμένη τουρκική εθνική συνείδηση) που ζούσαν στα πρόσφατα προσαρτημένα ελληνικά εδάφη της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Κρήτης και νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και μιλάμε μόνο για τα χρόνια 1921-1928 – πρωτύτερα υπήρξαν και άλλοι ξεριζωμοί. Με ανάλογο τρόπο, κάποιες φορές, «λύθηκαν» αντίστοιχα θέματα σε Βουλγαρία, Ρουμανία και αλλού.
Ουκρανοί εργάτες σε εργοστάσιο στην Οδησσό το 1920 |
Ετσι διασφαλίστηκε η «εθνική ομοιογένεια» των νέων αστικών κοινωνιών και κρατών, με διαφορετικό βαθμό «επιτυχίας» σε καθεμιά από τις νέες χώρες των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής και με τη συνεχή παρέμβαση και τρίτων μεγάλων δυνάμεων. Πολλά νέα κράτη γέμισαν «ομοεθνείς» πρόσφυγες και η κοινωνική ζωή άλλαξε ριζικά. Ας κρίνει και ας συγκρίνει ο καθένας το επίτευγμα της εθνικής ομογενοποίησης των κοινωνιών με το τίμημα της δυστυχίας που χρειάστηκε να πληρωθεί. Αλλά έτσι είναι οι ταξικές κοινωνίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο καπιταλισμός. Το κάθε βήμα προς τα μπρος (και η καπιταλιστική κοινωνία ήταν βήμα προς τα μπρος, σε οικονομία, πολιτική, πνευματική ζωή, εκπαίδευση, πολιτισμό) είναι ταυτόχρονα, από μια άποψη, και βήμα προς τα πίσω, συνεπάγεται βία, σύγκρουση, φτώχεια, μεγαλείο και αθλιότητα συγχρόνως.
Στις παραπάνω δύο περιπτώσεις διάλυσης πολυεθνικών κρατών – αυτοκρατοριών, η διάδοχη κατάσταση ήταν ο σύγχρονος καπιταλισμός που η φυσική του βάση είναι η, κατά το δυνατόν, ενιαία εθνική κοινωνία, το εθνικό κράτος, ο εθνικός πολιτισμός και εκπαίδευση, η εθνική ιδεολογία και εθνικισμός. Τι να κάνουμε, θα πει κάποιος, η πρόοδος απαιτεί θυσίες. Οντως αυτές τις θυσίες απαίτησε η ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού στην Ευρώπη και στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.Η περίπτωση της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ΕΣΣΔ
«Ο ύπνος της Λογικής γεννάει τέρατα», Γκόγια |
Υπήρξε, ωστόσο, κάπου αλλού, και μια διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων και της Ιστορίας. Η Ρωσική Αυτοκρατορία επίσης «απεβίωσε» – ανατράπηκε, αλλά η αστική (αστικοδημοκρατική) επανάσταση που την ανέτρεψε (Φλεβάρης του 1917) ακολουθήθηκε – ανατράπηκε με τη σειρά της από μια σοσιαλιστική επανάσταση, τον Οκτώβρη του 1917. Η ανατροπή του καπιταλισμού και η σοσιαλιστική οικοδόμηση σηματοδότησαν μια περαιτέρω οικονομική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη που δεν είχε ως προϋπόθεσή της την εθνική και διεθνική σύγκρουση, τον εθνικισμό, τις εθνικές εκκαθαρίσεις και γενοκτονίες, τις «ανταλλαγές» εθνικών πληθυσμών και τους μαζικούς ξεριζωμούς «για λόγους αρχής και εθνικής ομοιογένειας». Ετσι, ενώ υπήρξε μεγάλη πολιτιστική ανάπτυξη σε εθνική βάση (η Ουκρανία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: η πλατιά ανάδειξη της φιλολογικής της γλώσσας και όλων των πολιτιστικών επιτευγμάτων της, της ίδιας της εθνικής της αυτοσυνείδησης, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, ως ιδρυτικού κράτους και συστατικού τμήματος της ΕΣΣΔ – γι’ αυτό κατηγορεί σήμερα ο Πούτιν τον Λένιν…), τα λεγόμενα «σοσιαλιστικά έθνη» συνυπήρχαν ισότιμα σε μια Ομοσπονδία, συμβιώνοντας ειρηνικά και σε συνεργασία μεταξύ τους.
Το θεμέλιο της συνύπαρξης και συνεργασίας τους ήταν το σοσιαλιστικό υπόβαθρο της κοινωνικής ζωής, οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, στο πλαίσιο των οποίων διαμορφωνόταν βαθμιαία, στην βάση της ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του εθνικού σταδίου κάθε λαού, και μια ανώτερη μορφή κοινωνικής συμβίωσης: η κατηγορία «σοβιετικός λαός» – ένα συγκεκριμένο ιστορικό προείκασμα μιας νέας μορφής κοινωνικής ύπαρξης, κοινωνικής συμβίωσης, κοινωνίας γενικώς, που, αντικειμενικά, προοριζόταν να αποτελέσει μια «ταυτότητα» για το σύνολο της ανθρωπότητας. Αυτό το σοσιαλιστικό θεμέλιο, με όλες τις συγκεκριμένες ιστορικές αδυναμίες, αντιφάσεις, προβλήματα και επιτεύγματά του, ήταν και η βάση για τη συνύπαρξη των ξεχωριστών εθνικών κοινωνιών, μειονοτήτων, πλειονοτήτων, επιμέρους εθνοτικών ταυτοτήτων σε όλο το έδαφος της ΕΣΣΔ. Το θεμέλιο αυτό έκανε περιττές τις μετακινήσεις πληθυσμών για τη διαμόρφωση εθνικής καθαρότητας και ομοιογένειας. Εθνη ή μειονότητες άλλων εθνικών – εθνοτικών πληθυσμών στο πλαίσιο των σοβιετικών δημοκρατιών μπορούσαν να έχουν αυτοδιοίκηση, να αναπτύσσουν τις ιδιαίτερες πλευρές του πολιτισμού τους, να αναπτύσσουν ακόμη και τη φιλολογική εθνική τους γλώσσα που, σε κάποιες περιπτώσεις (βλ. λ.χ. Κιργιζία) απέκτησαν τη σύγχρονη γραφή, ακόμα και μια παγκόσμιας φήμης λογοτεχνία τους μέσα στην ΕΣΣΔ (λ.χ. Τζιγκίζ Αϊτμάτοφ), συμμετέχοντας πλήρως και με όλα τα δικαιώματά τους στη ζωή της Σοβιετικής Ενωσης και αντιπροσωπευόμενες ισότιμα (δηλαδή, ανεξάρτητα από το μερίδιό τους στον συνολικό πληθυσμό του κράτους) στο Ανώτατο Σοβιέτ (Συμβούλιο) των Εθνοτήτων της ΕΣΣΔ, ένα από τα δύο ανώτατα όργανα εξουσίας της πολυεθνικής χώρας.
Σε μια τέτοια κοινωνία, στο πλαίσιο της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και της ατομικής/ ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ικανοποιούνται με απόλυτα φυσικό τρόπο και οι δύο αρχές επίλυσης του εθνικού ζητήματος, όπως τέθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα: Η εδαφική ακεραιότητα του (εθνικού) κράτους και η αυτοδιάθεση του έθνους ως μορφής κοινωνικής συμβίωσης. Η πείρα της ΕΣΣΔ έδειξε, δηλαδή, ότι οι δύο αυτές αρχές επίλυσης του εθνικού ζητήματος έχουν τελείως διαφορετική εφαρμογή στις συνθήκες των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και της εργατικής εξουσίας, σε σχέση με εκείνες των καπιταλιστικών σχέσεων και της εξουσίας του κεφαλαίου.
Το σύνθημα «κάθε έθνος να έχει το δικό του κράτος» και να εξασφαλίζεται η αυτοτελής του ύπαρξη και ανεξαρτησία, μπόρεσε να υλοποιηθεί διά της αρχής της σοβιετικής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας και εθελοντικής συνένωσης των ξεχωριστών εθνών. Ετσι, για παράδειγμα, αν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, που βρίσκεται περίκλειστο μέσα στο Αζερμπαϊτζάν, ζούσαν αποκλειστικά ή κατά πλειονότητα Αρμένιοι, αυτό δεν συνιστούσε άλυτο πρόβλημα στη σοσιαλιστική κοινωνία, ούτε απαιτούσε αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών ή εδαφικές προσαρμογές των κρατών. Διαμορφωνόταν μια αυτοδιοίκηση στην εν λόγω περιοχή (με τη θεσμικά – συνταγματικά προβλεπόμενη μορφή της Αυτόνομης Δημοκρατίας ή της Αυτόνομης Περιοχής), στην οποία οι Αρμένιοι αυτοί ασκούσαν τα εθνικά τους δικαιώματα (όπως αντίστοιχα γινόταν και στο αζερικό Ναχιτσεβάν, που υπήρχε στην Αρμενία). Δεν υπήρχε κάποιος αντικειμενικός λόγος να στερηθούν την εθνική τους υπόσταση, ιδιαιτερότητα και αυτοδιοίκηση, με όλα τα δικαιώματα που απέρρεαν απ’ αυτό. Παρόμοια επίσης, αν στη Δημοκρατία της Ουκρανίας υπήρχαν περιοχές που ζούσαν άλλης εθνικής αναφοράς πληθυσμοί, δεν ήταν αναγκαίο να αναγκαστούν να μαθαίνουν, να μιλούν και να εκπαιδεύονται αποκλειστικά στην ουκρανική γλώσσα ή να αρνηθούν τη δική τους ιδιαίτερη εθνική/εθνοτική ταυτότητα και ζωή (Κριμαία, Οδησσός, Ανατολική Ουκρανία κ.ο.κ.). Και εδαφική ακεραιότητα λοιπόν και εθνική ζωή, αυτοκαθορισμός και αυτοδιάθεση σε κάθε ξεχωριστή εθνική ιδιαιτερότητα ή ομάδα, όσο μικρή κι αν ήταν αυτή (από αυτήν την άποψη, οι Ελληνες της ΕΣΣΔ αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα). Το κλειδί ήταν ότι στην κάθε, μα κάθε ξεχωριστή εθνική ή εθνοτική κοινωνία, πλειονότητα, μειονότητα, προωθούνταν η κατάργηση της ταξικής κοινωνίας και ταξικής διαίρεσης και δεν υπήρχε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Σε αυτό το τελευταίο οφείλεται η τεράστια υπεροχή του σοσιαλισμού στη λύση του εθνικού ζητήματος. Η ΕΣΣΔ δεν είχε (γιατί δεν χρειαζόταν να έχει) ούτε καν επίσημη κρατική γλώσσα – η ρωσική ήταν απλά μια lingua franca, μια διεθνής γλώσσα συνεννόησης που, λόγω της διάδοσής της μέσω των από πριν διεσπαρμένων ρωσόφωνων πληθυσμών σε όλη την έκταση της Ενωσης, λειτουργούσε ως διεθνές όργανο επικοινωνίας και συνεννόησης, δίχως να εξαλείφει ή να παρεμποδίζει την ανάπτυξη των άλλων εθνικών γλωσσών.Το εθνικό ζήτημα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ
Στον καπιταλισμό όμως, αυτές οι δύο αρχές (εδαφική ακεραιότητα του κράτους και εθνική αυτοδιάθεση) αναγκαία λειτουργούν ανταγωνιστικά, και προκαλούν αναπόφευκτα την εθνική και δι-εθνική σύγκρουση. Στις δύο αυτές αρχές μαζί υποτίθεται ότι βασίζεται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, αλλά, στην πράξη, δεν είναι τίποτε άλλο από Οργανισμός Ηνωμένων Κρατών (και όχι Εθνών). Οταν στο εσωτερικό της κοινωνίας υπάρχει εκμετάλλευση και ταξικός διαχωρισμός εκμεταλλευτών – εκμεταλλευομένων (βασικά, καπιταλιστών – εργατικής τάξης) τότε, η σύγκρουση και μεταξύ των ξεχωριστών εθνικών κοινωνιών (καθώς και μεταξύ πλειονοτήτων και μειονοτήτων σε κάθε εθνικό κράτος) είναι πάντοτε πιθανή.
Η ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και η διάλυση του ενωσιακού κράτους ήταν αδύνατο να μη δυναμιτίσει και τις εθνικές σχέσεις σε όλη την έκταση της μεγάλης και πρώην ενιαίας χώρας. Ετσι, λ.χ. η νεοκαπιταλιστική Αρμενία, για να ενωθεί με τους Αρμένιους του Ναγκόρνο Καραμπάχ, με τους οποίους διατηρούσε οικονομικές, πολιτιστικές και άλλες σχέσεις, κατέλαβε τις ενδιάμεσες περιοχές του νεοκαπιταλιστικού Αζερμπαϊτζάν που το περιέκλειαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες Αζέρους πρόσφυγες τότε, ξεκινώντας μια εθνική σύγκρουση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με νέες συγκρούσεις, όταν η πρόσφατη επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στοχεύει στην «αποκατάσταση της εθνικοκρατικής εδαφικής ακεραιότητας» και στην κατάληψη και του χώρου στον οποίο ζουν οι Αρμένιοι στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ομόλογες καταστάσεις ισχύουν για πολλές περιοχές και μέρη της πρώην ΕΣΣΔ, μεταξύ των οποίων και στην Ουκρανία.
Το συμπέρασμα είναι απλό, τραγικά απλό: Στις συνθήκες του σοσιαλισμού τα έθνη, οι λαότητες, οι μειονότητες μπορούν να συμβιώσουν στα «ιστορικά» τους εδάφη, με πλήρη δικαιώματα, δίχως να απειλούν ή να απειλούνται απ’ τους εθνικούς τους γείτονες, μπορούν να έχουν φιλικές – αδελφικές σχέσεις μαζί τους και να συνεργάζονται σταθερά για την κοινή ευημερία όλων – αυτό ήταν η τυπική σοβιετική πραγματικότητα. Αντίθετα, στις συνθήκες του καπιταλισμού, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Οι όποιες εθνικές ή εθνοτικές διαφορές αποτελούν πηγή αντιπαράθεσης, επιβολής, υποτέλειας, σύγκρουσης, μίσους, βαρβαρότητας. Οταν μάλιστα, οι καπιταλιστικές σχέσεις επανεμφανίζονται μετά από μια ιστορική διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι εθνικές συγκρούσεις αποτελούν μια τρομερή οπισθοδρόμηση, κάτι εφιαλτικό και βάρβαρο που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει για χρόνια σ’ αυτά τα μέρη.
Το «μυστικό», το «κλειδί» της εξήγησης της όλης κατάστασης βρίσκεται στις σχέσεις παραγωγής της κοινωνίας και στην ταξική δομή και διαίρεση του κάθε ξεχωριστού έθνους, εθνότητας, μειονότητας. Σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ηγετική δύναμη του κάθε έθνους ή εθνότητας είναι η εργατική τάξη, η «τάξη – μη τάξη» που εκφράζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας, την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, την επιδίωξη για υπέρβαση της ταξικής διαίρεσης, τη συνειδητή οικοδόμηση μιας κοινωνίας αυτοσυνεταιρισμένων παραγωγών που σχεδιάζουν από κοινού την ανάπτυξη του κόσμου τους – προοπτικά, όλης της ανθρωπότητας. Σε συνθήκες καπιταλισμού, το έθνος παραμένει πάντα μια ταξική κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών, έτσι όπως άλλωστε ξεκίνησε ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης στη νεότερη ιστορία. Ηγετική τάξη του είναι η κεφαλαιοκρατία και επιδίωξη της τελευταίας είναι η διεύρυνση και η κατάκτηση αγορών, η εξαγωγή κεφαλαίων – και αυτή συνιστά τη θεμελιακή αρχή ύπαρξης και κινητοποίησης όλης της εθνικής κοινωνίας. Και η κινητοποίηση αυτή στρέφεται αναγκαστικά ενάντια σε άλλες αστικές τάξεις και σε άλλες εθνικές κοινωνίες, με τις οποίες υπάρχουν σχέσεις μόνιμου ανταγωνισμού που, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να φτάσει και έως τον πόλεμο.
Τα εθνικά θέματα είναι πάντοτε πολύπλοκα, αλλά οι βασικές αρχές επίλυσής τους σήμερα, με βάση την πολύτιμη ιστορική εμπειρία και την ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης, είναι, λοιπόν, μάλλον απλές: Ο σοσιαλισμός ευνοεί, ακόμη περισσότερο, προϋποθέτει την ειρηνική και φιλική συνύπαρξη των εθνών. Ο καπιταλισμός, αντίθετα, όχι απλά αποτρέπει τις φιλικές εθνικές σχέσεις, αλλά, ακόμη περισσότερο, προκαλεί και προϋποθέτει τον μόνιμο ανταγωνισμό και σύγκρουση μεταξύ των εθνών και εθνικών κοινοτήτων, ανταγωνισμό και σύγκρουση οικονομική, ιδεολογική, πολιτική, δυνητικά και πολεμική. Ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» ως αρχή, διέπει, εκτός από την οικονομία, και την ίδια την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.Η σοσιαλιστική επανάσταση σήμερα είναι η μόνη απάντηση στη βαρβαρότητα, την εξαθλίωση και τον πόλεμο
Με βάση τα προηγούμενα, μπορεί να δοθεί και η απάντηση στο ερώτημα για το «ποιες αμαρτίες πληρώνουν» σήμερα οι λαοί της Ουκρανίας, της Ρωσίας, του Ντονμπάς, της Κριμαίας και τόσων άλλων περιοχών της πρώην ΕΣΣΔ, κι όχι μόνο. Πληρώνουν τις επιπτώσεις της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, πληρώνουν την ιστορική οπισθοδρόμηση, που γέννησε μια εποχή εφιαλτών και τεράτων, πληρώνουν, και με το αίμα τους πλέον, την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του κράτους του, του πνευματικού εποικοδομήματος και πολιτισμού του.
Η υπεροχή του σοσιαλισμού και στο εθνικό ζήτημα είναι αδιαμφισβήτητη. Ζούμε στην ιστορική εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων που, αναπόφευκτα, συνοδεύονται και από τη δυνατότητα και πραγματικότητα αντεπαναστάσεων – τις συνέπειες των οποίων ακριβώς βιώνουμε στην τρέχουσα συγκυρία. Η σοσιαλιστική επανάσταση σήμερα είναι η μόνη απάντηση στη βαρβαρότητα, στην εξαθλίωση και τον πόλεμο, είναι η ανθρωπιά ενάντια στην απανθρωπιά, η – πραγματική – ευαισθησία ενάντια στην – πραγματική – αναισθησία, είναι ο Λόγος ενάντια στα τέρατα και τους εφιάλτες τής από καιρό παρωχημένης, αλλά ακόμα υπαρκτής, καπιταλιστικής κοινωνικής πράξης και συνείδησης. Η ευθύνη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος ως φορέα – εκφραστή της λογικής της προόδου της ανθρωπότητας, του Λόγου στη σύγχρονη κοινωνία, είναι τεράστια. Και, όπως παριστάνεται και στο γνωστό έργο του Γκόγια, ο ύπνος της Λογικής γεννάει τέρατα.
Του
Αποστόλη ΧΑΡΙΣΗ*
*Ο Απ. Χαρίσης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή : Ριζοσπάστης 12 – 3 – 2022 (Σελίδα 18 -19)