Απώλεια
Εις μνήμην Χρόνη Μπότσογλου
Ενας μεγάλος της ελληνικής τέχνης δεν είναι πλέον μαζί μας, όμως το έργο του όπως και το παράδειγμα της μαχητικής και αξιαγάπητης προσωπικότητάς του μένουν πίσω να φωτίζουν το πέρασμά του από τη ζωή
Υπήρξε ένας σπουδαίος ζωγράφος αλλά και ένας γλυκύτατος άνθρωπος για όσους είχαμε την τιμή και τη χαρά να τον γνωρίσουμε σε κάποια φάση της ζωής του. Ο Χρόνης Μπότσογλου μας άφησε στα 81 του χρόνια, καθώς πέθανε από επιπλοκές μιας χρόνιας άνοιας, αλλά αφήνει πίσω του ένα σημαντικό έργο, στη συντριπτική του πλειονότητα ανθρωποκεντρικό. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1941, σπούδασε στην ΑΣΚΤ (1960-65) με τον Γιάννη Μόραλη, αλλά και στην Ecole Νationale Superieure des Beaux Arts στο Παρίσι με υποτροφία. Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Νέοι έλληνες ρεαλιστές» (1971-73) μαζί με τους φίλους του και συνοδοιπόρους από το εργαστήριο του Μόραλη, Γιάννη Βαλαβανίδη, Κυριάκο Κατζουράκη, Κλεοπάτρα Δίγκα αλλά και τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, όπου άπαντες αναζητούσαν τρόπους αντανάκλασης της κοινωνίας στην τέχνη.
Δούλεψε με την ελαιογραφία, την ακουαρέλα, τη χαρακτική αλλά και τη γλυπτική και κινήθηκε με άνεση ανάμεσα στον κριτικό ρεαλισμό και στην εξπρεσιονιστική γραφή βάζοντας σε πρώτο πλάνο τον εαυτό του και τους οικείους του.Οπως στην «Προσωπική Νέκυια», 26 πίνακες μεγάλων διαστάσεων (1993-2000, πλέον στη συλλογή Σωτήρη Φέλιου), όπου αναπαριστά πρόσωπα της ζωής του που δεν βρίσκονταν κοντά του όταν φιλοτέχνησε το έργο. Ζητήσαμε από ορισμένους ανθρώπους που τον γνώρισαν και υπήρξαν κοντινοί του άνθρωποι ή και συνεργάτες να μοιραστούν την εμπειρία τους από τη γνωριμία με αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη.
«Γεννημένος
για να αγαπιέται»
Μάκης Θεοφυλακτόπουλος
Εικαστικός
«Εχω ζήσει πολλά με αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη και άνθρωπο. Γιατί ήταν σπουδαίος και στα δύο. Είναι ένας άνθρωπος που αγάπησα, που με επηρέασε. Τον συνάντησα πρώτη φορά στην Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Μόραλη. Εκείνος ήταν ήδη ένας έτοιμος ζωγράφος, αισθάνθηκα κόμπλεξ βλέποντάς τον να ζωγραφίζει, γιατί είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια ευλογημένη οικογένεια με έναν πατέρα που όταν ανακάλυψε ότι ο γιος του έχει αυτή την έφεση, του πήρε αμέσως όλα τα υλικά για να ζωγραφίζει από πάρα πολύ μικρός. Δεν έπαυε να αγωνίζεται, ήταν ένας παθιασμένος καλλιτέχνης, έδινε πάλη για τη ζωγραφική, με το σχέδιο, το χρώμα. Είχε ένα χαρακτηριστικό αγνού, αδιάφθορου ανθρώπου, είχε πάθος για την πολιτική, τη ζωγραφική και τη γνώση γενικότερα. Ηταν γεννημένος για να αγαπιέται. Τα μάτια του ανέδυαν μια ζεστασιά και ταυτόχρονα μια μικρή μελαγχολία. Οταν τον είδε πρώτη φορά η κόρη μου είπε «τι άνθρωπος είναι αυτός!». Υπήρξε καθηγητής, υπήρξε πρύτανης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (σ.σ.: 2001-2006) και δεν μπορώ να φανταστώ να έχει υπάρξει άνθρωπος που να τον γνώρισε και να μην τον αγάπησε.
Είχα την τιμή να γνωρίσω έναν πολύ καλύτερο από εμένα καλλιτέχνη και άνθρωπο, ο οποίος για κάποιον λόγο ήταν υπερβολικός στις δηλώσεις του που με αφορούσαν.
Δούλευε τα καλοκαίρια στο Πετρί της Λέσβου, το γειτονικό της Πέτρας απ’ όπου καταγόταν η γυναίκα του. Ημασταν νέοι τότε, θυμάμαι και τους γονείς της Ελένης, της σπουδαίας Ελένης που του στάθηκε, ήταν ερωτευμένος από τη μέρα που τη γνώρισε μέχρι τότε που αρρώστησε – έχει κάνει το αριστουργηματικό πορτρέτο της που είναι έγκυος. Ζωγράφιζε και στο Πετρί και ό,τι έφτιαχνε το έδειχνε πρώτα σε εμένα, όπως και εγώ αντίστοιχα. Ηταν ένα άτομο με ήθος, που είχε έγνοια για τους άλλους ανθρώπους. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, έκανε παρέα και στήριζε έναν φίλο του ο οποίος είχε βγει από την περιπέτεια του αλκοολισμού».
«Ανθρωποκεντρική ζωγραφική»
Aννα Καφέτση
Διευθύντρια του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών Μεγάρου Μουσικής AnnexM
«Η ζωγραφική του ήταν πάντα από την άλλη μεριά… Ανθρωποκεντρική και ρεαλιστική, σε μια περίοδο μορφολογικών πειραματισμών και εννοιολογικών αναζητήσεων, ο Χρόνης Μπότσογλου επιστρέφει στο πραγματικό και στην κοινωνικοπολιτική του διάσταση για να αναδείξει όψεις ωμότητας, βίας και κυνισμού. Μέσα από πυκνές ημερολογιακές εγγραφές και αναρίθμητες προσωπογραφίες απογυμνώνει το σώμα, κατέρχεται στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς εξωραϊσμούς, με αντικειμενικότητα και αποστασιοποίηση, αυτοσαρκασμό και μελαγχολία, με απέραντη τρυφερότητα. Η ζωγραφική του σώματος βιογραφεί τον θάνατο. Μιλάει για την υπαρξιακή συνθήκη της μοναξιάς μέσα από τη σχέση με τον εαυτό και τους άλλους, μέσα από την ερωτική σχέση.
Στα χρόνια της ωριμότητας μας αποκαλύπτεται ως συνομιλία του ζωγράφου με τους δασκάλους, με τους «Πατέρες». Συνομιλία με τους νεκρούς. Με ένα αντιηρωικό πνεύμα στη «Νέκυια» και τη δική του εικαστική κάθοδο στον Αδη, με μια σπαρακτική επίκληση οικείων ειδώλων στα πορτρέτα του Γιαννούλη Χαλεπά και του Αλμπέρτο Τζιακομέτι, του Βίνσεντ βαν Γκογκ και του Γιώργου Μπουζιάνη, του Φράνσις Μπέικον. Επίκληση στον μύθο της ασκητικής «σαλότητας», της καταραμένης δημιουργίας ποιητών και καλλιτεχνών και εν τέλει στο προσωπικό σύμπαν του ίδιου του δημιουργού, στις ταυτίσεις και στις σκιές του.
Αντιγράφω μερικές σκέψεις μου για το έργο του από το προλόγισμα στον κατάλογο της μεγάλης αναδρομικής του που οργανώσαμε στο ΕΜΣΤ το 2010 με την εξαιρετική επιμέλεια της Τίνας Πανδή.
Και ο δικός του ίσκιος θα είναι εκεί. Μαζί με τον κοινό ενθουσιασμό και την ευφορία στα πρώτα μας σχεδιάσματα του Μουσείου που έλειπε τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Αλλά είναι κυρίως εκεί, αόρατο, το πολύτιμο έργο του για τη Mάνα, αυτό που με απέραντη απλοχεριά μας χάρισε για τα θυρανοίξια του 2014 που ακυρώθηκαν με τόση βιαιότητα. Οι σπάνιες ακουαρέλες της, οι νεκρικές της μάσκες με μολύβι, με καφέ, με σινική μελάνη, οι χαλκογραφίες της, τα γλυπτά και το συγκλονιστικό γύψινο πρόπλασμα της καθήμενης Μάνας».
«Βαθύτατα ανθρώπινος»
Tίνα Πανδή
Επιμελήτρια ΕΜΣΤ
«Γνώρισα τον Χρόνη Μπότσογλου το 2009, όταν η ιδρυτική διευθύντρια του ΕΜΣΤ Αννα Καφέτση μου εμπιστεύτηκε την επιμέλεια της αναδρομικής έκθεσής του στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Ωδείο Αθηνών. Η πολύμηνη στενή συνεργασία μαζί του για την οργάνωση της – έως και σήμερα μεγαλύτερης – αναδρομικής έκθεσης του έργου του ήταν μια καταβύθιση στο προσωπικό ζωγραφικό σύμπαν ενός γνήσιου δημιουργού, στο οποίο κυριαρχούσαν ο δάσκαλοί του, τα οικεία του πρόσωπα, η μητέρα του, οι λογοτεχνικοί του ήρωες και φυσικά ο ίδιος του ο εαυτός. Η ευρύτατη απήχηση της έκθεσης και του έργου του καθώς και οι γενναιόδωρες συνομιλίες του με το πλήθος των επισκεπτών που συνέρρεαν στο μουσείο για να παρακολουθήσουν τις ξεναγήσεις που ο ίδιος έκανε με την ντουντούκα στα υπόγεια του Ωδείου Αθηνών παραμένουν μοναδικές στην εκθεσιακή ιστορία του ΕΜΣΤ.
Βαθύτατα ανθρώπινος, με μια διαρκή αναστοχαστική διάθεση απέναντι στη καλλιτεχνική του αναζήτηση, δημιούργησε μια βιωματική υπαρξιακή ζωγραφική που δονείται από την αίσθηση της υλικότητας και της σωματικότητας, υπηρετώντας «τη ζωγραφική ως την τέχνη της αφής διά της οράσεως, αισθαντικά και όχι θεματικά».
Σταθερή ορίζουσα του έργου του στα διαφορετικά κεφάλαια της καλλιτεχνικής και προσωπικής του διαδρομής, υπήρξε η συνεχής απόπειρα σύζευξης του προσωπικού με το συλλογικό – η σκιαγράφηση ενός συλλογικού πορτρέτου ως προσωπική βιογραφία και αντίστροφα. Οπως έγραψε και ο ίδιος το 1994 στο περιοδικό Εντευκτήριο: «Ετσι μπορούμε να καταλάβουμε ότι το προσωπικό είναι ταυτόχρονα και συλλογικό. Η ζωή μου καθρεφτίστηκε στα πρόσωπα των άλλων μέσω των οποίων τη συνειδητοποίησα.
Τα λόγια μου που τη διηγούνται μου τα έμαθαν οι άλλοι και οι επιθυμίες μου ξεδιπλώνονται πάνω σε στερεότυπα. Ο βίος μου είναι κομμάτι της Ιστορίας του σήμερα, το πρόσωπό μου προστίθεται στα πρόσωπα του δρόμου»».
«Μεγάλη παρακαταθήκη»
Γιώργος Ρόρρης
Ζωγράφος
«Μου άρεσε πάρα πολύ η δουλειά του, θα έλεγα ότι με επηρέασε στα φοιτητικά μου χρόνια, ιδίως μέσα από δύο σημαντικές εκθέσεις που έγιναν στην «Γκαλερί 3» και στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Τοποθέτησε ψηλά τον πήχη για μένα με τον τρόπο που απεικόνιζε το ανθρώπινο σώμα και θεωρώ ότι η συμβολή του στην ελληνική ζωγραφική είναι μείζων, δεν μπορώ να τη φανταστώ χωρίς την παρουσία του. Θα έλεγα ότι εμένα τουλάχιστον με ενδιαφέρει λιγότερο το έργο του με την ομάδα των Νέων Ρεαλιστών, όχι γιατί υποβαθμίζω τη σημασία να δημιουργηθεί μια ομάδα που θα αντιδρούσε στη χούντα μέσα από την τέχνη, αλλά διότι πιστεύω ότι όταν αποδεσμεύτηκε από αυτή την ανάγκη και το κύριο μέλημά του ήταν η τέχνη αυτή καθαυτήν και όχι το πολιτικό μήνυμα που τη συνόδευε, το αποτέλεσμα της τέχνης του, ο τρόπος δηλαδή που αντιμετώπισε το μυστήριο και το δράμα του ανθρώπινου σώματος, ήταν τελικά μια σημαντική πολιτική στάση.
Και φυσικά πόσο σημαντική η «Νέκυια», ένα έργο σκοτεινό, μυστηριώδες, για το πώς ζούνε οι ζωντανοί μαζί με τα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν πεθάνει, και δεν έχει βρει ακόμη τη θέση που της αξίζει στην ελληνική ζωγραφική. Θεωρώ πολύ σημαντική και την τελευταία του έκθεση στο Μέγαρο Εϋνάρδου του ΜΙΕΤ, μέσα από την οποία ανανέωσε τη ζωγραφική του τοπίου. Η τοπιογραφία είχε αγαπηθεί πολύ από τη γενιά του ’20, αλλά μετά έφυγε από το προσκήνιο. Και εκεί δείχνει την κλάση του σαν ζωγράφος ο Μπότσογλου, ο οποίος ήρθε να ζωγραφίσει το ίδιο τοπίο, αυτό έξω από το παράθυρό του στο Πετρί, με έναν τρόπο που κάθε φορά ανανεώνεται μέσα από τη ματιά του. Νομίζω ότι η απώλειά του είναι σημαντική, αλλά ταυτόχρονα το κέρδος και η παρακαταθήκη από το έργο του είναι πολύ μεγάλα. Οποιος αγαπά τη ζωγραφική θα το καταλάβει».
«Σαν να ερωτευόταν τον καμβά»
Nίκη Ελευθεριάδη
Ζωγράφος
«Ο Χρόνης και η Ελένη είχαν αποκτήσει ένα σπίτι στο Πετρί της Λέσβου τη δεκαετία του ’70. Κάναμε πολλή παρέα εκεί στη διάρκεια του καλοκαιριού, εμένα η καταγωγή μου είναι από την Πέτρα. Τρώγαμε μαζί, πηγαίναμε όλοι μαζί για μπάνιο στον Μόλυβο ή στην Εφταλού. Οταν πηγαίναμε για μπάνιο, είχε μονίμως χαρτί, μπλοκ σπιράλ, μικρές ακουαρέλες. Επαιρνε το νερό από τη θάλασσα και όσο ήμασταν μπροστά του μας ζωγράφιζε.
Επίσης μας ζωγράφιζε πάντα όταν τρώγαμε και μετά μας χάριζε τα σχέδια. Ηταν εντελώς διαφορετικός την ώρα που ζωγράφιζε, ήταν σαν να ερωτευόταν τον καμβά, φαντάζομαι ότι έπειτα από μια μέρα ζωγραφικής με τέτοια ένταση θα έπρεπε να ήταν σωματικά και ψυχικά εξαντλημένος.
Με είχε ζωγραφίσει όταν ήμουν έγκυος με ένα άσπρο φόρεμα, όπως πολλές φορές έκανε και την Ελένη και το είχα διαπιστώσει. Είχα δει να σπάει το πινέλο με τη δύναμη που πήγαινε να βάλει μια μικρή τελεία στον πίνακα, ένα φωτάκι στο πρόσωπο. Ηταν όμως τέτοια η δύναμη που ωθούσε το πινέλο, που τρυπούσε ο καμβάς.Ηταν πολύ γλυκός άνθρωπος και συζητούσε ήρεμα, αλλά αν κάτι τον ενεργοποιούσε έβγαινε και οξύς και παθιασμένος, ακόμα και απόλυτος. Είτε μιλούσε για την πολιτική είτε για τα ρεμπέτικα που αγαπούσε, για τα βιβλία. Το 1979 άρχισε να ζωγραφίζει το ελαιοτριβείο του πατέρα μου Τάκη Ελευθεριάδη, ο οποίος ήταν ζωγράφος. Στο Πετρί ζωγράφιζε στο σπίτι του, όπως το τοπίο που έβλεπε από το παράθυρό του, τα οποία παρουσιάστηκαν στην τελευταία του έκθεση «Απέναντι του βουνού» στο ΜΙΕΤ το 2016».
Πηγή : tovima.gr