«Είμαστε με το στρατόπεδο των λαών… ». Αλλά τι μπορούν να κάνουν οι λαοί;
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, ο συσχετισμός δύναμης δεν ήταν καθόλου ευνοϊκός για τους λαούς. Το εργατικό κίνημα στη μεγάλη του πλειοψηφία είχε συμβιβαστεί. Μια χούφτα κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο προσπαθούσαν, έδιναν μια μάχη χωρίς να μπορούν να γνωρίζουν, να υποσχεθούν ότι αυτή θα είναι νικηφόρα… |
«Η πείρα του πολέμου, όπως και η πείρα κάθε κρίσης στην ιστορία, κάθε μεγάλης συμφοράς και κάθε στροφής στη ζωή του ανθρώπου, αποβλακώνει ορισμένους και τους κάνει να λυγίζουν, σε αντάλλαγμα όμως διαφωτίζει και ατσαλώνει άλλους και η ιστορία όλου του κόσμου δείχνει γενικά ότι ο αριθμός και η δύναμη αυτών των τελευταίων είναι – εκτός από μερικές σπάνιες περιπτώσεις παρακμής και καταστροφής του ενός ή του άλλου κράτους – μεγαλύτερα από τον αριθμό και τη δύναμη των πρώτων».
Β.Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς»* * *Τι μπορεί να κάνει ένας λαός απέναντι σε έναν πόλεμο; Το ερώτημα αυτό δεν είναι ρητορικό. Και σίγουρα δεν αφορά το ερώτημα αυτό μόνο τους λαούς της Ουκρανίας και της Ρωσίας, που βρίσκονται άμεσα αντιμέτωποι με τη μεγάλη καταστροφή του πολέμου. Αφορά όλους τους λαούς της Ευρώπης αλλά και του κόσμου, που με τον έναν ή άλλο τρόπο εμπλέκονται στη νέα μεγάλη πολεμική ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση, που βρίσκονται αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης που έχουν ήδη ξεκινήσει να γίνονται ορατές στη ζωή τους.
Ακόμα και με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία αυτής της σύγκρουσης αλλά και για τις οικονομικές επιπτώσεις της στη ζωή των λαών, όλα φανερώνουν ότι τα χειρότερα είναι μπροστά. Το δίλημμα είναι συγκεκριμένο. Και αφορά και τον δικό μας λαό, στη δικιά μας χώρα, που μπορεί σήμερα να μην είναι πεδίο πολεμικής αναμέτρησης, εμπλέκεται όμως άμεσα και έμμεσα σε αυτόν τον πόλεμο, ενώ ο λαός ήδη βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες της εμπλοκής.
Το δέος, ο φόβος που προκαλεί η τηλεοπτική εικόνα του πολέμου, η αίσθηση ότι η ζωή μπορεί να αλλάξει μονομιάς, ότι μπορεί απότομα και γρήγορα να ανατραπούν προς το χειρότερο οι όροι της καθημερινότητας, όσο και αν αυτοί ήδη σήμερα δεν ανταποκρίνονται στις λαϊκές ανάγκες, είναι μια αίσθηση που μπορεί να οδηγήσει στην παράλυση, στην αδρανοποίηση, στον συμβιβασμό, στη μοιρολατρία. Πώς πρέπει να αντιδράσουν σε αυτή την κατάσταση οι εργαζόμενοι;
– Μήπως οι εργαζόμενοι, ο λαός πρέπει να «συσπειρωθεί» με την κυβέρνηση και την επιλογή της «εμπλοκής μέχρι τα μπούνια» με το πολεμικό της διάγγελμα και την πλήρη ταύτισή της με τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ; Να κάνει δικό του έναν άδικο πόλεμο που δεν έχει καμιά σχέση με τα συμφέροντά του; Να πιστέψει το αφήγημα ότι τελικά από αυτή την ιστορία θα βγει ωφελημένος και ο λαός στο «τέλος της μέρας»; Να επιλέξει νέες «θυσίες», να μπει σε νέους κινδύνους και περιπέτειες για ακόμα μια φορά στο όνομα «εθνικών στόχων»; Μήπως να πανηγυρίζει για τα νέα επιχειρηματικά σχέδια για Ελλάδα – ενεργειακό κόμβο; Να ξεπεράσει τις επιφυλάξεις και τις ενστάσεις που απ’ ό,τι φαίνεται εκφράζονται και σε δημοσκοπήσεις και σε έρευνες, ότι η πλειοψηφία του λαού δεν υιοθετεί τα προσχήματα της εμπλοκής;
– Μήπως πρέπει ο λαός να υιοθετήσει τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις, τα ψέματα της σοσιαλδημοκρατίας που υπόσχεται μια πιο «ελαφριά εμπλοκή» στο πλαίσιο πάντα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, υπηρετώντας ακριβώς τους ίδιους στρατηγικούς στόχους, τα ίδια επιχειρηματικά σχέδια, υποσχόμενη ότι μπορεί να είσαι μέσα στο ιμπεριαλιστικό μακελειό, να έχεις διαλέξει στρατόπεδο ληστών, να παλεύεις για τη γεωστρατηγική αναβάθμιση των επιχειρηματικών ομίλων αλλά …με λιγότερο κόστος. Την ίδια στιγμή μάλιστα που οι ομογάλακτες κυβερνήσεις τους στην ΕΕ πρωτοστατούν στις πολεμικές ιαχές, στους εξοπλισμούς και στην επιθετικότητα.
– Μήπως πρέπει να ονειρεύεται ότι είναι δυνατόν μέσα σε έναν τέτοιο διεθνή σίφουνα η Ελλάδα και ο λαός της να μείνει απέξω, με ψευδαισθήσεις «ουδετερότητας» και «έξυπνες διπλωματικές τακτικές», χωρίς σύγκρουση με το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων, της αστικής τάξης που υπηρετούνται από την πολιτική της εμπλοκής;
Σε καθεμιά από τις παραπάνω εκδοχές ουσιαστικά ο λαός θα επιλέξει να ταυτιστεί, να υποταχθεί, να ακολουθήσει και να εμπιστευτεί την αστική τάξη, τις κυβερνήσεις της, τα κόμματά της, τις διάφορες εκφράσεις της και τις επιλογές της. Να εμπιστευτεί δηλαδή ότι θα τον βγάλουν από τον κίνδυνο της καταστροφής αυτοί που τον οδηγούν σε αυτή, ότι θα τον σώσουν από τους κινδύνους αυτοί που τους τρέφουν για τα συμφέροντά τους, ότι ο δρόμος προς την καταστροφή είναι ο δρόμος σωτηρίας του. Προφανώς και έχει χίλιους δύο λόγους να μην το κάνει αυτό.
Υπάρχει άλλωστε πείρα και ιστορική, παλιότερη και νεότερη. Από το πώς η αστική τάξη, οι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι κυβερνήσεις και τα κόμματά τους του φόρτωσαν στις πλάτες εδώ και 15 χρόνια όλα τα δεινά της καπιταλιστικής οικονομίας, την κρίση, την ανάπτυξη, πόσο πλήρωσε την πανδημία, πόσο πληρώνει φυσικές καταστροφές, πόσο βιώνει την επιλεκτική ικανότητα και ανικανότητα του κράτους να μην τον προστατεύει όταν το χρειάζεται και να τον τσακίζει όταν αυτός διεκδικεί το δίκιο του, να στηρίζει απλόχερα τους ομίλους και να κόβει από τις ανάγκες του. Ομως και την παλιότερη ιστορική πείρα. Από την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας, όπου έσυραν τον λαό σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο που πλήρωσε με ξεριζωμό και προσφυγιά, αλλά και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που η μισή αστική τάξη την πιο δύσκολη στιγμή την κοπάνησε για τη Μ. Ανατολή και η άλλη μισή συνεργάστηκε με τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής, επιδιώκοντας σε κάθε περίπτωση τη διατήρηση της εξουσίας της.
Ο αγώνας ενάντια στην εμπλοκή της χώρας είναι κρίσιμο ζήτημα, ζωής και θανάτου. Δεν πρέπει να νομιμοποιηθεί αυτή η επιλογή σε κάθε εκδοχή της. Κάθε βήμα, κάθε κίνηση βαθύτερης εμπλοκής της χώρας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο πρέπει να συναντήσει τη μαζική εργατική – λαϊκή καταδίκη και αντίθεση με όλες τις μορφές και τους τρόπους |
Θα πει κανείς σήμερα ο διεθνής συσχετισμός δύναμης είναι αρνητικός, πώς να τολμήσει, πού να βρει τη δύναμη ένας λαός να σηκώσει κεφάλι. Ποτέ τα πράγματα όμως δεν ήταν ευνοϊκά. Αλλά και ποτέ τα πράγματα δεν είναι στατικά. Ο ίδιος ο πόλεμος είναι ένα μεγάλο γεγονός, που μέσα του φέρνει το σπέρμα των ανακατατάξεων και των αλλαγών στον συσχετισμό δύναμης, όπως και κάθε μεγάλη κρίση, η καταστροφή που αποκαλύπτει πιο ωμά, πιο καθαρά τα αδιέξοδα του συστήματος. Αυτό που φαίνεται, που είναι φαινομενικά σήμερα κυρίαρχο, αύριο μπορεί να αλλάξει ραγδαία.
Οι σοσιαλδημοκράτες που είχαν συγκεντρωθεί στο Συνέδριο της Βασιλείας το 1912 είχαν διακηρύξει ότι στο ενδεχόμενο ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου η εργατική τάξη θα απαντήσει με επανάσταση. Οταν όμως το 1914 ξέσπασε ο πόλεμος, η συντριπτική πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με διάφορα προσχήματα στήριξαν τις επιλογές των αστικών τάξεων των χωρών τους. Το επιχείρημά τους κοινό: «Πέσαμε έξω, τελικά οι εργάτες δεν ήταν έτοιμοι για επανάσταση, δεν μπόρεσαν να επαναστατήσουν, αντίθετα πήγαν στον πόλεμο, δεν διαμορφώθηκαν επαναστατικές συνθήκες, άρα διαψευστήκαμε». Αυτή η απαράδεκτη δικαιολόγηση της προδοτικής για την εργατική τάξη στάσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων βρέθηκε στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Αποκαλύπτοντάς την ο Λένιν σημείωνε ότι, σε αντίθεση με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης που έβλεπαν παντοδύναμες κυβερνήσεις, αναλλοίωτους συσχετισμούς και απαθείς εργαζόμενους:
«Ποτέ η κυβέρνηση δεν έχει τόση ανάγκη από τη συμφωνία όλων των κομμάτων των κυρίαρχων τάξεων και από την “ειρηνική” υποταγή των καταπιεζόμενων τάξεων σ’ αυτή την κυριαρχία, όσο τον καιρό του πολέμου. Αυτό είναι το πρώτο. Και, δεύτερο, αν “στις αρχές του πολέμου”, ιδιαίτερα σε μια χώρα που περιμένει γρήγορη νίκη, η κυβέρνηση φαίνεται παντοδύναμη, κανένας ποτέ και πουθενά στον κόσμο δεν σύνδεσε την αναμονή μιας επαναστατικής κατάστασης αποκλειστικά με τη στιγμή της “έναρξης” του πολέμου και πολύ περισσότερο δεν ταύτισε το “φαινομενικό” με την πραγματικότητα».
Ο πόλεμος όπως και οι κρίσεις είναι αναπόφευκτος, πηγάζει μέσα από τις ίδιες τις αντιφάσεις του συστήματος, είναι εκδήλωση των νόμων λειτουργίας του, του ανταγωνισμού, της πάλης για μεγαλύτερο κέρδος. Είναι όμως και ρίσκο, όχι μόνο γιατί κανείς δεν ξέρει πού θα βρεθεί την επόμενη μέρα του πολέμου, αν θα είναι δηλαδή στο στρατόπεδο των νικητών ή των ηττημένων, αλλά και το πέρασμα από μια περίοδο ιμπεριαλιστικής ειρήνης σε μια περίοδο που κυρίαρχο στοιχείο είναι αυτό των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων φέρνει μια περίοδο κλονισμών.
Περιγράφοντας την κατάσταση όπως διαμορφώνεται πια το 1916 και όχι το 1914, σημειώνει: «Καμιά κυβέρνηση δεν είναι σίγουρη για την επαύριο, καμιά κυβέρνηση δεν είναι απαλλαγμένη από τον κίνδυνο δημοσιονομικής χρεοκοπίας, από τον κίνδυνο απώλειας εδαφών, από τον κίνδυνο να τη διώξουν από τη δική της τη χώρα (όπως έδιωξαν την κυβέρνηση του Βελγίου). Ολες οι κυβερνήσεις ζουν σαν πάνω σε ηφαίστειο, όλες κάνουν οι ίδιες έκκληση στην αυτενέργεια και στον ηρωισμό των μαζών. Ολόκληρο το πολιτικό καθεστώς της Ευρώπης έχει κλονιστεί και κανένας ασφαλώς δεν θ’ αρνηθεί ότι μπήκαμε (και μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά – τα γράφω αυτά την ημέρα της κήρυξης του πολέμου από μέρους της Ιταλίας) σε εποχή πολύ μεγάλων πολιτικών κλονισμών».
Και τότε, το 1914 και το 1917, ο συσχετισμός δύναμης δεν ήταν καθόλου ευνοϊκός για τους λαούς. Τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες, η βρετανική, η γερμανική – αυστροουγγρική και η τσαρική, μοίραζαν τον κόσμο, την Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική, το εργατικό κίνημα στη μεγάλη του πλειοψηφία είχε συμβιβαστεί, μια χούφτα κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο προσπαθούσαν, έδιναν μια μάχη χωρίς να μπορούν να γνωρίζουν, να υποσχεθούν ότι αυτή θα είναι νικηφόρα. Ο Λένιν μάλιστα τον Γενάρη του 1917, σε διάλεξή του στην Ελβετία για την επανάσταση του 1905, τους έλεγε τα εξής: «Δεν πρέπει να μας ξεγελά η σημερινή νεκρική σιγή στην Ευρώπη. Η Ευρώπη εγκυμονεί την επανάσταση» και συμπλήρωνε ότι ο ίδιος όπως και όλοι οι ηλικιωμένοι ίσως να μη ζήσουν τις αποφασιστικές μάχες της επανάστασης που έρχεται!Τι λοιπόν μπορεί να κάνουν οι εργαζόμενοι, ο λαός σήμερα εδώ στη χώρα μας;
Οι ίδιες οι εξελίξεις φέρνουν στην ημερήσια διάταξη και τα κρίσιμα ζητήματα που πρέπει να απαντηθούν.
Ο αγώνας ενάντια στην εμπλοκή της χώρας είναι κρίσιμο ζήτημα ζωής και θανάτου. Δεν πρέπει να νομιμοποιηθεί αυτή η επιλογή σε κάθε εκδοχή της. Κάθε βήμα, κάθε κίνηση βαθύτερης εμπλοκής της χώρας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο πρέπει να συναντήσει τη μαζική εργατική – λαϊκή καταδίκη και αντίθεση με όλες τις μορφές και τους τρόπους. Απεμπλοκή σημαίνει συγκεκριμένα το κλείσιμο όλων των ΝΑΤΟικών βάσεων στη χώρα, μη παροχή υποδομών, στρατιωτικής στήριξης στα ΝΑΤΟικά σχέδια στην Ανατολική Ευρώπη, σημαίνει κανένας στρατευμένος ή στέλεχος των Ενόπλων Δυνάμεων να μην συμμετάσχει σε στρατιωτική αποστολή του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Δεν μπορεί ο λαός να έχει καμιά εμπιστοσύνη στην αστική τάξη, στις κυβερνήσεις και τα κόμματά της, ότι θα «προστατέψουν» τη «δικιά του πατρίδα». Είναι το ίδιο έτοιμοι να παζαρέψουν σύνορα, κυριαρχικά δικαιώματα και το ίδιο έτοιμοι να τον σύρουν στη σφαγή …γιατί για «πατρίδα τους» έχουν τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων, των μονοπωλίων.
Οι επιστολές και οι δηλώσεις στρατευμένων που πολλαπλασιάζονται μέρα τη μέρα καταγγέλλοντας τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν, που δηλώνουν την άρνησή τους να πάρουν μέρος σε έναν τέτοιο άδικο πόλεμο που γίνεται για το μοίρασμα αγορών και εδαφών και καμία σχέση δεν έχει με τα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα, πρέπει να συναντήσουν ένα πλατύ κύμα αλληλεγγύης και στήριξης από τους εργαζόμενους και όλο τον λαό.
Δεν πρέπει να περάσει η προσπάθεια να επιβληθεί εργασιακή ειρήνη από το κεφάλαιο, την εργοδοσία, την ώρα που μας σέρνουν στον πόλεμο! Την ώρα που οι επιπτώσεις στη ζωή των εργαζομένων από τον πόλεμο αρχίσουν να γίνονται ορατές. Αυτοί κερδίζουν από την εμπλοκή, εμείς χάνουμε. Δεν βρισκόμαστε στην ίδια πλευρά, δεν κάνουμε «θυσίες όλοι», όπως δεν κάναμε πουθενά μαζί θυσίες, ούτε στην κρίση, ούτε στην πανδημία, ούτε στην ανάπτυξη. Τώρα είναι η ώρα να υπερασπίσουμε τη ζωή μας από την επιδείνωση και τη μεγαλύτερη φτώχεια που φέρνουν ο πόλεμος και η εμπλοκή, η ακρίβεια. Τώρα είναι η ώρα που δεν πρέπει να περάσει η θέληση του κεφαλαίου να εντείνει την εκμετάλλευση. Δεν μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος από αυτόν της σύγκρουσης, με την προσπάθεια να «πληρώσει ο λαός τον πόλεμο» σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε κλάδο, σε κάθε γειτονιά.
Τώρα είναι που πρέπει να δυναμώσει η εργατική – λαϊκή αλληλεγγύη μπροστά στα φαινόμενα της φτώχειας που θα διογκωθούν, της αδυναμίας επιβίωσης για μεγάλα τμήματα του λαού και των εργαζομένων, να προστατευτούν αγωνιστικά και να στηριχτούν όλοι σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χώρο δουλειάς, να μη μείνει κανένα σπίτι χωρίς ρεύμα, χωρίς θέρμανση, χωρίς πρόσβαση στα στοιχειώδη.
Μοναδικό αποκούμπι των εργαζομένων και του λαού είναι η δικιά τους οργάνωση, η συσπείρωση στα συνδικάτα, στα σωματεία, σε άλλους φορείς του λαϊκού κινήματος, σε επιτροπές αγώνα στη γειτονιά, οι απεργιακές επιτροπές σε χώρους δουλειάς. Εκεί βρίσκεται η δικιά τους δύναμη, η δικιά τους δυνατότητα να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Δεν μπορεί ο λαός να εμπιστευτεί τη ζωή του, τη σωτηρία του στις κυβερνήσεις, στο αστικό κράτος, στους μηχανισμούς του, ούτε βεβαίως στις συνδικαλιστικές ηγεσίες που τα διπλώνουν στις συνθήκες του πολέμου, που είναι έτοιμοι να σαμποτάρουν τις διεκδικήσεις και την πάλη του για τα δικαιώματά του, για την προστασία του εισοδήματος, για ΣΣΕ, να τον «βάλουν στον πάγο». Μέσα από αυτή την οργάνωση και συσπείρωση θα μπορέσει να απαντηθεί και κάθε προσπάθεια καταστολής ή περιορισμού της εργατικής – λαϊκής δράσης στο όνομα του πολέμου και των έκτακτων συνθηκών.
Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες είναι που πρέπει να δυναμώσει η διεθνιστική αλληλεγγύη, η κοινή πάλη με τους λαούς που ήδη βρίσκονται μπλεγμένοι άμεσα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αλλά και με όλους τους λαούς της περιοχής.Αυτός ο αγώνας εκτός από άμεσα αναγκαίος είναι και αγώνας προετοιμασίας για τα χειρότερα, για πιο σύνθετες εξελίξεις που μπορεί να έρθουν στο μέλλον, από τη στιγμή που μπήκαμε σε μια νέα φάση όξυνσης των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ το εξής που διδάσκει η Ιστορία μας: Οτι οι εργαζόμενοι, ο λαός μας έχουν αποδείξει πως μπορούν να μεγαλουργήσουν ακριβώς σε κάτι τέτοιες δύσκολες και κρίσιμες στιγμές, που όλα έμοιαζαν χαμένα, που οι δυνάμεις ήταν ελάχιστες. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες ο λαός μας οργάνωσε τη μαζική του πάλη ενάντια στην κατοχή μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, γράφοντας χρυσές σελίδες ηρωισμού και δόξας, αναδεικνύοντας το μέγεθος της εργατικής – λαϊκής δύναμης.
Δεν πρέπει βεβαίως να ξεχνάμε και το άλλο κρίσιμο συμπέρασμα. Οτι ο αγώνας αυτός έμεινε στη μέση, δεν ολοκληρώθηκε, δεν έφτασε στο τέλος του, δεν συνοδεύτηκε από τον αγώνα για την ουσιαστική διέξοδο από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο προς όφελος του λαού, παρά τον μεγάλο ηρωικό αγώνα του ΔΣΕ.
Ομως για αυτό είναι από σήμερα αναγκαίο να προετοιμαζόμαστε για περιόδους που θα ωριμάζει αυτό που αποτυπώνεται και στην Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για τον πόλεμο στην Ουκρανία: «Το ζήτημα είναι πολιτικό, απαιτεί στροφή στις συνειδήσεις των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, για να δυναμώσει η πάλη για αποδέσμευση από τις διάφορες ιμπεριαλιστικές ενώσεις, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, με τον λαό πραγματικά στο τιμόνι της εξουσίας».
Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες συμβάλλουν αποφασιστικά στην οργάνωση της εργατικής – λαϊκής πάλης ενάντια στην εμπλοκή και τις επιπτώσεις από τον πόλεμο, για να σταθούν οι εργαζόμενοι, ο λαός στο δικό τους μετερίζι, να μην διαλέξουν την πλευρά της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα όμως συμβάλλουν ώστε και οι εργαζόμενοι, ο λαός να προετοιμάζονται για έναν μεγαλύτερο δίκαιο αγώνα, για τη δικιά τους μάχη, για τον δικό τους «πόλεμο» ενάντια στις αιτίες που γεννούν τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την καπιταλιστική εκμετάλλευση, τη βαρβαρότητα για τους λαούς. Τον αγώνα για την ανατροπή αυτού του σάπιου συστήματος, τον αγώνα που ανοίγει τον δρόμο για να πάρουν οι εργαζόμενοι την εξουσία, να οικοδομήσουν το σύγχρονο, το νέο, το αναγκαίο, τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό.
Εφημερίδα Ριζοσπάστης 26 -27/3/ 2022