Πίτερ Μπρουκ (1925 – 2022)
Ο Βρετανός σκηνοθέτης ανέβασε στη θεατρική σκηνή την απλότητα και την αμεσότητα του λαϊκού θεάτρου, με όργανο την μπρεχτική αποστασιοποίηση
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ κι η τεχνική της αποστασιοποίησης λειτούργησαν στο θέατρο του Πίτερ Μπρουκ ως όργανο απελευθέρωσης του λαϊκού κοινού |
«Ο Μπρεχτ είναι η φυσιογνωμία – κλειδί του καιρού μας, κι όλο σήμερα το θέατρο ξεκινά και επιστρέφει στα βασικά του συμπεράσματα»
***
Ο Πίτερ Μπρουκ από νωρίς αποποιείται τα βαρίδια του αστικού κατεστημένου θεάτρου, γιατί, όπως έχει δηλώσει, «σκάβει με σίγουρο χέρι τον ίδιο του τον τάφο». Εχει επιλέξει να πάει με την πλευρά των κυνηγημένων και των κατατρεγμένων κι αυτή η επιλογή του καθρεφτίζεται στον τρόπο που επιλέγει τα μέλη του θιάσου του. Προτιμά σώματα και φωνές ηθοποιών που δεν ακολουθούν τον φυλετικό και ταξικό καθωσπρεπισμό του δυτικού θεατρικού μοντέλου.
Το μαύρο χρώμα ταιριάζει στον ανεξίθρησκο και πολυφυλετικό εβραϊκής καταγωγής σκηνοθέτη από τη Λιθουανία, γιατί έχει ζήσει στο πετσί του την κοινωνική απόρριψη, τα ανηλεή πογκρόμ, τον εγκλεισμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πώς μπορείς να δημιουργήσεις θέατρο, όταν η ναζιστική μηχανή έχει παραδώσει στην πυρά εξόντωσης τους δικούς σου ανθρώπους, αναρωτιέται.
Και μία δεύτερη κομβική ερώτηση που απευθύνει στον εαυτό του: Πώς μπορείς να κάνεις θέατρο στον μεταπολεμικό ρευστό κόσμο, όταν η πλειονότητα των λαών βρίσκονται υπό δικτατορικά καθεστώτα, καθώς ο καπιταλισμός με τον δολοφονικό σχεδιασμό του συνθλίβει τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των όπου Γης καταπιεσμένων κι ανελεύθερων, δένοντας στρατιές φτωχών εργατών κι εργαζομένων στην αλεστική μηχανή της παραγωγής, με πενιχρό μεροκάματο;
«Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της δουλειάς μου αντανακλά τις πολιτικές μου πεποιθήσεις», απαντά, τα τελευταία χρόνια, όταν του ζητούν να ξεκαθαρίσει την πολιτική ταυτότητά του, όμως μία προσεκτική ανάγνωση των λεγόμενων και των γραφτών του δίνει σαφή εικόνα των πολιτικών και ιδεολογικών του πιστεύω:
«Το αν η έμφαση πρέπει να δοθεί στο άτομο ή στην ανάλυση της κοινωνίας, δημιούργησε μια σχεδόν ολοκληρωτική διάσταση ανάμεσα στους μαρξιστές και στους μη μαρξιστές. Ο μαρξιστής και μόνον ο μαρξιστής είν’ αυτός που πλησιάζει διαλεκτικά κι επιστημονικά μια δεδομένη κατάσταση, είν’ αυτός που προσπαθεί να εξερευνήσει τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που καθορίζουν τη δράση».
Ο εβραϊκής καταγωγής Βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ παρέμεινε σ’ όλη τη διάρκεια της θεατρικής δημιουργίας του ανεξίθρησκος και πολυφυλετικός, πάντα με τα αποκωδικοποιητικά κλειδιά του μαρξισμού |
Το «κρυφό» χαρτί της επιτυχίας του οφείλεται στο γεγονός ότι ποτέ δεν κρατάει για τον εαυτό του τον ρόλο του σκηνοθέτη – μονοκράτορα. «Δεν σκηνοθετώ, συνεργάζομαι», αυτοπαρουσιάζεται κι εξηγεί πώς αντιλαμβάνεται τη θεατρική πράξη: «Ο σκηνοθέτης είναι μια φοβερή, τρομακτική λέξη. Η ανάγκη μου δεν ήταν άλλη παρά να εργαστώ με ηθοποιούς διαφορετικών πολιτισμών μπροστά σε ποικίλο κοινό».
Από τη συγκλονιστική πολύωρη παράσταση «Μαχαμπαράτα» (1985) μέχρι το έργο «Πεδίο Μάχης» (2015) – που αποτελεί ένα μέρος του ινδικού έπους που επεξεργάστηκε εκ νέου – μεσολαβούν τριάντα χρόνια, χωρίς ωστόσο να σβήσουν από τη θεατρική τέχνη του η παράδοση του λαϊκού θεάτρου κι η αποστασιοποίηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898 – 1956). Αυτές οι δύο πύλες παραμένουν ως το τέλος της δημιουργίας του τα περάσματα που πρέπει να περάσει το κοινό προς το κατά Πίτερ Μπρουκ επικό θέατρο.
Από νωρίς, στην πρώτη ωριμότητά του, κι ενώ έχει αναμετρηθεί με το έργο του Σαίξπηρ και το έχει καθαρίσει από το αστικό μακιγιάζ του, έχει συνειδητοποιήσει ότι διαρκώς οφείλει να ανατρέχει στις λαϊκές ρίζες της δημιουργίας του θεάτρου:
«Το λαϊκό θέατρο είναι κείνο που επέζησε πάντα σ’ όλους τους αιώνες. Μες στην πορεία του χρόνου, πήρε πολλές μορφές, και ο κοινός συντελεστής όλων αυτών των μορφών είναι μόνον ένας – η σκληρότητα. Αρμύρα, ιδρώτας, θόρυβος, οσμή: Το θέατρο που δεν παίζεται σε θέατρο, το θέατρο που στήνεται σε άμαξες, σε βαγόνια, σε παράγκες, το κοινό που στέκεται όρθιο, που πίνει, που κάθεται γύρω από τραπέζια, το κοινό που λαβαίνει μέρος, που ανταπαντά: θέατρο σε σοφίτες, σε υπόγεια, σε αποθήκες, σε παραπήγματα της μιας νύχτας.
Σκηνή από την πολύωρη «Μαχαμπαράτα», μία παράσταση – καταγγελία του πολέμου και των δεινών του, υπέρ της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών |
»Το Σκληρό Θέατρο βρίσκεται κοντά στο λαό: Μπορεί να είναι κουκλοθέατρο – μπορεί να είναι θέατρο σκιών, όπως σήμερα στα ελληνικά χωριά. Χαρακτηρίζεται συνήθως από την έλλειψη αυτού που ονομάζεται ύφος. Το ύφος απαιτεί άνεση: Το να μεταφέρεις κάτι σε συνθήκες σκληρότητας μοιάζει μ’ επανάσταση, γιατί οτιδήποτε πέσει στο χέρι μπορεί να μετατραπεί σε όπλο».
Λοιπόν, το Σκληρό Θέατρο ή Θέατρο της Ωμότητας συναντά τη θεατρική τεχνική της αποστασιοποίησης του Μπρεχτ, γιατί «ασχολείται με τις ανθρώπινες πράξεις, και επειδή είναι προσγειωμένο και άμεσο – επειδή δέχεται την αχρειότητα και το γέλιο – η χοντροκοπιά μοιάζει καλύτερη από το ψεύτικα τελετουργικό».
Αυτό είναι και το ύφος του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σύμφωνα με την κρίση του Πίτερ Μπρουκ, «του πιο δυνατού, του πιο σημαντικού και του πιο ριζοσπαστικού ανθρώπου του θεάτρου της εποχής μας. Ο Μπρεχτ είναι η φυσιογνωμία – κλειδί του καιρού μας, κι όλο σήμερα το θέατρο, ως ένα σημείο, ξεκινά και επιστρέφει στα βασικά του συμπεράσματα (…) Σαν δημιουργός της λέξης ”αποστασιοποίηση” (…), άρχισε να εργάζεται σε μια εποχή που οι περισσότερες γερμανικές σκηνές ήταν υποταγμένες ή στο νατουραλισμό ή στην πανθεατρική έφοδο ενός μελοδραματικού καθεστώτος, που είχε επινοηθεί για να εκτονώνει το θεατή απ’ τις συγκινήσεις του, ώστε ο τελευταίος να ξεχνάει εντελώς τον εαυτό του. Οποιαδήποτε ζωή δημιουργούνταν πάνω στη σκηνή, ερχόταν σ’ αντίθεση με την παθητικότητα που απαιτούσε απ’ το κοινό».
Στο «Πεδίο της Μάχης», μία από τις τελευταίες καταθέσεις του, επανέρχεται στα αποτελέσματα των γεωπολιτικών επανασχεδιασμών του μονοπωλιακού καπιταλισμού, με θύματα τους πρόσφυγες και τους μετανάστες |
Το πρώτο βιβλίο του Πίτερ Μπρουκ στα Ελληνικά κυκλοφορεί, το 1970, με τον τίτλο «Η σκηνή χωρίς όρια» (αγγλόφωνη έκδοση: «Theemptyspace», 1968. Μετάφραση: Μαρί – Πωλ Παπάρα), από τις εκδόσεις «Αρίων». Το εξώφυλλο είναι χρυσαφί κι έχει πάνω του τυπωμένο ένα εγχάρακτο σε μαύρο χρώμα τραγικό προσωπείο. Αυτή η εικαστική ιδέα και η εκτέλεσή της οφείλονται στον ηθοποιό Σοφοκλή Πέππα (1948 – 2012), έναν από τους συνιδρυτές του εν λόγω εκδοτικού οίκου, με σαφή αριστερό προσανατολισμό.
Είναι ο πρώτος τόμος της σειράς «Θέατρο: Προοπτικές και δυνατότητες», την οποία διευθύνει ο συγγραφέας, ηθοποιός και μεταφραστής Φώντας Κονδύλης (1939 – 2002), συνεργάτης του «Ριζοσπάστη» και παραγωγός της εκπομπής «Ιδέες και λέξεις», στον τηλεοπτικό σταθμό «902». Το πιθανότερο είναι ότι ο ανυπόγραφος πρόλογος ανήκει στον αείμνηστο διευθυντή της σειράς. Ενα απόσπασμα, το οποίο επικεντρώνεται στον Πίτερ Μπρουκ:
«Επαναστάτης ο ίδιος ”χαλαστής”, νιώθει επιτακτική την ανάγκη της θεωρητικής περισυλλογής. Απ’ τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της εγγλέζικης σκηνής, δίνει μια γεύση μες από τα κείμενά του της παγκόσμιας αγωνίας να ξανάβρει το θέατρο τον αληθινό του προορισμό. Δημιουργώντας νέα κλειδιά για την κατανόηση της ανθρώπινης πραγματικότητας, νέα πρότυπα θεατρικής γραφής, νέο κοινό, δημιουργώντας ακόμη μια νέα κοινωνία».
Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
Πηγή : Εφημερίδα Ριζοσπάστης : 16 – 7 – 2022