Κατηγορίες
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

TEXNEΣ

Αντίκτυποι της Μικρασιατικής Εκστρατείας στη νεοελληνική ποίηση (1919-1922)

Ο Κ. Καρυωτάκης
Ο Κ. Καρυωτάκης

Μια απόπειρα καταγραφής στον χώρο της νεοελληνικής ποίησης, το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 1919 έως τον Αύγουστο του 1922, δεν θα μπορούσε να μη σταθεί στον Καβάφη (1863-1933), στον Βάρναλη (1883-1974) και τον Καρυωτάκη (1896-1928), ποιητές που η κριτική έχει επανειλημμένα μεταξύ τους συσχετίσει.

Με το αντιπολεμικό και αντι-μεγαλοϊδεατικό θέμα στην ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη έχουν σχέση τόσο η προσωπική του περιπέτεια για αποφυγή της στράτευσης όσο και ο αντιβενιζελισμός του και η διαφωνία του με τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η διαφωνία αυτή ήταν γενικά κοινή σε όλη τη βασιλική παράταξη, όπου ανήκε και η οικογένεια του Καρυωτάκη, τις πολιτικές πεποιθήσεις της οποίας φαίνεται να συμμερίζεται εν γένει και ο ποιητής, χωρίς όμως ιδιαίτερο πάθος.

Φυσικά η διαφωνία με την εκστρατεία – από άλλο βέβαια δρόμο – υπήρχε και στο ΣΕΚΕ (από το 1923 ΚΚΕ), με πρόσωπα και κύκλους του οποίου ο Καρυωτάκης είχε κάποια σύνδεση, η οποία δεν πρέπει να τον άφησε εντελώς ανεπηρέαστο, ιδίως τα τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής του. Τέτοια, για παράδειγμα, η φιλία του με τον λογοτέχνη Ιωσήφ Ραφτόπουλο και η αγωνιστική συνδικαλιστική του δράση.

Τον Αύγουστο του 1919, ενώ υπηρετούσε την επεισοδιακή του θητεία, δημοσίευσε ανώνυμα στον «Νουμά» το ποίημα που επρόκειτο να γίνει γνωστό με τον τίτλο «Ο Μιχαλιός» (αργότερα θα μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη):

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.

Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία

με το Mαρή και με τον Παναγιώτη.

Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».

Ολο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα,

άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».

(…)

Kι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτης.

Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,

Ο Κ. Βάρναλης
Ο Κ. Βάρναλης

μαζί τους ο Mαρής κι ο Παναγιώτης.

Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,

μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:

Ηταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.

Στην κηδεία του στρατιώτη, έμεινε να εξέχει από τον πρόχειρο τάφο το πόδι του. Δεν μπόρεσε ο Μιχαλιός να χωρέσει στη βαρβαρότητα του πολέμου, αφού ακόμη και τη στιγμή που φεύγει από τη ζωή, το «ποδάρι» του επιμένει να ψάχνει όπως – όπως τον δρόμο για το χωριό του.

Τον Ιούλιο του 1920 δημοσίευσε το ποίημα «Δον Κιχώτης», που στη συνέχεια θα συμπεριλάβει με κάποιες αλλαγές στα «Νηπενθή» (Αύγουστος 1921), όταν δηλαδή δινόταν η καθοριστική μάχη στον Σαγγάριο ποταμό:

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη

του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Iδέα.

Kοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ

για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

(…)

Tους είδα πίσω να ‘ρθουνε -παράφρονες, ωραίοι

ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο-

και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,

την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

Την εποχή λοιπόν που η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, συμπυκνωμένη στην ουτοπία της «Μεγάλης Ελλάδας», φαίνεται να θριαμβεύει με την εύθραυστη Συνθήκη των Σεβρών, ο Καρυωτάκης σαφώς την αντιπαρέρχεται σαν φτηνή και κραυγαλέα ρητορεία, νιώθοντας έτσι προκαταβολικά αυτό που θα δεχτεί σαν «μάταιη πληγή» ολόκληρη η ρωμιοσύνη τον Αύγουστο του 1922.

***

Μακριά από τη ρητορική Αθήνα, στην ιδιόρρυθμη Αλεξάνδρεια, ο Κωνσταντίνος Καβάφης γράφει το ποίημα «Πάρθεν» (Μάρτιος 1921). Στην Ελλάδα, την ίδια περίοδο, ολοκληρώνεται η μεταφορά 50.000 περίπου Καυκάσιων Ποντίων (της περιοχής Καρς-Αρταχάν) από το Βατούμ στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι προστίθενται στις εκατοντάδες χιλιάδες προσφύγων που ήδη από το 1906 έχουν καταφύγει στη χώρα. Επίσης, αυξάνονται σημαντικά οι πολεμικές δαπάνες, μειώνεται περαιτέρω η παραγωγή, εξαιτίας της επιστράτευσης μεγάλου αριθμού αγροτών και εργατών και η ζωή του λαού χειροτερεύει αφόρητα. Παράλληλα, η νέα πολιτική ηγεσία της χώρας (η βασιλική παράταξη) αποφασίζει ακόμη μεγαλύτερη εμπλοκή στη Μικρασία, ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921 στέφονται από αποτυχία.

Ο Κ. Καβάφης
Ο Κ. Καβάφης

Στο ανέκδοτο «Πάρθεν», διαβάζοντας ο Καβάφης δημοτικά τραγούδια, σταματάει σ’ έναν θρήνο για την Αλωση και συγκινείται από μια παραλλαγή του στην ποντιακή διάλεκτο, η οποία του δίνει την πρώτη ύλη για το δικό του ποίημα.

«Σωβινιστής ο Καβάφης δεν υπήρξε ποτέ», γράφει ο Σ. Τσίρκας. «Ηταν όμως από πάντα Ε λ λ η ν ι κ ό ς. (…) Διάλεξε για τους μύθους των ποιημάτων του την ελληνιστική κι ελληνορωμαϊκή εποχή, γιατί κάτω από το προσωπείο του ιμπεριαλισμού της Ρώμης υπάρχουν αναλογίες “ευάρμοστες”, με τον ιμπεριαλισμό της Μεγάλης Βρετανίας, στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, όλα εκείνα τα χρόνια, από τη γέννηση του ποιητή ως το θάνατό του»1.

Είναι φανερό στο παραπάνω απόσπασμα ότι ο Σ. Τσίρκας αντιλαμβάνεται τον ιμπεριαλισμό ως εξωτερική επέμβαση και όχι με το λενινιστικό του περιεχόμενο, ως καπιταλισμό. Ωστόσο βρίσκεται πολύ κοντά στον όποιο «αντι-ιμπεριαλισμό» μπορεί να αποδοθεί στον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή.

Το ποίημα του Καβάφη «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες», που ακολουθεί, γράφτηκε σε μια περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση επιμένει να κρατάει τον στρατό στην περιοχή του Σαγγάριου, όπου τον είχε στείλει για να καταλάβει την Αγκυρα. Τον Φεβρουάριο του 1922 διάβημα του πρωθυπουργού Γούναρη στο αγγλικό υπουργείο Εξωτερικών παίρνει ουσιαστικά την απάντηση ότι «η απειλή αποχωρήσεως από τη Μ. Ασία δεν μπορούσε να εφαρμοστεί»2. Ο Καβάφης τυπώνει τον ίδιο μήνα το ποίημά του αυτό, την κατακλείδα του οποίου ο Σεφέρης ερμηνεύει ως: «Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·/το έτος που το Εθνος κατεστράφη»3.

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·

τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.

Αμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος.

Οταν θα θέλουν οι Ελληνες να καυχηθούν,

«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε

για σας. Ετσι θαυμάσιος θα ‘ναι ο έπαινός σας.-

Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·

έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.

Τα εμφατικά τονισμένα επίθετα (ανδρείοιάμωμοι) και επιρρήματα (ευκλεώςπανταχού), σε συνάρτηση με την υποθετική αιτιολογία (αν έπταισαν), δεν κρύβουν τις φιλοβενιζελικές διαθέσεις του ποιητή, ούτε όμως την αντίληψη που αποδίδει όλα τα δεινά στην αγγλοκρατία. Ευνόητο είναι βέβαια ότι στη συγκεκριμένη οπτική του σπουδαίου αυτού δημιουργού εκφράζεται η γενικότερη κοινωνικοταξική τοποθέτηση που διαχέεται στο έργο του: Ο Καβάφης βγαίνει από την αστική τάξη του αιγυπτιώτη ελληνισμού όταν παρακμάζει το «πρωτοκλασάτο» τμήμα της. Ετσι, σε τέτοια ζητήματα η οπτική του περιορίζεται ipso facto, χωρίς αυτό να μειώνει ή να αδικεί την τέχνη του.

***

Ο ποιητής που είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός της εποχής είναι ο Ανατολικορωμυλιώτης Κώστας Βάρναλης, με το εμβληματικό του έργο «Το φως που καίει», το οποίο πρωτοεκδόθηκε όταν συντελούνταν η καταστροφή στη Μικρασία και ενταφιαζόταν η «Μεγάλη Ιδέα». Είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός τόσο από την άποψη μιας επίκαιρης ανταπόκρισης στα τεκταινόμενα, όσο κυρίως από την άποψη της διεξόδου που προτείνει: Στην καταστροφή του άδικου, ιμπεριαλιστικού πολέμου αντιτάσσει την κοινωνική επανάσταση, δηλαδή την ιστορικά αναγκαία διέξοδο από την κρίση.

«Το Φως που καίει» τυπώθηκε τον Οκτώβριο του 1922 και γράφτηκε το καλοκαίρι του 1921, την περίοδο δηλαδή που ο ελληνικός λαός βιώνει τη Μικρασιατική Εκστρατεία, η οποία σε λίγο θα εξελιχθεί σε καταστροφή.

Το μεγαλόπνοο αυτό έργο απαρτίζεται από έναν πρόλογο και τρία μέρη, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με το θέμα τους: Η κοινωνία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, της αδικίας, της υποκρισίας και των άδικων πολέμων, αλλά και ο πόθος της ανθρωπότητας για κοινωνική δικαιοσύνη και απελευθέρωση.

Στο τρίτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης θα ακουστεί η ξεχωριστή φωνή του «Οδηγητή», ιδιαίτερα γνώριμη από τη μελοποίηση του Χρήστου Λεοντή:

Οθε περνά, γκρεμίζει κάτου

σαν το βοριά, σαν το νοτιά

όλα τα φονικά ρηγάτα

θεμελιωμένα στην ψευτιά.

Κ’ ένα στυλώνει κι ανασταίνει,

το ‘να βασίλειο της Δουλειάς,

(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο

της Πανανθρώπινης Φιλιάς.

Και όταν σιωπήσει η φωνή του «Οδηγητή», όλες οι άλλες φωνές ενώνονται σε μια και λένε «Το Τραγούδι του Λαού»:

Βουνά, πελάη αντίμαχα και ριζιμιά καστέλια

και των αιμάτων άβυσσοι, των πατρίδων θεμέλια,

η Νια Ζωή τ’ αφάνισε και στράτα γίνανε μαβιά,

που την περνά ακατάλυτη τώρα, που ξύπνησε, η Σκλαβιά.

Ο λαός, ο οποίος έχει νικήσει, εξακολουθεί όμως να αγωνίζεται τόσο για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση όσο και ενάντια στα υπολείμματα της αστικής τάξης, απαντώντας στη συνέχεια στον άρχοντα, του λέει:

Να σούρνεσαι στα τέσσερα να βγάνεις το ψωμί σου

και της δουλειάς την ατιμία να μολογάς τιμή σου.

Για να μην ψάχνεις άδικα να μας δαγκώσεις ξαφνικά,

γραμμή τα ξεριζώσαμε τα δόντια σου τα παστρικά…

Το έργο ολοκληρώνεται με την παρουσίαση της ελπιδοφόρας προοπτικής που άνοιγε μεταπολεμικά για τους λαούς η Οκτωβριανή Επανάσταση:

Η Αριστέα κ’ η Μαϊμού τρομαγμένες θέλουνε να φύγουνε και

να κρυφτούνε. Μα δεν υπάρχει πουθενά τόπος και καταφυγή.

Γλιστράνε και πέφτουνε αγκαλιασμένες κ’ οι δυο μέσα στον

ανοιγμένο τάφο και το χώμα τις σκεπάζει για πάντα.

Η γης ξαναγίνεται μεγάλη, απέραντη και χαρούμενη. Κ’ ένας

καινούργιος ήλιος φυτρώνει από τον τάφο της Αριστέας και της

Μαϊμούς.

Παραπομπές:

1. Στρατής Τσίρκας, «Ο πολιτικός Καβάφης», «Κέδρος», σελ. 13.

2. Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. ΙΕ’, «Εκδοτική Αθηνών», σελ. 192.

3. Γιώργος Σεφέρης, «Δοκιμές», τ. Α’, «Ικαρος», σελ. 329-330.

    Πηγή : Εφημερίδα Ριζοσπάστης 7 – 1 – 2023 / 8 – 1 -2023

 

Κοινοποιήστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *