Κατηγορίες
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΤΕΧΝΕΣ


Μ’ ένα Νομπέλ Λογοτεχνίας σ’ έναν από τους
κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής
μας, τον Νορβηγό Γιον Φόσε, η σεζόν 2023-
2024 ξεκινά με το βλέμμα στραμμένο στο θέατρο. Καλός
οιωνός… Καινούργιες παραγωγές, πολλές επαναλήψεις,
η αυλαία σηκώθηκε και η παράσταση (ξαν)αρχίζει.
Από τα σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα, «Ο θάνατος
του Εμποράκου» («The Death of a Salesman», 1949) του Αρθουρ Μίλερ (Arthur Miller, 1915-2005) συμπυκνώνει πολλά
από τα χαρακτηριστικά του αμερικανικού ρεαλιστικού
θεάτρου. Πρωτοανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ, βραβεύτηκε
(Πούλιτζερ – Τόνι), μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο
και παραμένει ζωντανό στις σκηνές του κόσμου. Ο Μίλερ
εμπνεύστηκε τον ήρωά του από έναν θείο του, πωλητή.
Ο Ουίλι Λόμαν, πλανόδιος έμπορος, αντλεί δυνάμεις από
το παρελθόν και τη φαντασία του για να αντέξει τη ζωή
και την καθημερινότητά του. Απογοητευμένος απ’ όλα
αυτά που δεν κατάφερε να κάνει, τρέφεται με ψέματα και
όνειρα – η ματαίωση του δικού του Αμερικανικού Ονείρου, βλέπει, με τρόμο, ότι θα ‘χει περάσει στα παιδιά του.
Επί της περιστρεφόμενης σκηνής του Ζίνα, έχει στηθεί
μια κατασκευή από αρχιτεκτονικούς όγκους διαφορετικών
μεγεθών που σχηματίζουν έναν μικρό «λαβύρινθο». Το
αφαιρετικό σκηνικό, με τρόπο επιβλητικό και αυστηρό,
διαμορφώνει τους χώρους και τους τόπους του έργου – το
σπίτι των Λόμαν, το γραφείο του Ουίλι, το ξενοδοχείο, το
εστιατόριο, για να καταλήξει,
στην τελευταία σκηνή, στο νεκροταφείο. Τα πρόσωπα, τραγικές φιγούρες μιας μίζερης
ζωής, αδυνατούν να κρύψουν
την απελπισία τους – ακόμα
και στη γελοία τους εκδοχή.
Με την ατμόσφαιρα της
εποχής και της εποχής μας
ν’ αποτυπώνεται τόσο στο
σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά
όσο και στα εύστοχα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη, ο
Γιώργος Νανούρης έστησε
τον δικό του «Εμποράκο». Και μαζί σκιαγράφησε τη διαχρονικότητά του. Χρησιμοποιώντας γνήσια θεατρικά
στοιχεία, εστιάζει στην ανάδειξη της ιστορίας, παίζοντας
με τις ερμηνείες και το φως – κορυφαία η σκηνή της
αυτοκτονίας, όταν τον ήρωα λούζει το φως, το φως πριν
από το απόλυτο σκοτάδι. Σκηνοθέτης με ευαισθησίες
και αγαπητική διάθεση απέναντι στο έμψυχο υλικό του,
στοχεύει στην ανάδειξη της εσωτερικής τραγωδίας των
ηρώων του. Θέλει να τους αγκαλιάσει και να τους ξεγυμνώσει συγχρόνως.
Οι ερμηνείες
Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης επιχειρεί να προσεγγίσει τη διπλή υπόσταση του Ουίλι Λόμαν, μπαίνοντας και βγαίνοντας
στον ρόλο, σ’ ένα διαρκές πηγαινέλα από τον ρεαλισμό
στη φαντασία. Η δραματική διάσταση του Εμποράκου,
τα παιχνίδια του μυαλού ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, οι μνήμες, οι ενοχές, η απελπισία, συνθέτουν
το ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Κυριακίδης
αναζητά τα πατήματά του. Αφήνοντας την κωμική του
υπόσταση εν υπνώσει, ο ηθοποιός τη «χρησιμοποιεί»
στη σκηνική του κατάθεση.
Στο πλάι του η Λίντα της Εφης Μουρίκη – πάντα με τη
ρόμπα, πλην της τελευταίας σκηνής, βιώνει με αλήθεια
και βαθύ (συν)αίσθημα την ηρωίδα της. Στον ρόλο του
Μπιφ, του μεγάλου γιου που προσπαθεί να ξεφύγει απ’
όλα, ο Κωνσταντίνος Γώγουλος αποτελεί μια ενδιαφέρουσα
επιλογή καθώς ξεδιπλώνει σταδιακά τις υποκριτικές του
ποιότητες. Τον μικρό γιο, Χάρολντ, με το σχεδόν ειρωνικό ψευδώνυμο Χάπι, που κινείται στη σκιά του μεγάλου
αδελφού, παίζει ο Ρένος Ρώτας. Την ανθρωπογεωγραφία
του Μίλερ ολοκληρώνουν ο πιστός γείτονάς του, Δημήτρης Γεροδήμος, η ερωμένη με το ηχηρό γέλιο, Κατερίνα
Μάντζιου και το αφεντικό, ένας συνδυασμός σκληράδας
και γελοιότητας, του Γιάννη Βαρβαρέσου.
Απόδοση –
σκηνοθεσία –
φωτισμοί – μουσική
επιμέλεια:
Γιώργος Νανούρης
Σκηνικά:
Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια:
Ντένη Βαχλιώτη
Παίζουν:
Βλαδίμηρος
Κυριακίδης,
Εφη Μουρίκη,
Κωνσταντίνος
Γώγουλος, Ρένος
Ρώτας, Δημήτρης
Γεροδήμος,
Κατερίνα
Μάντζιου, Γιάννης
Βαρβαρέσος,
Θεοδόσης Τανής
Παραστάσεις:
Θέατρο Ζίνα,
Τετάρτη και Κυριακή
(19.30), Πέμπτη
(20.00), Παρασκευή
(21.00), Σάββατο
(18.00 και 21.00)
Κριτική «Ο θάνατος του Εμποράκου»
του Αρθουρ Μίλερ
Φως στο σκοτάδι
σκηνές και παρασκήνια
Της Μυρτώς Λοβέρδου
ΕΝΑ«ΟΙΚΕιΟ» ΝΟΜΠΕλ
Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΤΕΧΝΗ τιμάται συχνά με Νομπέλ
Λογοτεχνίας και φέτος είναι μια από τις χρονιές
που το βραβείο πήγε όχι μόνο σε καλά χέρια,
αλλά και σε οικεία… Ναι, γιατί για όλους εμάς
που αγαπάμε και παρακολουθούμε την ντόπια
παραγωγή και τις παραστάσεις της, ο Νορβηγός
Γιον Φόσε (φωτοφραφία) αποτελεί μια από τις
πιο σημαντικές και ενδιαφέρουσες σκηνικές
γνωριμίες μας. Στην ελληνική ζωή μπήκε την
τελευταία εικοσαετία περίπου, ή καλύτερα τον
σύστησε ο Γιάννης Χουβαρδάς. Και όχι μόνο
τον σύστησε αλλά, με τον τρόπο του, επέμεινε
ότι αξίζει να τον προσέξουμε, να τον μάθουμε,
να τον αγαπήσουμε. Και πολύ καλά έκανε.
Πρώτα, ήταν το «Τόσο όμορφα» στο Θέατρο
του Νότου – Αμόρε, το 2001, με τους Ξένια Καλογεροπούλου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Ακύλλα
Καραζήση, Ιωάννα Παππά, Νίκο Χατζόπουλο
Κατερίνα ΤςαΤςανη
w Ο Βλαδίμηρος
Κυριακίδης
(Γουίλι Λόμαν)
και ο Θεοδόσης
Τανής (σερβιτόρος)
σε στιγμιότυπο
από τον «Θάνατο
του εμποράκου» myrto@tovima.gr
ΤρίΤη 10 ΟκΤωβρίΟυ 2023 συν 44
και Γιάννο Περλέγκα. Ακολούθησαν οι «Παραλλαγές θανάτου» στη σκηνή του Πορεία (2013),
που είχε μετατραπεί, από μια ιδέα του Γιάννη
Χουβαρδά, σε παγοδρόμιο – με τον Χρήστο
Λούλη, την Αλκηστη Πουλοπούλου και τους
Νίκο Καραθάνο, Μαρία Πρωτόπαππα, Γιάννο
Περλέγκα, Λυδία Φωτοπούλου. Τέλος, προ
διετίας, αμέσως μετά την πανδημία, πρότεινε
το «Κάποιος θα ’ρθει» στον Θόλο του ΚΠΙΣΝ,
με τους Αλκηστη Πουλοπούλου, Αντώνη Μυριαγκό και Χάρη Φραγκούλη.
Τρία έργα, τρεις παραστάσεις, επιβεβαιώνουν πολλά για τον Γιάννη Χουβαρδά, ο
οποίος κάθε φορά, με κάθε νέα παραγωγή
του φρόντιζε, ευτυχώς, να τα φωτίζει, να τα
ζωντανεύει επί σκηνής.
«Ο Φόσε έχει μια φόρμα που θα την έλεγα
μεταθεατρική (…). Είναι μάστορας του άλεκτου
(…). Τον θεωρώ χωρίς επιφύλαξη τον σημαντικότερο θεατρικό, και όχι μόνο, συγγραφέα της
εποχής μας. Απλώς, όπως συνήθως, οι πολύ
μεγάλοι μοιάζουν είτε δυσπρόσιτοι, και άρα
αποθαρρύνουν την οικειότητα και τη δημοφιλία, είτε υπερβολικά απλοί – ο Φόσε μάλιστα οριακά απλοϊκός –, οπότε μας δίνουν την
απατηλή εντύπωση της έλλειψης βάθους και
πολυπλοκότητας. Στην περίπτωση του Φόσε
βέβαια τα πράγματα είναι εντελώς αντίθετα.
Αν καταφέρεις να μπεις ήρεμα, απαλά, από την
πόρτα στο οικοδόμημά του, είναι σίγουρο πως
θα χαθείς μέσα σε υπέροχες, συνταρακτικές,
δαιδαλώδεις αίθουσες, που τραγουδούν με
εξαίσιους αντίλαλους για όλα όσα μάς απασχολούν, χωρίς ποτέ να φαλτσάρουν ή να ξεκουφαίνουν». Χρωστάμε πολλά στον Φόσε , αλλά χρωστάμε πολλά και στον χουβαρδά .

Πηγή : Εφημερίδα τα ΝΕΑ 10 – 9 – 2023

Κοινοποιήστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *