Κατηγορίες
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 1ο)

Χάρτης της Συνθήκης της Λοζάνης, με την οποία Συρία και Λίβανος περνούν στην Γαλλική Εντολή, Ιράκ, Παλαιστίνη και Υπεριορδανία, Παλαιστίνη και Ιράκ στην Βρετανική Εντολή
Χάρτης της Συνθήκης της Λοζάνης, με την οποία Συρία και Λίβανος περνούν στην Γαλλική Εντολή, Ιράκ, Παλαιστίνη και Υπεριορδανία, Παλαιστίνη και Ιράκ στην Βρετανική Εντολή

Τα όσα εξελίσσονται το τελευταίο διάστημα στη Μέση Ανατολή έφεραν το παλαιστινιακό ζήτημα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Ακολούθως, στο πλαίσιο της δικαιολόγησης των ενεργειών του κράτους του Ισραήλ και της συμμαχίας του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους και ευρύτερα του ευρωΝΑΤΟικού μπλοκ μαζί του, πολλοί αστοί πολιτικοί, δημοσιολόγοι, διεθνολόγοι κ.λπ. επιχείρησαν να παρουσιάσουν τη σημερινή εξέλιξη στο παλαιστινιακό ζήτημα αποκομμένη από τις ιστορικές του ρίζες και συσκοτίζοντας τις πραγματικές αιτίες της.

Το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ εγκαινιάζει σήμερα μια σειρά άρθρων, που επιχειρούν να καταδείξουν την ουσία του Παλαιστινιακού, το οποίο ήταν και παραμένει το αποτέλεσμα των ανταγωνισμών των αντίπαλων αστικών τάξεων και των διαρκών επεμβάσεων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών στην κρίσιμη γεωπολιτικά και οικονομικά περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με μεγάλο βάθος χρόνου και προεκτάσεις, που οδήγησαν και συνεχίζουν να οδηγούν στο αιματοκύλισμα του Παλαιστινιακού λαού – και όχι μόνο.

Οι απαρχές του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος

Η ανάπτυξη αστικού εθνικού – εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στους αραβικούς πληθυσμούς (διαμόρφωση ορισμένης συλλογικής – «εθνικής» συνείδησης, διεκδίκηση κράτους, κ.ο.κ.) υπήρξε κοινωνικοϊστορικά μια πιο αργή και αδύναμη διαδικασία, εξαιτίας βασικά της μικρότερης ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής – επομένως και της αστικής τάξης – στις εν λόγω περιοχές.

Α' Σιωνιστικό Συνέδριο στη Βασιλεία, 1897
Α’ Σιωνιστικό Συνέδριο στη Βασιλεία, 1897

Ωστόσο, στις αρχές του 20ού αιώνα μια σειρά από παράγοντες λειτούργησαν ευνοϊκά ως προς αυτό. Ανάμεσά τους:

α) Η αυξανόμενη διείσδυση ξένων κεφαλαίων και η ορισμένη – έστω κατά τόπους – ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλη τη Μέση Ανατολή.

β) Η αυξανόμενη οικονομική και γεωστρατηγική σημασία της περιοχής (λόγω και της διώρυγας του Σουέζ).

γ) Η συνδεόμενη με τα παραπάνω όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών για τους δρόμους του εμπορίου και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές.

δ) Η διαφαινόμενη αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στην οποία οι αραβικοί λαοί ήταν υποτελείς) και

ε) οι πολύμορφες πιέσεις και καταπιέσεις της οθωμανικής εξουσίας επί των Αράβων, που την περίοδο της ανόδου του τουρκικού αστικού εθνικισμού, συμπεριέλαβαν και μια πολύμορφη προσπάθεια αναγκαστικής αφομοίωσης – «τουρκοποίησης» των γηγενών πληθυσμών (ενισχύοντας σχετικές αντιδράσεις και ζυμώσεις μεταξύ των τελευταίων).

Απότοκος των παραπάνω υπήρξε π.χ. η συγκρότηση οργανώσεων όπως ο Σύνδεσμος των Νεο-Αράβων («al-Fatat») το 1908 (με διακηρυγμένο σκοπό «την αφύπνιση (…) του Αραβικού έθνους από την καθυστέρησή του (…) σε σχέση με τα άλλα έθνη, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά»1), η σύγκλιση του Αραβικού Συνεδρίου στο Παρίσι το 1913 (που στη δοσμένη φάση πρόβαλλε ως κύριο αίτημα τη μεγαλύτερη αυτονομία εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), κ.ά.

Ινδοί στρατιώτες του βρετανικού στρατού εισέρχονται στη Δαμασκό την επομένη της απελευθέρωσής της από τους Αραβες, 2/10/1918
Ινδοί στρατιώτες του βρετανικού στρατού εισέρχονται στη Δαμασκό την επομένη της απελευθέρωσής της από τους Αραβες, 2/10/1918

Βεβαίως, ούτε η αραβική εθνική αφύπνιση υπήρξε μια καθολική διαδικασία ούτε η διεκδίκηση ενιαίου αραβικού κράτους αποτελούσε ένα καθολικό αίτημα στις γραμμές του αραβικού κόσμου, ο οποίος περιελάμβανε ένα πολύμορφο σύνολο φυλών και θρησκευτικών δογμάτων. Ο πολυκερματισμός του αραβικού κόσμου ενισχυόταν επίσης από τα συμφέροντα τοπικών – περιφερειακών παραγόντων (πολιτικών, οικονομικών, θρησκευτικών), αλλά και από τις σχέσεις ορισμένων επιμέρους τοπικών αστικών τάξεων με ξένα καπιταλιστικά κράτη (όπως π.χ. των Μαρωνιτών χριστιανών του Λιβάνου με την Γαλλία, κ.ο.κ.).

Η πάλη για ανεξαρτησία στη μέγγενη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων

Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην περιοχή κατά τα πρώτα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου λειτούργησαν ευνοϊκά για τον προσανατολισμό των Αράβων προς την ένοπλη διεκδίκηση δικού τους κράτους. Ο λιμός, που έπληξε ιδιαίτερα τα φτωχά λαϊκά στρώματα, σε συνδυασμό με την όξυνση της καταστολής (συλλήψεις, εκτοπίσεις, εκτελέσεις) όλων όσοι κρίνονταν επικίνδυνοι για την οθωμανική κυριαρχία, όξυνε την αντίθεση των αραβικών πληθυσμών με την οθωμανική νεοτουρκική διοίκηση της επαρχίας της Συρίας (που τότε περιελάμβανε επίσης – με σύγχρονους όρους – τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη και τμήμα της Ιορδανίας).2 Η βαναυσότητα του Τούρκου κυβερνήτη της περιοχής Τζεμάλ Πασά ήταν τέτοια, που οι Αραβες του προσέδωσαν το προσωνύμιο «ο σφαγέας».

Ακολούθως, ενώ τον Οκτώβρη του 1914 οι προσπάθειες των Βρετανών για εμπλοκή των Αράβων στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ έμειναν άκαρπες, έναν χρόνο αργότερα τα πράγματα είχαν αλλάξει εντελώς.

Πράγματι, τον Ιούλη του 1915 οι Αραβες (διά του Σαρίφη της Μέκκας Χουσεΐν Ιμπν Αλί) επαναπροσέγγισαν τους Βρετανούς (διά του Βρετανού ύπατου αρμοστή της Αιγύπτου Χένρι ΜακΜάχον) συμφωνώντας στην ένοπλη εξέγερση των πρώτων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έναντι της δέσμευσης των δεύτερων για συγκρότηση ανεξάρτητου αραβικού κράτους με το πέρας του πολέμου. Τα σύνορα που διεκδικούνταν περιελάμβαναν το σύνολο της Μέσης Ανατολής καθώς και της Αραβικής Χερσονήσου. Η αραβική πλευρά διεκδικούσε επίσης την κατάργηση όλων των υπαρχόντων προνομίων ξένων κρατών επί των αραβικών εδαφών, αναγνωρίζοντας ωστόσο ένα «πλεονέκτημα» στη Βρετανία αναφορικά με τις όποιες μελλοντικές οικονομικές συμφωνίες.3

Αρχικά, ο Χ. ΜακΜάχον περιορίστηκε σε μια γενική και αόριστη τοποθέτηση περί «επιθυμίας» της βρετανικής κυβέρνησης «για την ανεξαρτησία της Αραβίας και των κατοίκων της», αποφεύγοντας ωστόσο μια οποιαδήποτε συγκεκριμένη δέσμευση «αναφορικά με τα όρια» του νέου αραβικού κράτους, εφόσον – δήθεν – «ήταν πρόωρο να συζητιόνται τέτοιες λεπτομέρειες μέσα στη φωτιά του πολέμου».

Μπρος στην επιμονή του Χ. Ιμπν Αλί για μια πιο ξεκάθαρη δέσμευση ως προς τα παραπάνω, ο Χ. ΜακΜάχον απάντησε πως η βρετανική κυβέρνηση «ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των Αράβων σε όλες τις περιοχές» που διεκδικούσαν, πλην των βιλαετίων του Χαλεπιού (Συρία) και της Βηρυτού (Λίβανος – Παλαιστίνη) για τα οποία επιφυλασσόταν να επανέλθει έχοντας διαβουλευτεί με τη Γαλλία («καθώς είχε συμφέροντα και στα δύο») και του βιλαετίου της Βαγδάτης (στο οποίο σημαντικά συμφέροντα είχε η ίδια η Βρετανία).

Ο Χ. Ιμπν Αλί συμφώνησε για την παραχώρηση της διοίκησης του βιλαετίου της Βαγδάτης στη Βρετανία για ένα διάστημα (έναντι ορισμένης ετήσιας αποζημίωσης στο νέο αραβικό κράτος). Οσον αφορά τα βιλαέτια του Χαλεπιού και της Βηρυτού ωστόσο προειδοποίησε πως «θα ήταν αδύνατο» για τους Αραβες «να επιτρέψουν την απόδοση στη Γαλλία, ή οποιαδήποτε άλλη Δύναμη, ενός εύρους εδαφών στις εν λόγω περιοχές». «Μείνετε ήσυχοι», διαβεβαίωνε από τη μεριά του ο Χ. ΜακΜάχον, «πως η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει καμιά πρόθεση να καταλήξει σε κάποια ειρήνη όπου η ελευθερία των Αραβικών λαών (…) δεν θα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση».4

Λίγους μόλις μήνες μετά τις σχετικές «διαβεβαιώσεις», Βρετανία και Γαλλία θα καταμέριζαν αναμεταξύ τους τις αραβικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Συμφωνία Σάικς-Πικό, 16.5.1916), ορίζοντας επ’ αυτών εδαφικές προσαρτήσεις και ακόμη ευρύτερες σφαίρες επιρροής (για τη μεν πρώτη στην περιοχή της Μεσοποταμίας, για τη δε δεύτερη σε Συρία και Κιλικία).

Μη γνωρίζοντας το τι συνομολογούνταν μυστικά σε βάρος τους κατά τα αλλεπάλληλα παζάρια και «κόψε-ράψε» μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ αναφορικά με τη μελλοντική λεία του πολέμου, οι Αραβες ξεσηκώθηκαν, δίνοντας τη μία μάχη μετά την άλλη απέναντι σε έναν σαφώς καλύτερα εξοπλισμένο αντίπαλο. Αποκορύφωμα της αραβικής εξέγερσης υπήρξε η απελευθέρωση της Δαμασκού στις 1.10.1918. Εως το τέλος του πολέμου, ωστόσο, όλες οι οθωμανικές τουρκικές φρουρές στην περιοχή αντικαταστάθηκαν από βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Στο μεταξύ, είχε μεσολαβήσει η νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Η νεαρή σοβιετική εξουσία αποκάλυψε στον κόσμο το περιεχόμενο των μυστικών συμφωνιών μεταξύ των ιμπεριαλιστών, προκαλώντας αγανάκτηση και αναβρασμό στους αραβικούς λαούς. Η βρετανική κυβέρνηση, από τη μεριά της, έσπευσε να τους καθησυχάσει για τις «καλές προθέσεις» των Συμμάχων, «επιβεβαιώνοντας» τη «δέσμευσή» τους ως προς τα συμφωνηθέντα (Γενάρης 1918).

Εξι μήνες αργότερα, η ίδια, σε διακοίνωσή της προς τους ηγέτες των Αράβων, θα επαναλάμβανε τα περί «πλήρους και κυρίαρχης ανεξαρτησίας» των λαών της περιοχής, διαβεβαιώνοντάς τους πως η τύχη των αραβικών εδαφών (που τότε βρίσκονταν πλέον υπό την κατοχή των δυνάμεων της Αντάντ) θα οριζόταν «επί της αρχής της συναίνεσης» των πληθυσμών τους.5

Στο ίδιο πνεύμα, η κοινή γαλλοβρετανική διακοίνωση που εκδόθηκε αμέσως μετά την ανακωχή του Μούδρου (7.11.1918) διατράνωνε πως «στόχος» των δύο δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, δεν ήταν άλλος παρά «η πλήρης και αδιαμφισβήτητη απελευθέρωση των λαών που για τόσο καιρό καταπιέζονταν από τους Τούρκους και η συγκρότηση εθνικών κυβερνήσεων (…) εδραζομένων στην πρωτοβουλία και την ελεύθερη βούληση των γηγενών πληθυσμών.»6

Βεβαίως, τίποτε από όλα αυτά δεν αντιστοιχούσε στις πραγματικές προθέσεις των ιμπεριαλιστών. Το γεγονός ήρθε να επιβεβαιωθεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο λίγο αργότερα και ενώ το Συνέδριο «Ειρήνης» του Παρισιού βρισκόταν σε εξέλιξη.

Τέλη Ιούνη του 1919 οι εκπρόσωποι μιας σειράς οργανώσεων και κομμάτων της Συρίας, του Λιβάνου, της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας συνήλθαν σε Συνέδριο απαιτώντας:

α) Την πλήρη ανεξαρτησία τους σε ενιαίο κράτος («δεν επιθυμηθούμε το διαμελισμό της Συρίας και το διαχωρισμό της Παλαιστίνης (…) ζητούμε η ενότητα της χώρας να διατηρηθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες») και

β) τη μη ίδρυση εβραϊκού κράτους μέσω του μαζικού εποικισμού της Παλαιστίνης κατά τις επιδιώξεις Σιωνιστών και Βρετανών (βλ. στη συνέχεια). «Οι [ήδη υπάρχοντες] Εβραίοι συμπατριώτες μας» διευκρινιζόταν, «θα συνεχίσουν να έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με εμάς», ωστόσο, «οι αξιώσεις [σ.σ. των Σιωνιστών] αποτελούν για εμάς μεγάλη απειλή αναφορικά με την εθνική, πολιτική και οικονομική μας ζωή».7

Η διαφαινόμενη άρνηση των Βρετανών και Γάλλων ιμπεριαλιστών να σεβαστούν τις επιθυμίες των ντόπιων λαών και να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους για εκχώρηση ανεξαρτησίας, οδήγησε το 1920-1921 σε ένοπλο ξεσηκωμό σε Συρία και Ιράκ κατά των συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής. Οι εξεγέρσεις αυτές κατεστάλησαν ανηλεώς. Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν κατά των εξεγερμένων ακόμη και χημικά όπλα (αέριο μουστάρδας), ενώ οι τρομοκρατικές αεροπορικές επιδρομές κατά αμάχων άφησαν πίσω τους χιλιάδες θύματα.

Οι Συνθήκες των Σεβρών (1920) και εν συνεχεία της Λοζάνης (1923) «επισημοποίησαν» τη νομή της περιοχής μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Τα αραβικά εδάφη διαμελίστηκαν τεχνητά, με βασικό κριτήριο τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών και όχι τη σύνθεση ή τις επιθυμίες των γηγενών πληθυσμών τους, κληροδοτώντας επιπλέον προβλήματα στα ανεξάρτητα κράτη που θα δημιουργούνταν εν τέλει, έπειτα από σκληρούς αγώνες και αλλεπάλληλες εξεγέρσεις.

Το αστικό εθνικιστικό ρεύμα του Σιωνισμού

Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκε στους κόλπους των αστών Εβραίων, στις παροικίες και στην Παλαιστίνη, το ρεύμα του Σιωνισμού, με θεμελιώδη σκοπό τη συγκρότηση έθνους – κράτους στην Παλαιστίνη.

Το ρεύμα του Σιωνισμού, απότοκο του εβραϊκού διαφωτισμού και επηρεασμένο από τη γενικότερη άνοδο του αστικού εθνικισμού στην Ευρώπη, ήρθε σε ρήξη με την παραδοσιακή άρχουσα τάξη των ραβίνων, έπαψε να αντιμετωπίζει τις διάσπαρτες ανά τον κόσμο εβραϊκές κοινότητες ως θρησκευτικές – πολιτισμικές, προτάσσοντας την άποψη ενός ενιαίου (και αναλλοίωτου βιολογικά – ιστορικά) έθνους απευθείας προερχομένου από τους Εβραίους – Ισραηλίτες της Βίβλου.

Προς ενίσχυση της υπό διαμόρφωση αυτής ενιαίας εθνικής ταυτότητας, οι Σιωνιστές άρχισαν – μεταξύ άλλων – να αντικαθιστούν τα έως τότε ευρέως ομιλούμενα γερμανοεβραϊκά (Γίντις), τα ισπανοεβραϊκά (Λαντίνο), κ.ο.κ. με μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της βιβλικής εβραϊκής γλώσσας (που σήμερα αποτελεί και την επίσημη γλώσσα του κράτους του Ισραήλ).

Το ρεύμα του Σιωνισμού, κατά τις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής του, δεν ήταν πλειοψηφικό ανάμεσα στις εβραϊκές κοινότητες, γιατί βεβαίως αρχικά δεν ήταν πλειοψηφικό ούτε στις γραμμές της ίδιας της εβραϊκής αστικής τάξης. Ως ρεύμα, στα πρώτα του βήματα είχε περισσότερη απήχηση στα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου το εβραϊκό κεφάλαιο δεχόταν τότε ασφυκτικές πιέσεις και επιθέσεις (διευρυνόμενες στα εβραϊκά λαϊκά στρώματα με τη μορφή πογκρόμ). Είναι χαρακτηριστικό πως στο Α’ Σιωνιστικό Συνέδριο (1897) οι μισοί αντιπρόσωποι και πλέον προέρχονταν από την Ανατολική Ευρώπη.

Σε αντίθεση, μεγάλα τμήματα της εβραϊκής αστικής τάξης παγκοσμίως έβλεπαν με αδιαφορία ή και εχθρότητα το ρεύμα του Σιωνισμού, καθώς δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν από τη συγκρότηση ενός χωριστού (και σχετικά μικρού / με μικρή εσωτερική καπιταλιστική αγορά) έθνους – κράτους. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία π.χ. «η πλειοψηφία των εύρωστων Σεφαρδιτών Εβραίων (σ.σ. που κατοικούσαν κυρίως στη Θεσσαλονίκη) παρέμειναν αντίθετοι προς τον Σιωνισμό, φοβούμενοι πως θα ήταν επιζήμιος στη σχέση τους με την κυβέρνηση και θα έθετε σε κίνδυνο τα οικονομικά τους συμφέροντα».8

Για τον Εβραίο υπουργό της βρετανικής κυβέρνησης Ε. Μοντάγκου, η ανακήρυξη της Παλαιστίνης σε εθνική εστία των Εβραίων ήταν εξαιρετικά προβληματική, εφόσον θα είχε ως συνέπεια «κάθε χώρα να θελήσει αυτόματα να ξεφορτωθεί τους Εβραίους πολίτες της. (…) Οταν οι Εβραίοι αποκτήσουν μια εθνική εστία, σίγουρα η πίεση να στερηθούμε τα δικαιώματα της βρετανικής υπηκοότητας θα αυξηθεί κατακόρυφα. Η Παλαιστίνη θα γίνει ένα παγκόσμιο γκέτο. Γιατί να δώσουν οι Ρώσοι ίσα δικαιώματα στους Εβραίους; Η εθνική τους εστία είναι η Παλαιστίνη».9

«Αποτελούν οι Εβραίοι ιδιαίτερο έθνος;», θα τονίσει ο Γαλλοεβραίος Αλ. Νακέ, απευθυνόμενος στον Σιωνιστή Μπ. Λαζάρ. «Οχι. (…) Η έννοια έθνος προϋποθέτει ορισμένους όρους που στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν (…) να έχει έδαφος πάνω στο οποίο ν’ αναπτύσσεται (…) να έχει κοινή γλώσσα. (…) Εγώ (…) αν και γεννήθηκα Εβραίος (…) δεν αναγνωρίζω την εβραϊκή εθνότητα (..) δεν έχω άλλη εθνικότητα εκτός από τη γαλλική».10

Το επαναστατικό σοσιαλιστικό (μετέπειτα κομμουνιστικό) κίνημα στάθηκε σθεναρά απέναντι στο αστικό εθνικιστικό ρεύμα του Σιωνισμού, που σταδιακά άρχισε να διεισδύει και στις γραμμές των Εβραίων εργατών, δηλητηριάζοντας τη συνείδησή τους. Ο Β. Ι. Λένιν έκανε λόγο για «ιδέες που συσκοτίζουν την ταξική συνείδηση» των Εβραίων εργατών και που έρχονται σε «αντίθεση προς τα συμφέροντα του εβραϊκού προλεταριάτου, δημιουργώντας άμεσα και έμμεσα στις γραμμές του (…) νοοτροπία “γκέτο”».

Ταυτόχρονα, ο Β. Ι. Λένιν κατέδειξε την «αδιαμφισβήτητη σύνδεση του αντισημιτισμού με τα συμφέροντα των αστικών ακριβώς στρωμάτων του πληθυσμού και όχι των εργατικών».11

«Στη Θεσσαλονίκη, η ύπαρξη της (σ.σ. σοσιαλιστικής – πολυεθνικής αλλά κυρίως εβραϊκής – οργάνωσης της) Φεντερασιόν (…) αποτέλεσε εμπόδιο για τον Σιωνισμό αναφορικά με τις μάζες (σ.σ. των Εβραίων εργατών)».12 Χαρακτηριστική υπήρξε η πολεμική του Α. Μπεναρόγια (ηγετικό στέλεχος της Φεντερασιόν και από τα ιδρυτικά μέλη του ΣΕΚΕ) έναντι του Σιωνισμού: «Ούτε ένας Εβραίος στις δυνάμεις της αντίδρασης. Να το σύνθημα που πρέπει να ριχτεί ενάντια στη σωβινιστική ατμόσφαιρα που επιβάλλουν οι Σιωνιστές».13

Οπως χαρακτηριστική υπήρξε επίσης η μετέπειτα πορεία του Α. Μπεναρόγια – και χιλιάδων άλλων εργατών, σοσιαλιστών και μη, Εβραίων – που οι καταπιεστικές, αντισημιτικές πολιτικές των καπιταλιστικών κρατών τους τους ώθησαν προς την αστική – εθνικιστική ιδεολογία του Σιωνισμού.

Η εξέλιξη των επιδιώξεων του Σιωνισμού

Στις 29-31 Αυγούστου 1897 πραγματοποιήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας το Α’ Σιωνιστικό Συνέδριο (ιδρυτικό του παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού – ΣΟ).

Το «Πρόγραμμα της Βασιλείας», που υιοθετήθηκε στο συνέδριο, έθεσε ως κύριο και πρωταρχικό στόχο του ΣΟ «τη δημιουργία εθνικής εστίας στη Γη του Ισραήλ (σ.σ. Παλαιστίνη) για τον εβραϊκό λαό». Προς επίτευξη αυτού του σκοπού προέβλεπε μεταξύ άλλων την «προώθηση με τα απαραίτητα μέσα του εποικισμού της (…) από Εβραίους αγρότες, τεχνίτες και βιοτέχνες», την «ενδυνάμωση και καλλιέργεια του εβραϊκού εθνικού αισθήματος και εθνικής συνείδησης», καθώς και την «απόσπαση της συναίνεσης (ξένων) κυβερνήσεων, όπου χρειάζεται, προς επίτευξη των στόχων του Σιωνισμού».14

Για την οικονομική στήριξη των στόχων του ΣΟ ιδρύθηκαν η Εβραϊκή Αποικιακή Τράπεζα (1899) και το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο (1901), ενώ βασικοί χρηματοδότες του υπήρξαν ισχυροί τραπεζίτες της εποχής, όπως ο Γερμανοεβραίος Μ. ντε Χιρς, ο Αγγλοεβραίος Μ. Μοντεφιόρε, ο Γαλλοεβραίος Ε. Ρόθτσιλντ κ.ά.

Εως το 1921 το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο είχε αγοράσει 100 τ. χλμ. γης στην Παλαιστίνη, ενώ η εβραϊκή μειονότητα είχε σχεδόν διπλασιαστεί σε 83.790 άτομα φτάνοντας το 12,9% του συνολικού πληθυσμού (συγκριτικά οι Αραβες αριθμούσαν τότε 486.177 – 74,9%, δίχως να συνυπολογίζονται οι νομάδες, ενώ οι Χριστιανοί 71.464 – 11%).15

Το βασικό σύνθημα των Σιωνιστών «Μια γη χωρίς λαό για έναν λαό χωρίς γη» ήταν χαρακτηριστικό των προθέσεών τους για την Παλαιστίνη. Γιατί, βεβαίως, η Παλαιστίνη δεν ήταν «μια γη χωρίς λαό», αλλά μια γη με έναν αυτόχθονα πληθυσμό, που τότε αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της.

Οπως έγραψε ο πρώτος πρόεδρος του Σιωνιστικού Οργανισμού Τ. Χερστλ στο ημερολόγιό του ήδη από το 1895: «Θα επιχειρήσουμε να εκδιώξουμε τον φτωχό (σ.σ. αραβικό) πληθυσμό πέρα από τα σύνορα χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί – η διαδικασία των απαλλοτριώσεων και απομάκρυνσης των φτωχών πρέπει να γίνει διακριτικά και προσεκτικά».16

Ο Ρωσοεβραίος Σιωνιστής Α. Χά’αμ, που επισκέφτηκε την Παλαιστίνη κατά τα πρώτα χρόνια του εβραϊκού εποικισμού, υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός αναφορικά με τη στάση των εποίκων έναντι των ντόπιων πληθυσμών: «Τι κάνουν τα αδέρφια μας στην Παλαιστίνη; (…) Συμπεριφέρονται στους Αραβες με εχθρότητα και σκληρότητα, τους στερούν τα δικαιώματά τους, τους προσβάλλουν χωρίς λόγο και καυχιόνται κιόλας για τα έργα τους, και κανείς ανάμεσά μας δεν αντιτίθεται σε αυτή την αξιοκαταφρόνητη αλλά και επικίνδυνη τάση».17

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, οι Σιωνιστές προσανατολίστηκαν προς τη βρετανική αστική τάξη, εκτιμώντας – σωστά – πως, λόγω των συμφερόντων της στην ευρύτερη περιοχή, η Παλαιστίνη θα περιερχόταν στη δική της σφαίρα επιρροής. Βασικό επιχείρημα των Σιωνιστών ήταν πως μια ισχυρή εβραϊκή παρουσία εκεί «θα δημιουργούσε έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό φρουρό της Διώρυγας του Σουέζ».18

Απότοκος των ζυμώσεων και επαφών των Σιωνιστών με παράγοντες της βρετανικής κυβέρνησης καθ’ όλο το επόμενο διάστημα υπήρξε η Διακήρυξη του Μπαλφούρ (2.11.1917). Σε αυτήν ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Α. Τζ. Μπαλφούρ διεμήνυε στον εκπρόσωπο του ΣΟ λόρδο Ρόθτσιλντ τη θέση της κυβέρνησής του «υπέρ της ίδρυσης στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον Εβραϊκό λαό», διαβεβαιώνοντας πως «θα καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διευκολύνει την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, όντας πλήρως κατανοητό πως τίποτε δεν θα υλοποιηθεί σε βάρος των πολιτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των υπαρχουσών μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη ή των δικαιωμάτων και του πολιτικού καθεστώτος των Εβραίων σε οποιαδήποτε άλλη χώρα».19

Οπως κατηγορηματικά αναφέρει Εκθεση του ΟΗΕ για «την απαρχή και εξέλιξη του Παλαιστινιακού Προβλήματος»: «Ο καθοριστικός ρόλος της Διακήρυξης του Μπαλφούρ κυριολεκτικά σε κάθε φάση του Παλαιστινιακού ζητήματος δεν μπορεί να υπερτονιστεί. (…) Παραβλέποντας τα εγγενή δικαιώματα και τις επιθυμίες του Παλαιστινιακού λαού, η Βρετανική Κυβέρνηση έδωσε στους Σιωνιστές ηγέτες χωριστές διαβεβαιώσεις αναφορικά με την ίδρυση “εθνικής εστίας για τον Εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη”, φυτεύοντας έτσι τους σπόρους μιας παρατεινόμενης διαμάχης» στην περιοχή.20

Τα προβλήματα και οι κίνδυνοι από τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις Σιωνιστών και Βρετανών επισημάνθηκαν όμως σύντομα και στους κόλπους τους.

Ο τότε στρατιωτικός διοικητής της Παλαιστίνης συνταγματάρχης Ρ. Στορς («πεπεισμένος Σιωνιστής ο ίδιος») θα αναφέρει: «Η Παλαιστίνη, έως τα σήμερα μια μουσουλμανική χώρα, έπεσε στα χέρια μιας Χριστιανικής Δύναμης, η οποία παραμονές της κατάκτησής της ανακοίνωσε πως ένα μεγάλο μέρος των εδαφών της θα παραδοθεί για εποικιστικούς σκοπούς». Ολο αυτό, κατά τον ίδιο, «στερείται αίσθησης της δραματικής πραγματικότητας».21

Ο Τζ. Κόρζον (που αντικατέστησε τον Μπαλφούρ ως υπουργός Εξωτερικών) ανέφερε σχετικά με τις θέσεις που πρόβαλε ο ΣΟ διά του εκπροσώπου του, Δρ. Γουάιζμαν, στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού (1919): «Είμαι αρκετά σίγουρος πως (…) αυτό που οραματίζεται είναι ένα Εβραϊκό κράτος (…), έναν υποδεέστερο Αραβικό πληθυσμό κ.λπ., εξουσιαζόμενο από Εβραίους, τους Εβραίους με κατοχή της πλειοψηφίας των εδαφών και τον έλεγχο της Διοίκησης. (…) (Και όλα αυτά) πίσω από τη βιτρίνα και υπό την προστασία των Βρετανών».22

Η διεθνής Επιτροπή που συστάθηκε υπό τους Αμερικανούς Κινγκ και Κρέιν για την περαιτέρω εξέταση του ζητήματος επίσης γνωμοδότησε αρνητικά, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως «ο μη Εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης – σχεδόν τα 9/10 του συνόλου – είναι εμφατικά εναντίον του όλου Σιωνιστικού προγράμματος. (…) Κανείς εκ των Βρετανών αξιωματικών που συμβουλεύτηκε η Επιτροπή δεν πιστεύει πως το Σιωνιστικό πρόγραμμα μπορεί να υλοποιηθεί παρά με την ισχύ των όπλων».23

Οπως όμως υπογράμμισε ο Α. Τζ. Μπαλφούρ απαντώντας στον Τζ. Κόρζον: «Οι τέσσερεις Μεγάλες Δυνάμεις στηρίζουν τον Σιωνισμό. Και ο Σιωνισμός, σωστός ή λάθος, καλός ή κακός, είναι ριζωμένος σε αρχέγονες παραδόσεις, παρούσες ανάγκες και μελλοντικές ελπίδες, με πολύ μεγαλύτερη σημασία από ό,τι οι επιθυμίες και οι προκαταλήψεις των 700.000 Αράβων που τώρα κατοικούν σε αυτή την αρχαία γη (…). Οποιο και αν είναι το μέλλον της Παλαιστίνης, σήμερα δεν είναι ένα “ανεξάρτητο κράτος”, ούτε βρίσκεται ακόμη καθ’ οδόν για να γίνει τέτοιο».24

Τελικά, η Κοινωνία των Εθνών, μέσω του καμουφλαρισμένου αποικιακού συστήματος των «Εντολών», παρέδωσε τη διοίκηση της Παλαιστίνης στη Βρετανία. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση (22.7.1922) η εντολοδόχος Βρετανία καθίστατο «υπεύθυνη για τη δημιουργία των πολιτικών, διοικητικών και κοινωνικών συνθηκών που απαιτούνταν προκειμένου να διασφαλιστεί η δημιουργία μιας Εβραϊκής εθνικής εστίας». Η Εντολή προέβλεπε επίσης την ύπαρξη ειδικού αντιπροσωπευτικού σώματος για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη, που θα λειτουργούσε συμβουλευτικά, σε συνεργασία με τη Βρετανική Διοίκηση. Ανάλογη πρόβλεψη για την εκπροσώπηση των Αράβων δεν υπήρξε.25

Με την έναρξη της βρετανικής κατοχής, η πορεία του παλαιστινιακού ζητήματος θα εισερχόταν πια σε μια νέα, ακόμα πιο δραματική φάση.

Παραπομπές:

1. Eliezer Tauber, The formation of modern Iraq and Syria, εκδ. Routledge, London, 2013, σελ. 91.

2. Abigail Jacobson, «Negotiating Ottomanism in times of war», στο International Journal of Middle East Studies, τ.40, 2008, σελ. 69-88.

3. Correspondence between Sir Henry MacMahon and the Sherif Hussein of Mecca, July 1915-March 1916, εκδ. H. M. Stationary Office, London, 1939, σελ. 3-4.

4. Ο.π., σελ. 8-13.

5. Jacob Hurewitz, Diplomacy in the Near and Middle East, τ.2, εκδ. D. Van Nostrand Co, Toronto, 1956, σελ. 29-30.

6. Report of a Committee set up to consider certain correspondence between Sir Henry McMahon and the Sharif of Mecca, εκδ. H.M. Stationary Office, London, 1939, σελ. 42-43.

7. Anis Sayegh, Palestine and Arab nationalism, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1970, σελ.28.

8. Esther Benbassa, «Zionism in the Ottoman Empire», στο Studies in Zionism, τ. 11, αρ. 2, 1990, σελ. 131

9. Sir Edwin Montagu Memorandum, August 1917, στο Cabinet 24/24 (Public Record Office)

10. B. I. Λένιν, Απαντα, τόμ. 8, σελ. 73.

11. B. I. Λένιν, Απαντα, τόμ. 7, σελ. 119 και τόμ. 8, σελ. 74.

12. Esther Benbassa, «Zionism in the Ottoman Empire», στο Studies in Zionism, τ. 11, αρ. 2, 1990, σελ.133

13. ΚΜΕ, «Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης», 1909-1918, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1989, σελ. 87.

14. https://www.jewishvirtuallibrary.org/first-zionist-congress-and-basel-program-1897

15. www.jnf.org/our-history, Survey of Palestine, τόμ. 1, 1946, σελ. 141 και Supplement to Survey of Palestine, 1947, σελ. 10.

16. Michael Prior, Zionism and the State of Israel, εκδ. Psychology Press, New York, 1999, σελ. 191-192.

17. Hans Kohn, «Ahad Ha’am: Nationalist with a difference», στο Gary Smith (επ.) Zionism: The dream and the reality, εκδ. Harper & Row, New York, σελ. 31-32.

18. Chaim Weizmann, Trial and Error, εκδ. Harper, New York, 1949, σελ. 178.

19. Στο United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917-1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917-1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕ).

20. OHE, .ό.π.

21. OHE, .ό.π.

22. OHE, .ό.π.

23. OHE, .ό.π.

24. OHE, .ό.π.

25. OHE, .ό.π.

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ
(Συνεχίζεται)

Πηγή : Ριζοσπάστης 4 – 5 / 11 – 2023

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 2ο)

«Μη φοβάστε! Θα σας καταπιώ ειρηνικά…»

«Μη φοβάστε!!! Θα σας καταπιώ ειρηνικά...»
«Μη φοβάστε!!! Θα σας καταπιώ ειρηνικά…»

Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, υπό την αιγίδα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και με την αρωγή των Εβραίων κεφαλαιούχων, η διαδικασία του εβραϊκού εποικισμού της Παλαιστίνης προχώρησε με ραγδαίους ρυθμούς. Μέσα σε δύο δεκαετίες ο εβραϊκός πληθυσμός της περιοχής αυξήθηκε από 83.790 (12,9% του συνόλου) το 1922, σε 174.606 (18,1%) το 1931 και 474.102 (31,2%) το 19411.

Αντίστοιχα, η γη υπό την ιδιοκτησία του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου (ΕΕΤ) εννιαπλασιάστηκε, καθιστώντας το ΕΕΤ «το μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης στην Παλαιστίνη»2.

«Ο μαζικός εποικισμός και η αγορά γης» αποτελούσαν, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τα δύο από τα τρία «βασικά μέσα» που επιστρατεύτηκαν από τον Σιωνιστικό Οργανισμό (ΣΟ) για την επίτευξη των στόχων του. «Το τρίτο ήταν η άρνηση εργασίας στους Παλαιστινίους εργαζομένους (…) Στην ταχεία προέλασή του προς την “εθνική του εστία” ο Σιωνιστικός Οργανισμός ακολούθησε μια αυστηρή πολιτική, που με σύγχρονους όρους θα μπορούσε να περιγραφεί ως φυλετικός διαχωρισμός. Μόνο Εβραίοι εργαζόμενοι μπορούσαν να εργαστούν σε εβραϊκά αγροκτήματα και κοινότητες». Αυστηροί όροι φυλετικού αποκλεισμού των Αράβων υπήρχαν επίσης στην αγοραπωλησία γης3.

Χαρακτηριστική υπήρξε ίσως η γελοιογραφία στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας των χριστιανών Αράβων «Falastin» (18.6.1936), που εμφάνιζε τον σιωνισμό ως έναν κροκόδειλο υπό την προστασία Βρετανού στρατιώτη να απευθύνεται στους Παλαιστινίους λέγοντας: «Μη φοβάστε!!! Θα σας καταπιώ ειρηνικά…».

Οικισμός Εβραίων εποίκων, Μπνέι Μπρακ 1931
Οικισμός Εβραίων εποίκων, Μπνέι Μπρακ 1931

Βεβαίως, καμιά εκτόπιση ενός γηγενούς πληθυσμού από τον τόπο του δεν αποτελεί μια «ειρηνική» διαδικασία. Ακόμη και αν επιχειρείται χωρίς (πρώτα και κύρια) την άμεση χρήση βίας, αλλά με πιο έμμεσο τρόπο (όπως η συστηματική αγορά εδαφών, η επιβολή όρων απαρτχάιντ σε αυτά, κ.ο.κ.). Ο μαζικός εποικισμός της Παλαιστίνης με σκοπό τη δημιουργία κράτους επί της πατρογονικής γης ενός άλλου λαού ενείχε εξαρχής και εξ ορισμού τα στοιχεία της βίας και του καταναγκασμού.

Ο Ζεέβ Γιαμποτίνσκι (ηγετικό στέλεχος του ΣΟ και ιδρυτής του «αναθεωρητικού σιωνισμού»4, από την ιδεολογικοπολιτική μήτρα του οποίου προήλθε και το νυν κυβερνών κόμμα Λικούντ του Μπ. Νετανιάχου) έγραφε χαρακτηριστικά το 1923: «Δεν μπορεί να υπάρξει οικειοθελής συμφωνία ανάμεσα σε εμάς και τους Παλαιστίνιους Αραβες. Ούτε τώρα ούτε στο μέλλον (…) Οι ιθαγενείς πληθυσμοί (…) πάντοτε αντιστέκονταν στους εποικιστές». Παρέπεμψε δε στα ιστορικά παραδείγματα της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής για του λόγου το αληθές. Και πρόσθεσε: «Το να φαντάζεται κανείς, όπως κάνουν οι Αραβόφιλοι ανάμεσά μας, πως (οι Παλαιστίνιοι Αραβες) θα συναινέσουν οικειοθελώς στην υλοποίηση (των στόχων) του σιωνισμού, με αντάλλαγμα τις ηθικές και υλικές ευκολίες που φέρνει μαζί του ο Εβραίος έποικος, είναι παιδαριώδες και στο βάθος κάπως περιφρονητικό για τον αραβικό λαό (…) πως θα ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν την πατρίδα τους έναντι ενός καλού σιδηροδρομικού συστήματος (…) Δεν υπάρχει βάση σε μια τέτοια άποψη. Μπορεί μεν κάποιοι Αραβες ανά περίπτωση να είναι δεκτικοί σε δωροδοκίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο αραβικός λαός της Παλαιστίνης συνολικά θα ξεπουλούσε αυτόν τον ένθερμο πατριωτισμό που διαφυλάσσει με τόσο ζήλο (…) Κάθε ιθαγενής πληθυσμός στον κόσμο αντιστέκεται στους αποικιοκράτες όσο υπάρχει ακόμη και η παραμικρή ελπίδα να μη μετατραπεί σε αποικία (…)

Οδομαχίες στην Τζάφα, 1920
Οδομαχίες στην Τζάφα, 1920

Δεν μπορούμε να προσφέρουμε κάποια επαρκή αποζημίωση στους Παλαιστίνιους Αραβες ως αντάλλαγμα για την Παλαιστίνη. Και επομένως, δεν υπάρχει πιθανότητα επίτευξης οικειοθελούς συμφωνίας (…) Ο σιωνιστικός εποικισμός πρέπει ή να σταματήσει ή (…) να συνεχίσει να αναπτύσσεται υπό την προστασία μιας ισχύος ανεξάρτητης από τον ντόπιο πληθυσμό – πίσω από ένα σιδηρούν τείχος, το οποίο ο ντόπιος πληθυσμός δεν θα μπορεί να διαπεράσει. (…) Σε αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους “μιλιταριστές” και τους “χορτοφάγους” (σ.σ. μετριοπαθείς) μας. Εκτός του ότι οι μεν πρώτοι θα προτιμούσαν το σιδηρούν αυτό τείχος να αποτελείται από Εβραίους στρατιώτες, ενώ οι δεύτεροι από Βρετανούς (…)

Αν κάποιος διαφωνεί θεωρώντας αυτήν την άποψη ανήθικη, του απαντώ: Δεν είναι αλήθεια (…) Πιστεύουμε ότι ο σιωνισμός είναι ηθικός και δίκαιος (…) Δεν υπάρχει άλλη ηθική»5.

«Ο σιωνισμός», θα επαναλάβει ο Γιαμποτίνσκι, «είναι μια εποικιστική επιχείρηση και επομένως βασίζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην ένοπλη δύναμη. Είναι σημαντικό να χτίζεις, είναι σημαντικό να μιλάς εβραϊκά, αλλά, δυστυχώς, είναι ακόμα πιο σημαντικό να μπορείς να πυροβολείς»6.

Ωστόσο, την περίοδο του Μεσοπολέμου, η στρατηγική που επιδιώχθηκε – δημόσια τουλάχιστον – ήταν εκείνη της προοδευτικής / «ειρηνικής» επικράτησης του εβραϊκού στοιχείου στην Παλαιστίνη μέσω των εποικισμών, της αγοράς γης και της γενικότερης αυξανόμενης οικονομικής βαρύτητας της εβραϊκής κοινότητας (υπό την αιγίδα πάντοτε της βρετανικής κυριαρχίας και την προστασία των βρετανικών όπλων). Σε αυτήν τη στρατηγική συναινούσαν τόσο η αστική τάξη της εβραϊκής διασποράς που υιοθετούσε τους στόχους και εκφραζόταν μέσα από τον ΣΟ, όσο και η πλειοψηφία των αστικών πολιτικών κομμάτων που συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο της εβραϊκής κοινότητας της Παλαιστίνης.

Οδομαχίες με τους Βρετανούς στην πόλη Τζάφα, 1936. Απαρχές της Αραβικής Εξέγερσης
Οδομαχίες με τους Βρετανούς στην πόλη Τζάφα, 1936. Απαρχές της Αραβικής Εξέγερσης

Η ιδεολογικοπολιτική επιρροή του αστικού εθνικιστικού ρεύματος του σιωνισμού ήταν εμφανής και στην πολιτική του σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Mapai του Ντ. Μπεν Γκουριόν (που καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης). Στηρίζοντας την επέκταση των εποικισμών, τους φυλετικούς διαχωρισμούς, κ.ο.κ., η σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα που έλεγχε, έγιναν ο πιο άμεσος και αποτελεσματικός δίαυλος διοχέτευσης του αστικού δηλητηρίου του σιωνισμού στους Εβραίους εργαζόμενους.

Η μόνη πολιτική δύναμη που πάλευε για την ταξική – διεθνιστική ενότητα των εργαζομένων, για τον κοινό τους αγώνα για ανεξαρτησία αλλά και κοινωνική απελευθέρωση, ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης (ΚΚΠ). Το ΚΚΠ ιδρύθηκε τον Ιούλη του 1923 και έγινε μέλος της ΚΔ τον Μάρτη του 1924. Σε αυτό συσπειρώνονταν πρωτοπόροι εργάτες, αγρότες, διανοούμενοι, φοιτητές, κ.ά. ανεξαρτήτως καταγωγής (αν και, αρχικά τουλάχιστον, η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του ήταν Εβραίοι).

Το ΚΚΠ εναντιωνόταν στον σιωνισμό, «ως ρεύμα που ενσάρκωνε τις επιδιώξεις της εβραϊκής αστικής τάξης», που όρθωνε «τείχη εθνικού μίσους» ανάμεσα σε Εβραίους και Αραβες εργάτες και λειτουργούσε ως «το πιο προκεχωρημένο φυλάκιο του βρετανικού ιμπεριαλισμού στις αραβικές χώρες». Απεναντίας θεωρούσε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Αράβων «έναν από τους κυριότερους παράγοντες στην πάλη κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού» (αν και ασκούσε κριτική στην ηγεσία του κινήματος – βλ. στη συνέχεια)7.

Γυναίκες και άνδρες Άραβες μαχητές κατά την εξέγερση του 1936-1939
Γυναίκες και άνδρες Άραβες μαχητές κατά την εξέγερση του 1936-1939

Το ΚΚΠ καταδίκαζε την αρπαγή της γης των Αράβων μικροκαλλιεργητών από το ΕΕΤ και τους Εβραίους εποίκους, ενώ πολλές φορές στάθηκε μαζί τους στην ενεργό υπεράσπισή της έναντι των «εισβολέων» – όπως τους χαρακτήριζε – «οι οποίοι στέρησαν από τους φτωχούς αγρότες όχι μόνο το εισόδημα και την εργασία, αλλά και ό,τι πολυτιμότερο είχαν, το μικρό κομμάτι γης τους»8.«Η εβραϊκή μπουρζουαζία», κατήγγειλε, «είχε βουτηγμένα τα χέρια της στο αίμα αθώων Αράβων και Εβραίων εργατών (…) μετατρέποντας τις εβραϊκές μάζες σε αντικείμενο – θύμα της οργής των (Αράβων) αγροτών». Ταυτόχρονα, το ΚΚΠ καλούσε τους Εβραίους εργάτες να «γυρίσουν την πλάτη στη σοβινιστική ηγεσία τους» και να αρνηθούν τη συμμετοχή σε «σιωνιστικές χουλιγκανικές (σ.σ. παρακρατικές) ομάδες». «Μόνο μέσα από την πάλη τους ενάντια στην πολιτική της “κατάκτησης”», υπογράμμιζε, και «σε κοινό μέτωπο με τους Αραβες εργάτες, μπορούσε να εκδιωχθεί ο ιμπεριαλισμός και να διασφαλιστούν τα δικαιώματα τόσο των Αράβων όσο και των Εβραίων εργατών»9.

Η ανάπτυξη της αντίστασης του Παλαιστινιακού λαού

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι Παλαιστίνιοι αντέδρασαν επανειλημμένα στα όσα σχεδιάζονταν και υλοποιούνταν γι’ αυτούς χωρίς αυτούς: Το 1920 – 1921, το 1929, το 1933 και το 1936 – 1939.

Μέλη της Χαγκαναχ 1939
Μέλη της Χαγκαναχ 1939

Αξίζει να σημειωθεί πως ανάλογες εκδηλώσεις αντίστασης σημειώθηκαν την ίδια περίοδο σε όλο τον αραβικό κόσμο, με σημαντικότερες τις εξεγέρσεις στη Συρία, στον Λίβανο (το 1925 – 1927 και το 1934 – 1936) και στο Ιράκ (το 1935 – 1936).

Στην Παλαιστίνη, οι αντιδράσεις της πρώτης περιόδου (τη δεκαετία του 1920) ήταν μικρότερης κλίμακας, περιοριζόμενες – ως προς το εύρος και το επίκεντρό τους – σε βίαιες συγκρούσεις με τους Εβραίους εποίκους. Τα σοβαρότερα επεισόδια σημειώθηκαν τον Αύγουστο του 1929, όταν ο ξεσηκωμός των Αράβων εναντίον των Εβραίων εποίκων γενικεύτηκε, καταλήγοντας σε αιματηρές συμπλοκές, με αποτέλεσμα 220 νεκρούς και 520 τραυματίες (Εβραίους και Αραβες). Οι συγκρούσεις έληξαν μόνο έπειτα από κινητοποίηση ισχυρών δυνάμεων του βρετανικού στρατού.

Οι Επιτροπές Σο και Χόουπ Σίμπσον, που συστάθηκαν από τους Βρετανούς για να εξετάσουν τα γεγονότα του 1929, κατέληξαν στο ότι τα βαθύτερα αίτια πίσω από τις επιθέσεις των Αράβων κατά των Εβραίων δεν είχαν να κάνουν με θρησκευτικές – φυλετικές διαφορές αλλά με την πολιτική των Βρετανών ιμπεριαλιστών στην περιοχή και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο εβραϊκός εποικισμός εντασσόταν σε αυτή. Συγκεκριμένα, τονιζόταν:

«Σε λιγότερα από 10 χρόνια είχαμε τρεις σοβαρές επιθέσεις Αράβων κατά Εβραίων. Για 80 χρόνια πριν από αυτές τις επιθέσεις δεν υπήρχε κανένα παρόμοιο καταγεγραμμένο γεγονός (…) Πριν από τον Πόλεμο Εβραίοι και Αραβες ζούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, αν όχι με αγάπη, τουλάχιστον με ανοχή, κάτι που σήμερα είναι σχεδόν άγνωστο στην Παλαιστίνη (…) Στους Αραβες υπάρχει διάχυτη αγανάκτηση για την αποτυχία της βρετανικής κυβέρνησης να τους παραχωρήσει κάποιο βαθμό αυτοδιάθεσης». Και «αυτή η αγανάκτηση», με τη σειρά της, «εκφράζεται απέναντι στους Εβραίους, των οποίων η παρουσία στην Παλαιστίνη θεωρείται από τους Αραβες εμπόδιο για την πραγμάτωση των ελπίδων τους (για ανεξαρτησία)». Επομένως, μπορεί «οι αραβικές επιθέσεις να κατευθύνονταν μόνο εναντίον των Εβραίων, αλλά η αγανάκτηση που ώθησε τους Αραβες να ξεπεράσουν τα όρια οφειλόταν επί της ουσίας στις πολιτικές τους απογοητεύσεις (…) από την Εντολή (σ.σ. τη βρετανική διοίκηση της Παλαιστίνης), και κυρίως από τη βρετανική κυβέρνηση»10.

Πέραν όμως των παραπάνω, οι Επιτροπές Σο και Χόουπ Σίμπσον συνέδεαν ευθέως τα βίαια επεισόδια με τις σιωνιστικές πολιτικές εποικισμού και αποκλεισμού των Αράβων από την εργασία. «Η αρχή του επίμονου και σκόπιμου αποκλεισμού των Αράβων εργατών στους σιωνιστικούς εποικισμούς», σημειωνόταν σχετικά, «όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με τους όρους (…) της Εντολής, αλλά αποτελεί επιπλέον και μια μόνιμη όσο και αυξανόμενη πηγή κινδύνου για τη χώρα». Ταυτόχρονα, δεν απέφυγαν να καυτηριάσουν τις επίσημες διαβεβαιώσεις των σιωνιστών (περί δήθεν «επιθυμίας για συνύπαρξη Εβραίων και Αράβων», για «ανάπτυξη της κοινής πατρίδας σε μια ευδοκιμούσα κοινότητα», κ.ο.κ.), υπογραμμίζοντας ότι η πραγματικότητα η οποία αποτυπωνόταν «στα νομικά κείμενα που δέσμευαν κάθε έποικο ενός σιωνιστικού εποικισμού» ήταν εντελώς «ασύμβατη» με τα όσα «διακηρύσσονταν δημόσια»11.

Παρά τις όποιες διαπιστώσεις, ελάχιστα αποφασίστηκαν και ακόμα λιγότερα υλοποιήθηκαν προς μια ουσιαστική λύση του προβλήματος (που αντικειμενικά περνούσε μέσα από τον τερματισμό της βρετανικής κατοχής και την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης). Αντ’ αυτού, οι Βρετανοί, διά του υφυπουργού Αποικιών, λόρδου Πάσφιλντ, περιορίστηκαν σε εκκλήσεις και συστάσεις (1930): Προς τους μεν Αραβες «να αναγνωρίσουν τα δεδομένα της κατάστασης» (με άλλα λόγια, τη βρετανική κατοχή) και τους δε Εβραίους «να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα για ορισμένες παραχωρήσεις από τη μεριά τους» σε σχέση με την πολιτική φυλετικών αποκλεισμών στις κοινότητές τους12.

Ο Πάσφιλντ θα προτείνει επίσης τον περιορισμό του μεταναστευτικού ρεύματος των Εβραίων προς την Παλαιστίνη. Ωστόσο, η άνοδος των ναζί στη Γερμανία το 1933 και η όξυνση των διώξεων κατά των εβραϊκών πληθυσμών είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών χιλιάδων προσφύγων. Αν και ο βασικός όγκος των προσφυγικών ροών κατευθύνθηκε κυρίως προς τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι αυστηροί μεταναστευτικοί περιορισμοί – και η απροθυμία – των περισσότερων καπιταλιστικών κρατών να τους δεχτούν, οδήγησαν πολλούς να καταφύγουν και στην Παλαιστίνη. Ετσι, μέσα σε 2 μόλις χρόνια (1934 – 1935) ο αριθμός των Εβραίων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ξεπέρασε τον αντίστοιχο συνολικό αριθμό όλης της προηγούμενης δεκαετίας. Τη δεκαετία του 1930 οι νεοεισερχόμενοι Εβραίοι έποικοι ήταν υπερδιπλάσιοι σε σύγκριση με αυτούς του 1920 (232.000 έναντι 100.000), επιφέροντας ακόμα μεγαλύτερη αλλοίωση στην πληθυσμιακή σύνθεση της Παλαιστίνης (αφού οι Εβραίοι δεν αποτελούσαν πια το 1/10 αλλά το 1/3 του συνόλου του πληθυσμού της)13.

Οπως αναφέρει βρετανική έκθεση του 1937 (Εκθεση Επιτροπής Ρ. Πιλ), «η αντίδραση των Αράβων σε αυτήν την απότομη και εντυπωσιακή εξέλιξη ήταν απολύτως φυσική. Ο,τι αισθάνονταν οι ηγέτες των Αράβων το 1929 τώρα το αισθάνονταν με ακόμα μεγαλύτερη πικρία (…) Οσο μεγαλύτερες οι εισροές των Εβραίων, τόσο μεγαλύτερα τα εμπόδια για απόκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας»14.

Γι’ αυτό και, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η επόμενη εξέγερση (του 1933) δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Ηταν ωστόσο «δίχως προηγούμενο όσο ήταν και σημαντική». Γιατί, ενώ έως τότε «το 1920, το 1921 και το 1929 οι Αραβες επιτίθεντο στους Εβραίους (…) το 1933 επιτέθηκαν εναντίον της (βρετανικής) κυβέρνησης»15.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης, παρά τις δύσκολες συνθήκες της παρανομίας μέσα στις οποίες δρούσε, έδωσε καθ’ όλη εκείνη την περίοδο μεγάλη μάχη για το περιεχόμενο και την κατεύθυνση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ώστε να μην περιοριστεί σε μια «θρησκευτική και φυλετική διαμάχη»16.

Εξηγούσε – χωρίς να υιοθετεί – τα βίαια ξεσπάσματα των Αράβων αγροτών κατά των Εβραίων εποίκων ως προϊόν των πιέσεων που δέχονταν από τις (πολύ συχνά βίαιες) εξώσεις από τη γη που καλλιεργούσαν, τη γενικότερη στέρηση των βιοποριστικών τους μέσων λόγω των φυλετικών αποκλεισμών από την εργασία, κ.ο.κ. Αλλά και ως αποτέλεσμα της κοινωνικής σύνθεσης της ηγεσίας του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, που έθετε το ζήτημα της γης με όρους εθνικούς – θρησκευτικούς (να παραμείνει σε αραβικά – μουσουλμανικά χέρια), δίχως να αγγίζει τα ζητήματα των αγροτικών χρεών, των άκληρων αγροτών και βεβαίως της ταξικής εκμετάλλευσης (γεγονός εύλογο, εφόσον πολλά από τα ηγετικά μέλη του κινήματος ήταν μεγαλογαιοκτήμονες)17.

Το ΚΚΠ προέκρινε τον συνδυασμό της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης με την κοινωνική. Ετσι, την ίδια στιγμή που παρότρυνε τους «Εβραίους εργαζομένους να χειραφετηθούν από τον έλεγχο του σιωνιστικού οργανισμού», καλούσε «τις αραβικές μάζες να ξεφορτωθούν τους πλούσιους Αραβες γαιοκτήμονες και τους σεΐχηδες». Για το ΚΚΠ «ήταν απαραίτητο να συνδεθεί ο κοινωνικός αγώνας των εργατών εναντίον της αστικής τάξης, και των αγροτικών μαζών εναντίον των μεγαλογαιοκτημόνων, με τον ευρύτερο εθνικό και αντιιμπεριαλιστικό αγώνα με στόχο την εθνική απελευθέρωση των αραβικών χωρών»18.

Ωστόσο, η παρέμβαση των κομμουνιστών στο περιεχόμενο και τις μορφές πάλης του αγώνα των αγροτικών αραβικών μαζών ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, ειδικά τα πρώτα χρόνια, όπου οι Αραβες μέλη του ΚΚΠ ήταν λιγοστοί (ενώ ήταν ακόμα λιγότεροι στην επαρχία).

Στα αστικά κέντρα, «όπου οι πληθυσμοί ήταν πολιτικά πιο ώριμοι» και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας «διεξαγόταν κυρίως εναντίον των Βρετανών», οι όροι ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασης του ΚΚΠ ήταν ευνοϊκότεροι. Στους εργάτες, τα παραδείγματα κοινής δράσης Αράβων και Εβραίων, τόσο απέναντι στις βρετανικές αρχές όσο και στους σιωνιστές, ήταν πιο συχνά. Οι δε προσπάθειες των κομμουνιστών για τη μαζική ένταξη των Αράβων εργατών στα συνδικάτα, αν και βασανιστικές στην αρχή, μακροπρόθεσμα «είχαν μεγάλη επιτυχία». Πράγματι, έως τις παραμονές της λήξης της βρετανικής κυριαρχίας «το αραβικό εργατικό κίνημα είχε λάβει σημαντικές διαστάσεις»19.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στο ζήτημα της αραβικής ανεξαρτησίας, το ΚΚΠ προέκρινε τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους (με ίσα δικαιώματα για την εβραϊκή μειονότητα), ως ένα «πρώτο βήμα προς την εθελοντική ένωση όλων των αραβικών χωρών “σε ομόσπονδη βάση”». Εκτιμούσε ότι «ο αυθαίρετος πολυκερματισμός του αραβικού κόσμου» εξυπηρετούσε τόσο τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών στην περιοχή όσο και τα «τοπικά συμφέροντα» τμημάτων της άρχουσας τάξης των Αράβων20.

Η εξέγερση του 1936 – 1939

Τα όποια ημίμετρα και προσπάθειες ενσωμάτωσης της αραβικής αντίστασης στη βρετανική κατοχή (π.χ. με την εισαγωγή εκλεγμένων δημοτικών αρχών, τον σχηματισμό ενός νομοθετικού συμβουλίου – του οποίου όμως η μεγάλη πλειοψηφία των μελών ήταν διορισμένα – κ.ο.κ.) δεν είχαν αποτέλεσμα.

Ετσι, «το 1936», όπως αναφέρει ο ΟΗΕ, «η αντίσταση των Παλαιστινίων στην ξένη (βρετανική) κυριαρχία και τον ξένο (εβραϊκό) εποικισμό εκδηλώθηκε σε μια μεγάλη εξέγερση που διήρκεσε λίγο – πολύ έως την απαρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Σε αυτή συνέδραμε επίσης η γενικότερη άνοδος των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην περιοχή την ίδια περίοδο. Πράγματι, «οι διεκδικήσεις των Παλαιστινίων για ανεξαρτησία άντλησαν ορμή από τις ταυτόχρονες εθνικιστικές εξάρσεις σε Αίγυπτο και Συρία, που είχαν αναγκάσει Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων»21.

Η εξέγερση των Παλαιστινίων ξεκίνησε τον Απρίλη του 1936, όταν η Αραβική Ανώτατη Επιτροπή (που είχαν συγκροτήσει μια σειρά από κόμματα και οργανώσεις) προκήρυξε γενική απεργία με κύριο αίτημα τον σχηματισμό εθνικής κυβέρνησης. Στην πορεία, η απεργία συνοδεύτηκε από επιθέσεις σε Βρετανούς στρατιώτες, αστυνομικά τμήματα και εβραϊκούς εποικισμούς, δολιοφθορές σε σιδηροδρόμους, αγωγούς πετρελαίου, κ.ο.κ. Οι βρετανικές αρχές αναγκάστηκαν να μεταφέρουν στρατιωτικές ενισχύσεις από την Αίγυπτο, τη Μάλτα έως και την ίδια τη Βρετανία προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, ενώ προχώρησαν επίσης σε μαζικές συλλήψεις, εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και άλλα έκτακτα μέτρα. Στην καταστολή της εξέγερσης μετείχαν όμως και οι Εβραίοι, τόσο μέσω των παραστρατιωτικών τους οργανώσεων Χαγκανά και Ιργκούν, όσο και μέσω της μαζικής τους ένταξης στις αστυνομικές δυνάμεις (κάπου 2.800) ως εκτάκτων.

Το ΚΚΠ στήριξε την εξέγερση και μετείχε ενεργά σε αυτή, γεγονός που αποτυπώθηκε και στο εύρος της επίθεσης εναντίον του. Μόνο στο εξάμηνο που διήρκεσε η απεργία εκτοπίστηκαν 46 μέλη του, ενώ 264 κομμουνιστές και «συμπαθούντες» φυλακίστηκαν22.

Τον Οκτώβρη του 1936, με τη διαμεσολάβηση και ορισμένων Αράβων ηγετών γειτονικών χωρών, οι Βρετανοί πέτυχαν τη λήξη της απεργίας. Οι συγκρούσεις όμως – όπως και η καταστολή – συνεχίστηκαν, ειδικά μετά τη γνωστοποίηση της βρετανικής πρότασης για διχοτόμηση της Παλαιστίνης τον Ιούλη του 1937 (βλ. στη συνέχεια). Εως τον Οκτώβρη του 1938 οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη έφτασαν τις 18 – 20.000. Οι κατοχικές αρχές εφάρμοσαν «συλλογικές τιμωρίες» κατά του άμαχου πληθυσμού, καταστρέφοντας χωριά, υποχρεώνοντας τους κατοίκους τους σε καταναγκαστική εργασία, κ.ά. Οι ξυλοδαρμοί και τα βασανιστήρια υπήρξαν κοινή πρακτική της αστυνομίας και του στρατού, ενώ στις βάναυσες διαπομπεύσεις και κακοποιήσεις Αράβων (αιχμαλώτων ή απλά υπόπτων) μετείχαν πολύ συχνά και μέλη των εβραϊκών παραστρατιωτικών οργανώσεων.

Τα στοιχεία που παραθέτει ο M. Hughes από στρατιωτικές και αστυνομικές εκθέσεις της περιόδου, μαρτυρίες Βρετανών, καταγγελίες βασανισθέντων Αράβων, κ.ο.κ., είναι σοκαριστικά. Διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, για «βασανισμούς υπόπτων, για Αραβες να κομματιάζονται αναγκαζόμενοι να διαβούν δρόμους στους οποίους οι Βρετανοί είχαν τοποθετήσει νάρκες (…) για κρατούμενους να κλείνονται σε κλουβιά εκτεθειμένοι στον ήλιο και χωρίς τροφή, για ανθρώπους να μαστιγώνονται με βρεγμένα σχοινιά, να κλείνονται σε κουτιά, να τους σπάνε τα δόντια και να τους καίνε τα πόδια με πετρέλαιο (…) να δέρνονται μέχρι λιποθυμίας, να τρυπιούνται με βελόνες, να εξαπολύονται σκυλιά εναντίον τους (…) Βρετανικές και εβραϊκές δυνάμεις να κακομεταχειρίζονται τους Αραβες βάζοντάς τους να κουβαλούν βαριές πέτρες και να τους χτυπούν όταν τους πέφτουν. Φρουροί χρησιμοποίησαν ακόμα και τις ξιφολόγχες τους σε ανθρώπους που στερούνταν ύπνο, αναγκάζοντάς τους να φοράνε κουδούνια και να χορεύουν (…)»23.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, την εν λόγω περίοδο, πάνω από 3.000 Αραβες Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν στη μάχη ή από παρακρατικούς, 110 εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού, 6 – 8.000 τραυματίστηκαν και κάπου 6.000 κλείστηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης24.

Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές αναζητούν διέξοδο από τις συνέπειες της πολιτικής τους

Εως το 1939 η συντριπτική στρατιωτική υπεροχή των Βρετανών και η άγρια καταστολή είχαν επιφέρει τα επιθυμητά για τους ιμπεριαλιστές αποτελέσματα. Η εξέγερση καταστάλθηκε. Ηδη όμως κατά τη διάρκειά της είχε καταστεί οφθαλμοφανές ότι η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Παλαιστίνη δεν μπορούσε να συνεχιστεί δίχως διαρκές και αυξανόμενο κόστος (σε υλικούς και στρατιωτικούς πόρους) για το βρετανικό καπιταλιστικό κράτος. Κόστος που δεν μπορούσε να καλυφθεί, ειδικότερα σε μια περίοδο που πύκνωναν τα σύννεφα του πολέμου πάνω από την Ευρώπη. Αν όχι μια συμφέρουσα λύση, έπρεπε τουλάχιστο να βρεθεί μια όσο το δυνατόν λιγότερο ασύμφορη διέξοδος.

Η Επιτροπή που συστάθηκε το 1936 – 1937 για να εξετάσει την κατάσταση ήταν κατηγορηματική: «Το να προάγει κανείς τη μετανάστευση των Εβραίων με την ελπίδα πως αυτό εντέλει θα οδηγούσε σε μια εβραϊκή πλειοψηφία και την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους με τη συμφωνία ή έστω τη συναίνεση των Αράβων είναι ένα πράγμα. (Ωστόσο) είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό (κανείς) να περιεργάζεται, ακόμη και μακροπρόθεσμα, τη βίαιη μετατροπή της Παλαιστίνης σε ένα εβραϊκό κράτος ενάντια στη θέληση των Αράβων (…) (Κάτι τέτοιο) θα σήμαινε ότι η εθνική αυτοδιάθεση παρακρατούνταν (ως δικαίωμα) καθόσον οι Αραβες ήταν πλειοψηφία στην Παλαιστίνη και θα παραχωρούνταν μόνο όταν πλειοψηφούσαν οι Εβραίοι. Θα σήμαινε πως οι Αραβες θα στερούνταν τη δυνατότητα να σταθούν από μόνοι τους, πως απλά (…) ανταλλάχθηκαν από την τουρκική κυριαρχία στην εβραϊκή (…) Η ουσία (του ζητήματος) ήταν ξεκάθαρη στα μάτια των Αράβων. (…) Και η αντίδρασή τους υπήρξε πολύ λογική (…) Τα γενεσιουργά αίτια των “ταραχών” του 1920, του 1921, του 1929 και του 1933 ήταν τα ίδια (…) Το δε 1936 ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρο. Εβραϊκές ζωές πάρθηκαν και εβραϊκές ιδιοκτησίες καταστράφηκαν. Αλλά ο ξεσηκωμός είχε στόχο, άμεσα και κυρίως, την κυβέρνηση (…) τη βρετανική κυριαρχία (…)

Δεν πρόκειται για μια διαφυλετική διαμάχη, προερχόμενη από κάποια παλιά ενστικτώδη αντιπάθεια των Αράβων έναντι των Εβραίων. Οι τριβές ανάμεσα σε Αραβες και Εβραίους στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο ήταν από ελάχιστες έως ανύπαρκτες μέχρις ότου η σύγκρουση στην Παλαιστίνη τις ενέσπειρε. Τα ίδια δε πολιτικά προβλήματα – ταραχές, εξεγέρσεις, αιματοχυσία – προέκυψαν σε Ιράκ, Συρία και Αίγυπτο, όπου δεν υπήρχαν “εθνικές εστίες” (σ.σ. εποικισμοί). Προφανέστατα, λοιπόν, το πρόβλημα στην Παλαιστίνη είναι πολιτικό. Είναι, όπως παντού, το πρόβλημα του εξεγειρόμενου εθνικισμού. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι στην Παλαιστίνη ο αραβικός εθνικισμός είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον ανταγωνισμό προς τους Εβραίους. Κατά πρώτον, η ίδρυση μιας εθνικής εστίας (για τους Εβραίους) περιλαμβανόταν εξαρχής στην ακύρωση του δικαιώματος (των Αράβων) στην εθνική αυτοδιάθεση. Κατά δεύτερον, σύντομα αποδείχθηκε πως δεν αποτελούσε απλά ένα εμπόδιο προς τη δημιουργία μιας εθνικής κυβέρνησης, αλλά εμφανώς το κύριο εμπόδιο. Κατά τρίτον, καθώς η εστία αυτή μεγάλωνε, ο φόβος μεγάλωνε μαζί της, πως όταν και εφόσον παραχωρούνταν η δυνατότητα μιας εθνικής κυβέρνησης, δεν θα ήταν αραβική, αλλά μια κυβέρνηση εβραϊκής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να είσαι Αραβας πατριώτης και να μη μισείς τους Εβραίους»25.

«Οι ενστάσεις ηθικού χαρακτήρα, που προκύπτουν από τη διατήρηση ενός συστήματος κυβέρνησης (στην Παλαιστίνη) διά της μόνιμης καταστολής, είναι αυτονόητες (…) Και το χειρότερο είναι πως αυτή η πολιτική δεν οδηγεί πουθενά. Οσο εντατικά και συστηματικά και να διατηρηθεί, δεν θα λύσει το πρόβλημα. Η εγκαθίδρυση μίας ενιαίας αυτοδιοικούμενης Παλαιστίνης θα είναι τόσο μη πρακτική, όσο είναι τώρα (…) Προφανώς το ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί δίνοντας στους Αραβες ή στους Εβραίους αυτό που θέλουν. Η απάντηση στο ερώτημα “ποιος από τους δύο θα διοικήσει την Παλαιστίνη”, πρέπει με βεβαιότητα να είναι “κανείς τους”. (…)» Επομένως; «Διχοτόμηση»!26

Η προτεινόμενη «λύση» της διχοτόμησης (της δημιουργίας δηλαδή δύο κρατών) υιοθετήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση τον Ιούλη του 1937. Το προκαταρκτικό σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία χωριστού εβραϊκού κράτους στα βόρεια της Παλαιστίνης, προεκτεινόμενο κατά το μεγαλύτερο μήκος της μεσογειακής της ακτής (μια έκταση που αντιστοιχούσε περίπου στο 1/3 του συνόλου της Παλαιστίνης).

Η βρετανική πρόταση απορρίφθηκε τόσο από την Αραβική Ανώτατη Επιτροπή, όσο και από το 12o Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο (Ζυρίχη, Αύγουστος 1937).

Και η βρετανική Επιτροπή Γούντχεντ, όμως, που συστάθηκε προκειμένου να εργαστεί πάνω στα «τεχνικά ζητήματα» του όλου σχεδίου, κατέληξε τον Αύγουστο του 1938 ότι η προτεινόμενη διχοτόμηση ήταν μη εφαρμόσιμη, εφόσον σχεδόν ο μισός πληθυσμός των εδαφών που θα συγκροτούσαν το μελλοντικό εβραϊκό κράτος ήταν Αραβες, σημειώνοντας τον «κίνδυνο μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών». «Οι πολιτικές, διοικητικές και οικονομικές δυσκολίες που ενέχει η πρόταση δημιουργίας ανεξάρτητου αραβικού και εβραϊκού κράτους εντός της Παλαιστίνης», κατέληγε, «είναι τόσο μεγάλες ώστε καθιστούν αυτή τη λύση στο πρόβλημα μη εφαρμόσιμη στην πράξη»27.

Το Συνέδριο του Λονδίνου, που πραγματοποιήθηκε από τις 7 Φλεβάρη έως τις 17 Μάρτη του 1939, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Βρετανίας, των Παλαιστινίων Αράβων, των Εβραίων, της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Υπεριορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Υεμένης, επίσης κατέληξε σε αδιέξοδο.

Σύντομα, όμως, η βρετανική κυβέρνηση, ζυγίζοντας τη γεωστρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής στην αυγή της νέας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής πολεμικής σύγκρουσης (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), θα προχωρούσε σε αναπροσαρμογή της έως τότε ακολουθούμενης πολιτικής της, δημιουργώντας νέα δεδομένα και νέες εξελίξεις στο Παλαιστινιακό ζήτημα.

Παραπομπές:

1. Survey of Palestine, τόμ. 1, 1946, σελ. 141 και Supplement to Survey of Palestine, 1947, σελ. 10.

2. Walter Lehn, «The Jewish National Fund», στο Journal of Palestine Studies, τ.3, αρ.4, 1974

3. Στο United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917-1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917-1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕ).

4. Ο «αναθεωρητικός σιωνισμός» υπήρξε μια πιο επιθετική – μαξιμαλιστική εκδοχή του σιωνισμού, που αντετίθεντο στην έως τότε κυρίαρχη προσέγγιση του ΣΟ περί βαθμιαίας πραγμάτωσης των στόχων του μέσω της οικονομικής κυρίως επικράτησης. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι αναθεωρητές σιωνιστές αναδείχθηκαν δεύτερη πολιτική δύναμη στην Παλαιστίνη μετά τους σοσιαλδημοκράτες του Ντ. Μπεν Γκουριόν (https://www.jewishvirtuallibrary.org/revisionist-zionism).

5. Rassvyet, 4.11.1923 στο www.jewishvirtuallibrary.org/quot-the-iron-wall-quot

6. Ze’ev Jabotinsky, The Iron Law, Selected Writings, South Africa, σελ. 26

7. M. K. Budeiri, The Palestine Communist Party, PhD, LSE, 1977, σελ. 20, 43 και 80.

8. International Press Correspondence, τ.9, αρ. 54, 1929, σελ. 1163

9. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 33, 45 και 80.

10. ΟΗΕ, ό.π.

11. ΟΗΕ, ό.π.

12. ΟΗΕ, ό.π.

13. ΟΗΕ, ό.π. και https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/german-jewish-refugees-1933-1939

14. ΟΗΕ, ό.π.

15. ΟΗΕ, ό.π.

16. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 48.

17. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 48.

18. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 46 και 89.

19. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 45.

20. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 88, 89 και 135.

21. ΟΗΕ, ό.π.

22. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 122.

23. Matthew Hughes, «The Banality of Brutality: British armed forces and the repression of the Arab Revolt in Palestine, 1936-39», στο English Historical Review, τ.124, αρ. 507, Απρίλης 2009, σελ. 313-354.

24. Matthew Hughes, ό.π. και Philip Mattar, «Amin Al-Husayni and Iraq’s quest for independence», στο Arab Studies Quarterly, τ.6, αρ, 4, 1984, σελ. 269.

25. ΟΗΕ, ό.π.

26. ΟΗΕ, ό.π.

27. ΟΗΕ, ό.π.

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Πηγή : Ριζοσπάστης

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 3ο)

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος

Βρετανικά στρατεύματα έξω από τη Βαγδάτη κατά το πραξικόπημα του 1941
Βρετανικά στρατεύματα έξω από τη Βαγδάτη κατά το πραξικόπημα του 1941

Την άνοιξη του 1939, η βρετανική κυβέρνηση, ζυγίζοντας τη γεωστρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής στην αυγή της νέας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής πολεμικής σύγκρουσης (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), επιδίωξε πολιτική κατευνασμού των αραβικών πληθυσμών. Ακολούθως, με την έκδοση σχετικής Λευκής Βίβλου τον Μάη, ήρε τις προηγούμενες δεσμεύσεις της για τη δημιουργία εβραϊκού κράτους και επέβαλε περιορισμούς στις μελλοντικές μεταναστευτικές ροές Εβραίων στην Παλαιστίνη καθώς και στην περαιτέρω αγορά γης από τους εποίκους. Επιπλέον ανακοινώθηκε πως, έπειτα από μια δεκαετή «μεταβατική περίοδο» (κατά την οποία η Βρετανία «θα διατηρούσε τη διακυβέρνηση της χώρας») η Παλαιστίνη θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της ως ένα ενιαίο κράτος, όπου «Αραβες και Εβραίοι θα μοιράζονταν τη διακυβέρνηση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται τα βασικά δικαιώματα και των δύο κοινοτήτων».1

Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός ανησυχούσε – δικαίως – πως ο αντίπαλός του γερμανικός θα αξιοποιούσε τις αρνητικές διαθέσεις των Αράβων έναντι της πολιτικής της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή, στοχεύοντας στην υπονόμευση των συμφερόντων της στην περιοχή (ιδιαίτερα όσον αφορά τις μεταφορές διά της διώρυγας του Σουέζ αλλά και την πρόσβαση στα πετρέλαια του Ιράκ).

Γυναίκες μέλη της Ισραηλινής «Συμμορίας Στερν» ή «Λεχί»
Γυναίκες μέλη της Ισραηλινής «Συμμορίας Στερν» ή «Λεχί»

Τον Οκτώβρη του 1939, λίγες δηλαδή βδομάδες μετά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης κατά της Πολωνίας, οι Βρετανοί επιχείρησαν επίσης να προσεγγίσουν τον (φυγά τότε στο Ιράκ) επικεφαλής της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής Μεγάλο Μουφτή της Ιερουσαλήμ Αμίν αλ-Χουσέινι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη στήριξη ή έστω την ουδετερότητά του έναντι των συμμάχων. «Ο Μουφτής σκέφτηκε την πρόταση, ωστόσο ήταν διστακτικός στο να στηρίξει τη Βρετανία εφόσον είχε καταστρέψει Παλαιστινιακά χωριά, είχε εκτελέσει και φυλακίσει Παλαιστινίους αγωνιστές και είχε εξορίσει τους ηγέτες τους». Εν τέλει, πάντως, με τη διαμεσολάβηση και του φιλοβρετανού πρωθυπουργού του Ιράκ Ν. αλ-Σαΐντ, δέχτηκε τις βρετανικές προτάσεις του 1939 ως «βάση για τη διευθέτηση του Παλαιστινιακού ζητήματος» και δήλωσε τη «στήριξή του στη βρετανική πολεμική προσπάθεια».2

Τα όσα συζητήθηκαν στις σχετικές διαβουλεύσεις και συμφωνήθηκαν κατ’ αρχήν με τον συνταγματάρχη Σ. Νιούκομπ (του βρετανικού υπουργείου Πληροφοριών), μεταφέρθηκαν κατόπιν στον νέο Βρετανό πρωθυπουργό Ου. Τσόρτσιλ, ο οποίος όμως τα απέρριψε. Την ίδια ακριβώς περίοδο (τον Αύγουστο του 1940) ο απεσταλμένος του Αμίν αλ-Χουσέινι, Ου. Κ. Χαντάντ, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τη ναζιστική Γερμανία με κύριο αίτημα την «αναγνώριση της ανεξαρτησίας και της ενότητας των Αράβων». Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν ήταν εφικτό καθώς ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τα συμφέροντα των συμμάχων της Γερμανίας στην περιοχή: Του μεν νεότευκτου καθεστώτος του Βισύ στη Γαλλία επί της Συρίας και του Λιβάνου, της δε Ιταλίας σε ό,τι της «αναλογούσε» ως μερίδιο επί των αραβικών εδαφών στη νέα ιμπεριαλιστική νομή του κόσμου. Ο Χαντάντ «διαμαρτυρήθηκε πως οι Αραβες δεν θα αποδέχονταν ποτέ μια ιταλική ηγεμονία» και επέστρεψε στο Ιράκ. Οι επαφές συνεχίστηκαν, δίχως όμως κάποιο καταληκτικό αποτέλεσμα.3

Μέλη της Ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη στη Χάιφα, 1947
Μέλη της Ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη στη Χάιφα, 1947

Την 1η του Απρίλη 1941, η φιλοβρετανική κυβέρνηση του Ν. αλ-Σαΐντ στο Ιράκ ανατράπηκε από στρατιωτικό κίνημα Αράβων εθνικιστών. Οπως αναφέρει ο Ph. Mattar, επρόκειτο για «μια γνήσια απόπειρα για την επίτευξη της αραβικής ανεξαρτησίας σε μια συγκυρία που φαινόταν ευνοϊκή».4 Οι δυνάμεις του Αξονα στήριξαν τους κινηματίες (αν και η πρακτική συνδρομή τους υπήρξε ελάχιστη λόγω και των αναγκών της επικείμενης επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» εναντίον της ΕΣΣΔ). Σε κάθε περίπτωση, οι Βρετανοί, με στρατιωτική τους επέμβαση, ανέκτησαν γρήγορα και πάλι τον έλεγχο του Ιράκ. Ο Αμίν αλ-Χουσέινι κατέφυγε στη Γερμανία και συνεργάστηκε με τους ναζί στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν τον μουσουλμανικό κόσμο με το μέρος τους (με ορισμένα αποτελέσματα στην κατεχόμενη Ευρώπη, όχι όμως και στη Μέση Ανατολή). Μετά τον πόλεμο ο Αμίν αλ-Χουσέινι διέφυγε στη Γαλλία, όπου παρά τις πιέσεις των Βρετανών κ.ά. για την έκδοσή του, παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό (με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους) με αντάλλαγμα τη συνδρομή του στην άμβλυνση των αντι-γαλλικών διαθέσεων στις γαλλοκρατούμενες αραβικές χώρες.

Τα παραπάνω έχουν αξιοποιηθεί διαχρονικά από τους διάφορους απολογητές των εγκλημάτων κατά του Παλαιστινιακού λαού στην προσπάθειά τους να «στοιχειοθετήσουν» μια δήθεν «ιδεολογική συγγένεια» μεταξύ Ισλάμ / Αράβων και ναζισμού-φασισμού, να «μειώσουν» το δίκαιο του αγώνα των Παλαιστινίων και να «ηθικοποιήσουν» τη βία εναντίον τους.

Διαδήλωση του ΚΚ Παλαιστίνης, 1947
Διαδήλωση του ΚΚ Παλαιστίνης, 1947

Το δίκαιο του αγώνα του Παλαιστινιακού λαού, όμως, ούτε αξιολογείται ούτε εξαρτάται από τις επιλογές της ηγεσίας του. Το δίκαιο του Παλαιστινιακού λαού εδράζεται στο ότι αγωνίζεται για την εθνική του απελευθέρωση.

Βεβαίως, όπως σε κάθε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, τα μέσα, οι συμμαχίες του, κ.ο.κ., καθορίζονται από το ποια τάξη ηγείται σε αυτόν: Εν προκειμένω, μια συμμαχία αστών και μεγαλογαιοκτημόνων (από τους οποίους προέρχονταν κοινωνικά και οι θρησκευτικοί ηγέτες), με τη στήριξη και μικροαστικών στρωμάτων.

Ο προσανατολισμός μιας μερίδας της αραβικής άρχουσας τάξης για συμμαχία με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό ως η πιο ενδεδειγμένη επιλογή για την επίτευξη των σκοπών της στη δοσμένη συγκυρία των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και συγκρούσεων ήταν αντικειμενικά ξένος προς τα πραγματικά – ταξικά – συμφέροντα (και τις προσδοκίες) της λαϊκής πλειοψηφίας. Οπως ήταν ξένος και πριν δύο δεκαετίες, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ίδια άρχουσα τάξη προσέγγισε -για τον ίδιο σκοπό- τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.

Οσον αφορά τις εξελίξεις στην ίδια την Παλαιστίνη την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Οι βρετανικές αποφάσεις για περιορισμό των εβραϊκών μεταναστευτικών ροών και την παραχώρηση ανεξαρτησίας σε βάθος δεκαετίας, κατάφεραν – έστω και προσωρινά – να αμβλύνουν τις αντιδράσεις μεταξύ των δοκιμαζόμενων από τις τρίχρονες συγκρούσεις αραβικών πληθυσμών.

«Ζήτω η ένωση Εβραϊκής και Αραβικής Νεολαίας ενάντια στον φασισμό!», Αφίσα της Νεολαίας του ΚΚ Παλαιστίνης για την 1η Μάη, 1943
«Ζήτω η ένωση Εβραϊκής και Αραβικής Νεολαίας ενάντια στον φασισμό!», Αφίσα της Νεολαίας του ΚΚ Παλαιστίνης για την 1η Μάη, 1943

Διαμετρικά αντίθετες υπήρξαν οι αντιδράσεις μεταξύ των Εβραίων εποίκων, που προχώρησαν σε διαδηλώσεις, απεργίες, δολιοφθορές αλλά και βίαιες επιθέσεις κατά Βρετανών αξιωματούχων και Αράβων αμάχων. Παράλληλα, υπήρξε προσπάθεια συνέχισης των μεταναστευτικών ροών έστω και παράνομα.5 Η αγωνία των Εβραίων της Παλαιστίνης για τους ομογενείς τους, που αναζητούσαν απελπισμένα καταφύγιο από τις ναζιστικές θηριωδίες στην κατεχόμενη Ευρώπη, ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Οπως δικαιολογημένη ήταν επίσης και η αγανάκτησή τους απέναντι στην αναλγησία των βρετανικών αρχών κατά την κρίσιμη εκείνη συγκυρία ζωής και θανάτου για εκείνους. Χιλιάδες υπέφεραν από τις κακουχίες των πολυήμερων ταξιδιών, τις απελάσεις και τους εγκλεισμούς σε στρατόπεδα παράνομων μεταναστών στην Κύπρο κ.ά. βρετανικές κτήσεις της εποχής. Εξίσου δεδομένο όμως πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι οι σιωνιστικές οργανώσεις χρησιμοποίησαν τους φόβους και τους πόθους του εβραϊκού λαού, για να επιταχύνουν την εφαρμογή των σχεδίων τους.

Με το αραβικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα τσακισμένο από την άγρια καταστολή και τη μεγάλη πλειοψηφία της ηγεσίας του φυλακισμένη ή εκτοπισμένη, η εβραϊκή αστική τάξη έγινε ακόμα πιο επιθετική στους στόχους και τα μέσα της. Ενδεικτικά όσο και «προφητικά» θα αποδεικνύονταν τα όσα κατέγραψε τότε στο ημερολόγιό του το ηγετικό στέλεχος του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου Γ. Γιέιτζ: «Πρέπει να είναι καθαρό σε μας ότι δεν υπάρχει χώρος στην Παλαιστίνη για τους δύο λαούς. (…) Η μόνη λύση είναι μια Παλαιστίνη, τουλάχιστον η Δυτική Παλαιστίνη, χωρίς Αραβες. Δεν υπάρχει χώρος για συμβιβασμούς! (…) Η λύση είναι η μετακίνηση των Αράβων από εκεί στις γειτονικές χώρες (…) Ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή δεν πρέπει να μείνει».6

Η συνεδρίαση του ΟΗΕ που υπερψήφισε το σχέδιο δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών στην Παλαιστίνη, 1947
Η συνεδρίαση του ΟΗΕ που υπερψήφισε το σχέδιο δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών στην Παλαιστίνη, 1947

Στη δοσμένη συγκυρία, το βασικότερο εμπόδιο στην επίτευξη των στόχων του σιωνισμού δεν ήταν άλλο από τη βρετανική κατοχή, στην οποία επικεντρώθηκε και η ένοπλη πάλη του. Η δράση οργανώσεων, όπως η Χαγκανά, η Ιργκούν, η Στερν, κ.ά. κατά βρετανικών στόχων οδήγησε ακόμα και τον Ου. Τσόρτσιλ να δηλώσει την επαύριο της δολοφονίας (από τη Στερν) του Βρετανού υπουργού Εσωτερικών στη Μέση Ανατολή λόρδου Μόιν τον Νοέμβρη του 1944: «Αν τα όνειρά μας για τον σιωνισμό είναι να καταλήγουν στον καπνό των όπλων δολοφόνων και οι προσπάθειές μας για το μέλλον του να παράγουν νέες ομάδες γκάνγκστερ αντάξιων της ναζιστικής Γερμανίας, τότε πολλοί, όπως εγώ, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τη θέση που διατηρήσαμε με τόση συνέπεια για τόσο καιρό στο παρελθόν».7

Να θυμίσουμε πως οι οργανώσεις αυτές, που το 1944 χαρακτηρίζονταν «τρομοκρατικές» (επειδή ακριβώς στρέφονταν πλέον και κατά των Βρετανών), λίγα χρόνια πρωτύτερα υπήρξαν σύμμαχοι των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην καταστολή των εξεγερμένων Αράβων της Παλαιστίνης (1936-1939). Λίγο αργότερα δε, θα συγκροτούσαν τον κορμό του ισραηλινού στρατού (IDF). Γεγονός που, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει και το πόσο επιφανειακή – εξωπραγματική είναι μια «δικαιακή» – νομικίστικη λογική στον χαρακτηρισμό τέτοιων οργανώσεων και αντίστοιχων συγκρούσεων.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι δυνατότητες ιδεολογικοπολιτικής δράσης και παρέμβασης του Κομμουνιστικού Κόμματος Παλαιστίνης (ΚΚΠ) διευρύνθηκαν λόγω της μαζικής ένταξης Αράβων στις γραμμές της εργατικής τάξης. Οι ανάγκες της βρετανικής πολεμικής βιομηχανίας έδωσαν για πρώτη φορά στους Αραβες της Παλαιστίνης τη δυνατότητα να εργαστούν σε κλάδους που έως τότε μονοπωλούνταν από το εβραϊκό κεφάλαιο (και στους οποίους ίσχυαν όροι φυλετικού αποκλεισμού).

Το ΚΚΠ ρίχτηκε στη μάχη για τη συνδικαλιστική οργάνωση αυτής της νέας γενιάς εργατών με σημαντικά αποτελέσματα. Νέες εργατικές ενώσεις συγκροτήθηκαν σε πόλεις όπως η Ιερουσαλήμ, η Γιάφα και η Ναζαρέτ, ενώ εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η δημιουργία συνδικαλιστικής οργάνωσης στους εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας (στο ιδρυτικό της συνέδριο στις 4 Απρίλη 1943 μετείχαν 44 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν τους 28.000 από τους 45.000 εργαζομένους στον κλάδο).8

Ωστόσο, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν κατάφερε να δώσει συνέχεια σε αυτήν τη δυναμική. Στη βάση του προβλήματος βρισκόταν η λαθεμένη στρατηγική του κόμματος (σε συνάρτηση και με τη γενικότερη – λαθεμένη – στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος τότε). Η υιοθέτηση της στρατηγικής του αντιφασιστικού μετώπου και των σταδίων οδήγησε στην άμβλυνση – και εν τέλει την κατάργηση – της πολεμικής του ΚΚΠ έναντι του βρετανικού ιμπεριαλισμού (δεδομένης της συμμετοχής της Βρετανίας στην αντιφασιστική Συμμαχία) καθώς και στην αποσύνδεση του ζητήματος της ανεξαρτησίας (του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα) από την πάλη για κοινωνική απελευθέρωση. Πραγματική λύση όμως υπέρ των λαών της Παλαιστίνης στο εθνικό ζήτημα (με την ελεύθερη και ειρηνική συμβίωση και ανάπτυξη όλων των εθνοτήτων της περιοχής) δεν μπορούσε να επιτευχθεί έξω από την ενότητα των συμφερόντων και της πάλης Αράβων και Εβραίων εργαζομένων σε ταξική βάση, με ενιαίο μέτωπο κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού, σε ένα κράτος εργατικό και όχι αστικό.

Η αποσύνδεση του εθνικού από το ταξικό, η πρόταξη αστικών (έστω και «δημοκρατικών» – «προοδευτικών») στόχων (όπως η «ενιαία, ανεξάρτητη, δημοκρατική Παλαιστίνη») και η αναζήτηση συμμαχιών σε αστικές δυνάμεις (έστω και «δημοκρατικές» – «προοδευτικές») οδηγούσε αναπόφευκτα στη στοίχιση πίσω από τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των αντίπαλων αστικών τάξεων κάθε εθνότητας.

Ολα τα παραπάνω είχαν αντίκτυπο και στην ταξική – διεθνιστική ενότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Στο επίκεντρο της εσωκομματικής διαπάλης, από τη μεριά του εβραϊκού τμήματος του ΚΚΠ, τέθηκε η αδυναμία του κόμματος να εκτιμήσει την εξέλιξη της εβραϊκής κοινότητας στην Παλαιστίνη (τη σημαντική της αύξηση επί του συνόλου του πληθυσμού, τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στις γραμμές της κ.λπ.) και ο ολοένα στενότερος προσανατολισμός του ΚΚΠ προς την αστική ηγεσία του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Παράλληλα, αναζητώντας τρόπους παρέμβασης στην εβραϊκή κοινότητα και «πατώντας» στη στρατηγική του ντόπιου και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος της εποχής, οι Εβραίοι κομμουνιστές πρόταξαν την ανάγκη διαμόρφωσης «κοινού αντιφασιστικού μετώπου» με τμήματα του αστικού ρεύματος του σιωνισμού (τον οποίο διέκριναν πλέον σε «προοδευτικό» και «αντιδραστικό»).

Η αραβική πλειοψηφία στο ΚΚΠ, προτάσσοντας τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (και αποσυνδέοντάς τον από τον κοινωνικό – ταξικό), εναρμονιζόταν όλο και περισσότερο με τους «εθνικούς» στόχους της αστικής ηγεσίας του. Η προσπάθεια για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή και αποδοχή στο αραβικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα υπ’ αυτούς τους όρους υπονομευόταν (κατά την τότε αντίληψη της αραβικής πλειοψηφίας του ΚΚΠ) από τη συμμετοχή Εβραίων στο κόμμα.

Η ιδεολογικοπολιτική υποχώρηση του ΚΚΠ είχε επιτρέψει στην αντιπαλότητα της αραβικής με την εβραϊκή αστική τάξη να υπεισέλθει στις γραμμές του.

Η κρίσιμη στιγμή ήρθε με την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς τον Μάη του 1943, η οποία και λειτούργησε καταλυτικά στη διάσπαση του κόμματος σε εθνικές γραμμές (παρότι οι σχέσεις ΚΚΠ – ΚΔ είχαν διακοπεί ήδη από το 1938). Το ΚΚΠ χαιρέτισε την αυτοδιάλυση της ΚΔ και ανακηρύχθηκε σε «εθνικό αραβικό κόμμα», διέγραψε τους «παρεκκλίνοντες προς τον σιωνισμό» και άλλαξε την ονομασία του σε Εθνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο (ΕΑΣ). Διακηρυγμένος στόχος του κόμματος έγινε η «εθνική απελευθέρωση» (που μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από «την εθνική ενότητα») και ο σχηματισμός «δημοκρατικής κυβέρνησης που θα εγγυούταν τα δικαιώματα όλων χωρίς διακρίσεις». Ο σοσιαλισμός παραπέμφθηκε στο μέλλον «ως ένα ζήτημα που δεν αφορά το σήμερα αλλά το αύριο».9

Η πλειοψηφία των Εβραίων κομμουνιστών που διαγράφτηκε ή έφυγε από το κόμμα διατήρησε την ονομασία ΚΚΠ για ένα διάστημα, ενώ τον Αύγουστο του 1944 κατήλθε στις εκλογές της εβραϊκής κοινότητας υπό τον τίτλο Λαϊκή Δημοκρατική Λίστα (όπου έλαβε 1,9% και εξέλεξε 3 βουλευτές). Το Εβραϊκό κόμμα τάχθηκε υπέρ ενός ενιαίου «ανεξάρτητου δημοκρατικού κράτους (…) με πλήρη δικαιώματα για την εβραϊκή μειονότητα» και αυξημένη αυτονομία για τις τοπικές κοινότητες. Επίσης, τάχθηκε υπέρ της εγκατάστασης Εβραίων προσφύγων στην Παλαιστίνη αλλά όχι και της πλήρους άρσης των περιορισμών στη μετανάστευση.10

Η κατάσταση στην Παλαιστίνη μετά τη λήξη του πολέμου

Στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η κατάσταση στην Παλαιστίνη ήταν εκρηκτική. Εκθεση της Αγγλοαμερικανικής Διερευνητικής Επιτροπής (που συστάθηκε τον Γενάρη του 1946 για να γνωμοδοτήσει επί του Παλαιστινιακού ζητήματος) ανέφερε σχετικά:

Από τη μία, υπήρχε ένας πλειοψηφικός αραβικός πληθυσμός, που «επιθυμούσε να γίνει κύριος του οίκου του» και «θεωρούσε τη βρετανική κυριαρχία ως παραβίαση του δικαιώματός του στην αυτοδιάθεση, επιβάλλοντάς του», μεταξύ άλλων, «έναν εποικισμό τον οποίο ούτε επιθυμεί ούτε θα ανεχθεί – μια εισβολή των Εβραίων στην Παλαιστίνη».11

Από την άλλη, η εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης είχε αναπτύξει έναν ιδιαίτερο εσωτερικό – εσωστρεφή και περιχαρακωμένο – τρόπο οργάνωσης κάθε πτυχής της ζωής της, η οποία γινόταν ολοένα και πιο «στενά πειθαρχημένη» και «στρατιωτικοποιημένη». Πλέον, η εβραϊκή κοινότητα είχε καταστεί υπό την αιγίδα του Εβραϊκού Πρακτορείου ένα «κράτος εν κράτει». Πράγματι, το Εβραϊκό Πρακτορείο, που είχε ιδρυθεί το 1929 ως ο επιχειρησιακός βραχίωνας του Σιωνιστικού Οργανισμού στην Παλαιστίνη και λειτουργούσε έκτοτε ως ο πολιτικός εκπρόσωπος της εβραϊκής κοινότητας έναντι των βρετανικών αρχών, είχε αναπτύξει μια σειρά από παράλληλες δομές και υπηρεσίες, δημιουργώντας «ένα εικονικό μη-εδαφικό εβραϊκό κράτος, με τα δικά του εκτελεστικά και νομοθετικά όργανα, αντίστοιχα από πολλές απόψεις εκείνων της Βρετανικής Διοίκησης». Δίπλα σε αυτά, είχε επίσης συγκροτηθεί ένα δίκτυο «ισχυρών παράνομων ενόπλων δυνάμεων», που συνολικά υπολογίζονταν σε 61.200 – 67.300 μαχητές.12

Η Αγγλοαμερικανική Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκχώρηση ανεξαρτησίας στην Παλαιστίνη, είτε ενιαία είτε με τη δημιουργία δύο κρατών, ήταν πρόωρη δεδομένης της εχθρότητας μεταξύ Αράβων και Εβραίων, που κινδύνευε να μετεξελιχθεί σε ανοιχτό πόλεμο και απειλή για την παγκόσμια ειρήνη. Αντ’ αυτού, πρότεινε την υπαγωγή της Παλαιστίνης στην κηδεμονία του ΟΗΕ, ωσότου εξασφαλιζόντουσαν οι προϋποθέσεις ειρηνικής συμβίωσης των δύο πληθυσμών σε ένα ενιαίο κράτος.

Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό, ούτε από τους Αραβες (που – κατά το βρετανικό χρονοδιάγραμμα του 1939 – βρίσκονταν μια ανάσα από την επίτευξη της ανεξαρτησίας τους), ούτε από τους Εβραίους (στους οποίους οι ναζιστικές θηριωδίες είχαν καταδείξει περισσότερο από ποτέ την ανάγκη συγκρότησης δικού τους κράτους).

Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη (τον Μάη του 1945), το Εβραϊκό Πρακτορείο απαίτησε από την βρετανική κυβέρνηση «να ανακοινώσει άμεσα τη συγκρότηση της Παλαιστίνης ως Εβραϊκό κράτος», εκχωρώντας σε αυτό κάθε εξουσία – αρμοδιότητα σχετικά με τη μετανάστευση και τον εποικισμό, καθώς και επί των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής.13

Παράλληλα, η ένοπλη δράση των σιωνιστικών ενόπλων οργανώσεων κατά βρετανικών στόχων εντάθηκε ακόμα περισσότερο. «Στις 22 Ιούλη 1946», αναφέρει βρετανική Εκθεση, «η εκστρατεία που διεξήγαν οι [σ.σ. εβραϊκές] τρομοκρατικές οργανώσεις κορυφώθηκε εκ νέου με την ανατίναξη μιας πτέρυγας του ξενοδοχείου Βασιλιάς Δαυίδ στην Ιερουσαλήμ, όπου στεγάζονταν τα γραφεία της Κυβερνητικής Γραμματείας [σ.σ. των βρετανικών αρχών της Παλαιστίνης] και τμήμα της στρατιωτικής διοίκησης», σκοτώνοντας συνολικά 91 ανθρώπους. «Επόμενες τρομοκρατικές ενέργειες», σύμφωνα με την ίδια Εκθεση, «περιελάμβαναν την απαγωγή ενός Βρετανού δικαστή και Βρετανών αξιωματικών, τη διενέργεια δολιοφθορών σε σιδηροδρόμους και πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στη Χάιφα καθώς και την ανατίναξη ενός Συλλόγου Βρετανών Αξιωματικών στην Ιερουσαλήμ με πολλά θύματα». Ολα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή στρατιωτικού νόμου σε μια σειρά περιοχές.14

Τα αραβικά κράτη, από τη μεριά τους, «αντιλαμβανόμενα με γενικότερο τρόπο τις υποθέσεις και τα συμφέροντά τους», συγκρότησαν τον Αραβικό Σύνδεσμο (22 Μάρτη 1945), με διακηρυγμένο σκοπό τη στενότερη συνεργασία και συντονισμό τους σε μια σειρά από θέματα (πολιτικά, οικονομικά, πολιτισμού, κ.ο.κ.), τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας τους, κ.ά. Στο ιδρυτικό Σύμφωνο του Συνδέσμου υπήρχε ειδική αναφορά στην Παλαιστίνη και στην υπόθεση της ανεξαρτησίας της, όπως και πρόβλεψη για συμμετοχή εκπροσώπου της στις εργασίες του.15

Τον Νοέμβρη του 1945, με τη συνδρομή του Αραβικού Συνδέσμου, ανασυστάθηκε επίσης η Παλαιστινιακή Αραβική Ανώτατη Επιτροπή (που πρακτικά είχε πάψει να υφίσταται από το 1937 όταν τέθηκε εκτός νόμου από τους Βρετανούς).

Η παραπομπή του Παλαιστινιακού ζητήματος στον ΟΗΕ

Οι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο από τον Σεπτέμβρη του 1946 έως τον Φλεβάρη του 1947 κατέληξαν – για μια ακόμη φορά – σε αδιέξοδο. Οπως αναφέρει ο ΟΗΕ, «ο Σιωνιστικός Οργανισμός, ενδυναμωμένος από τη νέα μαζική μετανάστευση (προς την Παλαιστίνη), νόμιμη και παράνομη, από την ύπαρξη καλά εξοπλισμένων δυνάμεων (…) και από την ισχυρή διεθνή υποστήριξη, δεν ήταν διατεθειμένος να συμβιβαστεί ως προς τον μακροχρόνιο στόχο του, στην εκπλήρωση του οποίου είχε φτάσει τόσο κοντά (…) Οι Παλαιστίνιοι Αραβες, με την υποστήριξη των άλλων αραβικών λαών, ήταν αποφασισμένοι να περιφρουρήσουν και να διαφυλάξουν τη χώρα τους, καθώς και να αποτρέψουν την περαιτέρω κυριαρχία της από τη συνεχιζόμενη εβραϊκή μετανάστευση. Το αδιέξοδο ήταν πλήρες και η μεγάλης κλίμακας βία προ των πυλών»16.

Μπρος στο αδιέξοδο, η βρετανική κυβέρνηση «ανακάλυψε» ξαφνικά ότι «δεν είχε την εξουσιοδότηση, σύμφωνα με τους όρους της Εντολής, να αποδώσει τη χώρα (σ.σ. την Παλαιστίνη) ούτε στους Αραβες ούτε στους Εβραίους, ούτε να τη μοιράσει μεταξύ τους»! Ετσι, στις 18 Φλεβάρη 1947, ανακοίνωσε ότι θα μετέθετε το πρόβλημα στον ΟΗΕ17. Ο πραγματικός λόγος γι’ αυτήν την εξέλιξη, βεβαίως, ήταν το τεράστιο κόστος της βρετανικής κυριαρχίας στην περιοχή (που απαιτούσε 100.000 στρατό και 30 – 40 εκατομμύρια στερλίνες τον χρόνο), το οποίο η Βρετανία, αν και κερδισμένη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει18.

Η πρώτη ειδική συνεδρίαση του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη πραγματοποιήθηκε στις 28 Απρίλη 1947. Κρίσιμη παράμετρος της όλης συζήτησης υπήρξε η σύνδεση ή μη του προβλήματος των Εβραίων προσφύγων στην Ευρώπη με την πορεία (και μορφή) της ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης.

«Το ζήτημα της Παλαιστίνης», τόνισε ο αντιπρόσωπος της Συρίας, «είναι στο σύνολό του ανεξάρτητο και χωριστό από το ζήτημα των διωχθέντων ανθρώπων στην Ευρώπη. Οι Αραβες της Παλαιστίνης δεν ευθύνονται για τις διώξεις των Εβραίων στην Ευρώπη. Οι διώξεις αυτές καταδικάζονται απ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο, και οι Αραβες είναι ανάμεσα σε κείνους που συμπάσχουν με τους διωχθέντες Εβραίους. Ωστόσο, η λύση αυτού του προβλήματος δεν μπορεί να είναι στην ευθύνη της Παλαιστίνης, η οποία είναι μια μικροσκοπική χώρα και η οποία έχει δεχθεί ήδη αρκετούς πρόσφυγες και άλλους από το 1920 (…) Η επανεγκατάσταση εκτοπισμένων ατόμων δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί σε μία μη αυτοδιοικούμενη περιοχή, δίχως τη συγκατάθεση του πληθυσμού αυτής της περιοχής (…) Κάθε άλλη αντιπροσωπεία που επιθυμεί να εκφράσει τη συμπαράστασή της, έχει περισσότερο χώρο στη χώρα της απ’ ό,τι η Παλαιστίνη και περισσότερα μέσα για να δεχτεί τους πρόσφυγες και να τους βοηθήσει»19.

Ο εκπρόσωπος του Εβραϊκού Πρακτορείου, από τη μεριά του, υπήρξε κατηγορηματικός: «Γιατί καραβιές ανυπεράσπιστων Εβραίων προσφύγων – άνδρες, γυναίκες και παιδιά που έζησαν όλη την κόλαση της ναζιστικής Ευρώπης – εκδιώχνονται από τις ακτές της εβραϊκής εθνικής εστίας (…); Αν θεωρηθεί δεδομένο ότι ο εβραϊκός λαός βρίσκεται δικαιωματικά στην Παλαιστίνη, τότε όλες οι επιπτώσεις και τα συνεπακόλουθα αυτής της υπόθεσης θα πρέπει να γίνουν αποδεκτά. Το πιο σημαντικό είναι ότι θα πρέπει να επιτραπεί στους Εβραίους να επανεγκατασταθούν στην Παλαιστίνη χωρίς περιορισμούς στον αριθμό, με τη μόνη προϋπόθεση πως δεν θα εκτοπίσουν ή θα χειροτερεύσουν (τη ζωή) του συνόλου των υπαρχόντων κατοίκων που επίσης βρίσκονται εκεί δικαιωματικά»20.

Τελικά, το ζήτημα των προσφύγων έμεινε ανοιχτό (να εξεταστεί κατά περίπτωση), γεγονός που πρακτικά μεταφραζόταν «στην έμμεση σύνδεση του ζητήματος των Εβραίων προσφύγων με εκείνο του μέλλοντος της Παλαιστίνης»21.

Αυτό όμως που προκάλεσε τη μεγαλύτερη αγανάκτηση στους αντιπροσώπους των αραβικών κρατών στον ΟΗΕ ήταν η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς, στην αρχική αυτή φάση των διαβουλεύσεων, στην ανεξαρτησία της Παλαιστίνης. Οι προτάσεις που κατέθεσαν η ΕΣΣΔ και η Πολωνία σχετικά με την ίδρυση «ενός ανεξάρτητου δημοκρατικού κράτους της Παλαιστίνης» απορρίφθηκαν από την πλειοψηφία22.

Για τη σοβιετική αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ «η συγκρότηση ενός ενιαίου αραβο-εβραϊκού κράτους με ίσα δικαιώματα για τους Εβραίους και τους Αραβες» υπήρξε «ο καλύτερος τρόπος (…) επίλυσης του Παλαιστινιακού ζητήματος». Ταυτόχρονα, ωστόσο, επισημαινόταν ότι «αν αυτό το σχέδιο αποβεί αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δεδομένης της επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα σε Εβραίους και Αραβες (…) τότε θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το δεύτερο σχέδιο (…) που προβλέπει τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δύο ανεξάρτητα αυτόνομα κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό. Και πάλι, μια τέτοια λύση για το Παλαιστινιακό ζήτημα θα ήταν δικαιολογημένη μόνο στην περίπτωση που οι σχέσεις μεταξύ των εβραϊκών και αραβικών πληθυσμών στην Παλαιστίνη αποδεικνύονταν τόσο κακές ώστε θα ήταν αδύνατο να συμφιλιωθούν και να διασφαλιστεί η ειρηνική συμβίωση Αράβων και Εβραίων (…)». Η σοβιετική αντιπροσωπεία δεν παρέλειψε επίσης να στιγματίσει τα «δυτικά ευρωπαϊκά κράτη» και «το γεγονός (…) πως δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν την υπεράσπιση των βασικών δικαιωμάτων του εβραϊκού λαού και να τον προστατέψουν απέναντι στη βία των φασιστών εκτελεστών», κάτι που με τη σειρά του «εξηγούσε τις προσδοκίες των Εβραίων για τη δημιουργία δικού τους κράτους»23.

Στα μέσα Ιούνη 1947 η Ειδική Επιτροπή, που συστάθηκε από τον ΟΗΕ, για να εξετάσει το ζήτημα της Παλαιστίνης, μετέβη στην περιοχή.

Οι τοποθετήσεις του Ντ. Μπεν Γκουριόν (πρόεδρος τότε του Εβραϊκού Πρακτορείου) στην Επιτροπή αντανακλούσαν τις αντιφάσεις ανάμεσα στις επίσημες διακηρύξεις και τις πραγματικές προθέσεις των σιωνιστών στην Παλαιστίνη. Ετσι, ενώ από τη μια ισχυριζόταν ότι «είμαστε ένας μικρός, αδύνατος, ανυπεράσπιστος λαός», την ίδια στιγμή διαβεβαίωνε πως αν ο ΟΗΕ λάμβανε μια απόφαση θετική ως προς τους στόχους του σιωνισμού, προκαλώντας τη βίαιη αντίδραση των Παλαιστίνιων Αράβων, οι Εβραίοι μπορούσαν να «φροντίσουν τον εαυτό τους». Με τον ίδιο τρόπο, την ίδια στιγμή που δήλωνε ότι «ήταν έτοιμοι να συζητήσουν την προοπτική (ίδρυσης) ενός εβραϊκού κράτους σε μια επαρκή περιοχή της Παλαιστίνης», υπογράμμιζε πως «δικαιούμαστε την Παλαιστίνη στο σύνολό της»24.

Η Αραβική Ανώτατη Επιτροπή, από τη μεριά της, αρνήθηκε να συναντηθεί με την Επιτροπή του ΟΗΕ, διαμαρτυρόμενη για την έως τότε στάση του Οργανισμού στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης και για τον μη διαχωρισμό του από το προσφυγικό ζήτημα. Η Επιτροπή συναντήθηκε παρ’ όλα αυτά με εκπροσώπους του Αραβικού Συνδέσμου, οι οποίοι και επανέλαβαν τη θέση πως «το μέλλον της Παλαιστίνης δεν μπορεί να αποφασιστεί από άλλους (…) (παρά μόνο) από τον ίδιο τον λαό της». «Ο σιωνισμός», πρόσθεσαν, «δεν έχει νόμιμο δικαίωμα στην Παλαιστίνη. Η υλοποίηση του προγράμματός τους βασίστηκε αποκλειστικά στη στήριξη του καθεστώτος μιας ξένης δύναμης, η οποία λειτούργησε αυθαίρετα και άδικα. Οι δυνάμεις τους ήταν δυνάμεις καταπίεσης». Ιδιαίτερη ανησυχία εκφράστηκε σχετικά με τις επεκτατικές τάσεις του σιωνισμού: Πως αν επιτρεπόταν η απεριόριστη μετανάστευση, το όποιο περιορισμένο σε έκταση εβραϊκό κράτος δεν θα επαρκούσε, μετατρεπόμενο αργά ή γρήγορα σε ένα «προγεφύρωμα κατά του αραβικού κόσμου». Ο αντιπρόσωπος της Αιγύπτου υπήρξε ακόμα πιο κατηγορηματικός ως προς αυτό: «Η κυβέρνηση της Αιγύπτου», δήλωσε στην Επιτροπή, «βλέπει με μεγάλη ανησυχία την ίδρυση εβραϊκών εποικισμών κοντά στα αιγυπτιακά σύνορα. Πρόκειται απλά για μια ένδειξη του πρώτου βήματος προς την εκπλήρωση των εβραϊκών επιδιώξεων για επέκταση στην περιοχή του Σινά, που αναφέρεται ήδη σε διάφορες διακηρύξεις (τους)». «Η αιγυπτιακή κυβέρνηση», τόνισε, «έχει ήδη λάβει μέτρα απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο που πλησιάζει όλο και πιο κοντά στα σύνορά μας»25.

Εν συνεχεία, η Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ μετέβη στην Ευρώπη προκειμένου να εξετάσει «τις εναλλακτικές στην επανεγκατάσταση (των Εβραίων στην Παλαιστίνη), δηλαδή τον επαναπατρισμό ή την ενσωμάτωσή τους σε κοινότητες της Γερμανίας ή της Αυστρίας». Ωστόσο, καθώς ανέφερε σε σχετική της Εκθεση, οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες «αρνούνταν να επαναπατριστούν» λόγω «φόβου απέναντι σε έναν αυξανόμενο αντισημιτισμό». «Ο αντισημιτισμός», σημειωνόταν, ήταν πράγματι «ισχυρός στους ντόπιους πληθυσμούς, ιδιαίτερα έναντι των Εβραίων που ζούσαν σε κέντρα συγκέντρωσης» (περίπου 250.000). Ακολούθως, οι περισσότεροι πρόσφυγες δήλωναν «πως δεν επιθυμούσαν επανεγκατάσταση σε οποιαδήποτε άλλη χώρα πέραν της Παλαιστίνης». Βεβαίως, όπως υπογράμμιζε η Ειδική Επιτροπή, η ευρεία αυτή πεποίθηση ήταν εν μέρει το προϊόν «μιας ευρύτατης προπαγάνδας που είχε διενεργηθεί από ή εκ μέρους του Εβραϊκού Πρακτορείου στα κέντρα προσφύγων». Η προπαγάνδα του Εβραϊκού Πρακτορείου παρότρυνε τους πρόσφυγες να μεταβούν στην Παλαιστίνη, σε «ένα εβραϊκό κράτος για τον εβραϊκό λαό», το οποίο μάλιστα παρουσιαζόταν να εκτείνεται «σε μια περιοχή πολύ μεγαλύτερη από τα σημερινά της γεωγραφικά όρια». Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής του Διεθνούς Οργανισμού Προσφύγων, παρά την προπαγάνδα, «όσοι βρίσκονταν στα κέντρα κατά κανόνα θα συμφωνούσαν πως, αν τους δινόταν η δυνατότητα, θα πήγαιναν σε άλλα μέρη εκτός της Παλαιστίνης»26.

Η Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ δεν κατάφερε να καταλήξει σε μια ενιαία πρόταση για το ζήτημα της Παλαιστίνης. Η πλειοψηφία των μελών της πρόκρινε ως λύση τη συγκρότηση δύο ανεξάρτητων κρατών (με ενιαία οικονομία) και τη διεθνοποίηση της Ιερουσαλήμ. Το υπό συγκρότηση εβραϊκό κράτος θα είχε οριακή εβραϊκή πλειοψηφία στο σύνολο του πληθυσμού του (498.000 έναντι 497.000), ενώ στο αραβικό κράτος η αραβική πλειοψηφία θα ήταν σχεδόν απόλυτη (725.000 έναντι 10.000). Η μειοψηφία πρόκρινε ως λύση τη συγκρότηση ενός ενιαίου ομόσπονδου κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Συμφωνία υπήρξε στο κομμάτι που αφορούσε τον τερματισμό – το συντομότερο δυνατό – της βρετανικής κυριαρχίας και την έναρξη μιας μεταβατικής περιόδου προς την ανεξαρτησία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Ο Αραβικός Σύνδεσμος και η Παλαιστινιακή Αραβική Ανώτατη Επιτροπή απέρριψαν τη λύση της διχοτόμησης. «Οι Αραβες της Παλαιστίνης», διαμαρτύρονταν, «δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί το δικαίωμά τους να ζήσουν ελεύθερα και ειρηνικά, και να αναπτύξουν τη χώρα τους σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, αμφισβητείται και τίθεται διαρκώς υπό διερεύνηση (…) Οι σιωνιστές ενεργούν μια επιθετική εκστρατεία με σκοπό να εξασφαλίσουν με τη βία μία χώρα που δεν είναι δικιά τους (…) Ο αγώνας των Αράβων της Παλαιστίνης κατά του σιωνισμού δεν έχει τίποτε κοινό με τον αντισημιτισμό. Ο αραβικός κόσμος αποτελούσε μία από τις σπάνιες οάσεις καταφυγής για τους Εβραίους μέχρι που η ατμόσφαιρα της καλής γειτονίας δηλητηριάστηκε από τη διακήρυξη του Μπαλφούρ (σ.σ. τη βρετανική ιμπεριαλιστική πολιτική εποικισμού της Παλαιστίνης) και το επιθετικό πνεύμα που ενέσπειρε στην εβραϊκή κοινότητα»27.

Ο Σιωνιστικός Οργανισμός, από τη μεριά του, ενέκρινε τη λύση της διχοτόμησης, αν και είχε αντιρρήσεις αναφορικά με την έκταση των εδαφών που προέβλεπε για το εβραϊκό κράτος. Οπως επισήμανε ο Χ. Γουάιζμαν (τέως πρόεδρος του ΣΟ και μετέπειτα πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ), το εβραϊκό κράτος που προέβλεπε ο ΟΗΕ ήταν 8 φορές μικρότερο απ’ ό,τι η εβραϊκή πλευρά οραματιζόταν στο πλαίσιο της βρετανικής Εντολής28.

Στα παραπάνω ήρθε σύντομα να προστεθεί και η ανακοίνωση της Βρετανίας πως δεν προτίθετο να αναλάβει καμιά υποχρέωση αναφορικά με τη μετάβαση της Παλαιστίνης προς την ανεξαρτησία και πως θα αποσυρόταν από την περιοχή την 1η του Αυγούστου 1948. Κατά συνέπεια, η μεταβατική περίοδος που είχε προβλέψει ο ΟΗΕ συρρικνώθηκε από δύο χρόνια σε μόλις δύο μήνες. Τα δύο κράτη θα λάμβαναν την ανεξαρτησία τους την 1η του Οκτώβρη 1948. Αυτό, ωστόσο, δημιουργούσε ένα κενό εξουσίας, το οποίο οι Βρετανοί, αν και αναγνώριζαν, δήλωναν κυνικά πως δεν ήταν πλέον δικό τους πρόβλημα. «Η αναχώρηση (…) των δυνάμεων που αυτή τη στιγμή διασφαλίζουν τον νόμο και την τάξη στην Παλαιστίνη», τόνιζε σε σχετική της δήλωση η βρετανική κυβέρνηση, «θα αφήσει ένα κενό, και υπήρξε το πιο δύσκολο μέρος του έργου της Γενικής Συνέλευσης (του ΟΗΕ) να βρει τα μέσα για να καλύψει αυτό το κενό (…) (Ομως) το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να επιτρέψει στο στρατό και τη διοίκησή του να χρησιμοποιηθούν για να επιβάλουν αποφάσεις που δεν είναι αποδεκτές από καμιά πλευρά στην Παλαιστίνη»29.

Η πρόωρη απόσυρση των βρετανικών δυνάμεων έδινε ουσιαστικά το πράσινο φως για την επιβολή του ένοπλα ισχυρότερου στην περιοχή. Ταυτόχρονα, εξ αντικειμένου, άνοιγε τον δρόμο για την προώθηση των θέσεων άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών στη Μέση Ανατολή – κύρια των ΗΠΑ.

Η πρόταση – σχέδιο δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών στην Παλαιστίνη υπερψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 29 Νοέμβρη 1947 (Απόφαση 181-II). Υπέρ ψήφισαν 33 κράτη (ανάμεσά τους και η ΕΣΣΔ), κατά 13 (ανάμεσά τους όλα τα αραβικά κράτη, η Τουρκία, αλλά και η Ελλάδα), ενώ 10 απείχαν (ανάμεσά τους και η Βρετανία). Τα αραβικά κράτη ξεκαθάρισαν πως δεν θεωρούσαν την εν λόγω απόφαση δεσμευτική γι’ αυτά, εκτιμώντας ότι ήταν αντίθετη στη Χάρτα του ΟΗΕ. Για την ΕΣΣΔ η λύση των δύο ανεξάρτητων κρατών είχε πια καταστεί «η μόνη λειτουργική» δεδομένου ότι «οι Εβραίοι και οι Αραβες είτε δεν επιθυμούσαν είτε δεν μπορούσαν να ζουν μαζί»30.

Οι Εβραίοι και οι Αραβες κομμουνιστές απέναντι στα γεγονότα της περιόδου 1945 – 1947

Καθ’ όλη την κρίσιμη περίοδο 1945 – 1947 οι Εβραίοι κομμουνιστές συνέχισαν να διακηρύσσουν ότι «θα ζήσουμε μαζί για πάντα» και να καλούν σε ενότητα με τις «προοδευτικές δυνάμεις» των Αράβων. Ωστόσο, πέρα από ορισμένες κοινές απεργιακές δράσεις (με σημαντικότερη τη μεγάλη απεργία των Εβραίων και Αράβων εργατών στα Ταχυδρομεία και τα Τηλεγραφεία τον Απρίλη του 1946, που κράτησε δύο βδομάδες «παραλύοντας κυριολεκτικά τη (βρετανική) διοίκηση»), δεν υπήρξε κάποια άλλη συνεργασία ανάμεσα στους Εβραίους και τους Αραβες κομμουνιστές μέχρι την οργανωτική τους επανένωση στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ το 194831.

Οι Αραβες κομμουνιστές, μέσω του Εθνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ), είχαν αρχικά ορισμένα σημαντικά ερείσματα στην αραβική εργατική τάξη (διαθέτοντας την πλειοψηφία στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της Ιερουσαλήμ, της Γιάφα, της Γάζας, κ.ά.). Ομως η στρατηγική της «εθνικής ενότητας» δεν επέτρεψε τη μετατροπή αυτών των ερεισμάτων σε ουσιαστική κοινωνική – πολιτική δύναμη με αυτοτελείς ταξικούς σκοπούς. Το ΕΑΣ, αν και αποκλείστηκε από την Ανώτατη Αραβική Επιτροπή (κατηγορούμενο από την τελευταία ως «φιλο-σιωνιστικό» κόμμα), ωστόσο τη στήριξε ως «σύμβολο της εθνικής ενότητας» και έκφραση της επιδιωκόμενης πολιτικής του για τη συγκρότηση ενός «εθνικού μετώπου»32. Οταν τον Σεπτέμβρη του 1947 το ΕΑΣ ήρε τη στήριξή του στην αστική ηγεσία του αραβικού εθνικού κινήματος, κατηγορώντας την πως απέστρεφε την πάλη του Παλαιστινιακού λαού από τον αγώνα κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού μετατρέποντάς την σε «μια φυλετική σύγκρουση μεταξύ Αράβων και Εβραίων», ήταν πια πολύ αργά33.

Πράγματι, όταν η κατάσταση οξύνθηκε και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, Αραβες και Εβραίοι κομμουνιστές ούτε είχαν ούτε ήταν σε θέση να δώσουν μια ταξική απάντηση – διέξοδο σε όφελος των συμφερόντων των εργαζομένων της Παλαιστίνης.

Παραπομπές

1. Palestine. Statement of Policy, εκδ. HM Stationary Office, London, 1939, σελ. 3-6, 8-12.

2. Philip Mattar, «Amin Al-Husayni and Iraq’s quest for independence», στο Arab Studies Quarterly, τ.6, αρ. 4, 1984, σελ. 271 και 275

3. Philip Mattar, ό.π. σελ. 277 – 279

4. Philip Mattar, ό.π. σελ. 277 – 279

5. A Survey of Palestine – Prepared in December 1945 and January 1946 for the information of the Anglo-American Committee of Inquiry, τόμ.1, εκδ. Institute of Palestine Studies, Washington, 1991, σελ.54 και United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917-1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917-1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕα).

6. Γ. Γιέιτζ, καταχώρηση στο ημερολόγιό του στις 20.12.1940, στο Chaim Simons, A historical survey of proposals to transfer Arabs from Palestine, 1895-1947, διαδικτυακή έκδοση, 2004, σελ. 137.

7. ΟΗΕα, ό.π.

8. M. K. Budeiri, The Palestine Communist Party, PhD, LSE, 1977, σελ. 173.

9. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 195-198 και 256-258.

10. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 202-205.

11. Report of the Anglo-American Committee of Enquiry, εκδ. HM Stationary Office, London, 1946, σελ. 29-30.

12. Ο.π. 26-28, 34, 39-41.

13. ΟΗΕα, ό.π.

14. The Political History of Palestine Under British Administration: Memorandum by His Britannic Majesty’s Government Presented in July 1947 to the United Nations Special Committee on Palestine, εκδ. British Information Services, Jerusalem, 1947, σελ. 31-32.

15. Pact of the League of Arab States, 22.3.1945 (https://avalon.law.yale.edu/20th_century/arableag.asp). Το ιδρυτικό υπέγραφαν οι ηγέτες της Συρίας, της Υπεριορδανίας, του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας, του Λιβάνου, της Αιγύπτου και της Υεμένης.

16. ΟΗΕα, ό.π.

17. The Political History of Palestine, ό.π., – Supplement, σελ. 10.

18. Κατά τα λεγόμενα του Ου. Τσόρτσιλ στο βρετανικό Κοινοβούλιο στις 18.2.1947, στο https://hansard.parliament.uk/commons/1947-02-18/debates/4f8bc0e9-f2d5-4267-8d07-10707986db6e/PalestineConference(GovernmentPolicy)

19. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947-1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947-1977/ (από δω και πέρα ΟΗΕβ).

20. ΟΗΕβ, ο.π.

21. ΟΗΕβ, ο.π.

22. ΟΗΕβ, ο.π.

23. ΟΗΕβ, ο.π.

24. ΟΗΕβ, ο.π.

25. ΟΗΕβ, ο.π.

Πηγή : Ριζοσπάστης 2 – 12 – 2023

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 4ο)

Οι εξελίξεις στην εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης μετά την απόφαση του ΟΗΕ

Η συνεδρίαση του ΟΗΕ το 1947. Εως τα τέλη του χρόνου είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους κάπου 75.000 Αραβες
Η συνεδρίαση του ΟΗΕ το 1947. Εως τα τέλη του χρόνου είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους κάπου 75.000 Αραβες

Οι Εβραίοι της Παλαιστίνης υποδέχτηκαν την απόφαση του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο κρατών με πανηγυρισμούς.1 Ωστόσο, όπως παρατήρησε ένας Βρετανός αξιωματούχος, η αποδοχή αυτή ήταν διφορούμενη: «Οι Σιωνιστές πανηγυρίζουν για τη διεθνή αναγνώριση του εβραϊκού κράτους, ταυτόχρονα όμως ισχυρίζονται πως ο ΟΗΕ προέβλεψε μη-σιωνιστικά μέσα για τη διατήρησή του», κάτι που κατά τους ίδιους δεν ήταν εφικτό. «Στα εδάφη που εκχωρήθηκαν στο εβραϊκό κράτος», υπογράμμιζε σχετικά ο Ντ. Μπεν Γκουριόν, «το 40% είναι μη-Εβραίοι. (…) Η σύνθεση αυτή δεν αποτελεί μια στέρεα βάση για ένα Εβραϊκό κράτος. (…) Μόνο ένα κράτος με τουλάχιστον 80% Εβραίους μπορεί να αποτελέσει ένα βιώσιμο και σταθερό κράτος». Οι Αραβες – στη λογική της αστικής σιωνιστικής ηγεσίας των Εβραίων της Παλαιστίνης – θα αποτελούσαν μονίμως μια εν γένει «πέμπτη φάλαγγα» εντός του νέου εβραϊκού κράτους. Ακολούθως, οι διαφαινόμενες λύσεις ήταν δύο: «`Η να συλληφθούν μαζικά ή να εκτοπιστούν. Καλύτερα να εκτοπιστούν». Γρήγορα, λοιπόν, καταλήχθηκε πως τα σύνορα και η σύνθεση του υπό σύσταση εβραϊκού κράτους «θα ορίζονταν με τη βία και όχι με την απόφαση διχοτόμησης [του ΟΗΕ]». Οπως κυνικά κατέγραψε στο ημερολόγιό του το στέλεχος του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου Γ. Γιέιτζ: «Ηρθε η ώρα να τους ξεφορτωθούμε».2

Προπαγανδιστική αφίσα της οργάνωσης Ιργκούν
Προπαγανδιστική αφίσα της οργάνωσης Ιργκούν

Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης του ΟΗΕ, η ένοπλη σιωνιστική οργάνωση Ιργκούν διακήρυξε πως «η διχοτόμηση της Πατρίδας είναι παράνομη. Ποτέ δεν θα γίνει αποδεκτή. (…) Η Γη του Ισραήλ θα αποκατασταθεί στο λαό του Ισραήλ. Ολη. Και για πάντα». Η Ημερήσια Διαταγή προς τα μέλη της οργάνωσης σήμανε την αλλαγή του προσανατολισμού της δράσης της από «αμυντικό» σε «επιθετικό». Ταυτόχρονα, ξεκίνησε ο γοργός μετασχηματισμός της σε τακτικό στρατό, με το άνοιγμα των γραμμών της σε εθελοντές, τη δημιουργία κέντρων εκπαίδευσης κ.λπ.3

Οι πρώτες επιθετικές ενέργειες της Χαγκανά, της Ιργκούν και της Στερν, αν και σποραδικές ακόμη, παρήγαν σημαντικά αποτελέσματα. Εως τα τέλη του 1947 είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους κάπου 75.000 Αραβες. Από τον Γενάρη του 1948 οι εν λόγω επιχειρήσεις διευρύνθηκαν και εντατικοποιήθηκαν, στοχεύοντας στη στρατιωτική κυριαρχία – και εθνική εκκαθάριση – των αστικών κέντρων (όπου ήταν συγκεντρωμένη και η μεγάλη πλειοψηφία των Εβραίων της Παλαιστίνης), των εδαφών που συνέδεαν αυτά τα κέντρα με τους διάσπαρτους αγροτικούς Εβραϊκούς εποικισμούς, καθώς και διαφόρων σημείων στρατηγικού – οικονομικού ενδιαφέροντος.4

Στη διάρκεια των επιχειρήσεων, οι εκδιωχθέντες Αραβες αντικαθιστούνταν συστηματικά από Εβραίους εποίκους. Οπως έγραψε ο Ντ. Μπεν Γκουριόν στο ημερολόγιό του την 1η του Γενάρη 1948, δεν υπήρξε «διάκριση ανάμεσα σε ενόχους και αθώους». Στη συνεδρίαση δε του Εργατικού Κόμματος (Mapai) στις 7 Φλεβάρη ανακοίνωσε με ικανοποίηση πως ολόκληρες περιοχές στην Ιερουσαλήμ ήταν πια «100% Εβραϊκές» και πως ό,τι είχε γίνει ήδη εκεί και στη Χάιφα «μπορούσε να γίνει σε μεγάλο μέρος της χώρας (…) σε όφελός μας».5

Ισραηλινά τεθωρακισμένα στον Α' Αραβοϊσραηλινό πόλεμο
Ισραηλινά τεθωρακισμένα στον Α’ Αραβοϊσραηλινό πόλεμο

Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της Ισραηλινής σεναριογράφου και σκηνοθέτιδας Χ. Μόραγκ: «Οταν η γιαγιά μου έφτασε εδώ [στο Ισραήλ], μετά το Ολοκαύτωμα, το Εβραϊκό Πρακτορείο της υποσχέθηκε ένα σπίτι. Δεν είχε τίποτα, όλη της η οικογένεια είχε εξοντωθεί. Περίμενε για πολύ καιρό [ζώντας] σε μια σκηνή, σε μια εξαιρετικά αβέβαιη κατάσταση. Μετά την πήγαν στο Ατζαμί, στην Τζάφα, σε ένα όμορφο σπίτι στην παραλία. Είδε ότι στο τραπέζι βρίσκονταν ακόμη τα πιάτα από τους Αραβες που έμεναν εκεί και είχαν εκδιωχθεί. Επέστρεψε λοιπόν στο Πρακτορείο και τους είπε: “Πηγαίνετέ με πίσω στη σκηνή, δεν θα κάνω ποτέ σε οποιονδήποτε άλλο αυτό που έγινε σε μένα»».6 Η στάση της, βεβαίως, υπήρξε η εξαίρεση στον κανόνα.

Η ένταση και επέκταση της δράσης των ενόπλων εβραϊκών οργανώσεων ευνοήθηκε καταλυτικά από την απόσυρση των Βρετανών από την Παλαιστίνη. Με τις συγκρούσεις να γενικεύονται και να γίνονται όλο και πιο βίαιες (μόνο τους πρώτους 3 μήνες μετά την απόφαση του ΟΗΕ καταγράφηκαν 869 νεκροί και 1.909 τραυματίες) η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την επίσπευση της αποχώρησής της από την περιοχή και τον τερματισμό της Εντολής στις 15 Μάη 1948. Ολα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα ο ΟΗΕ να μην προλάβει να θέσει σε λειτουργία τις δομές διοίκησης και ασφάλειας της μεταβατικής περιόδου.

Αραβες μαχητές στον Α' Αραβοϊσραηλινό πόλεμο
Αραβες μαχητές στον Α’ Αραβοϊσραηλινό πόλεμο

«Καθώς η βρετανική κυβέρνηση απεμπλεκόταν προοδευτικά από την Παλαιστίνη», αναφέρει σχετική Εκθεση του ΟΗΕ, «και τα Ηνωμένα Εθνη αδυνατούσαν να την αντικαταστήσουν ως μια αποτελεσματική διοικητική αρχή, το Σιωνιστικό κίνημα επιχείρησε να εγκαθιδρύσει τον έλεγχο επί του εκκολαπτόμενου Εβραϊκού κράτους». Οπως προκύπτει «από τα γραπτά Σιωνιστών ηγετών», η πρόθεση του Σιωνισμού – μελετημένη και σχεδιασμένη από καιρό – «ήταν να καταλάβουν, κατά την περίοδο της [βρετανικής] απόσυρσης, όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη γινόταν (συμπεριλαμβανομένης και της “Δυτικής Οχθης”) πέρα από τα όρια που απέδιδε στο Εβραϊκό κράτος η απόφαση του ΟΗΕ».7

Το τελικό επιχειρησιακό σχέδιο της κύριας εβραϊκής ένοπλης οργάνωσης Χαγκανά («Σχέδιο Δ») διαμορφώθηκε στις 10 Μάρτη 1948 (ενσωματώνοντας και εξελίσσοντας τους στόχους των προηγούμενων Σχεδίων, που εκπονήθηκαν το διάστημα 1945 – 1947). Σκοπός του «Σχεδίου Δ» ήταν «ο έλεγχος των εδαφών του εβραϊκού κράτους», καθώς επίσης και «των εδαφών με εβραϊκούς εποικισμούς και συγκέντρωση [εβραϊκών πληθυσμών] έξω από τα σύνορα». Το επιχειρησιακό του σκέλος περιελάμβανε μεταξύ άλλων:

«– Την καταστροφή χωριών (πυρπολώντας τα, βομβαρδίζοντάς τα και τοποθετώντας νάρκες στα χαλάσματα), ιδιαίτερα όσον αφορά τα πληθυσμιακά κέντρα που είναι δύσκολο να ελεγχθούν μόνιμα.

Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακηρύσσει το κράτος του Ισραήλ το 1948
Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακηρύσσει το κράτος του Ισραήλ το 1948

— Τη διενέργεια επιχειρήσεων σάρωσης και ελέγχου σύμφωνα με τις ακόλουθες οδηγίες: περικύκλωση χωριών, διενέργεια ελέγχου εντός τους. Σε περίπτωση αντίστασης, οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να εξοντωθούν και ο [άμαχος] πληθυσμός να εκτοπιστεί πέραν των ορίων του [υπό διαμόρφωση Εβραϊκού] κράτους».8

Μία από τις πρώτες – και πλέον εμφατικές – εκδηλώσεις του «Σχεδίου Δ» ήταν η σφαγή του Ντέιρ Γιασίν στις 9 – 11 Απρίλη 1948. Το εν λόγω χωριό, κατά την παραδοχή του τότε Εβραίου στρατιωτικού διοικητή της Ιερουσαλήμ Ντ. Γιόσεφ, «ήταν ένα ήσυχο χωριό, που δεν είχε επιτρέψει την είσοδο εθελοντικών αραβικών μονάδων σε αυτό (…) ούτε είχε εμπλακεί σε επιθέσεις κατά εβραϊκών περιοχών». Παρ’ όλα αυτά, έγινε στόχος επίθεσης με πάνω από 100 αμάχους νεκρούς, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες και παιδιά.9

Οι ειδήσεις των σφαγών διέσπειραν τον πανικό ανάμεσα στους αραβικούς πληθυσμούς, που πλέον άρχιζαν να εγκαταλείπουν τις εστίες τους μαζικά (διευκολύνοντας ακόμη περισσότερο την προέλαση των εβραϊκών ενόπλων σωμάτων). «Ολες οι εβραϊκές δυνάμεις», επαιρόταν ο επικεφαλής της Ιργκούν (κατόπιν ιδρυτής του κόμματος Λικούντ και πρωθυπουργός του Ισραήλ) Μ. Μπέγκιν, «προήλαυναν στη Χάιφα σαν μαχαίρι στο βούτυρο. Οι Αραβες τρέπονταν σε φυγή πανικόβλητοι, φωνάζοντας: “Ντέιρ Γιασίν!”».10Στη διάρκεια των επιχειρήσεων από τις 30 Μάρτη έως τις 15 Μάη 1948 κάπου «200 χωριά καταλήφθηκαν και οι κάτοικοί τους εκτοπίστηκαν». Το σύνολο των εκτοπισμένων Αράβων από την έναρξη των εβραϊκών επιχειρήσεων τον Δεκέμβρη του 1947 έφτασε τις 250.000 (σχεδόν το 1/5 του συνολικού αραβικού πληθυσμού της Παλαιστίνης).11

Εβραίοι από την Ευρώπη φτάνουν στο λιμάνι της Χάιφα το 1946
Εβραίοι από την Ευρώπη φτάνουν στο λιμάνι της Χάιφα το 1946

Οι προτάσεις του ΟΗΕ για εκεχειρία απορρίφθηκαν. Το ίδιο και η πρόταση των ΗΠΑ για προσωρινή κηδεμονία της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ. Αναφερόμενος στην απόρριψη κάθε διεθνούς πρότασης ειρήνευσης ο Χ. Γουάιζμαν (τέως πρόεδρος του Σιωνιστικού Οργανισμού και πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ) ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν είχα καμιά αμφιβολία. Ηταν ξεκάθαρο σε μένα πως οποιαδήποτε οπισθοχώρηση θα ήταν μοιραία. Η μόνη μας δυνατότητα τώρα, όπως και στο παρελθόν, ήταν να δημιουργήσουμε τετελεσμένα, να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο με αυτά τα τετελεσμένα και να χτίσουμε στα θεμέλιά τους».12 Στις 14 Μάη 1948, μία μέρα πριν από την επίσημη λήξη της βρετανικής κυριαρχίας, το Ισραήλ αυτοανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητο κράτος.

Οι εξελίξεις στην αραβική κοινότητα της Παλαιστίνης μετά την απόφαση του ΟΗΕ

Οι Αραβες της Παλαιστίνης υποδέχτηκαν την απόφαση του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο κρατών με απεργιακές κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες, αλλά και εκκλήσεις προς την ηγεσία του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος για ένοπλη αντίδραση. Στις 6 Φλεβάρη 1948 η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή διεμήνυσε στον γγ του ΟΗΕ πως «οι Αραβες της Παλαιστίνης θεωρούν κάθε προσπάθεια συγκρότησης εβραϊκού κράτους σε αραβικό έδαφος (…) ως επιθετική ενέργεια στην οποία θα αντισταθούν σε αυτοάμυνα με βία».13Ωστόσο, πολύ λίγα έγιναν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Οι Αραβες της Παλαιστίνης, σε σχέση με τους Εβραίους, διέθεταν ελάχιστες ένοπλες δυνάμεις και αυτές διάσπαρτες, δίχως ενιαία διοίκηση και πενιχρά εξοπλισμένες. Απέναντι στους 60.000 και πλέον ενόπλους των διαφόρων εβραϊκών στρατιωτικών – παραστρατιωτικών σχηματισμών οι Αραβες αντιπαρέταξαν μόλις 7.000. Σε αυτούς άρχισαν να προστίθενται μετά τις πρώτες εβραϊκές επιθέσεις (από τον Γενάρη του 1948 και έπειτα) και ορισμένοι Αραβες εθελοντές από γειτονικά κράτη (κάπου 3.000 συνολικά).14

«Οι Παλαιστίνιοι Αραβες», θα σημειώσει μετέπειτα ο τότε επικεφαλής των εβραϊκών στρατιωτικών επιχειρήσεων Γ. Γιαντίν, «δεν είχαν κανέναν να τους οργανώσει σωστά» και «αν δεν ήταν οι Βρετανοί, θα τους είχαμε συντρίψει μέσα σε έναν μήνα».15 Τα μισά σχεδόν μέλη της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής βρίσκονταν εκτός Παλαιστίνης είτε ως εξόριστοι είτε ως φυγάδες. Οπως ανέφερε Ειδική Εκθεση της Επιτροπής του ΟΗΕ προς το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 16 Φλεβάρη 1948, αν και ανάμεσα «στους αγρότες και στο προλεταριάτο των πόλεων» υπήρχε «μια αναπτέρωση της πίστης [σ.σ. στην αντίσταση]», στα «μεσαία στρώματα ο πανικός αύξαινε διαρκώς» και «όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να εγκαταλείψουν τη χώρα» – μεταξύ αυτών και η αστική ηγεσία του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος – το έπραξαν.16Η επικέντρωση – εξαρχής – των εβραϊκών επιθέσεων στα αστικά κέντρα (όπως η Χάιφα, όπου το αραβικό κεφάλαιο έλεγχε μεγάλο μέρος της εμπορικής οικονομικής δραστηριότητας) είχε ως αποτέλεσμα τη γρήγορη εξουδετέρωση της παλαιστινιακής αραβικής αστικής τάξης, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

Η συνδρομή των κρατών του Αραβικού Συνδέσμου, παρά τις ηχηρές διακηρύξεις, υπήρξε επίσης από ελάχιστη έως ανύπαρκτη τη δοσμένη περίοδο. «Δεν υπήρχε έλλειμμα εθελοντών. Πολλοί δε ήταν εκείνοι που βγήκαν στους δρόμους στα γειτονικά αραβικά κράτη προκειμένου να διαδηλώσουν κατά της αδράνειας των κυβερνήσεών τους».17Παρ’ όλα αυτά, τα αραβικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στο Ισραήλ μόλις στις 15 Μάη 1948 (όταν δηλαδή έληξε και επίσημα πια η βρετανική κυριαρχία στην Παλαιστίνη), αποφεύγοντας έως τότε να παρέμβουν πιο δυναμικά και αποφασιστικά για την προστασία των Παλαιστινίων Αράβων. Η στάση τους αυτή δεν ήταν δίχως εξήγηση. Συνδεόταν δε άμεσα με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη περιοχή.

Αν και ο άμεσος στρατιωτικός έλεγχος της Παλαιστίνης (και ευρύτερα της Μέσης Ανατολής) δεν ήταν πλέον οικονομικά εφικτός για το βρετανικό καπιταλιστικό κράτος, αυτό δεν είχε παραιτηθεί από «μια περιοχή», που σύμφωνα με τον τότε Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Ε. Μπέβιν, ήταν «κεντρικής σημασίας για το Ηνωμένο Βασίλειο (…) είτε σε συνθήκες ειρήνης είτε σε συνθήκες πολέμου (…) δεύτερη [σε σημασία] μόνο μετά από το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο».18 Καθώς λοιπόν η διχοτόμηση της Παλαιστίνης με τη συγκρότηση του εβραϊκού κράτους δεν μπορούσε (ούτε ήταν επιθυμητό) πλέον να αποτραπεί, η λύση που προκρίθηκε ως η πιο ευνοϊκή στις δοσμένες συνθήκες για τα βρετανικά συμφέροντα υπήρξε η προσάρτηση των εδαφών του προοριζόμενου από τον ΟΗΕ ως αραβικού κράτους της Παλαιστίνης στον στενότερο σύμμαχο της Βρετανίας στην περιοχή, την Ιορδανία.19

Τα παραπάνω συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο στις 7 Φλεβάρη 1948 μεταξύ του Ε. Μπέβιν και του πρωθυπουργού της Ιορδανίας Τ. Αμπού αλ-Χούντα. Η εκπαιδευμένη, εξοπλισμένη και επιτελικά στελεχωμένη από τους Βρετανούς ιορδανική Αραβική Λεγεώνα (με επικεφαλής τον Βρετανό αξιωματικό σερ Τζ. Μπ. Γκλουμπ) θα αποτελούσε τον βασικό επιχειρησιακό βραχίωνα των εν λόγω επιδιώξεων. Η Αραβική Λεγεώνα, αν και υπήρξε η πλέον αξιόμαχη αραβική ένοπλη δύναμη στην Παλαιστίνη τους πρώτους μήνες των μαζικών εκτοπίσεων (Φλεβάρης – Μάης 1948), δεν έπραξε σχεδόν τίποτα για να τις αποτρέψει, καθώς είχε ρητές εντολές «να μην εισβάλει στις περιοχές που είχαν δοθεί [σ.σ. από την Απόφαση 181-IIτου ΟΗΕ] στους Εβραίους». Αντιθέτως, σε συνεννόηση με τη Χαγκανάγια «ο προσδιορισμός των περιοχών στην Παλαιστίνη που θα καταλάμβαναν οι δύο δυνάμεις» περιορίστηκε βασικά στη Δυτική Οχθη.20

Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η στάση της Σοβιετικής Ενωσης

Την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Μέση Ανατολή συνέχιζε να αποτελεί πεδίο έντονων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, οι οποίοι όμως εξελίσσονταν υπό την επίδραση και δύο νέων βασικών παραγόντων: Την εδραίωση των ΗΠΑ στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας και τη νέα φάση στην παγκόσμια αντίθεση καπιταλισμού – σοσιαλισμού.

Τα ζητήματα αυτά εντοπίζονταν στην αναλυτική αναφορά του πρέσβη της ΕΣΣΔ στην Ουάσιγκτον Ν. Νόβικοφ προς τον Σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών Β. Μόλοτοφ στις 27 Σεπτέμβρη 1946 σχετικά με την «εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ κατά τη μεταπολεμική περίοδο». Σύμφωνα με αυτή, οι ανακατατάξεις στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα είχαν προκαλέσει μια εκ νέου μοιρασιά του κόσμου ανάμεσα σε ΗΠΑ και Βρετανία, με κοινό μέτωπο κατά της ΕΣΣΔ, αλλά και με αντιθέσεις. Ενα από τα βασικότερα πεδία των εν λόγω αντιθέσεων αποτελούσε η Μέση Ανατολή. «Η δυσκολία που αντιμετωπίζουν ΗΠΑ και Αγγλία προκειμένου να έρθουν σε συμφωνία για την εν λόγω περιοχή», σημειωνόταν σχετικά, «πηγάζει από το γεγονός πως οι όποιοι συμβιβασμοί από τη μεριά της Αγγλίας (…) θα είχαν σοβαρές επιπτώσεις για το μέλλον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας συνολικά. (…) Οι ΗΠΑ, όμως, δεν ενδιαφέρονται να προσφέρουν βοήθεια ή στήριξη στη Βρετανική Αυτοκρατορία σε αυτό το ευάλωτο για εκείνη σημείο, αλλά για τη δική τους διείσδυση» στην περιοχή. «Η Παλαιστίνη», τονιζόταν, «αποτελεί ένα παράδειγμα των οξύτατων αντιθέσεων ανάμεσα στην πολιτική των ΗΠΑ και της Αγγλίας στην Εγγύς Ανατολή. (…) Είναι δε πολύ πιθανό η Εγγύς Ανατολή να γίνει το επίκεντρο των Αγγλο-Αμερικανικών αντιθέσεων, που θα τινάξει στον αέρα τις έως τώρα συμφωνίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Αγγλίας». Τέλος, επισημαινόταν ο κίνδυνος «για την ασφάλεια των νοτίων περιοχών της Σοβιετικής Ενωσης» από μια «ενίσχυση των θέσεων των ΗΠΑ στην Εγγύς Ανατολή».21

Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από διπλωματικές πηγές των ΗΠΑ. Ο Αμερικανός αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ Φ. Τζέσαπ π.χ. ανέφερε σε «άκρως απόρρητη» έκθεσή του την 1η του Ιούλη 1948 πως «η Παλαιστίνη, μαζί με τις γειτονικές χώρες» ήταν πολύ σημαντικές «από στρατηγικής άποψης» καθώς «θα ήταν ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ ως βάση σε οποιαδήποτε μελλοντική μεγάλη σύγκρουση στην περιοχή». Εξίσου «ζωτικής σημασίας» ήταν βεβαίως και «οι πετρελαϊκές πηγές της περιοχής». Την ίδια στιγμή, εκτιμούταν πως, «παρότι οι βρετανικές θέσεις στα αραβικά κράτη είναι προς το παρόν πιο ισχυρές από τις δικές μας (…) η Βρετανία (…) δεν είναι σε θέση να ασκήσει μακροπρόθεσμη επιρροή και ηγεσία σε σχέση με την Παλαιστίνη και την Εγγύς Ανατολή όπως οι ΗΠΑ».22

Επιπλέον, «ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στη σκέψη μας», αναφέρεται σε άλλο σημείο, «είναι πως μια μείωση της επιρροής των ΗΠΑ και μια αύξηση της επιρροής της ΕΣΣΔ στην Παλαιστίνη και τα κράτη του Αραβικού Συνδέσμου» θα οδηγούσε «στην υπονόμευση της πολιτικής μας», αναφορικά με το αντισοβιετικό τόξο «Ελλάδας, Τουρκίας και Ιράν».23

Βασικό ρόλο για το πού θα έκλινε εν τέλει η πλάστιγγα των συσχετισμών στην περιοχή εκτιμούταν πως θα είχε το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ. «Αν το Ισραήλ», σημειωνόταν σχετικά, «ριχτεί στην αγκαλιά της Σοβιετικής Ενωσης, μπορεί να γίνει μια δύναμη που θα λειτουργήσει εξαιρετικά σε βάρος των ΗΠΑ, του ΗΒ [Ηνωμένου Βασιλείου] και των άλλων δυτικών δυνάμεων (…). Από την άλλη, το Ισραήλ, αν αντιμετωπιστεί δίκαια, μπορεί να γίνει μια δύναμη που θα λειτουργήσει σε όφελός μας».24

Ολα τα παραπάνω αποτέλεσαν παράγοντες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της πολιτικής της ΕΣΣΔ στην περιοχή την εν λόγω περίοδο.

Απέναντι λοιπόν στις επιδιώξεις των ΗΠΑ να «βάλουν πόδι» στη Μέση Ανατολή μέσω του Ισραήλ (είτε υπό τη διεθνή κηδεμονία του ΟΗΕ, όπως επιχείρησαν στην αρχή της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, είτε ως ανεξάρτητο κράτος στη συνέχεια) και της Βρετανίας να «περιορίσει τις ζημιές της» και να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της στην περιοχή (επιτρέποντας μεν τη συγκρότηση του κράτους του Ισραήλ αλλά ενσωματώνοντας τις αραβικές περιοχές της Παλαιστίνης στη σύμμαχό της Ιορδανία), η Σοβιετική Ενωση συνέχιζε να υποστηρίζει την Απόφαση 181-ΙΙ του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο κρατών.

Η «Πράβντα»25έγραφε στις 29 Μάη 1948 πως «η Απόφαση διχοτόμησης του ΟΗΕ (…) διασφαλίζει» την «απελευθέρωση της Παλαιστίνης από την ξένη εξάρτηση, την ικανοποίηση των εθνικών ελπίδων του Εβραϊκού και Αραβικού λαού, τη δημιουργία της δυνατότητας για τους Εβραϊκούς και Αραβικούς πληθυσμούς της Παλαιστίνης να γίνουν κύριοι των τόπων τους, πέρα από ξένες ιμπεριαλιστικές επιρροές». Η αραβοϊσραηλινή σύγκρουση καταγγελλόταν ως «το αποτέλεσμα της Βρετανικής και Αμερικανικής πολιτικής» στην περιοχή.

Εκτιμούνταν επίσης πως «οι ηγέτες ορισμένων αραβικών κρατών ακολουθούν μια πολιτική που σε καμιά περίπτωση δεν αντιστοιχεί στα συμφέροντα των αραβικών λαών, αλλά υποτάσσεται σε ξένα συμφέροντα και επιρροές. (…) Η Σοβιετική Ενωση έχει υπερασπιστεί και συνεχίζει να υπερασπίζεται την ανεξαρτησία των αραβικών κρατών και λαών. Ωστόσο, πρέπει να είναι καθαρό ότι ο πόλεμος εναντίον του νεαρού εβραϊκού κράτους σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί αγώνα για τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, για τη δική τους ανεξαρτησία. (…) Παρά τη συμπάθεια προς τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των αραβικών λαών, η σοβιετική κοινή γνώμη δεν μπορεί παρά να καταδικάσει την επιθετικότητα των αραβικών κρατών κατά του κράτους του Ισραήλ και του δικαιώματος του εβραϊκού λαού να δημιουργήσει το δικό του κράτος σύμφωνα με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών».26

Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η ΕΣΣΔ αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ στις 17 Μάη 1948. Η δε Τσεχοσλοβακία προμήθευσε με όπλα τόσο το Ισραήλ, όσο και ορισμένα κράτη του Αραβικού Συνδέσμου (κύρια τη Συρία και τον Λίβανο).27

Το πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ στη συγκεκριμένη περιοχή και περίοδο (αλλά και ευρύτερα) με στόχο την προώθηση του επαναστατικού εργατικού – λαϊκού κινήματος, αποτελεί ζήτημα προς διερεύνηση από τη σκοπιά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Η αποκατάσταση της ταξικής – διεθνιστικής ενότητας του κομμουνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη

Παρά την όξυνση του αστικού εθνικισμού – σοβινισμού μεταξύ των εβραϊκών και αραβικών πληθυσμών της Παλαιστίνης, Εβραίοι και Αραβες κομμουνιστές κατάφεραν να αποκαταστήσουν το κοινό τους ταξικό – διεθνιστικό μέτωπο. Ενα πρώτο δείγμα προς την ενότητα του κομμουνιστικού κινήματος στην περιοχή είχε αποτυπωθεί ήδη στην κοινή «Δήλωση για την Παλαιστίνη», που υιοθετήθηκε στις 3 Μάρτη 1947, κατά το Συνέδριο των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στο Λονδίνο (και την οποία συνυπέγραψαν ο Γραμματέας του Εβραϊκού Κομμουνιστικού Κόμματος Παλαιστίνης, Σ. Μικούνις, και ο Γραμματέας του Αραβικού Εθνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου, Ε. Τούμα).

Οι Αραβες κομμουνιστές, έχοντας ασκήσει αυτοκριτική στην πολιτική της «εθνικής ενότητας» και αναγνωρίζοντας «το δικαίωμα» του εβραϊκού «έθνους (…) να ορίζει το μέλλον του σε ένα δικό του κράτος», γεφύρωσαν και τις τελευταίες διαφορές που είχαν με τους Εβραίους συντρόφους τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στη διάρκεια του Α’ Αραβοϊσραηλινού πολέμου (βλ. στη συνέχεια), οι Αραβες κομμουνιστές ανέπτυξαν σημαντική δράση στις κατεχόμενες από τους αραβικούς στρατούς περιοχές, καλώντας τους στρατιώτες «να γυρίσουν πίσω στις πατρίδες τους και να στρέψουν τα όπλα εναντίον των ιμπεριαλιστών και των (ντόπιων) πρακτόρων τους». Ο πόλεμος στην Παλαιστίνη, τόνιζαν, δεν γινόταν «για την απελευθέρωσή της (…) αλλά για την ενσωμάτωση του αραβικού τμήματός της στην Ιορδανία του Αμπντάλα, το υποχείριο του βρετανικού ιμπεριαλισμού». Τέλος, καλούσαν τις αραβικές εργαζόμενες μάζες της Παλαιστίνης σε «πάλη για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και τον τερματισμό της κατοχής απ’ όλους τους ξένους στρατούς»28.

Η οργανωτική ενότητα του κομμουνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη αποκαταστάθηκε με τη διεξαγωγή Ενωτικού Συνεδρίου στη Χάιφα, στις 23 Οκτώβρη 1948. Στο γεγονός αναφέρθηκε και ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο, σημειώνοντας στην «άκρως απόρρητη» αναφορά του στις 29 Οκτώβρη: «Είναι σημαντικό ότι η μόνη αποτελεσματική συνεργασία ανάμεσα σε Αραβες και Εβραίους είναι μέσω των κομμουνιστών»29.

Βεβαίως, παρά το σημαντικότατο βήμα προς την αποκατάσταση της οργανωτικής ταξικής – διεθνιστικής ενότητας του κομμουνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη, τα προβλήματα στη στρατηγική των κομμουνιστών παρέμεναν, γεγονός που αποτυπωνόταν και στους στόχους τους: Στο ότι δηλαδή έβλεπαν ως λύση στο πρόβλημα της εθνικής αυτοδιάθεσης έναντι της ιμπεριαλιστικής επεμβατικότητας τη συγκρότηση δύο χωριστών καπιταλιστικών κρατών και όχι τη διεκδίκηση ενός σοσιαλιστικού πολυεθνικού κράτους, που στις τότε συνθήκες και με τα τότε δεδομένα, ότι δηλαδή δεν υπήρχε ούτε πληθυσμιακή, ούτε εδαφική ομοιογένεια στην περιοχή της Παλαιστίνης, μπορούσε να αποτελέσει τη μόνη πραγματική λύση.

Στοιχεία από τα παραπάνω αποτυπώνονταν και σε άρθρο του Σ. Μικούνις σχετικά με τις εξελίξεις στην Παλαιστίνη, που δημοσιεύτηκε στο όργανο της Κομινφόρμ «Για Σταθερή Ειρήνη, Για τη Λαϊκή Δημοκρατία», στις 15 Απρίλη 1948. Σε αυτό, ο Σ. Μικούνις σημείωνε μεταξύ άλλων:

«Τα τελευταία χρόνια ο βρετανικός ιμπεριαλισμός αναγκάστηκε να έρθει σε συμβιβασμό και να μοιραστεί τη σφαίρα επιρροής του στην Εγγύς Ανατολή με τον πιο επιθετικό και επικίνδυνο ιμπεριαλισμό – τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία (…) Το ιμπεριαλιστικό και αντιδημοκρατικό στρατόπεδο, στο οποίο ηγούνται οι ΗΠΑ, θεωρεί την Παλαιστίνη ως μια σημαντική βάση, απ’ όπου μπορεί να υλοποιήσει τα αρπακτικά του σχέδια (…) Ο αγγλο-αμερικανικός ιμπεριαλισμός βασίζει την πολιτική του πάνω στους πιο αντιδραστικούς κύκλους των αραβικών κρατών, στους φεουδάρχες αρχηγούς και τη μεγαλοαστική τάξη που συνδέονται με το ξένο κεφάλαιο (…) Η στάση τους βαίνει αντίθετα στην επιδίωξη ενός ανεξάρτητου αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη (…)

Οι εβραϊκές τρομοκρατικές οργανώσεις, που συγκροτούν τον ιδιωτικό στρατό της εβραϊκής αστικής τάξης, αποτελούν μεγάλη βοήθεια για τον αγγλο-αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες, όταν υπήρχε ανάγκη συνδρομής των αραβικών μαζών ώστε να αντιπαλέψουν τις προκλήσεις και τον τρόμο του ιμπεριαλισμού, οι εβραϊκές τρομοκρατικές οργανώσεις “Ιργκούν” και “Στερν” διέπρατταν τερατώδεις προβοκάτσιες εναντίον απολύτως αθώων Αράβων (…) ανατινάζοντας σπίτια σε πόλεις και χωριά και σκοτώνοντας γυναίκες και παιδιά (…)

Η θέση που πήραν η Σοβιετική Ενωση και οι Λαϊκές Δημοκρατίες στον ΟΗΕ ενέπνευσε τους λαούς της Παλαιστίνης στην πάλη τους και στην πίστη τους στη νίκη (…)

Η ανεξαρτησία του εβραϊκού και του αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη θα αποτελέσει ένα σημαντικό εμπόδιο στον δρόμο του βρετανικού ιμπεριαλισμού, ενώ θα ενισχύσει την πάλη των λαών στις γειτονικές χώρες για πλήρη ανεξαρτησία (…)

Το (Εβραϊκό) Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Αραβικός Εθνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος και όλα τα προοδευτικά στοιχεία στην Παλαιστίνη παλεύουν για την πιστή υλοποίηση των αποφάσεων του ΟΗΕ, για τη συγκρότηση δύο ανεξάρτητων κρατών, σε δημοκρατικές γραμμές, με οικονομική ενότητα και συνεργασία ανάμεσά τους. Ο αραβικός και ο εβραϊκός εργαζόμενος λαός, που για χρόνια διεξήγαν έναν κοινό αγώνα για τα ζωτικά τους συμφέροντα, δεν θα επιτρέψουν στους πράκτορες του ιμπεριαλισμού να διαιρέσουν τις γραμμές τους. Παρά την ευρεία όξυνση του σοβινισμού, η ενότητα Αράβων και Εβραίων δυναμώνει στην πάλη για εθνική ανεξαρτησία»30.

Η ενότητα Αράβων και Εβραίων, βεβαίως, μπορούσε αντικειμενικά να κατακτηθεί μόνο στο πλαίσιο ενός σοσιαλιστικού κράτους και όχι σε τυπικά «εθνικά ανεξάρτητα» καπιταλιστικά κράτη.

Ο Α’ Αραβοϊσραηλινός πόλεμος

Με τη λήξη της Βρετανικής Εντολής, στις 15 Μάη 1948, στρατιωτικά τμήματα της Αιγύπτου, της Συρίας, του Λιβάνου, του Ιράκ και της Ιορδανίας εισήλθαν στην Παλαιστίνη σηματοδοτώντας την απαρχή του Α’ Αραβοϊσραηλινού πολέμου. Σύμφωνα με τα όσα διακοίνωσαν στον ΟΗΕ, η επέμβασή τους υπήρξε συνέπεια «της εβραϊκής επιθετικότητας», που είχε ως αποτέλεσμα την προσφυγοποίηση 250.000 Αράβων της Παλαιστίνης και πλέον πρόβαλλε ως «σοβαρή και άμεση απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια των εδαφών των ίδιων των αραβικών κρατών»31.

Παρά την ένταση των σχετικών διακηρύξεων και τον αριθμό των κρατών που ενεπλάκησαν από τη μεριά του Αραβικού Συνδέσμου, η πλάστιγγα του πολέμου συνέχισε να γέρνει υπέρ του Ισραήλ καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης. Καταρχάς, οι δυνάμεις που διέθεσαν τα αραβικά κράτη μειονεκτούσαν, τόσο σε αριθμό όσο και σε οπλισμό. Στο απόγειο της αριθμητικής ισχύος των εμπλεκομένων (εκατέρωθεν) ο συσχετισμός ανάμεσα στα συνδυασμένα αραβικά στρατεύματα και τις εβραϊκές ένοπλες δυνάμεις ήταν 1 προς 232. Κατά δεύτερον, υπήρχε έλλειψη συντονισμού και κοινής στόχευσης εντός του αραβικού «στρατοπέδου». Ο βασιλιάς της Ιορδανίας, Αμπντάλα, που ορίστηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο ως «ανώτατος διοικητής» των αραβικών δυνάμεων, αφότου «πέτυχε τους περισσότερους στόχους του καταλαμβάνοντας τις αραβικές περιοχές της κεντρικής Παλαιστίνης (…) αντιστάθηκε πεισματικά στις προσπάθειες των συμμάχων του να εισβάλουν στα εδάφη που είχαν εκχωρηθεί στο εβραϊκό κράτος (σ.σ. από το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ)»33.Αυτό, βεβαίως, δεν εμπόδισε τα άλλα κράτη του Αραβικού Συνδέσμου (κύρια της Αιγύπτου, της Συρίας και του Ιράκ) από το να επιδιώξουν τους δικούς τους στόχους στην περιοχή.

Ο Α’ Αραβοϊσραηλινός πόλεμος διακόπηκε δύο φορές με εκεχειρίες που κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (στις 11 Ιούνη – 8 Ιούλη 1948 και στις 18 Ιούλη – 15 Οκτώβρη 1948).

Οι λύσεις που προτάθηκαν από τον ΟΗΕ στη διάρκεια των διαδοχικών διαπραγματεύσεων ήταν αρχικά μια ένωση δύο κρατών (με ορισμένες αλλαγές στα σύνορα που προέβλεπε η απόφαση διχοτόμησης του 1947, την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους και έναν ορισμένο περιορισμό στην εβραϊκή μετανάστευση) και κατόπιν η συγκρότηση του Ισραήλ σε ανεξάρτητο κράτος με την ταυτόχρονη συγχώνευση των αραβικών εδαφών της Παλαιστίνης στην Ιορδανία (πρόταση που περιελάμβανε σημαντικές τροποποιήσεις στα σύνορα έτσι ώστε να διασφαλίζεται η εδαφική – πληθυσμιακή συνοχή κάθε κράτους). Και οι δύο προτάσεις απορρίφθηκαν εκατέρωθεν (με εξαίρεση τη δεύτερη που έγινε δεκτή μόνο από την Ιορδανία). Η συνέχεια των διαπραγματεύσεων διακόπηκε με τη δολοφονία του ειδικού διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, Φ. Μπερναντότ, από μέλη της εβραϊκής οργάνωσης «Στερν», στις 17 Σεπτέμβρη 194834.

Εχοντας κατακτήσει την πρωτοβουλία στο στρατιωτικό πεδίο, η αστική τάξη του Ισραήλ δεν είχε καμία πρόθεση για συμβιβασμό. Η βρετανική αστική τάξη, από τη μεριά της, είχε αρχίσει να ανησυχεί για τις συνέπειες της ισραηλινής ισχύος και μιας ενδεχόμενης καταστροφικής ήττας των αραβικών κρατών. Στις 27 Οκτώβρη 1948 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ε. Μπέβιν, προειδοποίησε τον Αμερικανό ομόλογό του, Τζ. Μάρσαλ, ότι αν οι ισραηλινές δυνάμεις περνούσαν τα ιορδανικά σύνορα, τότε η Βρετανία θα επενέβαινε στρατιωτικά. Οταν δε στις 22 Δεκέμβρη οι ισραηλινές δυνάμεις ξεκίνησαν μια επιθετική επιχείρηση κατά των αιγυπτιακών στρατευμάτων, που τους έφερε πέρα από τα σύνορα της Αιγύπτου, η Βρετανία απείλησε ευθέως πια το Ισραήλ με κήρυξη πολέμου. Με την παρότρυνση και των ΗΠΑ (διά του Προέδρου Χ. Τρούμαν) ο ισραηλινός στρατός σταμάτησε τελικά την προέλασή του και υποχώρησε πίσω από τη συνοριακή γραμμή Αιγύπτου – Ισραήλ35.

Οι ανησυχίες της βρετανικής αστικής τάξης δεν περιορίζονταν μόνο στη διασφάλιση των συμμαχιών – και γενικότερα των συμφερόντων – της στη Μέση Ανατολή. Είχαν να κάνουν και με τους ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς στην περιοχή. «Αν οι αραβικές κυβερνήσεις και οι στρατοί τους απαξιωθούν ολοκληρωτικά και ηττηθούν ανοιχτά», τόνισε επανειλημμένα ο γενικός γραμματέας του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών, O. Σάρτζεντ, «τα υπάρχοντα καθεστώτα μπορεί και να καταρρεύσουν». Εκτιμούνταν δε ότι μια κατάρρευσή τους θα μπορούσε να οδηγήσει τόσο στην ενίσχυση των «αντιβρετανικών και αντιαμερικανικών αισθημάτων» σε αυτά τα κράτη, όσο και σε μια αλλαγή του προσανατολισμού τους προς την ΕΣΣΔ36.Οι εκτεταμένες διώξεις κατά των κομμουνιστών σε Συρία, Λίβανο και Ιράκ το 1947 – 1949 σχετίζονταν και με αυτούς τους φόβους.

Στις 16 Γενάρη 1949, πάντως, το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε την «ντε φάκτο» αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ. Βασικός λόγος για την προσαρμογή αυτή της Βρετανίας «στη νέα πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής» υπήρξε τόσο η επιδίωξη της «ένταξης (“των αραβικών κρατών” αλλά “και του Ισραήλ”) στη δυτική ομάδα κρατών που αντιτίθεται στη σοβιετική επιθετικότητα και διείσδυση», όσο και η στενή προσέγγιση του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, μέσω της οποίας οι δεύτερες «ήλπιζαν να κερδίσουν στρατηγικά πλεονεκτήματα στη Μέση Ανατολή» σε βάρος της διαρκώς μειούμενης «βρετανικής ισχύος στην περιοχή» (όπως είδαμε ήδη)37.

Η λήξη του πολέμου και τα αποτελέσματά του

Στις 29 Νοέμβρη 1948 το Ισραήλ αιτήθηκε να γίνει μέλος του ΟΗΕ, αίτηση που δεν έλαβε την απαιτούμενη πλειοψηφία και απορρίφθηκε. Στις 11 Δεκέμβρη 1948 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την Απόφαση 194-III με την οποία καλούσε για την επιστροφή των Αράβων προσφύγων στις εστίες τους το συντομότερο δυνατόν. Επίσης, έθεσε τα θεμέλια για τις αραβο-ισραηλινές διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Λοζάνη στις 27 Απρίλη – 12 Σεπτέμβρη 1949. Στο μεταξύ, ένα ένα τα αραβικά κράτη συνομολογούσαν στον τερματισμό των εχθροπραξιών (με πρώτη την Αίγυπτο, στις 24 Φλεβάρη και τελευταία τη Συρία στις 20 Ιούλη). Οι αραβο-ισραηλινές διαβουλεύσεις που διεξήχθηκαν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στη Λοζάνη είχαν ως τελικό αποτέλεσμα τη σύναψη Πρωτοκόλλου (12 Μάη 1949), με το οποίο ορίστηκε ως βάση συζήτησης των μελλοντικών διαπραγματεύσεων για το μέλλον της Παλαιστίνης η Απόφαση 181-ΙΙ του ΟΗΕ (περί δημιουργίας δύο κρατών). Μία μέρα πριν από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Λοζάνης, ο ΟΗΕ έκανε δεκτή τη νέα αίτηση ένταξης του Ισραήλ σε αυτόν, με τον όρο ότι αποδεχόταν τις αποφάσεις 181-ΙΙ και 194-ΙΙΙ του Οργανισμού. Βεβαίως, όπως απέδειξε η Ιστορία, η αποδοχή αυτή ήταν προσχηματική. Το κράτος του Ισραήλ δεν είχε καμιά πρόθεση ούτε να συναινέσει στη δημιουργία αραβικού παλαιστινιακού κράτους ούτε να επιτρέψει την επιστροφή των προσφύγων38.

Εως τα τέλη του Α’ Αραβοϊσραηλινού πολέμου είχαν εκτοπιστεί από τις εστίες τους σχεδόν μισό εκατομμύριο ακόμη Παλαιστίνιοι Αραβες, φτάνοντας συνολικά τους 726.000. Με άλλα λόγια, σε διάστημα δύο μόλις ετών (1947 – 1949) είχε προσφυγοποιηθεί ο μισός περίπου αραβικός πληθυσμός της Παλαιστίνης. «Με την εξαίρεση της “Δυτικής Οχθης” (…), που είχε περιέλθει στην κατοχή της Αραβικής Λεγεώνας, και της Λωρίδας της Γάζας, που κατεχόταν από αιγυπτιακές δυνάμεις (…) το Ισραήλ ήλεγχε πλέον το σύνολο κυριολεκτικά της περιοχής που είχε αξιώσει το σιωνιστικό κίνημα στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού το 1919 ως “εθνική εστία των Εβραίων”»39.

Στις 24 Απρίλη 1950, η κατεχόμενη από την Ιορδανία Δυτική Οχθη περιήλθε – και επίσημα πια, με απόφαση του Κοινοβουλίου της Ιορδανίας – υπό τον έλεγχό της.

Με τη λήξη του Α’ Αραβοϊσραηλινού πολέμου «έκλεισε» ένα ακόμη «κεφάλαιο» στη μακρά και βασανιστική πορεία του Παλαιστινιακού ζητήματος. Οι νέες πληγές βεβαίως που δημιουργήθηκαν το 1947 – 1949 για τους λαούς της περιοχής παραμένουν ανοιχτές μέχρι και σήμερα: Στη συνέχεια των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και παρεμβάσεων. Στη συνέχεια των δολοφονικών επιθέσεων και εκτοπίσεων από το κράτος του Ισραήλ εναντίον των εναπομεινάντων Παλαιστινίων Αράβων. Και βεβαίως στη συνέχεια του δράματος των προσφύγων, που παραμένουν πρόσφυγες 7 δεκαετίες και πλέον μετά…

(Συνεχίζεται)

Παραπομπές

1. Newcastle Morning Herald, 1.12.1947

2. Ilan Pappe, The Ethnic Cleansing of Palestine, εκδ. Oneworld, London, 2006 (https://yplus.ps/wp-content/uploads/2021/01/Pappe-Ilan-The-Ethnic-Cleansing-of-Palestine.pdf), σελ. 62, 76 και 89

3. Menachem Begin, The Revolt, εκδ. Dell Publishers, New York, 1978 (https://ia804603.us.archive.org/5/items/the-revolt-menahem-begin/the%20Revolt%20by%20Menahem%20Begin.pdf), σελ. 411, 414 – 415

4. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 67, 103

5. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 96 – 97

6. https://twitter.com/ReportNewsLive_/status/1722028900941701627

7. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947 – 1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947-1977/ (από δω και πέρα ΟΗΕβ)

8. Walid Khalidi, «Plan Dalet: Master Plan for the Conquest of Palestine», στο Journal of Palestine Studies, τ.18, Αύγουστος 1988, σελ. 24, 29

9. Matthew Hogan, «The 1948 massacre at Deir Yassin revisited», στο The Historian, τ.63, αρ. 2, 2001, σελ. 309 και Dov Yoseph, The faithful city, εκδ. Simon and Schuster, New York, 1960, σελ. 71 – 72

10. Menachem Begin, ό.π., σελ. 213 – 214

11. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 67, 134

12. Chaim Weizmann, Trial and Error, εκδ. Harper & Bros, New York, 1949, σελ. 476

13. UN Palestine Commission, First Special Report of the Security Council, 16.2.1948 (https://web.archive.org/web/20101003080945/http://unispal.un.org/UNISPAL.NSF/0/FDF734EB76C39D6385256C4C004CDBA7) και Newcastle Morning Herald, 1.12.1947

14. Gershon Rivlin & Elhanan Oren, The War of Independence, τόμ. 1, εκδ. MoD, Tel-Aviv, 1982, σελ. 187, 320 και τόμ. 2, σελ. 428

15. Harry Sacher, Israel: The establishment of Israel, εκδ. Weidenfeld & Nicolson, London, σελ. 217

16. UN Palestine Commission, ό.π.

17. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 148.

18. Στο Avi Shlaim, «Britain and the Arab-Israeli War of 1948», στο Journal of Palestine Studies, τ.16, αρ. 4, 1987, σελ. 52

19. Avi Shlaim, ό.π., σελ. 54

20. Sir John Bagot Glubb, A soldier with the Arabs, εκδ. Hodder & Stoughton, London, 1957, σελ. 63 – 66 και Bevin to the Secretary of Defense, 13.12.1948, στο FO800/477 (PRO).

21. Στο Diplomatic History, τ.15, αρ. 4, 1991, σελ. 532 – 535

22. FRUS, 1948, The Near East, South Asia and Africa, τ.5, μέρος 2, σελ. 1181

23. FRUS, ό.π., σελ. 1182

24. FRUS, ό.π., σελ. 1183 – 1184

25. Η «Πράβντα» ήταν το όργανο της ΚΕ του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος – μπολσεβίκοι (όπως ονομαζόταν το ΚΚΣΕ πριν από το 1952)

26. Στο FRUS, ό.π., σελ. 1075

27. FRUS, ό.π., σελ. 1247 – 1248

28. M. K. Budeiri, The Palestine Communist Party, PhD, LSE, 1977, σελ. 293 – 295

29. FRUS, ό.π. σελ. 1531

30. Samuel Mikunis, «The peoples of Palestine struggle for national independence», στο For a Lasting Peace, For a Peoples’ Democracy, αρ. 8, τ.11, 15 Απρίλη 1948, σελ. 71 – 75

31. ΟΗΕβ, ό.π.

32. Yoav Gelber, Palestine 1948, εκδ. Sussex University Press, Brighton, 2006, σελ. 12.

33. Avi Shlaim, ό.π., σελ. 60.

34. OHEβ, ό.π.

35. FRUS, ό.π., σελ. 1520 – 1521 και 1699 – 1704

36. Minute by O. G. Sargen t, 4.1.1949 και 17.1.1949, στο FO371/75164 και 371/75336 αντίστοιχα (PRO)

37. Avi Shlaim, ό.π., σελ. 70, 74

38. ΟΗΕβ, ό.π.

39. OHEβ, ό.π.

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Πηγή : Ριζοσπάστης 16 – 17 / 12 – 2023

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 5ο)

Οι Παλαιστίνιοι Αραβες στον δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς

Στο δρόμο του ξεριζωμού
Στο δρόμο του ξεριζωμού

Ο βίαιος ξεριζωμός των Αράβων της Παλαιστίνης από τις εστίες τους το 1948 -1949 (γεγονός που καταγράφηκε με τον όρο «Νάκμπα», δηλαδή «Καταστροφή», στη συλλογική μνήμη των Παλαιστινίων) είχε ως αποτέλεσμα τον διασκορπισμό της μεγάλης πλειοψηφίας τού μέχρι πρότινος γηγενούς πληθυσμού των εδαφών που συγκρότησαν το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ σε στρατόπεδα προσφύγων εκτός των συνόρων του.

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ η κατανομή των καταγεγραμμένων προσφύγων (όχι το σύνολο, καθώς πολλοί δεν είχαν καταγραφεί) το 1950 είχε ως εξής: Στον Λίβανο 127.600, στη Συρία 82.194, στην Ιορδανία (συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Οχθης) 506.200, στην Γάζα 198.227. Υπήρχαν επίσης 45.800 πρόσφυγες σε στρατόπεδα εντός Ισραήλ. Σύνολο προσφύγων: 960.021. Στο κράτος του Ισραήλ, απεναντίας, είχαν απομείνει πια μόλις 167.100 «μη-Εβραίοι» (κατά την κατηγοριοποίηση των σχετικών απογραφών), αποτελώντας μια μικρή μειοψηφία της τάξης του 12,2%.1

Το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων κατέληξε σε ειδικούς καταυλισμούς (58 συνολικά) που συστάθηκαν και λειτούργησαν υπό την ευθύνη του νεοσύστατου (το 1949) οργανισμού του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNRWA). Πέραν αυτών, υπήρχαν βεβαίως και διάφοροι «ανεπίσημοι» καταυλισμοί που στήθηκαν πρόχειρα και βεβιασμένα (για να μετατραπούν στην πορεία σε πιο μόνιμους οικισμούς).2

Καταυλισμός προσφύγων στη Γάζα το 1955
Καταυλισμός προσφύγων στη Γάζα το 1955

Με την πάροδο του χρόνου, ένας αριθμός προσφύγων «θα σκορπίσει» ακόμα περισσότερο (κυρίως για βιοποριστικούς λόγους): σε Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Λιβύη και αλλού.

Οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων

Η εγκατάσταση τόσων χιλιάδων προσφύγων στις χώρες υποδοχής δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς «δεν ήταν έτοιμες να αντεπεξέλθουν στο οικονομικό κόστος της στήριξής τους».3

Στη Δυτική Οχθη ο πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε, στην δε πολύπαθη Γάζα σχεδόν τετραπλασιάστηκε. Ειδικό ενδιαφέρον έχει Εκθεση του ΟΗΕ που αναφέρεται στη Λωρίδα της Γάζας ως περιοχή «υπερβολικά μικρή και άγονη, προκειμένου να προσφέρει μια ικανοποιητική διαβίωση ακόμη και στον αρχικό της πληθυσμό από τη στιγμή που παραμένει αποκομμένη από τη φυσική της ενδοχώρα». Σημειωτέον πως ο αρχικός πληθυσμός στον οποίο αναφερόταν η Εκθεση ήταν μόλις 80.000 κάτοικοι. Το 2020 ο πληθυσμός της Λωρίδας της Γάζας εκτιμούνταν σε 1.918.221 κατοίκους!4

Οι συνθήκες ζωής των προσφύγων στους καταυλισμούς – ειδικά τα πρώτα χρόνια (προτού στηθούν κάποιες υποτυπώδεις βασικές δομές από τον ΟΗΕ) – ήταν εξαιρετικά σκληρές: Η φτώχεια, η πείνα, οι κακουχίες και οι αρρώστιες θέριζαν τον πληθυσμό και ιδιαίτερα τους πιο αδύναμους, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. «Η ζωή ήταν δύσκολη», αναφέρει ένας πρόσφυγας στη μαρτυρία του. «[Ημασταν] ακόμη και 7 οικογένειες σε μια σκηνή (…). Καθώς δεν υπήρχαν δε αρκετές σκηνές για όλους κάποιες οικογένειες αναγκάστηκαν να μείνουν σε σπηλιές. Υπήρχαν αρρώστιες και συνωστισμός. Πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι και παιδιά πέθαναν εξαιτίας των κακών αυτών συνθηκών».5

Παιδιά παλαιστίνιων προσφύγων στην Ιορδανία, σε ώρα μαθήματος
Παιδιά παλαιστίνιων προσφύγων στην Ιορδανία, σε ώρα μαθήματος

Χιλιάδες εξ αυτών προσπάθησαν το αμέσως επόμενο διάστημα να επιστρέψουν στις εστίες τους παράνομα, είτε αναζητώντας χαμένους συγγενείς, είτε για να περισυλλέξουν προσωπικά αντικείμενα που δεν πρόλαβαν να περισώσουν κατά τον ξεριζωμό τους, είτε για να μαζέψουν έστω λίγες ελιές από τη γη τους (ωθούμενοι από την πείνα), είτε από απλή νοσταλγία για τους τόπους που άφησαν πίσω. Το 1952, οπότε το φαινόμενο αυτό έφτασε στο αποκορύφωμά του, καταγράφηκαν κάπου 16.000 τέτοιες περιπτώσεις.6

Πολλοί ήταν εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας. Τον Ιούνη του 1950 οι «New York Times» έκαναν λόγο για δεκάδες πρόσφυγες που πέθαναν από τη δίψα και την εξάντληση, επιχειρώντας να διασχίσουν την έρημο. Αλλά και όσοι επιβίωναν του επικίνδυνου αυτού ταξιδιού βρίσκονταν συχνά αντιμέτωποι με τις δολοφονικές σφαίρες των ισραηλινών δυνάμεων, που τους αντιμετώπιζαν όλους αδιακρίτως ως «Αραβες εισβολείς».7Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1949 – 1956, κάπου 2.700 με 5.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες δολοφονήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο (ανάμεσά τους και ανήλικα παιδιά). Αναφορές υπήρχαν επίσης για βασανισμούς, βιασμούς, κ.ά.8

Αλλά και η στάση των κρατών υποδοχής έναντι των Παλαιστινίων προσφύγων ποικίλε.

Παλαιστίνιοι διαδηλώνουν απέναντι σε ισραηλινά στρατεύματα. Μια εικόνα από την καθημερινότητα στα κατεχόμενα εδάφη
Παλαιστίνιοι διαδηλώνουν απέναντι σε ισραηλινά στρατεύματα. Μια εικόνα από την καθημερινότητα στα κατεχόμενα εδάφη

Στη Συρία (όπου ο «παναραβισμός»9είχε ισχυρά ερείσματα στην ντόπια αστική τάξη) οι πρόσφυγες είχαν τους λιγότερους περιορισμούς όσον αφορά την εργασία, τις μετακινήσεις, την πολιτική δραστηριότητα, κ.ο.κ.

Απεναντίας, στον Λίβανο (όπου ένα τμήμα της αστικής τάξης ήταν Μαρωνίτες χριστιανοί και η εισδοχή δεκάδων χιλιάδων Αράβων απειλούσε ποικιλοτρόπως τις υπάρχουσες εθνικές – κοινωνικοταξικές ισορροπίες), οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία έως και ανοιχτή εχθρότητα: Με αυστηρούς περιορισμούς στις μετακινήσεις και την εργασία, με πλήρη απαγόρευση της πολιτικής δραστηριότητας, με συστηματική – και συχνά άγρια – καταστολή κ.λπ.

Στην Ιορδανία (όπου με την ενσωμάτωση της Δυτικής Οχθης και την εισδοχή των προσφύγων οι Παλαιστίνιοι Αραβες έφτασαν να αποτελούν τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού) ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην αφομοίωση («Ιορδανοποίηση»), είτε μέσω διαφόρων μορφών ενσωμάτωσης (όπως η ένταξη σε κρατικές υπηρεσίες, η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, κ.λπ.) είτε μέσω διαφόρων πιέσεων και καταναγκασμών (όπως με την απαγόρευση του όρου «Παλαιστίνη» σε επίσημα έγγραφα, την καταπίεση κάθε έκφρασης ιδιαίτερης – Παλαιστινιακής – ταυτότητας, πολιτικής οργάνωσης, κ.ά.).10

Η παρουσία τόσων χιλιάδων εξαθλιωμένων ανθρώπων με ανάμεικτα (αν και όχι ακόμη εθνικά, πολιτικά ή και ταξικά αποκρυσταλλωμένα) συναισθήματα θλίψης και οργής στα σύνορα των εν λόγω κρατών αντιμετωπίστηκε αναμφίβολα από τις κατά τόπους αστικές τάξεις ως ένας παράγοντας εν δυνάμει αποσταθεροποιητικός και επικίνδυνος. Τόσο ως προς τις αντιθέσεις που εδράζονταν στην ύπαρξη διαφόρων εθνικών – θρησκευτικών μειονοτήτων εντός τους, όσο και ως προς τις κοινωνικοταξικές αντιθέσεις που σιγόβραζαν παντού, αλλά και τις ποικίλες (εσωτερικές και εξωτερικές) αναταράξεις που δημιουργούσαν τα αναπτυσσόμενα εκείνη την εποχή εθνικοαπελευθερωτικά, αντιαποικιακά, παναραβικά κινήματα (βλ. σε επόμενο μέρος του αφιερώματος).

Οι διαμετρικά διαφορετικές διαδρομές ταξικά διαφορετικών δυνάμεων

Η κατοχική βια δεν γνωρίζει όρια
Η κατοχική βια δεν γνωρίζει όρια

Βεβαίως, οι όροι παραμονής και διαβίωσης στις χώρες υποδοχής, δεν ήταν ίδιοι για όλους τους Παλαιστίνιους Αραβες. Απεναντίας, διέφεραν πολύ ανάλογα με την κοινωνικοταξική τους προέλευση.

Η αστική τάξη των Αράβων της Παλαιστίνης δεν ακολούθησε τον ίδιο δύσβατο και επικίνδυνο δρόμο της προσφυγιάς που διέβη η εργατική – αγροτική πλειοψηφία, ούτε κατέληξε σε καταυλισμούς δίνοντας καθημερινή μάχη για την επιβίωση. Πράγματι, όπως είδαμε και σε προηγούμενο μέρος του αφιερώματός μας, ένα μεγάλο τμήμα των εχόντων και κατεχόντων (περίπου 30.000 στον αριθμό) εγκατέλειψε την Παλαιστίνη σχεδόν αμέσως με την εκδήλωση των πρώτων ταραχών (τέλη του 1948 – αρχές του 1949).11

Οι μεγαλογαιοκτήμονες των οποίων οι ιδιοκτησίες γης αφαιρέθηκαν από το κράτος του Ισραήλ (δίχως αποζημίωση) διέθεταν περιουσίες και χρηματικό κεφάλαιο, τα οποία και μετέφεραν. Οι δε μεγαλαιοκτήμονες στη Δυτική Οχθη επωφελήθηκαν τα μέγιστα από το φτηνό – και υπερπλεονάζον – εργατικό δυναμικό των προσφύγων που κατέφυγε στην περιοχή.12

Οι κεφαλαιούχοι που δραστηριοποιούνταν στην πίστη, στο εμπόριο, στις κατασκευές κ.α. είχαν κατά κανόνα σημαντικά συμφέροντα, κεφάλαια αλλά και διασυνδέσεις στα γειτονικά αραβικά κράτη. Επιπλέον, φρόντισαν έγκαιρα να φυγαδεύσουν τεράστια ποσά στο εξωτερικό (η μεταφορά χρηματικού κεφαλαίου σε τράπεζες της Ιορδανίας την εν λόγω περίοδο π.χ. ήταν τέτοια, που τα αποθεματικά τους σχεδόν διπλασιάστηκαν). Ακολούθως, η αστική τάξη των Παλαιστινίων Αράβων μπόρεσε μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να ανακάμψει – και να αναπτύξει περαιτέρω – την κερδοφόρα δραστηριότητά της στους ίδιους ή και νέους κλάδους (όπως η βιομηχανία πετρελαίου, οι αερομεταφορές, οι ασφάλειες, κ.ά.).13 Βεβαίως, παρότι στον ένα ή τον άλλο βαθμό οι Παλαιστίνιοι κεφαλαιούχοι ενσωματώθηκαν στις αστικές τάξεις των κρατών όπου εγκαταστάθηκαν, παρέμενε το γεγονός πως δεν είχαν δικό τους κράτος.

Σκηνή από τον διωγμό των Παλαιστινίων
Σκηνή από τον διωγμό των Παλαιστινίων

Σε κάθε περίπτωση, η παλαιστινιακή αστική τάξη (ως τάξη, πέραν των όποιων επιμέρους – μεμονωμένων περιπτώσεων μελών της που καταστράφηκαν) δεν είχε ούτε την αντιμετώπιση ούτε την «τύχη» που είχε η συντριπτική πλειοψηφία των Παλαιστινίων εργατών και αγροτών. Πράγματι, δεν γνώρισε τους περιορισμούς – αποκλεισμούς (στην Παιδεία, στην Υγεία, στις μετακινήσεις κ.ο.κ.), τη βία και αυθαιρεσία των δυνάμεων καταστολής, τις ρατσιστικές διακρίσεις και υποτιμητική συμπεριφορά των αρχών: όλα αυτά που συνέθεταν την καθημερινότητα της παλαιστινιακής φτωχολογιάς. Δεν γνώρισε την ανασφάλεια της ζωής στους προσφυγικούς καταυλισμούς (που όντας συνήθως στα σύνορα με το Ισραήλ γίνονταν συχνά στόχος επιθετικών ενεργειών – αντιποίνων του ισραηλινού στρατού). Ούτε φυσικά γνώρισε την ανάγκη να κάνει «την οποιαδήποτε δουλειά για οποιονδήποτε μισθό», όπως οι χιλιάδες ομογενείς τους, που αναγκάστηκαν να πουλάνε την εργατική τους δύναμη όσο – όσο προκειμένου να επιβιώσουν. Η μεγάλη πλειοψηφία των Παλαιστινίων Αράβων εντάχθηκε ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό στην αγροτική οικονομία, αλλά και τη βιομηχανία (μεταποίησης, πετρελαίου, κατασκευών, κ.ά.), αποφέροντας τεράστια κέρδη για τους – συχνά συντοπίτες – εκμεταλλευτές τους. Ακόμα εντονότερη υπήρξε η εκμετάλλευση των γυναικών (που λόγω των αυξημένων αναγκών της επιβίωσης αναγκάστηκαν να βγουν πιο μαζικά στην παραγωγή), οι οποίες αμείβονταν λιγότερο και αντιδρούσαν πιο δύσκολα στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες.14

1948, Ματζντάλ (το σημερινό Ασκελόν)
1948, Ματζντάλ (το σημερινό Ασκελόν)

Τέλος, πέραν των παραπάνω, υπήρχε και ένας σημαντικός αριθμός εξειδικευμένων εργατών, μικροαστών επαγγελματιών, νομικών, κ.ά., εκ των οποίων, κάποιοι μεν κατέληξαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς (και προλεταριοποιήθηκαν), πολλοί άλλοι όμως εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα των χωρών υποδοχής απασχολούμενοι σε ανάλογες εργασίες. Η ψαλίδα ανάμεσα στα εισοδήματα των τελευταίων (δηλαδή των κατά βάση μικροαστικών στρωμάτων της πόλης) και της εργατικής – αγροτικής πλειοψηφίας των προσφυγικών καταυλισμών ήταν τεράστια: 33 προς 1 κατά μέσο όρο στον Λίβανο, 22 προς 1 στην Ιορδανία και 20 προς 1 στη Συρία.15 Ωστόσο, και αυτοί αντιμετωπίζονταν συχνά ως πολίτες «δεύτερης κατηγορίας», δεν ήταν εντελώς «αλώβητοι» στους περιορισμούς και τις διακρίσεις, ενώ σίγουρα δεν είχαν τις προνομιακές σχέσεις με τις αστικές τάξεις των αραβικών κρατών που είχε η παλαιστινιακή αστική τάξη.

Η πολιτική του Ισραήλ έναντι των προσφύγων

Κατά τη διαδικασία ένταξής του στον ΟΗΕ (το 1949) το κράτος του Ισραήλ αποδέχτηκε τις αποφάσεις του οργανισμού, σχετικά με την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους. Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων, η αποδοχή αυτή δεν ήταν παρά προσχηματική (προκειμένου να εξασφαλιστεί ο πιο άμεσος στόχος της διεθνούς αναγνώρισης του νέου κράτους).

Αραβικό λεωφορείο στην Ιερουσαλήμ διάτρητο από ισραηλινά πυρά το 1947
Αραβικό λεωφορείο στην Ιερουσαλήμ διάτρητο από ισραηλινά πυρά το 1947

Τα επόμενα χρόνια, οι διάφορες δημόσιες τοποθετήσεις μιας σειράς παραγόντων του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος (Mapai) επί του θέματος ήταν ξεκάθαρες και κατηγορηματικές ως προς αυτό: «Η επιστροφή των Αράβων προσφύγων στο Ισραήλ θα συνιστούσε μια ωρολογιακή βόμβα στην ύπαρξη του Κράτους» (Λ. Εσκολ, υπουργός Οικονομικών). «Θα ήταν σαν μια εισβολή αλλά χωρίς τανκς και κανόνια» (Π. Σαπίρ, υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας). «Δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε την επιστροφή ούτε ενός Αραβα πρόσφυγα» (Μ. Νταγιάν, τέως αρχηγός του ισραηλινού ΓΕΣ).16Το 1961 η εν λόγω πολιτική αποτυπώθηκε συμπυκνωμένα στην επίσημα διακηρυγμένη θέση – σύνθημα: «Ούτε ένας πρόσφυγας [πίσω]»!17

Για να «στοιχειοθετήσει» τη στάση του αυτή προπαγανδιστικά, το κράτος του Ισραήλ υποστήριξε μεταξύ άλλων: α) Πως «οι Αραβες πρόσφυγες (…) εγκατέλειψαν την χώρα κατά τις οδηγίες των ηγετών τους και οικειοθελώς». β) Πως «η επανεγκατάσταση των προσφύγων» αποτελούσε «υποχρέωση (…) των αραβικών κρατών» («εφόσον» δήθεν «αυτά ευθύνονταν για το γεγονός ότι έγιναν πρόσφυγες εξαρχής. Το προσφυγικό πρόβλημα δεν θα υπήρχε αν τα αραβικά κράτη δεν πήγαιναν σε πόλεμο το 1948 και δεν διέτασσαν αυτούς τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους») και γ) πως «Εβραίοι πρόσφυγες από τα αραβικά κράτη είχαν έρθει στη θέση τους [σ.σ. των Αράβων προσφύγων], σε ίδιους αριθμούς», επομένως είχε επέλθει ένας κάποιος «συμψηφισμός».18

Βεβαίως, τίποτε από τα παραπάνω δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, στην ιστορική αλήθεια. Ωστόσο, όλα αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος μιας κεντρικά σχεδιασμένης, εκτεταμένης, εντατικής και συστηματικής προπαγάνδας του κράτους του Ισραήλ στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Πρόκειται για τη λεγόμενη χασμπαρά, «που σημαίνει “εξήγηση” στα Εβραϊκά» και «επιδιώκει να δώσει εξηγήσεις σε δράσεις, είτε είναι δικαιολογημένες είτε όχι» στο πλαίσιο της ισραηλινής προπαγάνδας.19

Οπως όμως υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Μ. Σάρετ από το βήμα της Κνεσέτ (το Κοινοβούλιο του Ισραήλ) στις 7.12.1953: «Υπάρχουν γεγονότα που είναι χαραγμένα βαθιά, που έχουν τέτοιον αντίκτυπο, ώστε καμιά χασμπαρά δεν μπορεί να τα συγκαλύψει (…). Ολα τα στρατόπεδα των εκτοπισμένων Εβραίων έχουν πια διαλυθεί, αλλά στήθηκαν στρατόπεδα για τους Αραβες πρόσφυγες και καμιά χασμπαρά στον κόσμο (…) δεν μπορεί να αλλάξει το τελικό γεγονός ότι αυτά τα στρατόπεδα υπάρχουν».20

Το Κομμουνιστικό Κόμμα υπήρξε η μόνη πολιτική δύναμη στο Ισραήλ που υποστήριξε το δικαίωμα των Αράβων προσφύγων να επιστρέψουν στις εστίες τους. «Είναι λογικό», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο βουλευτής και στέλεχος του ΚΚΙ Μ. Βίλνερ το 1957, «να λέει κανείς, όπως λένε κάποιοι σήμερα στο Ισραήλ, πως οι Εβραίοι έχουν το δικαίωμα επιστροφής στις εστίες τους μετά από 2.000 χρόνια, αλλά οι Αραβες πρόσφυγες δεν έχουν αυτό το δικαίωμα έπειτα από 9 χρόνια;»21

Τα επόμενα χρόνια, το κράτος του Ισραήλ, δεν θα εγκρίνει παρά ελάχιστες από τις χιλιάδες αιτήσεις προσφύγων για επιστροφή και επανένωση με τις οικογένειές τους. Απεναντίας, οι πρόσφυγες, αντί να μειωθούν, αυξήθηκαν κιόλας, αφού οι εκδιώξεις Παλαιστινίων Αράβων (καθώς και Βεδουίνων) συνεχίστηκαν έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Σε πολλές περιπτώσεις οι εκδιωχθέντες αναγκάζονταν από τον ισραηλινό στρατό να υπογράψουν δηλώσεις «οικειοθελούς αναχώρησης» (στερώντας τους έτσι – και τυπικά – τη δυνατότητα επιστροφής υπό την ομπρέλα της Απόφασης 194-III του ΟΗΕ το 1948 για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες).22

Σήμερα, 75 χρόνια μετά τη «Νάκμπα» ο αριθμός των Παλαιστινίων προσφύγων, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, ανέρχεται σε περίπου 5,9 εκατομμύρια…23

Η αστική τάξη του Ισραήλ εδραιώνει το κράτος της

Οπως είδαμε ήδη, το 1948-1949, η εβραϊκή αστική τάξη πέτυχε με την ένοπλη βία (και με το προκάλυμμα του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου) να συγκροτήσει το κράτος της πάνω σε εδάφη πολύ πιο διευρυμένα (από εκείνα που είχαν οριστεί από τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ) και σε μεγάλο βαθμό εκκαθαρισμένα από τους ντόπιους αλλογενείς (και ανεπιθύμητους) πληθυσμούς.

Ωστόσο, όπως τόνισε από το βήμα της Κνεσέτ ο Ντ. Μπ. Γκουριόν (2.8.1949): «Ας μην έχουμε αυταπάτες, ο πόλεμος δεν τελείωσε ακόμη».24Ο «πόλεμος» στον οποίο αναφερόταν ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είχε να κάνει ακριβώς με την κατοχύρωση των «κεκτημένων» και την αποκρυστάλλωση του status quo, τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό του νέου κράτους.

Οσον αφορά το δεύτερο, αυτό μεταφράστηκε στην πράξη στη συστηματική και πολύπλευρη «ισραηλοποίηση» του νεοσύστατου κράτους. Βασικό εργαλείο για αυτόν τον σκοπό υπήρξε η επιτάχυνση του εβραϊκού εποικισμού, ιδιαίτερα στις περιοχές που είχαν εκκενωθεί από τους γηγενείς αραβικούς πληθυσμούς, καθώς και στα εδάφη που προορίζονταν για το μελλοντικό Αραβικό Παλαιστινιακό κράτος αλλά πλέον είχαν περιέλθει υπό την κατοχή του ισραηλινού στρατού.

Είναι χαρακτηριστικό πως, σε διάστημα μόλις 4 ετών (έως το 1951), εγκαταστάθηκαν στο Ισραήλ 687.624 Εβραίοι έποικοι (αριθμός που ισοδυναμούσε σχεδόν με το σύνολο των εποίκων όλης της επόμενης εικοσαετίας, έως και το 1970, ήτοι 683.036).25Σύμφωνα με τον «Νόμο της Επιστροφής» του 1950,26οποιοσδήποτε Εβραίος ανά τον κόσμο είχε το δικαίωμα να μεταβεί στο Ισραήλ και να λάβει την ισραηλινή υπηκοότητα (εκτός και αν θεωρούταν επικίνδυνος «για την ασφάλεια του κράτους», όπως π.χ. στην περίπτωση του Αμερικανού Εβραίου κομμουνιστή Ρ. Σόμπλεν το 1962).

«Ο στόχος», αναφέρουν οι Ισραηλινοί συγγραφείς A. Orr και M. Machover, ήταν μεταξύ άλλων: «Η μεταφορά στο Ισραήλ όσο το δυνατόν περισσότερων Εβραίων όσο το δυνατόν γρηγορότερα με κάθε δυνατό μέσο· η εδραίωση επoικισμών καθ’ όλη τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός· η αποζημίωση εκεί των αγροτών [εποίκων] για τις απώλειές τους ώστε να μη φύγουν· η κατάσχεση της γης από τους [όποιους εναπομείναντες] Αραβες ιδιοκτήτες τους υπό το πρόσχημα της “ασφάλειας”· η οικοδόμηση χωριών και πόλεων (…) σύμφωνα με την πολιτική αναγκαιότητα παγίωσης και σταθεροποίησης του status quo· (…) η αλλαγή των ονομασιών χωριών και πόλεων, γειτονιών και δρόμων, από τα Αραβικά στα Εβραϊκά» κ.ά.27

Ο εποικισμός κατεχόμενων περιοχών με σκοπό τη δημιουργία νέων δεδομένων αποτέλεσε μια πρακτική, η οποία συνεχίζεται έως και τις μέρες μας. Και, βεβαίως, όπως και τότε, έτσι και διαχρονικά, ήταν μια πρακτική η οποία μετέτρεπε τους εποίκους σε πολύμορφα (και αναλώσιμα) όργανα εξυπηρέτησης των επιδιώξεων της ισραηλινής αστικής τάξης. Οι εν λόγω εποικισμοί (που λειτουργούσαν ταυτόχρονα και ως μικρά φρούρια) στα πρώην αραβικά εδάφη αποτελούσαν τοποτηρητές αλλά και σύμβολα της επεκτατικής επιθετικότητας του κράτους του Ισραήλ. Γι’ αυτό και υπήρξαν συχνά το επίκεντρο επιθέσεων από Παλαιστίνιους Αραβες, που, πρόσφυγες πλέον, ατένιζαν από την άλλη γραμμή των συνόρων την πατρίδα τους να χάνεται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια τους.

Οπως κυνικά επεσήμανε στις 28.4.1956 στον επικήδειο ενός δολοφονημένου εποίκου στα σύνορα με τη Γάζα ο τότε επικεφαλής του ΓΕΣ του Ισραήλ, Μ. Νταγιάν: «Ας μην εκτοξεύουμε κατηγορίες προς τους δολοφόνους. Γιατί να παραπονιόμαστε για το μίσος τους απέναντί μας; Εδώ και οκτώ χρόνια παραμένουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς στη Γάζα, βλέποντας με τα μάτια τους το πώς φτιάξαμε μια πατρίδα πάνω στη γη και τα χωριά που κάποτε κατοικούσαν οι πρόγονοί τους. Δεν πρέπει να απαιτούμε αίμα από τους Αραβες της Γάζας για τον Ρόι (σ.σ. τον νεκρό έποικο) αλλά από εμάς. Πώς κλείσαμε τα μάτια μας στην πραγματικότητα του πεπρωμένου μας, αρνούμενοι να δούμε τη μοίρα της γενιάς μας με όλη της την βαναυσότητα; (…) Είμαστε μια γενιά εποικιστών και χωρίς το χαλύβδινο κράνος και τις κάννες των κανονιών δεν θα μπορέσουμε να φυτέψουμε ούτε ένα δέντρο, να χτίσουμε ούτε ένα σπίτι».28 Πράγματι, η αστική τάξη του Ισραήλ δεν απαιτούσε μόνο το αίμα των εξωτερικών εχθρών της προκειμένου να εδραιώσει το κράτος της, αλλά πρώτα και κύρια των ίδιων των Ισραηλινών. Μόνο στο διάστημα 1951-1956, 882 έποικοι «θυσιάστηκαν» στον βωμό της πολιτικής κατοχύρωσης των διευρυμένων συνόρων του νέου κράτους στα κατεχόμενα εδάφη.29

Οι επιθέσεις αυτές – και τα θύματά τους – εξυπηρετούσαν ποικιλοτρόπως το κράτος του Ισραήλ, τόσο στη διατήρηση της εσωτερικής συνοχής και χειραγώγησης των ισραηλινών εργατικών – λαϊκών δυνάμεων (ελέω του μόνιμου «εξωτερικού κινδύνου»), όσο και στην εξασφάλιση της λαϊκής συναίνεσης στις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες και τις ανθρώπινες θυσίες που απαιτούσαν οι συνεχείς επιθετικές ενέργειές του εντός και εκτός των συνόρων (στο πλαίσιο της στρατηγικής του ισραηλινού καπιταλιστικού κράτους για θωράκιση και επιθετική επέκταση σε εχθρικό περιβάλλον).

Πράγματι, η καλλιέργεια ενός διαρκούς καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης», φόβου και πολεμικής εγρήγορσης υπήρξε συστατικό στοιχείο της εσωτερικής πολιτικής του Ισραήλ. Το στοιχείο αυτό ξεκινούσε να εμποτίζεται στις συνειδήσεις των Ισραηλινών από τα πρώτα τους κιόλας σχολικά χρόνια, ενώ συνέχιζε να «επιβεβαιώνεται» καθημερινά με κάθε τρόπο και μέσο. Οπως αναφέρουν οι Ισραηλινοί συγγραφείς A. Orr και M. Machover: «Κάθε παιδί στο Ισραήλ μαθαίνει για τις διακηρυγμένες προθέσεις των Αράβων “να μας πετάξουν στη θάλασσα”. (…) [Πως] οι Αραβες δεν επιθυμούν την ειρήνη γιατί διακατέχονται από παράλογο μίσος, γιατί αρνούνται να γίνουν ρεαλιστές. Επομένως το Ισραήλ δεν έχει άλλη επιλογή από το να υιοθετήσει μια πολιτική δύναμης (σ.σ. βίας)».30

Η πλέον συνήθης έκφραση αυτής της «πολιτικής δύναμης» ήταν τα κατά κανόνα δυσανάλογα αντίποινα του κράτους του Ισραήλ απέναντι στα όποια συνοριακά συμβάντα (είτε είχαν να κάνουν με ενόπλους είτε με άμαχους πρόσφυγες, όπως είδαμε πρωτύτερα). Το 1951-1952 η αναλογία των θυμάτων ήταν 10 προς 1 (Αράβων και Ισραηλινών αντίστοιχα).31Από τις μαζικότερες δολοφονικές επιθέσεις την εν λόγω περίοδο ξεχώρισε η σφαγή του παλαιστινιακού χωριού Κιμπίγια στη Δυτική Οχθη (14.10.1953), όταν η περιβόητη μονάδα 101 του ισραηλινού στρατού, υπό την ηγεσία του μετέπειτα πρωθυπουργού του Ισραήλ Α. Σαρόν, δολοφόνησε 70 αμάχους σε αντίποινα για τη δολοφονία 2 Ισραηλινών αγροτών. «Στόχος», σύμφωνα με τα αρχεία του ισραηλινού ΓΕΣ, ήταν η «επίθεση στο χωριό Κιμπίγια, η προσωρινή κατοχή του, η διενέργεια καταστροφών και η πρόκληση της μεγαλύτερης δυνατής ζημιάς σε ανθρώπινες ζωές προκειμένου οι κάτοικοι να εγκαταλείψουν τις εστίες τους».32Αλλη περίπτωση αποτέλεσε ο βομβαρδισμός της αγοράς της Πόλης της Γάζας στις 5.4.1956, με αποτέλεσμα τον θάνατο 66 και τον τραυματισμό 127 Παλαιστίνιων αμάχων.33

Η ανισομετρία των αντιποίνων υπήρξε τέτοια, που ακόμη και ο δημοσιογράφος της ισραηλινής εφημερίδας «Haaretz» A. Gelblum αναρωτήθηκε σε σχετικό του ρεπορτάζ το 1952: «Τι θα γινόταν άραγε στον κόσμο αν όλοι χρησιμοποιούσαν αεροπλάνα και βόμβες ως απάντηση σε κάθε συνοριακό επεισόδιο;».34

Οπως όμως παραδέχθηκε και η μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκ. Μάγιερ (1969-1974), η συγκεκριμένη πολιτική των αντιποίνων είχε και «διαπαιδαγωγητικό» ρόλο: «Οι πολίτες του Ισραήλ – αυτό το αμάλγαμα ανθρώπων, γλωσσών και κουλτούρων – έπρεπε να μάθουν πως η κυβέρνηση (…) ήταν υπεύθυνη για την ασφάλειά τους».35

Η αναφορά της Γκ. Μάγιερ στη μεγάλη ανομοιομορφία των πολιτών του Ισραήλ δεν ήταν τυχαία. Ηδη από τις αρχές του 1950 οι νεοφερμένοι Εβραίοι έποικοι υπερτερούσαν αριθμητικά των όσων είχαν εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη πριν από τη συγκρότηση του ισραηλινού κράτους. Σχεδόν οι μισοί εξ αυτών δεν μιλούσαν καν την εβραϊκή γλώσσα. Επομένως, η εθνική – ιδεολογικοπολιτική αφομοίωση των νεοφερμένων εποίκων, η γαλούχησή τους στις αξίες και τους σκοπούς της εθνικής αστικής τους τάξης υπήρξε πρώτιστη προτεραιότητα. Βασικό – το βασικότερο ίσως – εργαλείο προς αυτόν τον σκοπό αποτέλεσε ο στρατός.

«Δίχως την καθολική στρατιωτική θητεία», υπογράμμισε ο Ντ. Μπ. Γκουριόν, «θα ήταν πιθανότατα αδύνατο να πετύχουμε ένα μίνιμουμ στάνταρ στην ιδιότητα του πολίτη για ανθρώπους που προέρχονταν από σαράντα διαφορετικές χώρες (…). Ο θεσμός του στρατού αποτελεί το μόνο σημείο αναφοράς υπό το οποίο οι πολίτες συνενώνονται σε ένα σύστημα, μία διοίκηση και έναν στόχο. (…) [Εχουμε] πολλές δυσλειτουργίες και εμπόδια στην εθνική μας ζωή: τις πολλές αντιθέσεις και διαχωρισμούς (…) κοινωνικούς, πολιτισμικούς, εθνικούς (…). Ο Στρατός αποτελεί το μόνο σώμα (…) που είναι ελεύθερο από τα καρκινώματα των ρηγματώσεων και διαχωρισμών που έχουν κληροδοτηθεί στο έθνος στο Ισραήλ».36

Επομένως, δεν αποτελεί ίσως έκπληξη το γεγονός πως το Ισραήλ είχε (και έχει) μία από τις μεγαλύτερες υποχρεωτικές στρατιωτικές θητείες παγκοσμίως (το 1952 ήταν 30 μήνες για τους άνδρες και 24 για τις γυναίκες – σήμερα είναι 32 και 24 μήνες αντίστοιχα). Πέραν δε της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας υπήρχε (και υπάρχει) το καθεστώς του εφέδρου, με αποτέλεσμα κάθε Ισραηλινός πολίτης «να αφιερώνει στον IDF (σ.σ. τον ισραηλινό στρατό) κάπου πέντε με έξι χρόνια της ζωής του» κατά μέσο όρο. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε ο πρώην επικεφαλής του ΓΕΣ του Ισραήλ Γ. Γιαντίν, «ο Ισραηλινός πολίτης είναι ένας στρατιώτης με 11μηνη άδεια τον χρόνο».37

Από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία εξαιρούνταν οι μη Εβραίοι πολίτες του Ισραήλ (ουσιαστικά δηλαδή οι Παλαιστίνιοι Αραβες, αλλά και οι χριστιανοί).

Ειδική αναφορά – έστω και επιγραμματικά – αξίζουν οι περιπτώσεις αντιρρησιών συνείδησης στο Ισραήλ, που άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 (παρά τις αυστηρότατες ποινές φυλάκισης κ.ά. καταναγκασμούς). Αντιδράσεις υπήρξαν επίσης και για την εισαγωγή της στρατιωτικής εκπαίδευσης στα σχολεία. Το 1954 ο Ν. Γκόσφι έγραψε διαμαρτυρόμενος στο υπουργείο Παιδείας του Ισραήλ: «Πριν κάποια χρόνια (…) γίναμε μάρτυρες με τρόμο του πως (…) η νεολαία δηλητηριαζόταν από τον μιλιταρισμό: είδαμε τα τρομερά αποτελέσματα του δόγματος του ξίφους καλλιεργούμενου μέσω της στρατιωτικής εκπαίδευσης των παιδιών στη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία (…). Εμείς οι γονείς, τα αδέρφια και οι αδερφές απαιτούμε: κάτω τα χέρια από τα παιδιά! (…) Ας γαλουχήσουν τα εβραϊκά σχολεία τους μαθητές τους, νέους και παλιούς, με τη διδαχή “αγάπα τον πλησίον σου” (…)».38

Παλαιστίνιοι Αραβες: Πολίτες «δεύτερης κατηγορίας»

Οι Παλαιστίνιοι Αραβες που παρέμειναν εντός συνόρων του κράτους του Ισραήλ μετά το 1948-1949 μετατράπηκαν εν πολλοίς σε πολίτες «δεύτερης κατηγορίας».

Οσοι είχαν συλληφθεί και κλειστεί είτε σε στρατόπεδα αιχμαλώτων είτε σε ειδικά στρατόπεδα εργασίας την περίοδο 1948-1949, υπέφεραν τα πάνδεινα από «τη σκληρή και βάρβαρη συμπεριφορά» των δεσμωτών τους (όπως καταμαρτυρούν τα αρχεία του ίδιου του ισραηλινού στρατού). Το δε καθεστώς εκμετάλλευσής τους στα στρατόπεδα εργασίας «προς ενίσχυση της ισραηλινής οικονομίας» καταγράφηκε ξεκάθαρα σε σχετικές Εκθέσεις του Ερυθρού Σταυρού. Οι τελευταίοι κρατούμενοι των εν λόγω στρατοπέδων απελευθερώθηκαν το 1955.39

Το 1952 επετράπη στους Παλαιστινίους Αραβες να αιτηθούν να γίνουν πολίτες του Ισραήλ. Ωστόσο, το ειδικό καθεστώς Στρατιωτικής Διοίκησης, στο οποίο είχαν υπαχθεί από την περίοδο του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου, διατηρήθηκε έως και το 1966.

Η ομπρέλα των εξουσιών και ελέγχου της Στρατιωτικής Διοίκησης εκτεινόταν σε κάθε πτυχή της ζωής των υπ’ ευθύνη της πληθυσμών: Πολιτική, οικονομική, εργασιακή, κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτιστική κ.ο.κ.

Βασικό εργαλείο ελέγχου υπήρξε ο ασφυκτικός περιορισμός των μετακινήσεων. Το 1954, π.χ., η περιοχή της Γαλιλαίας ήταν χωρισμένη σε 46 υπο-περιοχές, όπου η μεταφορά από τη μία στην άλλη απαιτούσε ειδική άδεια. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις τακτικές απαγορεύσεις κυκλοφορίας, καθιστούσε τη δυνατότητα εργασίας σε κάποια γειτονική περιοχή (κάτι πολύ συνηθισμένο) μια εξαιρετικά δύσκολη, συχνά ταπεινωτική και καμιά φορά θανατηφόρα υπόθεση (στις 29.10.1956 στο Καφρ Κασσίμ π.χ. οι ισραηλινές δυνάμεις άνοιξαν πυρ κατά των εργατών γης που επέστρεφαν από τις δουλειές τους – αγνοώντας πως είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας – δολοφονώντας 49 εξ αυτών).40

Οι υπηρεσίες ασφαλείας και η αστυνομία παρακολουθούσαν στενά κάθε χώρο εργασίας, λατρείας, εκπαίδευσης και γενικότερα κοινωνικής συναναστροφής. Οι υποψήφιοι δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, κρατικοί λειτουργοί κ.ο.κ. περνούσαν από σχολαστικό έλεγχο. Τα δε χωριά των Παλαιστινίων Αράβων κατηγοριοποιήθηκαν σε «φιλικά» και «εχθρικά» (αποκτώντας τον ανάλογό τους φάκελο).41

Ειδικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω είχε η κηδεμονευομένη από το Εργατικό Κόμμα Ισραηλινή Γενική Συνομοσπονδία, της οποίας η εμπλοκή στις μειονοτικές κοινότητες ήταν βαθύτατη λόγω των εκτεταμένων δομών και υπηρεσιών που διατηρούσε (στους τομείς της εργασίας, της πρόνοιας, της ψυχαγωγίας, του αθλητισμού κ.ά.). «Η Γενική Συνομοσπονδία» λειτούργησε επίσης «ως εργαλείο στρατολόγησης υποστήριξης υπέρ του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος ανάμεσα στους Αραβες, ασκώντας τους πιέσεις να ψηφίσουν είτε το ίδιο είτε τα Αραβικά κόμματα που στήριζε».42

Τα εν λόγω αραβικά κόμματα ήταν τόσο ενσωματωμένα – προσδεδεμένα στο αστικό κράτος του Ισραήλ, που στήριξαν κάθε αντιλαϊκή – αντιμειονοτική πολιτική των διαδοχικών κυβερνητικών συνασπισμών στις οποίες ηγούταν το Εργατικό Κόμμα (και στους οποίους μετείχαν και τα ίδια) κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός πως, όταν το 1963 τέθηκε προς ψήφιση η διατήρηση ή μη του καθεστώτος της Στρατιωτικής Διοίκησης επί της μειονότητας, οι δύο αστοί Αραβες βουλευτές που υποστήριζαν τον κυβερνώντα συνασπισμό ψήφισαν υπέρ (συνδράμοντας έτσι αποφασιστικά στη διατήρησή του, καθώς υπερψηφίστηκε με μόλις μία ψήφο διαφορά).43

Οι άξονες ενσωμάτωσης και καταστολής της Παλαιστινιακής Αραβικής μειονότητας

Τον Ιανουάριο του 1958 η Επιτροπή Αραβικών Υποθέσεων (που αποτελούνταν από εκπροσώπους της Στρατιωτικής Διοίκησης, των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού, του Αραβικού Τμήματος της Γενικής Συνομοσπονδίας, του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος κ.ά.) καθόρισε τους άξονες ενσωμάτωσης και καταστολής της παλαιστινιακής αραβικής μειονότητας στο Ισραήλ. Οι άξονες αυτοί περιλάμβαναν μεταξύ άλλων:44

α) Τον πολυκερματισμό και γκετοποίηση των αραβικών κοινοτήτων: Με τη διάσπαση της εδαφικής ενότητας των αραβικών περιοχών (π.χ. με εποικιστικές «σφήνες»), τη συγκέντρωση των εναπομεινάντων Αράβων των αστικών κέντρων σε συγκεκριμένες γειτονιές – γκέτο κ.ά.

Σημειωτέον, καθώς η κατασχεθείσα γη όσων εκδιώχθηκαν και έγιναν πρόσφυγες το 1948 – 1949 πέρασε (σκοπίμως) στην εποπτεία του ισραηλινού κράτους, κατέστη αδύνατο για τους Παλαιστίνιους Αραβες να αγοράσουν νέα γη (εφόσον διά νόμου απαγορευόταν η πώληση γης που «ανήκε στο έθνος» σε μη Εβραίους). Οι εν λόγω περιορισμοί, σε συνδυασμό με μια σειρά αναγκαστικές απαλλοτριώσεις στις οποίες προχώρησε – και πάλι σκοπίμως – το ισραηλινό κράτος, είχαν ως αποτέλεσμα οι Παλαιστίνιοι Αραβες να περιοριστούν σε μόλις 3% της γης, παρότι αποτελούσαν το 12-15% του πληθυσμού45.

β) Την υπονόμευση καλλιέργειας μιας ενιαίας, συλλογικής εθνικής συνείδησης στις γραμμές τους: Με την ενθάρρυνση των όποιων ιδιαίτερων πολιτισμικών διαφορών μεταξύ των αραβικών κοινοτήτων, την εύνοια ορισμένων μεγάλων οικογενειών ή φυλών έναντι άλλων, την αποτροπή συγκρότησης συλλόγων (πολιτιστικών, αθλητικών, άλλων) με εθνικά κριτήρια κ.ο.κ.

«Η αραβική μειονότητα», σημείωνε το 1958 ο επικεφαλής της Στρατιωτικής Διοίκησης, Μ. Σέχτερ, «δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα. Αν καταφέρουμε να κάνουμε τους Αραβες καχύποπτους ως προς τους Δρούζους (σ.σ. μια ιδιαίτερη κοινότητα μουσουλμάνων Αράβων) – και όχι μόνο επειδή είναι πιστοί σε εμάς – αυτό θα ήταν πολύ σημαντικό»46.Οι Δρούζοι υπήρξαν πράγματι από τους πιο στενούς συμμάχους του κράτους του Ισραήλ ανάμεσα στους αραβικούς πληθυσμούς, είχαν προνομιακή μεταχείριση και αξιοποιήθηκαν πολλάκις για την καταστολή των άλλων Αράβων της Παλαιστίνης.

Η άρνηση της ύπαρξης μιας ιδιαίτερης παλαιστινιακής εθνότητας – ταυτότητας διατυπώθηκε επίσημα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το 1969, σε συνέντευξη της τότε πρωθυπουργού του Ισραήλ Γκ. Μέιρ, η οποία δήλωσε ότι «δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, Παλαιστίνιοι. Πότε υπήρξε ένας ανεξάρτητος παλαιστινιακός λαός με ένα παλαιστινιακό κράτος; (…) Δεν υπήρξαν»47.

γ) Τη στενή οικονομική εξάρτηση των αραβικών κοινοτήτων από το ισραηλινό κράτος. Την αποτροπή σύστασης μεγάλων αραβικών επιχειρήσεων (στη βιομηχανία, στον τραπεζικό τομέα και αλλού). Τον περιορισμό της αραβικής εργατικής δύναμης σε χαμηλόμισθες, ανειδίκευτες εργασίες.

δ) Την αποτροπή κάθε μη ελεγχόμενης από το ισραηλινό κράτος πολιτικής ή συνδικαλιστικής οργάνωσης των Παλαιστίνιων Αράβων: Μεταξύ άλλων με την ενσωμάτωση της πολιτικής ηγεσίας των Αράβων (κυρίως στο κυβερνών Εργατικό Κόμμα), τη δημιουργία ελεγχόμενων αραβικών κομμάτων, την υποδαύλιση διαφόρων εσωτερικών διχονοιών και αντιπαλοτήτων εντός των αραβικών κοινοτήτων και τη συγκρότηση ενός εκτενούς δικτύου ντόπιων «συνεργατών» (πληροφοριοδοτών, προβοκατόρων κ.ά.).

ε) Την ενσωμάτωση, μέσω διαφόρων διαύλων αναπαραγωγής – διοχέτευσης, των θέσεων του κυρίαρχου ισραηλινού αστικού κράτους: Μέσα από την Εκπαίδευση, τη συγκρότηση συλλόγων νεολαίας, εργαζομένων κ.λπ. (υπό την ευθύνη της ισραηλινής Γενικής Συνομοσπονδίας), με τη σύσταση και λειτουργία ελεγχόμενων αραβικών ΜΜΕ, την έκδοση βιβλίων κ.ο.κ.

Η πολιτική των διακρίσεων ήταν εμφανής παντού: Από το γεγονός ότι από τα 3.500 τρακτέρ που υπήρχαν στο Ισραήλ στα μέσα της δεκαετίας του 1950 μόλις τα 11 βρίσκονταν σε αραβικά χέρια, έως το γεγονός ότι η αναλογία φοιτητών στο πανεπιστήμιο επί του συνόλου του πληθυσμού ήταν 1 προς 430 για τους Εβραίους και 1 προς 4.000 για τους Αραβες48.

Ακόμα και ένα πρώην κορυφαίο στέλεχος της ισραηλινής κυβέρνησης θα εκμυστηρευτεί στις 28/6/1956 στο ημερολόγιό του: «Δεν ξέρω τι μας συνέβη (…) Οι Αραβες είναι κι αυτοί άνθρωποι. Εχουν μυαλό, λογική, αξιοπρέπεια και ανθρώπινα αισθήματα»49.Πρόκειται για τον πρώην υπουργό Εξωτερικών και πρωθυπουργό του Ισραήλ Μ. Σάρετ, του οποίου όμως οι «ευαισθησίες» δεν στάθηκαν εμπόδιο στην υλοποίηση της πιο σκληρής και επιθετικής πολιτικής της αστικής τάξης, την οποία το κυβερνών Εργατικό Κόμμα υπηρέτησε στο έπακρο.

Το ίδιο ισχύει και για το δήθεν πιο αριστερό Ενωτικό Εργατικό Κόμμα, που αν και θεωρητικά ήταν υπέρ της ισότιμης συνύπαρξης Εβραίων και Αράβων, στήριξε – και μάλιστα ως ο βασικότερος κυβερνητικός εταίρος – όλη την πολιτική του αστικού κράτους του Ισραήλ.

Απεναντίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ αντιπάλεψε το καθεστώς της Στρατιωτικής Διοίκησης, θέτοντας την κατάργησή του στο επίκεντρο της κοινής πάλης Εβραίων και Αράβων εργαζομένων. Οι Εβραίοι και Αραβες κομμουνιστές βουλευτές κατήγγειλαν επανειλημμένα τις εγκληματικές ρατσιστικές πολιτικές του καπιταλιστικού κράτους του Ισραήλ, αποδομώντας τους ισχυρισμούς του περί δήθεν «πολιτισμένης» και «δημοκρατικής» όασης στη Μέση Ανατολή50.

Παραπομπές:

1. Annual report of the UNRWA for Palestine refugees in the Near East (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-179758/) και Jewish & Non-Jewish Population of Israel / Palestine (https://www.jewishvirtuallibrary.org/jewish-and-non-jewish-population-of-israel-palestine-1517-present)

2. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine, PhD Thesis», LSE, London, 2018, σελ. 16

3. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 111

4. Annual report of the UNRWA for Palestine refugees in the Near East, ό.π., και www.cia.gov/the-world-factbook/countries/gaza-strip

5. Στο Rosemary Sayigh, ό.π. σελ. 108

6. Benny Morris, «Israel’s border wars, 1949 – 1956», εκδ. «Oxford University Press», Oxford, 1993, κεφάλαιο 2

7. New York Times, 8 & 9.6.1950, Adel Yalya, «The Palestinian refugees, 1948 – 1998», εκδ. PACE, Ramallah, 1999, σελ. 48 – 53

8. Benny Morris, ό.π., σελ. 180 – 181, 412 – 416

9. Για τον «παναραβισμό», βλ. σε επόμενο μέρος του αφιερώματος

10. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ.114, 144, και Laurie A. Brand, «Palestinian and Jordanians: A crisis of identity», στο Journal of Palestine Studies, vol. 24, no. 4, Summer 1995, σελ. 52

11. Kurt Rene Dadley, «The Palestinian Refugees», στο «The American Journal of International Law», vol. 72, no. 3, July 1978, σελ. 592

12. P. A. Smith, «Palestine and the Palestinians», 1876 – 1983, εκδ. «Croom Helm», London, 1984, σελ. 87 – 90

13. P. A. Smith, ό.π., σελ. 129 – 137, 223

14. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 103, 118 – 119

15. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 120

16. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, «Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948-1961» (διαδικτυακή έκδοση https://www.marxists.org/subject/jewish/peace-peace.pdf), σελ. 449

17. Memorandum of conversation, 13/11/1961, στο FRUS, 1961-1963, vol. XVII, Near East, 1961-1962, σελ. 328

18. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, σελ. 69 – 70, 446

19. Op-Ed: «The Hasbara Hijack», 10/9/2044, στο israelinternationalnews.com.

20. Πρακτικά Κνεσέτ, τ. 15, σελ. 320, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 68

21. Rajani Palme Dutt, «Israel and the Arab Middle East», στο «Labour Monthly», vol. XXXIX, no. 8, August 1957, σελ. 350

22. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 80 – 81, Ilan Pappe, «The Ethnic Cleansing of Palestine», εκδ. «Oneworld», London, 2006 (https://yplus.ps/wp-content/uploads/2021/01/Pappe-Ilan-The-Ethnic-Cleansing-of-Palestine.pdf), σελ. 255 – 256

23. https://www.unrwa.org/palestine-refugees

24. Πρακτικά Κνεσέτ, τ. 2, σελ. 1.230, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ.59

25. https://www.jewishvirtuallibrary.org/total-immigration-to-israel-by-year

26. https://archive.jewishagency.org/first-steps/program/5131/

27. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 454

28. https://www.timesofisrael.com/when-moshe-dayan-delivered-the-defining-speech-of-zionism/

29. Πρακτικά Κνεσέτ, φάκελος 19/672, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ.168

30. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 350

31. Lucas Scott, «Divided we stand: The Suez crisis of 1956 and the Anglo-American Alliance, PhD Thesis», LSE, London, 2014, σελ. 55

32. IDF Archive, 13/10/2010, φάκελος 664/56/207, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 549. Βλ. επίσης Lucas Scott, ό.π., σελ. 318 – 319

33. I. F. Stone’s Weekly, 30/4/1956

34. Haaretz, 11/4/1951, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 172

35. Golda Meir, «My life», εκδ. «Wiedenfeld & Nicolson», London, 1975, σελ. 236

36. Στο Yoram Peri, «Some aspects of the relationship between the military and polity in Israel, 1947 – 1977, PhD Thesis», LSE, London, 1980, σελ. 9, 174

37. Yoram Peri, ό.π., σελ. 80, 98

38. https://www.quest-cdecjournal.it/hello-pacifist-war-resisters-in-israels-first-decade/#_ftn84

39. IDF Archives, 54/410, File 107, 4/4/1948, και Red Cross Documents: G59/I/GG 6/2/1949, στο Ilan Pappe, ό.π., σελ. 235 – 238

40. Rajani Palme Dutt, ό.π., σελ. 353, και Ahmad Sa’di, «Stifling Surveillance», στο «Jerusalem Quarterly», no. 68, Winter 2016, σελ. 43

41. Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 43, 50

42. Review of the Histadrut’s Arab Department, σελ. 2 – 6, και Arab Affairs Committee, Protocol of the Meeting, 6/6/1968, σελ. 3 – 4, στο Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 44 – 45

43. https://www.palquest.org/en/highlight/14340/palestinians-under-military-rule-israel-1948-1966

44. Arab Affairs Committee, Protocol of the Meeting, 30/1/1958, σελ. 2 – 35, στο Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 38 – 39

45. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 250 – 251, 258

46. Arab Affairs Committee, Protocol of the Meeting, 30/1/1958, σελ. 30, στο Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 48

47. «Sunday Times», 15/6/1969.

48. Rajani Palme Dutt, ό.π., σελ. 352 – 353

49. Προσωπικό ημερολόγιο Μ. Σάρετ, σελ. 1.518 – 1.619, στο Orna Almog, «Beyond Suez – The Anglo-Israeli relationship 1956-1958, PhD Thesis», LSE, London, 1999, σελ. 94 – 95

50. Leila H. Farsakh, «Rethinking Statehood in Israel», εκδ. «University of California Press», 2021, σελ. 254

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

    

 Πηγή : Ριζοσπάστης 3 – 4 / – 2 -2024

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 6ο)

Ο Γ. Αραφάτ με Παλαιστίνιους μαχητέςAssociated Press
Ο Γ. Αραφάτ με Παλαιστίνιους μαχητές

Στο μέρος αυτό του αφιερώματός μας θα καταπιαστούμε με ορισμένους βασικούς παράγοντες που επέδρασαν στην πορεία διαμόρφωσης, τον τρόπο οργάνωσης και το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο – προσανατολισμό των πρώτων εκδηλώσεων αντίστασης και αγώνα στις γραμμές των Παλαιστινίων Αράβων. Πρόκειται για μια φάση στην ανάπτυξη της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης του Παλαιστινιακού λαού που οριοθετείται χρονικά από τον ξεριζωμό τους το 1949 έως και τον Πόλεμο των Εξι Ημερών το 1967.

Κατά την περίοδο αυτή, κεντρικό όσο και καθοριστικό ρόλο ως προς τα παραπάνω είχαν τα ρεύματα του «παναραβισμού» και του «αραβικού σοσιαλισμού».

«Παναραβισμός»

Ο παναραβισμός, δηλαδή η γενική «ιδέα πως οι Αραβες συνδέονταν αναμεταξύ τους με ιδιαίτερους θρησκευτικούς, ιστορικούς και γλωσσικούς δεσμούς [άρα] και η πολιτική (σ.σ. κρατική) τους συγκρότηση έπρεπε να αντικατοπτρίζει αυτή την πραγματικότητα κατά κάποιο τρόπο»1, είχε τις ρίζες του δεκαετίες προτού αναδειχθεί στο επίκεντρο των γεωπολιτικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.

Παράλληλα, η ενότητα στη δράση των εργατικών – λαϊκών μαζών της Μέσης Ανατολής με στόχο την από κοινού αποτίναξη της ντόπιας και ξένης ταξικής εκμετάλλευσης υπήρξε συστατικό στοιχείο των Προγραμμάτων όλων των Κομμουνιστικών Κομμάτων της περιοχής κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το πρόγραμμα του ΚΚ της Αιγύπτου π.χ. καλούσε το 1931 «για την επίτευξη της πλήρους αραβικής ενότητας, με όλους τους ελεύθερους Αραβες».2Βεβαίως, επρόκειτο για μια ενότητα με ταξικό πρόσημο και περιεχόμενο, με αφετηρία και τελικό σκοπό που ορίζονταν από τη σκοπιά των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων.

Καταυλισμός προσφύγων στη Γάζα το 1955
Καταυλισμός προσφύγων στη Γάζα το 1955

Η αραβική ενότητα από τη σκοπιά των συμφερόντων της αστικής τάξης είχε διαμετρικά διαφορετική αφετηρία, περιεχόμενο και σκοπό. Το 1950 ο Αιγύπτιος ΓΓ του Αραβικού Συνδέσμου Α. Αζάμ (1945-1952) θα τονίσει σχετικά:

«Το μέλλον μας θα είναι επιτυχές εφόσον γίνουμε ένας βιομηχανικός λαός. Η ύπαρξή μας θα είναι σχεδόν αδύνατη (…) αν δεν πραγματοποιήσουμε μια βαθιά βιομηχανική επανάσταση. Μια τέτοια επανάσταση απαιτεί από εμάς να διαθέτουμε ζωτικό χώρο. Ο ζωτικός αυτός χώρος αποτελείται από τα αδέρφια μας, που μας καταλαβαίνουν και που μας προσφέρουν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους. Σε οικονομικό επίπεδο έχουμε ανάγκη τα αραβικά κράτη, τα οποία, όπως έχει αποδειχθεί, διαθέτουν τις πιο άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές και πρώτες ύλες για τη μελλοντική μας βιομηχανία, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν μια μοναδική αγορά ανοικτή για τη μελλοντική μας ζωή. (…) Ζούμε στην εποχή των καρτέλ και των τραστ. Πιστεύουν οι Ιρακινοί ή οι Σύριοι ή οι Αιγύπτιοι πως μπορούν να πετύχουν μια αξιοπρεπή ζωή χωρίς ενότητα;».3

Ο παναραβισμός, λοιπόν, ως στοιχείο της στρατηγικής των αστικών τάξεων (ή τμημάτων αυτών) των αραβικών κρατών εδραζόταν στην επιδίωξη συγκρότησης ενός ισχυρού καπιταλιστικού κράτους (ή διακρατικής ένωσης π.χ. ομοσπονδιακού τύπου) επί μίας σχετικά μεγάλης αγοράς, με τους ανάλογους πόρους και το αντίστοιχο εργατικό δυναμικό, πάνω στα οποία θα ήταν οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχες.

Συγκρότηση της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, 1958
Συγκρότηση της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, 1958

Η στρατηγική αυτή προϋπέθετε – και στον έναν ή τον άλλο βαθμό περιελάμβανε – την επαναδιαπραγμάτευση των όρων που διέτρεχαν τις σχέσεις και τις συμμαχίες τους με τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, καθώς και την επαναδιαπραγμάτευση των κατά κανόνα αποικιακού τύπου όρων εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών τους πόρων (κάτι που εκφράστηκε είτε με αναθεωρήσεις υπαρχουσών συμβάσεων προς το ευνοϊκότερο – όπως π.χ. στο Ιράκ, στην Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία – είτε με κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων ξένων συμφερόντων – όπως π.χ. στην Αίγυπτο και τη Συρία).

Ο παναραβισμός κατείχε κεντρικό ρόλο στη στρατηγική της αστικής τάξης της Αιγύπτου, που τις δεκαετίες του 1950-1960 επιδίωξε – και είχε – πρωταγωνιστικό ρόλο στα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή. Το γεγονός δεν ήταν τυχαίο, καθώς η Αίγυπτος ήταν τότε το ισχυρότερο καπιταλιστικό κράτος της περιοχής και ο παναραβισμός της προσέφερε το ανάλογο στρατηγικό – ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο για την επιδιωκόμενη συνένωση των αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της.

Ο στόχος αυτός βεβαίως δεν ήταν καθόλου απλός, καθώς προσέκρουε τόσο στην ύπαρξη σημαντικότατων οικονομικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων μιας σειράς ισχυρών καπιταλιστικών κρατών (κύρια της Βρετανίας και των ΗΠΑ, αλλά και της Γαλλίας κ.ά.), όσο και στις ιδιαίτερες επιδιώξεις, συμφέροντα και διεθνείς συμμαχίες των αστικών τάξεων των άλλων αραβικών κρατών.

Γκ. Αμ. Νάσερ, Πρόεδρος της Αιγύπτου την περίοδο 1956 - 1970
Γκ. Αμ. Νάσερ, Πρόεδρος της Αιγύπτου την περίοδο 1956 – 1970

Απότοκος της στρατηγικής του παναραβισμού υπήρξε η ένωση της Αιγύπτου με τη Συρία και η συγκρότηση της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (ΗΑΔ) το 1958-1961. Με την ΗΑΔ ενώθηκε επίσης την ίδια περίοδο – ως ομόσπονδο μέλος – και η Βόρεια Υεμένη, συγκροτώντας τα Ηνωμένα Αραβικά Κράτη. Αμεσα συναρτόμενη με τις εξελίξεις αυτές (αλλά όχι ταυτόσημη) υπήρξε η συγκρότηση της Αραβικής Ομοσπονδίας (1958) από το Ιράκ και την Ιορδανία. Η τελευταία δημιουργήθηκε περισσότερο ως «αντίβαρο» στην επιχειρούμενη αιγυπτιακή ηγεμονία στη Μέση Ανατολή (με τη στήριξη και της Βρετανίας). Διαλύθηκε δε σχεδόν άμεσα, καθώς η ανατροπή της φιλοβρετανικής κυβέρνησης του Ιράκ τον Ιούλη του 1958 άλλαξε τα δεδομένα. Το 1963 Αίγυπτος, Συρία και Ιράκ ξεκίνησαν διαβουλεύσεις για την ανασύσταση της ΗΑΔ με την ένωση των τριών κρατών, δίχως ωστόσο αποτέλεσμα.

Βασικός λόγος για τη μη ευόδωση του εγχειρήματος της ΗΑΔ υπήρξαν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις εθνικές αστικές τάξεις των εμπλεκόμενων κρατών. Αντιθέσεις που, μεταξύ άλλων, εκπορεύονταν ή ανατροφοδοτούνταν σε μεγάλο βαθμό και από τις ηγεμονικές επιδιώξεις της αιγυπτιακής αστικής τάξης. Το δόγμα «πρώτα η Αίγυπτος» που βρισκόταν στον πυρήνα της στρατηγικής της αστικής τάξης της Αιγύπτου4 (όπως αντίστοιχα και σε άλλα αραβικά κράτη) υπονόμευε θεμελιακά τα όποια εγχειρήματα «αραβικής ενότητας» στη δοσμένη περίοδο. Αυτό που εν τέλει υπερίσχυσε, ήταν τα ιδιαίτερα κρατικά συμφέροντα κάθε αστικής τάξης.

Η κοσμικότητα του παναραβισμού

Το κόμμα Μπάαθ έρχεται στην εξουσία στο Ιράκ και στη Συρία
Το κόμμα Μπάαθ έρχεται στην εξουσία στο Ιράκ και στη Συρία

Ο παναραβισμός, παρότι ενσωμάτωνε ορισμένα στοιχεία από το Ισλάμ (κυρίως για λόγους χειραγώγησης των λαϊκών μαζών, ιδιαίτερα των αγροτικών), είχε αστικό πολιτικό περιεχόμενο και ανάλογες στοχεύσεις. Για τον παναραβισμό το καταλυτικό ενοποιητικό στοιχείο του αραβικού κόσμου δεν ήταν η θρησκεία (άλλωστε οι Αραβες ακολουθούσαν διάφορα θρησκευτικά δόγματα: Αλλοι το σιιτικό και το σουνιτικό Ισλάμ, άλλοι τον χριστιανισμό κ.ο.κ.). Κεντρική θέση κατείχε η ενότητα του πολιτισμού (ιδιαίτερα η γλώσσα) και βεβαίως αυτό που προσδιοριζόταν ως κοινό παρελθόν και ως κοινό συμφέρον για το μέλλον (τα οποία και τα δύο ορίζονταν με πολιτικούς και οικονομικούς όρους).5

Αλλωστε οι θρησκευτικές ηγεσίες των αραβικών κρατών ταυτίζονταν συχνά με τις παλιές – αναχρονιστικές / νομαδικές – φυλετικές κοινωνικοοικονομικές δομές εξουσίας, τις οποίες ο παναραβισμός, ως αστικό ρεύμα, επιδίωκε να εξαλείψει.

Η γενικευμένη καταστολή της ισλαμιστικής οργάνωσης των Αδερφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο το 1954 αποτελεί ίσως μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της κοσμικότητας του παναραβισμού. Οπως χαρακτηριστική υπήρξε επίσης η παρουσία, καθώς και ο ρόλος, των Χριστιανών Αράβων (ιδιαίτερα όσων ανήκαν στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα) στα διάφορα παναραβικά κινήματα.6

Ο «αραβικός σοσιαλισμός»

Ισραηλινοί αστυνομικοί πάνω από πτώματα μαχητών «φενταγίν»
Ισραηλινοί αστυνομικοί πάνω από πτώματα μαχητών «φενταγίν»

Αλλο σημαντικό στοιχείο του παναραβισμού υπήρξε ο συνδυασμός (ή ακόμα και αμαγαλμάτωσή του) με τον αναδυόμενο τότε λεγόμενο «αραβικό σοσιαλισμό».

Βασικοί – αν και διαφορετικοί – πολιτικοί φορείς του «αραβικού σοσιαλισμού» υπήρξαν τα κόμματα «Μπα’αθ» της Συρίας (1947) και του Ιράκ (1951), καθώς και η Αραβική Σοσιαλιστική Ενωση της Αιγύπτου (1962).

Ο «αραβικός σοσιαλισμός» υπήρξε ουσιαστικά ένα σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα που διαμορφώθηκε πολύ αργότερα απ’ ό,τι στην Ευρώπη, όπου είχε ήδη αστικοποιηθεί. Ετσι, από την αρχή, αποτελούσε πολιτική έκφραση των αναγκών της καπιταλιστικής ανάπτυξης των αραβικών κρατών, δίνοντας έμφαση: α) Στην ισχυροποίηση της εθνικής αστικής τάξης μέσα από τη δραστική μείωση της έως τότε σημαντικής επιρροής διαφόρων ξένων καπιταλιστικών κρατών στην οικονομία, την πολιτική διακυβέρνηση και τις διεθνείς συμμαχίες των αραβικών χωρών, και β) στον κεντρικό ρόλο του κράτους ως μοχλού καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και εκσυγχρονισμών αλλά και συνολικότερης αναβάθμισης του εργατικού δυναμικού (προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες της επιδιωκόμενης καπιταλιστικής ανάπτυξης) μέσα από τη δημιουργία διευρυμένων δομών Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας κ.ά.

Χαρακτηριστικές υπήρξαν π.χ. οι εκτεταμένες εθνικοποιήσεις – κρατικοποιήσεις υποδομών και επιχειρήσεων ξένων συμφερόντων στην Αίγυπτο επί κυβέρνησης Νάσερ, δίπλα σε μια γενικότερη ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας (της οποίας η παραγωγή αυξήθηκε κατά 47% στο διάστημα 1952 – 1957). Οπως χαρακτηριστικά υπήρξαν και τα εκτεταμένα «κοινωνικά μέτρα» που λήφθηκαν την ίδια περίοδο και περιελάμβαναν από την επέκταση των δημόσιων δομών Υγείας και Παιδείας έως την επιδότηση τροφίμων, ρουχισμού και στέγης για τις εργατικές – λαϊκές μάζες κ.ά. Τα μέτρα αυτά στόχευαν στη δημιουργία ενός ικανότερου εργατικού δυναμικού (πιο υγιούς, πιο μορφωμένου κ.ο.κ.), στην άμβλυνση των συνεπειών της εκβιομηχάνισης, αλλά και στην ενσωμάτωση των εργατικών – λαϊκών μαζών στην αστική εξουσία. Μαζί με το «καρότο», βεβαίως, πήγαινε και το «μαστίγιο» – δηλαδή η άγρια καταστολή του εργατικού – κομμουνιστικού κινήματος (βίαια καταστολή απεργιών, απαγόρευση του ΚΚ, μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια κ.ο.κ.).7

Οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που εφάρμοσε η κυβέρνηση Νάσερ πέτυχαν «την “αραβοποίηση” της αιγυπτιακής οικονομίας, βάζοντας τέλος στην οικονομική και φυσική παρουσία των “ξένων”».8

Αντίστοιχα, όταν το Μπάαθ ανήλθε στην εξουσία στο Ιράκ το 1963, παρά τους όποιους «φόβους» είχαν δημιουργηθεί – σε ντόπιους και διεθνείς κεφαλαιοκρατικούς κύκλους – από τη ρητορική του περί «σοσιαλισμού», εν τέλει «όχι μόνο δεν έκανε κάποια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά έδωσε και μια σειρά διαβεβαιώσεις προς την εμπορική κοινότητα – μια τάξη που σύμφωνα με τη θεωρία του Μπάαθ αποτελούσε “φυσικό εχθρό της επανάστασης”».9

Βεβαίως, ο παναραβισμός και ο «αραβικός σοσιαλισμός» «πατούσαν» σε ένα υπαρκτό ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης – μαχητικοποίησης αναμεταξύ των αραβικών λαών (το οποίο η αστική τάξη προσπάθησε – και εν πολλοίς κατάφερε – να το ενσωματώσει και να το κινητοποιήσει στους σκοπούς της). Στις συνειδήσεις μεγάλης μερίδας των εργατικών – λαϊκών μαζών εκείνη την περίοδο η πάλη για ενότητα ανάμεσα στους αραβικούς λαούς ήταν σχεδόν ταυτόσημη με την πάλη κατά του βρετανικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αλλά και την πάλη για μια καλύτερη ζωή. Οπως χαρακτηριστικά σημειωνόταν σε σχετικό άρθρο αιγυπτιακού περιοδικού εκείνη την περίοδο: «Αν δεν αποτελούμε ένα ενιαίο φυλετικό σύνολο, δεμένο με μια κοινή καταγωγή, μία γλώσσα και μία ιστορία, διαθέτουμε ωστόσο μια τρομερή συναισθηματική ενότητα, πηγή της οποίας είναι η στέρηση όλων των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας. Γλώσσα της οποίας είναι το αναπόφευκτο μίσος μας απέναντι στους τυράννους που μας εξουσιάζουν, ενώ η ιστορία της είναι τα σκάνδαλα και οι τραγωδίες που υπέστησαν οι χώρες μας από τους συμμάχους του αποικιακού στρατοπέδου».10

Ωστόσο, παρά την όποια ριζοσπαστική – αντιιμπεριαλιστική του ρητορική (που πολύ συχνά προσομοίαζε τις θέσεις και διακηρύξεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων), ο «αραβικός σοσιαλισμός» δεν είχε κοινό τόπο με το περιεχόμενο και τους στόχους πάλης του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Ηταν ένα ξεκάθαρα αστικό ρεύμα, με βαθύτατα ταξικό περιεχόμενο και σκοπούς.

«Πατώντας» στις λεγόμενες ιδιαιτερότητες του αραβικού κόσμου (το χαμηλό επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, το εύρος της «ξένης εξάρτησης» κ.λπ.), οι θεωρητικοί του «αραβικού σοσιαλισμού» (όπως ο Σύριος Μ. Αφλακ) ή πολιτικοί του εκπρόσωποι (όπως ο Α. Γκ. Νάσερ), έκαναν λόγο για σοσιαλισμό, αλλά χωρίς ταξικές αντιθέσεις, χωρίς ταξική πάλη και χωρίς σοσιαλιστική επανάσταση. Για εκείνους, η πρωταρχική αντίθεση στον αραβικό κόσμο δεν ήταν ανάμεσα σε αντίπαλες τάξεις (εκμεταλλευομένων και εκμεταλλευτών – ντόπιων και ξένων) αλλά ανάμεσα σε σύσσωμο το έθνος από τη μία μεριά απέναντι στην ξένη καπιταλιστική κυριαρχία από την άλλη. Η βελτίωση της θέσης των εργατικών – λαϊκών μαζών συνδεόταν με τη νίκη της εκάστοτε εθνικής αστικής τάξης.11

Τα προβλήματα στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (ειδικά μετά την οπορτουνιστική στροφή που σηματοδότησε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956), είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας «πολιτικής συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης (…) που χαρακτηρίστηκαν ως “εθνικώς σκεπτόμενες”, σε διάκριση από τις λεγόμενες “ξενόδουλες”»,12γεγονός που, όσον αφορά τα ΚΚ των αραβικών κρατών, εκφράστηκε σε στήριξη του παναραβισμού (στην Αίγυπτο, στη Συρία, στο Ιράκ κ.α.) παρά τον βαθύτατο αντικομμουνισμό αλλά και την καταστολή που υπέστησαν. Η εναλλαγή από τη νομιμότητα στην παρανομία υπήρξε συχνή ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες ή στοχεύσεις (εσωτερικές και διεθνείς) των αστικών ηγεσιών των εν λόγω κινημάτων (όπως έγινε π.χ. στην Αίγυπτο, στη Συρία και στο Ιράκ).13 Το 1965 τα δύο ΚΚ της Αιγύπτου αυτοδιαλύθηκαν και ενσωματώθηκαν στην Αραβική Σοσιαλιστική Ενωση του Νάσερ.

Η ΕΣΣΔ στήριξε τα διάφορα αντιαποικιακά κινήματα που αναπτύχθηκαν την εν λόγω περίοδο στην περιοχή και γενικότερα, καθώς και τα νεαρά αστικά κράτη που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της αποδόμησης του αποικιοκρατικού συστήματος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, πως κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνονταν οι ηγετικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού.

Το Παλαιστινιακό ζήτημα ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής των αστικών τάξεων των αραβικών κρατών

Το Παλαιστινιακό ζήτημα κατείχε κεντρική θέση στον παναραβισμό / «αραβικό σοσιαλισμό», καθώς τα όσα είχαν συμβεί – και συνέχιζαν να συμβαίνουν – στην Παλαιστίνη θεωρούνταν ως το πιο ζωντανό και κατηγορηματικό παράδειγμα των συνεπειών της ξένης καπιταλιστικής παρουσίας / παρεμβατικότητας επί του αραβικού κόσμου. Το δε κράτος του Ισραήλ αποτελούσε την πιο τρανταχτή ενσάρκωση των δεινών του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. «Οι ιμπεριαλιστικές χώρες», τόνιζε ο βασικός ιδεολόγος του Συριακού Μπά’αθ Μ. Αφλάκ, «συγκρότησαν το Ισραήλ για να εμποδίσουν την αναγέννηση των Αράβων και να υπονομεύσουν την ενότητά τους».14 Ακολούθως, η απελευθέρωση της Παλαιστίνης θεωρούταν απαραίτητο συστατικό στοιχείο στην όλη διαδικασία εκτόπισης της ξένης καπιταλιστικής παρουσίας στην περιοχή και ενοποίησης του αραβικού κόσμου. Η Παλαιστίνη έγινε λίγο – πολύ συνώνυμη με την πάλη κατά του ιμπεριαλισμού (με το διαφορετικό φυσικά νόημα και περιεχόμενο που είχε αυτό για τις αστικές ηγεσίες και τους λαούς των κρατών της Μέσης Ανατολής).

Βεβαίως, το Παλαιστινιακό ζήτημα μπορεί να αποτελούσε βασικό σημείο αναφοράς του παναραβισμού, ωστόσο, όπως είδαμε ήδη, η πολιτική των αραβικών αστικών τάξεων υπαγορευόταν πρώτα και κύρια από τα ιδιαίτερα συμφέροντα του κράτους τους. Το γεγονός αυτό είχε αρνητικό αντίκτυπο και στην ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστινίων.

Ακολούθως, η ενθάρρυνση ή ο περιορισμός της δράσης Παλαιστινίων ενόπλων («φενταγίν») εξαρτιόταν κάθε φορά σε μεγάλο βαθμό από τις εκάστοτε συγκυριακές επιδιώξεις του κάθε αραβικού κράτους. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια μετά τον Α’ Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο η επιτήρηση των συνόρων (και των προσφυγικών καταυλισμών κατά μήκος τους) ήταν ιδιαίτερα σφικτή προς αποτροπή επιθετικών ενεργειών κατά του Ισραήλ. Η πλειοψηφία των επιθέσεων έως και το 1954 προερχόταν από τη μεριά της Ιορδανίας και την κατεχόμενη απ’ αυτή Δυτική Οχθη (λόγω και των συνοριακών διαφορών της Ιορδανίας με το Ισραήλ). Από το 1954 και μετά η σκυτάλη πέρασε στην κατεχόμενη από την Αίγυπτο Λωρίδα της Γάζας λόγω της όξυνσης στις σχέσεις Αιγύπτου – Ισραήλ.15

Οπου ή όποτε η εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση και δράση των Παλαιστινίων δεν ήταν επιθυμητή, προβαλλόταν το «επιχείρημα»: «Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε εσείς είναι να τρώτε και να κοιμάστε (…) οι αραβικοί στρατοί θα πάρουν πίσω τη χώρα σας για εσάς».16

Το Παλαιστινιακό ζήτημα αξιοποιήθηκε επίσης ανά περιόδους από τις αστικές τάξεις των αραβικών κρατών ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των εργατικών – λαϊκών μαζών απέναντι στην εκμετάλλευση και την καταπίεση που βίωναν από τις ίδιες. «Οι αραβικές κυβερνήσεις», αναφέρουν οι A. Orr & M. Machover, «είχαν ιδιαίτερο συμφέρον στην εκτροπή της οργής των μαζών απέναντί τους και το έκαναν διοχετεύοντας την προς τους Εβραίους». Σε αυτό, κατά τους ίδιους, συνηγόρησαν επίσης οι Βρετανοί, καθώς και εκείνοι «είχαν συμφέρον στην εκτροπή της λαϊκής οργής (…) από τους ίδιους (…) προς κάποιον άλλο στόχο».17

Σε κάθε περίπτωση, με την πάροδο του χρόνου, όλο και περισσότεροι Παλαιστίνιοι άρχισαν να αμφισβητούν τις πραγματικές προθέσεις των ηγετών των αραβικών κρατών πίσω από τις ηχηρές τους διακηρύξεις για την Παλαιστίνη: «Μιλούν για την Παλαιστίνη, αλλά [στην πραγματικότητα] μιλούν για τον εαυτό τους»!18

Μία από τις σημαντικότερες συνέπειες των παραπάνω υπήρξε η σταδιακή αποσύνδεση των τεκταινομένων στη Μέση Ανατολή από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις, αφήνοντας εν τέλει ως κατακάθι στις συνειδήσεις των εργατικών – λαϊκών μαζών μονάχα την οργή προς το Ισραήλ. Σε αυτό συνέδραμε βεβαίως και η φθίνουσα πορεία του ίδιου του παναραβισμού, κατά την οποία απώλεσε τις όποιες ριζοσπαστικές (ή ριζοσπαστικοφανείς) αναφορές του στον ιμπεριαλισμό.

Οι πρώτες ζυμώσεις και αγωνιστικές εκδηλώσεις μεταξύ των Παλαιστινίων

Η πρώιμη πολιτική – συνδικαλιστική ζύμωση και δραστηριότητα στις γραμμές των Παλαιστίνιων προσφύγων ήταν αξιοσημείωτη. Μαζική όσο και πρωταγωνιστική υπήρξε η συμμετοχή των Παλαιστίνιων εργατών στις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις που σημειώθηκαν το 1953 – 1956 στις βιομηχανίες πετρελαίου του Κουβέιτ, του Μπαχρέιν και της Σαουδικής Αραβίας (στις οποίες είχαν προσληφθεί κατά χιλιάδες μετά την προσφυγοποίησή τους το 1948 – 1949). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1954 – 1955 πάνω από 260 Παλαιστίνιοι εργάτες απελάθηκαν από τη Σαουδική Αραβία για διενέργεια «παράνομης πολιτικής δραστηριότητας» στον αμερικανοαραβικό πετρελαϊκό μονοπωλιακό κολοσσό της ARAMCO. Στο Κουβέιτ, σημαντική συνδικαλιστική οργάνωση και δράση σημειώθηκε επίσης στις βιομηχανίες αυτοκινήτων (π.χ. «Ford», «Mercedes», FIAT), Τροφίμων και Ποτών (π.χ. «Pepsi Cola»), στις κατασκευές και αλλού.19

Εστίες αγώνα αναπτύχθηκαν επίσης στους προσφυγικούς καταυλισμούς, τόσο απέναντι στην εποπτεύουσα αρχή του ΟΗΕ όσο και απέναντι στις αρχές του εκάστοτε κράτους φιλοξενίας: Για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, για το δικαίωμα στη μόρφωση, στην Υγεία, στην πολιτική – συνδικαλιστική οργάνωση και δράση κ.α. «Οι υπηρεσίες που παρέχονται από τη διοίκηση (σ.σ. του καταυλισμού) μας», έγραφε χαρακτηριστικά μια προκήρυξη νέων προσφύγων στον Λίβανο, «αποτελούν δικαίωμά μας, όχι προϊόν χάρης ή ελεημοσύνης εκ μέρους της».20

Οι προσφυγικοί καταυλισμοί λειτούργησαν επιπλέον ως χώροι διατήρησης και περαιτέρω καλλιέργειας της εθνικής συνείδησης μεταξύ των Παλαιστίνιων Αράβων. «Καθώς μεγαλώναμε (σ.σ. στους καταυλισμούς) ζούσαμε την Παλαιστίνη κάθε μέρα», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας πρόσφυγας στη μαρτυρία του. «Μιλούσαμε για την Παλαιστίνη κάθε μέρα. Πράγματι, δεν την είχαμε αφήσει το 1948. Απλά την είχαμε πάρει μαζί μας».21 Η μη διάχυση των Παλαιστινίων στις χώρες υποδοχής τούς επέτρεψε να διατηρήσουν τη συνέχειά τους ως λαός σε ιδιαίτερες κοινότητες, ενισχύοντας τα κοινά ιστορικά – πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, αλλά και τη διαφοροποίησή τους από τους γειτονικούς αραβικούς λαούς. Καταλυτικό γεγονός ταυτοτικής αναφοράς αναμεταξύ τους υπήρξε αναμφίβολα η κοινή, βαθιά τραυματική εμπειρία του ξεριζωμού.

Οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες αντιστάθηκαν πεισματικά στις διάφορες προσπάθειες εθνικής τους ενσωμάτωσης – αφομοίωσης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι όταν η ιορδανική κυβέρνηση το 1959 τους προσέφερε την ντόπια υπηκοότητα (συνοδευόμενη από την πλήρη και ισότιμη ένταξή τους στην οικονομία και στην κοινωνία της χώρας), μόλις 8.000 πρόσφυγες – από τους εκατοντάδες χιλιάδες – ανταποκρίθηκαν θετικά. Οι Παλαιστίνιοι αρνήθηκαν μαζικά να ανταλλάξουν την ταυτότητα του Παλαιστίνιου πρόσφυγα, που τους είχε χορηγήσει ο ΟΗΕ, τόσο γιατί αποτελούσε έγγραφη απόδειξη της καταγωγής τους όσο και γιατί αποτελούσε το «διαβατήριο» μιας μελλοντικής επιστροφής στην πατρίδα τους.22

Εχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι κατά την ανάπτυξη του παλαιστινιακού ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (ειδικά από το 1967 και μετά) οι προσφυγικοί καταυλισμοί αποτέλεσαν τους κυριότερους χώρους στρατολόγησης εθελοντών μαχητών («φενταγίν»).23

Οργάνωση και προσανατολισμός της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης των Παλαιστινίων

Η στάση της παλιάς (προ του 1948) «παραδοσιακής» αστικής πολιτικής ηγεσίας των Παλαιστίνιων Αράβων κατά τα κρίσιμα χρόνια της προσφυγοποίησής τους (1948 – 1949) είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωσή της στη συνείδηση μεγάλης μερίδας του Παλαιστινιακού λαού, ιδιαίτερα ως προς τη δυνατότητά της να ηγηθεί ενός μελλοντικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Επιπλέον, είχε απολέσει τα δοσμένα δίκτυα αναπαραγωγής της εξουσίας της, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν διέθετε καν πια γεωγραφική ενότητα, επομένως και άμεση επαφή με τη λαϊκή πλειοψηφία των προσφύγων, με την εξαίρεση της Δυτικής Οχθης, όπου η παλιά πολιτική, οικονομική και θρησκευτική ηγεσία των Παλαιστίνιων Αράβων εν πολλοίς διατηρήθηκε, με τις ευλογίες – και υπό την αιγίδα πάντοτε – της ιορδανικής κυριαρχίας. Ολα τα παραπάνω προσέφεραν το γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης και δράσης, που αντλούσαν από τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής.

Ακολούθως, κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστίνιων Αράβων υπήρξε στενά συνυφασμένη με τον παναραβισμό και την εξέλιξή του. Πράγματι, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60 (όταν ο παναραβισμός ήταν σε άνοδο) η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των Παλαιστινίων και γενικότερα των Αράβων ήταν ότι το Παλαιστινιακό ζήτημα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του γενικότερου προβλήματος της αραβικής ενότητας, και ότι η λύση του πρώτου θα ερχόταν μέσω της επίτευξης του δεύτερου και ως αποτέλεσμά της.

Βασικός οργανωμένος εκφραστής αυτής της πολιτικής μεταξύ των Παλαιστινίων υπήρξε το Κίνημα Αράβων Εθνικιστών (ΚΑΕ). Το ΚΑΕ αναδείχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 μέσα από τις γραμμές των Παλαιστίνιων φοιτητών στη Βηρυτό του Λιβάνου, όμως γρήγορα εξαπλώθηκε στην Ιορδανία, στο Κουβέιτ, στην Αίγυπτο, στη Συρία, στο Ιράκ κ.α. «Οι ιδρυτές και οι ηγέτες του (…) προέρχονταν κυρίως από τη μεσαία και την ανώτερη μεσαία τάξη (…) Η οργανωμένη του δύναμη, ωστόσο, περιέκλειε όλες τις τάξεις», ενώ «υψηλό» ήταν επίσης το «ποσοστό των Χριστιανών» Αράβων στις γραμμές του.24

Οι στόχοι του ΚΑΕ, αντλώντας σε μεγάλο βαθμό από τα ρεύματα του παναραβισμού και του αραβικού σοσιαλισμού, προσέβλεπαν «στη δημιουργία ενός ενωμένου “προοδευτικού” αραβικού έθνους – κράτους, το οποίο σήμαινε εκσυγχρονισμό, εκβιομηχάνιση, διαχωρισμό κράτους και θρησκείας, με τον πολιτισμό και την επιστήμη να αποτελούν βασικά θεμελιακά στοιχεία του κράτους». Η καπιταλιστική ανάπτυξη θεωρούταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ευόδωση των «εθνικών» στόχων, καθώς υπήρχε η εκτίμηση ότι ο ξεριζωμός των Παλαιστινίων και η ήττα των Αράβων κατά τον Α’ Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο ήταν το ευθύ αποτέλεσμα της καθυστέρησής τους έναντι του πιο προηγμένου καπιταλιστικά Ισραήλ και αντίστοιχα των ισχυρών διεθνών συμμάχων του.25

Για το ΚΑΕ «ο στόχος της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν οι αραβικές χώρες δεν απελευθερώνονταν από τον αποικιακό έλεγχο της Δύσης, προκειμένου να καταστεί δυνατό να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους κατά του Ισραήλ». ‘Η, όπως το διατύπωσε ο Γ. Χαντάντ (ιδρυτικό στέλεχος του ΚΑΕ), «ο δρόμος για το Τελ Αβίβ περνά μέσα από τη Δαμασκό, τη Βαγδάτη, το Αμμάν και το Κάιρο».26

Αν και το ΚΑΕ υπήρξε ο κυριότερος οργανωμένος πολιτικός φορέας των Παλαιστίνιων Αράβων καθ’ όλη τη δεκαετία του ’50 και κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60, δεν απέκτησε ποτέ τη μαζικότητα που είχε αργότερα η οργάνωση της Φατάχ.27

Η Φατάχ (συντομευμένη ονομασία του Παλαιστινιακού Εθνικοαπελευθερωτικού Κινήματος), από την ίδρυσή της το 1959 και για λίγα χρόνια ακόμα (μέχρι και το 1967), υπήρξε μικρή σχετικά οργάνωση. Ο ηγετικός – ιδρυτικός της πυρήνας και η αρχική κοινωνική της βάση αντλούσαν βασικά από τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων, τους φοιτητές, το πιο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό κ.ο.κ., ενώ το δίκτυο των οργανώσεών της έφτασε να εκτείνεται σε όλα σχεδόν τα κράτη του αραβικού κόσμου.28Επικεφαλής της Φατάχ ήταν ο Γ. Αραφάτ.

Μία από τις βασικότερες διαφορές μεταξύ της Φατάχ και του ΚΑΕ ήταν ο στρατηγικός τους προσανατολισμός αναφορικά με την υπόθεση της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης. Η Φατάχ δεν έβλεπε την απελευθέρωση της Παλαιστίνης ως το προϊόν κάποιου γενικότερου συλλογικού παναραβικού στόχου ή δράσης, αλλά ως το αποτέλεσμα της πάλης – ιδίως της ένοπλης – πρώτα και κύρια των ίδιων των Παλαιστινίων, που θα κατέληγε με τη συγκρότηση ξεχωριστού κράτους.

Η διαφορετική στρατηγική της Φατάχ στηρίχθηκε σε μια σειρά παράγοντες. Καταρχάς, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι τα αραβικά κράτη, παρά τις όποιες ηχηρές διακηρύξεις, επί της ουσίας δεν είχαν σκοπό να αγωνιστούν – έμπρακτα και σταθερά – για την υπόθεση της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης. Μία από τις πολλές ενδείξεις περί τούτου αποτέλεσαν π.χ. οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου του Αραβικού Συνδέσμου στις 29/2/1960, το οποίο απέρριψε την πρόταση συγκρότησης παλαιστινιακού στρατού, καλώντας την ίδια στιγμή για μια «διεθνή λύση» στο Παλαιστινιακό πρόβλημα.29

Ενα άλλο στοιχείο είχε να κάνει με τη γενικότερη δυναμική των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων εκείνη την εποχή (σε Αφρική, Ασία και Νότια Αμερική), που λειτουργούσε συνάμα ως εμπνευστής και καταλύτης για τους πόθους και τις ελπίδες όλων των καταπιεζόμενων λαών. Το όργανο της Φατάχ, «Filastinuna», έγραφε τον Νοέμβρη του 1960: «Οι επαναστάσεις σε όλο τον κόσμο μάς εμπνέουν. Η επανάσταση στην Αλγερία φωτίζει τον δρόμο μας σαν ένας λαμπερός πυρσός ελπίδας. Οταν οι Αλγερινοί ξεκίνησαν την επανάστασή τους το 1954 (σ.σ. απέναντι στους Γάλλους αποικιοκράτες) δεν ήταν παρά λίγες εκατοντάδες Αραβες απέναντι σε 20.000 Γάλλους στρατιώτες και καλά εξοπλισμένους εποίκους. (…) Η επανάσταση στην Αλγερία μάς απέδειξε ότι ένας λαός μπορεί να οργανωθεί και να οικοδομήσει τη στρατιωτική του δύναμη κατά την ίδια τη διαδικασία του αγώνα».30

Την 1η Γενάρη του 1965 η Φατάχ πραγματοποίησε την πρώτη της ένοπλη επιχείρηση εναντίον στόχων εντός του κράτους του Ισραήλ, σηματοδοτώντας την έναρξη του παλαιστινιακού ένοπλου αγώνα για απελευθέρωση. Ο αντίκτυπος της εν λόγω ενέργειας ήταν μεγάλος. «Οι Παλαιστίνιοι στους καταυλισμούς», γράφει η R. Sayigh, «υποδέχτηκαν τα νέα με ενθουσιασμό και μετά απ’ αυτό η κατάσταση άλλαξε. Ολοι άρχισαν να μιλάνε γι’ αυτό το καινούριο βήμα, για τη θέλησή τους να συμμετάσχουν, ιδιαίτερα οι φοιτητές και οι νέοι εργάτες».31

Σταθμό στην πορεία του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος αποτέλεσε η ίδρυση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Η PLO συγκροτήθηκε στην Ιερουσαλήμ στις 28/5/1964, κατ’ εφαρμογή σχετικής απόφασης του Αραβικού Συνδέσμου τον Γενάρη του ίδιου έτους. Οπως αναγραφόταν στην Εθνική Χάρτα της PLO του 1964, σκοπός της οργάνωσης ήταν η απελευθέρωση της Παλαιστίνης και η συγκρότηση ανεξάρτητου παλαιστινιακού αραβικού κράτους στο σύνολο των εδαφών που μέχρι το 1947 συναποτελούσαν τη Βρετανική Εντολή. Με άλλα λόγια, η PLO δεν αναγνώριζε το κράτος του Ισραήλ, ούτε αποδεχόταν την ύπαρξη κάποιου τέτοιου, έστω με άλλα σύνορα. Δικαίωμα παραμονής στην Παλαιστίνη αναγνωριζόταν μόνο στους Εβραίους που ήταν αυτόχθονες (όχι έποικοι).

Υιοθετώντας τις θέσεις του παναραβισμού, η Χάρτα υπογράμμιζε επίσης ότι «η αραβική ενότητα και η απελευθέρωση της Παλαιστίνης αποτελούν δύο αλληλοσυμπληρούμενους στόχους». Ξεκαθάριζε δε ότι όλα τα «ιδεολογικά δόγματα, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά» υποτάσσονταν «στο πρωταρχικό καθήκον της εθνικής απελευθέρωσης».32

Πρώτος πρόεδρος της PLO αναδείχθηκε ο Α. Σουκέιρι, ο οποίος είχε διατελέσει αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Αραβικού Συνδέσμου το διάστημα 1950 – 1956. Αν και τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της η PLO συνδεόταν στενά με την εξωτερική πολιτική της Αιγύπτου,33 η κατάσταση θα άλλαζε άρδην μετά την έκβαση του Πολέμου των Εξι Ημερών (με αποκορύφωμα την ανάληψη της ηγεσίας της οργάνωσης από τον ηγέτη της Φατάχ, Γ. Αραφάτ, το 1969).

Τέλος, κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 πολλοί Παλαιστίνιοι Αραβες εντάχθηκαν επίσης στο Μπάαθ της Συρίας και σε άλλες οργανώσεις που υιοθετούσαν τον παναραβισμό ή τον αραβικό σοσιαλισμό στα κράτη όπου είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες. Ενας αριθμός εντάχθηκε ακόμα στα κατά τόπους Κομμουνιστικά Κόμματα (π.χ. οι Παλαιστίνιοι κομμουνιστές στη Δυτική Οχθη προσχώρησαν στο ΚΚ Ιορδανίας, στη Συρία στο ΚΚ Συρίας κ.ο.κ.).

Στο ίδιο το Ισραήλ, η οποιαδήποτε εθνικοαπελευθερωτική κίνηση ή οργάνωση απαγορευόταν αυστηρά και διωκόταν συστηματικά. Η μόνη πολιτική δύναμη που διαχρονικά και με συνέπεια στήριζε τα δικαιώματα των Παλαιστίνιων Αράβων ως μειονότητας, που πρόβαλλε το αίτημα για συγκρότηση παλαιστινιακού κράτους κ.ο.κ., ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισραήλ. Η στήριξη των Παλαιστίνιων Αράβων στο ΚΚΙ ήταν αναλογικά πολλαπλάσια των Εβραίων. Οταν π.χ. το 1961 το ΚΚΙ έλαβε σε εθνικό επίπεδο το 4,18% των ψήφων, το ποσοστό του στους Εβραίους ήταν 2,6%, ενώ αντίστοιχα στους Παλαιστινίους Αραβες ήταν 22%. Ενας στους δύο ψηφοφόρους του ΚΚΙ ήταν Παλαιστίνιος Αραβας.34

Ωστόσο, για μια ακόμα φορά (όπως και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν κατάφερε να διαφυλάξει ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά την ταξική – διεθνιστική του ενότητα. Οι διαρκείς αστικές πιέσεις για ευθυγράμμιση με τα συμφέροντα του ισραηλινού καπιταλιστικού κράτους (ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν η εξάλειψη του Ισραήλ έγινε διακηρυγμένη θέση του παναραβισμού και οργανώσεων όπως η PLO) είχαν σοβαρό αντίκτυπο στον ταξικό – διεθνιστικό προσανατολισμό του ΚΚΙ. Ετσι, π.χ. σταδιακά μετατοπίστηκε από μια θέση συνεπούς διεθνιστικής αντίθεσης στην ισραηλινή στρατιωτική συμμετοχή κατά την Κρίση του Σουέζ, το 1956, στο να διακηρύσσει το 1965 ότι «το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισραήλ θα αποτελέσει την ασπίδα της ύπαρξης του Ισραήλ, της ανεξαρτησίας του Ισραήλ, της ασφάλειας του Ισραήλ, του μέλλοντος του Ισραήλ».35

Την 1η Σεπτέμβρη 1965 το ΚΚΙ διασπάστηκε. Το νέο κόμμα που προέκυψε (η Νέα Κομμουνιστική Λίστα ή «Ρακά») κατηγόρησε την ηγεσία του ΚΚΙ για «διολίσθηση (…) στην κατηφόρα του εθνικισμού», ότι «υπερασπίζεται τις θεμελιώδεις πολιτικές της κυβέρνησης και έχει υιοθετήσει πλήρως τη σιωνιστική ιδεολογία».36 Η Νέα Κομμουνιστική Λίστα, με ΓΓ τον Μ. Βίλνερ, αναγνωρίστηκε από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα ως ο συνεχιστής του ΚΚΙ. Το νέο κόμμα διατήρησε τη μεγάλη πλειοψηφία της παλαιστινιακής αραβικής υποστήριξης (η οποία και αυξήθηκε τα επόμενα χρόνια), ενώ αποτέλεσε πρόδρομο του σημερινού Κομμουνιστικού Κόμματος Ισραήλ.37

Παράγοντες που συνεπέδρασαν στην αλλαγή προσανατολισμού του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Παλαιστινίων

Οπως αναφέρει η R. Sayigh, θα υπέθετε κανείς πως η καθολική μεταξύ των αραβικών κρατών «υιοθέτηση της αρχής ότι “η Παλαιστίνη αποτελεί πρωταρχική υπόθεση όλων των Αράβων” θα είχε οδηγήσει σε κάποια κοινή πολιτική και στρατιωτική δράση για την ανάκτησή της (…). Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη».38 Προς τα μέσα δε της δεκαετίας του ’60 είχε αρχίσει πια να διαφαίνεται πιο καθαρά από ποτέ ότι κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αδύνατο.

Η σύνδεση του Παλαιστινιακού ζητήματος με τη στρατηγική του παναραβισμού προϋπέθετε πρώτα απ’ όλα την ευόδωση του δεύτερου, το οποίο με τη σειρά του προϋπέθετε την υιοθέτησή του από τις αστικές τάξεις όλων των αραβικών κρατών, κάτι που δεν συνέβη. «Δεν μπορούμε να συντονιστούμε στις προσπάθειές μας για την Παλαιστίνη», τόνιζε το 1966 ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Νάσερ, εξαιτίας «της αραβικής αντίδρασης (…). Η αραβική αντίδραση συνεργάζεται με τον ιμπεριαλισμό, όπως και ο σιωνισμός. Πώς μπορεί λοιπόν η αραβική αντίδραση να πολεμήσει τον σιωνισμό; (…) Σε καμιά περίπτωση δεν μπορώ να φανταστώ πώς η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να δώσει μάχη για την Παλαιστίνη, όταν έχει στο έδαφός της αμερικανικές και βρετανικές βάσεις. Η Σαουδική Αραβία θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να καταφέρει να απελευθερωθεί η ίδια από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς, προτού στραφεί προς την απελευθέρωση της Παλαιστίνης».39

Ομως η στρατηγική του παναραβισμού δεν απέτυχε μόνο επειδή ορισμένες αστικές τάξεις μιας σειράς αραβικών κρατών δεν τον υιοθέτησαν, αλλά επειδή και εκείνες που το έπραξαν τελικά δεν κατάφεραν να τον φέρουν σε πέρας όταν το επιχείρησαν (βλ. το εγχείρημα της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας).

Κρίσιμος παράγοντας υπήρξε επίσης ο κεντρικός ρόλος της Αιγύπτου ως πρωταγωνιστικού – ηγετικού κρατικού φορέα του παναραβισμού, καθώς εν πολλοίς οι επιτυχίες – και αντίστοιχα οι αποτυχίες – του πρώτου αντανακλούσαν στην απήχηση του δεύτερου. Οσο π.χ. η έκβαση της Κρίσης του Σουέζ (1956) υπέρ της Αιγύπτου λειτούργησε ως θετικός καταλύτης για τον παναραβισμό, άλλο τόσο αρνητικά λειτούργησε η ήττα κατά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών (1967). Αυτό βεβαίως είχε αντίτυπο και στον αντίστοιχο προσανατολισμό του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Χαρακτηριστικός υπήρξε ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχτηκε ο Α. Ιγιάντ (μετέπειτα ιδρυτικό στέλεχος της Φατάχ) την έκβαση της Κρίσης του Σουέζ, σημειώνοντας πως «όλα πλέον είναι δυνατά, ακόμα και η απελευθέρωση της Παλαιστίνης».40 Οπως χαρακτηριστική ήταν και η οργανωτική κατάρρευση του ΚΑΕ αμέσως μετά τον πόλεμο (στη Γάζα π.χ. η δύναμή του έπεσε από τα 1.200 ενεργά μέλη σε μόλις 213).41

Η ιεράρχηση των ιδιαίτερων συμφερόντων των αστικών τάξεων των αραβικών κρατών πάνω από την οποιαδήποτε κοινή στρατηγική συνισταμένη του παναραβισμού, η ουσιαστική υπαγωγή του δεύτερου στα πρώτα, είχε ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση της υπόθεσης των Παλαιστινίων και των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεών τους στις εκάστοτε εθνικές αστικές επιδιώξεις άλλοτε της Αιγύπτου, άλλοτε της Ιορδανίας κ.ο.κ. Καθώς σε μια πορεία άρχισε να διαφαίνεται ότι όλα τα παραπάνω ούτε εξυπηρετούσαν την υπόθεση των Παλαιστινίων, ούτε οδηγούσαν σε μια επιτυχή λύση της, το κέντρο βάρους της οργάνωσης και κατεύθυνσης του παλαιστινιακού αγώνα μετατοπίστηκε από την ευρύτερη παναραβική δράση στους ίδιους τους Παλαιστινίους.

Παραπομπές:

1. Rashid Khalidi et al, «The origins of Arab nationalism», εκδ. «Columbia University Press», NY, 1991, σελ. 7

2. Ralph M. Coury, «Who invented Egyptian Arab Nationalism», Part 2, στο «International Journal of Middle East Studies», vol. 14, no. 4, November 1982, σελ. 464

3. ό.π., σελ. 467, 476

4. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 – 1981», PhD Thesis, LSE, London, 2007, σελ. 146

5. Adeed Dawisha, «Arab nationalism in the twentieth century», εκδ. «Princeton University Press», Princeton & Oxford, 2003, σελ. 83 – 84, 201 κ.ά.

6. ό.π., σελ. 124 – 125.

7. Robert E. Danielson, «Nasser and Pan-Arabism», Thesis, Naval Postgraduate School, Monterey, 2007, σελ. 30 – 34

8. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 – 1981», PhD Thesis, LSE, London, 2007, σελ. 95

9. CIA, «Special Report: The Baathist Regimes in Syria and Iraq», 23/9/1963, σελ. 4

10. Tareq Ismael & Rifa’at El-Sa’id, «The Communist Movement in Egypt, 1920-1988», εκδ. «Syracuse University Press», ΝΥ, 1990, σελ. 62

11. ό.π., σελ. 108, και Paul Salem, «Bitter legacy: Ideology and politics in the Arab world», εκδ. «Syracuse University Press», ΝΥ, 1994, σελ. 68 – 69

12. http://www.kke.gr/article/Apofasi-toy-18oy-Synedrioy-toy-KKE-gia-to-Sosialismo/

13. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 – 1981», PhD Thesis, LSE, London, 2007, σελ. 81 – 94

14. Michel Aflaq, «Choice of Texts from the Ba’th Party founder’s thoughts», εκδ. «Arab Ba’th Socialist Party», 1977, σελ. 104

15. Avi Shlaim, «The iron wall», εκδ. «Gardners Books», 2001, σελ. 84 – 85, και Πρακτικά Κνεσέτ, φάκελος 19/672, στο Akiva Orr & Moshe Machover, «Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948 – 1961») (διαδικτυακή έκδοση https://www.marxists.org/subject/jewish/peace-peace.pdf), σελ. 167 – 168

16. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine», PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 114

17. Akiva Orr & Moshe Machover, «Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948 – 1961)», σελ. 22

18. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 147

19. John Chalcraft, «Migration and popular protest in the Arabian Peninsula and the Gulf», στο «International Labor and Working Class History», no.79, Spring 2011, σελ. 30 – 31, 40 – 41

20. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine», PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 96

21. Fawaz Turki, «Soul in exile: Lives of a Palestinian revolutionary», εκδ. «Monthly Review Press», NY, 1988, σελ. 36

22. Najeh Jarrar, «Citizenship and Palestinian refugees», στο «Palestine – Israel Journal of Politics, Economics and Culture», vol. 3, no. 3 – 4, Summer / Autumn 1996, σελ. 66

23. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine», PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 39.

24. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 – 2005», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 34, no 4, Summer 2055, σελ. 27

25. ό.π., σελ. 27 – 28

26. Yezid Sayigh, «Armed struggle and the search for state: The Palestinian National Movement, 1949 – 1993», εκδ. «Oxford University Press», 2000, σελ.75 και 73

27. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 – 2005», σελ. 26

28. ό.π., σελ. 32

29. Orna Almog, «Beyond Suez – The Anglo-Israeli relationship, 1956 – 1958», PhD Thesis, LSE, London, 1999, σελ. 346 – 347

30. «Filastinuna», no. 11, November 1960, σελ. 3, στο Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 – 2005», σελ. 33

31. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 157

32. Palestine National Charter of 1964 (https://web.archive.org/web/20101130144018/http://www.un.int/wcm/content/site/palestine/pid/1236)

33. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 – 2005», σελ. 157

34. Martin Slann, «Ideology and ethnicity in Israel’s two Communist Parties», στο «Studies of Comparative Communism», vol. VII, no. 4, Winter 1974, σελ. 374

35. Maurice Friedberg, «The split in Israel’s Communist Party», στο «Midstream», vol. 12, no. 2, February 1966, σελ. 26

36. Meir Vilner, «The development in Israel, political forces and the struggle for a peace front», στο «Information Bulletin, Special no: Pre Congress Material for the XVII Congress of the Communist Party of Israel», σελ. 130

37. Martin Slann, «Ideology and ethnicity in Israel’s two Communist Parties», σελ. 371, 374

38. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 102

39. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 – 1981», σελ. 131

40. Abu Iyad, «My Home, My Land: A narrative of the Palestinian struggle», εκδ. «Times Books», NY, 1981, σελ. 23

41. Jean-Pierre Filiu, «Gaza: A History», εκδ. «Hurst», London, 2015, σελ. 128

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Πηγή : Ριζοσπάστης 2 – 3 / 2 – 2024

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 7ο)

Το Παλαιστινιακό ζήτημα στη μέγγενη των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων

Αιγυπτιακά τανκς στη Χερσόνησο του Σινά
Αιγυπτιακά τανκς στη Χερσόνησο του Σινά

Στις 25.5.1950 τα τρία καπιταλιστικά κράτη με τα ισχυρότερα γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή – ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία – εξέδωσαν κοινή Διακήρυξη με την οποία αυτο-ορίζονταν τοποτηρητές του status quo στην περιοχή, ξεκαθαρίζοντας προς πάσα κατεύθυνση πως «κάθε απόπειρα παραβίασης των συνόρων ή των γραμμών ανακωχής» θα είχε ως αποτέλεσμα «την άμεση ανάληψη δράσης» εκ των τριών δυνάμεων, «είτε εντός είτε εκτός [πλαισίου του] ΟΗΕ».1

Η ηχηρή αυτή προσπάθεια σταθεροποίησης του status quo στην περιοχή την επαύριο του Α’ αραβοϊσραηλινού πολέμου είχε βεβαίως μια πολύ συγκεκριμένη «παράπλευρη απώλεια»: Την προοπτική συγκρότησης Παλαιστινιακού Αραβικού κράτους, που κυριολεκτικά θυσιαζόταν στο βωμό των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων (κουρελιάζοντας ταυτόχρονα τις σχετικές – και εξαιρετικά πρόσφατες τότε – αποφάσεις του ΟΗΕ). Τα αραβικά κράτη καταδίκασαν την Τριμερή Διακήρυξη (έστω και προσχηματικά, όπως η Ιορδανία, που μόλις είχε προσαρτήσει τη Δυτική Οχθη), ενώ σαφώς θετικότερη υπήρξε η υποδοχή της από το Ισραήλ.2

Το διάστημα 1953-1956 ΗΠΑ και Βρετανία επιδίωξαν τη διευθέτηση των διαφορών ανάμεσα στο Ισραήλ και τα αραβικά κράτη. Τα διαδοχικά σχέδια συμβιβασμού που προτάθηκαν, περιελάμβαναν σε γενικές γραμμές (με μικρές διαφοροποιήσεις): α) Την άρση της κατάστασης πολέμου και την πλήρη αποκατάσταση των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ τους, β) Τροποποιήσεις στα σύνορα (κυρίως από τη μεριά του Ισραήλ) και γ) Μια περιορισμένη επιστροφή των Παλαιστινίων προσφύγων στις εστίες τους (με αποζημίωση των χαμένων περιουσιών τους από το Ισραήλ) και τη μόνιμη εγκατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας στα κράτη υποδοχής.3

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χ. Τρούμαν με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νταβίντ Μπεν Γκουριόν
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χ. Τρούμαν με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νταβίντ Μπεν Γκουριόν

«Το Ισραήλ», τόνιζαν σε κοινή τους Απόφαση ΗΠΑ και Βρετανία τον Νοέμβρη του 1955, «πρέπει (…) να έρθει σε συμβιβασμό με τα Αραβικά κράτη. Αν πρόκειται να επιβιώσει, δεν έχει την πολυτέλεια να επιδιώκει μια πολιτική που αποξενώνει τους Αραβες από τη Δύση. Αυτό περιλαμβάνει τη βούληση για συμφωνία σε κάποιον συμβιβασμό ανάμεσα στις Αποφάσεις του ΟΗΕ του 1947 και τις υπάρχουσες γραμμές εκεχειρίας».4

Τα αραβικά κράτη έθεταν ως «βάση συζήτησης» για την άμβλυνση των αραβοϊσραηλινών διαφορών μια σειρά από εδαφικές παραχωρήσεις από τη μεριά του Ισραήλ, τόσο κατά μήκος των συνόρων του με την Αίγυπτο (έτσι ώστε να αποκτήσει κοινά σύνορα με την Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία), όσο και κατά μήκος των συνόρων του με την κατεχόμενη από την Ιορδανία Δυτική Οχθη (προς αποκατάσταση της πρόσβασης των παλαιστινιακών χωριών με τις όμορες καλλιεργούμενες εκτάσεις και υδάτινους πόρους τους, που είχαν περιέλθει στην άλλη πλευρά των συνόρων). Ταυτόχρονα, έδειχναν διατεθειμένα να αναγνωρίσουν το κράτος του Ισραήλ, αλλά και να συμβιβαστούν στο ζήτημα των προσφύγων, μετατοπιζόμενα από την προηγούμενη κατηγορηματική τους θέση περί καθολικής επιστροφής των ξεριζωμένων στις εστίες τους σε μια θέση περί «εθελοντικής» επιστροφής (και τη μόνιμη εγκατάσταση των υπολοίπων στις χώρες υποδοχής, με αποζημίωση των χαμένων περιουσιών τους και με την οικονομική συνδρομή της «Διεθνούς Κοινότητας»). Περί συγκρότησης ανεξάρτητου Παλαιστινιακού Αραβικού κράτους ούτε λόγος.5

Αμερικανοί στρατιώτες στη Βηρυτό του Λιβάνου
Αμερικανοί στρατιώτες στη Βηρυτό του Λιβάνου

Το Ισραήλ, από τη μεριά του, ήταν αντίθετο σε οποιαδήποτε μονομερή εκχώρηση εδαφών. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε ανοιχτό στο να διαπραγματευτεί «αμοιβαίες διορθωτικές προσαρμογές επί της γραμμής εκεχειρίας».6Οσον αφορά δε το ζήτημα της επιστροφής των προσφύγων, η μόνη προοπτική που συζητήθηκε (δίχως ωστόσο να καταληχθεί θετικά) ήταν η αμερικανοβρετανική πρόταση για την παλιννόστηση 75.000 Παλαιστινίων σε βάθος 5ετίας (15.000 ανά έτος).7

Βεβαίως, οι αραβοϊσραηλινές διαφορές δεν αφορούσαν μόνο εδαφικά ζητήματα και το Παλαιστινιακό, αλλά εκτείνονταν σε ένα εύρος ζητημάτων: Από τη νομή των νερών του Ιορδάνη, τα δικαιώματα αλιείας στη λίμνη Κινέρετ, έως την προσβασιμότητα του Ισραήλ στις θαλάσσιες οδούς εμπορίου (μέσω της διώρυγας του Σουέζ και των Στενών του Τιράν, που ελέγχονταν από την Αίγυπτο), κ.ά.

Σε κάθε περίπτωση, τέλη του 1955 – αρχές του 1956, οι δύο βασικότερες δυνάμεις, η Αίγυπτος και το Ισραήλ, «ήταν έτοιμες να κάτσουν στο τραπέζι των συνομιλιών».8

Την περίοδο 1953 – 1956 το κράτος του Ισραήλ δέχτηκε πράγματι σοβαρές πιέσεις από τους διεθνείς συμμάχους του, προκειμένου να έρθει σε κάποιον συμβιβασμό με τα αραβικά κράτη. «Αν θέλουμε να έλθουμε ποτέ σε κάποια συμβιβαστική λύση για το Παλαιστινιακό», ανέφερε χαρακτηριστικά αξιωματούχος του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών το 1955, «θα πρέπει να γίνουμε κακοί προς τους Ισραηλινούς κάποια στιγμή».9

Διυλιστήρια Αταμαν, Ιράν
Διυλιστήρια Αταμαν, Ιράν

Οι πιέσεις αυτές δεν είχαν να κάνουν με κάποια ξαφνική «ανθρωπιστική» αγωνία για τους Παλαιστινίους. Αλλωστε, όπως είδαμε παραπάνω, οι δύο κύριες διεκδικήσεις των ίδιων (η επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους και η δημιουργία δικού τους κράτους) δεν ιεραρχούνταν από κανέναν ως βασικοί όροι στις σχετικές διαπραγματεύσεις. Απεναντίας, οι πιέσεις είχαν να κάνουν με το κλείσιμο των «λογαριασμών» ανάμεσα στο Ισραήλ και τα Αραβικά κράτη, που όσο έμεναν ανοιχτοί, τόσο αποτελούσαν μια διαρκή απειλή για τη διατάραξη των υφιστάμενων συμμαχιών και ισορροπιών σε μια περιοχή κρίσιμη για τα γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, της Βρετανίας αλλά και ευρύτερα του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Οι εκκρεμείς λογαριασμοί, λοιπόν, έπρεπε να κλείσουν και ο τρόπος που θα έκλειναν υπήρξε άμεσα συναρτόμενος με την ιεράρχηση (την «αξία») κάθε πλευράς (κάθε «συμμάχου»), τη δοσμένη περίοδο, στο πλαίσιο των ευρύτερων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Το Ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών το γνώριζε αυτό, σημειώνοντας χαρακτηριστικά σε έγγραφό του προς την πρεσβεία του Ισραήλ στο Λονδίνο: «Οι Αραβικές χώρες έχουν πετρέλαιο και το Ισραήλ όχι, και όσο ο έλεγχος των ροών αυτών [σ.σ. του πετρελαίου] είναι ζωτικής σημασίας για τη Βρετανία, θα βλέπει πάντοτε το Ισραήλ στο φόντο της γενικότερης εικόνας της Μέσης Ανατολής».10 Το ίδιο ίσχυε και για τις ΗΠΑ. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες», σημείωνε στις 18.10.1955 από το βήμα της ισραηλινής Βουλής (Κνεσέτ) το στέλεχος της κυβέρνησης Γ. Μπαρζιλάι, ήταν πρόθυμες να «θυσιάσουν το Ισραήλ προκειμένου να στρατολογήσουν τα Αραβικά κράτη σε μια Μεσανατολική συμμαχία».11

Η διεθνής οικονομική και γεωστρατηγική βαρύτητα της Μέσης Ανατολής

Πόλεμος των 6 Ημερών
Πόλεμος των 6 Ημερών

Η διεθνής οικονομική και γεωστρατηγική βαρύτητα της Μέσης Ανατολής αυξήθηκε ακόμη περισσότερο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Δεν υπάρχει περιοχή πιο σημαντική στρατηγικά στον κόσμο» υπογράμμιζε σχετικά το 1954 το στέλεχος του Αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών Χ. Μπάιροουντ, προσθέτοντας: «Δίχως το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής η βιομηχανία μας, καθώς και αυτή των συμμάχων μας, θα παρέλυε».12

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Μέση Ανατολή είχε αναδειχθεί στον μεγαλύτερο εξαγωγέα προϊόντων πετρελαίου στον κόσμο (εκτοπίζοντας από την πρώτη θέση την Καραϊβική).13Ο έλεγχος και η εκμετάλλευση αυτής της παραγωγής γινόταν σχεδόν αποκλειστικά από 6 μονοπωλιακούς κολοσσούς βρετανικών και αμερικανικών συμφερόντων (κατά 50% και 45%, αντίστοιχα) και ήταν κρίσιμη ως καύσιμη ύλη τόσο για τις οικονομικές όσο και για τις στρατιωτικές ανάγκες του καπιταλιστικού κόσμου. Ενδεικτικά, αρκεί να αναφέρουμε πως το 1950 – σε μια περίοδο δηλαδή όπου οι ανάγκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανοικοδόμησης ήταν τεράστιες – η Μέση Ανατολή κάλυπτε το 75% των απαιτήσεων της Δυτικής Ευρώπης σε πετρέλαιο. Το δε διυλιστήριο του Αμπαντάν (στο Ιράν) προμήθευε το 1951 το «46% των αεροπορικών καυσίμων που παράγονταν στον “ελεύθερο [βλ. καπιταλιστικό] κόσμο”».14

Σημειωτέον πως η βαρύτητα που προσέδιδαν οι ΗΠΑ στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής δεν είχε να κάνει τόσο με τις εγχώριες ανάγκες τους (που στο μεγαλύτερο βαθμό καλύπτονταν ακόμη από τις ίδιες ή από άλλες περιοχές, όπως π.χ. τη Βενεζουέλα) όσο με τη γενικότερη οικονομική και στρατηγική σημασία που είχε ο έλεγχος της παγκόσμιας παραγωγής.15

Η εξέλιξη της διεθνούς σύγκρουσης καπιταλισμού – σοσιαλισμού υπήρξε αναμφίβολα κεντρικός και μόνιμος παράγοντας στη διαμόρφωση της πολιτικής των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της περιόδου έναντι της Μέσης Ανατολής. «Η πολιτική απώλεια [της Μέσης Ανατολής] υπέρ της Σοβιετικής Ενωσης», τόνιζε το 1950 ο Τζ. Μακ Γκι (υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ), «θα ήταν μια μεγάλη καταστροφή, αντίστοιχη με την απώλειά της εν καιρώ πολέμου». Αντίστοιχα, το 1956 ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντ. Αϊζενχάουερ έγραφε στον Βρετανό πρωθυπουργό Α. Ιντεν: «Στο πίσω μέρος του μυαλού μας πρέπει να είναι η εξαιρετικά επικίνδυνη απειλή στη Μέση Ανατολή (…) Συμφωνώ απολύτως μαζί σου πως δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με χαλαρότητα το οτιδήποτε μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στην Αρκούδα [σ.σ. την ΕΣΣΔ] να μπήξει τα νύχια της στην παραγωγή ή τη μεταφορά του πετρελαίου, το οποίο είναι τόσο ζωτικό για την άμυνα και την οικονομία του [καπιταλιστικού] κόσμου».16 Ακολούθως, «η διατήρηση των κρατών της Μέσης Ανατολής στη Δυτική σφαίρα επιρροής» αποτέλεσε «κρίσιμης σημασίας ψυχροπολεμικό στόχο» ΗΠΑ και Βρετανίας.17

Ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και μέσα προώθησής τους στη Μέση Ανατολή

Το 1952 – 1953 οι ΗΠΑ επιδίωξαν τη συγκρότηση ενός Οργανισμού Αμυνας Μέσης Ανατολής με σκοπό τη στρατιωτική διασφάλιση των εμπορικών δρόμων (κύρια της Διώρυγας του Σουέζ) και πετρελαιοπαραγωγικών πηγών της περιοχής. Το εγχείρημα δεν ευοδώθηκε, κυρίως λόγω της άρνησης της Αιγύπτου (που θεωρούνταν «το κράτος – κλειδί» για τη συγκρότηση και αποτελεσματική λειτουργία του) να μετάσχει σε αυτό.18 Ακολούθησε η προσπάθεια για τη συγκρότηση μιας «Βόρειας Ζώνης» στρατιωτικής συνεργασίας, που θα περιελάμβανε την Τουρκία, το Ιράκ, το Ιράν και το Πακιστάν. Οι ΗΠΑ προχώρησαν στο εν λόγω εγχείρημα ανεξάρτητα από τους Βρετανούς, οι οποίοι, ωστόσο, είχαν δρομολογήσει ταυτόχρονα δικές τους αντίστοιχες διεργασίες (γεγονός που αντανακλούσε και τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή, οι οποίοι φυσικά δεν είχαν κοπάσει ποτέ). Οι κινήσεις των Βρετανών είχαν ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση του Συμφώνου της Βαγδάτης (1954-1959), στο οποίο εντάχθηκαν διαδοχικά η Τουρκία και το Ιράκ, η ίδια η Μ. Βρετανία, το Πακιστάν και το Ιράν. Το Σύμφωνο της Βαγδάτης διαδέχτηκε (μετά την έξοδο του Ιράκ από αυτό) ο Οργανισμός Κεντρικού Συμφώνου ανάμεσα στις ΗΠΑ, το Ιράν, το Πακιστάν και την Τουρκία.19

Η προσχώρηση των Αραβικών κρατών σε αυτές τις συμμαχίες υπήρξε άλλοτε το προϊόν των οικονομικών και στρατιωτικών ενισχύσεων που τις συνόδευαν και άλλοτε το προϊόν πιέσεων (πολύ συχνά και τα δύο). Χαρακτηριστικά υπήρξαν τα όσα έγραψε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Χ. Μακμίλαν προς τον πρωθυπουργό της χώρας του Α. Ιντεν τον Νοέμβρη του 1955 σχετικά με την απροθυμία της Ιορδανίας να ενταχθεί στο Σύμφωνο της Βαγδάτης: «Αν δεν φέρουμε την Ιορδανία στο Σύμφωνο της Βαγδάτης τώρα, θα διολισθήσει πέρα από τον έλεγχό μας. (…) Πρέπει (…) να τους το ξεκαθαρίσουμε αυτό και λίγο-πολύ να τους αναγκάσουμε να προσχωρήσουν. Εν τέλει, μπορεί να χρειαστεί να τους πούμε πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να συνδράμουμε οικονομικά και στρατιωτικά μια χώρα που δεν παραμένει στο πλευρό μας σε καίρια ζητήματα», υποδεικνύοντας καταληκτικά τον κίνδυνο «του Ισραήλ».20

Η προώθηση της πολιτικής των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών στη Μέση Ανατολή περιελάμβανε μια ευρεία και πολύμορφη γκάμα πιέσεων και παρεμβάσεων: Πολιτικές δολοφονίες, την εξαγορά πολιτικών ή στρατιωτικών παραγόντων, την αξιοποίηση ακροδεξιών – παρακρατικών ομάδων ή ακόμα και ισλαμιστικών οργανώσεων (όπως οι Αδερφοί Μουσουλμάνοι), τη διενέργεια προπαγάνδας (μέσω ραδιοφωνικών πομπών, ελεγχόμενων έντυπων μέσων, κ.ο.κ.), την προβοκατόρικη υποκίνηση ταραχών, κ.ά. 21

Εν τέλει, υπήρχε και η στρατιωτική επέμβαση, είτε άμεσα (με ίδιες στρατιωτικές δυνάμεις) είτε έμμεσα (μέσω της στήριξης κάποιας πιο «φιλικής» ή «συνεργάσιμης» μερίδας των εγχώριων αστικών κ.ά. δυνάμεων για την πραξικοπηματική ανατροπή και αντικατάσταση μιας αντίστοιχα λιγότερο «φιλικής» ή «συνεργάσιμης» που βρισκόταν στην κυβέρνηση).

Ετσι έγινε:

— Το 1949 στη Συρία, όταν οι ΗΠΑ στήριξαν την πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Σ. αλ Κουάτλι (λόγω της μη-έγκρισης κατασκευής αγωγού πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία, της προσέγγισής της με την ΕΣΣΔ, κ.ά.). ‘Η και πάλι το 1957, όταν στήριξαν ανάλογες πραξικοπηματικές διεργασίες (εκτιμώντας πως η χώρα ήταν «ευάλωτη στον κομμουνισμό» και η τότε κυβέρνησή της υπερβολικά «αριστερίζουσα»), δίχως ωστόσο επιτυχία αυτή τη φορά.22

— Το 1953 στο Ιράν, όταν ΗΠΑ και Βρετανία σχεδίασαν, χρηματοδότησαν και οργάνωσαν μέσω των μυστικών υπηρεσιών τους την πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Μ. Μοσαντέκ (και την επαναφορά του Σάχη) για να αποτρέψουν την αποφασισθείσα κρατικοποίηση της μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας της χώρας (τότε και της Μέσης Ανατολής).23

— Το 1956 στην Αίγυπτο (βλ. στη συνέχεια πιο αναλυτικά).

–` Η το 1958 στον Λίβανο, όταν οι ΗΠΑ επενέβησαν στρατιωτικά προκειμένου να αποσοβηθεί η πολιτική κρίση που είχε δημιουργηθεί από την άνοδο του παναραβισμού, απειλώντας την αλλαγή (του έως τότε «φιλοδυτικού») διεθνούς προσανατολισμού της χώρας.

Οι παραπάνω ενέργειες, βεβαίως, δεν εξασφάλιζαν πάντοτε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η Ιορδανία δεν προσχώρησε τελικά στο Σύμφωνο της Βαγδάτης, παρά τις πιέσεις των Βρετανών. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη είχε το μαζικό λαϊκό κύμα διαμαρτυρίας που σηκώθηκε εναντίον του (στο οποίο μάλιστα πρωτοστάτησαν οι Παλαιστίνιοι).24

Το 1958-1961 η Συρία ενώθηκε με την Αίγυπτο συγκροτώντας την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία. Το 1963, δε, το Συριακό σοσιαλδημοκρατικό αραβικό κόμμα Μπαάθ, που ήταν εχθρικό προς τις ΗΠΑ, ανέλαβε την εξουσία. Αντίστοιχα, πραξικόπημα στο Ιράκ το 1958 ανέτρεψε τη φιλοβρετανική κυβέρνηση, βγάζοντας την χώρα από το Σύμφωνο της Βαγδάτης. Το 1963 το ντόπιο Μπαάθ ανέλαβε την εξουσία και στο Ιράκ. Τόσο οι εξελίξεις στη Συρία όσο και αντίστοιχα στο Ιράκ υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένες με την αποτυχία της γαλλοβρετανικής στρατιωτικής επέμβασης στην Αίγυπτο το 1956.

Η πολιτική διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης του Ισραήλ

Τον πρώτο καιρό από την ίδρυσή του, το κράτος του Ισραήλ (μέσω στελεχών της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού του) δήλωνε πως θα παρέμενε «ουδέτερο» στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση25Ωστόσο, ήδη από το 1950 – 1951 η ισραηλινή αστική τάξη, εκτιμώντας πως η οικοδόμηση και η ασφάλεια του κράτους της στη δοσμένη φάση είχαν ανάγκη τη «στήριξη μιας παγκόσμιας δύναμης», άρχισε να επιδιώκει μια στενότερη οικονομική – στρατιωτική συμμαχία με τις ΗΠΑ ή ακόμη και μια τριμερή με τη συμπερίληψη της Βρετανίας. ΗΠΑ και Βρετανία, όμως, ήταν επιφυλακτικές ως προς αυτό, καθ’ όσον θεωρούσαν πως κάτι τέτοιο θα υπονόμευε τις ευρύτερες συμμαχίες που προσπαθούσαν να χτίσουν στην περιοχή με τα αραβικά κράτη26.

Τέτοιους ενδοιασμούς πάντως δεν είχε η Γαλλία, η οποία, έχοντας «εκτοπιστεί από τη Συρία και τον Λίβανο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έχοντας αποκλειστεί από τις αγγλοαμερικανικές συζητήσεις για τη Μέση Ανατολή το 1950 – 1955», είδε στο Ισραήλ «ένα πάτημα για να επανακτήσει τον ρόλο της στην περιοχή»27.

Σε κάθε περίπτωση, όπως τόνισε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ντ. Μπ. Γκουριόν σε συνέντευξή του στη «Le Monde»(11.3.1960), «το κράτος του Ισραήλ αποτελεί έναν από τους πιο σταθερούς συμμάχους της Ευρώπης και των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Η ισραηλινή πολιτική ακολουθεί γραμμές παράλληλες με εκείνες της Κοινής Αγοράς, του Ατλαντικού Συμφώνου, της πολιτικής και στρατιωτικής στρατηγικής της Δύσης, έστω και αν, υπό το φόβο μήπως θίξουν τις ευαισθησίες των Αράβων, οι δυτικές κυβερνήσεις διστάζουν να παραδεχθούν ανοιχτά αυτή την ταυτότητα προσανατολισμού και συμφερόντων».

Το κράτος του Ισραήλ φρόντιζε σχεδόν με κάθε ευκαιρία να τονίζει αυτήν την ευθυγράμμιση «προσανατολισμού και συμφερόντων». Ακολούθως, ψήφισε κατά της ανεξαρτησίας της Τυνησίας στον ΟΗΕ, το 1952, του Μαρόκου, το 1953, της Αλγερίας, το 1956, το 1957 και το 1958. Ψήφισε κατά της καταδίκης του ρατσιστικού καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική το 1960, κ.ο.κ. Οπως παραδέχθηκε ο τότε υπουργός της ισραηλινής κυβέρνησης Γ. Μπαρζιλάι, «η αντιπροσωπεία μας στον ΟΗΕ είναι κάποιες φορές πιο Καθολική και από τον Πάπα, πιο ευλαβικά φιλο-δυτική και από τα ίδια τα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας»28.

Η πολιτική αυτή δεν βρήκε απέναντί της μόνο τα αραβικά κράτη, αλλά και κράτη της Ασίας και της Αφρικής, που επανειλημμένα στις κοινές τους Διασκέψεις καταδίκασαν το Ισραήλ ως «πυλώνα του ιμπεριαλισμού» και «απειλή (…) για την παγκόσμια ειρήνη»29.

Η Αίγυπτος στο επίκεντρο των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και ανταγωνισμών

Οπως αναφέραμε ήδη πιο πάνω, στις αρχές της δεκαετίες του 1950 ΗΠΑ και Βρετανία θεωρούσαν την Αίγυπτο «κράτος – κλειδί» για τους σχεδιασμούς τους στη Μέση Ανατολή (τόσο λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης όσο και επειδή αποτελούσε το πιο ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κράτος στην περιοχή). Οι σχεδιασμοί αυτοί, ωστόσο, εσώκλειαν ταυτόχρονα μια σειρά ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών.

Για τη Βρετανία η σημασία της Αιγύπτου είχε αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Παλαιστίνη (το 1948), καθώς, πέραν της διαχρονικής νευραλγικής αξίας που είχε για εκείνη η Διώρυγα του Σουέζ, διατηρούσε σε αυτήν τη μεγαλύτερη πλέον μόνιμη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή. Ακολούθως, η επικρατούσα άποψη στους κόλπους της βρετανικής αστικής τάξης ήταν ότι, εν πολλοίς, «ο ρόλος της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή εξαρτιόταν από τη διατήρηση της θέσης της στην Αίγυπτο»30.

Ωστόσο, το 1952 ο βασιλιάς Φαρούκ ανατράπηκε με στρατιωτικό κίνημα υπό την ηγεσία των Ελεύθερων Αξιωματικών, που θεωρούσαν τον θρόνο βασικό εμπόδιο για μια σειρά από αναγκαίους αστικούς εκσυγχρονισμούς και μεταρρυθμίσεις. Η ανατροπή του Φαρούκ πραγματοποιήθηκε σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ και με τη στήριξή τους. Αλλωστε, πολλά από τα ηγετικά στελέχη των Ελεύθερων Αξιωματικών είχαν εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ, οι οποίες συμμερίζονταν το αστικό εκσυγχρονιστικό τους πρόγραμμα (εκτιμώντας πως ένα πιο σύγχρονο καπιταλιστικό καθεστώς «προσέφερε καλύτερες προοπτικές προς μια πολιτική σταθερότητα προσανατολισμένη στον ελεύθερο κόσμο», απ’ ό,τι το παλιό – και εν πολλοίς αναχρονιστικό – καθεστώς που υπήρχε γύρω από τον βασιλιά Φαρούκ)31. Οι Βρετανοί εξοργίστηκαν «με τη ζημιά που έκαναν οι Αμερικανοί εδώ (στην Αίγυπτο)», ωστόσο προς στιγμή περιορίστηκαν σε μια προσπάθεια να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από τα συμφέροντά τους σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο ενδοϊμπεριαλιστικό συσχετισμό32.

Βεβαίως, η επιδίωξη της αστικής τάξης της Αιγύπτου για την οικονομική και γεωστρατηγική αναβάθμιση του κράτους της την έφεραν σύντομα σε αντίθεση και με τις ΗΠΑ. Βασικό σημείο τριβής υπήρξε η στάση των ΗΠΑ (και της Βρετανίας) έναντι της προσπάθειας της Αιγύπτου για ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος με την προμήθεια νέου οπλισμού. «Οι απαντήσεις που λάβαμε», τόνιζε ο Πρόεδρος της Αιγύπτου, Αμπ. Γκ. Νάσερ, «ήταν τυλιγμένες με όρους, τους οποίους και δεν δεχτήκαμε γιατί δεν θέλουμε να εξοπλίσουμε τον στρατό μας σε βάρος της ανεξαρτησίας μας» (οι όροι αυτοί αφορούσαν την ένταξη της Αιγύπτου στο Σύμφωνο της Βαγδάτης). Ακολούθως, η Αίγυπτος στράφηκε προς την ΕΣΣΔ και τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, με τις οποίες και σύναψε σχετική συμφωνία. «Η συμφωνία αυτή», ξεκαθάριζε ο Νάσερ ανακοινώνοντάς την στις 27.9.1955, «που δεν είναι τυλιγμένη με όρους και περιορισμούς, δεν αποτελεί την απαρχή κάποιας ρωσικής διείσδυσης αλλά το τέλος της επιρροής που μας είχε υπό έλεγχο για πολύ καιρό τώρα»33.

Η σοβιετική συνδρομή στην Αίγυπτο δεν αφορούσε μόνο την προμήθεια στρατιωτικού υλικού υπό εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους (με πίστωση και μελλοντική αποπληρωμή σε βαμβάκι και ρύζι). Είχε γενικότερο και βαθύτερο αντίκτυπο στην περιοχή, ο οποίος δεν άργησε να γίνει αισθητός. «Οι Αραβες», σημείωνε στο ημερολόγιό του έξι μήνες αργότερα ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντ. Αϊζενχάουερ, «καθώς προμηθεύονται μεγάλες παρτίδες όπλων από τους Σοβιετικούς, γίνονται καθημερινά όλο και πιο υπερόπτες αψηφώντας τα συμφέροντα της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής»34.

ΗΠΑ και Βρετανία επικεντρώθηκαν αρχικά στο να «περιορίσουν τη ζημιά». «Πρέπει να αποδεχτούμε αυτήν τη διπλωματική ήττα», σημείωνε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Χ. Μακμίλαν, κατά τις σχετικές αμερικανοβρετανικές διαβουλεύσεις στις 3.10.1955, «και να προσπαθήσουμε να την ελαττώσουμε και να την περιορίσουμε (…) Να μιλήσουμε στον Νάσερ (…) και να του πούμε πως πρέπει να προσπαθήσει να περιορίσει τις σχέσεις του με το σοβιετικό μπλοκ»35. «Πρέπει να κρατήσουμε την Αίγυπτο στη μεριά μας», σημείωνε αντίστοιχα ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ε. Σάκμπεργκ, «ακόμα και αν χρειαστεί να πληρώσουμε βαρύ τίμημα γι’ αυτό, πράγμα το οποίο μπορεί να σημαίνει και εγκατάλειψη του Ισραήλ»36.

Η διαφοροποίηση της Βρετανίας ήρθε μετά την απόφαση της αιγυπτιακής κυβέρνησης να εθνικοποιήσει τη Διώρυγα του Σουέζ (που ανακοινώθηκε στις 26.7.1956). «Πρέπει», τόνιζε ο Χ. Μακμίλαν, «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να κερδίσουμε αυτήν τη διαμάχη. Ο Νάσερ (…) μπορεί να δημιουργήσει μια καταστροφική κατάσταση για εμάς. Χωρίς το πετρέλαιο, χωρίς τα κέρδη από το πετρέλαιο, ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο ούτε η Δυτική Ευρώπη μπορούν να επιβιώσουν». Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Α. Ιντεν, ήταν ακόμα πιο κατηγορηματικός προκρίνοντας την ανάληψη «στρατιωτικής δράσης (…) ώστε να φύγει ο Νάσερ (…) Δεν μπορεί να επιτραπεί στον Νάσερ να μας κρατά από τον λαιμό»37.

Η εθνικοποίηση του Σουέζ καταγγέλθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση ως παράνομη. Ωστόσο τελικά – και παρότι αναζητήθηκε διεξοδικά – δεν βρέθηκε κάποιο «νομικό πάτημα» προκειμένου να ανατραπεί αυτή η εξέλιξη38.Επρεπε λοιπόν να μεθοδευτεί κάποια πρόφαση για επέμβαση.

Ακολούθησε (από τον Ιούνη έως και τον Οκτώβρη του 1956) σειρά μυστικών επαφών και διαπραγματεύσεων μεταξύ Γαλλίας, Βρετανίας και Ισραήλ, κατά τις οποίες διαπιστώθηκαν σύγκλιση συμφερόντων και συμφωνία για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης:

Η αστική τάξη της Βρετανίας επιδίωκε την ανάκτηση του ελέγχου του Σουέζ και κατ’ επέκταση του ενισχυμένου πολιτικού, οικονομικού και στρατιωτικού ρόλου που είχε στην Αίγυπτο πριν από το 1952.

Η αστική τάξη της Γαλλίας μοιραζόταν την επιδίωξη της ανάκτησης του Σουέζ, τόσο ως περιουσιακού στοιχείου (εφόσον οι μισές σχεδόν μετοχές της εταιρείας διαχείρισης της διώρυγας ανήκαν σε Γάλλους κεφαλαιούχους), όσο και ως ενεργειακής αρτηρίας στρατηγικής σημασίας. Επιπλέον, επιδίωκε να πετύχει ένα συντριπτικό πλήγμα στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αναπτύσσονταν εκείνη την περίοδο στις κτήσεις και τις αποικίες της, ιδιαίτερα στη βόρεια Αφρική (τα οποία ενισχύονταν – ηθικά αλλά και υλικά – από την Αίγυπτο). Κατά τον ίδιο τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών, Κ. Πινό, «μία νικηφόρα μάχη στην Αίγυπτο θα άξιζε όσο δέκα στην Αφρική»39.

Η αστική τάξη του Ισραήλ επιδίωκε όχι μόνο να ανατρέψει τον δρομολογούμενο σε βάρος της αραβοϊσραηλινό συμβιβασμό, αλλά και να πετύχει σημαντικά εδαφικά κέρδη με μια συνολικότερη επαναχάραξη των συνόρων στη Μέση Ανατολή. Οι επιδιώξεις του Ισραήλ, που τέθηκαν στους συμμάχους του κατά τις τελικές διαπραγματεύσεις στη Γαλλία (22 – 24.10.1956) από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Ντ. Μπ. Γκουριόν (και τις οποίες κατέγραψε στο ημερολόγιό του), περιελάμβαναν: Την προσάρτηση της Χερσονήσου του Σινά στο Ισραήλ (όπου μόλις είχαν ανακαλυφθεί σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου), την επέκτασή του στις μη χριστιανικές περιοχές του Λιβάνου και την από κοινού νομή της Ιορδανίας με το Ιράκ (όπου θα μεταφέρονταν και οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες)40.

Το σχέδιο δράσης που συμφωνήθηκε (Πρωτόκολλο των Σεβρών, 24.10.1956) προέβλεπε την επίθεση του Ισραήλ στην Αίγυπτο στην περιοχή του Σινά, με σκοπό την πρόκληση της αιγυπτιακής αντίδρασης και τη δικαιολόγηση της βρετανογαλλικής στρατιωτικής επέμβασης – δήθεν – για την προστασία της Διώρυγας του Σουέζ. Ως πρόσχημα της ισραηλινής επίθεσης προτάθηκε από τους Γάλλους ακόμη και ο προβοκατόρικος βομβαρδισμός μίας εκ των πόλεων του Ισραήλ με επίρριψη της ευθύνης στην Αίγυπτο. Τελικά προκρίθηκε το στήσιμο μιας προβοκατόρικης επίθεσης – δήθεν – Παλαιστινίων μαχητών από τη Λωρίδα της Γάζας41.

Η εμφάνιση της Βρετανίας και της Γαλλίας ως μη άμεσα εμπλεκόμενων με την επίθεση του Ισραήλ, ήταν εξαιρετικά σημαντική και για τις δύο, εφόσον δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τις ροές πετρελαίου αλλά και τις συμμαχίες τους με τις υπόλοιπες αραβικές χώρες. Επιπλέον, η στρατιωτική επέμβαση κατά της Αιγύπτου αποτελούσε την πρώτη ίσως σημαντική δράση τέτοιου τύπου, που πραγματοποιούνταν μεταπολεμικά δίχως συνεννόηση με τις ΗΠΑ και εν πολλοίς ενάντια στην επιδιωκόμενη πολιτική των Αμερικανών στην περιοχή42.

Σε κάθε περίπτωση, καθ’ όλη αυτήν την περίοδο, η βρετανική αστική τάξη εξαπέλυσε ένα πραγματικό κύμα μαύρης προπαγάνδας προκειμένου να δημιουργήσει κλίμα στήριξης – ή έστω δικαιολόγησης – της επικείμενης ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Δεκάδες άρθρα με ψευδείς ειδήσεις διοχετεύθηκαν υπ’ ευθύνη των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στον εγχώριο και διεθνή Τύπο, στο BBC και στο εκτενές δίκτυο νόμιμων και «μαύρων» ραδιοφωνικών σταθμών που εξέπεμπαν στη Μέση Ανατολή από τον Κόλπο του Αντεν, τη Λιβύη και την Κύπρο. Ο Νάσερ παρουσιαζόταν ακόμη και ως ένας νέος «Μουσολίνι»43!

Η «Επιχείρηση Σωματοφύλακας», όπως ονομάστηκε, ξεκίνησε σύμφωνα με το σχέδιο στις 29.10. Την επομένη, οι ΗΠΑ κατέθεσαν στον ΟΗΕ πρόταση καταδίκης της ισραηλινής επίθεσης, η οποία ωστόσο μπλοκαρίστηκε με «βέτο» της Βρετανίας και της Γαλλίας. Στις 31.10 οι δύο δυνάμεις απηύθυναν τελεσίγραφο σε Αίγυπτο και Ισραήλ απαιτώντας την παύση των εχθροπραξιών και την εκατέρωθεν απομάκρυνσή τους σε απόσταση 10 μιλίων από τη Διώρυγα του Σουέζ για τη διασφάλιση – δήθεν – της ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Το Ισραήλ, που είχε εκπληρώσει τον σκοπό του και είχε σχεδόν καταλάβει τη Χερσόνησο του Σινά, δεν είχε βεβαίως αντίρρηση σε αυτό. Η Αίγυπτος από τη μεριά της απέρριψε το τελεσίγραφο και έτσι την 1.11 Βρετανία και Γαλλία ξεκίνησαν την αεροπορική (αρχικά) και χερσαία (κατόπιν) επέμβασή τους.

«Πλην των κομμουνιστών»

Η ισραηλινή επίθεση είχε δύο όψεις στο εσωτερικό του κράτους του Ισραήλ: Από τη μία της καταστολής, π.χ. με την επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας στις γειτονιές και τα χωριά των Παλαιστινίων (και την εν ψυχρώ εκτέλεση δεκάδων παραβατών44). Και από την άλλη, την εθνικιστική έξαρση και τους πανηγυρισμούς της αστικής πολιτικής ηγεσίας του Ισραήλ για τις νίκες στα πεδία των μαχών, που τριπλασίασαν την επικράτειά του.

Από το βήμα της Κνέσετ, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Ντ. Μπ. Γκουριόν, έκανε θριαμβευτικά λόγο για την «απελευθέρωση» του Σινά έπειτα «από 3.000 χρόνια» και την εδαφική αποκατάσταση του «Τρίτου Βασιλείου του Ισραήλ»! Ο δε επικεφαλής της αντιπολίτευσης, Μ. Μπέγκιν, μίλησε για «το αιώνιο δικαίωμά μας (σ.σ. των Ισραηλινών) στη γη των προγόνων μας», το οποίο «καμιά ξένη κατάκτηση δεν μπορεί να αναιρέσει»45.

Μοναδική «παραφωνία» στην ισραηλινή Βουλή εκείνη την περίοδο ήταν η φωνή του Κομμουνιστικού Κόμματος, που παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις εναντίον του (κατηγορούμενο ως κόμμα «προδοτικό», ως «πράκτορας ξένων δυνάμεων», κ.ο.κ.), κράτησε συνεπή ταξική διεθνιστική στάση. Το ΚΚΙ κατήγγειλε την ισραηλινή επίθεση ως «αδικαιολόγητη» και τον πόλεμο ως «κατακτητικό»«Κανείς λογικός άνθρωπος», τόνισε, «δεν μπορεί να αποδεχθεί τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης πως η επίθεση στην Αίγυπτο ήταν μια πράξη “άμυνας”», προειδοποιώντας ότι «η πολιτική της εδαφικής κατάκτησης είναι δίκοπο μαχαίρι» και ότι «η λογική της “επικράτησης του ισχυρότερου” δεν μπορεί να αποτελεί μια στέρεη βάση για τη συνύπαρξη Ισραηλινών και Αράβων»46.

Στη σχετική ψηφοφορία για την έγκριση ή μη της πολιτικής του κυβερνώντος συνασπισμού υπό το Εργατικό Κόμμα, όλα τα κόμματα ψήφισαν υπέρ (ακόμη και τα αραβικά), «πλην του Μακί (σ.σ. των κομμουνιστών)»47.

Το τέλος του πολέμου

Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν έως τις 7.11, όταν τα επιτιθέμενα κράτη – με πρώτη τη Βρετανία – έκαναν δεκτές τις διαδοχικές αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για εκεχειρία. Η εξέλιξη αυτή δεν υπήρξε αποτέλεσμα των όσων είχαν συμβεί στο πολεμικό πεδίο (όπου στρατιωτικά η Αίγυπτος είχε ηττηθεί, έστω και αν η προώθηση των γαλλοβρετανικών αποβατικών δυνάμεων στο Πορτ Σαΐντ δεν ήταν η αναμενόμενη). Απεναντίας, η αναδίπλωση Βρετανίας και Γαλλίας είχε να κάνει με τα εξής:

Το κλείσιμο της Διώρυγας του Σουέζ, η ανατίναξη (από τη Συρία) του μοναδικού χερσαίου αγωγού πετρελαίου από το Ιράκ στη Μεσόγειο, το εμπάργκο της Σαουδικής Αραβίας και η άρνηση των ΗΠΑ να συνδράμει (οικονομικά και ενεργειακά) τους επιτιθέμενους, έφεραν τη Γαλλία και – κυρίως – τη Βρετανία σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Οι διπλωματικές και κυρίως οικονομικές πιέσεις από τις ΗΠΑ ήταν πράγματι ισχυρές. Σημαντική υπήρξε όμως και η ηχηρή παρέμβαση της ΕΣΣΔ στις 5.11, προειδοποιώντας τους επιτιθέμενους για πιο δυναμική εμπλοκή της υπέρ της Αιγύπτου. Το ενδεχόμενο μιας σοβιετικής παρέμβασης βάρυνε ιδιαίτερα στην αποδοχή της εκεχειρίας από το Ισραήλ (ειδικά όταν οι ΗΠΑ ξεκαθάρισαν πως, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα επενέβαιναν υπέρ του).48

Το Ισραήλ, ωστόσο, αν και δέχτηκε να αποσυρθεί από τη Χερσόνησο του Σινά, υπήρξε κατηγορηματικά αρνητικό ως προς τη Λωρίδα της Γάζας, τονίζοντας πως «είναι κομμάτι του Ισραήλ και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβιβασμού». Το ΚΚΙ απαίτησε την «άμεση και πλήρη αποχώρηση από τις κατεχόμενες περιοχές», σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως «η αναγνώριση των εθνικών δικαιωμάτων ενός λαού χωρίς τη διασφάλιση των εθνικών δικαιωμάτων ενός άλλου δεν νοείται» ούτε «μπορεί να φέρει την ειρήνη».49

Τελικά, η απειλή των διεθνών κυρώσεων και η ανησυχία για τις επιπτώσεις τους στην οικονομική – στρατιωτική ισχύ του Ισραήλ, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο που εκτιμούνταν πως παρουσίαζε στην παρούσα φάση η προσθήκη χιλιάδων Παλαιστινίων Αράβων στο ισραηλινό κράτος, έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της απόσυρσης και από τη Λωρίδα της Γάζας. Η εν λόγω απόφαση υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη για την αστική πολιτική ηγεσία του Ισραήλ. «Αν πίστευα στα θαύματα», τόνισε ο Ντ. Μπ. Γκουριόν, «θα ευχόμουν η Γάζα να βούλιαζε στην θάλασσα».50Στις 7-8.3.1957 οι ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις αποχώρησαν από τη Λωρίδα της Γάζας. Κατά μήκος των συνόρων Αιγύπτου και Ισραήλ αναπτύχθηκε δύναμη του ΟΗΕ.

Η επόμενη μέρα

Η κρίση του Σουέζ είχε πολύ σημαντικό αντίκτυπο στη Μέση Ανατολή.

Καταρχάς, η θέση της Αιγύπτου στην ευρύτερη περιοχή ενισχύθηκε. Και με αυτήν ενισχύθηκε αντίστοιχα η απήχηση του παναραβισμού και η δυναμική των αστικών εθνικών κινημάτων στη Μέση Ανατολή. Οι εξελίξεις σε μια σειρά αραβικά κράτη (όπως η Συρία, το Ιράκ κ.ά.) την αμέσως επόμενη περίοδο υπήρξαν άμεσα συναρτόμενες με τα παραπάνω.

Επίσης αυξήθηκε σημαντικά το κύρος της Σοβιετικής Ενωσης, τόσο ως υπέρμαχος των πιο αδύναμων κρατών απέναντι στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, όσο και ως υποστηρικτής (μέσω της οικονομικής, στρατιωτικής κ.ο.κ. συνδρομής της) ενός πιο ανεξάρτητου βηματισμού τους στο διεθνές καπιταλιστικό περιβάλλον. Ηδη από το 1956 η ΕΣΣΔ έτεινε με σχετική της διακήρυξη χείρα βοηθείας «στις κυβερνήσεις των Αραβικών κρατών, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο όφελος για την ίδια», ενώ το 1957 πρότεινε σε ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία να δεσμευτούν από κοινού σε μια πολιτική «μη ανάμειξης στα εσωτερικά των κρατών της περιοχής και σεβασμού της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας τους» (κάτι που, βεβαίως, αρνήθηκαν).51

Η κρίση του Σουέζ είχε αντίκτυπο και στους ενδοϊμπεριαλιστικούς συσχετισμούς, επισφραγίζοντας τις αλλαγές που είχαν δρομολογηθεί στη Μέση Ανατολή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Η θέση (σ.σ. της Βρετανίας) στην περιοχή», εκτιμούσε το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, «υπονομεύτηκε σοβαρά μετά τη δράση που ανέλαβε κατά της Αιγύπτου (…) Οι ΗΠΑ πρέπει να αναλάβουν την ηγεσία στην αποκατάσταση και διατήρηση των Δυτικών θέσεων στην περιοχή».52

Το τελευταίο έλαβε σάρκα και οστά με το Δόγμα Αϊζενχάουερ (9.3.1957), κατά το οποίο η δήθεν «ανεξαρτησία και ακεραιότητα των κρατών της Μέσης Ανατολής» ορίζονταν ως «ζωτικής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα» των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η υπεράσπισή τους («με χρήση των [αμερικανικών] ενόπλων δυνάμεων») από κάποια εξωτερική επίθεση ή από «την υποδούλωση στον διεθνή Κομμουνισμό» θέτονταν ως πρώτη προτεραιότητα.53

Ειδική σημασία είχε η μετατόπιση του κέντρου βάρους των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών από την Αίγυπτο προς τη Σαουδική Αραβία, η οποία θεωρήθηκε πως μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο για τον «μετριασμό τόσο των ακραίων εθνικιστικών όσο και των φιλοσοβιετικών θέσεων μεταξύ των Αράβων». Η Σαουδική Αραβία, σημείωνε ο Ντ. Αϊζενχάουερ στο ημερολόγιό του, «διέθετε τους ιερούς τόπους του Μουσουλμανικού κόσμου, ενώ οι Σαουδάραβες θεωρούνται οι πιο βαθιά θρησκευόμενοι ανάμεσα στους Αραβες. (…) Ο βασιλιάς (Σαούντ) μπορεί να προωθηθεί ως πνευματικός ηγέτης. Οταν δε αυτό επιτευχθεί, μπορούμε να υποστηρίξουμε το δικαίωμά του στην πολιτική ηγεσία (σ.σ. του Αραβικού κόσμου)».54

Παράλληλα αυξήθηκε και η – σχετική με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς – γεωστρατηγική σημασία του Ισραήλ, εφόσον αποδείχθηκε η πλέον αξιόπιστη («πολιτικά σταθερή»«φιλοδυτική» και «αντικομμουνιστική») δύναμη στην περιοχή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την όξυνση του εκτιμώμενου ως «κομμουνιστικού κινδύνου» στον αραβικό κόσμο, έφερε σε δεύτερη μοίρα τις όποιες διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος.55 Οπως ξεκαθάρισε τέλη του 1957 ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Φ. Ντάλες, αν και «κάποια προσαρμογή στα σύνορα και μια ορισμένη παλιννόστηση προσφύγων» έπρεπε να γίνουν, ωστόσο «το ρολόι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω».56

Οταν στις 8.12.1959 ο ΟΗΕ αποφάσισε την επανεκκίνηση των σχετικών συζητήσεων για το Παλαιστινιακό, ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε κυνικά: «Κανείς (…) δεν πιστεύει στα σοβαρά πως, ανασύροντας κάθε χρόνο παλαιότερες αποφάσεις, οι οποίες γνωρίζαμε εξαρχής πως δεν είχαν καμιά ουσία, και επαναλαμβάνοντας τα ίδια επί σειρά ετών, το 1956, το 1957, το 1958, το 1959, προστίθεται κάποια ισχύ, κάποια ουσία ή κάποια πιθανότητα στην υλοποίηση αυτών των αποφάσεων. Ακόμα και μια απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει την ιστορία και τα όσα γεγονότα δημιουργήθηκαν σε μια περίοδο 12 ετών».57

Η κρίση του Σουέζ είχε όμως αντίκτυπο και στους μελλοντικούς σχεδιασμούς – στρατηγική της αστικής τάξης του Ισραήλ. Απευθυνόμενος σε αξιωματικούς του ισραηλινού στρατού στις 31.3.1957, ο τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Μ. Νταγιάν θα υπογραμμίσει: «Ηταν αδύνατο να κρατήσουμε τη Χερσόνησο του Σινά γιατί όλος ο κόσμος ήταν απέναντί μας. (…) Η επιχείρηση του Σινά αποτελεί μια προειδοποίηση προς τους Αραβες, μια απόδειξη της βούλησης και ικανότητας του Ισραήλ να πάει τη μάχη παραπέρα και να μη συμβιβαστεί ως προς τα συμφέροντά του. (…) Αν αύριο χρειαστούν πέντε Σινά, τότε πέντε Σινά θα γίνουν». «Ο σωστός δρόμος για τη διασφάλιση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή», θα σημειώσει λίγα χρόνια αργότερα ο Ισραηλινός υφυπουργός Εξωτερικών (και μετέπειτα πρωθυπουργός) Σ. Πέρες, «δεν περνά μέσα από συμβιβασμούς προς κατευνασμό της επιθυμίας των Αράβων να μας επιτεθούν (…) αλλά μέσα από την εξουδετέρωση της ικανότητάς τους να το πράξουν».58

Οι παραπάνω τοποθετήσεις προμήνυαν εν πολλοίς το τι θα επακολουθούσε ξανά και ξανά στη Μέση Ανατολή. Τόσο το 1958, όταν το Ισραήλ επιδίωξε να εκμεταλλευτεί την κρίση στην Ιορδανία, επαναφέροντας την πρόταση που είχε κάνει το 1956 για νομή των εδαφών της με το Ιράκ (δίχως τελικά να προχωρήσει λόγω των εξελίξεων σε Ιορδανία και Ιράκ – βλ. πιο πάνω).59Οσο βεβαίως και το 1967, όταν έκανε πράξη το δόγμα του προληπτικού χτυπήματος (με τον Πόλεμο των Εξι Ημερών).

(Συνεχίζεται)

Παραπομπές:

1. Στο Neil Caplan, Futile Diplomacy – A history of Arab-Israeli Negotiations, 1913-1956, vol.4, εκδ. Frank Cass, London, 1983, σελ. 290

2. Akiva Orr & Moshe Machover, Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948-1961) (διαδικτυακή έκδοση https://www.marxists.org/subject/jewish/peace-peace.pdf), σελ. 60-61.

3. Στο Neil Caplan, ό.π., σελ. 291-293.

4. Στο FRUS, 1955-1957, Arab-Israeli dispute, 1955, vol.XIV, σελ. 730.

5. Βλ. Neil Caplan, ό.π., σελ.317 και Akiva Orr & Moshe Machover, σελ. 353.

6. Στο FRUS, 1955-1957, Arab-Israeli dispute, 1955, vol.XIV, σελ. 730

7. Στο FRUS, 1955-1957, Arab-Israeli dispute, 1955, vol.XIV, σελ.103.

8. Orna Almog, Beyond Suez – The Anglo-Israeli relationship, 1956-1958, PhD Thesis, LSE, London, 1999, σελ. 77.

9. Arthur Minute, 4.11.1955, στο FO371/115880/VR1076/331G (PRO)

10. Mabar to Israeli Embassy London, 12.6.1957, στο HZ331/8 (ISA), στο Orna Almog, ό.π. σελ. 70.

11. Πρακτικά Κνεσέτ, 18.10.1955, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 200.

12. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 133

13. UN, Summary of recent economic developments in the Middle East, εκδ. UN, NY, 1952, σελ. 26

14. Στο FRUS, 1950, The Near East, South Asia, and Africa, vol.V, σελ.77-79 και Carmela Lutmar & Ziv Rubinovitz (eds), The Suez Canal: Past Lessons and Future Challenges, εκδ. Palgrave MacMillan, Cham, 2023, σελ. 75

15. Orna Almog, ό.π., σελ. 18-19.

16. Στο Lucas Scott, Divided we stand: The Suez crisis of 1956 and the Anglo-American Alliance, PhD Thesis, LSE, London, 2014, σελ. 7 και 163-164.

17. FRUS, 1950, The Near East, South Asia, and Africa, vol.V, σελ. 219

18. Στο FRUS, 1952-1954, The Near and Middle East, vol.IX, part I, σελ.25-28

19. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ.37 και Orna Almog, ό.π., σελ. 342.

20. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 100.

21. Ενδεικτικά για τη Συρία και το Ιράκ βλ. Dougles Little, «The United States and Syria, 1945-1958», στο Middle East Journal, vol.44, no.1, Winter 1990, σελ. 51-75 και Lucas Scott, ο.π., σελ. 154-155, 179-180

22. Dougles Little, ό.π., σελ. 51-75.

23. Βλ. Orna Almog, ό.π., σελ. 17-18 και Lucas Scott, ο.π., σελ. 27-28

24. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 212-251 και Orna Almog, ο.π., σελ. 229-312

25. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 97.

26. David Tal, «The American-Israeli Security Treaty», στο Middle Eastern Studies, vol.13, no4, October 1995, σελ. 829-831.

27. Lucas Scott, ό.π., σελ. 57.

28. Βλ. αντίστοιχα Voice of Cairo, 6/4/1961 και Πρακτικά Κνεσέτ, 18.10.1955, vol.19, σελ. 100, Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 158 και 416.

29. Zach Levey, «Israel’s strategy in Africa, 1961-1967», στο International Journal of Middle East Studies, vol.36, no1, February 2004, σελ. 72.

30. Lucas Scott, ο.π., σελ.14 και FRUS, 1950, The Near East, South Asia, and Africa, vol.V, σελ.332

31. Βλ. RG 59, State Department Decimal Files (US National Archives), στο Lucas Scott, ο.π., σελ. 17-21 και FRUS, 1952-1954, The Near and Middle East, vol.IX, part I, σελ. 222.

32. Cairo to Foreign Office, 9.10.1952, στο FO371/96896/JE10345/27 (PRO)

33. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 193

34. DDE Diares, Box 13, Entry 8.3.1956 (D. D. Eisenhower Presidential Library), στο Lucas Scott, ο.π., σελ. 144-145.

35. Record of Anglo-American Meeting, 3.10.1955, στο FO371/113676/JE1194/260G (PRO)

36. Shuckburgh minute, 22.9.1955, στο FO371/113674/JE1194/151G (PRO)

37. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 196 και 346

38. Lucas Scott, ό.π., σελ. 198-202

39. Record of conversation between Lloyd and Pineau, 29.7.1956, στο FO371/121825/JE14211/124 (PRO)

40. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 516-526

41. Βλ. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 503, 527 και Lucas Scott, ό.π., σελ. 338-340

42. Selwyn Lloyd, Suez 1956, εκδ. Book Club Associates, London, 1978, σελ. 181 και Dwight Eisenhower, The White House years, vol.2, εκδ. Heineman, London, σελ. 53

43. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 138 και 266-267

44. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 543

45. Πρακτικά Κνεσέτ, 7.11.1956, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 234-240.

46. Πρακτικά Κνεσέτ, 7.11.1956, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 247-248.

47. Πρακτικά Κνεσέτ, 7.11.1956, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 249 και 293.

48. Lucas Scott, ό.π., σελ. 394, 397-398 και 409.

49. Πρακτικά Κνεσέτ, 8.11.1956 και 22.2.1957 στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ.261, 252 και 278

50. Ημερολόγιο Ντ. Μπ. Γκουριόν, 10.3.1957, στο Orna Almog, ο.π., σελ. 17

51. Στο Αkiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 369 και 403

52. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 434

53. Resolution of the US Congress, 9.3.1957, στο Αkiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 404

54. Στο Lucas Scott, ό.π., σελ. 152 και 434

55. Orna Almog, ό.π., σελ. 209 και 248

56. FRUS, 1955-1957, Arab-Israeli Dispute, 1957, vol.XVII, σελ. 843.

57. Πρακτικά Κνεσέτ, 17.12.1959, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 452.

58. Davar, 30.10.1959 και 6.4.1961, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 337-338 και 448.

59. FRUS, 1958-1960, Arab-Israeli dispute; United Arab Republic; North Africa, vol.XIII, σελ. 74-75

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Πηγή : Ριζοσπάστης 16 – 17 / 3 – 2024

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 8ο)

Εισαγωγή

Ισραηλινά τανκς στα Υψίπεδα του Γκολάν, Ιούνης 1976
Ισραηλινά τανκς στα Υψίπεδα του Γκολάν, Ιούνης 1976

Στις 5.6.1967 το Ισραήλ εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Αιγύπτου, πυροδοτώντας τον 3ο αραβοϊσραηλινό πόλεμο (γνωστό και ως «Πόλεμο των 6 Ημερών»).

Η αστική τάξη του Ισραήλ ισχυρίστηκε πως επρόκειτο για έναν «προληπτικό» – «αμυντικό» πόλεμο από τη μεριά της, στον οποίο δήθεν «εξωθήθηκε» από τις «επιθετικές κινήσεις» των αντιπάλων της, μην αφήνοντάς της «άλλη επιλογή». Αυτήν την εκδοχή υιοθέτησε σε έναν βαθμό και ένα μεγάλο τμήμα της διεθνούς αστικής ιστοριογραφίας. Ενα άλλο ακολούθησε μια πιο «ισορροπημένη» – αλλά εξίσου στρεβλή – προσέγγιση του Πολέμου των 6 Ημερών, παρουσιάζοντάς τον ως έναν πόλεμο «που κανείς δεν ήθελε», αλλά επήλθε έτσι κι αλλιώς ως το προϊόν μιας σειράς «λαθεμένων» ή «ατυχών» εκτιμήσεων και κινήσεων όλων των εμπλεκομένων1.

Τίποτε βεβαίως από τα παραπάνω δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια. Απεναντίας, και οι δύο εκδοχές αντιμετωπίζουν την εν λόγω – τρίτη κατά σειρά – αραβοϊσραηλινή πολεμική σύγκρουση επιλεκτικά και επιφανειακά: Ωσάν να ξεκίνησε λίγες βδομάδες ή μήνες προτού ηχήσουν οι πρώτοι πυροβολισμοί και όχι ως συνέχεια μιας πορείας στον χρόνο με σαφώς μεγαλύτερο ιστορικό βάθος (μια προσέγγιση που προκρίθηκε από το κράτος του Ισραήλ και προβλήθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών αστικών ΜΜΕ και κατά το συνεχιζόμενο έως τις μέρες μας αιματοκύλισμα της μαρτυρικής Παλαιστίνης). Απώτερο σκοπό της εν λόγω προσέγγισης αποτελεί, φυσικά, η συγκάλυψη των πραγματικών αιτιών των διαδοχικών αραβοϊσραηλινών πολέμων.

Οι Ισραηλινοί κατεδαφίζουν την αραβική γειτονιά στο Δυτικό Τείχος της Ιερουσαλήμ
Οι Ισραηλινοί κατεδαφίζουν την αραβική γειτονιά στο Δυτικό Τείχος της Ιερουσαλήμ

Σύμφωνα λοιπόν με την κυρίαρχη αστική εκδοχή, «η κρίση» που οδήγησε στον Πόλεμο των 6 Ημερών, «ξεκίνησε» στις 14.5.1967, καθώς, έπειτα από «λαθεμένη πληροφόρηση» των Σοβιετικών περί επικείμενης επίθεσης του Ισραήλ κατά της Συρίας, η Αίγυπτος άρχισε να μετακινεί στρατεύματα στη Χερσόνησο του Σινά. Στις 16.5 η κυβέρνηση της Αιγύπτου ζήτησε την απόσυρση των δυνάμεων του ΟΗΕ από τα σύνορα με το Ισραήλ (όπου είχαν τοποθετηθεί μετά την Κρίση του Σουέζ), ενώ στις 23.5 έκλεισε και πάλι τα Στενά του Τιράν για τα ισραηλινά πλοία. Το κλείσιμο των Στενών του Τιράν (που είχε χαρακτηριστεί δημόσια από το Ισραήλ «casus belli») υπήρξε – σύμφωνα πάντοτε με το αστικό αφήγημα – και το τελευταίο «καμπανάκι» για το Ισραήλ ότι επέκειτο επίθεση εναντίον του, «ωθώντας» το στην επιλογή του προληπτικού πολέμου2.

Βασικοί παράγοντες της νέας πολεμικής σύγκρουσης

Οπως είδαμε στο προηγούμενο (7ο) μέρος του αφιερώματός μας, η αστική τάξη του Ισραήλ είχε κυριολεκτικά προαναγγείλει μια εκ νέου διεκδίκηση των εδαφών (τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά), που κέρδισε μεν κατά τον 2ο αραβοϊσραηλινό πόλεμο (το 1956), αλλά αναγκάστηκε αμέσως μετά να επιστρέψει.

Γενικότερα, τη δεκαετία που μεσολάβησε μεταξύ των δύο αραβοϊσραηλινών πολέμων, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές τάξεις των εμπλεκόμενων κρατών δεν αμβλύνθηκαν. Απεναντίας, συνέχιζαν να προκαλούν τριβές, οι οποίες το 1967 κορυφώθηκαν σε μία ακόμη γενικευμένη πολεμική σύγκρουση.

Παλαιστίνιοι πρόσφυγες από τη Δυτική Οχθη, Ιούνης 1967
Παλαιστίνιοι πρόσφυγες από τη Δυτική Οχθη, Ιούνης 1967

Βασικές εκδηλώσεις αυτών των αντιθέσεων λίγο πριν από τον Πόλεμο των Εξι Ημερών υπήρξαν π.χ. οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Δυτική Οχθη στις 13.11.1966 και στη Συρία στις 7.4.1967.

Στην πρώτη περίπτωση, επρόκειτο για επιχείρηση αντιποίνων του Ισραήλ για τον θάνατο 3 στρατιωτών του στα σύνορα από νάρκη, η οποία θεωρήθηκε πως τοποθετήθηκε εκεί από Παλαιστίνιους αντάρτες. Ακολούθως, ο ισραηλινός στρατός οργάνωσε επιχείρηση κατά του παλαιστινιακού χωριού Ελ Σαμού της Δυτικής Οχθης (απ’ όπου υποτίθεται πως προέρχονταν οι αντάρτες), υλοποιούμενη από ισχυρή δύναμη πεζικού και υποστηριζόμενη από άρματα μάχης και αεροπλάνα. Το πρωτοφανές έως τότε μέγεθος της επιχείρησης διέρρηξε την εύθραυστη σχέση που υπήρχε στο παρελθόν μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας (σύμμαχοι και οι δύο των ΗΠΑ στην περιοχή).

Σε σχετικό του υπόμνημα προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Λ. Τζόνσον, ο Γ. Ρόστοου (ειδικός σύμβουλος του Προέδρου για θέματα Εθνικής Ασφάλειας) ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν πρόκειται περί αντιποίνων σε αυτή την περίπτωση. Αυτή η εισβολή 3.000 ανδρών με τανκς και αεροπλάνα ήταν υπέρμετρα δυσανάλογη της πρόκλησης, ενώ στρεφόταν και κατά του λάθος στόχου. Χτυπώντας τόσο βαριά την Ιορδανία, οι Ισραηλινοί έκαναν μεγάλη ζημιά, όχι μόνο στα δικά μας συμφέροντα αλλά και στα δικά τους. Κατέστρεψαν ένα καλό σύστημα σιωπηρής συνεργασίας ανάμεσα στον (βασιλιά της Ιορδανίας) Χουσεΐν και τους Ισραηλινούς (…) Η συνέχιση αυτής της συνεργασίας κατέστη πλέον αδύνατη». Επιπλέον, με την ενέργειά τους αυτή «υπονόμευσαν τον Χουσεΐν. Εχουμε ξοδέψει 500 εκατομμύρια δολάρια για να τον ενισχύσουμε ως σταθεροποιητικό παράγοντα στα σύνορα του Ισραήλ, όπως και έναντι της Συρίας και του Ιράκ. Η επίθεση του Ισραήλ αυξάνει τις πιέσεις που δέχεται προκειμένου να αντεπιτεθεί, όχι μόνο από τις πιο ριζοσπαστικές αραβικές κυβερνήσεις αλλά και από τους Παλαιστινίους της Ιορδανίας και από τον στρατό, που είναι ο βασικός πυλώνας στήριξής του (…)». Τέλος, με την ενέργειά τους αυτή, οι Ισραηλινοί «πήγαν πίσω την πορεία προς μια μακροπρόθεσμη συνεννόηση με τους Αραβες. Εκαναν ακόμα και τους πιο μετριοπαθείς Αραβες να θεωρούν πως δεν υπάρχει τίποτε που να μπορούν να κάνουν προκειμένου να τα βρουν με τους Ισραηλινούς όσο σκληρά και αν προσπαθήσουν»3.

Το χωριό Ελ Σαμού κατεστραμμένο από τις ισραηλινές δυνάμεις, Νοέμβρης 1966
Το χωριό Ελ Σαμού κατεστραμμένο από τις ισραηλινές δυνάμεις, Νοέμβρης 1966

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με σχετική του Απόφαση (αρ. 228) καταδίκασε «την απώλεια ζωής και τις εκτεταμένες ζημιές που προκάλεσε η δράση της κυβέρνησης του Ισραήλ», σημειώνοντας ότι «μια τόσο μεγάλης κλίμακας στρατιωτική δράση παραβίαζε τόσο τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών όσο και τη Γενική Συμφωνία Εκεχειρίας μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας». Τέλος, διεμήνυε «στο Ισραήλ πως τέτοιες στρατιωτικές επιχειρήσεις αντιποίνων δεν είναι αποδεκτές και πως, αν συνεχιστούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πρέπει να αναλογιστεί πρόσθετα και πιο αποτελεσματικά μέτρα (…) προκειμένου να διασφαλιστεί η μη επανάληψη ανάλογων πράξεων»4. Για μια ακόμη φορά, βαρύγδουπα λόγια, δίχως πρακτικό αντίκρισμα…

Στις 7.4.1967 ένα επεισόδιο στην αποστρατικοποιημένη ζώνη κατά μήκος των συνόρων Ισραήλ – Συρίας κατέληξε σε σημαντική εμπλοκή, με πολύωρες αερομαχίες και βομβαρδισμούς εκατέρωθεν. Το επεισόδιο ξεκίνησε με αφορμή μία ακόμη προσπάθεια του Ισραήλ να επεκτείνει την κυριαρχία του επί τμημάτων της αποστρατικοποιημένης ζώνης (που είχε οριστεί μετά τον Α’ αραβοϊσραηλινό πόλεμο το 1949), κατά τρόπο που, σύμφωνα με τον τότε υπουργό Αμυνας, Μ. Νταγιάν, αποτελούσε πάγια τακτική του Ισραήλ. Πράγματι, όπως αναφέρει ο ίδιος, το 80% και πλέον των ανάλογων συμβάντων «συνέβαιναν ως εξής: Θα στέλναμε ένα τρακτέρ να οργώσει κάπου (…) στην αποστρατικοποιημένη ζώνη γνωρίζοντας εξαρχής ότι οι Σύροι θα άρχιζαν να πυροβολούν. Αν δεν πυροβολούσαν θα λέγαμε στο τρακτέρ να προχωρήσει κι άλλο, ωσότου οι Σύροι ενοχληθούν και (αρχίσουν να) πυροβολούν. Στη συνέχεια, θα ενεργοποιούσαμε το πυροβολικό και την αεροπορία»5.

Κατεστραμμένα αεροπλάνα της αιγυπτιακής Αεροπορίας
Κατεστραμμένα αεροπλάνα της αιγυπτιακής Αεροπορίας

Οι προκλήσεις, λοιπόν, προκειμένου να επέλθει κάποια αντίδραση που εν συνεχεία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για στρατιωτική δράση και εδαφική επέκταση υπήρξε διαχρονική όσο και συστηματική τακτική από τη μεριά του Ισραήλ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο επιδιωκόμενος έλεγχος της αποστρατικοποιημένης ζώνης από το Ισραήλ δεν αποσκοπούσε μόνο στη διεύρυνση της επικράτειάς του αλλά και στον έλεγχο των πηγών του Ιορδάνη Ποταμού. Τα συμβάντα αυτά – όπως και τα προηγούμενα που αναφέραμε και άλλα ανάλογα – αποτελούσαν «κρίκους» στη μακρά αλυσίδα των αντιθέσεων που εντέλει οδήγησαν στη γενικευμένη σύγκρουση του Ιούνη του 1967.

Οταν επομένως η ΕΣΣΔ πληροφορούσε τη Συρία για κάποια επικείμενη επίθεση από τη μεριά του Ισραήλ τον Μάη του 1967, δεν ήταν κάτι το παράξενο ή τόσο μακριά από την αλήθεια (όπως θέλουν να το παρουσιάζουν οι διάφοροι εκφραστές του αντισοβιετισμού / αντικομμουνισμού). Ανέφερε σχετικό υπόμνημα του Αμερικανικού Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας: «Δεν θα αποτελούσε έκπληξη αν οι πληροφορίες (σ.σ. των Σοβιετικών προς τους Σύρους) ήταν τουλάχιστον εν μέρει σωστές». Σε κάθε περίπτωση, «οι Σοβιετικοί συνόδευαν τις προειδοποιήσεις τους περί δράσης του Ισραήλ με τη συμβουλή περί αυτοσυγκράτησης (σ.σ. από τη μεριά της Συρίας)». Η CIA ήταν ακόμη πιο ξεκάθαρη στο ότι οι Σοβιετικοί «ούτε σχεδίασαν ούτε επιδίωξαν την κρίση στη Μέση Ανατολή»6. Βεβαίως, δημόσια – στην προπαγάνδα τους – υποστήριζαν τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ομολογούσαν πίσω από κλειστές πόρτες.

«Δεν πιστεύουμε ότι (σ.σ. οι Σοβιετικοί) επιδιώκουν έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή ή ότι έχουν σχεδιάσει με τον Νάσερ την καταστροφή του Ισραήλ»

Τέλος, ένας βασικός παράγοντας που αναμφίβολα έπαιξε ρόλο στον Πόλεμο των 6 Ημερών, αλλά σπανίως αγγίζεται στην αστική ιστοριογραφία, είναι η σημαντική ύφεση στην καπιταλιστική οικονομία του Ισραήλ την περίοδο 1966 – 1967: Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ έπεσε από το +9,1% το 1965 στο -0,1% το 1966, οι κρατικές επενδύσεις (ιδιαίτερα στις κατασκευές) μειώθηκαν πάνω από 38,6%, ενώ η ανεργία τριπλασιάστηκε από 3,63% το 1965 σε 10,38% το 1967. Αυτό είχε αντίκτυπο τόσο στους ρυθμούς άφιξης νέων εποίκων, ο οποίος την περίοδο 1963 – 1966 συρρικνώθηκε κατά 75% (το 1966 μετανάστευσαν στο Ισραήλ μόλις 15.957 Εβραίοι, αριθμός που αποτελούσε έως τότε αρνητικό ρεκόρ – με εξαίρεση το 1953), όσο και στην αύξηση της αντίστροφης μετανάστευσης (χιλιάδες εγκατέλειψαν το Ισραήλ την περίοδο 1966 – 1967, με τους «New York Times» να αναφέρονται χαρακτηριστικά σε μια επιγραφή που είχε αναρτηθεί στο διεθνές αεροδρόμιο του Λοντ και η οποία ανέγραφε: «Παρακαλείται ο τελευταίος να κλείσει τα φώτα»)7. Ολα αυτά αντιστράφηκαν με τον πόλεμο.

Το πρόσχημα για την επίθεση του Ισραήλ και το «πορτοκαλί φως» των ΗΠΑ

Οι κινήσεις της Αιγύπτου τον Μάη του 1967 έδωσαν στο Ισραήλ το πρόσχημα που αναζητούσε για μια δυναμική – πολεμική – αλλαγή του status quo στην περιοχή υπέρ του. Για να αιτιολογήσει την επιθετική του αυτή πρωτοβουλία στο στρατιωτικό πεδίο, το Ισραήλ επικαλέστηκε «υπαρξιακή απειλή», την οποία ο υπουργός Εξωτερικών, Α. Εμπαν, προσπάθησε να «πουλήσει» στους Αμερικανούς (προκειμένου να πάρει το «πράσινο φως»), δίχως ωστόσο να την πιστεύει καν ο ίδιος. Χαρακτηριστικά σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Μου ζητήθηκε (σ.σ. από την ισραηλινή κυβέρνηση) να μεταφέρω όλα αυτά (“ότι επέκειτο αιφνιδιαστική επίθεση από τη μεριά της Αιγύπτου”στον Λευκό Οίκο με τον πλέον δραματικό και συναισθηματικά φορτισμένο τρόπο (…) Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα σοκ που είχα στη ζωή μου (…) Αντί να παρουσιάσω την πραγματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν το Ισραήλ, μου ζητήθηκε να παρουσιάσω κάτι που δεν είχε καμιά αιτιολόγηση (…) Δεν υπήρχε τίποτε σωστό σε όλο αυτό»8.

Οι ΗΠΑ βεβαίως είχαν διαφορετική εκτίμηση των πραγμάτων. Σύμφωνα με σχετικό υπόμνημα της CIA προς τον Αμερικανό Πρόεδρο, Λ. Τζόνσον, το Ισραήλ διέθετε τέτοια υπεροπλία επί των αντιπάλων του ώστε μπορούσε «να αμυνθεί επιτυχώς» ακόμη και «απέναντι σε ταυτόχρονες αραβικές επιθέσεις σε όλα τα μέτωπα», επομένως, δεν διέτρεχε κανέναν άμεσο κίνδυνο9. Επιπλέον, οι ΗΠΑ εκτιμούσαν πως οι αιγυπτιακές δυνάμεις που είχαν μετακινηθεί στη Χερσόνησο του Σινά είχαν διαταχθεί αμυντικά και ήταν πολύ μικρές (υποδιπλάσιες των ισραηλινών που είχαν απέναντί τους), επομένως, τίποτε δεν συνηγορούσε στο ότι επέκειτο κάποια επίθεση10.

Οι κινήσεις της Αιγύπτου, απεναντίας, εκτιμιούνταν ως μια προσπάθεια από τη μεριά της για επαναφορά του status quo που υπήρχε πριν από το 1956 στη Χερσόνησο του Σινά (με την αποκατάσταση της αιγυπτιακής στρατιωτικής παρουσίας εκεί) αλλά και ως μέσο αποτροπής έναντι του Ισραήλ σε σχέση με τις συνεχιζόμενες επιθετικές ενέργειές του κατά της Συρίας. Την άποψη αυτή συμμεριζόταν και ο υπουργός των Εξωτερικών του Ισραήλ, Α. Εμπαν11.

Αλλά και ο μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μ. Μπέγκιν, θα παραδεχθεί κυνικά λίγα χρόνια αργότερα: «Τον Ιούνιο του 1967 (…) είχαμε μια επιλογή. Ο αιγυπτιακός στρατός που είχε συγκεντρωθεί στο Σινά δεν αποτελούσε απόδειξη ότι ο Νάσερ σκόπευε πράγματι να μας επιτεθεί. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Εμείς αποφασίσαμε να του επιτεθούμε»12.

Παραμονές του πολέμου οι ΗΠΑ διεμήνυσαν στο Ισραήλ ότι «δεν θα στεκόταν μόνο του» απέναντι σε μια ενδεχόμενη επίθεση. Ωστόσο, «αν αναλάμβανε μονομερώς στρατιωτική δράση», αν δηλαδή χτυπούσε εκείνο πρώτο, οι ΗΠΑ δεν θα επενέβαιναν στρατιωτικά υπέρ του. Οπως σχολιάζει ο Αμερικανός ακαδημαϊκός και ερευνητής Ου. Κουάντ, «το κόκκινο φανάρι είχε γίνει πορτοκαλί – αλλά όχι ακόμα πράσινο (…) Για το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ αυτό ήταν αρκετό»13.

Η εξέλιξη του πολέμου

Η ισραηλινή επίθεση ξεκίνησε στις 5 Ιούνη, αρχικά με ταυτόχρονους, σαρωτικούς βομβαρδισμούς κατά αεροπορικών στόχων της Αιγύπτου (που πρακτικά εξουδετέρωσαν την Πολεμική της Αεροπορία) και κατόπιν με χερσαία εισβολή στη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά. Δίχως αεροπορική κάλυψη – υποστήριξη οι αιγυπτιακές στρατιωτικές δυνάμεις αναγκάστηκαν γρήγορα σε υποχώρηση πίσω από τη Διώρυγα του Σουέζ. Εως τις 8 Ιούνη η Χερσόνησος του Σινά είχε καταληφθεί εξολοκλήρου από τον ισραηλινό στρατό.

Η Ιορδανία, που είχε συνάψει αμυντικό Σύμφωνο με την Αίγυπτο μόλις στις 31 Μάη, εισήλθε στον πόλεμο από την πρώτη μέρα. Ωστόσο, ούτε οι ιορδανικές δυνάμεις αντέταξαν κάποια σθεναρή αντίσταση απέναντι στον ισραηλινό στρατό, που στις 7 Ιούνη (και με την οπισθοχώρηση των ιορδανικών στρατευμάτων πέρα από τον Ιορδάνη Ποταμό) ολοκλήρωσε την κατάληψη της Δυτικής Οχθης με σχετική ευκολία.

Στις 9 – 10 Ιούνη οι ισραηλινές δυνάμεις επιτέθηκαν επίσης εναντίον της Συρίας (παρότι έως τότε δεν είχε εμπλακεί με γενικευμένο τρόπο στον πόλεμο και, όπως ομολόγησε αργότερα ο ίδιος ο Μ. Νταγιάν, «δεν αποτελούσε απειλή για εμάς»14) καταλαμβάνοντας τα Υψίπεδα του Γκολάν.

Στις 10 Ιούνη η σοβιετική κυβέρνηση διεμήνυσε στις ΗΠΑ πως, αν το Ισραήλ δεν σταματούσε τις επιθετικές του ενέργειες, τότε η ΕΣΣΔ «θα προέβαινε στα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής δράσης». Την ίδια μέρα, το Ισραήλ αποδέχτηκε πια την κατάπαυση του πυρός, στην οποία καλούσε επανειλημμένα ο ΟΗΕ από τις 6 του μηνός15.

Ο πόλεμος στη Δυτική Οχθη

Οι Παλαιστίνιοι της Δυτικής Οχθης υποδέχτηκαν την είδηση του πολέμου με ανάμεικτα αισθήματα. Σε ορισμένους υπήρξε αισιοδοξία και ενθουσιασμός πως μετά από 20 χρόνια προσφυγιάς θα επέστρεφαν επιτέλους στις εστίες τους. Οι προσδοκίες τους αυτές «τροφοδοτούνταν» αρχικά και από τις θριαμβευτικές όσο και παραπλανητικές (όπως φάνηκε αργότερα) μεταδόσεις της αιγυπτιακής ραδιοφωνίας για την πορεία των συγκρούσεων (η τραγική διάψευση των οποίων συντέλεσε τα μέγιστα στη διάρρηξη της εμπιστοσύνης των Παλαιστινίων προς τον Νάσερ και την πολιτική του μετά το 1967). Πολλοί ήταν όμως και εκείνοι, οι οποίοι φοβούνταν μια επανάληψη των καταστροφικών δεινών που υπέστησαν το 1948 – 1949. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε διάχυτη «σύγχυση» και κανείς «δεν ήξερε τι να κάνει»16.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Παλαιστινίων ήταν άοπλοι (η κατοχή όπλων απαγορευόταν και τιμωρούνταν ιδιαίτερα αυστηρά από τις ιορδανικές αρχές). Με την έναρξη λοιπόν του πολέμου, ξέσπασαν μια σειρά από διαδηλώσεις Παλαιστινίων που ζητούσαν από τις αρχές: «Θέλουμε όπλα, θέλουμε όπλα, θέλουμε να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας!». Η απάντηση όμως των ιορδανικών αρχών ήταν πάντοτε αρνητική: Αλλοτε καθησυχάζοντας τους Παλαιστινίους πως όλα έβαιναν καλώς και πως ο ιορδανικός στρατός θα τους εξασφάλιζε την πολυπόθητη ελευθερία τους και άλλοτε διαλύοντάς τους με τη βία17.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης των Παλαιστινίων έναντι των ιορδανικών αρχών ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο καθώς έβλεπαν τον τακτικό στρατό να εκκενώνει τα χωριά τους πριν καν καλά καλά πέσουν οι πρώτες τουφεκιές, αφήνοντας πίσω μόνο ελάχιστους, ελαφρά οπλισμένους εθνοφρουρούς. «Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε προδοσία της πολεμικής προσπάθειας των Αράβων, (καθώς και) εγκατάλειψη των Παλαιστινίων στο έλεος του ισραηλινού στρατού»18. Η στάση του ιορδανικού στρατού ενέτεινε περαιτέρω και τους ήδη υπάρχοντες φόβους των Παλαιστινίων για σφαγές ανάλογες του 1948 – 1949, ωθώντας τελικά χιλιάδες εξ αυτών να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς (πολλοί για δεύτερη φορά).

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η προέλαση των ισραηλινών δυνάμεων πραγματοποιήθηκε περίπου ανεμπόδιστα. «Τους παραδώσαμε τα πάντα σε ασημένιο δίσκο», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας Παλαιστίνιος πρόσφυγας του 1967 στη μαρτυρία του19.

Αυτό βεβαίως δεν σήμαινε πως δεν διαπράχθηκαν ωμότητες και εγκλήματα κατά του άμαχου – κατά κανόνα – πληθυσμού. Σε μια από τις πολλές ιστορίες φρίκης που καταγράφηκαν, η 37χρονη τότε Φάχια ανακαλεί το τι έζησε κατά την εισβολή των ισραηλινών δυνάμεων στο χωριό της, όταν ανατίναξαν ακόμη και το σχολείο στο οποίο είχαν καταφύγει πολλοί άμαχοι δολοφονώντας 18 εξ αυτών: «Οι μάζες των νεκρών ανέδιναν μια τρομακτική μυρωδιά. Ο κόσμος δολοφονούνταν στους δρόμους (…) Ηρθε (μετά) μια μπουλντόζα, συνέλεξε τους νεκρούς και τους σκέπασε με χώμα. Οταν τελείωσε ο πόλεμος, οι πατεράδες πήγαν στην περιοχή (όπου είχαν καταχωνιαστεί), ο καθένας πήρε το παιδί του και το έθαψε στο νεκροταφείο»20.

Η στάση του ισραηλινού στρατού δεν ήταν ενιαία παντού. Στα περισσότερα μέρη οι κάτοικοι διατάχθηκαν να παραμείνουν στα σπίτια τους μέχρι νεωτέρας («όποιος έβγαινε έξω, τον πυροβολούσαν στα πόδια»). Αλλού ο στρατός διέταξε τους κατοίκους να φύγουν («πηγαίνετε στον βασιλιά σας τον Χουσεΐν, από εκεί είναι ο δρόμος»). Αλλού η παρότρυνση σε φυγή ήταν πιο έμμεση ή προαιρετική. Τρία τουλάχιστον χωριά και 3.200 περίπου σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς. Πρόκειται για τα χωριά Ιμοάς, Γιάλο και Μπέιτ Νούμπα, τα οποία είχαν προβάλει αντίσταση κατά τον πόλεμο του 1948 – 1949 και τα οποία – σύμφωνα με τον στρατηγό Ου. Ναρκίς που ηγούνταν της επιχείρησης – σβήστηκαν από τον χάρτη σκοπίμως ως πράξη εκδίκησης. Οι κάτοικοι εκδιώχθηκαν και τα σπίτια τους ανατινάχτηκαν. Μπουλντόζες «καθάρισαν» ό,τι απέμεινε από τα συντρίμμια ενώ στη θέση των χωριών δημιουργήθηκαν, στη μεν περίπτωση των δύο πρώτων χώροι πρασίνου – αναψυχής και του δε τελευταίου ένας νέος εβραϊκός οικισμός21.

«Η καταστροφή αραβικών χωριών ως μέρος της διαδικασίας αλλαγής του τοπίου», αναφέρει χαρακτηριστικά σχετική μελέτη, «και ως μέρος της διαδικασίας διαγραφής των αναμνήσεων του παρελθόντος και του κτισίματος ενός νέου αφηγήματος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της σύγκρουσης Ισραηλινών – Παλαιστινίων». Πράγματι, η τακτική του σβησίματος – κυριολεκτικά – εκατοντάδων αραβικών κοινοτήτων από τον χάρτη και από τη μνήμη υπήρξε πάγια πρακτική του κράτους του Ισραήλ από τις πρώτες κιόλας μέρες της συγκρότησής του. Πρόκειται για μια σκόπιμη – σχεδιασμένη και μεθοδική – διαδικασία «ισραηλοποίησης» της Παλαιστίνης, η οποία, εντέλει, δεν άφησε παρά ελάχιστα, σκόρπια «απομεινάρια» που να «καταμαρτυρούν πως κάποτε ζούσαν άλλοι σε αυτά τα μέρη»22.

Ενα ακόμη χαρακτηριστικό – όσο και συμβολικό – παράδειγμα της όλης αυτής διαδικασίας υπήρξε η περίπτωση της αραβικής γειτονιάς της Αλμαγάριμπα στην Ιερουσαλήμ, η οποία και κατεδαφίστηκε ολοσχερώς προκειμένου να «ανοίξει» ο χώρος γύρω από το Δυτικό Τείχος και να μετατραπεί σε πλατεία. Οι πρώτες μπουλντόζες έφτασαν στον χώρο μόλις λίγες ώρες μετά τους πρώτους στρατιώτες, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους σε διάστημα 20 λεπτών «παίρνοντας μαζί τους μόνο τα απολύτως απαραίτητα»23.Λίγες μέρες αργότερα, η εν λόγω πλατεία θα αποτελούσε το επίκεντρο των θριαμβευτικών εκδηλώσεων της νίκης του κράτους του Ισραήλ.

Τα άμεσα αποτελέσματα του πολέμου

Ο 3ος αραβοϊσραηλινός πόλεμος έληξε με συντριπτική νίκη του Ισραήλ, καθώς, μέσα σε μόλις 6 μέρες και με μικρές συγκριτικά στρατιωτικές απώλειες για το ίδιο (776 νεκρούς), κατάφερε να επιφέρει σοβαρότατα πλήγματα στην πολεμική ισχύ των αντιπάλων του, υπερτετραπλασιάζοντας ταυτόχρονα τα εδάφη υπό τον έλεγχό του. Το Ισραήλ κατείχε πλέον το σύνολο της Παλαιστίνης, καθώς επίσης εδάφη της Συρίας και της Αιγύπτου. Περίπου 1.150.000 Αραβες περιήλθαν υπό ισραηλινή κατοχή, ενώ κάπου 450.000 έγιναν πρόσφυγες (35.000 από τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά, 108.250 από τα Υψίπεδα του Γκολάν και οι υπόλοιποι από τη Δυτική Οχθη). Στα κατεχόμενα Υψίπεδα του Γκολάν παρέμεινε μόλις το 5,43% του προπολεμικού πληθυσμού. Κατά μία άλλη εκτίμηση, μετά τον πόλεμο, από έναν συνολικά εκτιμώμενο πληθυσμό Παλαιστινίων περίπου 2.700.000, το 44,4% ζούσε πλέον υπό ισραηλινή κυριαρχία, ενώ το 55,6% ζούσε στην προσφυγιά. Από τους πρώτους, μόλις το 1/3 είχε πλήρη δικαιώματα πολίτη του κράτους του Ισραήλ (καθώς η ισραηλινή υπηκοότητα επεκτάθηκε μόνο στους Παλαιστινίους της Ανατολικής Ιερουσαλήμ)24.

Αν ο 1ος αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948 – 1949 αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη του Παλαιστινιακού λαού ως η «Νάκμπα» («καταστροφή»), ο 3ος του 1967 αποτέλεσε τη «Νάκσα» («οπισθοδρόμηση»): Ενα κομβικά αρνητικό γεγονός, που πήγε την υπόθεση της απελευθέρωσής τους ακόμα πιο πίσω…

(Συνεχίζεται)

Παραπομπές:

1. Roland Popp, «Stumbling Decidedly into the Six-Day War», στο The Middle East Journal, vol.60, no. 2, Spring 2006, σελ. 282 – 283.

2. Warren Bass, A Surprise out of Zion?, εκδ. RAND Corp, Santa Monica, 2015, σελ. 15 και Roland Popp, ό.π., σελ. 285.

3. Memorandum from the President’s Special Assistant (Rostow) to President Johnson, 15.11.1966, στο https://1997-2001.state.gov/www/about_state/history/vol_xviii/zh.html.

4. Βλ. Ψηφιακή Βιβλιοθήκη ΟΗΕ (https://digitallibrary.un.org/record/90503?v=pdf).

5. Στο Eyal Zisser, «Israel’s Capture of the Golan Heights», στο Israel Studies, vol. 7, no. 1 Spring 2002, σελ. 169.

6. Memorandum from Nathaniel Davis of the National Security Council Staff to the President’s Special Assistant (Rostow), 2.6.1967 και Memorandum from the Acting Chairman of the CIA’s Board of National Estimates (Smith) to Director of Central Intelligence Helms, 9.6.1967, στο FRUS 1964 – 1968, vol. XIX, σελ. 259 και 404.

7. Βλ. Ben-Zion Zilberfarb, «The short -and long- term effetcs of the Six Day War on the Israeli economy», στο Israel Affairs, vol. 24, no. 5, 2018, σελ. 785 – 798, Israel GDP (https://countryeconomy.com/gdp/israel), Total Immigration to Israel by Year (https://www.jewishvirtuallibrary.org/total-immigration-to-israel-by-year), New York Times, 29.10.1984.

8. Abba Eban, Personal witness: Israel through my eyes, εκδ. G. P. Putnam’s Sons, NY, 1992, σελ. 382 – 383.

9. Memo prepared in the Central Intelligence Agency, 23.5.1967, στο FRUS 1964 – 1968, vol. XIX, σελ. 74 – 75.

10. Rostow Memo to Johnson, 25.5.1967, στο FRUS 1964-1968, vol. XIX, σελ. 103 – 104 και CIA. Memorandum on the Middle Eastern Crisis, 26.5.1967 (CIA-RPD79R00967A001200020003-4).

11. Roland Popp, ό.π., σελ. 232, 305.

12. Address by Prime Minister Begin at the National Defense College, 8.8.1982 (https://www.gov.il/en/Departments/General/55-address-by-pm-begin-at-the-national-defense-college-8-august-1982).

13. Warren Bass, ό.π., σελ. 17 και William Quandt, «Lyndon Johnson and the June 1967 war: What color was the light?», στο Middle East Journal, vol. 46, no. 2, Spring 1992, σελ. 228

14. Στο Eyal Zisser, ό.π., σελ. 169.

15. John L. Scherer, «Soviet and American behavior during the Yom Kippur war», στο World Affairs, vol. 141, no. 1, Summer 1978, σελ. 17.

16. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), June 1967 in personal stories of Palestinians and Israelis, εκδ. H?ttingen University Press, 2022, σελ. 101, 215.

17. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 232, 484 – 485.

18. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 103.

19. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 78.

20. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 218.

21. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 78, 97, 108 – 111.

22. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 111.

23. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 77, 105.

24. Roland Popp, ό.π., σελ. 281, CIA, Weekly summary special report: Arab territories under Israeli occupation, 6.10.1967, σελ. 1 (CIA-RDP79-00927A006000070003-8), Abu Lughod, Ibrahim, The Transformation of Palestine, εκδ. Northwestern University Press, Evanston, 1971, σελ. 162.

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Πηγή : Ριζοσπάστης 13 – 4 – 2024

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 9ο)

Η διεθνής αντιμετώπιση του Παλαιστινιακού ζητήματος μετά το 1967

Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ μετέφερε 22.395 τόνους αρμάτων μάχης, πυροβολικού, πυρομαχικών και προμηθειών στο Ισραήλ με αεροσκάφη κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ
Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ μετέφερε 22.395 τόνους αρμάτων μάχης, πυροβολικού, πυρομαχικών και προμηθειών στο Ισραήλ με αεροσκάφη κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ

Τέσσερις μέρες μετά τη λήξη του Πολέμου των 6 Ημερών, στις 14.6.1967, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε την Απόφαση 237, με την οποία καλούσε την ισραηλινή κυβέρνηση «να διασφαλίσει την ασφάλεια και την πρόνοια των ανθρώπων στις περιοχές όπου είχαν λάβει χώρα οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και να διευκολύνει την επιστροφή όσων τις είχαν εγκαταλείψει από την έναρξη των εχθροπραξιών»1. Μέχρι τότε δεν είχε υπάρξει ούτε καταδίκη της ισραηλινής επίθεσης ούτε κάποια εντολή εκκένωσης των εδαφών που είχε καταλάβει.

Γενικότερα, με εξαίρεση τη Σοβιετική Ενωση και τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τις επιθετικές ενέργειες του Ισραήλ (διακόπτοντας μεταξύ άλλων τις διπλωματικές σχέσεις μαζί του), ο καπιταλιστικός κόσμος, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις στις γραμμές του, δεν υπήρξε ιδιαίτερα καταδικαστικός ως προς τις αντιδράσεις του.

Στις 19.6.1967, με πρωτοβουλία της ΕΣΣΔ, συγκλήθηκε Εκτακτη Συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ προκειμένου να εκφραστούν και να καταγραφούν – σαφώς και κατηγορηματικώς πια – η καταδίκη της ισραηλινής επιθετικότητας και το αίτημα για άμεση αποχώρηση από τα κατεχόμενα εδάφη. Ανοίγοντας τις εργασίες της Συνεδρίασης ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου της ΕΣΣΔ, Α. Κοσίγκιν, τόνισε μεταξύ άλλων:

Ισραηλινό πυροβολικό στα Υψώματα του Γκολάν, 1973
Ισραηλινό πυροβολικό στα Υψώματα του Γκολάν, 1973

«Το Ισραήλ δεν έχει κανένα επιχείρημα που να δικαιολογεί την επιθετικότητά του. Οι προσπάθειές του να αυτοδικαιολογηθεί, όπως και οι προσπάθειες των συνηγόρων του (σ.σ. ΗΠΑ, κ.ά.) να εξαγνίσουν τις πολιτικές και τις πράξεις του Ισραήλ (…) δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απάτη (…) Τα γεγονότα αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία πως η ευθύνη για την έναρξη του πολέμου, για τα θύματά του και τις συνέπειές του βαραίνει το Ισραήλ (…)

Ερχονται συνεχώς όλο και περισσότερες αναφορές για τις θηριωδίες και τη βία που ασκείται από τους Ισραηλινούς εισβολείς στις περιοχές που κατέλαβαν. Αυτά που συμβαίνουν στη Χερσόνησο του Σινά, στη Λωρίδα της Γάζας, στο δυτικό τμήμα της Ιορδανίας και στα συριακά εδάφη που κατέχονται από το Ισραήλ φέρνουν στη σκέψη τα αποτρόπαια εγκλήματα των ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (…) Ο ισραηλινός στρατός πυρπολεί χωριά, καταστρέφει νοσοκομεία και σχολεία. Οι άμαχοι πληθυσμοί στερούνται φαγητού, νερού και κάθε άλλου μέσου επιβίωσης. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου αιχμάλωτοι πολέμου, ακόμα και γυναικόπαιδα, εκτελούνταν, όπου ασθενοφόρα με τραυματίες πυρπολούνταν (…)

Η Σοβιετική Ενωση, πιστή στην αρχή της να προσφέρει βοήθεια στα θύματα της επιθετικότητας και να στηρίζει τους λαούς που αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους και την ελευθερία τους, στέκεται με αποφασιστικότητα στο πλευρό των αραβικών κρατών. (…) Η Σοβιετική Ενωση δεν είναι κατά του Ισραήλ, αλλά εναντίον της επιθετικής πολιτικής που ακολουθούν οι κυβερνητικοί κύκλοι σε αυτό το κράτος (…)

Ισραηλινά τανκς διασχίζουν το Σουέζ, 15/10/1973
Ισραηλινά τανκς διασχίζουν το Σουέζ, 15/10/1973

Οταν το ζήτημα είναι ή πόλεμος ή ειρήνη, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λαών, δεν πρέπει να υπάρχει θέση για πολιτικά παλαντζαρίσματα (…) Σε τέτοια θέματα (…) δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την αποφασιστική καταδίκη του επιτιθέμενου και των δυνάμεων που βρίσκονται από πίσω του (…)»2.

Απέναντι στη Σοβιετική Ενωση οι ΗΠΑ κατέθεσαν δικό τους Σχέδιο Απόφασης, με το οποίο η ευθύνη του πολέμου θολωνόταν επιμεριζόμενη με γενικό και αόριστο τρόπο σε όλα λίγο – πολύ τα εμπλεκόμενα μέρη, ενώ το ζήτημα της αποχώρησης από τα κατεχόμενα εδάφη έμπαινε με έμμεσο και όχι σαφή τρόπο. Οι σχετικές συζητήσεις κράτησαν έως και τις 4 Ιούλη, όταν εντέλει κατατέθηκαν προς ψήφιση δύο Σχέδια: Ενα που στηρίχθηκε από την ΕΣΣΔ, τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα αραβικά κράτη και τις περισσότερες από τις χώρες που ανήκαν στη λεγόμενη «Κίνηση των Αδεσμεύτων». Και ένα που στηρίχθηκε από τις ΗΠΑ, τα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Καθώς όμως κανένα από τα δύο Σχέδια δεν έλαβε την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3, δεν ελήφθη καμιά απόφαση3.

Η στάση της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είχε σημαντικό αντίκτυπο στους λαούς της Μέσης Ανατολής. Πράγματι, η στάση αυτή, σε συνδυασμό με τη «στήριξη του Ισραήλ από τη Δύση» (δηλαδή τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ), «είχε ως αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα των αραβικών κοινωνιών να βλέπουν τη Σοβιετική Ενωση με ένα μείγμα θαυμασμού και επιθυμίας για προστασία»4. Οπως ανέφερε σε συνέντευξή του το 1969 το μέλος της ΚΕ της Φατάχ και στέλεχος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης Α. Ιγιάντ, «η Σοβιετική Ενωση πρέπει να θεωρείται φίλος των Αράβων. Πρόκειται για μια φιλία που έχει εκφραστεί στην πράξη με τη μορφή τόσο της υλικής βοήθειας όσο και της ισχυρής ηθικής υποστήριξης (…) ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο του Ιούνη (του 1967)»5. «Είναι αλήθεια», σημείωνε – από τη δική του οπτική και σκοπιμότητα – σχετικό υπόμνημα της CIA, «πως η ΕΣΣΔ αποτελεί τη μοναδική δύναμη στην οποία τα ριζοσπαστικά αραβικά κράτη – η Αίγυπτος, η Συρία και η Αλγερία – μπορούν να βασίζονται για μια ουσιαστική υποστήριξη»6.

Στρατιωτικά οχήματα της Αιγύπτου διασχίζουν το Σουέζ, 7/10/1973
Στρατιωτικά οχήματα της Αιγύπτου διασχίζουν το Σουέζ, 7/10/1973

Η στάση των ΗΠΑ, από την άλλη μεριά, είχε αντίστροφο αντίκτυπο, δημιουργώντας προβλήματα, τόσο στις ίδιες όσο και στους συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή. Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες έκαναν λόγο για «γενικευμένη όξυνση της λαϊκής εχθρότητας απέναντι στις ΗΠΑ και τη Βρετανία λόγω (της στάσης τους έναντι) του πολέμου (…) Αυτά τα αντιαμερικανικά αισθήματα δεν έχουν μόνο υπονομεύσει την επιρροή των ΗΠΑ ανάμεσα στους συντηρητικούς (στον αραβικό κόσμο), αλλά έχουν συνδράμει και σε μια γενικότερη άνοδο του ριζοσπαστισμού στην περιοχή». «Τα αντιδυτικά αισθήματα στην Ιορδανία», σημείωνε ειδικότερα άλλη Εκθεση της CIA, «αυξήθηκαν σημαντικά». Τόσο ώστε ο βασιλιάς της χώρας, Χουσεΐν, «να μην μπορεί πλέον να εμφανίζεται ανοιχτά υπέρ της Δύσης και των ΗΠΑ όπως στο παρελθόν δίχως να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του καθεστώτος του». Αντίστοιχα, «ο βασιλιάς (της Σαουδικής Αραβίας) Φαϊζάλ αισθάνεται ότι πρέπει να πιέσει σημαντικά ώστε οι ΗΠΑ να λάβουν θέσεις υπέρ των συμφερόντων των Αράβων και να αποδείξει έτσι πως η πολιτική του φιλίας με τις ΗΠΑ “αποδίδει”»7.

Ολα τα παραπάνω αποτύπωναν κάποιες αλλαγές στον διεθνή συσχετισμό (κυρίως όσον αφορά τις αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και την επιρροή τους στα κράτη του αραβικού κόσμου), οι οποίες, υπό την επίδραση της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, είχαν εντέλει ένα ορισμένο αποτέλεσμα και στις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ.

Ο Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ στη σύνοδο του Αραβικού Συνδέσμου στο Χαρτούμ
Ο Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ στη σύνοδο του Αραβικού Συνδέσμου στο Χαρτούμ

Στις 22.11.1967 – με καθυστέρηση 5 μηνών – το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε πια για την απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από τις περιοχές που είχαν καταλάβει και τον περιορισμό τους στα προπολεμικά σύνορα του Ισραήλ (Απόφαση 242). Η εν λόγω Απόφαση ήταν ιδιαίτερα σημαντική καθώς για πρώτη φορά από το 1949 οριοθετούνταν τα επίσημα αναγνωρισμένα σύνορα του Ισραήλ (τα οποία ισχύουν έως σήμερα), ενώ – έστω και εμμέσως – οριοθετούνταν επίσης τα σύνορα ενός μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους. Βεβαίως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ΟΗΕ αναγνώριζε ταυτόχρονα την κυριαρχία του Ισραήλ επί των παλαιστινιακών εδαφών που είχε καταλάβει το 1948 – 1949, πέρα από τα όρια που είχαν οριστεί από τις πρώτες Αποφάσεις του Οργανισμού (στο πλαίσιο της δημιουργίας δύο κρατών) το 19478.

Στις 10.12.1969 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε Απόφαση (2535Β) με την οποία «ο Παλαιστινιακός λαός» αναγνωριζόταν για πρώτη φορά ως εθνότητα «με αδιαμφισβήτητα δικαιώματα απορρέοντα από την Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα». Τα δικαιώματα, που, κατά την ίδια Απόφαση, καταστρατηγούνταν διαρκώς από το Ισραήλ με «πράξεις συλλογικής τιμωρίας, αυθαίρετης φυλάκισης, απαγόρευσης κυκλοφορίας, καταστροφής οικιών και περιουσιών, εκτοπισμού κι άλλες μορφές καταστολής εναντίον των προσφύγων και άλλων κατοίκων των κατεχόμενων περιοχών»9.

Φωτιά στο Τέμενος Αλ Ακσα
Φωτιά στο Τέμενος Αλ Ακσα

Με νέα της Απόφαση (2672C) στις 8.12.1970 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ διακήρυξε ότι «ο λαός της Παλαιστίνης έχει τα ίδια δικαιώματα (…) στην αυτοδιάθεση» όπως όλοι οι λαοί, ενώ θεώρησε τον «πλήρη σεβασμό των αδιαμφισβήτητων δικαιωμάτων του Παλαιστινιακού λαού ως αναφαίρετο συστατικό για την επίτευξη μιας δίκαιης και διαρκούς ειρήνης στη Μέση Ανατολή»10.

Στις 30.11.1973 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε Απόφαση (3070), με την οποία όχι μόνο καταδίκαζε τη συνεχιζόμενη μη αναγνώριση «του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας» του Παλαιστινιακού λαού, αλλά διακήρυττε και «τη νομιμότητα» του ίδιου, καθώς και όλων «των λαών να αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους (…) με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης πάλης»11.

Αλλες σημαντικές Αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ την ίδια περίοδο υπήρξαν: Η Απόφαση 3210 της 14.10.1974, με την οποία η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) αναγνωρίστηκε ως εκπρόσωπος του Παλαιστινιακού λαού. Η Απόφαση 3236 της 22.11.1974, με την οποία δόθηκε στην PLO καθεστώς «παρατηρητή» στον ΟΗΕ. Αλλά και η Απόφαση 3379 της 10.11.1975, με την οποία ο σιωνισμός χαρακτηρίστηκε μορφή ρατσισμού και φυλετικής διάκρισης (η τελευταία, σημειωτέον, ακυρώθηκε με νέα Απόφαση του Οργανισμού που πάρθηκε – όχι τυχαία – κατά την κορύφωση των αντεπαναστατικών ανατροπών στην ΕΣΣΔ τον Δεκέμβρη του 1991).

«Τη δεκαετία 1967 – 1977», αναφέρει σχετική Εκθεση του ΟΗΕ, «πραγματοποιήθηκε μια θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπιζόταν το Παλαιστινιακό ζήτημα (…) από ένα προσφυγικό πρόβλημα (…) σε ένα σημαντικό ζήτημα που αφορούσε τα θεμελιώδη δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού για επιστροφή στην πατρίδα του και αυτοδιάθεση»12. Ο ρόλος της ΕΣΣΔ και των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης υπήρξε πρωταγωνιστικός σε όλες τις αποφάσεις υπέρ του Παλαιστινιακού λαού. Και παρά τις διαχρονικά συστηματικές προσπάθειες των ΗΠΑ να τις υπονομεύσουν ή να τις μπλοκάρουν (ασκώντας βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας), το γεγονός παραμένει ότι το Ισραήλ αποτελεί σήμερα το κράτος με τις περισσότερες – μακράν – διεθνείς καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον του στην ιστορία του Οργανισμού…

Οι θέσεις Ισραήλ και αραβικών κρατών την επαύριο του πολέμου του 1967

Οπως ξεκαθάρισε εξαρχής το Ισραήλ, δεν ήταν διατεθειμένο να υπαναχωρήσει «ούτε ίντσα» από τις περιοχές που είχε καταλάβει, επιδιώκοντας τη διενέργεια απευθείας διαπραγματεύσεων με κάθε εμπλεκόμενο μέρος χωριστά. Η τακτική αυτή αποσκοπούσε, αν μη τι άλλο, στην ακύρωση της διαπραγματευτικής δύναμης του αραβικού μπλοκ (ως συνόλου), αλλά και στην υπονόμευση της – πρόσκαιρης όπως αποδείχθηκε έτσι κι αλλιώς – ενότητάς του. Από την Αίγυπτο το Ισραήλ απαιτούσε την προσάρτηση της Λωρίδας της Γάζας και την αποστρατικοποίηση της Χερσονήσου του Σινά (ως απαραίτητο όρο για την επιστροφή της). Από την Ιορδανία απαιτούσε την προσάρτηση του συνόλου της Ιερουσαλήμ και ορισμένων άλλων εδαφών της Δυτικής Οχθης (που θα επιστρεφόταν στην Ιορδανία με τον όρο πως θα αποτελούσε επίσης αποστρατικοποιημένη ζώνη)13.

Η θέση των αραβικών κρατών, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τη Διάσκεψη του Αραβικού Συνδέσμου στο Χαρτούμ του Σουδάν (29.8-1.9.1967), συνοψίστηκε στην εξής τριπλή άρνηση: «Καμιά ειρήνη με το Ισραήλ, καμία διαπραγμάτευση με το Ισραήλ, καμία αναγνώριση του Ισραήλ». Ωστόσο, η στιβαρή ενότητα που απέπνεαν τέτοιες ηχηρές διακηρύξεις υπήρξε καθ’ όλα φαινομενική, καθώς στο παρασκήνιο υπέβοσκαν σημαντικές διαφορές και αντιθέσεις14.

Πράγματι, η Συρία, το Ιράκ και η Αλγερία (καθώς και η PLO) υποστήριζαν «τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα εναντίον του Ισραήλ μέχρι την πλήρη απελευθέρωση των κατεχόμενων περιοχών, σε συνδυασμό με την επιβολή εμπάργκο πετρελαίου στη Δύση»15.

Το εθνικοαπελευθερωτικό ένοπλο κίνημα των Παλαιστινίων, ειδικότερα, ήταν κάθετα αντίθετο, τόσο στην Απόφαση 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που για εκείνους σήμαινε «αποδοχή της κατάκτησης και της απώλειας εδαφών που υπέστη ο λαός της Παλαιστίνης το 1948» (θέση που θα άλλαζε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στο πλαίσιο μιας λύσης για τη δημιουργία δύο κρατών στα σύνορα του 1967), όσο και σε κάθε ειρήνη «που θα διασφάλιζε τα σύνορα του Ισραήλ», καθώς κάτι τέτοιο προϋπέθετε και τον «τερματισμό του παλαιστινιακού κινήματος αντίστασης»16.

Από την άλλη μεριά, η Αίγυπτος και η Ιορδανία ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την ανάκτηση των απωλειών τους στον πόλεμο, τις οποίες δεν ήταν σε θέση (στρατιωτική ή οικονομική) να διεκδικήσουν με πιο δυναμικά μέσα. Την πιο «μετριοπαθή» οδό (που περιελάμβανε επίσης την αποσύνδεση του Παλαιστινιακού ζητήματος από τις άμεσες διεκδικήσεις των αραβικών κρατών έναντι του Ισραήλ) υποστήριζε και η Σαουδική Αραβία, της οποίας η οικονομική – και πολιτική – βαρύτητα στον αραβικό κόσμο είχε αναβαθμιστεί (ιδιαίτερα μετά και τη σημαντικότατη οικονομική συνδρομή που παρείχε σε Αίγυπτο και Ιορδανία για τις ανάγκες της μεταπολεμικής τους ανασυγκρότησης – βοήθεια από την οποία, σημειωτέον, αποκλείστηκε η Συρία)17.

Τον Δεκέμβρη του 1970 ο τότε Πρόεδρος της Αιγύπτου, Α. Σαντάτ, τόνισε σε συνέντευξή του ότι η χώρα του ήταν έτοιμη «να αναγνωρίσει τα δικαιώματα του Ισραήλ ως ανεξάρτητου κράτους» υπό τον όρο ότι θα της επιστρεφόταν το Σινά18. Τον δε Φλεβάρη του 1971 η αιγυπτιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα αποδεχόταν τις ειρηνευτικές προτάσεις που είχαν τεθεί στο τραπέζι από τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ, Γκ. Τζάρινγκ, εφόσον υπήρχε αμοιβαία αποδοχή τους και από το Ισραήλ – κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν συνέβη19.

Ο στρατηγικός προσανατολισμός της αστικής τάξης της Αιγύπτου αλλάζει

Η έκβαση του 3ου αραβοϊσραηλινού πολέμου επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα διαμόρφωση των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, δρομολογώντας σημαντικές αλλαγές στην εγχώρια και διεθνή στρατηγική των αστικών τάξεων διαφόρων κρατών, στην ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, στις συμμαχίες, κ.ο.κ. Βασικός κρίκος σε όλα τα παραπάνω υπήρξε η Αίγυπτος.

«Η συντριπτική ήττα του αιγυπτιακού στρατού», αναφέρει σχετική έκθεση της CIA, επέφερε κρίσιμο πλήγμα στην ιδιαίτερη βαρύτητα και ρόλο της αστικής τάξης της Αιγύπτου – και του βασικότερου πολιτικού της εκπροσώπου, Αμπ. Γκ. Νάσερ – ως «ηγετικού εκφραστή (των συμφερόντων) των Αράβων»20.

Η αποδυνάμωση του ισχυρότερου έως τότε καπιταλιστικού κράτους στη Μέση Ανατολή – της Αιγύπτου – δεν ήταν όμως μόνο στρατιωτική, αλλά και οικονομική. Η απώλεια των σημαντικότατων εσόδων που αντλούνταν από τη Διώρυγα του Σουέζ και τις πετρελαιοπηγές του Σινά, σε συνδυασμό με τα υπέρογκα κεφάλαια που απαιτούνταν για την αποκατάσταση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας, δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στην οικονομία της. Οι κρατικές δαπάνες (που συν τοις άλλοις εξασφάλιζαν έναν ορισμένο βαθμό ενσωμάτωσης των λαϊκών μαζών στην κυρίαρχη πολιτική) μειώθηκαν, ενώ ταυτόχρονα η αφαίμαξη του λαϊκού εισοδήματος εντάθηκε. Ως αποτέλεσμα ξέσπασαν μια σειρά από μαζικές λαϊκές διαμαρτυρίες εναντίον του Νάσερ. Ο θάνατος του τελευταίου το 1970 και η αντικατάστασή του από τον τότε αντιπρόεδρο, Α. Σαντάτ, σηματοδότησαν – και τυπικά / συμβολικά πια – την ολοκλήρωση μιας ολόκληρης περιόδου στην Ιστορία της Αιγύπτου αλλά και ευρύτερα της Μέσης Ανατολής: Μιας περιόδου όπου η κατ’ ουσία σοσιαλδημοκρατική αντίληψη του «παναραβισμού» και του «αραβικού σοσιαλισμού» αποτέλεσε βασικό συστατικό στοιχείο της στρατηγικής των αστικών τάξεων μιας σειράς αραβικών κρατών, με πλατιά έκφραση και στα εθνικά – απελευθερωτικά κινήματα της περιοχής21.

Η αλλαγή στον στρατηγικό προσανατολισμό της αστικής τάξης της Αιγύπτου μετά την ήττα του 1967 είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από τη Διάσκεψη του Αραβικού Συνδέσμου στο Χαρτούμ τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, όταν ο Νάσερ, έχοντας αποδεχτεί ένα σημαντικό πακέτο οικονομικής βοήθειας από τα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη του Κόλπου, «αναίρεσε» την έως τότε διάκριση του αραβικού κόσμου σε «προοδευτικό» και «αντιδραστικό», κάνοντας λόγο για «κοινό μέτωπο» απέναντι στην απειλή του Ισραήλ. Αντίστοιχα, σταδιακά ατόνησαν – ωσότου εξαλειφθούν εντελώς – και οι όποιες αναφορές στον ιμπεριαλισμό (ως βασικό κοινό εχθρό των αραβικών λαών)22.

Το τελευταίο εγχείρημα για τη συγκρότηση μιας Αραβικής Ομοσπονδίας μεταξύ της Λιβύης υπό τον Μ. Καντάφι (στον οποίο ανήκε και η σχετική πρωτοβουλία), της Αιγύπτου και της Συρίας, αν και έλαβε την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαών των τριών κρατών σε σχετικά δημοψηφίσματα, ωστόσο δεν προχώρησε, κυρίως λόγω των αλλαγών στον στρατηγικό προσανατολισμό της αιγυπτιακής αστικής τάξης. Την ίδια περίοδο, άλλωστε, η τελευταία είχε αρχίσει ήδη να επιδιώκει την επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ, εκδιώκοντας μεταξύ άλλων το 1972 τους περίπου 15.000 Σοβιετικούς τεχνικούς και στρατιωτικούς συμβούλους, που είχαν αποσταλεί εκεί προκειμένου να συνδράμουν την Αίγυπτο σε μια σειρά από τομείς23.

Ο 4ος αραβοϊσραηλινός πόλεμος («Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ»)

Τον Φλεβάρη του 1973, η αιγυπτιακή κυβέρνηση, προσδοκώντας πλέον και σε μια ευνοϊκότερη διαμεσολάβηση εκ μέρους των ΗΠΑ, επιχείρησε να έρθει εκ νέου σε συμβιβασμό με το Ισραήλ. Η Αίγυπτος διεκδικούσε την επιστροφή του Σινά (έστω και με την αποστρατικοποίηση ορισμένων περιοχών). Σε αντάλλαγμα, προσέφερε την υπογραφή ειρήνης (που ταυτόχρονα σήμαινε και αναγνώριση του Ισραήλ), ελεύθερη διέλευση στα ισραηλινά πλοία από τη Διώρυγα του Σουέζ, τερματισμό του μποϊκοτάζ και καταπολέμηση της δράσης της παλαιστινιακής αντίστασης επί αιγυπτιακού εδάφους. Ολα αυτά, όμως, δεν ήταν αρκετά για το Ισραήλ, που αντέτεινε όρους τους οποίους η Αίγυπτος δεν μπορούσε να δεχτεί (όπως π.χ. τη διατήρηση ισραηλινών στρατιωτικών φυλακίων επί του Σινά)24.

Απευθυνόμενος προς τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Σαντάτ, ο τότε ειδικός σύμβουλος του Προέδρου των ΗΠΑ για θέματα Εθνικής Ασφάλειας (και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών), Χ. Κίσινγκερ, εξέφρασε μεν «την εκτίμηση για την ειρηνευτική του πρωτοβουλία, καθώς και για την απόφασή του να εκδιώξει τους Σοβιετικούς», ωστόσο ταυτόχρονα του «συνέστησε (…) ρεαλισμό», σημειώνοντας ότι, έχοντας «ηττηθεί» στον πρόσφατο πόλεμο, «έπρεπε να κάνει (κι άλλους) συμβιβασμούς προκειμένου να έχει τη στήριξη των ΗΠΑ». Η στάση αυτή των ΗΠΑ, όπως και του Ισραήλ, οδήγησε την αιγυπτιακή αστική τάξη στο συμπέρασμα πως ο μόνος τρόπος για να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της θέση ήταν η αντιστροφή των όρων που δημιούργησε το αποτέλεσμα του προηγούμενου πολέμου με νέο πόλεμο25.

Πράγματι, στις 6.10.1973, Αίγυπτος και Συρία πραγματοποίησαν ταυτόχρονη συνδυασμένη επίθεση κατά του Ισραήλ (στη Χερσόνησο του Σινά και τα Υψίπεδα του Γκολάν αντίστοιχα), πυροδοτώντας τον 4ο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, γνωστό και ως «Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ» (από την ομώνυμη εβραϊκή γιορτή, ανήμερα της οποίας ξεκίνησε ο πόλεμος). Η προέλασή τους, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ. Πολύ σύντομα ο ισραηλινός στρατός κατάφερε – έπειτα και από την καθοριστική του ενίσχυση από τις ΗΠΑ – να σταθεροποιήσει τα δύο μέτωπα και να περάσει στην αντεπίθεση απωθώντας αμφότερους πέρα και από τα εδάφη που είχαν απολέσει κατά τον Πόλεμο των 6 Ημερών (φτάνοντας στα νότια έως την πόλη του Σουέζ, 100 μόλις χιλιόμετρα από το Κάιρο και στα βόρεια έως τα πρόθυρα της Δαμασκού).

Η μεταφορά του πολέμου σε αραβικά εδάφη ενεργοποίησε την εμπλοκή και άλλων αραβικών κρατών, όπως του Ιράκ, της Αλγερίας, του Μαρόκου, κ.ά. Ωστόσο, αυτή ήταν πολύ μικρή ώστε να κάνει την οποιαδήποτε διαφορά. Επιπλέον, χαρακτηριζόταν από σοβαρή έλλειψη συντονισμού, επικοινωνίας, κ.ο.κ. μεταξύ των εμπλεκόμενων δυνάμεων, γεγονός που αδυνάτισε ακόμα περισσότερο την αποτελεσματικότητά τους στο πεδίο. Στην περίπτωση της Ιορδανίας, ειδικότερα, η συμμετοχή στον πόλεμο ήταν αντιφατική, «με το ένα πόδι» (όπως άλλωστε καταδεικνύουν και προσφάτως αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, που φανερώνουν σχετική συνεννόηση και συμφωνία ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιορδανία, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου)26.

Η ΕΣΣΔ, παρά τη στάση της Αιγύπτου το προηγούμενο διάστημα απέναντί της, έσπευσε να τη συνδράμει (όπως και τη Συρία) διά θαλάσσης και αέρος με χιλιάδες τόνους στρατιωτικού υλικού. Σημαντικότατη υπήρξε – όπως προαναφέραμε – και η αμερικανική συνδρομή προς το Ισραήλ. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την επιβολή εμπάργκο από τα αραβικά πετρελαιοεξαγωγικά κράτη του OAPEC, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε μια σειρά άλλων καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης. ΕΣΣΔ και ΗΠΑ κινητοποίησαν ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η 5η Σοβιετική ναυτική Μοίρα και ο 6ος Αμερικανικός Στόλος βρέθηκαν κυριολεκτικά ο ένας απέναντι στον άλλο στη «μεγαλύτερη αντιπαράθεση ναυτικών δυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου»27.

Στις 22 Οκτώβρη το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους σε εκεχειρία. Η Αίγυπτος την αποδέχτηκε αμέσως. Το Ισραήλ, ωστόσο, που ήταν πολύ κοντά στην περικύκλωση και καταστροφή της 3ης αιγυπτιακής Στρατιάς, συνέχισε να πιέζει στρατιωτικά. Στις 24 του μηνός η σοβιετική κυβέρνηση διεμήνυσε στις ΗΠΑ πως, αν το Ισραήλ συνέχιζε την παραβίαση της εκεχειρίας, θα αναγκαζόταν «να αναλάβει τα απαραίτητα μέτρα μονομερώς». Η σοβιετική προειδοποίηση μεταφέρθηκε από τις ΗΠΑ στο Ισραήλ, το οποίο τελικά και εφάρμοσε την εκεχειρία στις 25 Οκτώβρη τερματίζοντας τον πόλεμο28.

Ο 4ος αραβοϊσραηλινός πόλεμος έληξε με στρατιωτική νίκη του Ισραήλ. Ωστόσο, οι απώλειές του υπήρξαν 4 με 5 φορές μεγαλύτερες από ό,τι στον προηγούμενο πόλεμο, γεγονός που είχε αισθητό αντίκτυπο στην ισραηλινή κοινωνία. «Μέσα σε ένα διάστημα λίγων ετών», αναφέρει μια μελέτη, «οι ελπίδες, οι προσδοκίες και η νέα αυτοεικόνα που είχε δημιουργηθεί από τον Πόλεμο των 6 Ημερών εξανεμίστηκαν». Και «η εβραϊκή κοινότητα στο Ισραήλ έμεινε με μια πραγματικότητα σε απόλυτη δυσαρμονία με τον μύθο (που είχε καλλιεργηθεί) για την ισραηλινή κοινωνία»29. Το γκρέμισμα αυτό των προσδοκιών (αυταπατών) που είχε καλλιεργήσει η αστική τάξη του Ισραήλ – και ιδιαίτερα ο επί χρόνια ηγετικός πολιτικός της εκπρόσωπος, το σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Mapai) – προκάλεσε τριγμούς και στο αστικό πολιτικό σύστημα. Στις 11.4.1974 η Ισραηλινή πρωθυπουργός, Γκ. Μέιρ, παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση (και πάλι με κορμό το Εργατικό Κόμμα) υπό τον Γ. Ράμπιν. Στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, το 1977, το Εργατικό Κόμμα εξέπεσε για πρώτη φορά στην ιστορία του από τη θέση που κατείχε από το 1920 ως η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης, δίνοντας τη σκυτάλη στο συντηρητικό κόμμα Λικούντ υπό τον Μ. Μπέγκιν.

Οσον αφορά την αιγυπτιακή αστική τάξη, παρά την ήττα της στο στρατιωτικό πεδίο, κατάφερε εντέλει να πετύχει την επιστροφή της Χερσονήσου του Σινά. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την καταλυτική διαμεσολάβηση των ΗΠΑ, με τις Συμφωνίες Σινά Ι και ΙΙ (που υπογράφτηκαν στις 18.1.1974 και 4.9.1975 αντίστοιχα). Η εν λόγω εξέλιξη επιδιώχθηκε από τις ΗΠΑ και έγινε δεκτή από το Ισραήλ στο πλαίσιο της άμβλυνσης των αντιθέσεων που δημιουργούσαν πολεμικές αναταράξεις στην περιοχή (άμβλυνση που στη δοσμένη συγκυρία επιδίωκαν και οι δύο καθώς εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά τους), της υπονόμευσης ενός εν δυνάμει «ενιαίου» μετώπου των αραβικών κρατών και βεβαίως της καταπολέμησης της σοβιετικής επιρροής στη Μέση Ανατολή (η μονομερής ακύρωση από την Αίγυπτο του Συμφώνου Φιλίας με την ΕΣΣΔ, τον Μάρτη του 1976, υπήρξε π.χ. ένα από τα πιο άμεσα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής)30.

Την ίδια περίπου περίοδο – με τη διαμεσολάβηση και πάλι των ΗΠΑ – επετεύχθη επίσης συμφωνία ανάμεσα σε Ισραήλ και Συρία για την επιστροφή των Υψιπέδων του Γκολάν (Συμφωνία του Γκολάν, 31.5.1974). Η εν λόγω Συμφωνία επισημοποιούσε την παύση των εχθροπραξιών μεταξύ των δύο κρατών και όριζε τη δημιουργία διασυνοριακά ουδέτερης ζώνης επιτηρούμενης από διεθνή δύναμη του ΟΗΕ.

Το 1977 – 1979 το Ισραήλ, η Αίγυπτος και οι ΗΠΑ κατέληξαν στις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ (17.9.1978) και στη Συνθήκη Ειρήνης Αιγύπτου – Ισραήλ (26.3.1979). Ετσι η Αίγυπτος έγινε το πρώτο αραβικό κράτος που αναγνώριζε το Ισραήλ και σύναπτε ειρήνη μαζί του, γεγονός που καταδικάστηκε από τα υπόλοιπα κράτη της Μέσης Ανατολής31.

Οι Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ αφορούσαν όμως και το Παλαιστινιακό ζήτημα, προβλέποντας μεταξύ άλλων την παραχώρηση καθεστώτος αυτονομίας στη Δυτική Οχθη (πλην της Ιερουσαλήμ) και τη Γάζα. Οι σχετικές διατάξεις απορρίφθηκαν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, καθώς, όπως τονιζόταν στη σχετική της Απόφαση (30/74) της 6.12.1979, καταλήχθηκαν δίχως τη συμμετοχή και σύμφωνη γνώμη ούτε του ΟΗΕ ούτε βεβαίως των εκπροσώπων των ίδιων των Παλαιστινίων. Επιπλέον κρίθηκε ότι οι σχετικές διατάξεις «παραβίαζαν τα αναγνωρισμένα δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού, βαίνοντας αντίθετα στις αρχές μιας δίκαιης και συνολικότερης λύσης του Μεσανατολικού ζητήματος για τη διασφάλιση μιας δίκαιης ειρήνης στην περιοχή». Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κάλεσε, «μια ακόμη φορά», για την «απόσυρση του Ισραήλ από τα κατεχόμενα αραβικά και παλαιστινιακά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Ιερουσαλήμ»32.

Οπως εκτιμάται σε σχετική μελέτη, «από εκείνη τη στιγμή (σ.σ. από την υπογραφή των Συμφωνιών του 1978 – 1979) η Αίγυπτος έπαψε πλέον να αποτελεί τη φωνή των αραβικών πληθυσμών και να ηγείται της αραβικής ενότητας»33. Πρόκειται βεβαίως για ένα γεγονός με σαφώς περισσότερες αιτίες, αλλά και συνέπειες (όπως θα δούμε στη συνέχεια): Ολες αλληλένδετες μεταξύ τους.

Η παρακμή του παναραβισμού και του «αραβικού σοσιαλισμού» και η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού

Από το 1974, η αιγυπτιακή κυβέρνηση άρχισε πλέον να επιδιώκει πιο ενεργά τη μετάβαση από το έως τότε ακολουθούμενο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού (με διευρυμένο κρατικό παραγωγικό τομέα και εκτεταμένες κοινωνικές παροχές), σε μια «Πολιτική Ανοιχτών Θυρών» στην οικονομία της, με την αθρόα προσέλκυση ξένων κεφαλαίων (επενδύσεων και δανείων), ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές κοινωνικών δαπανών, κ.ο.κ. Παράλληλα, στράφηκε στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, των οποίων βεβαίως τα δανειζόμενα κεφάλαια συνοδεύονταν με όρους για περαιτέρω καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και αντιλαϊκά μέτρα. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια (έως το 1978) το εξωτερικό χρέος της Αιγύπτου διπλασιάστηκε. Η δε εξάρτησή της από την αμερικανική «βοήθεια» πολλαπλασιάστηκε (από 1,5 εκατομμύριο δολάρια το 1972 σε 2,58 δισεκατομμύρια το 1979)34.

Ολα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα τη δραστική περικοπή των δαπανών σε Παιδεία και Υγεία, την κατάργηση των επιδοτήσεων στα τρόφιμα και στον ρουχισμό, την απελευθέρωση των ενοικίων, κι άλλα πολλά που οδήγησαν σε περαιτέρω εξαθλίωση των εργατικών – λαϊκών μαζών και όξυνση των ταξικών αντιθέσεων.

Η χρεοκοπία της αραβικής σοσιαλδημοκρατίας άφησε πίσω της σημαντικά «κενά» στα υπάρχοντα (έστω και υποτυπώδη) δίκτυα κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας (καθώς και ενσωμάτωσης) του καπιταλιστικού κράτους, σπέρνοντας ταυτόχρονα απογοήτευση και σύγχυση στις λαϊκές συνειδήσεις. Τα «κενά» αυτά «καλύφθηκαν» σύντομα με άλλους τρόπους και από άλλες δυνάμεις: Τους «Αδερφούς Μουσουλμάνους».

Το 1974 η κυβέρνηση του Σαντάτ απελευθέρωσε τα μέλη και τα στελέχη της έως τότε παράνομης ισλαμικής οργάνωσης των «Αδερφών Μουσουλμάνων» και ήρε τους περιορισμούς στη δράση της. Οι «Αδερφοί Μουσουλμάνοι», έχοντας την οικονομική στήριξη τμήματος της αιγυπτιακής αστικής τάξης και εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που τους έδιναν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στη χώρα, ίδρυσαν τράπεζες που παρείχαν άτοκα δάνεια, επένδυσαν στη συγκρότηση επιχειρήσεων, κ.ο.κ. Ταυτόχρονα άρχισαν να χτίζουν ένα ολόκληρο δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών, Υγείας, Παιδείας, κ.ο.κ., αλλά και προσφοράς – εν είδει αγαθοεργίας – τροφίμων, ρουχισμού κι άλλων αγαθών που πλέον δεν επιδοτούνταν από το κράτος. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο αριθμός των Αιγυπτίων που φοιτούσαν στα ισλαμικά σχολεία των «Αδερφών Μουσουλμάνων» και νοσηλεύονταν στα νοσοκομεία τους μετριόταν σε εκατοντάδες χιλιάδες. Ολα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία ανάπτυξη της οργάνωσης και σταδιακά «τη μεταστροφή της λαϊκής υποστήριξης από την ιδεολογία του παναραβισμού προς την ιδεολογία του Ισλάμ»35.

Η στροφή αυτή δεν αφορούσε βεβαίως μόνο την Αίγυπτο. Η υποχώρηση του παναραβισμού στο μέχρι πρότινος βασικό του κρατικό εκπρόσωπο ήταν λογικό και αναμενόμενο να έχει ευρύτερο αντίκτυπο στη Μέση Ανατολή. Κατά δεύτερον, οι «Αδερφοί Μουσουλμάνοι» δεν δραστηριοποιούνταν μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής (όπως π.χ. στη Λωρίδα της Γάζας, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για τις μετέπειτα εξελίξεις καθώς συνδέεται με «τις ιδεολογικές και οργανωτικές ρίζες της Χαμάς»)36.

Η εν λόγω στροφή συνδεόταν επίσης με την αύξηση της οικονομικής και πολιτικής βαρύτητας της Σαουδικής Αραβίας στην περιοχή την ίδια περίοδο. Οπως είδαμε στο 7ο μέρος του αφιερώματός μας, η ανάδειξη της Σαουδικής Αραβίας σε ηγετικό κράτος του αραβικού κόσμου (λόγω του συντηρητισμού του καθεστώτος και των στενών του σχέσεων με τις ΗΠΑ) υπήρξε προτεραιότητα της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή από τα μέσα της δεκαετίας του 1950.

Τη δεκαετία του 1970 η ψαλίδα της οικονομικής ισχύος ανάμεσα στα πλούσια σε πετρέλαιο και μη κράτη της Μέσης Ανατολής άνοιξε σημαντικά. Εως το 1980 η Αίγυπτος και η Συρία, παρότι διέθεταν το 50% του πληθυσμού στο σύνολο των 10 κρατών που συγκροτούσαν τότε τον Οργανισμό Αραβικών Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (OAPEC), αντιπροσώπευαν μόλις το 11,5% του συνδυασμένου ΑΕΠ τους (έναντι 69% των κρατών του Κόλπου). Στο διάστημα 1970 – 1980 το ΑΕΠ της Σαουδικής Αραβίας αυξήθηκε 30 φορές37.

Βασικός στρατηγικός στόχος της σαουδαραβικής αστικής τάξης υπήρξε βεβαίως η μείωση της επιρροής της ΕΣΣΔ στη Μέση Ανατολή, καθώς αυτή αντανακλούσε στην ισχύ των κάθε μορφής ριζοσπαστικών κοινωνικών και εθνικών κινημάτων στην περιοχή, υπονομεύοντας τόσο την εξουσία της ίδιας στο εσωτερικό, όσο και τις επιδιώξεις της για πρωτοκαθεδρία ευρύτερα στον αραβικό κόσμο. Κύρια «όπλα» της Σαουδικής Αραβίας σε αυτήν τη μάχη υπήρξαν: α) Στον μεν οικονομικοπολιτικό τομέα, τα τεράστια κεφάλαια που ήταν σε θέση να διαθέσει (με τη μορφή «βοήθειας», επενδύσεων, κ.ο.κ.), β) στον δε ιδεολογικοπολιτικό, το Ισλάμ.

Ετσι, μετά τον πόλεμο του 1967, η Σαουδική Αραβία αξιοποίησε τα πακέτα οικονομικής βοήθειας προς την Αίγυπτο προκειμένου να ενισχύσει τη μεταστροφή της αιγυπτιακής αστικής τάξης σε σχέση με την εσωτερική της πολιτική και τις διεθνείς της συμμαχίες (σημαντικός κρίκος σε αυτό υπήρξαν οι Αιγύπτιοι καπιταλιστές που δραστηριοποιούνταν στα κράτη του Κόλπου και σχετίζονταν με τους «Αδερφούς Μουσουλμάνους»). Ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας στη σταδιακή αντικατάσταση του κοσμικού παναραβισμού από τον σαφώς πιο συντηρητικό πανισλαμισμό, τόσο στην Αίγυπτο όσο και γενικότερα υπήρξε πράγματι καταλυτικός. Σε αυτό βοηθήθηκε και από την πολιτική του Ισραήλ, καθώς η κατοχή της Ιερουσαλήμ και του τρίτου πιο σημαντικού ιερού τόπου για τους μουσουλμάνους (του τεμένους Αλ Ακσα), έδωσε τη δυνατότητα στη Σαουδική Αραβία, ως «προστάτιδα των Ιερών Τόπων του Ισλάμ», να βγει στο προσκήνιο ως ηγετικός παράγοντας του αραβικού κόσμου (ιδιαίτερα μεταξύ των πιο θρησκευόμενων – όσο και πολυάριθμων – αγροτικών μαζών)38.

Μια φωτιά που ξέσπασε στο τέμενος Αλ Ακσα στις 21.8.1969 (και αποδόθηκε στο Ισραήλ) αποτέλεσε το έναυσμα για τη σύγκληση Ισλαμικού Συνεδρίου στο Ραμπάτ του Μαρόκου τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους και εντέλει την ίδρυση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (1972)39Επρόκειτο για ένα ακόμα δείγμα μιας πορείας κατά την οποία η κοινότητα της θρησκείας άρχιζε σταδιακά να αντικαθιστά (ως ο κεντρικός συνεκτικός – ενοποιητικός κρίκος ανάμεσα στους λαούς μιας σειράς κρατών), την κοινότητα του έθνους / φυλής, του ιστορικού παρελθόντος, του πολιτισμού, της γλώσσας, κ.ο.κ., που ήταν βασικά χαρακτηριστικά του παναραβισμού.

Τα Κομμουνιστικά Κόμματα του αραβικού κόσμου, παρότι μετείχαν – και πολλάκις πρωτοστάτησαν – στις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις που άρχισαν να ξεσπούν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά (βλ. «διαμαρτυρίες για το ψωμί» το 1977 στην Αίγυπτο και κατόπιν στο Μαρόκο, στην Αλγερία, κ.α.), δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων που προέκυψε από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και τις επιπτώσεις τους στα λαϊκά στρώματα, προκειμένου να προβάλουν και να «δουλέψουν» σε αυτά τη σοσιαλιστική προοπτική.

Βασικός λόγος γι’ αυτό, πέραν των ανηλεών διώξεων στις οποίες υπέκειντο διαρκώς (σε αντίθεση με τις ισλαμικές οργανώσεις που δρούσαν ελεύθερα), υπήρξε η στήριξη που είχαν παράσχει το προηγούμενο διάστημα στα διάφορα σοσιαλδημοκρατικά – παναραβικά κόμματα. Η πολιτική χρεοκοπία των τελευταίων, καθώς και της αστικής διαχείρισης που ανέλαβαν όπου σχημάτισαν κυβέρνηση, είχε αντίκτυπο και στα Κομμουνιστικά Κόμματα (τα οποία, επηρεαζόμενα και από τις συνθήκες που επικρατούσαν στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, δεν προχώρησαν σε διόρθωση της στρατηγικής τους σε επαναστατική κατεύθυνση).

Σε κάθε περίπτωση, όπου το κομμουνιστικό κίνημα διέθετε δυνάμεις (όπως π.χ. σε μαζικούς χώρους δουλειάς, στα πανεπιστήμια, κ.α.) οι συγκρούσεις με τις ισλαμικές οργανώσεις ήταν πολλές και συχνά βίαιες40.

(Συνεχίζεται)

Παραπομπές

1. http://unscr.com/en/resolutions/237

2. UNGA, Official Records, Fifth Emergency Special Session, 19.6.1967, σελ. 2-3

3. UNGA, Official Records, Fifth Emergency Special Session, 19.6.1967 και 4.7.1967

4. Laura Feliu & Ferran Izquierdo-Brichs, Communist Parties in the Middle East, εκδ. Routledge, London & NY, 2019, σελ. 27

5. Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1969, σελ. 97

6. CIA, Memorandum. Special assessments in the Middle East situation. Main issues in a Middle East Settlement, 13.7.1967, σελ. 3 (CIA-RPD79T00826A002300470001-4)

7. CIA, Arab solidarity in the next few months, 23.6.1967, σελ. 1-2 (CIA-RPD79T00826A002200080001-3) King Husayn’s current position, 27.6.1967, σελ. 2 (CIA-RPD79T00826A002200260001-3) και Arab-Israeli Situation Report, 18.6.1967, σελ. 3 (CIA-RPD79T00826A002100010045-3)

8. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947-1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947-1977/ (από δω και πέρα ΟΗΕβ)

9. https://digitallibrary.un.org/record/645799?v=pdf

10. Thomas Mallison & Sally Mallison, «The national rights of the people of Palestine», στο Journal of Palestine Studies, vol. 4, no. 4, 1980, σελ. 125

11. https://digitallibrary.un.org/record/191219?v=pdf

12. ΟΗΕβ, ό.π.

13. Yoram Meital, «The Khartoum Conference and Egyptian policy after the 1967 war», στο Middle East Journal, vol. 54, no.1, Winter 2000, σελ.69 και CIA, Memorandum, ό.π., σελ. 5-6 και Arab-Israeli Situation Report, 18.6.1967, σελ. 2 (CIA-RPD79T00826A002100010045-3)

14. Yoram Meital, ό.π., σελ. 64

15. Yoram Meital, ό.π., σελ. 72

16. Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, ό.π., σελ. 176

17. Yoram Meital, ό.π., σελ. 76-77

18. New York Times, 23.12.1970

19. ΟΗΕβ, ό.π.

20. CIA, Memorandum. Special assessments in the Middle East situation. Postwar Leadership of the Arab bloc, 1.8.1967, σελ. 1 (CIA-RPD79T00826A002400470001-8)

21. Robert Eugene Danielson, Nasser and Pan-Arabism explaining Egypt’s rise in power, Thesis, Naval Postgraduate School, Monterey, 2007, σελ. 44-45

22. Ewan Stein, Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy: 1952-1981, PhD, LSE, London, 2007, σελ. 161, 167

23. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 54

24. Uri Bar-Joseph, «Last chance to avoid war», στο Journal of Contemporary History, vol. 4, no. 3, July 2006, σελ. 548-549.

25. Uri Bar-Joseph, ό.π., σελ. 550-551

26. Ofer Aderet, «Jordan and Israel cooperated during Yom Kippur War. Documents reveal», στην Haaretz, 12.9.2013

27. Abraham Rabinovich, «The war that nearly was», στο Jerusalem Post, 2.10.2012

28. William Quandt, Soviet policy in the October 1973 war: A Report prepared for the Office of the Assistant Secretary of Defense / International Security Affairs, εκδ. Rand, Santa Monica, 1976, σελ. 31-33

29. Charles Liebman, «The myth of defeat: The memory of the Yom Kippur War in Israeli society», στο Middle Eastern Studies, vol. 29, no. 3, July 1993, σελ. 400-401 και 409

30. Elias Sam’o, «The Sinai Agreement and beyond», στο World Affairs, vol. 139, no.1, Summer 1976, σελ. 40-52

31. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 56

32. https://documents.un.org/doc/resolution/gen/nr0/376/97/pdf/nr037697.pdf?token=irYsvcOGeDKuFFZa77&fe=true

33. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 57

34. Davut Ates, «Economic liberalization and changes in fundamentalism: The case of Egypt», στο Middle East Policy, vol.12, no. 4, Winter 2005, σελ. 133-144 και Jeremy Sharp, Egypt: Background and US relations, εκδ. Congressional Research Service (https://sgp.fas.org/crs/mideast/RL33003.pdf), σελ. 33

35. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 51-52

36. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948-2005», στο Journal of Palestine Studies, vol.34, no4, Summer 2055, σελ. 37

37. Atef Kurbursi, Arab economic prospects in the 1980s, εκδ. Institute for Palestine Studies, Beirut, 1980, σελ. 18-20 και https://www.macrotrends.net/global-metrics/countries/SAU/saudi-arabia/gdp-gross-domestic-product

38. Ewan Stein, ό.π., σελ. 110, 188

39. James Ciment, Encyclopedia of conflicts since World War II, vol.1, εκδ. Routlefge, London, 2012, σελ. 185-186

40. Laura Feliu & Ferran Izquierdo-Brichs, ό.π., σελ. 11, 13, 28

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 10ο)

Η έναρξη της ισραηλινής κατοχής

Παλαιστίνιοι πρόσφυγες καταφεύγουν στον Ιορδάνη ποταμό κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου
Παλαιστίνιοι πρόσφυγες καταφεύγουν στον Ιορδάνη ποταμό κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου

Μετά τον πόλεμο των Εξι Ημερών (Ιούνης 1967) τα κατεκτημένα παλαιστινιακά εδάφη (η Δυτική Οχθη και η Λωρίδα της Γάζας) περιήλθαν υπό καθεστώς στρατιωτικής διοίκησης, της οποίας την ανώτατη ευθύνη είχε ο εκάστοτε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, δημιούργησε «μια νέα κατηγορία πολιτών», η οποία έγινε αποδέκτης όλων «των επιπτώσεων και συνεπειών στην περιστολή των ελευθεριών και δικαιωμάτων» που ενείχε η υπαγωγή σε ένα τέτοιο καθεστώς.1

Ενα ιδιαίτερο ζήτημα, βεβαίως, αποτελούσε η τύχη των προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Οχθη από τον Α’ αραβοϊσραηλινό πόλεμο (1948-1949). Οι πρόσφυγες αυτοί και οι απόγονοί τους (σχεδόν 800.000 άνθρωποι) διαβιούσαν ως επί το πλείστον σε κάποιον από τους 27 καταυλισμούς που λειτουργούσαν υπ’ ευθύνη του ΟΗΕ, εξαρτώμενοι σε μεγάλο βαθμό από την αρωγή και τις υπηρεσίες του για την επιβίωσή τους.2

Οι σχέσεις του οργανισμού του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNRWA) με το κράτος του Ισραήλ διακατέχονταν εξαρχής από αμοιβαία καχυποψία. Οι δομές του UNRWA (κατοικίες, γραφεία, σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ.) είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές από τον ισραηλινό στρατό στη διάρκεια του πολέμου. Μετά δε τον πόλεμο, οι υπηρεσίες και το προσωπικό του βρέθηκαν αντιμέτωπα με μια σειρά προσκόμματα που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής διοίκησης των κατεχόμενων περιοχών.3

Πόλεμος του «Γιομ Κιπούρ»
Πόλεμος του «Γιομ Κιπούρ»

Το κράτος του Ισραήλ, από τη μεριά του, είχε κάθε λόγο να θεωρεί ως μη φιλικό έναν οργανισμό που θεωρούσε – και συνέχιζε να καταδικάζει – την ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών ως «παράνομη».4

Επιπλέον, η διατήρηση τόσων χιλιάδων ανθρώπων με το καθεστώς του πρόσφυγα (άρα και με δικαίωμα επιστροφής στις εστίες τους κατά τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ) εντός των συνόρων πλέον του κράτους του Ισραήλ αποτελούσε μια προβληματική κατάσταση για το ίδιο. Η κατάργηση του προσφυγικού τους καθεστώτος από την άλλη μεριά θα σήμαινε και τη μονιμοποίηση της παρουσίας τους σε αυτά τα εδάφη, κάτι που το κράτος του Ισραήλ δεν επιθυμούσε (διαχρονική επιδίωξη του Ισραήλ ως προς αυτό υπήρξε η μετεγκατάσταση των Παλαιστινίων στα γειτονικά αραβικά κράτη).

Εν τέλει, αυτό που προκρίθηκε στη δεδομένη φάση από το Ισραήλ ήταν η διατήρηση των προσφυγικών καταυλισμών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες παρέμεναν συγκεντρωμένοι και οριοθετημένοι (καθώς επίσης περιορισμένοι και ελεγχόμενοι) σε συγκεκριμένα μέρη. Η δε προοπτική μετεγκατάστασής τους με κάποια μελλοντική συμφωνία έμενε ανοιχτή. Ταυτόχρονα, η λειτουργία των καταυλισμών υπ’ ευθύνη του ΟΗΕ απάλλασσε το κράτος του Ισραήλ από το κόστος της μέριμνας για αυτούς τους πληθυσμούς, όπως και από κάθε άλλη υποχρέωση για την παροχή κρατικών δομών και υπηρεσιών από τη μεριά του. Οι μόνες ευθύνες που ανέλαβε το Ισραήλ σε σχέση με τους καταυλισμούς αφορούσαν την ασφάλεια και τη διατήρηση της τάξης.5

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στις κατεχόμενες περιοχές

Η ισραηλινή κατοχή «συνένωσε» για πρώτη φορά μετά το 1948-1949 τη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Οχθη υπό μία διοικητική αρχή, γεγονός που αντικειμενικά συνέδραμε στον συντονισμό της πάλης της παλαιστινιακής αντίστασης στα δύο αυτά μέτωπα.

Αρχικά, οι προσπάθειες της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης επικεντρώθηκαν στους προσφυγικούς καταυλισμούς, «προτρέποντας τους πληθυσμούς τους να αναλάβουν μια πιο αποφασιστική στάση απέναντι στην ισραηλινή κατοχή».6

Σύμφωνα με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών (CIA), «οι Αραβικοί πληθυσμοί των κατεχόμενων περιοχών» υποδέχτηκαν «την ισραηλινή κατοχή με διαφορετικό βαθμό δυσαρέσκειας». «Η αραβική αντίσταση (…) σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές (…) υπήρξε σε γενικές γραμμές μη βίαιη, λαμβάνοντας κατά κύριο λόγο τη μορφή της ειρηνικής ανυπακοής». Κάποιοι μάλιστα, όπως ο τελευταίος δήμαρχος της Ιερουσαλήμ Ρ. Χατίμπ, εκτιμούσαν πως η ισραηλινή κατοχή δεν αποτελούσε κάποιο παροδικό γεγονός και πως «οι Αραβες έπρεπε να μάθουν “να ζουν με τους Εβραίους”», πως «ίσως μια “νέα Παλαιστίνη” θα μπορούσε να οικοδομηθεί σε συνεργασία με τους Ισραηλινούς».7Η ιδέα – προοπτική της συνύπαρξης Παλαιστινίων και Εβραίων δεν ήταν άλλωστε ξένη ανάμεσα στους δύο λαούς. Οπως αναφέρει ένας Παλαιστίνιος στη μαρτυρία του, «οι λαοί των δύο εθνών μπορούν να ζήσουν μαζί. Γιατί υπήρχε και τέτοια εμπειρία (…) Τι και αν είσαι Ισραηλινός, Εβραίος, Μουσουλμάνος ή Χριστιανός κ.λπ. (…) Μπορούμε να ζούμε μαζί. (…) Αλλά δεν μπορούμε να ζούμε μαζί, όταν εκείνοι (σ.σ. οι Ισραηλινοί) έχουν το δικό τους κράτος και εμείς ζούμε υπό κατοχή. Δεν είναι δίκαιο».8

Ισραηλινές δυνάμεις καταλαμβάνουν την Παλιά Πόλη στην Ανατολική Ιερουσαλήμ
Ισραηλινές δυνάμεις καταλαμβάνουν την Παλιά Πόλη στην Ανατολική Ιερουσαλήμ

Η αποκοπή των παλαιστινιακών εδαφών (και ιδιαίτερα της Δυτικής Οχθης) από την οικονομική ενότητα των αραβικών κρατών στα οποία ήταν ενσωματωμένα μέχρι πρότινος και η ένταξή τους ως κατεχόμενων περιοχών στο Ισραήλ είχαν άμεσο αντίκτυπο στο βιωτικό επίπεδο των κατοίκων τους. «Λεηλάτησαν τη χώρα», αναφέρει χαρακτηριστικά στη μαρτυρία του ένας Παλαιστίνιος κάτοικος της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. «Αρπαξαν ό,τι υπήρχε, άδειασαν τα πάντα (…). Την εποχή της ιορδανικής κυριαρχίας υπήρχε μια ευμάρεια. (…) Αρκεί να έμενες μακριά από την πολιτική και την Ασφάλεια (…) Η χώρα ήταν ανοιχτή (σ.σ. χωρίς περιορισμούς μετακίνησης) και το εμπόριο ελεύθερο. Αλλά ήρθαν οι Εβραίοι και λεηλάτησαν τα πάντα, λες και λιμοκτονούσαν».9

Η υποβάθμιση της ζωής των Παλαιστινίων στη Γάζα και τη Δυτική Οχθη υπήρξε τόσο αποτέλεσμα της ισραηλινής κατοχής όσο και σκοπός της. Ηταν μέρος μιας γενικότερης πολιτικής εξαναγκασμού (άλλοτε πιο άμεσου και άλλοτε πιο έμμεσου) των Παλαιστινίων να εγκαταλείψουν τη γη τους, ώστε αυτή εν τέλει να ενσωματωθεί πλήρως στο κράτος του Ισραήλ.

Η πολιτική αυτή εκφράστηκε με πιο άμεσο και βίαιο τρόπο στη Λωρίδα της Γάζας, όπου «η ακραία φτώχεια, η μεγάλη αναλογία των προσφύγων και η πυκνότητα πληθυσμού της την καθιστούσαν ιδιαίτερα ριζοσπαστική» απέναντι στην ισραηλινή κατοχή.10 Ακολούθως, οι ενέργειες του κράτους του Ισραήλ επικεντρώθηκαν από νωρίς στην αποσάθρωση των δομών των προσφυγικών καταυλισμών, στη συρρίκνωση και την ενσωμάτωσή τους στις γηγενείς κοινότητες της Γάζας (προκειμένου να αλλοιωθεί η σύνθεση των πληθυσμών, να «σπάσουν» τα υπάρχοντα δίκτυα αλληλεγγύης μεταξύ τους και να υπονομευτεί η συνοχή τους). Πολλοί πρόσφυγες μετεγκαταστάθηκαν (καταναγκαστικά) στη Χερσόνησο του Σινά και τη Δυτική Οχθη, ενώ πολλοί άλλοι κατέφυγαν (ουσιαστικά εξωθήθηκαν) στην Ιορδανία. Η CIA εκτιμούσε πως στις προθέσεις του Ισραήλ ήταν «η εκτόπιση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της Λωρίδας της Γάζας».11 Μέσα σε έναν μόλις χρόνο ο πληθυσμός της περιοχής μειώθηκε κατά 51.000 άτομα (13%). Χιλιάδες «ξεριζώθηκαν για δεύτερη και τρίτη φορά». Χιλιάδες άλλοι έμειναν άστεγοι, καθώς οι κατοχικές αρχές κατέστρεψαν τα σπίτια τους για να φτιάξουν ζώνες ελέγχου (μόνο τον Ιούλη του 1971 καταστράφηκαν 2.500 σπίτια στην Τζαμπάλια, στη Ράφα και τη Σάτι αφήνοντας 15.000 πρόσφυγες δίχως στέγη).12

Οι έξι Παλαιστίνιοι νεκροί στις 30 Μάρτη 1976
Οι έξι Παλαιστίνιοι νεκροί στις 30 Μάρτη 1976

Η «επίσημη εκδοχή» του κράτους του Ισραήλ για αυτές του τις ενέργειες ήταν πως επρόκειτο «για μέτρα αναγκαία προς αποκατάσταση του νόμου και της τάξης», με τα οποία κατάφερε «να μειώσει την τρομοκρατική δραστηριότητα στη Γάζα». Πιο «ιδιωτικά» (όπως π.χ. στην αμερικανική πρεσβεία στο Τελ-Αβίβ) παραδεχόταν πως όλα ήταν μέρος σχεδίου για «την αραίωση του πληθυσμού».13

Στην περίπτωση της Δυτικής Οχθης η πολιτική του Ισραήλ ξετυλίχθηκε πιο «σταδιακά», με «την επιβολή αυστηρών περιορισμών, αποκλεισμούς, απαγορεύσεις κυκλοφορίας» κ.λπ.14 Και εκεί ωστόσο καταγράφηκαν κάπου 73.400 άτομα που μέσα στο 1967-1968 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους (ή που τις είχαν εγκαταλείψει στη διάρκεια του πολέμου και δεν τους επετράπη να γυρίσουν σε αυτές δήθεν «για λόγους ασφαλείας»).15 Πολλοί προσπάθησαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους περνώντας παράνομα τα σύνορα και διασχίζοντας τεράστιες αποστάσεις με τα πόδια. Τις περισσότερες φορές όμως συλλαμβάνονταν και απελαύνονταν. «Πήγαινε πίσω στον Χουσεΐν (σ.σ. τον βασιλιά της Ιορδανίας) ή θα σε σκοτώσω», ήταν τα λόγια ενός Ισραηλινού στρατιώτη προς την μητέρα της μικρής Σαρία όταν τους συνέλαβαν σε μία ακόμη απόπειρα να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Ηταν η τρίτη φορά που το επιχειρούσαν. «Θα πάω πίσω και θα πεθάνω αν χρειαστεί, αλλά θα επιστρέψω στο σπίτι μου» ήταν τα λόγια ενός ηλικιωμένου, που είχε ήδη εκδιωχθεί μια φορά το 1948: «Δεν μπορώ να γίνω και πάλι πρόσφυγας». Οι αφηγήσεις των Παλαιστινίων είναι πράγματι γεμάτες από αντίστοιχες ιστορίες απόγνωσης και πόνου…16

Δέκα χρόνια μετά τον Πόλεμο των 6 Ημερών, ο ΟΗΕ κατήγγειλε «τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις από το Ισραήλ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στις κατεχόμενες αραβικές περιοχές, ιδιαίτερα τα μέτρα που στοχεύουν στην προσάρτηση (σ.σ. των εν λόγω περιοχών), καθώς και τον συνεχιζόμενο εποικισμό, τη μαζική καταστροφή σπιτιών, τα βασανιστήρια και την κακομεταχείριση κρατουμένων, την κατάσχεση περιουσιών και την επιβολή νομικών οικονομικών διακρίσεων. (…) Οι σοβαρές παραβιάσεις της Συνθήκης της Γενεύης σε σχέση με την προστασία των αμάχων (…) από τη μεριά του Ισραήλ (…) θεωρούνται εγκλήματα πολέμου και προσβολή προς την ανθρωπότητα». Ο ΟΗΕ διαπίστωνε «τη σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης στις κατεχόμενες αραβικές περιοχές ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ισραηλινής κατοχής και επιθετικότητας». Προειδοποιούσε δε το Ισραήλ πως «όλα τα μέτρα που λάμβανε (…) για να αλλάξει τον φυσικό χαρακτήρα, την πληθυσμιακή σύνθεση και το καθεστώς των κατεχόμενων αραβικών περιοχών (…) ήταν όλα άκυρα».17

Οι πρώτες αντιδράσεις των Παλαιστινίων στην ισραηλινή κατοχή

Η εναντίωση των Παλαιστινίων στην ισραηλινή κατοχή εκδηλώθηκε αρχικά και κατά κύριο λόγο με απεργιακές κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις κ.ά. μορφές αντίστασης (όπως η απειθαρχία – ανυπακοή στις εντολές των στρατιωτικών αρχών κ.λπ.). Η πρώτη μεγάλη απεργία σημειώθηκε στην Ιερουσαλήμ ήδη στις 7 Αυγούστου 1967 και αποτέλεσε – σύμφωνα με τη CIA – την «πρώτη πραγματική ένδειξη μιας μεγάλης κλίμακας αντίστασης στην ισραηλινή κυριαρχία».18

Η απάντηση του Ισραήλ απέναντι σε κάθε μορφή αμφισβήτησης της κυριαρχίας του ήταν σκληρή και άμεση. Καθετί που εκτιμούταν ως γραπτή ή προφορική «προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης» και «ενδεχομένως να ζημίωνε ή να διατάρασσε την ασφάλεια και την τάξη» τιμωρούταν με «μεγάλα πρόστιμα και 10 χρόνια φυλάκισης». Ακόμα «και η υποψία της συνεργασίας με τους δολιοφθορείς (σ.σ. την Παλαιστινιακή αντίσταση)» ήταν αρκετή για τις κατοχικές αρχές προκειμένου να προχωρήσουν τιμωρητικά στην «κατεδάφιση του σπιτιού» του υπόπτου.19

Οι συλληφθέντες προσάγονταν σε στρατιωτικές φυλακές, όπου μπορούσαν να κρατηθούν επί 3 μήνες χωρίς καν να τους απαγγελθεί κατηγορία. Η δε ανακριτική διαδικασία συνοδευόταν κατά κανόνα από ψυχολογική και σωματική βία. Κατόπιν οι συλληφθέντες παραπέμπονταν σε στρατιωτικά δικαστήρια, γεγονός που άφηνε ελάχιστα περιθώρια στην υπεράσπιση του εκάστοτε κατηγορουμένου και ταυτόχρονα τεράστια περιθώρια στην αυθαίρετη κρίση του κατηγόρου. Οι ποινές που αποδίδονταν ήταν αυστηρότερες σε σχέση με τα πολιτικά δικαστήρια, ενώ ακόμη και ένα 12χρονο παιδί μπορούσε να καταλήξει στη φυλακή. Οπως αναφέρεται σε άρθρο της Διεθνούς Επιθεώρησης του Ερυθρού Σταυρού, μέσα σε 40 χρόνια κατοχής (1967-2007) πραγματοποιήθηκαν κάπου 700.000 συλλήψεις, ενώ τα στρατοδικεία εκδίκασαν πάνω από 200.000 υποθέσεις.20

Σε συνέντευξή του το 1969 το στέλεχος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης Αμπ. Ιγιάντ θα καταγγείλει πως «οι ισραηλινές φυλακές είναι γεμάτες με χιλιάδες γιους και κόρες του λαού μας, που απορρίπτουν την κατοχή και αντιστέκονται σε αυτή με κάθε τρόπο, υπομένοντας κάθε μορφής ψυχολογικό ή φυσικό βασανισμό».21Η αναφορά αυτή, ειδικά στην παλαιστινιακή νεολαία, δεν ήταν τυχαία, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που μπήκαν από την αρχή στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά της κατοχής ήταν πράγματι οι νέοι, άντρες αλλά και γυναίκες (των οποίων η συμμετοχή υπήρξε ιδιαίτερα αξιοσημείωτη).

Από τις κινητοποιήσεις που ξεχώρισαν ενάντια στην κατοχή υπήρξαν σίγουρα αυτές των μαθητών. Εκθέσεις του οργανισμού του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες το 1969 ανέφεραν πως οι τοίχοι των σχολείων στις κατεχόμενες περιοχές ήταν γεμάτοι με συνθήματα όπως: «Αυτή είναι η γη μας, οι πατεράδες μας πέθαναν εδώ»«Είμαστε όλοι φενταγίν (σ.σ. μαχητές)», «Οι φυλακές είναι για τους ήρωες» και «Είναι καθήκον μας να θυσιαστούμε για τη γη μας».22

Το Ισραήλ, αναγνωρίζοντας τα σχολεία ως εστίες ζύμωσης, οργάνωσης και πάλης κατά της κατοχής, προσπάθησε από πολύ νωρίς να παρέμβει στο περιεχόμενο σπουδών τους, κατηγορώντας τα υπάρχοντα βιβλία (που εκδίδονταν με ευθύνη του οργανισμού του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και είχαν την έγκριση της UNESCO) πως «προήγαν τον αντισημιτισμό». Ακολούθως, άρχισαν να περνούν από αυστηρό έλεγχο και λογοκρισία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση των δασκάλων, που το 1970 ενώθηκαν με τους μαθητές τους σε απεργιακές κινητοποιήσεις κατά των παρεμβάσεων και αυθαιρεσιών των κατοχικών αρχών. Οι τελευταίες απάντησαν με απολύσεις, κλείσιμο σχολείων και γενικότερη ένταση της καταστολής.23

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στο ίδιο το Ισραήλ

Οσον αφορά το κράτος του Ισραήλ, η περίοδος αμέσως μετά τον Πόλεμο των 6 Ημερών έχει περιγραφεί ως μια περίοδος «ακραίας ευφορίας». Σε αυτή συνέβαλαν τόσο το νικηφόρο αποτέλεσμα του πολέμου, όσο και η καπιταλιστική ανάπτυξη που ακολούθησε. Η επέκταση των εδαφών που κατείχε το Ισραήλ προβλήθηκε από την ισραηλινή αστική τάξη ως «επιστροφή» στη «Γη της Επαγγελίας» των βιβλικών χρόνων, γεγονός που, μαζί με την ισχύ που πλέον φερόταν να διαθέτει το καπιταλιστικό κράτος του Ισραήλ, λειτούργησε καταλυτικά στην προσέλκυση νέων εποίκων. Η ανθρωπογεωγραφία του νέου αυτού εποικιστικού ρεύματος εμφάνιζε αυξημένες ροές – σε σχέση με το παρελθόν – από τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ, αλλά και «έναν δυσανάλογα (μεγάλο) αριθμό ιδεολογικών μεταναστών – κυρίως συντηρητικών θρησκευόμενων ζηλωτών», οι οποίοι εγκαταστάθηκαν ως έποικοι κυρίως στη Δυτική Οχθη.24

Βεβαίως, δεν υποδέχτηκαν όλοι οι Εβραίοι με τον ίδιο τρόπο τα αποτελέσματα του πολέμου (και ειδικότερα την κατοχή των Παλαιστινιακών εδαφών). Απεναντίας, υπήρξε ένας αριθμός – έστω και μειοψηφικός – που κράτησε διαφορετική στάση. «Οι γονείς μου και η γενιά τους», αναφέρει στη μαρτυρία της η νεαρή τότε Μ. Αρμπέλ, «ένιωθαν κυρίαρχοι αυτής της γης (…) (Εγώ) είχα μια αίσθηση ενοχής και μετάνοιας (…). Τίποτε από όσα συμβαίνουν υπό κατοχή δεν μπορεί να είναι νόμιμο, γιατί η κατοχή η ίδια είναι μια παράνομη πράξη. (…) (Ετσι) αποκόπηκα από τον κόσμο του πατέρα μου, έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκα ποτέ». Αντίστοιχα, η Λεόρα, που επισκέφτηκε τα κατεχόμενα με την οικογένειά της (στο πλαίσιο μιας σειράς τέτοιων «επισκέψεων» που οργανώθηκαν με την αρωγή του ισραηλινού κράτους την επαύριο του πολέμου) επεσήμανε στη μαρτυρία της: «Εγώ και ο πατέρας μου δεν θέλαμε να πάμε. Δεν θέλαμε να πάμε κάπου ως κατακτητές. (…) Δεν αισθανόμασταν καμιά ψυχική ανάταση. (…) Δεν υπάρχει τίποτε ιερό σε μια κατεχόμενη πόλη».25

Τα επόμενα χρόνια – και ιδιαίτερα μετά τον Πόλεμο του «Γιομ Κιπούρ» το 1973 – η αντίθεση προς την πολιτική του κράτους του Ισραήλ (τόσο στο εσωτερικό όσο και σε σχέση με τους Παλαιστινίους) εκφράστηκε με διάφορους τρόπους.

Ενας εξ αυτών υπήρξε η αντίστροφη μετανάστευση, η οποία, έπειτα από ένα σύντομο «διάλειμμα», εμφάνισε και πάλι αυξητικές τάσεις. Εκθεση της ισραηλινής κυβέρνησης το 1980 αποκάλυπτε πως, έως τότε, μόνο στις ΗΠΑ είχαν επιστρέψει μόνιμα κάπου 300.000 – 500.000 Ισραηλινοί πολίτες. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η αντίστροφη μετανάστευση ενείχε μια σειρά δυσκολίες και προσκόμματα (από το κράτος), ενώ έφερε και μεγάλο «στίγμα» (ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γ. Ράμπιν θα αποκαλέσει χαρακτηριστικά τους μεταναστεύσαντες από το Ισραήλ ως «τους έκπτωτους μεταξύ των αδύναμων»).26

Την ίδια περίοδο, στο ίδιο το Ισραήλ άρχισαν να εμφανίζονται επίσης μια σειρά φιλειρηνικές κινήσεις και οργανώσεις με αιτήματα που συμπεριελάμβαναν τον τερματισμό της κατοχής και τη δημιουργία ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους.

Τον Μάρτη του 1978, π.χ., με αφορμή τις διεξαγόμενες ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, 348 έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες του ισραηλινού στρατού συνυπέγραψαν κείμενο με το οποίο στιγμάτιζαν την επεκτατική πολιτική του κράτους του Ισραήλ και την κυριαρχία του επί ενός πληθυσμού άνω του 1.000.000 Αράβων ως παράγοντες που υπονόμευαν την ειρήνη. Η κίνηση αυτή αποτέλεσε τη μαγιά της οργάνωσης «Ειρήνη Τώρα», που τα επόμενα χρόνια κινητοποίησε εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινούς σε ζητήματα ειρήνης, τερματισμού της κατοχής κ.ο.κ.27

Τα δικαιώματα των Παλαιστινίων βρέθηκαν στο επίκεντρο κ.ά. ισραηλινών κοινωνικών οργανώσεων, όπως π.χ. οι «Μαύροι Πάνθηρες» (1971). Η εν λόγω οργάνωση ιδρύθηκε και πλαισιώθηκε βασικά από δεύτερης γενιάς Εβραίους εποίκους από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, οι οποίοι επίσης υφίσταντο φυλετικού τύπου διακρίσεις στο κράτος του Ισραήλ. Οι «Μαύροι Πάνθηρες» οργάνωσαν μια σειρά μαζικές διαμαρτυρίες, που κατεστάλησαν βίαια από τις ισραηλινές αρχές. Στις εθνικές εκλογές του 1977 συνεργάστηκαν με το Κομμουνιστικό Κόμμα («Ράκα») στον εκλογικό συνασπισμό του «Δημοκρατικού Μετώπου για την Ειρήνη και την Ισότητα» («Χαντάς»), που έλαβε 80.118 ψήφους (ποσοστό 4,6%).

Το Κομμουνιστικό Κόμμα («Ράκα») υπήρξε βεβαίως ο κυριότερος πολιτικός φορέας υπεράσπισης των δικαιωμάτων και ελευθεριών των Παλαιστινίων (είτε επρόκειτο για πολίτες του Ισραήλ είτε για κατοίκους των κατεχόμενων περιοχών). Το Κομμουνιστικό Κόμμα πήρε εξαρχής ξεκάθαρη και κατηγορηματική θέση περί απόσυρσης των ισραηλινών κατοχικών δυνάμεων από τη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, άμεσα και χωρίς όρους (όπως π.χ. να προηγηθεί η υπογραφή ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και των γειτονικών αραβικών κρατών). Σε αντίθεση, το οπορτουνιστικό κόμμα «Μακί», ευθυγραμμιζόμενο με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, διακήρυττε πως τα «σύνορα της ειρήνης» όφειλαν να αντιστοιχούν στα «σύνορα της ασφάλειας», αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ζήτημα των κατεχόμενων εδαφών στον βαθμό που αυτά εξυπηρετούσαν τη θωράκιση του κράτους του Ισραήλ.28

Οι θέσεις και η δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος έγιναν αντικείμενο σφοδρής πολεμικής από την αστική τάξη του Ισραήλ, τους μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας της, τους πολιτικούς εκπροσώπους της κ.ο.κ. Σε πολλά στελέχη του κόμματος επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα (όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας από τη δύση έως την ανατολή του ηλίου), ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που «τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό για χρόνια μετά τον πόλεμο του 1967». Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα κατάφερε να αυξήσει σταθερά την υποστήριξή του.29

Ανάμεσα στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1969 και του 1973 η πολιτική επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος («Ράκα») αυξήθηκε, τόσο στους Παλαιστινίους (από 30,3% σε 37,4% – ποσοστό ρεκόρ από το 1949), όσο και στους Εβραίους (από 1,6% σε 2,2%). Το γενικό ποσοστό του κόμματος βεβαίως παρέμενε μικρό (2,8% το 1969 και 3,4% το 1973), ωστόσο η γενικότερη πολιτική του σημασία υπήρξε μεγάλη, δεδομένου ότι αποτελούσε το βασικότερο – αν όχι το μόνο – σημείο αναφοράς της κοινής οργάνωσης και πάλης των Εβραίων, Μουσουλμάνων και Χριστιανών εργαζομένων του Ισραήλ. Η δε δυσανάλογα μεγάλη πολιτική απήχηση του κόμματος μεταξύ των Μουσουλμάνων και Χριστιανών Παλαιστινίων (που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 εκτιμούταν στο 50%) του προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα και ρόλο στην προάσπιση και διεκδίκηση των δικαίων τους.30

Από τους πολλούς αγώνες που δόθηκαν εκείνη την περίοδο, ξεχώρισαν οι μαζικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις που οργανώθηκαν με τη στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Μάρτη του 1976 με αφορμή τις συνεχιζόμενες καταπιέσεις κατά των Παλαιστινίων στις κατεχόμενες περιοχές και ιδιαίτερα τις κατασχέσεις γης. Η γενική απεργία που πραγματοποιήθηκε στις 30 Μάρτη ενάντια στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που είχε ανακοινώσει το ισραηλινό κράτος είχε πράγματι μεγάλη επιτυχία. Βεβαίως, οι δυνάμεις καταστολής δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια απέναντι σε αυτό το διογκούμενο κύμα διαμαρτυρίας. Την ημέρα δε της γενικής απεργίας επιτέθηκαν με ιδιαίτερη αγριότητα στους διαδηλωτές, δολοφονώντας 6 εξ αυτών και τραυματίζοντας πάνω από 100 (έκτοτε η συγκεκριμένη μέρα έμεινε στη συλλογική μνήμη των Παλαιστινίων ως «Ημέρα της Γης»). Ταυτόχρονα, ορισμένες αστικές πολιτικές δυνάμεις άρχισαν να ζητούν ακόμη και «την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος και της δράσης του».31

Τα ερείσματα και η απήχηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στον παλαιστινιακό λαό, όμως, έφεραν αντιδράσεις και από αστικές δυνάμεις μεταξύ των Παλαιστινίων. Ενδεικτική υπήρξε η συγκρότηση της οργάνωσης «Αμπνά αλ-Μπάλαντ» με διακηρυγμένο σκοπό «την ενίσχυση της Παλαιστινιακής ταυτότητας ανάμεσα στους Αραβες του Ισραήλ» αλλά και την «αντίθεση στο Κομμουνιστικό Κόμμα». Η εν λόγω οργάνωση καλλιεργούσε και προπαγάνδιζε την αταξική εθνική ενότητα μεταξύ των Παλαιστινίων (αναγνωρίζοντας ως μοναδικό τους εκπρόσωπο την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), αντιπαλεύοντας και υπονομεύοντας ταυτόχρονα κάθε κοινή πάλη μεταξύ των Παλαιστινίων και των Ισραηλινών εργαζομένων.32

Παραπομπές:

1. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947-1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947-1977/

2. Anne Elizabeth Irfan, Internationalizing Palestine, PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 177, CIA, Arab territories under Israeli occupation, 20.6.1967 (CIA-RDP79T00826A0021000100010056-1)

3. UN, Report of the Commissioner-General of the United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees in the Near East, 1.7.1966 – 30.6.1967, εκδ. UN, New York, 1967

4. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 178

5. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 175, 179.

6. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 135

7. CIA, Arab territories under Israeli Occupation, 6.10.1967 (CIA-RDP79-00927A006000070003-8) σελ.3 και Arab-Israeli situation report, 18.6.1967 (CIA-RDP79-00826A002100010045-3), σελ. 3

8. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), June 1967 in personal stories of Palestinians and Israelis, εκδ. Gottingen University Press, 2022, σελ. 3

9. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 323.

10. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 137

11. CIA, Special assessments on the Middle East situation, 8.6.1967 (CIA-RDP79T00826A002100010011-0), σελ. 1-2

12. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 137-138

13. US Embassy Israel to Sisco, Confidential Memo, 16.8.1971 στο Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 138

14. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 137

15. UN, Population and demographic developments in the West Bank and Gaza Strip until 1990, σελ.52 και CIA, Special assessments on the Middle East situation, 8.6.1967 (CIA-RDP79T00826A002100010011-0), σελ. 1-2.

16. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ.223, 352, κ.ά.

17. Commission on Human Rights resolution 1 (XXXIII), 15.2.1977 (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-183136/)

18. CIA, Arab territories under Israeli Occupation, 6.10.1967 (CIA-RDP79-00927A006000070003-8) σελ.3 και PLO, Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1969, σελ. 72.

19. CIA, Arab territories under Israeli Occupation, 6.10.1967 (CIA-RDP79-00927A006000070003-8) σελ. 5

20. Sharon Weill, «The judicial arm of the occupation», στο International Review of the Red Cross, vol. 89, no. 866, June 2007, σελ. 395-396.

21. PLO, ό.π., σελ. 72.

22. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 183

23. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ.182-184 και 221

24. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 2, 6-7 και Yinon Cohen, «Changing composition of Israel’s population», στο Daniel Levi & Yfaat Weiss, Challenging ethnic citizenship, εκδ. Berghahn Books, NY, 2002, σελ. 40-141.

25. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 412, 426

26. Gallya Lahav & Asher Arian, «Israelis in a Jewish Diaspora», στο Rey Koslowski, International migration and the globalization of domestic politics, εκδ. Routledge, NY & London, 2005, σελ. 89.

27. https://peacenow.org.il/en/about-us/who-are-we

28. Martin Slann, «Ideology and ethnicity in Israel’s two Communist Parties», στο Studies in Comparative Communism, vol.VII, no.4, Winter 1974, σελ. 371

29. Leila Farsakh (επ.), Self-determination and decolonization beyond partition, εκδ. University of California Press, 2021, σελ. 256-257.

30. Martin Slann, ό.π., σελ. 363, 365, 374 και Leila Farsakh (επ.), ό.π., σελ. 259

31. Leila Farsakh (επ.), ό.π., σελ. 258

32. Leila Farsakh (επ.), ό.π., σελ. 257

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 11ο)

Ο αντίκτυπος του Πολέμου των 6 Ημερών στο παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα

1. Σύνοδος του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου
1. Σύνοδος του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου

Η ήττα των αραβικών κρατών κατά τον Πόλεμο των 6 Ημερών είχε καταλυτικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος του Παλαιστινιακού λαού, καθώς συνέτριψε τις επί χρόνια καλλιεργούμενες προσδοκίες περί «έξωθεν σωτηρίας» και έστρεψε το κέντρο βάρους της πάλης (και της ελπίδας για απελευθέρωση) στις δυνάμεις των ίδιων των Παλαιστινίων.

«Η συντριπτική ήττα του Ιούνη του 1967», ανέφερε σχετικά έκδοση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης – PLO – το 1969, «απέδειξε πως η εναπόθεση (της υπόθεσης) της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης στις αραβικές κυβερνήσεις και τους στρατούς τους δεν οδηγούσε πουθενά. Απέδειξε πως η ιδέα της αραβικής ενότητας, που θεωρούνταν ως ο δρόμος για την Παλαιστίνη, ήταν ανέφικτη στις δοσμένες συνθήκες». Ετσι, «οι Παλαιστίνιοι το πήραν πάνω τους να δράσουν, συνεχίζοντας τον πόλεμο κατά του εχθρού». Πράγματι, «αμέσως μετά τον πόλεμο διεξήχθησαν μια σειρά από συναντήσεις» μεταξύ των διαφόρων παλαιστινιακών απελευθερωτικών οργανώσεων «προκειμένου (…) να καταληχθεί με ποιον τρόπο θα απαντούσαν στην ήττα. Η μόνη αποδεκτή επιλογή (δράσης) υπήρξε εκείνη του ένοπλου αγώνα». Ακολούθως, «η Αλ-Φατάχ επανεκκίνησε τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις τον Αύγουστο του 1967» και «το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (…) στις 6 Οκτώβρη 1967». Παράλληλα, άρχισαν να αναζητούνται τρόποι συντονισμού της πάλης των διαφόρων οργανώσεων1.

6. Ο Γιάσερ Αραφάτ στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ
6. Ο Γιάσερ Αραφάτ στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ

Τα επόμενα χρόνια, το ένοπλο απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, έλαβε μαζικά χαρακτηριστικά και έγινε πιο συστηματικό και οργανωμένο.

Σημαντικό βήμα σε αυτήν την εξέλιξη αποτέλεσε η αλλαγή στην ηγεσία και στη γενικότερη κατεύθυνση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Η αρχή έγινε κατά την 4η Σύνοδο του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου (10 – 17 Ιούλη 1968), όταν η ενισχυμένη παρουσία της Φατάχ, του Λαϊκού Μετώπου και άλλων απελευθερωτικών οργανώσεων επέφερε την αναθεώρηση του καταστατικού της PLO σε αντιστοιχία με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του αγώνα προς την ένοπλη πάλη. Στην επόμενη – 5η – Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου (1 – 4 Φλεβάρη 1969) ο ηγέτης της Φατάχ, Γ. Αραφάτ, αναδείχθηκε στο τιμόνι της οργάνωσης, επισφραγίζοντας την αλλαγή στον προσανατολισμό της2.

Κύρια κέντρα στρατολόγησης μαχητών και διεξαγωγής των αντάρτικων επιχειρήσεων αποτέλεσαν οι προσφυγικοί καταυλισμοί, στους οποίους – όπως είδαμε ήδη σε προηγούμενο άρθρο του αφιερώματός μας – είχαν δημιουργηθεί από καιρό διάφορες εστίες αντίστασης και αγώνα, δίκτυα αλληλεγγύης, κ.λπ.

Στην αρχική ανάπτυξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος στους προσφυγικούς καταυλισμούς συνέβαλε και το γεγονός πως τα αραβικά κράτη που τους φιλοξενούσαν, χαλάρωσαν – έστω και πρόσκαιρα – τους περιορισμούς που είχαν επιβάλει στο παρελθόν σε κάθε μορφής οργάνωση και δράση των Παλαιστινίων (απελευθερωτική, συνδικαλιστική, πολιτική, κ.λπ.). Η χαλάρωση αυτή οφειλόταν τόσο στη στρατιωτική και ηθική-πολιτική αποδυνάμωσή τους μετά την ήττα στον πόλεμο με το Ισραήλ, όσο και στη «χρησιμότητα» που είχε ο αγώνας των Παλαιστινίων ως μέσο «εκτροπής της κοινής γνώμης» από τις συνέπειες του πολέμου στο εσωτερικό τους3.

2. Μάχη του Καρεμέ
2. Μάχη του Καρεμέ

Οι φτωχές εργατικές-λαϊκές μάζες των προσφύγων – και ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές – αγκάλιασαν την υπόθεση του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα, ενισχύοντας τις γραμμές του, με τη δύναμη και αισιοδοξία ενός λαού που έπαιρνε την τύχη στα χέρια του. Ο Γ. Αραφάτ, σε λόγο του το 1971, αναφέρθηκε σε αυτόν τον «νέο λαό» που σφυρηλατούνταν μέσα από τις φλόγες της μάχης: «Ημασταν πρόσφυγες», τόνισε. «Τώρα είμαστε μαχητές, μαχητές της ελευθερίας»4.

Ενα 18χρονο αγόρι, που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην προσφυγιά, σημείωνε χαρακτηριστικά στη μαρτυρία του: «Είμαι περήφανος που είμαι Παλαιστίνιος, κομμάτι ενός λαού επαναστάτη. (…) Με την Επανάσταση (σ.σ. τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα) σπάσαμε τα δεσμά μας. Πριν ζούσα σε έναν καταυλισμό προσφύγων, τώρα αισθάνομαι πως ζω σε ένα κέντρο εκπαίδευσης μαχητών». Μια νεαρή Παλαιστίνια θα προσθέσει στη δική της μαρτυρία: «Ο κύκλος του φόβου είχε τελειώσει και τώρα υπήρχε πια ένα ενεργό κίνημα στον καταυλισμό. Για πρώτη φορά στην ιστορία μας οι γυναίκες ανέλαβαν έναν μαχητικό ρόλο (…) Υπήρχε στρατιωτική εκπαίδευση τόσο για τα κορίτσια όσο και για τα αγόρια. Αισθανθήκαμε πως ξανακερδίζαμε την ταυτότητά μας, όχι μόνο ως Παλαιστίνιοι αλλά ως άνθρωποι»5.

3. Μάχη του Καρεμέ
3. Μάχη του Καρεμέ

Στον ρόλο των γυναικών στον απελευθερωτικό αγώνα αναφέρθηκε επίσης και το ηγετικό στέλεχος της PLO Αμπ. Ιγιάντ, σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Ενα ακριβώς από τα σημαντικότερα αποτελέσματα του ένοπλου παλαιστινιακού αγώνα υπήρξε η ανάδειξη της Παλαιστίνιας γυναίκας και του ρόλου της ως αντάρτισσας στο ίδιο ύψος με τον Παλαιστίνιο άντρα στην ένοπλη δράση και την αυτοθυσία (…) Η Παλαιστίνια γυναίκα μπόρεσε, μέσα από τον ένοπλο αγώνα, να ξεπεράσει όλα τα στερεότυπα με τα οποία είχε μεγαλώσει στην παλιά Παλαιστίνη. Τίποτα πια δεν μπορεί να σταθεί στο διάβα της για την απελευθέρωση της πατρίδας της, ούτε οι φυλακές ούτε τα βασανιστήρια ούτε ο θάνατος»6.

Το ταξικό στοιχείο, παρότι δεν μπόρεσε να μετουσιωθεί σε διακριτή αυτόνομη επαναστατική στρατηγική και αυτοτελή επαναστατική πολιτική οργάνωση και δράση, ήταν έντονο στις γραμμές του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Οπως επισημαίνει η ερευνήτρια του παλαιστινιακού κινήματος R. Saying, «οι νέοι εργάτες και μαθητές των προσφυγικών καταυλισμών ήταν εκείνοι που έγιναν φενταγίν (σ.σ. μαχητές) (…) Οι Παλαιστίνιοι που προέρχονταν από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα εντάχθηκαν σε πιο “υπαλληλικού τύπου” θέσεις πάλης: Στην οργάνωση, στη διπλωματία, στην πληροφόρηση. Η ιδέα (σ.σ. του απελευθερωτικού αγώνα) τους κινητοποιούσε και αυτούς, ωστόσο δεν είχαν την ίδια ετοιμότητα να θυσιάσουν τη ζωή τους όπως είχαν οι (εργατικές – λαϊκές) μάζες των καταυλισμών»7.

5. «Μαύρος Σεπτέμβρης» Ιορδανία 1970
5. «Μαύρος Σεπτέμβρης» Ιορδανία 1970

«Η σύγχρονη Ιστορία του Παλαιστινιακού λαού», σημειωνόταν αντίστοιχα σε έκδοση της PLO, «καταδεικνύει πως αυτοί που είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα και να διεξαγάγουν έναν μακρόχρονο πόλεμο (…) είναι οι τάξεις των εργατών και των αγροτών». Σε αντίθεση «με τους γιους των μεγαλοαγροτών και των καπιταλιστών που είναι άφαντοι από τα πεδία του ένοπλου αγώνα»8.

Η ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος διευκόλυνε σε έναν βαθμό τη ζύμωση και διάδοση ριζοσπαστικότερων θέσεων και ιδεών στις γραμμές των Παλαιστινίων. «Μετά το 1967», ανέφερε ένας παλαίμαχος μαχητής στη μαρτυρία του, «οι αριστερές ιδέες άρχισαν να εξαπλώνονται στους καταυλισμούς και στην ίδια την Επανάσταση (σ.σ. το ένοπλο απελευθερωτικό κίνημα). Στο παρελθόν (οι ιδέες αυτές) δεν μπόρεσαν να γίνουν δεκτές στη συντηρητική κοινωνία μας – οι κομμουνιστές το προσπάθησαν μετά το 1948, αλλά κατηγορήθηκαν ως άθεοι και αυτό ήταν αρκετό για να τελειώσει εκεί (η όλη προσπάθεια). Μετά το 1967, η αριστερή σκέψη ήρθε σε μας μέσα από βιβλία, εφημερίδες, οργανώσεις και επισκέψεις Ευρωπαίων αριστερών (σ.σ. π.χ. αντιπροσωπείες από τα ΚΚ της Ιταλίας, της Γερμανίας, κ.ά.]. Ο κόσμος άρχισε να λέει: “Οι αριστεροί είναι εκείνοι που έρχονται και αγωνίζονται για εμάς”»9.

4. Χουσεΐν της Ιορδανίας
4. Χουσεΐν της Ιορδανίας

Ο «φόβος» εξάπλωσης του «πολιτικού ριζοσπαστισμού» στις προσφυγικές μάζες – και «ιδιαίτερα του κομμουνισμού» – υπήρξε μόνιμη επωδός στις εκθέσεις και τις εκτιμήσεις του Οργανισμού του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες – UNRWA (στην ευθύνη του οποίου ήταν οι προσφυγικοί καταυλισμοί) καθώς και των καπιταλιστικών κρατών, από τη χρηματοδότηση των οποίων εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό η συνέχιση ή μη της λειτουργίας του. Ετσι, παρά το γεγονός ότι σε μια πορεία οι προσφυγικοί καταυλισμοί μετατράπηκαν εν πολλοίς σε κέντρα στρατολόγησης και εκπαίδευσης μαχητών του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος (τους οποίους ΗΠΑ και Βρετανία χαρακτήριζαν τότε «τρομοκράτες»), οι χορηγίες και το έργο του UNRWA δεν διακόπηκαν. Αν μη τι άλλο, η συνέχιση της λειτουργίας του UNRWA εξασφάλιζε (από την οπτική των καπιταλιστικών κρατών που τον στήριζαν) μια ορισμένη εποπτεία επί των καταυλισμών, ένα μέσο πίεσης και ενσωμάτωσης (όταν απαιτούνταν) αλλά και μια «ασφαλιστική δικλίδα» απέναντι σε μια περαιτέρω εξαθλίωση των προσφυγικών μαζών (η οποία θεωρούνταν βασικός παράγοντας ριζοσπαστικοποίησής τους). Οπως παραδέχονταν Βρετανοί αξιωματούχοι το 1974, οι λόγοι της συνεχιζόμενης βρετανικής στήριξης στο έργο του UNRWA ήταν «ουσιαστικά πολιτικοί» και κατά δεύτερο λόγο ανθρωπιστικοί10.

Η μάχη του Καραμέ (1968)

Πρώτη μεγάλη μάχη – τόσο από την άποψη των εμπλεκόμενων δυνάμεων όσο και από την άποψη του συμβολισμού – του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος υπήρξε η μάχη του Καραμέ. Η μάχη του Καραμέ διεξήχθη στις 21 Μάρτη 1968, όταν ο ισραηλινός στρατός πέρασε τα σύνορα με την Ιορδανία με σκοπό να επιτεθεί και να καταστρέψει τις βάσεις των ανταρτών στην περιοχή. Η αντίσταση που αντέταξαν οι Παλαιστίνιοι μαχητές υπήρξε σθεναρή και επίμονη, καταφέροντας ασυνήθιστα μεγάλες απώλειες στους επιτιθέμενους (32 νεκρούς και 70 τραυματίες). Βεβαίως, εντέλει, οι ισχυρότερες ισραηλινές δυνάμεις κατάφεραν να επικρατήσουν (παρά και την επέμβαση του ιορδανικού στρατού εναντίον τους) καταστρέφοντας την αντάρτικη βάση του Καραμέ, όχι όμως και την παλαιστινιακή αντίσταση, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των ανταρτών κατάφερε να ελιχθεί με ασφάλεια.

Η σθεναρή αντίσταση που πρόβαλαν οι Παλαιστίνιοι μαχητές και η αποτυχία του ισραηλινού στρατού να τους καταστρέψει εμψύχωσαν και κινητοποίησαν τον Παλαιστινιακό λαό. Μετά τη μάχη του Καραμέ, αναφέρει ο Παλαιστίνιος Φ. Τούρκι, «όλοι μας (στους προσφυγικούς καταυλισμούς) θέλαμε να ενταχθούμε στην αντίσταση και στον αγώνα για λευτεριά. Και πράγματι, οι περισσότεροι από εμάς το κάναμε». Πράγματι, χιλιάδες Παλαιστίνιοι έσπευσαν να ενταχθούν στις γραμμές του απελευθερωτικού κινήματος (σύμφωνα με μία εκδοχή, μόνο τις πρώτες 48 ώρες μετά τη μάχη του Καραμέ, παρουσιάστηκαν για στρατολόγηση σχεδόν 5.000 άτομα, από τα οποία έγιναν δεκτά μόλις τα 900 λόγω αδυναμίας απορρόφησης του συνόλου των εθελοντών). Μεταφέροντας το κλίμα που επικρατούσε τότε στον καταυλισμό του Ρασίντιε στον Λίβανο ένας Παλαιστίνιος πρόσφυγας, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Λαχταρούσαμε την ένοπλη εξέγερση, όπως η έρημος τη βροχή». Η γοργή ανάπτυξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος μετά το 1968 αποτυπώθηκε και στη συχνότητα των αντάρτικων επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις της Φατάχ π.χ. αυξήθηκαν από 12 το 1967 σε 279 το 197011.

Ο αντίκτυπος της αντάρτικης δράσης όχι μόνο μεταξύ των Παλαιστινίων αλλά και γενικότερα μεταξύ των αραβικών λαών, έγινε αισθητός και στην «άλλη πλευρά». Οπως χαρακτηριστικά τόνισε ο κυβερνητικός βουλευτής Α. Ελιάβ από το βήμα της ισραηλινής Βουλής το 1972, οι αντάρτες είχαν καταφέρει «εδώ και καιρό να ανυψώσουν το ηθικό των Αράβων, γενόμενοι σύμβολα ηρωισμού και αυτοθυσίας»12.

Η εξέλιξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος σε Ιορδανία και Λίβανο

Παρά την αρχική ανοχή, η ανάπτυξη της επιρροής και της δυναμικής του ένοπλου παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος άρχισε σύντομα να αποτελεί παράγοντα προβληματισμού και ανησυχίας για τις αστικές τάξεις των αραβικών κρατών όπου δρούσε, καθώς λειτουργούσε ολοένα και περισσότερο ως καταλύτης αποσταθεροποίησης, τόσο στο εξωτερικό (αναφορικά με τις σχέσεις τους με το Ισραήλ και κατά προέκταση με τις ΗΠΑ) όσο και στο εσωτερικό (ενθαρρύνοντας τις τάσεις ριζοσπαστικοποίησης και αμφισβήτησης μεταξύ των ντόπιων πληθυσμών).

Οι αντιθέσεις αυτές εκδηλώθηκαν με ιδιαίτερη οξύτητα στην Ιορδανία και στον Λίβανο, λαμβάνοντας τη μορφή ανοιχτής σύγκρουσης.

Στην Ιορδανία, όπου οι Παλαιστίνιοι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης είχε μετεξελιχθεί σε ένα περίπου «κράτος εν κράτει», με ίδιες δομές διοίκησης, Πρόνοιας, Εκπαίδευσης – και βεβαίως ένοπλες δυνάμεις. Αν και η μεγαλύτερη συνιστώσα της PLO, η Φατάχ, ακολουθούσε πολιτική «μη ανάμειξης» στα εσωτερικά των αραβικών κρατών, δεν ίσχυε το ίδιο για μια σειρά από άλλες απελευθερωτικές οργανώσεις, όπως π.χ. το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο όχι μόνο προσέδιδε και κοινωνικοταξικά χαρακτηριστικά στην απελευθερωτική πάλη του Παλαιστινιακού λαού, αλλά και τη συνέδεε ευθέως με την αντίστοιχη πάλη των άλλων αραβικών λαών (βλ. και στη συνέχεια). Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη σχεδόν 15.000 – 20.000 πλέον μαχητών «φενταγίν» (διαφόρων οργανώσεων) επί ιορδανικού εδάφους προκαλούσε εύλογη ανησυχία στον βασιλιά Χουσεΐν για τη σταθερότητα και το μέλλον του καθεστώτος του13.

Επιπλέον, οι διαρκώς αυξανόμενες και κλιμακούμενες συγκρούσεις των ανταρτών με τις ισραηλινές δυνάμεις (όπως στη μάχη του Καραμέ) αλλά και οι αεροπειρατείες αεροσκαφών με ξένους υπηκόους (με τις οποίες η PLO αποσκοπούσε στη διεθνή προβολή των αιτημάτων της), λειτουργούσαν υπονομευτικά ως προς τις συνεχιζόμενες προσπάθειες της Ιορδανίας για επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ (με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ) και αποκατάσταση της κυριαρχίας της επί της Δυτικής Οχθης. Η επιδίωξη αυτή (που διατηρήθηκε έως τη δεκαετία του 1980) ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την υπόθεση συγκρότησης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, τοποθετώντας αντικειμενικά το ιορδανικό κράτος σε τροχιά σύγκρουσης με το απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων. «Δεν μπορώ να παραιτηθώ από τη Δυτική Οχθη», είχε δηλώσει το 1969 ο βασιλιάς Χουσεΐν, σημειώνοντας ταυτόχρονα πως «η ιδέα μιας (χωριστής παλαιστινιακής κρατικής) οντότητας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα»14.

Τον Σεπτέμβρη του 1970 οι εν λόγω αντιθέσεις κλιμακώθηκαν σε ανοιχτή πολεμική αναμέτρηση. Στις 15 του μηνός επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος και δύο μέρες αργότερα ισχυρές δυνάμεις του ιορδανικού στρατού (που όλο το προηγούμενο διάστημα είχε ενισχυθεί σημαντικά με τη συνδρομή ΗΠΑ και Βρετανίας) περικύκλωσαν τα σημαντικότερα κέντρα της παλαιστινιακής αντίστασης στις πόλεις και στους προσφυγικούς καταυλισμούς, εξαπολύοντας εναντίον τους επίθεση με βαρύ πυροβολικό, άρματα μάχης και αεροπλάνα. Επειτα από πολλές μέρες «σφοδρών μαχών σώμα με σώμα (…) οι ιορδανικές δυνάμεις πήραν το πάνω χέρι». Η βοήθεια που ανέμεναν οι Παλαιστίνιοι από τα γειτονικά κράτη της Συρίας και του Ιράκ υπήρξε πολύ μικρή ώστε να γείρει την πλάστιγγα της μάχης υπέρ τους. Η ισχυρή κινητοποίηση του αμερικανικού στόλου στην περιοχή έπαιξε καταλυτικό ρόλο ως προς αυτό (λειτουργώντας ως μέσο πίεσης και αποθάρρυνσης μιας περαιτέρω εμπλοκής). Στην περίπτωση της Συρίας (που αρχικά έστειλε στρατό και άρματα μάχης υπέρ των Παλαιστινίων) αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν επίσης οι εσωτερικές αντιθέσεις στο κυβερνών κόμμα του Μπ’άαθ και ειδικότερα η αρνητική στάση του τότε υπουργού Αμυνας (και κατοπινού Προέδρου της χώρας), Χ. Ασσαντ, έναντι μιας ενεργότερης στήριξης του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος (σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ)15.

Οι συγκρούσεις, που διακόπηκαν προσωρινά τον Οκτώβρη του 1970 και επαναλήφθηκαν τον Γενάρη του 1971, έληξαν τελικά με την ήττα των δυνάμεων του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της δράσης του από την Ιορδανία στον Λίβανο. Μαζί με τους μαχητές διέφυγαν προς τον Λίβανο και περίπου 100.000 άμαχοι, που ουσιαστικά ξαναέγιναν πρόσφυγες. Τουλάχιστον 3.000 – 4.000 Παλαιστίνιοι «φενταγίν» και αδιευκρίνιστος αριθμός αμάχων έχασαν τη ζωή τους κατά τις συγκρούσεις με τις ιορδανικές δυνάμεις. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν για πολλούς Παλαιστινίους «την πιο τραυματική εμπειρία στη σύγχρονη Ιστορία τους», ενώ καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη του Παλαιστινιακού λαού ως «Μαύρος Σεπτέμβρης»16.

Στον Λίβανο, το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα διέθετε σημαντικά ερείσματα πολύ πριν μετατραπεί στο επίκεντρο της οργάνωσης και δράσης του. Σε αυτό είχαν συντελέσει μια σειρά από παράγοντες, που, ιδιαίτερα μετά το 1969, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη γοργή ανάπτυξή του (πέραν των εξελίξεων στην Ιορδανία). Ενας εξ αυτών υπήρξε το ορεινό και δύσβατο ανάγλυφο των εδαφών κατά μήκος των νότιων συνόρων της χώρας με το Ισραήλ, το οποίο αποδείχθηκε ιδιαίτερα πρόσφορο για την ανάπτυξη αντάρτικης δράσης. Ο φιλικά διακείμενος ντόπιος πληθυσμός (φτωχοί αγρότες στην πλειοψηφία τους) αλλά και η γειτνίαση με την ισραηλινή περιφέρεια της Γαλιλαίας (όπου ο παλαιστινιακός πληθυσμός πλειοψηφούσε) λειτούργησαν επίσης ευνοϊκά για την ανάπτυξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος στην περιοχή17.

Η λιβανική κυβέρνηση προσπάθησε να ελέγξει και να περιορίσει την ανάπτυξη του κινήματος, αξιοποιώντας προς αυτόν τον σκοπό ακόμη και τον πρώην Μεγάλο Μουφτή της Ιερουσαλήμ – και πολέμιο της PLO – Α. αλ-Χουσεϊνί, στον οποίο είχε παραχωρήσει άσυλο από το 1959. Το 1969 οι λιβανικές αρχές προχώρησαν σε μέτρα πιο κατασταλτικού χαρακτήρα, με αλλεπάλληλες επεμβάσεις της αστυνομίας, της κρατικής ασφάλειας και του στρατού στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Δίχως ωστόσο αποτέλεσμα. Οι Παλαιστίνιοι, με την υποστήριξη και αλληλεγγύη των ντόπιων πληθυσμών (που προσέφεραν στους αντάρτες στέγη, τροφή, αλλά και μαχητές), κατάφεραν έως τον Οκτώβρη του ίδιου έτους να εκδιώξουν τις δυνάμεις καταστολής από το σύνολο των προσφυγικών καταυλισμών (17 στον αριθμό). Τον Νοέμβρη του 1969 το λιβανικό κράτος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την PLO ως διοικούσα αρχή στους προσφυγικούς καταυλισμούς (Συμφωνία του Καΐρου, 2.11.1969). Ακολούθως, η διοίκηση και οργάνωση των καταυλισμών πέρασε στις «λαϊκές επιτροπές», που συγκροτήθηκαν από τους αντάρτες και τις οργανώσεις τους. Εκτοτε, οι προσφυγικοί καταυλισμοί μετατράπηκαν κυριολεκτικά «σε εργοστάσια παραγωγής μαχητών του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος»18.

Η πολιτική της Φατάχ και της PLO

Η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), όπως και το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα γενικότερα, δεν είχε συμπαγή οργανωτική και ιδεολογικοπολιτική συνοχή. Απεναντίας, αποτελούνταν από μια σειρά οργανώσεις, με διαφορετικές – και συχνά αντικρουόμενες – θέσεις και στόχους. Η μεγαλύτερη (και κυρίαρχη) οργάνωση της PLO υπήρξε η Φατάχ, υπό την ηγεσία του Γ. Αραφάτ. Ακολουθούσαν – από την άποψη της μαζικότητας – το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, υπό την ηγεσία του Γ. Χαμπάς, το Λαϊκό Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (διάσπαση του Λαϊκού Μετώπου), υπό την ηγεσία του Ν. Χαγουάτμεχ, και άλλες οργανώσεις.

Στον πυρήνα των προγραμματικών στόχων της Φατάχ – και κατά προέκταση της PLO – υπήρξε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας για τη συγκρότηση ενός ενιαίου και ανεξάρτητου «δημοκρατικού κράτους» επί του συνόλου των εδαφών της «ιστορικής» Παλαιστίνης (δηλαδή στα όρια που καταλάμβανε πριν το 1948, επί βρετανικής κυριαρχίας). Καθώς οριζόταν στην «Εθνική Χάρτα» της PLO (1968), «οι Εβραίοι (…) που ζούσαν στην Παλαιστίνη έως τις απαρχές της σιωνιστικής εισβολής (σ.σ. του εποικιστικού ρεύματος) θα θεωρούνταν Παλαιστίνιοι», χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται το τι θα γινόταν με τους υπόλοιπους (που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία των κοντά 2.500.000 Εβραίων πολιτών του Ισραήλ τότε). Σε μετέπειτα επεξεργασίες και τοποθετήσεις της Φατάχ και της PLO ξεκαθαριζόταν πάντως ότι ο απελευθερωτικός αγώνας των Παλαιστινίων «δεν διεξαγόταν με σκοπό την εκδίκηση ή την προξένηση κακού στους Εβραίους», έχοντας ως γνώμονα «το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για όλους τους λαούς».19

«Φυσικά και αποδεχόμαστε τους Εβραίους ως ισότιμους πολίτες με τους Αραβες στα πάντα», θα τονίσει σε συνέντευξή του το 1969 ο Αμπ. Ιγιάντ, ηγετικό στέλεχος της Φατάχ και της PLO. «Το νόημα ενός Παλαιστινιακού δημοκρατικού κράτους», πρόσθεσε, «είναι ξεκάθαρο. Μοναδικός του στόχος είναι η εξάλειψη της σιωνιστικής ρατσιστικής (σ.σ. κρατικής) οντότητας στην Παλαιστίνη (…). Με εξαίρεση την ηγεσία (σ.σ. του κράτους του Ισραήλ), που λειτουργεί στο πλαίσιο της υλοποίησης των σχεδίων του σιωνιστικού εποικιστικού κινήματος (…) ο (σ.σ. μέσος) πολίτης του Ισραήλ (…) ακόμα και ο στρατιώτης (…) δεν είναι υπέρ του πολέμου, παρά μόνο όταν πρόκειται για αυτοάμυνα. Αν μπορέσουμε μέσα από τη στάση μας να αγγίξουμε την καρδιά αυτού του ανθρώπου και να τον πείσουμε πως δεν είμαστε πράγματι χασάπηδες που θέλουν να τον σφάξουν και να πετάξουν τη γυναίκα και τα παιδιά του στη θάλασσα, όπως μας παρουσιάζει σε αυτόν ο Σιωνισμός, τότε μπορεί να υπάρξει διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον σιωνιστή, ανάμεσα στον Εβραίο στρατιώτη και το σιωνιστικό εποικιστικό καθεστώς».20

Απευθυνόμενος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 13 Νοέμβρη 1974, ο Γ. Αραφάτ υπογράμμισε σχετικά με το ποιους θα περιλάμβανε το μελλοντικό κράτος της Παλαιστίνης, καθώς και για τον χαρακτήρα και τους σκοπούς της PLO (απαντώντας ταυτόχρονα στη μαύρη προπαγάνδα του Ισραήλ, των ΗΠΑ και άλλων καπιταλιστικών κρατών):

«Εκείνοι που μας αποκαλούν τρομοκράτες θέλουν να εμποδίσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη από το να ανακαλύψει την αλήθεια για εμάς, από το να δει το δίκαιο στα πρόσωπά μας. Επιδιώκουν να αποκρύψουν την τρομοκρατία και την τυραννία πίσω από τις δικές τους πράξεις και τη δική μας στάση αυτοάμυνας.

Η διαφορά μεταξύ του επαναστάτη και του τρομοκράτη έγκειται στον σκοπό για τον οποίο πολεμά. Οποιος ορθώνει ανάστημα για έναν δίκαιο σκοπό και αγωνίζεται για την ελευθερία, για την απελευθέρωση της γης του από τους εισβολείς, τους εποικιστές και τους αποικιοκράτες, δεν μπορεί να αποκαλείται τρομοκράτης. Αλλιώς τότε και οι Αμερικανοί που αγωνίστηκαν για την ελευθερία τους από τους Βρετανούς αποικιοκράτες θα ήταν τρομοκράτες. Οι Ευρωπαίοι που αντιστάθηκαν στους ναζί θα ήταν τρομοκράτες. Η πάλη των λαών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής θα ήταν τρομοκρατική (…)

Είμαι αντάρτης και σκοπός μου είναι η ελευθερία (…).

Με την επίσημη ιδιότητά μου ως πρόεδρος της PLO και ως ηγέτης του παλαιστινιακού απελευθερωτικού αγώνα, δηλώνω ενώπιόν σας πως όταν μιλάμε για τις κοινές ελπίδες της Παλαιστίνης του αύριο, συμπεριλαμβάνουμε από τη σκοπιά μας και όλους τους Εβραίους που σήμερα ζουν στην Παλαιστίνη και επιθυμούν να ζήσουν μαζί μας ειρηνικά και χωρίς διακρίσεις. (…) Τους προσφέρουμε αυτήν την εξαιρετικά γενναιόδωρη λύση: Να ζήσουμε μαζί στο πλαίσιο μιας δίκαιης ειρήνης στη δημοκρατική μας Παλαιστίνη (…).

Σήμερα έρχομαι εδώ κρατώντας έναν κλάδο ελαίας και το όπλο ενός μαχητή της ελευθερίας. Μην αφήσετε τον κλάδο ελαίας να πέσει από τα χέρια μου. Επαναλαμβάνω: Μην αφήσετε τον κλάδο ελαίας να πέσει από τα χέρια μου. (…) Σας καλώ να δώσετε τη δυνατότητα στον λαό μου να αποκτήσει την εθνική του ανεξαρτησία στη γη του».21

Η Φατάχ προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα στη διεθνοποίηση του Παλαιστινιακού ζητήματος, τονίζοντας – σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο – τη διεθνή διάσταση του απελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστινίων (ως οργανικό – αναπόσπαστο «τμήμα του παγκόσμιου απελευθερωτικού κινήματος και της κοινής πάλης» των λαών) και διευρύνοντας – όσο το δυνατόν περισσότερο – τις διεθνείς συμμαχίες του. Η «υποστήριξη και συμμετοχή των αραβικών δυνάμεων, καθώς και των προοδευτικών δυνάμεων του κόσμου (…) υπό την ηγεσία των κρατών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού υπήρξε πράγματι κεντρική επιδίωξη της Φατάχ, και κατ’ επέκταση της PLO. Τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα απελευθερωτικά κινήματα όπου ηγήθηκαν και πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές (όπως της Κούβας και του Βιετνάμ) και γενικότερα το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα προσέφεραν αναμφίβολα σημαντικότατη πολιτική, ηθική και υλική στήριξη στο απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων, ενώ ιδιαίτερα ξεχωριστός σε αυτό (τόσο ως προς το εύρος όσο και τη βαρύτητά του) υπήρξε ο ρόλος της Σοβιετικής Ενωσης.22

Παράλληλα, όμως, η αστική ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, ο διαχωρισμός του εθνικοαπελευθερωτικού στόχου από τους όποιους κοινωνικούς και η πολιτική μη ανάμειξης στα εσωτερικά (βλ. στα κοινωνικοταξικά προβλήματα και τους αγώνες) των άλλων αραβικών λαών επέτρεψαν στη Φατάχ να έχει σχέσεις και με κράτη όπως η Σαουδική Αραβία. Η Σαουδική Αραβία, από τη μεριά της, στήριξε τη Φατάχ «ως μια συγκριτικά μετριοπαθή» δύναμη (σε σχέση με τις άλλες απελευθερωτικές οργανώσεις των Παλαιστινίων), που «δεν αποτελούσε ένα επικίνδυνο ριζοσπαστικό ρεύμα», είχε «εθνικιστικούς στόχους και δεν λειτουργούσε υποκινητικά για άλλες εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο».23

Για τη Φατάχ «η θεμελιώδης αντίθεση» στον απελευθερωτικό αγώνα του Παλαιστινιακού λαού ήταν η αντίθεση «με τον Σιωνισμό». Ως εκ τούτου, «όλες οι άλλες εσωτερικές αντιθέσεις (σ.σ. κοινωνικοταξικές – πολιτικοϊδεολογικές) όφειλαν να μπουν στο ράφι, όντας δευτερεύουσες». Ερωτηθείς γιατί η Φατάχ δεν πρόβαλε κάποιο συγκεκριμένο κοινωνικό πρόγραμμα – ιδεολογία, ο Αμπ. Λουτφ (μέλος της ΚΕ της οργάνωσης) θα απαντήσει πως κάτι τέτοιο «δεν ήταν εύκολο (…) την ώρα που διεξαγόταν η πάλη κατά των δυνάμεων κατοχής. Στην παρούσα φάση», τόνισε, «ο αγώνας πρέπει να είναι εθνικός. Αυτό σημαίνει πως όλες οι κοινωνικές τάξεις που είναι ενάντια στον Σιωνισμό και τον ιμπεριαλισμό πρέπει να σχηματίσουν μια συμμαχία προκειμένου να συντριβεί η σιωνιστική ιμπεριαλιστική κατοχή της Παλαιστίνης. (…) Η πρόταξη ενός κοινωνικού προγράμματος θα είχε άμεσες συνέπειες σε αυτήν τη συμμαχία, σπέρνοντας τη διχόνοια ανάμεσα στα μέλη της». Για να υποστηρίξει δε περαιτέρω την παραπάνω θέση, ο Αμπ. Ιγιάντ ανέφερε ως ιστορικό παράδειγμα την περίπτωση της Κίνας και «τη συμμαχία του Μάο Τσε Τουνγκ (σ.σ. ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος) με τον Τσιάνγκ Κάι Σεκ (σ.σ. ηγέτη των αστικών δυνάμεων), ο οποίος ήταν εξαιρετικά αντιδραστικός, ακριβώς επειδή ήταν στη φάση του εθνικού αγώνα».24

Ολα αυτά εδράζονταν στην αστική αντίληψη της Φατάχ για τον χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος. Για τη Φατάχ «η εργατική τάξη, ιδιαίτερα στις λιγότερο ανεπτυγμένες (σ.σ. καπιταλιστικά) χώρες, αποτελούσε μια αδύναμη και αναποτελεσματική τάξη, στην οποία δεν μπορεί κανείς εύκολα να βασιστεί». Ειδικότερα δε στην περίπτωση της Παλαιστίνης, θεωρούνταν ότι ο ξεριζωμός είχε οδηγήσει στη δημιουργία μιας «νέας τάξης», της «τάξης των προσφύγων», όπου ο θεμελιώδης κοινωνικοταξικός διαχωρισμός σε αστούς και εργάτες δεν ίσχυε: «Δεν μπορούμε να πούμε πως υπάρχει αστική τάξη (σ.σ. στους Παλαιστινίους) από τη στιγμή που δεν υπάρχει εργατική τάξη». Για τη Φατάχ, λοιπόν, βασική κινητήρια δύναμη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού αγώνα (που ήταν εθνικός και προϋπέθετε την «εθνική ενότητα») ήταν η λεγόμενη «τάξη των προσφύγων», της οποίας εμφανιζόταν ως ο βασικός οργανωτικός εκπρόσωπος.25

Κριτική στη Φατάχ από άλλες απελευθερωτικές οργανώσεις (το Λαϊκό Μέτωπο και το Λαϊκό Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης)

Το Λαϊκό Μέτωπο και το Λαϊκό Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης άσκησαν κριτική σε μια σειρά θέσεις και πολιτικές της Φατάχ. «Είναι σωστό», σημείωνε το Λαϊκό Μέτωπο, «πως η φάση που διάγουν οι Αραβες είναι μία της εθνικής απελευθέρωσης και όχι της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ωστόσο, η εθνική απελευθέρωση περιλαμβάνει ταυτόχρονα την ταξική πάλη. Ποιες τάξεις είναι στο πλευρό της εθνικής επανάστασης και ποιες απέναντί της σε κάθε της φάση; Η εθνική επανάσταση δεν σημαίνει ακύρωση των τάξεων και της ταξικής πάλης. Οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι είναι ταυτόχρονα και ταξικοί πόλεμοι. (…) Το να λέει κανείς πως αυτοί οι πόλεμοι διαφοροποιούνται από την έννοια της ταξικής πάλης μεταξύ των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων είναι λάθος. (…) Το να λέει πως όλες οι τάξεις των Παλαιστινίων βρίσκονται στην ίδια επαναστατική κατάσταση απέναντι στο Ισραήλ (…) δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. (…) Δεν ζουν όλοι οι Παλαιστίνιοι υπό τις ίδιες συνθήκες (…). Κάθε τάξη έχει διαφορετική στάση απέναντι στην κίνηση της Ιστορίας και την (σ.σ. εθνικοαπελευθερωτική) επανάσταση».26

Αντίστοιχα, το Δημοκρατικό Λαϊκό Μέτωπο κατήγγειλε «την εθνική ενότητα», που πρόβαλλε και προωθούσε η Φατάχ, ως «έννοια (…) που σχηματοποιήθηκε υπό την ηγεσία των φεουδαρχικών στοιχείων, των τραπεζιτών, των μεγαλεμπόρων και τους αντιδραστικούς Παλαιστινίους». Μόνο οι εργάτες και οι φτωχοί αγρότες «αποτελούσαν επαναστατικές τάξεις (…) ικανές να ηγηθούν του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος», καθώς «δεν έχουν τίποτε να χάσουν αν πάρουν τα όπλα και πολεμήσουν μέχρι θανάτου, αντιθέτως, έχουν να κερδίσουν τα πάντα – τη γη και τα σπίτια τους».27

Η αποσύνδεση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα από τις κοινωνικοταξικές του διαστάσεις (και στόχους) οδηγούσε – κατά την ίδια κριτική – αναπόφευκτα σε επικράτηση της αστικής τάξης στο κράτος που θα συγκροτούνταν ως αποτέλεσμα της πάλης αυτής, όπως συνέβη π.χ. στην περίπτωση της Αλγερίας. Ως αντίπαλο δέος και εναλλακτική στρατηγική προοπτική προβάλλονταν τα παραδείγματα της Κούβας και του Βιετνάμ.28

Κριτική στη Φατάχ ασκήθηκε επίσης αναφορικά με την πολιτική της περί «μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις των αραβικών κρατών», εκτιμώντας πως η πάλη του Παλαιστινιακού λαού ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την πάλη των άλλων αραβικών λαών και τις γενικότερες πολιτικές – κοινωνικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, γινόταν η εκτίμηση ότι η συμμαχία του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος με άλλα αντίστοιχα απελευθερωτικά – κοινωνικά κινήματα στην περιοχή θα ήταν πολύ πιο στέρεη και αποτελεσματική για τον αγώνα του απ’ ό,τι μια συμμαχία με τις αραβικές κυβερνήσεις, οι οποίες εκπροσωπούσαν συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα και επομένως δεν μπορούσαν να αποτελέσουν έναν ειλικρινή και αξιόπιστο υποστηρικτή της παλαιστινιακής υπόθεσης. «Οι αντιδραστικές κυβερνήσεις στις αραβικές χώρες», υπογραμμιζόταν σχετικά, «εκπροσωπούν και προστατεύουν τα συμφέροντα (…) του αραβικού καπιταλισμού. (…) Ο προσδιορισμός της αραβικής αντίδρασης ως κομματιού των εχθρικών (σ.σ. προς το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα) δυνάμεων είναι εξαιρετικής σημασίας. (…) Δεν μπορεί να υπάρξει νίκη χωρίς καθαρή εικόνα των διαφορετικών τμημάτων αυτού του στρατοπέδου».29

Βασικός – αν όχι ο βασικότερος – λόγος για τον προσανατολισμό και την πολιτική που ακολουθούσε η Φατάχ (και κατ’ επέκταση η PLO) υπήρξε, σύμφωνα με το Λαϊκό Μέτωπο, η μικροαστική σύνθεση της ηγεσίας της. «Η μικροαστική τάξη», επεσήμανε σχετικά, «μπορούσε να είναι σύμμαχος» στον απελευθερωτικό αγώνα των Παλαιστινίων, ωστόσο δεν μπορούσε να αποτελεί τη «βασική ηγέτιδα τάξη»: Αυτή μπορούσε να είναι μόνο η εργατική τάξη και η φτωχή αγροτιά. «Η εφαρμογή αυτού του κανόνα όμως είναι πολύ ευαίσθητη και δύσκολη. Η μικροαστική τάξη, πέρα από το αριθμητικό της μέγεθος, διαθέτει επίσης δύο σημαντικά προσόντα: Συνείδηση και μόρφωση. Αν οι εργάτες και οι αγρότες δεν είναι συνειδητοποιημένοι, οργανωμένοι και ικανοί να ηγηθούν της απελευθερωτικής πάλης», τότε «την ηγεσία της» θα αναλάμβανε αναπόφευκτα «η μικροαστική τάξη», προωθώντας «το δικό της πρόγραμμα και στρατηγική».30

Βεβαίως, όλη αυτή η ιδεολογικοπολιτική κριτική (και διαπάλη) δεν αποτυπώθηκε στον διαχωρισμό με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις που ηγούνταν του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος.

Ειδικό ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει η συζήτηση που αναπτύχθηκε στις γραμμές των δύο οργανώσεων (του Λαϊκού Μετώπου και του Λαϊκού Δημοκρατικού Μετώπου) σχετικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης επαναστατικού κόμματος με επαναστατική οργάνωση και ιδεολογία.

«Η παρούσα πολιτική οργάνωση του Λαϊκού Μετώπου», σημειωνόταν αυτοκριτικά, «δεν διαθέτει ακόμη την ταξική συγκρότηση που απαιτείται ως αντικειμενική υλική βάση για την επαναστατική μορφή της οργάνωσης και την ικανότητά της να φέρει εις πέρας την επανάσταση». Ωστόσο, η ύπαρξη «μιας επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης, οπλισμένης με επαναστατική ιδεολογία – την ιδεολογία της εργατικής τάξης (…) τη μαρξιστική – λενινιστική ιδεολογία» θεωρούνταν «ο μόνος δρόμος για την εργατική τάξη ώστε να οργανώσει τον εαυτό της, να ενώσει και να κινητοποιήσει τις δυνάμεις της, και να προσδιορίσει τη στρατηγική της στη μάχη». Η ύπαρξη «ενός επαναστατικού κόμματος που κινεί και ηγείται του λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου προς τη νίκη», καταληγόταν, «αποτελεί βασική προϋπόθεση για κάθε ριζοσπαστική και αληθινή επανάσταση στον καιρό μας».31

Το ζήτημα βεβαίως που αναδεικνύεται εδώ έχει να κάνει με το κομβικό όσο και κρίσιμο ζήτημα της αναγκαιότητας μιας αυτοτελούς πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης (ενός Κομμουνιστικού Κόμματος), που θα πρωτοστατούσε και θα ηγούνταν του απελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστινίων, συνενώνοντας και καθοδηγώντας τις δυνάμεις του Παλαιστινιακού εργαζόμενου λαού σε ταξική – επαναστατική κατεύθυνση.

Δυστυχώς, οι παραπάνω – σωστές – διαπιστώσεις, καθώς και ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε πάνω σε αυτές, δεν μετουσιώθηκαν στο ζητούμενο. Γεγονός που αναμφίβολα είχε αντίκτυπο και στην εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα του Παλαιστινιακού λαού.

(Συνεχίζεται)

1. PLO, Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1969, σελ. 23 – 24

2. PLO, ό.π., σελ. 28 – 29

3. Anne Elizabeth Irfan, Internationalizing Palestine, PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ.121 και Rosemary Sayigh, The Palestinians, εκδ. Zed Books, London, 2007, σελ. 149

4. Στο Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 133

5. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 175 και 177

6. PLO, ό.π., σελ. 73

7. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 161

8. PLO, ό.π., σελ. 163

9. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 191 και Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 132

10. Βλ. Letter to UN Department of FCO, 14/11/1974 κ.ά., στο Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 187 – 188

11. Fawaz Turki, Exile’s return, εκδ. Free Press, NY, 1994, σελ. 110, Abu Iyad, My home, my land: A narrative of the Palestinian struggle, εκδ. Times Books, NY, 1981, σελ. 60, Abdel Bari Atwan, A country of words, εκδ. Saqi, London, 2008, σελ. 73, και Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 158

12. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 120 – 121

13. Bruce Riedel, «Fifty years after «Black September» in Jordan», στο Studies in Intelligence, vol. 64, no. 2, June 2020, σελ. 35 – 37

14. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 173

15. Bruce Riedel, ό.π., σελ. 36 – 39

16. Fawaz Turki, Soul in Exile, εκδ. Monthly Review Press, NY, 1988, σελ. 120, Milton Viorst, UNRWA and peace in the Middle East, εκδ. Middle East Institute, Washington, 1984, σελ. 86, και Bruce Riedel, ό.π., σελ. 40

17. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ.163 – 164

18. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 130 – 131, 162 και 166.

19. PLO, ό.π., σελ. 129, 137

20. PLO, ό.π., σελ.75 και 98

21. UN General Assembly, Official Records, 29th Session, 2282 Plenary Meeting, σελ. 861 – 868 (https://digitallibrary.un.org/record/743671?v=pdf)

22. Raphael Israeli, PLO in Lebanon: Selected Documents, εκδ. Weidenfeld & Nicolson, London, 1983, σελ. 23, PLO, ό.π., σελ. 120, και Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 276

23. William Quandt, Saudi Arabia in the 1980s: Foreign policy, security and oil, εκδ. Brookings Institution, Washington, 1981, σελ. 32

24. PLO, ό.π., σελ. 29 – 30, 104

25. PLO, ό.π., σελ. 102

26. PLO, ό.π., σελ. 191 – 193

27. PLO, ό.π., σελ. 162

28. PLO, ό.π., σελ. 105 και 153

29. PLO, ό.π., σελ. 159 – 160, 187-188

30. PLO, ό.π., σελ. 195 – 196

31. PLO, ό.π., σελ. 203, 228, 233 – 234

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Πηγή : Ριζοσπάστης 22 – 6 – 2024

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 12ο)

Το διεθνές πλαίσιο τη δεκαετία του 1980

6. Λίβανος - Πόλεμος μεταξύ των ισραηλινών δυνάμεων και της Χεζμπολάχ, 2006
6. Λίβανος – Πόλεμος μεταξύ των ισραηλινών δυνάμεων και της Χεζμπολάχ, 2006

Τη δεκαετία του 1980 η επιθετική πολιτική του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (προεξαρχουσών των ΗΠΑ) έναντι της ΕΣΣΔ και των άλλων κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης πέρασε σε νέα φάση όξυνσης. Ενα από τα βασικά πεδία αυτής της όξυνσης υπήρξε βεβαίως η ευρύτερη Μέση Ανατολή, η οποία, όπως τόνισε ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρ. Ρίγκαν το 1983, παρέμενε «το κλειδί της οικονομικής και πολιτικής ζωής της (καπιταλιστικής) Δύσης. Αν αυτό το κλειδί έπεφτε ποτέ στα χέρια μιας δύναμης ή δυνάμεων εχθρικών προς τον ελεύθερο (βλ. καπιταλιστικό) κόσμο, θα αποτελούσε άμεση απειλή για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους μας»1.

Η εξέγερση στο Αφγανιστάν το 1978 (που είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν) και η ανατροπή του συμμάχου των ΗΠΑ Σάχη του Ιράν το 1979 (που είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν), παρότι υπήρξαν γεγονότα με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο και σκοπούς, ενέτειναν τις ανησυχίες των Αμερικανών γύρω από τους κινδύνους που – κατά τους ίδιους – απειλούσαν τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι σχέσεις ΗΠΑ – Ισραήλ ενισχύθηκαν σημαντικά. Πράγματι, όπως αναφέρει ο Αμερικανός διπλωμάτης Στ. Εϊζενστατ, την περίοδο εκείνη «η σχέση αυτή σημείωσε ένα γιγαντιαίο βήμα», με το Ισραήλ να αναβαθμίζεται «σε στρατηγικό εταίρο (των ΗΠΑ) στην περιφερειακή πάλη εναντίον της ΕΣΣΔ για την πρωτοκαθεδρία στη Μέση Ανατολή»2.«Ο Αριέλ Σαρόν», υπουργός τότε Εξωτερικών του Ισραήλ, «καλοδέχτηκε τον ρόλο του χωροφύλακα» στην περιοχή, πρωτοστατώντας στην «υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης της 30ής Νοέμβρη 1981 που, για πρώτη φορά, συνέδεε (σ.σ. με επίσημο τρόπο) το Ισραήλ με την αντι-σοβιετική πολιτική των ΗΠΑ».

2. «Επιχείρηση Λιτάνι»
2. «Επιχείρηση Λιτάνι»

Ακολούθησαν δεκάδες στρατιωτικές – υλικοτεχνικές συμφωνίες (μόνο έως το 1987 είχαν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 24 τέτοιες), ενώ η οικονομική και στρατιωτική συνδρομή των ΗΠΑ προς το Ισραήλ κυριολεκτικά απογειώθηκε: Τo διάστημα 1979 – 1989 ήταν 3 φορές μεγαλύτερη από ό,τι το 1969 – 1979 και 40 φορές από ό,τι το 1959 – 1969 (συνολικά από την ίδρυσή του έως το 2023 το Ισραήλ έλαβε από τις ΗΠΑ «βοήθεια» ύψους 260 δισ. δολαρίων: Τη μεγαλύτερη από κάθε άλλο κράτος στον κόσμο). Κατά τα λόγια του επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγού Α. Σάλακ, η αμερικανική συνδρομή αποτέλεσε έναν πραγματικό «πολλαπλασιαστή δύναμης για το Ισραήλ»3.

Η αναβαθμισμένη στρατηγική σχέση ΗΠΑ – Ισραήλ εκφράστηκε βεβαίως και στη στάση των πρώτων στον ΟΗΕ αναφορικά με το Παλαιστινιακό ζήτημα. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ έως το 1980 οι ΗΠΑ είχαν ασκήσει βέτο 5 φορές προκειμένου να μπλοκάρουν κάποια καταδικαστική απόφαση εναντίον του Ισραήλ, μέσα στη δεκαετία του 1980 το έπραξαν 13 φορές (δίχως να συμπεριλαμβάνονται τα αλλεπάλληλα βέτο στα ψηφίσματα καταδίκης της ισραηλινής επίθεσης στον Λίβανο το 1982 – 1985). Συνολικά έως το 2023 οι ΗΠΑ άσκησαν το βέτο τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ 46 φορές υπέρ του Ισραήλ4.

3. Ισραηλινά τανκς στον Νότιο Λίβανο
3. Ισραηλινά τανκς στον Νότιο Λίβανο

Η στάση αυτή των ΗΠΑ ενίσχυσε την αδιαλλαξία της αστικής τάξης του Ισραήλ έναντι των αλλεπάλληλων διεθνών ενεργειών για την προστασία των παλαιστινιακών πληθυσμών από τις πολύμορφες καταπιέσεις στις οποίες υπόκεινταν στις κατεχόμενες περιοχές, για την απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από τα εδάφη που είχαν καταλάβει το 1967, για τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και γενικότερα για το κλείσιμο μιας ανοιχτής πληγής, που μάτωνε τη Μέση Ανατολή για δεκαετίες.

Η σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ και του Ισραήλ ήρθε σε μια περίοδο όπου τα ψηφίσματα του ΟΗΕ υπέρ των Παλαιστινίων είχαν την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των κρατών – μελών του Οργανισμού (σε πολλά μάλιστα οι μόνες αρνητικές ψήφοι ήταν εκείνες των δύο αυτών κρατών). Αλλεπάλληλες ήταν οι προσπάθειες που πραγματοποιήθηκαν για τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης (στο πλαίσιο ή με τη γενικότερη στήριξη του ΟΗΕ) με επίκεντρο το Παλαιστινιακό ζήτημα. Και αυτές, όμως, με τη σειρά τους υπομονεύτηκαν ή ακυρώθηκαν στην πράξη από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ (εφόσον η συμμετοχή και συναίνεσή τους στην όποια λύση ήταν βασική προϋπόθεση προκειμένου να έχει πραγματικό αντίκρισμα).

Το Ισραήλ μποϊκόταρε κάθε διεθνή διάσκεψη για το Παλαιστινιακό, ισχυριζόμενο ότι τέτοιες συζητήσεις λειτουργούσαν ως «φόρουμ προώθησης της αντι-ισραηλινής προπαγάνδας». Οι ΗΠΑ, από τη μεριά τους, πρόβαλλαν προσχηματικά το επιχείρημα πως οι όποιες διαπραγματεύσεις δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν από μηδενική βάση, αλλά έπρεπε να έχουν ως απαραίτητη αφετηρία τις Αποφάσεις 242 (του 1967) και 338 (του 1973) του Συμβουλίου Ασφαλείας, τις οποίες ωστόσο δεν είχε αποδεχτεί ακόμη η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης – PLO (εφόσον κάτι τέτοιο θα σήμαινε αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ στα σύνορα του 1967 και αποδοχή της λύσης δύο κρατών)5.

1. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν με τον τότε υπουργό Αμυνας και μετέπειτα διάδοχό του, Αριέλ Σαρόν
1. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν με τον τότε υπουργό Αμυνας και μετέπειτα διάδοχό του, Αριέλ Σαρόν

Ακόμα όμως και όταν η PLO άρχισε να εμφανίζεται διατεθειμένη να έρθει σε συμβιβασμό ως προς τα παραπάνω, οι ΗΠΑ έβρισκαν κάποιον άλλον τρόπο να υπονομεύσουν ή να ακυρώσουν την όποια πρόοδο. Οταν π.χ. τον Ιούλη του 1982 η PLO δήλωσε για πρώτη φορά επισήμως τη στήριξή της σε προτεινόμενο ψήφισμα του ΟΗΕ που περιελάμβανε την Απόφαση 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι ΗΠΑ αντέδρασαν με αποτέλεσμα «το σχέδιο ψηφίσματος να μην τεθεί ποτέ σε ψηφοφορία».

Αντίστοιχα, όταν τον Φλεβάρη του 1985 ο Γ. Αραφάτ δήλωσε δημόσια ότι αποδεχόταν «τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ» ως βάση μιας «συνολικής ειρήνης», οι ΗΠΑ απάντησαν πως δεν ήταν αρκετό, «απαιτώντας πρόσθετες διαβεβαιώσεις από τον Αραφάτ»6.

Απόρρητη Ειδική Εκθεση της CIA, το 1981, αναφορικά με τις «βασικές θέσεις των μερών (που εμπλέκονταν) στην παλαιστινιακή διαμάχη» επιβεβαιώνει ότι οι ΗΠΑ είχαν γνώση της «προθυμίας» της PLO «να συμβιβαστεί με λιγότερα» απ’ όσα περιλαμβάνονταν στις επίσημες διακηρύξεις της έως τότε, αναγνωρίζοντας το Ισραήλ και αποδεχόμενη τη συγκρότηση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Οχθη και τη Γάζα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ7.

Διαμετρικά αντίθετη προς τις ΗΠΑ υπήρξε η στάση της ΕΣΣΔ και των άλλων κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που όχι μόνο στήριξαν τις σχετικές πρωτοβουλίες του ΟΗΕ, αλλά και πρωτοστάτησαν πολλάκις με δικές τους προτάσεις για εξεύρεση διεθνούς λύσης στο Παλαιστινιακό ζήτημα (όπως π.χ. στις 15 Σεπτέμβρη 1982, στις 29 Ιούλη 1984, στις 28 – 29 Μάη 1987, κ.ο.κ.)8.

Το προοίμιο της ισραηλινής εισβολής στον Λίβανο το 1982

5. Από τη σφαγή στους καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα
5. Από τη σφαγή στους καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα

Η εδραίωση και ισχυροποίηση των θέσεων του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος στον νότιο Λίβανο καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970 είχε αναδειχθεί σε βασικό ζήτημα προβληματισμού και ανησυχίας για το κράτος του Ισραήλ, καθώς απέναντί του, πλέον, δεν βρίσκονταν απλά και μόνο κάποιες σκόρπιες ολιγομελείς αντάρτικες ομάδες, αλλά ένας διαρκώς ενισχυόμενος (αριθμητικά, οργανωτικά και υλικοτεχνικά) στρατός (που στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μάλιστα, είχε αρχίσει να αποκτά δομή και χαρακτηριστικά τακτικού στρατού), εδραζόμενος επί ενός διαμορφούμενου «κράτους εν κράτει», το οποίο εκτεινόταν από τα βόρεια σύνορα του Ισραήλ έως και την πρωτεύουσα του Λιβάνου, Βηρυτό9.

Ακολούθως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έπειτα, το Ισραήλ άρχισε να επεμβαίνει όλο και περισσότερο στρατιωτικά επί λιβανικού εδάφους, αξιοποιώντας – προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του – και τις εσωτερικές συγκρούσεις που είχαν ξεσπάσει στον Λίβανο (από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Λίβανος ήταν ουσιαστικά τριχοτομημένος, με το νότιό του τμήμα να ελέγχεται από την PLO – σε συμμαχία με τους γηγενείς αραβικούς πληθυσμούς -, το βορειοανατολικό από τη Συρία – σε συμμαχία με τους γηγενείς αραβικούς πληθυσμούς αντίστοιχα – και ένα τμήμα βόρεια της Βηρυτού από τους Μαρωνίτες χριστιανούς).

4. Ο Χ.Φλωράκης με τον Γ.Αραφάτ
4. Ο Χ.Φλωράκης με τον Γ.Αραφάτ

Στις 14 Μάρτη 1978, ο ισραηλινός στρατός, σε συνεργασία με ένοπλα τμήματα – κατά βάση χριστιανών – του Λιβάνου (που στη συνέχεια συγκρότησαν τον Στρατό του Νότιου Λιβάνου), πραγματοποίησε στρατιωτική επιχείρηση με σκοπό τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» ανάμεσα στο Ισραήλ και τα ελεγχόμενα από την PLO εδάφη.

Η «Επιχείρηση Λιτάνι», όπως ονομάστηκε, στέφθηκε με επιτυχία, «εκκαθαρίζοντας» μια περιοχή σχεδόν 30 χλμ. σε βάθος καθ’ όλο το μήκος των συνόρων Ισραήλ – Λιβάνου, τόσο από τις δυνάμεις της PLO όσο και από σχεδόν 250.000 Παλαιστινίους και γηγενείς αραβικούς πληθυσμούς, που έγιναν πρόσφυγες10.

Ενδεικτικός της βιαιότητας της επιχείρησης υπήρξε ο υψηλός αριθμός των νεκρών (1.100 Παλαιστινίων και Λιβανέζων, κυρίως αμάχων) που σημειώθηκε σε διάστημα μίας μόλις βδομάδας εχθροπραξιών11.

Μετά τις Αποφάσεις 425 και 426 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (για παύση του πυρός, πλήρη αποχώρηση του Ισραήλ από τα λιβανικά εδάφη και τη συγκρότηση διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης), ο ισραηλινός στρατός υποχώρησε σε μια μικρότερη ζώνη, στην οποία συνέχισε να διατηρεί τον έλεγχο σε συνεργασία με τις χριστιανικές παραστρατιωτικές δυνάμεις, τις οποίες «ενίσχυε γενναιόδωρα, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά»12.

Το Ισραήλ, βεβαίως, δεν έπαψε να επιχειρεί εναντίον παλαιστινιακών στόχων, με αποκορύφωμα τον αεροπορικό βομβαρδισμό της Βηρυτού στις 17 Ιούλη 1981, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 300 αμάχων. Μία βδομάδα αργότερα (στις 24 Ιούλη) και κατόπιν πιέσεων των ΗΠΑ (που ανησυχούσαν για μια ενδεχόμενη γενίκευση του πολέμου με τη Συρία και εμπλοκή της ΕΣΣΔ) συμφωνήθηκε ανακωχή μεταξύ Ισραήλ και PLO13.

Ωστόσο, η ανακωχή αυτή δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Στόχος του Ισραήλ παρέμενε «η διάλυση των υποδομών της PLO στον Λίβανο», «η εξώθηση των συριακών δυνάμεων» πέρα από τα λιβανικά σύνορα, «η εγκατάσταση μιας κατά πλειοψηφία χριστιανικής κυβέρνησης στον Λίβανο» και «η υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης (…) που θα παγίωνε την ανεπίσημη συμμαχία Ισραήλ – Χριστιανών σε μια δεσμευτική συμφωνία»14.

Η αφορμή για τη στρατιωτική επιχείρηση που θα έφερνε εις πέρας τους παραπάνω σχεδιασμούς «ήρθε» με τη δολοφονία του Ισραηλινού πρέσβη στο Λονδίνο, Σλ. Αργκοφ, στις 3 Ιούνη 1982. Παρότι η οργάνωση «Αμπού Νιντάλ», που πραγματοποίησε τη δολοφονία, δεν είχε καμία σχέση με την PLO (απεναντίας, ήταν πολέμιός της)15το Ισραήλ είχε πια τη «δικαιολογία» που αναζητούσε προκειμένου να εξαπολύσει μια γενικευμένη εισβολή στον Λίβανο.

Ο πόλεμος του Λιβάνου

Η εισβολή στον Λίβανο (που κατά ειρωνικό τρόπο ονομάστηκε «Επιχείρηση για την Ειρήνη στη Γαλιλαία») ξεκίνησε στις 6 Ιούνη 1982 με διακηρυγμένο σκοπό «την εξάλειψη της PLO»16. Προς αυτόν τον σκοπό το Ισραήλ κινητοποίησε συνολικά 120.000 στρατιώτες, 1.600 άρματα μάχης, 600 πυροβόλα όπλα, καθώς και ισχυρές δυνάμεις της αεροπορίας και του ναυτικού17.

Στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογιστούν επίσης οι περίπου 2.000 – 3.000 ένοπλοι του Στρατού του Νότιου Λιβάνου, καθώς και οι κάπου 20.000 ένοπλοι του αστικού μαρωνίτικου κόμματος των Φαλαγγιτών, που πολέμησαν μαζί με τις ισραηλινές δυνάμεις18.

Από την άλλη μεριά, η PLO αντιπαρέταξε κάπου 6.000 τακτικούς και 6.000 – 7.000 παρατακτούς μαχητές. Οι παλαιστινιακές δυνάμεις διέθεταν μεν έναν σημαντικό οπλισμό (που τους είχε χορηγηθεί κατά βάση από την ΕΣΣΔ), ωστόσο υπολείπονταν συντριπτικά (σε σχέση με τον αντίπαλο που είχαν να αντιμετωπίσουν) σε βαρέα όπλα, όπως άρματα μάχης, πυροβόλα, αεροπλάνα, κ.ο.κ.19.

Με την PLO συστρατεύθηκαν ακόμη μια σειρά από σοσιαλδημοκρατικά – παναραβικά κόμματα και οργανώσεις του Λιβάνου, καθώς και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι δυνάμεις αυτές, στις 16 Σεπτέμβρη 1982, διαμόρφωσαν το Λιβανικό Εθνικό Μέτωπο Αντίστασης.

Εναντίον του Ισραήλ και των συμμάχων του πολέμησε επίσης η Συρία, η οποία διέθετε σαφώς περισσότερες και καλύτερα εξοπλισμένες δυνάμεις επί λιβανικού εδάφους (κάπου 25.000 στρατιώτες). Ωστόσο, έχοντας ως γνώμονα τη διασφάλιση των δικών της θέσεων στον Λίβανο, η Συρία όχι μόνο δεν συνέδραμε την PLO αλλά προσπάθησε και να την υπονομεύσει (στηρίζοντας παλαιστινιακές οργανώσεις που ήταν φιλικά διακείμενες στο συριακό Μπά’αθ και ανταγωνίζονταν την PLO)20.

Η πορεία των μαχών εξελίχθηκε γρήγορα υπέρ του Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι μαχητές δεν είχαν «τη δυνατότητα να προτάξουν αντίσταση απέναντι σε μια σύγχρονη (στρατιωτική) δύναμη» με όρους τακτικού πολέμου. Η έλλειψη κεντρικής διοίκησης, επικοινωνιών, λογιστικής υποστήριξης, κ.ο.κ., είτε λόγω αντικειμενικών δυσκολιών (π.χ. με τον βομβαρδισμό και τη γρήγορη εξουδετέρωση βασικών υποδομών μεταφοράς, επικοινωνίας, κ.ο.κ.) είτε υποκειμενικών (με την ύπαρξη πολλών ομάδων και οργανώσεων εντός της PLO που δρούσαν τοπικά ή αυτόνομα), επέδρασε αρνητικά ως προς την πολεμική αποτελεσματικότητα του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος21.

Μέσα σε λίγες μέρες (στις 14 Ιούνη) οι ισραηλινές δυνάμεις περικύκλωσαν τη Βηρυτό (όπου βρισκόταν η έδρα της PLO), ξεκινώντας μια σκληρή πολιορκία που θα διαρκούσε έως και τον Αύγουστο.

Ενας από τους κατοίκους της Βηρυτού περιέγραψε τα αποτελέσματα του συνεχούς και ανελέητου βομβαρδισμού της πόλης από στεριά και θάλασσα ως εξής: «Μέσα από τους καπνούς και τα συντρίμμια οι επιζώντες έτρεχαν και ούρλιαζαν, αναζητώντας μέλη της οικογένειάς τους (…) Λίμνες αίματος σκέπαζαν τους δρόμους, ενώ η οσμή της καμένης σάρκας, της ανθρώπινης σάρκας και του αίματος ήταν αφόρητη. Εκατοντάδες άνθρωποι βρίσκονταν θαμμένοι κάτω από στρώματα παραμορφωμένου τσιμέντου»22.

Στη διάρκεια της πολιορκίας της Βηρυτού δολοφονήθηκαν 2.461 άνθρωποι, ενώ γενικότερα, στις περιοχές που περιήλθαν υπό την κατοχή του Ισραήλ και τους συμμάχους του κατά τους 3 πρώτους μήνες του πολέμου, ο αριθμός των δολοφονημένων έφτασε τους 17.82523.

Επειτα από ενέργειες των ΗΠΑ (που επιδίωκαν μεν την απομάκρυνση των παλαιστινιακών και συριακών δυνάμεων από τον Λίβανο αλλά δεν επιθυμούσαν τον έλεγχό του από το Ισραήλ) και μετά από τον φονικότερο αεροπορικό βομβαρδισμό του πολέμου στις 17 Ιούλη, που στοίχισε τη ζωή σε 300 περίπου αμάχους, το Ισραήλ σταμάτησε να πιέζει για την κατάληψη της Βηρυτού. Από τη μεριά της, η PLO συμφώνησε να εκκενώσει την πόλη από τις δυνάμεις της και να εγκαταλείψει τον Λίβανο συνολικά: Διαδικασία που πραγματοποιήθηκε υπό διεθνή επίβλεψη (Αμερικανών, Γάλλων στρατιωτών κ.ά.) έως τις αρχές του Σεπτέμβρη.

Ακολούθως, κάπου 15.000 Παλαιστίνιοι και Σύροι μαχητές, καθώς επίσης η ηγεσία και πολλά στελέχη της PLO, μεταφέρθηκαν στη Συρία, στην Ιορδανία, στο Ιράκ, στην Αλγερία, στην Τυνησία, στην Υεμένη και αλλού. Η έδρα της PLO εγκαταστάθηκε στην Τύνιδα της Τυνησίας, ενώ σύντομα λειτούργησε γραφεία και στο Αμμάν της Ιορδανίας. Ο Γ. Αραφάτ μετέβη στην Τυνησία, με ενδιάμεση στάση στην Ελλάδα, όπου συναντήθηκε με τον τότε πρωθυπουργό, Α. Παπανδρέου24.

Ο «Ριζοσπάστης» υποδέχτηκε τον ηγέτη της PLO με πρωτοσέλιδο δημοσίευμα που είχε τίτλο: «Η Παλαιστινιακή επανάσταση θα νικήσει!». Ο Γ. Αραφάτ συναντήθηκε με τον τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Χ. Φλωράκη, ο οποίος και του μετέφερε «τα αισθήματα αλληλεγγύης όλων των κομμουνιστών της Ελλάδας και όλου του ελληνικού λαού», ενώ «υπογράμμισε επίσης (…) ότι το ΚΚΕ θα εξακολουθήσει και στο μέλλον να προσφέρει τη συμπαράστασή του στον αγώνα του παλαιστινιακού λαού και της ΠΑΟ (σ.σ. της PLO) και να παρέχει κάθε δυνατή βοήθεια».

Ο Γ. Αραφάτ από τη μεριά του τόνισε: «Ο αγώνας ήταν πολύ σκληρός. Και το τίμημα τεράστιο. Ο εχθρός χρησιμοποίησε όπλα άγνωστα, που εμφανίζονται για πρώτη φορά. Ομως όσα όπλα και αν χρησιμοποιηθούν, ένας λαός αποφασισμένος να πολεμήσει για το δίκιο του θα επιβάλει στο τέλος τη θέλησή του»25.

Στην ίδια συνάντηση παρευρισκόταν και ο Μ. Θεοδωράκης – βουλευτής τότε του ΚΚΕ – ο οποίος, λίγους μόλις μήνες πριν, είχε βρεθεί στη Βηρυτό για να παρουσιάσει ενώπιον της παλαιστινιακής Βουλής τον ύμνο που είχε συνθέσει – κατόπιν αιτήματος του Γ. Αραφάτ – για την Παλαιστίνη.

Η συνέχεια του πολέμου στον Λίβανο και οι συνέπειές του

Οι συγκρούσεις στον Λίβανο συνεχίστηκαν και μετά την εκκένωση των δυνάμεων της PLO, καθώς οι λιβανικές οργανώσεις και κόμματα που αντιμάχονταν τους Ισραηλινούς εισβολείς, τους ντόπιους συμμάχους τους συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα.

Την ίδια στιγμή, η κατάσταση των Παλαιστινίων αμάχων, καθώς και των μουσουλμάνων του Λιβάνου επιδεινώθηκε σημαντικά, εφόσον βρέθηκαν κυριολεκτικά ανυπεράσπιστοι μπροστά στα ένοπλα σώματα των Φαλαγγιτών, του Στρατού του Νότιου Λιβάνου κ.ο.κ., που λειτουργούσαν υπό την άμεση ή έμμεση ευθύνη του ισραηλινού στρατού. Ανάμεσα στα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα που διαπράχθηκαν την εν λόγω περίοδο υπήρξαν οι σφαγές στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Σάμπρα και Σατίλα (16-18 Σεπτέμβρη 1982) κατά τις οποίες δολοφονήθηκαν κάπου 3.000-3.500 Παλαιστίνιοι και Λιβανέζοι άμαχοι. Στις 16 Δεκέμβρη 1982 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ καταδίκασε τις σφαγές σε Σάμπρα και Σατίλα ως «πράξεις γενοκτονίας».26

H Διεθνής Επιτροπή, που συστάθηκε προκειμένου να εξετάσει τις πολλαπλές καταγγελίες περί παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου από το Ισραήλ στη διάρκεια του πολέμου, κατέληξε στο σχετικό της Πόρισμα πως πράγματι το Ισραήλ διέπραξε σωρεία εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένων: «Της χρήσης όπλων ή μεθόδων πολέμου απαγορευμένων από τη διεθνή νομοθεσία και τους κανόνες πολέμου», της «απάνθρωπης και εξευτελιστικής αντιμετώπισης (…) των αιχμαλώτων», το «σκόπιμο ή αδιάκριτο βομβαρδισμό μη στρατιωτικών στόχων, όπως νοσοκομεία, σχολεία κ.ά.», τον «συστηματικό βομβαρδισμό και καταστροφή πόλεων, χωριών και προσφυγικών καταυλισμών», τον «εκτοπισμό και κακομεταχείριση των πληθυσμών σε παράβαση του διεθνούς δικαίου», την «άμεση ή έμμεση συμμετοχή στις σφαγές (…) στη Σάμπρα και τη Σατίλα» κ.ά.

Σύμφωνα με το ίδιο Πόρισμα, το Ισραήλ «κρυβόταν» πίσω από «τον ορισμό του εχθρού ως “τρομοκράτη” ή “εγκληματία”» ώστε να «αρνηθεί πως οι κανόνες του πολέμου είχαν εφαρμογή στη σύγκρουσή του με την PLO».27

Πρόκειται για μια διαχρονική πρακτική «δικαιολόγησης» των εγκλημάτων του Ισραήλ κατά αμάχων, η οποία, όπως καταμαρτυράται καθημερινά στον πρόσφατο πόλεμο στη Γάζα, συνεχίζει να ακολουθείται με την ίδια συνέπεια…

Στις 14 Σεπτέμβρη 1982 ο μόλις προσφάτως «εκλεγμένος» (όντας ο μόνος υποψήφιος) Πρόεδρος του Λιβάνου Μπ. Γκεμάγιελ (στρατιωτικός διοικητής των ένοπλων σωμάτων των Φαλαγγιτών – συμμάχων του Ισραήλ) δολοφονήθηκε. Το γεγονός αποτέλεσε αφορμή για τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις ώστε να παραβιάσουν την εκεχειρία, επαναλαμβάνοντας τις εχθροπραξίες.

Οι συγκρούσεις οξύνθηκαν και γενικεύτηκαν, με τους άμαχους πληθυσμούς – ανεξαρτήτως καταγωγής ή θρησκείας – να πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος. Το «κενό» που άφησε πίσω της η PLO στον νότιο Λίβανο «αναπληρώθηκε» γρήγορα από μια σειρά μουσουλμανικές (σιιτικές) ένοπλες οργανώσεις, οι οποίες, σε συνθήκες ξένης εισβολής, άγριας τρομοκρατίας από χριστιανικά παραστρατιωτικά σώματα και ελλείψει εναλλακτικής (που μέχρι προσφάτως προσέφερε η κατά βάση κοσμική και σοσιαλδημοκρατική οργάνωση της PLO) γνώρισαν ραγδαία ανάπτυξη (έχοντας και την πολύμορφη στήριξη του νέου ιρανικού καθεστώτος). Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Χεζμπολάχ, η οποία υπήρξε – κυριολεκτικά – γέννημα θρέμμα της ισραηλινής εισβολής (καθώς ιδρύθηκε το 1982 και εδραιώθηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια).

Η σταδιακή αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων (και κατόπιν των χριστιανών συμμάχων τους) από τις περιοχές του κεντρικού Λιβάνου το καλοκαίρι του 1983 άφησε εκτεθειμένους τους χριστιανικούς πληθυσμούς, που έγιναν αντικείμενο αντιποίνων. To 1984-1985 κάπου 200 χριστιανικά χωριά εγκαταλείφθηκαν και 163.000 χριστιανοί του Λιβάνου ξεριζώθηκαν.28

Με την κατάσταση να επιδεινώνεται συνεχώς, το αμερικανικό «ειρηνευτικό» στρατιωτικό σώμα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βηρυτό τον Φλεβάρη του 1984. Από τον Γενάρη έως τον Ιούνη του 1985 το Ισραήλ επίσης απέσυρε τις δυνάμεις του από τον υπόλοιπο Λίβανο, διατηρώντας μόνο μια «ζώνη ασφαλείας» στα νότια, η οποία επανδρώθηκε τόσο από δικές του στρατιωτικές δυνάμεις όσο και από δυνάμεις του Στρατού του Νοτίου Λιβάνου (που για τα επόμενα χρόνια μισθοδοτούνταν από το κράτος του Ισραήλ).

Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη λεγόμενη «ζώνη ασφαλείας» ήταν τέτοιες που μέσα σε μία μόλις δεκαετία ο πληθυσμός της μειώθηκε από 250.000 σε 106.000.29 Το Ισραήλ αποσύρθηκε τελικά από τα κατεχόμενα λιβανικά εδάφη το 2000, αφήνοντας πίσω του μια νικηφόρα Χεζμπολάχ, η οποία, έχοντας αναλάβει μεγάλο μέρος της αντίστασης στην ισραηλινή κατοχή, αναδείχθηκε κυρίαρχη στην περιοχή.

Η αποτίμηση του πολέμου για το Ισραήλ – Οι συνέπειες για το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα

Εν τέλει, η ισραηλινή στρατιωτική επέμβαση στον Λίβανο δεν πέτυχε τον στόχο της συγκρότησης κυβέρνησης φιλικής προς το Ισραήλ σε συμμαχία με τη Μαρωνίτικη χριστιανική αστική τάξη. Απεναντίας, λειτούργησε καταλυτικά ως προς την όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων του Λιβάνου, συμβάλλοντας στη διαιώνιση ενός αιματηρού εμφυλίου που διήρκεσε για πολλά χρόνια ακόμη. Επιπλέον, είχε ως άμεση συνέπεια την αποδυνάμωση των κατά βάση εγχώριων κοσμικών – σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων και την ενίσχυση αντίστοιχα των φονταμενταλιστικών ισλαμιστικών.

Ακολούθως, ούτε ο στόχος της διασφάλισης των βόρειων συνόρων του επετεύχθη μακροπρόθεσμα, με πιο «τρανταχτή» απόδειξη τον πόλεμο του 2006 μεταξύ των ισραηλινών δυνάμεων και της Χεζμπολάχ, που διήρκεσε έναν μήνα (12 Ιούλη – 14 Αυγούστου), κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες στρατιώτες και αμάχους, ενώ ανάγκασε κάπου 500.000 Ισραηλινούς και 915.762 Λιβανέζους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.30

Ο στόχος του Ισραήλ για εκδίωξη των συριακών στρατευμάτων από τον Λίβανο επίσης δεν επετεύχθη (η Συρία αποσύρθηκε από τον Λίβανο δύο ολόκληρες δεκαετίες αργότερα, το 2005).

Από την άλλη μεριά, οι επιδιώξεις του Ισραήλ όσον αφορά το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα στέφθηκαν με επιτυχία. Η ισραηλινή εισβολή αναίρεσε τις συνθήκες σχετικής εθνικής, πολιτικής, πολιτιστικής, εκπαιδευτικής κ.ο.κ. ελευθερίας που απολάμβαναν οι σχεδόν 350.000-400.000 Παλαιστίνιοι του Λιβάνου: Συνθήκες που ευνοούσαν την οργανωτική και ιδεολογική ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματός τους.

Η ισραηλινή εισβολή κατάφερε αναμφίβολα ένα συντριπτικό πλήγμα στην PLO, αφαιρώντας της τις υποδομές που είχε χτίσει όλα αυτά τα χρόνια, τον οπλισμό που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει, τα σημαντικότερα κέντρα στρατολόγησης και εκπαίδευσης μαχητών που διέθετε έως τότε. Επίσης, πέτυχε το ξερίζωμα και τη γεωγραφική διασπορά των μαχητών της, ενώ ανάγκασε την ηγεσία της να καταφύγει εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τους παλαιστινιακούς πληθυσμούς.

Ολα τα παραπάνω είχαν αντίκτυπο και στον προσανατολισμό της PLO, που σταδιακά άρχισε να μετατοπίζει το κέντρο βάρους της δράσης της από τον ένοπλο αγώνα, αναζητώντας πιο συμβιβαστικές λύσεις στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Μία πρώτη ένδειξη αυτής της στροφής υπήρξε η από κοινού πρόταση του Γ. Αραφάτ με τον βασιλιά της Ιορδανίας Χουσεΐν (11.2.1985) για τη δημιουργία ενός ομόσπονδου Παλαιστινιακού – Ιορδανικού κράτους (όπου το παλαιστινιακό τμήμα θα περιελάμβανε τη Δυτική Οχθη και τη Γάζα, όχι το σύνολο της ιστορικής Παλαιστίνης – σε αντίθεση με τους μέχρι τότε διακηρυγμένους σκοπούς της PLO). Το σχέδιο αυτό ναυάγησε εν τη γενέσει του, καθώς προσέκρουσε στη γενικότερα αρνητική στάση τότε των ΗΠΑ.31

Ο αντίκτυπος του πολέμου στο ίδιο το Ισραήλ

Στην ψηφοφορία που διεξήχθη στην ισραηλινή βουλή (Κνεσέτ) μόνο ο συνασπισμός που μετείχε το Κομμουνιστικό Κόμμα (Χαντάς) καταψήφισε την εισβολή στον Λίβανο, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση πως «οδηγούσε το Ισραήλ σε μια άβυσσο». Για μια ακόμη φορά η αστική αντικομμουνιστική προπαγάνδα οργίασε, με τμήμα του αστικού Τύπου να απαιτεί «τη δίωξη των κομμουνιστών “για προδοσία”».32

Η ανησυχία του αστικού κόσμου ήταν εύλογη, καθώς την περίοδο του πολέμου στον Λίβανο, το φιλειρηνικό κίνημα στο Ισραήλ γνώρισε σημαντική – πρωτόγνωρη πράγματι – ανάπτυξη. Για πρώτη φορά οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις (όπως εκείνη που διοργανώθηκε από τη φιλειρηνική οργάνωση «Ειρήνη Τώρα» – «Shalom Achshav» στο Τελ Αβίβ στις 25 Σεπτέμβρη 1982 με αφορμή τις σφαγές στη Σάμπρα και τη Σατίλα) μετρούσαν δεκάδες ή ακόμη και εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές.

Η οργάνωση «Γονείς ενάντια στη Σιωπή» («Horim neged Shtika») συγκέντρωσε πάνω από 10.000 υπογραφές Ισραηλινών που ζητούσαν την επιστροφή των στρατευμένων παιδιών τους από τον Λίβανο. Μόνο η οργάνωση «Υπάρχει ένα όριο» («Yesh Gvul») είχε 150 μέλη της που αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στον στρατό και φυλακίστηκαν.33

H άνοδος αυτή του φιλειρηνικού – αντιπολεμικού κινήματος οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως, για πρώτη φορά, η εισβολή στον Λίβανο δεν μπορούσε να «αιτιολογηθεί» κατά το διαχρονικό «αφήγημα» της αστικής πολιτικής ηγεσίας του Ισραήλ ως πόλεμος «αμυντικός», όπου κρινόταν η «επιβίωση του έθνους», κ.ο.κ. Ως εκ τούτου δεν μπορούσε να «δικαιολογηθεί» και το κόστος για τον ισραηλινό λαό, τόσο σε πόρους όσο και σε ανθρώπινες ζωές (το διάστημα 1982-1985 ο ισραηλινός στρατός είχε απώλειες 654 νεκρούς και 3.884 τραυματίες).34

Οι κομμουνιστές πρωτοστάτησαν στο φιλειρηνικό κίνημα που αναπτύχθηκε την εν λόγω περίοδο στους χώρους δουλειάς, στα πανεπιστήμια αλλά και στον στρατό. Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο από τη σοσιαλδημοκρατική σιωνιστική εφημερίδα «Al Hamishmar», που προειδοποιούσε σχετικά: «Μην τους αφήσετε (…) να καταλάβουν το φιλειρηνικό στρατόπεδο».35

(Συνεχίζεται)

1. Juliana Peck, The Reagan administration and the Palestinian Question, εκδ. Institute for Palestine Studies, Washington, 1984, σελ.20

2. Stuart Eizenstat, «An American perspective», στο Between two administrations: An American-Israeli Dialogue, εκδ. Washington Institute for Near East Policy, Washington, 1989, σελ.89

3. Ann Lesch, «US policy toward the Palestinians in the 1980s», στο Arab Studies Quarterly, vol.12, no.1 – 2, Winter – Spring 1990, σελ.169-170, 174, Jeremy Sharp, US foreign aid to Israel, 11.4.2014 και 1.3.2023, εκδ. Congressional Research Service, σελ.31-32 και 5 αντίστοιχα.

4. UN Security Council, 26.10.2023 (https://www.aljazeera.com/news/2023/10/26/how-the-us-has-used-its-veto-power-at-the-un-in-support-of-israel)

5. Βλ. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part III: 1978-1983 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-iii-1978-1983/) και Part IV: 1984-1988 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-iv-1984-1988/) – από εδώ και πέρα ΟΗΕ-γ και ΟΗΕ-δ αντίστοιχα.

6. Colter Louwerse, «’Tyranny of the Veto’: PLO diplomacy and the January 1976 UNSC resolution», στο Diplomacy & Statecraft, vol.33, no.3, 2022, σελ.321 και Ann Lesch, ό.π., σελ.275-276

7. CIA, Core positions of parties to the Palestinian dispute, 22.12.1981 (CIA-RDP00T02041R000100100001-4), σελ.7.

8. ΟΗΕ-γ και ΟΗΕ-δ, ο.π.

9. Yesid Sayigh, «Palestinian military performance in the 1982 war», στο Journal of Palestine Studies, vol.12, no.4, Summer 1983, σελ.3-8.

10. Noam Chomsky, The fateful triangle: The US, Israel and the Palestinians, εκδ. South End Press, Boston, 1983, σελ.192

11. B’Tselem, Israeli violations of human rights of Lebanese civilians, εκδ. B’Tselem, Jerusalem, 2000, σελ.12-13.

12. B’Tselem, ό.π., σελ.12-13.

13. Ann Lesch, ό.π., σελ.170.

14. Zeev Maoz, Defending the Holy Land: A critical analysis of Israel’s Security and Foreign Policy, εκδ. University of Michigan Press, Michigan, 2006, σελ.181.

15. Βλ. ρεπορτάζ της δίκης των υπαιτίων στην «Washington Post», 5.3.1983. Η οργάνωση «Αμπού Νιντάλ» υπήρξε διάσπαση της Φατάχ (το 1974) και δεν ανήκε στην PLO. Η δράση της αφορούσε βασικά βομβιστικές επιθέσεις και ατομικές δολοφονίες. Εδρα της οργάνωσης ήταν το Ιράκ.

16. ΟΗΕ-γ, ό.π.

17. Yesid Sayigh, ό.π., σελ.6

18. Washington Post, 9.10.1984 και Thomas Collelo (επ.), Lebanon: A country study, εκδ. Library of Congress, Washington, 1987, σελ.196, 239

19. Yesid Sayigh, ό.π., σελ.9, 17-18

20. Eric Thompson, «Will Syria have to withdraw from Lebanon?», στο Middle East Journal, vol.56, no.1, Winter 2002, σελ.76 και Pia Therese Jansen, The consequences of Israel’s counter terrorism policy, PhD Thesis, University of St. Andrews, 2008, σελ.77

21. Yesid Sayigh, ό.π., σελ.17-19

22. Lebanon: Terrorism Israeli style, εκδ. World Peace Council Information Centre, Helsinki, χ.η., σελ.3

23. Leila Shahid, «The Sabra and Shatila massacres», στο Journal of Palestine Studies, vol.32, no.1, 2002, σελ.36

24. Ann Lesch, ό.π., σελ.171, CIA, The PLO offices in Tunis and Amman, 30.10.1985 (CIA-RDP85T01058R000507040004-7) και World News Digest, 3.9.1982

25. «Ριζοσπάστης», 2 και 3.9.1982

26. Leila Shahid, ό.π., σελ.44-45 και Official Records of the General Assembly of the UN, 37th Session, σελ.38

27. «Israel in Lebanon: Report of the International Commission to enquire into reported violations of international law by Israel during its invasion of the Lebanon», στο Journal of Palestine Studies, vol.12, no.3, Spring 1983, σελ.123 και 131.

28. Kara Ross Camarena & Nils Hagerdal, «Postwar migration among Christians in Mount Lebanon», στο American Journal of Political Science, vol.64, no.2, April 2000, σελ.229

29. B’Tselem, ό.π., σελ.15-16

30. Middle East crisis: Facts and Figures (http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/5257128.stm)

31. Ann Lesch, ό.π., σελ.175 και CIA, The PLO offices in Tunis and Amman, 30.10.1985 (CIA-RDP85T01058R000507040004-7)

32. CPI, On the first Lebanon war (https://maki.org.il/en/?p=493)

33. American Jewish Committee, Year Book, vol.85, 1.1.1985, σελ.267 και CPI, ό.π.

34. B’Tselem, ό.π., σελ.13 και Pia Therese Jansen, ό.π., σελ.50

35. CPI, ό.π.

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Πηγή : Ριζοσπάστης 29 – 30 / 6 – 2024

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Οι συνθήκες κατοχής που οδήγησαν στην πρώτη «Ιντιφάντα»

(Μέρος 13ο)

Παλαιστίνιοι κατά την πρώτη «Ιντιφάντα» δέχονται πυρά από Ισραηλινούς στρατιώτες
Παλαιστίνιοι κατά την πρώτη «Ιντιφάντα» δέχονται πυρά από Ισραηλινούς στρατιώτες

Η πρώτη «Ιντιφάντα» («εξέγερση» στα Αραβικά) ξέσπασε στις 9 Δεκέμβρη 1987. Οι ρίζες της, ωστόσο, διέτρεχαν πολύ βαθύτερα στο παρελθόν, στις συνθήκες της 20χρονης πλέον ισραηλινής κατοχής της Γάζας και της Δυτικής Οχθης.

Αλλεπάλληλες εκθέσεις του ΟΗΕ τη δεκαετία του 1980 σκιαγραφούσαν το ίδιο πράγμα: Τη διαρκή «επιδείνωση της κατάστασης αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στις κατεχόμενες περιοχές», που μάλιστα, στα χρόνια που προηγήθηκαν της «Ιντιφάντα», «χειροτέρευσε σημαντικά». Οπως καταγγελλόταν, ξανά και ξανά, οι κατοχικές αρχές «καταπίεζαν τους Παλαιστινίους, παραβίαζαν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους και τους στερούσαν τις βασικές τους ελευθερίες, αψηφώντας τη Συνθήκη της Γενεύης (…). Πολιτικές, όπως εκτοπισμοί, βασανισμοί κρατουμένων, μαζικές συλλήψεις, κατεδαφίσεις σπιτιών, αυθαίρετοι ξυλοδαρμοί και δολοφονίες αθώων ανθρώπων – μεταξύ των οποίων παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι – όπως και ο εξευτελισμός των Παλαιστινίων στον καθημερινό τους βίο, εφαρμόζονταν συστηματικά από τις ισραηλινές αρχές στις κατεχόμενες περιοχές».1

Οι συνθήκες υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολες για τα παιδιά – για τις γενιές των Παλαιστινίων που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα στην κατοχή. Πράγματι, «στα 20 χρόνια της στρατιωτικής κατοχής, δύο γενιές παιδιών Παλαιστινίων υπέφεραν από τους σοβαρούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν στα θεμελιώδη δικαιώματά τους σε σχέση με την εκπαίδευση, την προστασία της οικογένειας, την υγεία και τη θρησκευτική λατρεία, καθώς και από τις συστηματικές προσπάθειες να αποξενωθούν από την πλούσια ιστορία τους, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Οι βίαιοι θάνατοι και οι φυσικοί τραυματισμοί, οι συλλογικές τιμωρίες, η κράτηση και η βάναυση αντιμετώπιση των ανηλίκων υπό σύλληψη, το απανταχού διάχυτο κλίμα της καταπίεσης, της καχυποψίας και του φόβου, συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις ζωές των παιδιών των Παλαιστινίων. Κάθε μέρα και σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής τους εξαρτάται από την πολιτική των αρχών κατοχής. Είτε βρίσκονται στον δρόμο, είτε στο σχολείο, είτε στο σπίτι, τα παιδιά των Παλαιστινίων ζουν υπό τη σκιά μιας ολοένα αυξανόμενης καταπίεσης, βίας και πόνου».2

Παλαιστίνιοι με πέτρες κατά την πρώτη «Ιντιφάντα»
Παλαιστίνιοι με πέτρες κατά την πρώτη «Ιντιφάντα»

Η πολιτική της «σιδηράς γροθιάς», που ακολούθησε η στρατιωτική διοίκηση των κατεχόμενων περιοχών, δεν εφαρμόστηκε χωρίς αντιδράσεις από τη μεριά του παλαιστινιακού λαού, που, παρά την τρομοκρατία, πρόβαλλε διαρκή και επίμονη αντίσταση, με ανυπακοή και απειθαρχία στις εντολές των αρχών, με απεργίες και διαδηλώσεις, με συγκρούσεις (συχνά αιματηρές) με τις δυνάμεις καταστολής κ.ά.

Οι εποικισμοί

Συστατικό στοιχείο της ισραηλινής κατοχής αποτέλεσε η συνεχιζόμενη αρπαγή των παλαιστινιακών εδαφών και πόρων μέσω των διαρκώς επεκτεινόμενων εποικισμών. Το 1980 το Ισραήλ προχώρησε μονομερώς στην προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, δρομολογώντας την ταχύτατη «ισραηλοποίησή» της (μέσα στα επόμενα 20 χρόνια εγκαταστάθηκαν εκεί 170.000 Εβραίοι έποικοι, αυξάνοντας το ποσοστό τους επί του συνόλου του πληθυσμού από 0% σε 40%).3

Γενικότερα, οι Εβραίοι έποικοι στη Δυτική Οχθη διπλασιάστηκαν μέσα στη δεκαετία του 1980.4 Οπως δήλωσε ο επικεφαλής του Τμήματος Εποικισμού του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού σε συνέντευξη Τύπου στις 5.12.1987, «στόχος του Ισραήλ στη Δυτική Οχθη» ήταν «να αυξήσει το ποσοστό των Εβραίων στο 40-60 τοις εκατό επί του συνόλου του πληθυσμού (…) έως το τέλος του παρόντος αιώνα».5Επρόκειτο, κατά τα λόγια του τότε υπουργού Οικονομικών του Ισραήλ Γκ. Γιάακομπι, για μια «αργή αλλά σταθερή διαδικασία ντε φάκτο προσάρτησης».6 Ταυτόχρονα, δεν ήταν σπάνιες οι δημόσιες τοποθετήσεις κυβερνητικών παραγόντων του Ισραήλ που έκαναν λόγο για μια συνολική μετεγκατάσταση των παλαιστινιακών πληθυσμών σε κάποιο από τα γειτονικά αραβικά κράτη (επαναφέροντας στο τραπέζι μια διαχρονική επιδίωξη του σιωνιστικού αστικού εθνικιστικού ρεύματος).7

Οικισμοί Ισραηλινών εποίκων στη Δυτική Οχθη
Οικισμοί Ισραηλινών εποίκων στη Δυτική Οχθη

Ο ΟΗΕ καταδίκασε επαλειμμένα τη «σκόπιμη, συστηματική, μεγάλης κλίμακας προσπάθεια εποικισμού» του Ισραήλ, κρίνοντάς την «παράνομη» κατά το Διεθνές Δίκαιο. «Κατά την υλοποίηση αυτής της πολιτικής», σημειωνόταν σχετικά σε πόρισμα ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ το 1980, «το Ισραήλ κατέφυγε σε μεθόδους – άλλοτε πιο βίαιες άλλοτε πιο διακριτικές – που περιελάμβαναν τον έλεγχο των υδάτινων πόρων, την αρπαγή περιουσιών, την καταστροφή σπιτιών και την εκδίωξη ανθρώπων, δείχνοντας περιφρόνηση ακόμα και για τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Η πολιτική των εποικισμών επέφερε δραματικές όσο και αρνητικές αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική ζωή των Αραβικών πληθυσμών, ενώ προκάλεσε βαθύτατες αλλαγές στον φυσικό και πληθυσμιακό χαρακτήρα των κατεχόμενων περιοχών, περιλαμβανομένης της Ιερουσαλήμ. (…) Η πολιτική εποικισμού του Ισραήλ, με τα αδικαιολόγητα δεινά που έχει προκαλέσει σε έναν ανυπεράσπιστο πληθυσμό, αποτελεί πηγή περαιτέρω αναταραχών και βίας».8

Ειδικά το ζήτημα των υδάτινων πόρων υπήρξε εξαιρετικά σημαντικό, καθώς «το νερό αποτελούσε ένα δυσεύρετο και πολύτιμο αγαθό στην περιοχή, του οποίου ο έλεγχος και η διαχείριση σήμαινε και έλεγχο του πιο ζωτικού μέσου επιβίωσης. (…) Το Ισραήλ έχει αξιοποιήσει το νερό τόσο ως ένα οικονομικό όσο και ως ένα πολιτικό όπλο για την προώθηση της εποικιστικής πολιτικής του. (…) Η οικονομία και η αγροτική παραγωγή του Αραβικού πληθυσμού έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων από τις κατοχικές αρχές». Οι εβραϊκοί εποικισμοί (των οποίων οι λογαριασμοί νερού επιδοτούνταν) κατανάλωναν 3 φορές περισσότερο νερό από ό,τι οι Παλαιστίνιοι που διαβιούσαν στα αστικά κέντρα και 6 φορές από εκείνους που διαβιούσαν στην ύπαιθρο. Την ίδια στιγμή που οι γηγενείς αγρότες (που αποτελούσαν και την πλειοψηφία των Παλαιστινίων) υπόκειντο σε αυστηρότατους περιορισμούς στην άρδευση των καλλιεργειών τους, οι έποικοι άνοιγαν συνεχώς νέα πηγάδια. Ταυτόχρονα, το 1986 το Ισραήλ αντλούσε (ουσιαστικά υφάρπαζε) το 1/4 του νερού που κατανάλωνε από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.9

Ισραηλινός στρατιώτης συλλαμβάνει Παλαιστίνιο
Ισραηλινός στρατιώτης συλλαμβάνει Παλαιστίνιο

Οι εποικισμοί κατακερμάτιζαν τη συνοχή των παλαιστινιακών εδαφών και δυσχέραιναν σημαντικά τις μετακινήσεις των γηγενών πληθυσμών (στους οποίους η πρόσβαση και διέλευση στις συγκεκριμένες περιοχές απαγορευόταν).

Επιπλέον, οι έποικοι συμπεριφέρονταν ως επικυρίαρχοι, ως κράτος εν κράτει, όντας οπλισμένοι μέχρι τα δόντια και απολαμβάνοντας την ανοχή των αρχών σε κάθε τους αυθαιρεσία. «Ολοι οι έποικοι», σημείωνε σε Εκθεσή του το 1987 ο επικεφαλής του Προγράμματος Βάσης Δεδομένων της Δυτικής Οχθης Μ. Μπενβενίστι, «ανήκουν στα σώματα ασφαλείας, αποτελώντας οργανικό τμήμα του ισραηλινού στρατού (…). Εκτιμάται πως οι έποικοι διαθέτουν στην κατοχή τους όχι λιγότερα από 10.000 όπλα όλων των τύπων, καθώς και άλλο στρατιωτικό υλικό (…). Ο ακραίος ιδεολογικός προσανατολισμός των εποίκων και η σχετική τους αυτονομία σε σχέση με τον ορισμό του στρατιωτικού τους ρόλου οδηγεί σε αυθαιρεσίες». Παραμονές της «Ιντιφάντα» ο ΟΗΕ διαπίστωνε πως «οι πράξεις βίας και επιθετικότητας από τη μεριά των εποίκων κατά των Παλαιστινίων είχαν αγγίξει (…) πρωτόγνωρα επίπεδα», με «δολοφονίες και αρπαγές Παλαιστινίων αμάχων, ακόμη και παιδιών» να διαπράττονται όλο και πιο συχνά από «ομάδες Εβραίων εποίκων ή μέλη εβραϊκών παραστρατιωτικών οργανώσεων».10

Αφίσα για τον 17χρονο Χάτεμ Αλ-Σίσι
Αφίσα για τον 17χρονο Χάτεμ Αλ-Σίσι

«Παρά» τις αλλεπάλληλες «αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που χαρακτήριζαν τους εποικισμούς παράνομους, το Ισραήλ επέμεινε στην πολιτική του, συνεχίζοντας να ιδρύει εποικισμούς στα κατεχόμενα Αραβικά εδάφη».11

Η οικονομική σχέση του Ισραήλ με τις κατεχόμενες περιοχές και οι συνέπειες της κατοχής στο βιωτικό επίπεδο του παλαιστινιακού λαού

Πριν την πρώτη «Ιντιφάντα» το 90% του εμπορίου των παλαιστινιακών εδαφών γινόταν με το Ισραήλ. Οι όποιες εισαγωγές από την Παλαιστίνη βεβαίως ελέγχονταν έτσι ώστε να μην «απειλούν τις ισραηλινές εταιρείες με άδικο ανταγωνισμό». Από την άλλη μεριά οι εξαγωγές προς αυτή διεξάγονταν δίχως κανένα περιορισμό (ή μέριμνα για την όποια ζημιά στους Παλαιστινίους παραγωγούς). Η αγορά της Παλαιστίνης ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη για τα ισραηλινά προϊόντα μετά την αμερικανική.12

Παράλληλα, σχεδόν το 40% των Παλαιστινίων εργαζομένων απασχολούνταν επαγγελματικά στο Ισραήλ. Οι εργαζόμενοι αυτοί έπρεπε να έχουν ειδική άδεια. Καθώς δε η παραμονή τους στο Ισραήλ δεν επιτρεπόταν, έπρεπε να μεταβαίνουν εκεί καθημερινά υποβαλλόμενοι σε μια σειρά – πολύωρους και συχνά εξευτελιστικούς – ελέγχους κατά την είσοδο και έξοδό τους από τη χώρα. Πολλοί άλλοι «αναγκάζονταν να περνούν τη νύχτα παράνομα στο Ισραήλ (…) διαβιώντας υπό απάνθρωπες συνθήκες, κοιμούμενοι στα τραπέζια των εστιατορίων όπου εργάζονταν ή συνωστισμένοι σε ανθυγιεινά υπόγεια και πατάρια. (…) Πολλοί (έφταναν να) αισθάνονται λιγότερο άνθρωποι, εργαζόμενοι πολλές ώρες, αμειβόμενοι με χαμηλούς μισθούς (περίπου τα μισά απ’ ό,τι ένας Ισραηλινός εργάτης), αντιμετωπιζόμενοι με άσχημο τρόπο από τους εργοδότες τους και άλλους στο χώρο δουλειάς ή στον δρόμο. Σύμφωνα με αναφορές (οι εργαζόμενοι αυτοί) υπόκεινται κατά μέσο όρο σε σωματικούς ελέγχους, συλλήψεις ή κάποια άλλη αυθαιρεσία δύο φορές την εβδομάδα». Εννοείται πως οι Παλαιστίνιοι εργαζόμενοι στο Ισραήλ δεν είχαν τα δικαιώματα ή τις κοινωνικές – ασφαλιστικές παροχές που είχαν οι Ισραηλινοί συνάδελφοί τους.13

Το Συνέδριο Ειρήνης της Μαδρίτης, 1991
Το Συνέδριο Ειρήνης της Μαδρίτης, 1991

Στα 20 χρόνια της κατοχής η μέριμνα του ισραηλινού κράτους για την οικονομική ανάπτυξη ή τις υποδομές στη Δυτική Οχθη και τη Γάζα (που δεν αφορούσαν τις δικές του ανάγκες ή των εποίκων του) ήταν περίπου ανύπαρκτη. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε το 1985 ο τότε υπουργός Αμυνας (και κατόπιν πρωθυπουργός) της χώρας Γ. Ράμπιν: «Δεν θα υπάρξει καμιά ανάπτυξη στη Λωρίδα της Γάζας ή τη Δυτική Οχθη εκκινούμενη από την ισραηλινή κυβέρνηση, καθώς και καμία άδεια δεν θα δοθεί για την επέκταση της αγροτικής οικονομίας ή της βιομηχανίας, που μπορεί να δράσει ανταγωνιστικά με το Ισραήλ».14

Η φτώχεια και η ανεργία υπήρξαν κοινός τόπος στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας υπήρξε εκτεταμένη ακόμα και μεταξύ των εχόντων ανώτατη εκπαίδευση. Παραμονές της πρώτης «Ιντιφάντα», μόλις ένας στους οκτώ αποφοίτους πανεπιστημίου στην Παλαιστίνη μπορούσε να βρει δουλειά σχετική με τις σπουδές του.15

Το ξέσπασμα της πρώτης «Ιντιφάντα» (1987-1993)

Ολα όσα προαναφέραμε αποτέλεσαν το υπόβαθρο της μεγάλης εξέγερσης των Παλαιστινίων στη Γάζα και τη Δυτική Οχθη στα τέλη του 1987. Η κατάσταση ήταν άλλωστε ήδη έκρυθμη από τον Σεπτέμβρη, καθώς είχαν σημειωθεί μια σειρά από απεργίες και κινητοποιήσεις εργαζομένων, φοιτητών και μαθητών απ’ άκρη σ’ άκρη των κατεχόμενων εδαφών, οι οποίες είχαν καταλήξει σε αιματηρές συγκρούσεις με τον ισραηλινό στρατό. Ακολούθως, η δολοφονία 4 Παλαιστινίων εργαζομένων στο σημείο ελέγχου του Ερέζ (από το Ισραήλ στη Γάζα) στις 8 Δεκέμβρη 1987 δεν ήταν παρά το «σπίρτο» που άναψε τη φωτιά της γενικευμένης εξέγερσης, η οποία καταγράφηκε στην Ιστορία ως η πρώτη «Ιντιφάντα».

Το γεγονός πυροδότησε μια σειρά από διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκαν και έλαβαν μαζικά χαρακτηριστικά. Ο ισραηλινός στρατός απάντησε με άγρια καταστολή και πραγματικά πυρά, προκαλώντας από τις πρώτες κιόλας μέρες δεκάδες θύματα μεταξύ των διαδηλωτών, στην πλειοψηφία τους νέοι (ο πρώτος νεκρός της «Ιντιφάντα» ήταν μάλιστα ένα 17χρονο αγόρι, ο Χάτεμ Αλ-Σίσι, που δολοφονήθηκε με σφαίρα στο κεφάλι). Οι προσφυγικοί καταυλισμοί οχυρώθηκαν, στους δρόμους στήθηκαν οδοφράγματα, οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργίες, οι μαγαζάτορες έκλεισαν τα μαγαζιά τους, ενώ επιθέσεις (κυρίως με πέτρες, ξύλα και αυτοσχέδιες εμπρηστικές βόμβες) πραγματοποιήθηκαν εναντίον των δυνάμεων καταστολής, στρατιωτικών κ.ά. ισραηλινών στόχων (όπως τράπεζες, διοικητικά κτίρια, όχι όμως εποικισμοί) εντός των κατεχόμενων περιοχών. Η μη χρήση πυροβόλων όπλων υπήρξε συνειδητή επιλογή από τη μεριά της ηγεσίας του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος, που προσέβλεπε σε μια πολιτική – διπλωματική λύση (βλ. παρακάτω).16

Το ξέσπασμα της «Ιντιφάντα» έγινε αυθόρμητα, δίχως προηγούμενο σχεδιασμό ή προετοιμασία και δίχως κεντρικό καθοδηγητικό κέντρο. Σύντομα, ωστόσο, ο αγώνας άρχισε να αποκτά πιο οργανωμένη μορφή. Πράγματι, μέσα σε λίγες μέρες συγκροτήθηκαν μια σειρά από «λαϊκές επιτροπές», που ανέλαβαν τη διεξαγωγή της πάλης κατά τόπους ή κατά χώρους (π.χ. στα πανεπιστήμια). Μέσα στις πρώτες δύο βδομάδες εμφανίστηκαν επίσης τα πρώτα ανακοινωθέντα της νεοϊδρυθείσας Ενωμένης Εθνικής Ηγεσίας της Εξέγερσης, που ανέλαβε την κεντρική καθοδήγηση του ξεσηκωμού και στην οποία μετείχαν η Φατάχ, το Λαϊκό Μέτωπο και το Δημοκρατικό Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, καθώς και το Παλαιστινιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (που είχε ιδρυθεί το 1982 από Παλαιστίνιους κομμουνιστές στις κατεχόμενες περιοχές και έγινε μέλος της PLO το 1987).

Η «απάντηση» του Ισραήλ

Η καταστολή που αντέταξε το κράτος του Ισραήλ απέναντι στις ειρηνικές διαδηλώσεις και τον άμαχο πληθυσμό (συχνά στη λογική της «συλλογικής τιμωρίας») ήταν τρομακτική, τόσο ως προς το εύρος όσο και ως προς τη βιαιότητα με την οποία εκδηλώθηκε. Χιλιάδες στρατιώτες, άνδρες των δυνάμεων ασφαλείας, αστυνομικοί και οπλισμένοι έποικοι κυριολεκτικά ρίχτηκαν πάνω στον λαό της Παλαιστίνης, στη «γραμμή» που έδωσε ο ίδιος ο υπουργός Αμυνας του Ισραήλ Γ. Ράμπιν στις 19 Γενάρη 1988 για «βία, δύναμη και ξύλο».17

Στις σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1989/2Α και 1989/2Α-Β) γινόταν λόγος για σωρεία «εγκλημάτων πολέμου κατά το διεθνές δίκαιο» και συγκεκριμένα: Για αθρόες «δολοφονίες αμάχων, μεταξύ των οποίων και παιδιά», για «κακομεταχείριση και βασανισμό μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων», για «αυθαίρετη κράτηση» υπόπτων «επ’ αόριστον» και υποβολή τους σε «συστηματική κακοποίηση και βασανιστήρια», για «βάναυση κακοποίηση και συμπεριφορά απέναντι σε γυναίκες που κυοφορούσαν», για «υποβολή πόλεων, χωριών και προσφυγικών καταυλισμών σε συνθήκες διαβίωσης που είχαν σκοπό την καταστροφή των κατοίκων τους» (με τον στρατιωτικό αποκλεισμό τους, την επιβολή πολυήμερων απαγορεύσεων κυκλοφορίας, τη διακοπή της ηλεκτροδότησης και υδροδότησής τους κ.λπ.), για επιθέσεις που δεν υπαγορεύονταν από στρατιωτικούς λόγους «σε σπίτια, τεμένη και νοσοκομεία», για «παρεμπόδιση της εκπαίδευσης χιλιάδων μαθητών» (με την πολύμηνη διακοπή της λειτουργίας των σχολείων και το επ’ αόριστον κλείσιμο των πανεπιστημίων), για «καταστροφή σπιτιών» (συνολικά 2.532 στον αριθμό) και «ξερίζωμα χιλιάδων παραγωγικών δέντρων» ως μορφές «συλλογικής τιμωρίας», κ.ά.18

Συνολικά την περίοδο της πρώτης «Ιντιφάντα» έχασαν τη ζωή τους ως άμεση συνέπεια της ισραηλινής καταστολής (από τις σφαίρες, την κακοποίηση, την χρήση δακρυγόνων κ.ο.κ.) 1.240 Παλαιστίνιοι, εκ των οποίων ένα μέρος ήταν παιδιά κάτω των 16 ετών. Ο συνολικός αριθμός των τραυματιών έφτασε τους 130.000.19

Εκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για το 1988 έκανε λόγο για «εκτεταμένα περιστατικά, κατά τα οποία, οι Ισραηλινοί στρατιώτες χρησιμοποιούσαν ρόπαλα για να σπάσουν τα πλευρά Παλαιστινίων και να τους κακοποιήσουν, παρότι δεν είχαν άμεση συμμετοχή στις αναταραχές ούτε είχαν αντισταθεί στη σύλληψη. Στρατιώτες έσερναν πολλούς ανθρώπους έξω από τα σπίτια τους μέσα στη νύχτα, αναγκάζοντάς τους να στέκονται όρθιοι για ώρες, ενώ χτυπούσαν άνδρες και παιδιά σε αντίποινα για τη ρίψη πετρών. Σύμφωνα με αναφορές, τουλάχιστον 13 Παλαιστίνιοι έχουν ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου έως τώρα». Τα παιδιά, κατά την ίδια έκθεση, λογίζονταν ως ενήλικοι σε ζητήματα «ασφαλείας», με ό,τι αυτό σήμαινε για την αντιμετώπισή τους.20

Σύμφωνα με το σουηδικό παράρτημα της οργάνωσης «Σώστε τα Παιδιά», κάπου «23.600 με 29.000 παιδιά χρειάστηκαν ιατρική φροντίδα λόγω τραυματισμών τους από χτυπήματα τα δύο πρώτα χρόνια της Ιντιφάντα».21

Εκατοντάδες Παλαιστίνιοι εκτοπίστηκαν (εξορίστηκαν) με συνοπτικές διαδικασίες εκτός συνόρων (κυρίως στις κατεχόμενες από το Ισραήλ περιοχές του Λιβάνου). Παρά τις αλλεπάλληλες διεθνείς καταδίκες του μέτρου, το Ισραήλ συνέχισε να το χρησιμοποιεί. Η μαζικότερη τέτοια δίωξη πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκέμβρη 1992 με την εκτόπιση 415 Παλαιστινίων.22

Δεκάδες χιλιάδες ήταν εκείνοι που συνελήφθησαν. Μόνο τον πρώτο χρόνο της «Ιντιφάντα» (1988) ο αριθμός των κρατουμένων άγγιξε τους 12.000, ενώ πάνω από 2.000 ήταν εκείνοι που τέθηκαν υπό «διοικητική κράτηση» (δίχως δηλαδή να τους απαγγελθούν καν κατηγορίες επί μήνες).23

Τέλος, την ίδια περίοδο, το Ισραήλ εφάρμοσε για πρώτη φορά (με τόσο μαζικό τρόπο) και την πολιτική των στοχοποιημένων δολοφονιών – εκτελέσεων. Η πολιτική αυτή αφορούσε κυρίως επιλεγμένα για τη δράση τους μέλη και στελέχη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος, τόσο εντός του Ισραήλ και των κατεχόμενων περιοχών όσο και στο εξωτερικό. Ανάμεσα στις 120 περίπου δολοφονίες – εκτελέσεις που πραγματοποιήθηκαν από ειδικές μονάδες του Ισραήλ εκείνα τα χρόνια, ήταν και του Αμπ. Τζιχάντ (ηγετικού στελέχους της Φατάχ και της PLO) το 1988 στην Τύνιδα.24

Οι απώλειες του Ισραήλ καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου παλαιστινιακού ξεσηκωμού ήταν 160 νεκροί (στρατιώτες, ένοπλοι έποικοι και άμαχοι).25

Οι εξελίξεις στο Παλαιστινιακό ζήτημα

Μετά το ξέσπασμα της «Ιντιφάντα», η αμερικανική διπλωματία, με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών Τζ. Σουλτς, κινητοποιήθηκε επιχειρώντας μια σειρά διμερείς επαφές με εκπροσώπους της κυβέρνησης του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Οι κινήσεις αυτές των ΗΠΑ στηρίζονταν στην ανησυχία που γεννήθηκε μέσα από τα τεκταινόμενα στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη γύρω από την ασφάλεια του Ισραήλ και – κυρίως – γύρω από τη δυνατότητά του να λειτουργεί ως πυλώνας ασφάλειας για την ευρύτερη περιοχή υπό τις παρούσες συνθήκες.26

Το προτεινόμενο από τους Αμερικανούς «Σχέδιο Σουλτς» είχε ως αφετηρία την άμεση έναρξη συνομιλιών για την εκχώρηση διοικητικής αυτονομίας στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα (με τον τελικό καθορισμό του καθεστώτος τους να παραπέμπεται σε επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων). Ωστόσο, ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Γ. Σαμίρ υπήρξε κατηγορηματικά αρνητικός σε οποιαδήποτε τέτοια εξέλιξη, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Το μόνο που αποδέχομαι από το Σχέδιο Σουλτς είναι η υπογραφή». Το Ισραήλ θεωρούσε ότι είχε προβεί ήδη σε παραχωρήσεις (με την αποχώρηση των στρατευμάτων του από τη Χερσόνησο του Σινά) και ότι «η διατήρηση της Δυτικής Οχθης και της Γάζας ήταν απολύτως αναγκαία (…) για λόγους ασφάλειας, ιστορίας και εθνικής ταυτότητας». Η αμερικανική πλευρά αντέδρασε, τονίζοντας πως η πολιτική του Ισραήλ «ήταν αδιέξοδη» και πως «η πεποίθηση ότι (…) η κατοχή της Δυτικής Οχθης και της Γάζας (…) μπορούσε να συνεχιστεί αποτελούσε ψευδαίσθηση».27

Ούτε με τους Παλαιστίνιους όμως υπήρξε αρχικά κάποια πρόοδος, αφού η αμερικανική διπλωματία, θέλοντας να «παρακάμψει» την PLO, επιδίωξε να εκκινήσει συνομιλίες με «εκπροσώπους» της επιλογής της. Απ’ όσους ωστόσο κλήθηκαν να παρευρεθούν στη σχετική συνάντηση με τον ίδιο τον Τζ. Σουλτς στις 26 Φλεβάρη 1988, δεν ανταποκρίθηκε κανείς. Οι ΗΠΑ, τόνισε ο Γ. Αραφάτ, «δεν έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν την παλαιστινιακή αντιπροσωπεία. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας και ακεραιότητας». Καθώς λοιπόν οι Παλαιστίνιοι δεν δέχονταν άλλη εκπροσώπηση από εκείνη που οι ίδιοι είχαν αναδείξει και αναγνώριζαν, οι ΗΠΑ δεν είχαν άλλη επιλογή από το να απευθυνθούν στην PLO, υπό τους εξής όμως αυστηρούς και μη διαπραγματεύσιμους όρους: Την αποδοχή των Αποφάσεων 242 και 338 του ΟΗΕ (δηλαδή την αποδοχή των συνόρων του Ισραήλ στα προ του 1967 όρια και τον περιορισμό του όποιου μελλοντικού Παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Οχθη και τη Γάζα), καθώς και την κατηγορηματική και απερίφραστη «καταδίκη της τρομοκρατίας» (ουσιαστικά της ένοπλης πάλης κατά του Ισραήλ).28

Ακολούθως, κατά τη 19η Σύνοδό του, που πραγματοποιήθηκε στο Αλγέρι στις 12 – 15 Νοέμβρη 1988, το Παλαιστινιακό Εθνικό Συμβούλιο υιοθέτησε τις σχετικές Αποφάσεις του ΟΗΕ, ανακηρύσσοντας ταυτόχρονα την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους επί των εδαφών της Δυτικής Οχθης και της Γάζας, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Το κράτος αυτό θα λειτουργούσε με βάση ένα αστικό «δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα», με «προστασία των μειονοτήτων» και «χωρίς εθνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και σεξιστικές διακρίσεις». Σε διεθνές επίπεδο θα πορευόταν με βάση τις αρχές «της ειρηνικής συνύπαρξης». Στις αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου υπήρχε επιπλέον ειδική αναφορά στην απόρριψη κάθε «απειλής ή χρήσης δύναμης, βίας και τρομοκρατίας» κατά «της εδαφικής ακεραιότητας άλλων κρατών», ενώ για πρώτη φορά εξέλιπε κάθε αναφορά στην ένοπλη πάλη.29Οι αποφάσεις αυτές του Εθνικού Συμβουλίου δεν πάρθηκαν ομόφωνα: 253 μέλη του ψήφισαν υπέρ, 46 κατά και 10 απείχαν. Κατά ψήφισε το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (δηλώνοντας ωστόσο ότι θα σεβόταν τις αποφάσεις της πλειοψηφίας), καθώς και το σοσιαλδημοκρατικό Λαϊκό Αγωνιστικό Μέτωπο.30

Η υποχώρηση από την ένοπλη αντίσταση ενάντια στην ισραηλινή κατοχή και από την ένοπλη πάλη με σκοπό τη συγκρότηση παλαιστινιακού κράτους μπορεί να ήταν σύμφωνη με το κλίμα που επικρατούσε στις διεθνείς σχέσεις της περιόδου (με την προσέγγιση ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, στην τελική ευθεία πριν την πλήρη ανατροπή του σοσιαλισμού), ωστόσο αντικειμενικά στέρησε από το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα ένα από τα βασικότερα μέσα πίεσης και διεκδίκησης στον αγώνα του. Επιπλέον, επέτρεψε σε άλλες οργανώσεις – όπως η Χαμάς (βλ. παρακάτω) – να παρουσιαστούν ως γνησιότεροι εκφραστές του κινήματος και να συσπειρώσουν μεγάλη μερίδα των πιο μαχητικών του στοιχείων.

Η ανακήρυξη του κράτους της Παλαιστίνης αγκαλιάστηκε από δεκάδες χώρες, που το αμέσως επόμενο διάστημα άρχισαν να το αναγνωρίζουν η μία μετά την άλλη: Μέσα σε έναν μήνα είχαν αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης σχεδόν 80 χώρες, μεταξύ των οποίων, βεβαίως, όλα τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και φυσικά η Σοβιετική Ενωση (στις 19 Νοέμβρη 1988).31 Με Απόφασή της (43/177) στις 15 Δεκέμβρη 1988 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ επίσης αναγνώρισε τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης, με 104 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 36 αποχές. Οι δύο μόνες αρνητικές ψήφοι ανήκαν στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ.32

Παρότι το απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων είχε προβεί στους συμβιβασμούς που είχαν απαιτηθεί από αυτό (ο Γ. Αραφάτ μάλιστα είχε επαναβεβαιώσει την «ολοκληρωτική και απόλυτη καταδίκη όλων των μορφών τρομοκρατίας» από την PLO μόλις μία μέρα πριν τη σχετική ψηφοφορία στον ΟΗΕ), οι ΗΠΑ συνέχιζαν να ασκούν πιέσεις για περισσότερες υποχωρήσεις και δεσμεύσεις, αφήνοντας όμως ταυτόχρονα και «μισό παράθυρο» ανοιχτό για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Πράγματι, στις 14 Δεκέμβρη οι ΗΠΑ για πρώτη φορά δήλωσαν πως «ήταν έτοιμες να εμπλακούν σε έναν ουσιαστικό (απευθείας) διάλογο με την PLO». Η πρώτη από αυτές τις συνομιλίες ξεκίνησε δύο μέρες αργότερα, στην Καρχηδόνα της Τυνησίας.33

Οι αλλεπάλληλες συζητήσεις και διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια, με πολλά σκαμπανεβάσματα και διακοπές. Το Συνέδριο Ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη στις 30 Οκτώβρη – 1 Νοέμβρη 1991, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, αν και δεν κατέληξε σε κάποια λύση, έθεσε το πλαίσιο για απευθείας πλέον διαβουλεύσεις μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Και αυτές οι συνομιλίες, όμως, εξελίχθηκαν αργά και βασανιστικά, καταλήγοντας πια το 1993 στη Συμφωνία του Οσλο (βλ. στο επόμενο μέρος του αφιερώματός μας).34

Ο κόσμος, βεβαίως, είχε πλέον αλλάξει και είχε αλλάξει δραματικά προς το χειρότερο. Η ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ευρώπη είχε στερήσει από τους λαούς της υφηλίου – και ειδικότερα εν προκειμένω από τους Παλαιστινίους – το βασικότερο διεθνές τους αποκούμπι στους αγώνες τους για ελευθερία, ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη.

Οι τροχοί της Ιστορίας γύρισαν προς στιγμήν προς τα πίσω. Και η κίνηση αυτή θα γινόταν πολλαπλά αισθητή στην υπόθεση του Παλαιστινιακού λαού – και όχι μόνο.

Μέσα στον αρνητικό διεθνή συσχετισμό που διαμορφωνόταν, η αστική ηγεσία της PLO (όπως και άλλων αντίστοιχων οργανώσεων ή ακόμα και κρατών, όπως π.χ. η Λιβύη) θα επιχειρούσε πλέον την προσέγγιση και συνεννόηση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό (με ό,τι συμβιβασμούς αυτό περιλάμβανε), εφόσον κάθε διαφορετική στάση θα είχε εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες, ελλείψει του σημαντικότατου αυτού διεθνούς αντίβαρου υπέρ των λαών το οποίο αποτελούσε η Σοβιετική Ενωση.

Η εμφάνιση και άνοδος της Χαμάς

Η Χαμάς (που σημαίνει «ενθουσιασμός» στα Αραβικά, αλλά αποτελεί ακρωνύμιο για το «Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης», που είναι και η πλήρης ονομασία της οργάνωσης) συγκροτήθηκε στη Γάζα τους πρώτους μήνες της «Ιντιφάντα».35

Οι ρίζες της, βεβαίως, ανατρέχουν πιο βαθιά στο παρελθόν, έως την περίοδο της αιγυπτιακής κυριαρχίας στη Γάζα και τη δημιουργία των πρώτων ερεισμάτων εκεί της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας». Κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες της ισραηλινής κατοχής (1967 – 1987) η επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και άλλων τέτοιων θρησκευτικών οργανώσεων υπήρξε πολύ μικρή σε σχέση με τη Φατάχ, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και γενικότερα την PLO. Ωστόσο, η γενναία χρηματοδότησή τους από κράτη όπως η Σαουδική Αραβία και – πολύ περισσότερο – οι πολιτικές της ισραηλινής κατοχής έθεσαν τις βάσεις για αλλαγή των μέχρι τότε συσχετισμών.

Ακολούθως, ενώ το κράτος του Ισραήλ κατέστειλε βίαια το κίνημα της παλαιστινιακής αντίστασης που αναπτύχθηκε στη Γάζα το 1969 – 1973 (με πρωταγωνίστριες μάλιστα τις πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις στην PLO, τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου), δολοφονώντας πολλά στελέχη του και εκτοπίζοντας εκτός συνόρων εκατοντάδες μέλη και υποστηρικτές του, την ίδια στιγμή επέδειξε ιδιαίτερη ανοχή απέναντι στην ίδρυση και δράση ισλαμικών οργανώσεων.

Πράγματι, οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής όχι μόνο επέτρεψαν αλλά και αναγνώρισαν επίσημα οργανώσεις όπως το «Ισλαμικό Κέντρο» (που ιδρύθηκε το 1973 από μέλη της Ισλαμικής Αδελφότητας και είχε επικεφαλής τον σεΐχη Α. Γιασίν, κατοπινό ηγέτη της Χαμάς). Η επίσημη αναγνώριση του «Ισλαμικού Κέντρου» ως φιλανθρωπικής οργάνωσης συνέβαλε τα μέγιστα στην επέκταση και ισχυροποίησή του, καθώς πλέον μπορούσε πολύ πιο εύκολα να δέχεται και να διαχειρίζεται χορηγίες από το εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα ήταν σε θέση να ιδρύει και να λειτουργεί απρόσκοπτα μια σειρά από κοινωνικά ιδρύματα, συλλόγους, σχολεία, τζαμιά κ.ο.κ., που σιγά σιγά εδραίωναν τα ερείσματά του στις λαϊκές μάζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα 1967 – 1987 τα τζαμιά στη Λωρίδα της Γάζας υπερδιπλασιάστηκαν σε αριθμό.36

Το 1986 ο Ισραηλινός στρατιωτικός διοικητής της περιοχής, Γ. Σεγκέβ, παραδέχτηκε ότι η ισραηλινή κυβέρνηση και η κατοχική διοίκηση της Γάζας στήριξαν όντως τη δράση των ισλαμικών οργανώσεων (και με χρηματικά κονδύλια), προκειμένου να λειτουργήσουν ως «αντίβαρο» στην PLO.37 Σύμφωνα με τον Β. Οστρόφσκι (ταγματάρχη του ισραηλινού στρατού, που διετέλεσε μέλος των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ, της Μοσάντ, το διάστημα 1984 – 1986): «Η στήριξη των πιο ακραίων στοιχείων του ισλαμικού φονταμενταλισμού κούμπωνε καλά με τους γενικότερους σχεδιασμούς της Μοσάντ για την περιοχή. Ενας αραβικός κόσμος στον οποίο θα κυριαρχούσαν οι φονταμενταλιστές δεν θα μπορούσε να αποτελεί συνομιλητή στις διαπραγματεύσεις με τη Δύση, αφήνοντας έτσι το Ισραήλ ως το μόνο δημοκρατικό, λελογισμένο κράτος στην περιοχή. Αν δε η Μοσάντ μπορούσε να το κανονίσει έτσι ώστε η Χαμάς (οι Παλαιστίνιοι φονταμενταλιστές) να κερδίσει τους παλαιστινιακούς δρόμους από την PLO, τότε η εικόνα (σ.σ. η αποστολή της) θα ολοκληρωνόταν».38«Δυστυχώς», θα αναφέρει στη «Wall Street Journal» το 2009 ο Α. Κοέν (αξιωματούχος του Ισραήλ για θρησκευτικά ζητήματα στη Γάζα επί 2 δεκαετίες), «η Χαμάς αποτελεί δημιούργημα του Ισραήλ».39

Βεβαίως, η ενίσχυση ακραίων θρησκευτικών – φονταμελιστικών οργανώσεων δεν αποτελούσε «ξένη» ή «σπάνια» πρακτική στο πλαίσιο του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Οι ΗΠΑ, άλλωστε, διέθεταν ήδη πλούσιο ιστορικό αξιοποίησης τέτοιων δυνάμεων σε διάφορες περιοχές της Μέσης Ανατολής. Από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις υπήρξε βεβαίως η πολύμορφη στήριξη (με εκπαίδευση, όπλα και κεφάλαια) που παρείχαν στους Μουτζαχεντίν εναντίον των δυνάμεων της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν και της ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1980.

Σημειωτέον, η πολιτική του Ισραήλ έναντι της Χαμάς δεν περιορίστηκε μόνο στην περίοδο που η PLO μεσουρανούσε στα πολιτικά πράγματα της Παλαιστίνης, αλλά συνεχίστηκε έως πολύ πρόσφατα, στο πλαίσιο μιας διαρκούς και συστηματικής υπονόμευσης της προοπτικής δημιουργίας ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους. «Καθένας που θέλει να αποτρέψει την ίδρυση ενός Παλαιστινιακού κράτους» – τόνισε τον Μάρτη του 2019 ο ίδιος ο Νετανιάχου, απευθυνόμενος στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του – «πρέπει να υποστηρίξει την ενίσχυση της Χαμάς και τη μεταφορά χρημάτων στη Χαμάς. (…) Είναι μέρος της στρατηγικής μας».40«Για χρόνια», έγραφαν οι «Times of Israel» στις 8/10/2023 (όταν εκδηλώθηκε η επίθεση της Χαμάς, που πυροδότησε τον πόλεμο στη Γάζα), η ισραηλινή κυβέρνηση «ενίσχυε την Χαμάς (…) Η πολιτική αντιμετώπισης αυτής της τρομοκρατικής ομάδας ως εταίρου από την πλευρά του πρωθυπουργού (Νετανιάχου), σε βάρος του (προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής) Αμπάς και της προοπτικής ίδρυσης Παλαιστινιακού κράτους, προξένησε πληγές από τις οποίες το Ισραήλ θα κάνει χρόνια να γιατρευτεί».

Η σχέση Ισραήλ – Χαμάς (όπως και η σχέση ΗΠΑ – Μουτζαχεντίν και άλλες τέτοιες) δεν πρέπει να παρερμηνευτεί ως σχέση εξάρτησης. Η Χαμάς δεν υπήρξε κατασκεύασμα ή υποχείριο του Ισραήλ. Κάθε πλευρά είχε τα δικά της συμφέροντα και σκοπούς, που σε ορισμένες φάσεις (είτε σε περιόδους συνεργασίας είτε ακόμα και σε περιόδους σύγκρουσης) αλληλοεξυπηρετούνταν, έχοντας όμως ταυτόχρονα και πολλές αντιθέσεις.

Ο ρόλος της Χαμάς στην πρώτη «Ιντιφάντα»

Την περίοδο της ισραηλινής κατοχής μέχρι και την έκρηξη του παλαιστινιακού ξεσηκωμού τον Δεκέμβρη του 1987, οι ισλαμικές οργανώσεις δεν είχαν κάποια απελευθερωτική δράση, επικεντρωνόμενες σε ζητήματα κατήχησης και θρησκευτικής γαλούχησης – ιδιαίτερα των νέων. Οι όποιες περιορισμένες ένοπλες ενέργειές τους είχαν να κάνουν με επιθέσεις κατά μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, της Φατάχ κ.ο.κ.41

Η συγκρότηση του «Ισλαμικού Κινήματος Αντίστασης» (Χαμάς), μιας πολιτικής – στρατιωτικής οργάνωσης με απελευθερωτικό πλέον πρόγραμμα και στόχους, αποτέλεσε μια προσπάθεια παρέμβασης στο περιεχόμενο και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ξεσηκωμού, με σκοπό την υπονόμευση της PLO και εν τέλει την αντικατάστασή της στην ηγεσία του Παλαιστινιακού λαού. Γι’ αυτό και όταν έλαβε χώρα, «το Ισραήλ έσπευσε να της προσδώσει νομιμότητα και κύρος, σε μια προσπάθεια περιθωριοποίησης της PLO». Πράγματι, το Ισραήλ αρχικά αναγνώρισε ως νόμιμη τη δράση της Χαμάς – νομιμότητα την οποία ήρε ενάμιση χρόνο μετά, τον Ιούνη του 1989, όταν πια η Χαμάς άρχισε να πραγματοποιεί επιθέσεις με νεκρούς.42

Η Χαμάς δεν μετείχε στην Ενωμένη Εθνική Ηγεσία της Εξέγερσης, ακολουθώντας αυτοτελή πορεία και δράση. Ως εκ τούτου, δεν δεσμευόταν ούτε από την αποχή από την ένοπλη πάλη (αν και το πρώτο διάστημα την τήρησε), ούτε από τους συμβιβασμούς της ηγεσίας του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος, τους οποίους και αξιοποίησε προπαγανδιστικά στο έπακρο. Στις διακηρύξεις της η Χαμάς κατήγγειλε κάθε διεθνή διαμεσολάβηση για την επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος, αρνούμενη την ύπαρξη του Ισραήλ και διεκδικώντας την ίδρυση κράτους στο σύνολο της ιστορικής Παλαιστίνης (σε επαφές πίσω από «κλειστές θύρες», βέβαια, το 1988 με στελέχη της ισραηλινής κυβέρνησης, η Χαμάς υπήρξε πιο «διαλλακτική» ως προς την προοπτική λύσης των δύο κρατών).43

Μετά το 1989 οι ένοπλες επιθέσεις της οργάνωσης αυξήθηκαν, ενώ στις 16 Απρίλη 1993 (παραμονές των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στο Οσλο) πραγματοποίησε την πρώτη βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας εντός του Ισραήλ κατά αμάχων. Για τη Χαμάς, εφόσον «το Ισραήλ αποτελούσε μια μιλιταριστική κοινωνία (…) δεν υπήρχαν άμαχοι».44

Οι επιθέσεις τέτοιου τύπου είχαν ανάμεικτη αποδοχή από τον Παλαιστινιακό λαό. Οπως τόνισε ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπιρζέιτ της Δυτικής Οχθης, «όταν κανείς έχει δεχτεί τέτοια καταπίεση, εξευτελισμό και απάνθρωπη συμπεριφορά, τότε κάθε ενέργεια που πληγώνει τον εχθρό έχει ένα άμεσο καταπραϋντικό αποτέλεσμα. Είναι το αίμα του εχθρού – πρόκειται σχεδόν για μια κανιβαλική αντιμετώπιση. (Ομως) οι Παλαιστίνιοι αισθάνονται αβοήθητοι. (Οπότε) κάθε ενέργεια, ακόμα και μια τρομοκρατική ενέργεια, είναι κάτι που λέει πως “δεν έχουμε παραδώσει ακόμη τα όπλα”».45

Οι διώξεις στελεχών της Χαμάς από το Ισραήλ – και ιδιαίτερα οι εκτοπίσεις τους το 1992 – «τους έκαναν ήρωες στα μάτια των Παλαιστινίων». «Οι Ισραηλινοί μας έκαναν μεγάλη χάρη», θα τονίσει σχετικά ένα μέλος της οργάνωσης, καθώς «βγήκαμε κερδισμένοι από όλο αυτό.»46

Κερδισμένη βγήκε η Χαμάς και από τη στήριξη της Φατάχ στο Ιράκ κατά την εισβολή του στο Κουβέιτ το 1990. Ακολούθως, η Φατάχ απώλεσε την οικονομική στήριξη της Σαουδικής Αραβίας και των άλλων κρατών του Κόλπου, η οποία διοχετεύτηκε στη Χαμάς. Ετσι, την ίδια στιγμή που η PLO έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αδυνατώντας να στηρίξει οικονομικά τη δράση της, η Χαμάς κατάφερε να επεκτείνει ακόμα περισσότερο τα δίκτυα κοινωνικής πρόνοιας, εκπαίδευσης, φιλανθρωπίας κ.ο.κ. που λειτουργούσε σε Γάζα και Δυτική Οχθη, «αγκαλιάζοντας» πάνω από 90.000 οικογένειες.47

Βεβαίως, οι συσχετισμοί στους Παλαιστινίους ακόμα δεν είχαν αλλάξει δραματικά. Η PLO παρέμενε η κυρίαρχη δύναμη του απελευθερωτικού αγώνα και ο βασικός πολιτικός εκπρόσωπος του Παλαιστινιακού λαού. Ωστόσο, οι «σπόροι» της ραγδαίας ανάπτυξης της Χαμάς κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 είχαν πια σπαρθεί στα παλαιστινιακά εδάφη.

Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος της Χαμάς είχε ήδη αρχίσει να έχει σαφή αρνητικό αντίκτυπο στο φιλειρηνικό και φιλοπαλαιστινιακό κίνημα στο εσωτερικό του Ισραήλ, καθώς οι δολοφονικές επιθέσεις σε βάρος αμάχων έκαναν πολλούς Ισραηλινούς να αποδεχτούν την πολιτική του ισραηλινού κράτους έναντι των Παλαιστινίων ως «αναγκαίο κακό», ή ακόμα και να ταυτιστούν με αυτή. Για δε όσους συνέχισαν να ασκούν κριτική, η υπεράσπιση της προοπτικής μιας ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών αναμφίβολα γινόταν μια ολοένα και πιο δύσκολη υπόθεση.

Αρνητικές ήταν οι επιπτώσεις των «τυφλών επιθέσεων» και στην έκφραση αλληλεγγύης στον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού στο εξωτερικό, καθώς ζημίωναν την εικόνα του (ειδικά σε μια περίοδο επικράτησης της αντεπανάστασης), ενώ ταυτόχρονα προσέδιδαν αληθοφάνεια και άλλοθι στην προπαγάνδα του ισραηλινού κράτους περί «νόμιμης άμυνας» απέναντι σε έναν «υπαρξιακό κίνδυνο» για το ίδιο.

Παραπομπές:

1. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part IV: 1984-1988 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-iv-1984-1988/) – από εδώ και πέρα ΟΗΕ-δ

2. UN, Palestinian Children in the Occupied Palestinian Territory, 1990, στο ΟΗΕ-δ, ό.π.

3. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part V: 1989-2000 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-v-1989-2000/) – από εδώ και πέρα ΟΗΕ-ε

4. Benny Morris, «Righteous victims: A history of the Zionist – Arab conflict, 1881-2001», εκδ. «Vintage Books», NY, 2001, σελ. 567

5. Letter dated 2 February 1988 from the permanent representative of Jordan to the UN (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-186199/)

6. «Jerusalem Post», 26/2/1988

7. Benny Morris, ό.π., σελ. 567

8. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part IΙΙ: 1978-1983 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-iii-1978-1983/) – από εδώ και πέρα ΟΗΕ-γ

9. ΟΗΕ-γ και ΟΗΕ-δ, ό.π.

10. Meron Benvenisti, «1987 Report» και «Report of the Special Committee to Investigate Israeli Practices Affecting the Human Rights of the Population of the Occupied Territories» (A/43/694), στο ΟΗΕ-δ, ό.π.

11. ΟΗΕ-γ, ό.π.

12. Rafael Reuveny, «The political economy of Israeli – Palestinian interdependence», στο «Policy Studies Journal», vol. 27, no. 4, 1999 και «Jerusalem Post», 6/5/1986

13. Meron Benvenisti, «1986 Report», στο ΟΗΕ-δ, ό.π., και Rafael Reuveny, ό.π.

14. Roger Normand, «Israel’s accountability for economic warfare», στο «Middle East Report», vol. 30, no. 4, 2000

15. Peter Ackerman & Jack DuVall, «A force more powerful», εκδ. «Palgrave Macmillan», NY, 2000, σελ. 401

16. Jean – Pierre Filiu, «Gaza: A history», εκδ. «Oxford University Press», Oxford, 2014, σελ. 200 – 201

17. US Department of State, Country Reports on Human Rights Practices for 1988, εκδ. US Department Printing Office, Washington, 1989, σελ. 1.378

18. UΝ, «The Question of Palestine», July 1991 και October 1994, στο ΟΗΕ-ε, ό.π., και Juan Jose Lopez-Ibor et al (επ.), «Disasters and mental health», εκδ. «Wiley», Chichester, 2005, σελ. 231

19. ΟΗΕ-ε, ό.π.

20. US Department of State, ό.π., σελ. 1.379

21. «Al Jazeera», «Are Palestinian children less worthy?» (https://www.aljazeera.com/opinions/2011/5/30/are-palestinian-children-less-worthy)

22. ΟΗΕ-ε, ό.π.

23. ΟΗΕ-δ, ό.π.

24. ΟΗΕ-ε, ό.π

25. B’Tselem, «Fatalities in the First Intifada» (https://www.btselem.org/statistics/first_intifada_tables)

26. Ann Lesch, «US policy toward the Palestinians in the 1980s», στο «Arab Studies Quarterly», vol. 12, no. 1 – 2, Winter – Spring 1990, σελ. 168

27. Ann Lesch, ό.π., σελ.177 – 178, 182

28. Ann Lesch, ό.π., σελ.179 – 180, και ΟΗΕ-δ, ό.π.

29. Rashid Khalidi, «The resolutions of the 19th Palestine National Council», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 19, no. 2, Winter 1990, σελ. 33 – 36

30. Congressional Record, 9/5/1989 (https://irp.fas.org/congress/1989_cr/h890509-plo.htm)

31. «The Times», 14/12/1988

32. ΟΗΕ-δ, ό.π.

33. ΟΗΕ-δ, ό.π.

34. ΟΗΕ-ε, ό.π.

35. Η πρώτη της προκήρυξη είχε ημερομηνία 11/2/1988, ενώ με το ακρωνύμιο ΧΑΜΑΣ άρχισε να εμφανίζεται από τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου (Pia Therese Jansen, «The consequences of Israel’s counter terrorism policy», PhD thesis, University of St. Andrews, 2008, σελ. 102)

36. Benny Morris, ό.π., σελ. 563

37. Dilip Hiro, «Sharing the Promised Land», εκδ. «Coronet Books», London, 1996, σελ. 536

38. Victor Ostrovsky, «The other side of deception», εκδ. «Harper Collins», NY, 1994, σελ. 197

39. «Wall Street Journal», 24/1/2009

40. «Haaretz», 9/10/2023

41. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 83 – 85, και Salim Tamari, «What the Uprising means?», στο «Middle East Report», no. 152, May – June 1988, σελ.29.

42. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 102, και Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 – 2005», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 34, no. 4, Summer 2005, σελ. 37

43. Helga Baumgarten, ό.π., σελ. 39, Jean – Pierre Filiu, ό.π., σελ. 206, και Graham Usher, «Dispatches from Palestine. The rise and fall of the Oslo peace process», εκδ. «Pluto Press», London, 1999, σελ. 20

44. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 49 και 103

45. David Shipler, «Arab and Jew – Wounded spirits in a Promised Land», εκδ. «Penguin», NY, 2002, σελ. 101

46. Pia Therese Jansen, ό.π.,166

47. Pia Therese Jansen, ό.π.,169

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

Πηγή : Ριζοσπάστης 27 – 28 / 7 – 2024

 

 

 

 

ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ (13 ΜΑΡΤΗ 1941 – 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2008)

«Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε»

O Μαχμούντ Νταρουίς, όταν κατακτά το προσωπικό ποιητικό σύμπαν του, πάντα μα πάντα το γειώνει στην αντίσταση του μαχόμενου Παλαιστινιακού λαού
O Μαχμούντ Νταρουίς, όταν κατακτά το προσωπικό ποιητικό σύμπαν του, πάντα μα πάντα το γειώνει στην αντίσταση του μαχόμενου Παλαιστινιακού λαού

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Συνεχίζουμε, κι αυτό το Σαββατοκύριακο, το αφιέρωμα στην ελευθερόφρονα ποιητική φωνή των απάτριδων Παλαιστινίων, στον Μαχμούντ Νταρουίς.

Ως το τέλος της, γεμάτης με άλγος, ζωής του, πάντα στέκεται στο πλευρό των ανέστιων συμπατριωτών του, γιατί ποτέ μα ποτέ στα δημιουργήματά του δεν μασάει τα λόγια του, δεν αλλάζει ρότα, δεν συμβιβάζεται για να γίνει αρεστός. Πάντα παραμένει απόκληρος, εκτεθειμένος, σε διαρκή πολιορκία, ξένος στον τόπο των προγόνων του, σε μόνιμη προσφυγιά και σε ατελείωτη εξορία.

Ομως, ας πιάσουμε το νήμα της ζωής αυτής της μαχόμενης προσωπικότητας έτσι όπως το αφήσαμε στο κομβικό έτος 1961, οπότε γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισραήλ. Δεν είναι μία επιλογή της νεότητας, η οποία αργότερα ξεχνιέται, όταν η φήμη του αποκτά τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας αναγνώρισης και αναγνωσιμότητας.

Επί επτά χρόνια, μέχρι το 1967, ονειρεύεται ψυχοσωματικά την προλεταριακή επανάσταση για μια ανεξάρτητη πατρίδα, χωρίς ποτέ να απολύει τη διεθνιστική ταυτότητά του και το αίσθημα της παγκόσμιας αλληλεγγύης.

«Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ»

Εχει περάσει τα 30 χρόνια του, όταν γράφει το «Ταξίμι πάνω σε Σούρα της Ιερουσαλήμ», το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Χρονικά της Συνήθους Θλίψης» (1973):

Ο ποιητής διαβάζει (δεξιά), ο ομοεθνής του, ο κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος Εντουαρντ Σαΐντ (1935 - 2003) στρέφεται προς τον Λιβανέζο τραγουδοποιό Μαρσέλ Χαλίφε, που βρίσκεται από πάνω τους. Η φωτογραφία αποπνέει ηρεμία, γιατί και οι τρεις τους είναι γιοι της ειρήνης
Ο ποιητής διαβάζει (δεξιά), ο ομοεθνής του, ο κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος Εντουαρντ Σαΐντ (1935 – 2003) στρέφεται προς τον Λιβανέζο τραγουδοποιό Μαρσέλ Χαλίφε, που βρίσκεται από πάνω τους. Η φωτογραφία αποπνέει ηρεμία, γιατί και οι τρεις τους είναι γιοι της ειρήνης

Σήμερα κρέμεται στο ξύλο… εκείνη που / μας κρέμασε στο νόστο. / Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ, / μα αυτή δεν κλαίει πάνω σε κανέναν.

Ομως, επειδή την ιστορία της παλαιστινιακής ποίησης στην ελληνική γλώσσα την έχει γράψει το εκδοτικό του ΚΚΕ, η «Σύγχρονη Εποχή», θα ανατρέξουμε στην ανθολογία, με τον τίτλο «Εξη Νεοάραβες ποιητές» (1980). Τη μετάφραση, από τα αραβικά, υπογράφει ο Σαμίρ Αουάντ και τη λογοτεχνική απόδοση η Μαρίτσα Παπαδήμα.

Μετά από 40 και βάλε χρόνια, σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα, από την προσωπογραφία του κομμουνιστή ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς, όπως την φιλοτεχνεί το δίδυμο της συνεργασίας:

Η γενοκτονία των χωριών Ντερ Γιασίν και Κάφαρ Κάσεμ

«(…) Μεγάλωσε βλέποντας το στρατοκρατικό καθεστώς του Ισραήλ να κάνει κάθε είδους διακρίσεις σε βάρος της αραβικής μειονότητας, διακρίσεις που φτάνανε μέχρι τη γενοκτονία. Οπως έγινε στα χωριά Ντερ Γιασίν και Κάφαρ Κάσεμ, όπου όλοι οι κάτοικοι εκτελέστηκαν από την ισραηλινή εθνοφρουρά. Η πρώτη σφαγή (…) έγινε για να τρομοκρατηθούν οι Παλαιστίνιοι να φύγουν απ’ τα χωριά τους και να γίνουν πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες. Η δεύτερη σφαγή (…) στα 1956 σκοπό είχε να πνίξει το πνεύμα αντίστασης που είχε αναπτυχθεί. Οι Αραβες που ζούσαν στο Ισραήλ αντιδρούσαν στην καταπίεση, στην εκμετάλλευση, στις ρατσιστικές διακρίσεις και τα αντίποινα ήταν σκληρά.

Ολη του η ποίηση δονείται από τα πάθη του λαού του

Το εξώφυλλο της ιστορικής έκδοσης της «Σύγχρονης Εποχής», «Εξη Νεοάραβες ποιητές», σε μετάφραση του Σαμίρ Αουάντ και της Μαρίτσας Παπαδήμα (1980)
Το εξώφυλλο της ιστορικής έκδοσης της «Σύγχρονης Εποχής», «Εξη Νεοάραβες ποιητές», σε μετάφραση του Σαμίρ Αουάντ και της Μαρίτσας Παπαδήμα (1980)

Ζώντας κάτω από αυτές τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ο ποιητής όχι μόνο δεν μένει αδιάφορος αλλά αντίθετα όλη του η ποίηση δονείται από τα πάθη του λαού του. Ετσι δεν είναι τυχαίο πως ο Τύπος του Ισραήλ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πνίξει τούτη τη φωνή. Ολα τα ποιήματα είδαν το φως στην αραβική εφημερίδα του ΚΚ Ισραήλ και εκδόθηκαν στο τυπογραφείο της, όπως άλλωστε και τα έργα όλων των προοδευτικών Αράβων λογοτεχνών.

Ο Νταρουίς ακολουθεί τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, η ποίησή του είναι πλούσια σε εικόνες και καινούργια θέματα, όπως όταν μελετάει το πρόβλημα της γλώσσας, της παράδοσης και της ποίησης».

Να καταλάβει ο λαός την έννοια των ποιημάτων

Προσέξτε. Ο Παλαιστίνιος αγωνιζόμενος δημιουργός δεν γράφει στίχους άχρωμους, άγευστους και άφωνους, γιατί θέλει να δώσει ψευδές φως στα ερειπωμένα παλαιστινιακά σπίτια. Δεν μπορεί να γίνει σαφέστερος, όταν γράφει το «ιδεολογικό» ποίημα «Για την ποίηση»:

Τα ποιήματά μας είναι χωρίς χρώμα / χωρίς γεύση… χωρίς φωνή / αν δε μεταφέρουν το φως από σπίτι σε σπίτι / Αν δεν καταλάβουν οι «απλοί» τις έννοιές τους / καλύτερα να τα σκορπίσουμε / ν’ αφεθούμε κι εμείς… στη σιωπή.

Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη

Ναι, ο Μαχμούντ Νταρουίς αρνιόταν την ένοχη σιωπή, γιατί η λογοτεχνία δεν είναι υπηρέτης της απόσβεσης των γεγονότων, όταν αυτά συμβαίνουν, καθώς αναπνέεις, στην παροντική στιγμή του χαμού. Σ’ ένα από τα τελευταία του κείμενα αποφαινόταν:

«Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε. Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη που πρέπει να σπάσουμε κάθε φορά που μας αρέσει το είδωλο που βλέπουμε μέσα μας!». Η κατάληξή του, καθόλου ατελέσφορη, παραδίδει το εγώ του στην υπηρεσία του μαστιζόμενου λαού του: «Στο εξής, δεν είσαι ο εαυτός σου!».

Φωτογραφίες Παλαιστινίων αγωνιστών κι αγωνιστριών, που έχασαν τη ζωή τους, το 1956, από τα δολοφονικά πυρά της Ισραηλινής Συνοριακής Αστυνομίας, στο χωριό - ολοκαύτωμα Κάφαρ Κάσεμ
Φωτογραφίες Παλαιστινίων αγωνιστών κι αγωνιστριών, που έχασαν τη ζωή τους, το 1956, από τα δολοφονικά πυρά της Ισραηλινής Συνοριακής Αστυνομίας, στο χωριό – ολοκαύτωμα Κάφαρ Κάσεμ

Το ποιητικό σύμπαν του κρατάει από το εν πολλοίς άγνωστο λογοτεχνικό πάνθεο στη δυτική πολιτισμική πρόσληψη. Ο αραβικός κόσμος οπωσδήποτε δεν είναι ενιαίος, ούτε εθνικά ούτε θρησκευτικά.

Ωστόσο, διαθέτει κοινό γλωσσικό όργανο, το οποίο φθάνει στις απαρχές της άρθρωσης των πρώτων ονομάτων. Το πληκτρολόγιο, με το οποίο παίζει ο εθνικός ποιητής της Παλαιστινιακής Αντίστασης, διαθέτει πλήκτρα πολύχρωμα από μύθους, ελληνικούς, περσικούς, ρωμαϊκούς και βιβλικούς.

«Χίλιες και μία νύχτες», ένα παραμύθι αυτογνωσίας

Και ίσως ασυνείδητα τον επηρέασαν οι «Χίλιες και μία νύχτες». Αυτό το παρηγορητικό έπος αυτογνωσίας, μέσα από τα υλικά του παραμυθιού, διδάσκει ότι το φανταστικό, ακόμη κι αν δεν λύνει τους ανθρώπους από τα δεσμά της επιβίωσης, τουλάχιστον τους βοηθάει να βυθιστούν σ’ έναν λυτρωτικό ύπνο.

Εναν ύπνο που δεν ξεγράφει την καθημερινότητα του ταλανισμένου παραγωγού, είτε με τα χέρια είτε με το μυαλό ή και με τα δύο μαζί, αλλά την θέτει στις στέρεες βάσεις της αέναης διεκδίκησης για έναν δικαιότερο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Απ’ αυτήν την παράδοση, η οποία χρωστάει πολλά στον προφορικό λόγο, κρατάει το ποίημα «Το τραγούδι κι ο Σουλτάνος». Ενα απόσπασμά του:

Θύμωσε ο Σουλτάνος …κι ο Σουλτάνος είναι σ’ όλες τις φωτογραφίες / και πάνω στα ταχυδρομικά δελτάρια / αγνός σαν τους ψαλμούς… στο μέτωπό του το σημάδι των δούλων / και φώναξε…και διάταξε / σκοτώστε αυτό το ποίημα / το σκοπευτήριο είναι η συλλογή των πεισματάρικων ποιημάτων.

*

Το γαλάζιο τραγούδι ήταν μια σκέψη / προσπάθησε ο Σουλτάνος να τη μποδίσει / μα έγινε η γέννηση της φλόγας

*

Το κόκκινο τραγούδι ήταν η φλόγα / προσπάθησε ο Σουλτάνος να τη φυλακίσει / κι έγινε φωτιά – επανάσταση.

Ο σαρκασμός ήταν ένα από τα όπλα του, γιατί, όπως συχνά έλεγε, «με βοηθά να ξεπερνώ την τραχύτητα της πραγματικότητας που ζούμε, απαλύνει τον πόνο των σημαδιών και κάνει τους ανθρώπους να χαμογελούν. Ο σαρκασμός συσχετίζεται όχι μόνο με τη σημερινή πραγματικότητα αλλά και με την Ιστορία. Η Ιστορία γελά και με το θύμα και με τον θύτη».

(Συνεχίζεται)

ΥΓ: Είμαι το αγέννητο ακόμη ο λόφος / Της κοιλιάς ηφαίστειο κεκοιμημένο / Χωρίς βάρος έτρεχα μέσα στην / Μήτρα ασύλληπτο σπέρμα πριν / Στην λάβα βουτήξει ο πατέρας / Κι ήταν όλη η γη κατάμαυρη / Παρακαλούσα βροχή να γεννηθώ (Συνεχίζεται)

Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου

 

ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ (13 ΜΑΡΤΗ 1941 – 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2008)
«Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε»
O Μαχμούντ Νταρουίς, όταν κατακτά το προσωπικό ποιητικό σύμπαν του, πάντα μα πάντα το γειώνει στην αντίσταση του μαχόμενου Παλαιστινιακού λαού
O Μαχμούντ Νταρουίς, όταν κατακτά το προσωπικό ποιητικό σύμπαν του, πάντα μα πάντα το γειώνει στην αντίσταση του μαχόμενου Παλαιστινιακού λαού
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Συνεχίζουμε, κι αυτό το Σαββατοκύριακο, το αφιέρωμα στην ελευθερόφρονα ποιητική φωνή των απάτριδων Παλαιστινίων, στον Μαχμούντ Νταρουίς.
Ως το τέλος της, γεμάτης με άλγος, ζωής του, πάντα στέκεται στο πλευρό των ανέστιων συμπατριωτών του, γιατί ποτέ μα ποτέ στα δημιουργήματά του δεν μασάει τα λόγια του, δεν αλλάζει ρότα, δεν συμβιβάζεται για να γίνει αρεστός. Πάντα παραμένει απόκληρος, εκτεθειμένος, σε διαρκή πολιορκία, ξένος στον τόπο των προγόνων του, σε μόνιμη προσφυγιά και σε ατελείωτη εξορία.

Ομως, ας πιάσουμε το νήμα της ζωής αυτής της μαχόμενης προσωπικότητας έτσι όπως το αφήσαμε στο κομβικό έτος 1961, οπότε γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισραήλ. Δεν είναι μία επιλογή της νεότητας, η οποία αργότερα ξεχνιέται, όταν η φήμη του αποκτά τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας αναγνώρισης και αναγνωσιμότητας.

Επί επτά χρόνια, μέχρι το 1967, ονειρεύεται ψυχοσωματικά την προλεταριακή επανάσταση για μια ανεξάρτητη πατρίδα, χωρίς ποτέ να απολύει τη διεθνιστική ταυτότητά του και το αίσθημα της παγκόσμιας αλληλεγγύης.

«Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ»
Εχει περάσει τα 30 χρόνια του, όταν γράφει το «Ταξίμι πάνω σε Σούρα της Ιερουσαλήμ», το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Χρονικά της Συνήθους Θλίψης» (1973):

Ο ποιητής διαβάζει (δεξιά), ο ομοεθνής του, ο κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος Εντουαρντ Σαΐντ (1935 – 2003) στρέφεται προς τον Λιβανέζο τραγουδοποιό Μαρσέλ Χαλίφε, που βρίσκεται από πάνω τους. Η φωτογραφία αποπνέει ηρεμία, γιατί και οι τρεις τους είναι γιοι της ειρήνης
Ο ποιητής διαβάζει (δεξιά), ο ομοεθνής του, ο κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος Εντουαρντ Σαΐντ (1935 – 2003) στρέφεται προς τον Λιβανέζο τραγουδοποιό Μαρσέλ Χαλίφε, που βρίσκεται από πάνω τους. Η φωτογραφία αποπνέει ηρεμία, γιατί και οι τρεις τους είναι γιοι της ειρήνης
Σήμερα κρέμεται στο ξύλο… εκείνη που / μας κρέμασε στο νόστο. / Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ, / μα αυτή δεν κλαίει πάνω σε κανέναν.
Ομως, επειδή την ιστορία της παλαιστινιακής ποίησης στην ελληνική γλώσσα την έχει γράψει το εκδοτικό του ΚΚΕ, η «Σύγχρονη Εποχή», θα ανατρέξουμε στην ανθολογία, με τον τίτλο «Εξη Νεοάραβες ποιητές» (1980). Τη μετάφραση, από τα αραβικά, υπογράφει ο Σαμίρ Αουάντ και τη λογοτεχνική απόδοση η Μαρίτσα Παπαδήμα.

Μετά από 40 και βάλε χρόνια, σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα, από την προσωπογραφία του κομμουνιστή ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς, όπως την φιλοτεχνεί το δίδυμο της συνεργασίας:

Η γενοκτονία των χωριών Ντερ Γιασίν και Κάφαρ Κάσεμ
«(…) Μεγάλωσε βλέποντας το στρατοκρατικό καθεστώς του Ισραήλ να κάνει κάθε είδους διακρίσεις σε βάρος της αραβικής μειονότητας, διακρίσεις που φτάνανε μέχρι τη γενοκτονία. Οπως έγινε στα χωριά Ντερ Γιασίν και Κάφαρ Κάσεμ, όπου όλοι οι κάτοικοι εκτελέστηκαν από την ισραηλινή εθνοφρουρά. Η πρώτη σφαγή (…) έγινε για να τρομοκρατηθούν οι Παλαιστίνιοι να φύγουν απ’ τα χωριά τους και να γίνουν πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες. Η δεύτερη σφαγή (…) στα 1956 σκοπό είχε να πνίξει το πνεύμα αντίστασης που είχε αναπτυχθεί. Οι Αραβες που ζούσαν στο Ισραήλ αντιδρούσαν στην καταπίεση, στην εκμετάλλευση, στις ρατσιστικές διακρίσεις και τα αντίποινα ήταν σκληρά.

Ολη του η ποίηση δονείται από τα πάθη του λαού του
Το εξώφυλλο της ιστορικής έκδοσης της «Σύγχρονης Εποχής», «Εξη Νεοάραβες ποιητές», σε μετάφραση του Σαμίρ Αουάντ και της Μαρίτσας Παπαδήμα (1980)
Το εξώφυλλο της ιστορικής έκδοσης της «Σύγχρονης Εποχής», «Εξη Νεοάραβες ποιητές», σε μετάφραση του Σαμίρ Αουάντ και της Μαρίτσας Παπαδήμα (1980)
Ζώντας κάτω από αυτές τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ο ποιητής όχι μόνο δεν μένει αδιάφορος αλλά αντίθετα όλη του η ποίηση δονείται από τα πάθη του λαού του. Ετσι δεν είναι τυχαίο πως ο Τύπος του Ισραήλ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πνίξει τούτη τη φωνή. Ολα τα ποιήματα είδαν το φως στην αραβική εφημερίδα του ΚΚ Ισραήλ και εκδόθηκαν στο τυπογραφείο της, όπως άλλωστε και τα έργα όλων των προοδευτικών Αράβων λογοτεχνών.
Ο Νταρουίς ακολουθεί τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, η ποίησή του είναι πλούσια σε εικόνες και καινούργια θέματα, όπως όταν μελετάει το πρόβλημα της γλώσσας, της παράδοσης και της ποίησης».

Να καταλάβει ο λαός την έννοια των ποιημάτων
Προσέξτε. Ο Παλαιστίνιος αγωνιζόμενος δημιουργός δεν γράφει στίχους άχρωμους, άγευστους και άφωνους, γιατί θέλει να δώσει ψευδές φως στα ερειπωμένα παλαιστινιακά σπίτια. Δεν μπορεί να γίνει σαφέστερος, όταν γράφει το «ιδεολογικό» ποίημα «Για την ποίηση»:

Τα ποιήματά μας είναι χωρίς χρώμα / χωρίς γεύση… χωρίς φωνή / αν δε μεταφέρουν το φως από σπίτι σε σπίτι / Αν δεν καταλάβουν οι «απλοί» τις έννοιές τους / καλύτερα να τα σκορπίσουμε / ν’ αφεθούμε κι εμείς… στη σιωπή.

Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη
Ναι, ο Μαχμούντ Νταρουίς αρνιόταν την ένοχη σιωπή, γιατί η λογοτεχνία δεν είναι υπηρέτης της απόσβεσης των γεγονότων, όταν αυτά συμβαίνουν, καθώς αναπνέεις, στην παροντική στιγμή του χαμού. Σ’ ένα από τα τελευταία του κείμενα αποφαινόταν:

«Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε. Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη που πρέπει να σπάσουμε κάθε φορά που μας αρέσει το είδωλο που βλέπουμε μέσα μας!». Η κατάληξή του, καθόλου ατελέσφορη, παραδίδει το εγώ του στην υπηρεσία του μαστιζόμενου λαού του: «Στο εξής, δεν είσαι ο εαυτός σου!».

Φωτογραφίες Παλαιστινίων αγωνιστών κι αγωνιστριών, που έχασαν τη ζωή τους, το 1956, από τα δολοφονικά πυρά της Ισραηλινής Συνοριακής Αστυνομίας, στο χωριό – ολοκαύτωμα Κάφαρ Κάσεμ
Φωτογραφίες Παλαιστινίων αγωνιστών κι αγωνιστριών, που έχασαν τη ζωή τους, το 1956, από τα δολοφονικά πυρά της Ισραηλινής Συνοριακής Αστυνομίας, στο χωριό – ολοκαύτωμα Κάφαρ Κάσεμ
Το ποιητικό σύμπαν του κρατάει από το εν πολλοίς άγνωστο λογοτεχνικό πάνθεο στη δυτική πολιτισμική πρόσληψη. Ο αραβικός κόσμος οπωσδήποτε δεν είναι ενιαίος, ούτε εθνικά ούτε θρησκευτικά.
Ωστόσο, διαθέτει κοινό γλωσσικό όργανο, το οποίο φθάνει στις απαρχές της άρθρωσης των πρώτων ονομάτων. Το πληκτρολόγιο, με το οποίο παίζει ο εθνικός ποιητής της Παλαιστινιακής Αντίστασης, διαθέτει πλήκτρα πολύχρωμα από μύθους, ελληνικούς, περσικούς, ρωμαϊκούς και βιβλικούς.

«Χίλιες και μία νύχτες», ένα παραμύθι αυτογνωσίας
Και ίσως ασυνείδητα τον επηρέασαν οι «Χίλιες και μία νύχτες». Αυτό το παρηγορητικό έπος αυτογνωσίας, μέσα από τα υλικά του παραμυθιού, διδάσκει ότι το φανταστικό, ακόμη κι αν δεν λύνει τους ανθρώπους από τα δεσμά της επιβίωσης, τουλάχιστον τους βοηθάει να βυθιστούν σ’ έναν λυτρωτικό ύπνο.

Εναν ύπνο που δεν ξεγράφει την καθημερινότητα του ταλανισμένου παραγωγού, είτε με τα χέρια είτε με το μυαλό ή και με τα δύο μαζί, αλλά την θέτει στις στέρεες βάσεις της αέναης διεκδίκησης για έναν δικαιότερο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Απ’ αυτήν την παράδοση, η οποία χρωστάει πολλά στον προφορικό λόγο, κρατάει το ποίημα «Το τραγούδι κι ο Σουλτάνος». Ενα απόσπασμά του:

Θύμωσε ο Σουλτάνος …κι ο Σουλτάνος είναι σ’ όλες τις φωτογραφίες / και πάνω στα ταχυδρομικά δελτάρια / αγνός σαν τους ψαλμούς… στο μέτωπό του το σημάδι των δούλων / και φώναξε…και διάταξε / σκοτώστε αυτό το ποίημα / το σκοπευτήριο είναι η συλλογή των πεισματάρικων ποιημάτων.

*

Το γαλάζιο τραγούδι ήταν μια σκέψη / προσπάθησε ο Σουλτάνος να τη μποδίσει / μα έγινε η γέννηση της φλόγας

*

Το κόκκινο τραγούδι ήταν η φλόγα / προσπάθησε ο Σουλτάνος να τη φυλακίσει / κι έγινε φωτιά – επανάσταση.

Ο σαρκασμός ήταν ένα από τα όπλα του, γιατί, όπως συχνά έλεγε, «με βοηθά να ξεπερνώ την τραχύτητα της πραγματικότητας που ζούμε, απαλύνει τον πόνο των σημαδιών και κάνει τους ανθρώπους να χαμογελούν. Ο σαρκασμός συσχετίζεται όχι μόνο με τη σημερινή πραγματικότητα αλλά και με την Ιστορία. Η Ιστορία γελά και με το θύμα και με τον θύτη».

(Συνεχίζεται)

ΥΓ: Είμαι το αγέννητο ακόμη ο λόφος / Της κοιλιάς ηφαίστειο κεκοιμημένο / Χωρίς βάρος έτρεχα μέσα στην / Μήτρα ασύλληπτο σπέρμα πριν / Στην λάβα βουτήξει ο πατέρας / Κι ήταν όλη η γη κατάμαυρη / Παρακαλούσα βροχή να γεννηθώ (Συνεχίζεται)

Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου

ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ (13 ΜΑΡΤΗ 1941 – 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2008)

«Ο Παλαιστινιακός λαός είναι ερωτευμένος με τη ζωή»

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο Μαχμούντ Νταρουίς, τιμημένος με το Βραβείο «Λένιν» Ειρήνης, ποτέ δεν νερώνει το κρασί του, γιατί δεν διαπραγματεύεται συμφωνίες με το Ισραήλ εις βάρος του Παλαιστινιακού λαού
Ο Μαχμούντ Νταρουίς, τιμημένος με το Βραβείο «Λένιν» Ειρήνης, ποτέ δεν νερώνει το κρασί του, γιατί δεν διαπραγματεύεται συμφωνίες με το Ισραήλ εις βάρος του Παλαιστινιακού λαού

Το ηθικό αίτημα στην ποίηση του Μαχμούντ Νταρουίς δεν εκπίπτει σε δικαιωματική αντιμετώπιση της τραγωδίας του Παλαιστινιακού λαού.

Δεν αντιμετωπίζεται ως ένα θυσιαστήριο γεωπολιτικών ισορροπιών, το οποίο άγεται και φέρεται ως εργαλείο για την επίτευξη πρόσκαιρης ειρήνης.

Γιατί η ειρήνη, χωρίς πατρίδα, χωρίς το δικό σου σπίτι, παραμένει γράμμα κενό, ενός ευχολογίου που ποτέ δεν ξεφεύγει από τα καθωσπρέπει όρια της διπλωματικής γλώσσας.

Το να κατοικείς στα προγονικά χώματα δεν σημαίνει να κατέχεις ατομική ιδιοκτησία, αλλά ισότιμα να τη μοιράζεσαι με τους ομοεθνείς σου.

Ωστε από κοινού όλες και όλοι, μαζί με τα παιδιά τους, να μπορούν να αρθρώσουν και να διαμορφώσουν τη δική τους Παλαιστίνη, όταν έχουν την επικράτειά τους ο αλληλοσεβασμός και η αλληλεγγύη.

«Κατάσταση Πολιορκίας»: Ενα ποίημα αφιερωμένο στη Ραμάλα

Σ’ αυτό το τρίτο αφιέρωμα στην ανεξάρτητη παλαιστινιακή ποιητική φωνή θα σταθούμε στα βιογραφικά αποτυπώματά της που προαναγγέλλουν το μείζον σπονδυλωτό ποίημά του, «Κατάσταση πολιορκίας», το οποίο γράφεται στη Ραμάλα το 2002, ενώ η πόλη έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης.

Εν συντομία, ας ανατρέξουμε στις διαδρομές που ακολουθεί αυτός ο ανέστιος, ο άπατρις, ο εσαεί καταδιωκόμενος. Το 1970 βρίσκουμε τον Μαχμούντ Νταρουίς στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας, όπου σπουδάζει Πολιτική Οικονομία. Εναν χρόνο αργότερα μετοικεί στο Κάιρο, όπου δημοσιογραφεί στην αιγυπτιακή εφημερίδα «Αλ Αχράμ».

Διευθυντής της «Φαλαστίν Αλθάουρα», κεντρικού οργάνου της PLO

Γκράφιτι με τη μορφή της εθνικής παλαιστινιακής ποιητικής φωνής γεμίζουν τους τοίχους των κάποτε ελεύθερων παλαιστινιακών εδαφών, λίγο προτού η σορός της κατέβει στα γενέθλια χώματα
Γκράφιτι με τη μορφή της εθνικής παλαιστινιακής ποιητικής φωνής γεμίζουν τους τοίχους των κάποτε ελεύθερων παλαιστινιακών εδαφών, λίγο προτού η σορός της κατέβει στα γενέθλια χώματα

Η χρονιά 1973 είναι κρίσιμη για την πολιτική επιλογή του, καθώς προσχωρεί στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Πάντα με την ιδιότητα του γραφιά, αυτό που γνωρίζει να κάνει καλύτερα, διευθύνει το κεντρικό όργανό της, «Φαλαστίν Αλθάουρα». Το 1981, επειδή καταλαβαίνει ότι η μηχανή του πολιτισμού είναι το όχημα μετάδοσης για την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων, ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό «Αλ Καρμέλ».

Πολύχρονη αυτοεξορία στον Λίβανο: «Ωδή στη Βηρυτό»

Για πάνω από μια δεκαετία (1971 – 1982) αυτοεξορίζεται στον Λίβανο, όπου γίνεται θύμα και μάρτυρας των ισραηλινών βομβαρδιστικών επιθέσεων. Γράφει εν θερμώ την «Ωδή στη Βηρυτό», που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Μνήμη για τη Λήθη» (1987):

Από χρυσάφι κι από κούραση είναι καμωμένη η Βηρυτός / απ’ την Ανδαλουσία και τη Δαμασκό / Ασήμι, αφρός, οι εντολές της γης πάνω στα φτερά των περιστεριών, θάνατος του σταχυού…

«Η Βηρυτός είναι η σκηνή μας, η Βηρυτός είναι το αστέρι μας…»

Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Παλαιστινιακού Λαού.

Ως μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της PLO από το 1987, συντάσσει τη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Παλαιστινιακού Λαού και αναλαμβάνει την προεδρία της Ενωσης Παλαιστίνιων Συγγραφέων.

Στο γραφείο του Γιασέρ Αραφάτ το 2002 (από αριστερά): Ο Μαχμούντ Νταρουίς, ο Αμερικανός συγγραφέας Ράσελ Μπανκς, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Ολιβερ Στόουν, ο Παλαιστίνιος ηγέτης και ο Νιγηριανός νομπελίστας Ουόλε Σογίνκα
Στο γραφείο του Γιασέρ Αραφάτ το 2002 (από αριστερά): Ο Μαχμούντ Νταρουίς, ο Αμερικανός συγγραφέας Ράσελ Μπανκς, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Ολιβερ Στόουν, ο Παλαιστίνιος ηγέτης και ο Νιγηριανός νομπελίστας Ουόλε Σογίνκα

Το 1993 διαρρηγνύει τους δεσμούς του με τον Γιασέρ Αραφάτ, διαμαρτυρόμενος για την πρώτη Συμφωνία του Οσλο (13 Σεπτέμβρη), η οποία λειτουργεί συμφιλιωτικά κυρίως υπέρ της ισραηλινής πλευράς.

Για το πώς αντιλαμβάνεται την αδιαπραγμάτευτη θέση του υπέρ της ίδρυσης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, με την πολύτιμη ταξική προίκα του Βραβείου «Λένιν» Ειρήνης (1983), δηλώνει:

«Πρέπει να κατανοήσουμε – και όχι να δικαιολογήσουμε – ποια είναι η αφορμή τούτης της τραγωδίας. Δεν είναι γιατί αναζητούν ωραίες παρθένες στον παράδεισο, όπως οι ανατολιστές το απεικονίζουν. Ο Παλαιστινιακός λαός είναι ερωτευμένος με τη ζωή. Αν τους δώσουμε ελπίδα – μια λύση πολιτική – τότε θα πάψουν να σκοτώνονται».

Δεν είδε τους Εβραίους ως διαβόλους ή αγγέλους

Πάνω απ’ όλα βάζει τον εργαζόμενο, τον πρωτογενή παραγωγό, που του τρώνε το μυαλό και το σώμα τα κάθε πολιτικού χρωματισμού αστικά παράσιτα:

«Θα συνεχίσω», προκρίνει την ανθρώπινη μικροκλίμακα μπροστά στα παιχνίδια της μεγάλης πολιτικής εικόνας, «να εξανθρωπίζω ακόμα και τον εχθρό… Ο πρώτος δάσκαλος που μου δίδαξε τα Εβραϊκά ήταν Εβραίος. Ο πρώτος ερωτικός δεσμός στη ζωή μου ήταν με μια Εβραία. Ο πρώτος δικαστής που με έστειλε στη φυλακή ήταν μια Εβραία. Ετσι, από την αρχή δεν είδα τους Εβραίους ως διαβόλους ή αγγέλους, αλλά ως ανθρώπινα όντα».

Σκηνές από την κηδεία του Μαχμούντ Νταρουίς στη Ραμάλα. Στην πρώτη, ένα γιγάντιο πανό ξεδιπλώνεται για να σκεπάσει τα ματωμένα τσιμεντένια σύνορα της Παλαιστίνης. Στη δεύτερη, σύσσωμος ο λαός συνοδεύει τον βγαλμένο από τα δικά του σπλάχνα ποιητή στην τελευταία του κατοικία
Σκηνές από την κηδεία του Μαχμούντ Νταρουίς στη Ραμάλα. Στην πρώτη, ένα γιγάντιο πανό ξεδιπλώνεται για να σκεπάσει τα ματωμένα τσιμεντένια σύνορα της Παλαιστίνης. Στη δεύτερη, σύσσωμος ο λαός συνοδεύει τον βγαλμένο από τα δικά του σπλάχνα ποιητή στην τελευταία του κατοικία

Τα τελευταία χρόνια της μαχητικής ζωής του ο Μαχμούντ Νταρουίς τα μοιράζει ανάμεσα στην Παλαιστίνη και στην Ιορδανία. Στις 9/8/2008 η πολύπαθη καρδιά του δεν άντεξε, μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στο Χιούστον. Τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί στην αγαπημένη του Ραμάλα, μια κηδεία που μετατρέπεται σε λαϊκό προσκύνημα των πολύπαθων Παλαιστινίων.

Το «Ιχνος της Πεταλούδας», ο προαναγγελθείς θάνατος

Με την ακροτελεύτια ποιητική συλλογή του, «Το Ιχνος της Πεταλούδας», ολοκληρώνει τη δημιουργική παρουσία του. Το προαίσθημα του τέλους δεν απουσιάζει από καμία σελίδα της:

«Αν κάποιος με ξαναρωτήσει “ας υποθέσουμε πως θα πεθάνεις αύριο, τι θα κάνεις;”, δεν θα χρειαζόμουν καθόλου χρόνο για να του απαντήσω. Αν νύσταζα θα κοιμόμουν, αν διψούσα θα έπινα, αν έγραφα ίσως να μου άρεσε αυτό που έγραφα και να αγνοούσα την ερώτηση.

Αν έτρωγα, θα πρόσθετα λίγη μουστάρδα και πιπέρι στο ψητό κρέας. Αν ξυριζόμουν, ίσως να έκοβα τον λοβό του αυτιού μου. Αν φιλούσα το κορίτσι μου, θα καταβρόχθιζα τα χείλη σαν να ‘ταν σύκα. Αν διάβαζα, θα πηδούσα μερικές σελίδες. Αν ξεφλούδιζα ένα κρεμμύδι, θα άφηνα να κυλήσουν λίγα δάκρυα.

Αν περπατούσα, θα συνέχιζα να περπατώ με πιο αργό βήμα. Αν υπήρχα, όπως υπάρχω τώρα, τότε δεν θα σκεφτόμουν το να μην υπάρχω. Αν δεν υπήρχα, τότε η ερώτηση δεν θα με προβλημάτιζε.

Σκηνές από την κηδεία του Μαχμούντ Νταρουίς στη Ραμάλα. Στην πρώτη, ένα γιγάντιο πανό ξεδιπλώνεται για να σκεπάσει τα ματωμένα τσιμεντένια σύνορα της Παλαιστίνης. Στη δεύτερη, πάνδημος ο λαός συνοδεύει τον βγαλμένο από τα δικά του σπλάχνα ποιητή στην τελευταία του κατοικία
Σκηνές από την κηδεία του Μαχμούντ Νταρουίς στη Ραμάλα. Στην πρώτη, ένα γιγάντιο πανό ξεδιπλώνεται για να σκεπάσει τα ματωμένα τσιμεντένια σύνορα της Παλαιστίνης. Στη δεύτερη, πάνδημος ο λαός συνοδεύει τον βγαλμένο από τα δικά του σπλάχνα ποιητή στην τελευταία του κατοικία

Αν άκουγα Μότσαρτ, θα βρισκόμουν έτσι κι αλλιώς κοντά στο βασίλειο των αγγέλων. Αν κοιμόμουν, θα συνέχιζα να κοιμάμαι και μακαρίως να ονειρεύομαι γαρδένιες. Αν γελούσα θα λιγόστευα το γέλιο μου στο μισό, από σεβασμό σε τούτη την πληροφορία. Τι άλλο να έκανα, ακόμα κι αν ήμουν πιο δυνατός κι από τον Ηρακλή;».

Θα ολοκληρώσουμε το αφιέρωμα στον Μαχμούντ Νταρουίς το άλλο Σαββατοκύριακο, με το συγκλονιστικό ποιητικό έργο του «Κατάσταση Πολιορκίας», αυτόν τον ανθώνα συναισθημάτων μέσα στη μαυρίλα της μάχης, που ανακαλεί τους αποσπασματικούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του δικού μας Διονυσίου Σολωμού.

(συνεχίζεται)

ΥΓ. Ακόμη ο λόφος κι ήμουν σάλπιγγα / Γι’ αυτό φυσούσα τον θρήνο μου / Τόσο που άρχισαν να χτυπούν / Την κοιλιά – τύμπανο κι ακουγόταν / Εως εδώ δεν ήταν ψηλά αξύπνητα / Τα βλέφαρα κλειστά δεν έβλεπαν / Μα κατακρημνίζεται στα ισοπεδωμένα

Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου

ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ (13 ΜΑΡΤΗ 1941 – 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2008)

Το μνημειώδες έργο του «Κατάσταση Πολιορκίας»

«Σαν τους φυλακισμένους / Σαν τους άνεργους / Καλλιεργούμε την ελπίδα»

Ο Μαχμούντ Νταρουίς σε νεαρή ηλικία, αν και έχει νιώσει στο πετσί του τον εκτοπισμό, εντούτοις δεν έχει αποδεχθεί την ήττα του λαού του, και παλεύει για το δίκιο του μέσα από τις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισραήλ
Ο Μαχμούντ Νταρουίς σε νεαρή ηλικία, αν και έχει νιώσει στο πετσί του τον εκτοπισμό, εντούτοις δεν έχει αποδεχθεί την ήττα του λαού του, και παλεύει για το δίκιο του μέσα από τις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισραήλ

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η Ραμάλα το 2002, ένας τόπος κι ένας μη τόπος. Δυο δεκαετίες κι ένας χρόνος έχουν περάσει, καθώς η άτυπη πρωτεύουσα του παλαιστινιακού κράτους, στη Δυτική Οχθη, βάλλεται από τα ισραηλινά πυρά, μετατρέποντας το ντε φάκτο διοικητικό κέντρο του κράτους της Παλαιστίνης σε ερημότοπο ψυχών και σωμάτων.

Από τις ριπές των σφαιρών και τις εκρήξεις των οβίδων, «σωριάζεται» σε ερείπια από το ύψος των 872 μέτρων, λίγα χιλιόμετρα δυτικά από τη θάλασσα της Μεσογείου, ενώ ο ποταμός Ιορδάνης κυλάει στα ανατολικά, παρασύροντας τις στάχτες του άνισου πολέμου μέχρι τη Νεκρά Θάλασσα.

Μέσα στην καπνιά και στην αντάρα των μαχών

Μέσα στην καπνιά και την αντάρα των μαχών, ο 61χρονος Παλαιστίνιος ποιητής δοκιμάζει τη στιγμή και τον χρόνο, αυτούς τους δύο αντιπάλους, να τους βάλει πάνω στο χαρτί.

Ο οίκος του δημιουργού είναι έκθετος, δεν του παρέχει καμία ασφάλεια, τρέμει ολόκληρος σαν από απρόσμενο σεισμό, γιατί οι τέσσερις τοίχοι μπορούν να πέσουν σαν τραπουλόχαρτα, από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο.

Η έννοια της στιγμής ενάντια στην έννοια του χρόνου

Με την κίνηση της γραφής, τα γράμματα σχεδιάζουν εικονοκλαστικούς στίχους, θεραπευτικούς και εγερτήριους. Τότε, οι λεπτοδείχτες, αυτοστιγμεί, καταλύονται από τη σύντηξη αιώνων, οπότε τα ασπρόμαυρα στοιχεία συμπυκνώνονται σε μία ασπίδα αντίστασης στην πανωλεθρία. Η στιγμή είναι η επίκληση μιας ωδής στη ρευστή χαρά, ο χρόνος είναι η καταφυγή στον παντοτινό θρήνο.

Σ’ αυτές τις δύστηνες συνθήκες συγγραφής, ο Μαχμούντ Νταρουίς ως θύμα δεν απεμπολεί τη μακροχρόνια σχέση του που έχει με την έννοια της απομόνωσης, όχι ως έναν φόβο μπροστά στους άλλους, αλλά από υπερβολική συστολή. Συστολή; Οχι, πια, δεν την χρειάζεται. Ενας κυματισμός περηφάνιας φωτίζει το πρόσωπό του, καθώς αισθάνεται ισότιμος με τους μαχητές του Παλαιστινιακού λαού.

Ενας ακέραιος άνθρωπος, σεμνός και ταπεινός

Το αραβικό και το ελληνικό εξώφυλλο του κορυφαίου ποιητικού έργου του «Κατάσταση Πολιορκίας», που γράφεται στη Ραμάλα το 2002, ενώ βάλλεται από τις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής
Το αραβικό και το ελληνικό εξώφυλλο του κορυφαίου ποιητικού έργου του «Κατάσταση Πολιορκίας», που γράφεται στη Ραμάλα το 2002, ενώ βάλλεται από τις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής

Παραμένει σ’ όλη τη ζωή του, όπως και τώρα μέσα στον ορυμαγδό της αγαπημένης του Ραμάλα, ο πρωταίτιος ζωογόνος πνεύμονας στη σύναψη φιλίας, πάντα με όρους ειλικρίνειας και στοργής προς όλους και όλες. Αυτός είναι ο χαρακτήρας του: Ενας ακέραιος άνθρωπος, σεμνός και ταπεινός.

Οταν του ζητούσαν τη γνώμη του για ομότεχνούς του, σπάνια τους απαξίωνε, γιατί ουδέποτε η μικρότητα και η ματαιοδοξία τον καταβάλλουν. Αυτό το σπάνιο δημιουργικό υποκείμενο της Ιστορίας αποφεύγει τη δημόσια έκθεση, για να μην αισθάνεται ότι γίνεται αντικείμενο λατρείας και θαυμασμού.

«Κατάσταση Πολιορκίας»: Σημείο μηδέν ύπαρξης και γραφής

Μόνον που πλέον ο καταναγκαστικός εγκλεισμός, όταν περικυκλώνεται από εχθρικά πυρά, δεν είναι επιλογή, σε συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης. Είναι το σημείο μηδέν της ύπαρξης και της γραφής, μεταξύ ζωής και θανάτου, με πρωταγωνίστρια επί σκηνής μιας τραγωδίας, της οποίας είναι μάρτυρας και συγγραφέας της. Ζώντας την απτή καταστροφή, γράφει περί τα εκατό θραύσματα ποίησης, με τον τίτλο «Κατάσταση Πολιορκίας» (πρωτότυπος τίτλος «Χαλάτ Χισάρ»).

Στα Ελληνικά έχουμε δύο πλήρεις εκδόσεις του έργου: Η πρώτη από τα Αραβικά, με την υπογραφή της Αγγελικής Σιγούρου, (εκδόσεις «Μαΐστρος»). Η δεύτερη από τ’ Αγγλικά με απόδοση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα (εκδόσεις «Κοινωνία των (δε) κάτων»). Τα αποσπάσματα, τα οποία παρακάτω θα παραθέσουμε, προέρχονται από την πρώτη, την οποία μπορείτε να βρείτε στα βιβλιοπωλεία.

Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Μαχμούντ Νταρουίς

Γράφαμε την περασμένη βδομάδα ότι το εν λόγω σπονδυλωτό μνημειώδες έργο για τη ζωή εν καιρώ πολέμου, έχει πολλά κοινά με τους σολωμικούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Δύο αντιθετικά δίπολα, και στα δύο ποιήματα, το φως και το σκότος, η ομορφιά και η ασχήμια, εντέλει ο ηθικός προσανατολισμός μέσα στης μάχης την ασχήμια.

Το αραβικό και το ελληνικό εξώφυλλο του κορυφαίου ποιητικού έργου του «Κατάσταση Πολιορκίας», που γράφεται στη Ραμάλα το 2002, ενώ βάλλεται από τις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής
Το αραβικό και το ελληνικό εξώφυλλο του κορυφαίου ποιητικού έργου του «Κατάσταση Πολιορκίας», που γράφεται στη Ραμάλα το 2002, ενώ βάλλεται από τις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής

Ο Μαχμούντ Νταρουίς αναπνέει με τη μουσική της αραβικής γλώσσας, μεταφορικά ξορκίζοντας το φάσμα των νεκρών. Οσο προσπαθεί ν’ απομακρύνει τη μυρωδιά των πτωμάτων, τόσο επιζητά να συνομιλήσει με τους ζώντες.

Ηδη, από το πρώτο ποίημα, προαναγγέλλονται το ύφος και το πνεύμα του υλικού, με το οποίο χτίζει ο ποιητής αυτόν τον θρυμματισμένο κόσμο:

Εδώ, στην κατηφόρα των βουνοπλαγιών / Στη δύση απέναντι / Και στων καιρών το χάσμα / Πλάι στα περιβόλια με την κομματιασμένη σκιά, / Σαν τους φυλακισμένους / Σαν τους άνεργους / Καλλιεργούμε την ελπίδα.

Προσπαθεί να μην απαξιώσει τις ανθρώπινες λειτουργίες

Τίποτα σ’ αυτό δεν είναι όμηρο της δυσνόητης πρόσληψης. Ολες οι λέξεις σημαίνουν με την απλότητα του καθημερινού λόγου. Ακούγονται σαν καλημέρα και σαν καληνύχτα, ευχές που πρέπει να ειπωθούν με την αμεριμνησία του ασφαλούς βίου ενάντια στην ανεπάντεχη βία.

Κι όμως, έξω στον δρόμο, και μέσα στο σπίτι, το αυτονόητο πρέπει να κάνει ορθά τη δουλειά του, με τη δύναμη της συνήθειας. Τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί είναι το αναζωογονητικό διεισδυτικό χιούμορ και η ανυπόκριτη λεπτή ειρωνεία, γιατί προπαντός προσπαθεί να μην απαξιώσει τις ανθρώπινες σωματικές λειτουργίες:

Βρίσκουμε χρόνο για διασκέδαση: / Παίζουμε τάβλι, ξεφυλλίζουμε τα νέα μας / στις εφημερίδες της πληγωμένης χθεσινής, / Και διαβάζουμε τη στήλη με τα άστρα: / Το 2002, η κάμερα θα χαμογελάσει / στους γεννημένους στο ζώδιο της πολιορκίας.

Θύτη σκέψου την μάνα σου στον θάλαμο αερίων

Ομως, ποτέ δεν ξεχνά ότι ο δολοφόνος – ισραηλινός στρατός πρέπει να κοιταχτεί στον καθρέφτη του δίκαιου αγώνα των συμπατριωτών του:

Αν είχες προσεχτικά κοιτάξει το πρόσωπο του θύματος, / αν συλλογιζόσουν, / Θα είχες θυμηθεί τη μάνα σου μέσα στο θάλαμο αερίων / Θα είχες απαλλαχθεί από τη φρόνηση του όπλου / κι αλλάξει γνώμη: δεν είναι αυτός ο τρόπος για να / επανακτήσει κάποιος την ταυτότητά του!

Το νεκρό αρσενικό έμβρυο θα ερωτευόταν την κόρη σου

Δύο φωτογραφίες, οι οποίες αποτυπώνουν τη φρίκη της εισβολής, καθώς ο ποιητής - θύμα αποτυπώνει την τραγωδία της ερειπωμένης πόλης
Δύο φωτογραφίες, οι οποίες αποτυπώνουν τη φρίκη της εισβολής, καθώς ο ποιητής – θύμα αποτυπώνει την τραγωδία της ερειπωμένης πόλης

Επιμένει στο ίδιο θέμα και το επαναφέρει σ’ άλλο ποίημα:

Αν τριάντα μέρες άφηνες το έμβρυο / οι πιθανότητες θα άλλαζαν: / Μπορεί η κατοχή να τέλειωνε, το νεογέννητο να μη θυμόταν πια τα χρόνια της πολιορκίας / Να μεγάλωνε υγιής, να γινόταν ένας νέος άντρας / Να σπούδαζε μαζί με μια απ’ τις κόρες σου / Την αρχαία ιστορία της Ασίας / Κι ίσως να πέφτανε μαζί στα δίχτυα του έρωτα / Και να ‘φερναν στον κόσμο ένα κορίτσι (εκ γενετής Εβραία!) / Τι έκανες λοιπόν; / Η κόρη σου σήμερα είναι χήρα / Κι η εγγονή σου ορφανή. / Τι έκανες την οικογένεια – φυγά σου; / Πώς μπόρεσες με μία σφαίρα να χτυπήσεις / Τρία περιστέρια;

«Ας υποθέσουμε ότι είμαι ανόητος, ανόητος, ανόητος»

Αυτός, λοιπόν, ο Παλαιστίνιος, αυτός ο πεταμένος εκτός της συνείδησης των Δυτικών, αυτός ο φυλακισμένος στον επιστημονικό λόγο του οριενταλισμού:

Ας πούμε πως εκείνο που πιστεύεις έτσι είναι / Ας υποθέσουμε ότι είμαι ανόητος, ανόητος, ανόητος. / Οτι δεν παίζω γκολφ, / δεν ξέρω τίποτε από τεχνολογία / δεν ξέρω πώς να πιλοτάρω ένα αεροπλάνο! / Γι’ αυτό πήρες τη ζωή μου για να φτιάξεις τη δική σου; / Αν ήσουν διαφορετικός, αν ήμουν άλλος από μένα, / θα ήμασταν δυο φίλοι που θα παραδέχονταν / πως έχουνε ανάγκη την ανοησία… (…)

Δύο φωτογραφίες, οι οποίες αποτυπώνουν τη φρίκη της εισβολής, καθώς ο ποιητής - θύμα αποτυπώνει την τραγωδία της ερειπωμένης πόλης
Δύο φωτογραφίες, οι οποίες αποτυπώνουν τη φρίκη της εισβολής, καθώς ο ποιητής – θύμα αποτυπώνει την τραγωδία της ερειπωμένης πόλης

ΥΓ: Ερπύστρια κομμένη στην άμμο βυθισμένη / Τραβιέται ξεθάβεται πλένεται λάμπει / Μέσα στον ήλιο κοιτάει ακινησία να βρει / Ατσάλι γυαλίζει στο φως ξεχαρβαλωμένο / Χοροπηδά σε ελιγμούς ο χρυσός πετεινός / Ραμφίζει την ερπύστρια κρώζει μεταλλικά / Χώνει στην άμμο το ράμφος του ανατέλλει (Συνεχίζεται)

Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου

Πηγή : Ριζοσπάστης 23 – 24 / 12 – 2023

Κοινοποιήστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *