Κατηγορίες
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Αποσπάσματα της εισήγησης του ΠΓ στη Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής την Τετάρτη 10 Γενάρη 2024, η οποία εγκρίθηκε ως Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής με θέμα: «Οι διεθνείς και εσωτερικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις – Η πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος – Η δράση του Κόμματος προς τις Ευρωεκλογές της 9ης Ιούνη 2024»

1. Οι τελευταίες διεθνείς εξελίξεις επιβεβαιώνουν τις θέσεις του Κόμματος και τις εκτιμήσεις της ΚΕ του Οκτώβρη και προσθέτουν νέα στοιχεία στην εμπλοκή της Ελλάδας στους αμερικανοΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς, με ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ και τη συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και των άλλων κομμάτων παρά τις επιμέρους ενστάσεις.

Πρώτο, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία η κυβέρνηση υλοποιεί τις δεσμεύσεις της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ και τις αποφάσεις των υπουργών Αμυνας και Εξωτερικών, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Συνεχίζεται η χρησιμοποίηση των αμερικανικών βάσεων και ιδιαίτερα της Αλεξανδρούπολης, η αποστολή στρατιωτικού οπλισμού. Παρά τη ΝΑΤΟική στήριξη, η ουκρανική αντεπίθεση δεν έφερε ουσιαστικά αποτελέσματα, στο μέτωπο διεξάγεται πόλεμος χαρακωμάτων και φθοράς και δοκιμάζονται σύγχρονα οπλικά συστήματα.

Στις συνθήκες αυτές εκφράζεται προβληματισμός στα ευρωατλαντικά επιτελεία για την πορεία του πολέμου, παρουσιάζονται προβλήματα στη συνέχιση της οικονομικής βοήθειας των ΗΠΑ στην Ουκρανία, ενώ ακούγονται φωνές για την ανάγκη έναρξης συνομιλιών με τη Ρωσία για «παραχώρηση ουκρανικών εδαφών», πράγμα που προς το παρόν αρνείται η κυβέρνηση Ζελένσκι. Δεν αποκλείεται σενάριο ανατροπών στο πολιτικό σκηνικό της Ουκρανίας.

Δεύτερο, η κυβέρνηση στηρίζει το κράτος του Ισραήλ στη σφαγή του παλαιστινιακού λαού, αλλά φαίνεται πως το τελευταίο διάστημα παίρνει υπόψη τις λαϊκές αντιδράσεις, παρακολουθεί τις κινήσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ και προσαρμόζει την τακτική της, όπως δείχνει π.χ. η στήριξη της απόφασης της ΓΣ του ΟΗΕ για ανθρωπιστική εκεχειρία στη Γάζα. Το Ισραήλ εμμένει στον στόχο της εξάλειψης της Χαμάς και το φως της δημοσιότητας έχουν δει σχεδιασμοί που επιδιώκουν τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων από τη Γάζα, σε γειτονικές ή άλλες χώρες και την κατάληψη της παραλιακής ακτογραμμής από την Αίγυπτο έως τον Λίβανο. Η αστική τάξη του Ισραήλ, αξιολογώντας την επίδραση της Κίνας και της Ρωσίας σε αστικές τάξεις παραδοσιακών «συμμάχων» των Αμερικανών στις αραβικές χώρες, πιέζει για πλήρη στήριξη των επιλογών της. Με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται πως έχει μεγάλες δυσκολίες μια προσωρινή διευθέτηση, που στα λόγια επιδιώκουν οι ΗΠΑ και οι στενότεροι αραβικοί σύμμαχοί τους, με στόχο την αναβίωση των «Συμφωνιών του Αβραάμ», ενώ παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο γενίκευσης του πολέμου.

RIZOSPASTIS

Η κατάσταση περιπλέκεται με τη συγκρότηση της πολυεθνικής στρατιωτικής επιχείρησης στην Ερυθρά Θάλασσα (περιοχή ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας), που ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ και τη συμμετοχή ελληνικής φρεγάτας, στο όνομα της αντιμετώπισης των επιθέσεων των Χούθι, της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και της προστασίας του διεθνούς εμπορίου. Γεγονός είναι πως η συνέχιση και κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή θα επιδράσει αρνητικά στο διεθνές εμπόριο και θα τροφοδοτήσει την άνοδο των τιμών σε πολλά εμπορεύματα.

Τρίτο, προωθούνται οι επικίνδυνες διευθετήσεις των ελληνοτουρκικών διαφορών στο πλαίσιο του λεγόμενου «οδικού χάρτη» που συμφώνησαν Μητσοτάκης – Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, τον Ιούλη. Και με τις αποφάσεις της πρόσφατης συνεδρίασης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στην Αθήνα και την Κοινή Διακήρυξη, επιταχύνεται η πορεία προς τον συμβιβασμό, με στόχο την ισχυροποίηση της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ και τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο και την Ανατ. Μεσόγειο. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχει τεθεί το συνολικό πακέτο των τουρκικών διεκδικήσεων και ανεξάρτητα από τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς, διεξάγεται εφ’ όλης της ύλης παζάρι και αυξάνονται οι κίνδυνοι για υποχωρήσεις στην κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, με αιχμή τα νησιά και τη Θράκη.

Με εφόδιο τις θέσεις του Κόμματος συνεχίζουμε τη δράση μας, παρακολουθούμε τις εξελίξεις και ανάλογα θα τοποθετούμαστε.

2. Για τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις

Η ύφεση στη Γερμανία (την «ατμομηχανή» της οικονομίας της ΕΕ) το 2023 ενισχύει την πρόβλεψη για την εκδήλωση ύφεσης συνολικά στην οικονομία της Ευρωζώνης το 2024. Το 2023 θα κλείσει με ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης 0,6%.

Στη Γερμανία, μετά την άρνηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου να αποδεχθεί το κυβερνητικό σχέδιο για μεταφορά 60 δισ. ευρώ από το Ταμείο για τη διαχείριση της πανδημίας στο Ταμείο για τις επενδύσεις στην «πράσινη μετάβαση», ακολούθησαν περικοπές κρατικών δαπανών 17 δισ. ευρώ στο σχέδιο προϋπολογισμού, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για το 2024. Ενώ ιδιαίτερα στους ενεργοβόρους γερμανικούς ομίλους, δρομολογούνται σχέδια αναδιάρθρωσης με χιλιάδες απολύσεις.

Η πιθανή επέκταση του πολέμου στη Μέση Ανατολή (Ερυθρά Θάλασσα, Διώρυγα του Σουέζ κ.λπ.) και τα εμπόδια που προκαλεί στις διεθνείς ενεργειακές και εμπορικές ροές, πλήττουν ανισόμετρα την ανταγωνιστικότητα της Ευρωζώνης σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, αφού οι ΗΠΑ έχουν επάρκεια φυσικού αερίου και η Κίνα προνομιακές σχέσεις ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία.

Η αυξανόμενη δυσκολία διαχείρισης της ύφεσης απ’ τα ευρωενωσιακά επιτελεία αποτυπώνεται και στην πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να μη μειώσει τα υψηλά επιτόκια δανεισμού, με στόχο την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, παρότι αναγνωρίζει την αρνητική επίδραση αυτής της απόφασης στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Αντίστοιχα, αρνητική επίδραση στον ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης θα έχει η εφαρμογή των όρων του «αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας» το 2024, που είχε ανασταλεί προσωρινά την προηγούμενη περίοδο, παρότι ο νέος συμβιβασμός θα προσφέρει στις κυβερνήσεις των υπερχρεωμένων κρατών – μελών κάποια ευελιξία στη σταδιακή περικοπή κρατικών δαπανών. Η εξαίρεση των στρατιωτικών δαπανών που συμφωνήθηκε έχει στόχο να ενισχύσει την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας και να στηρίξει τα ιμπεριαλιστικά σχέδια της ΕΕ.

Η εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας σε συνδυασμό με την ακρίβεια των τροφίμων, τις επιβαρύνσεις που συνοδεύουν την «πράσινη μετάβαση» και το υψηλό κόστος δανεισμού, θα συρρικνώσουν το πραγματικό λαϊκό εισόδημα. Επιβεβαιώνεται, για άλλη μια φορά, ότι κάθε «φάρμακο» για το ένα σύμπτωμα της καπιταλιστικής οικονομίας (π.χ. συγκράτηση πληθωρισμού) μετατρέπεται σε «δηλητήριο» για το άλλο.

Γενικότερα, στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία η κλιμάκωση του εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας και η επέκταση των στρατιωτικών αναμετρήσεων ασκούν αντιφατική επίδραση σχετικά με την εκδήλωση μιας νέας διεθνούς συγχρονισμένης κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου.

Απ’ τη μια, καταγράφεται η αρνητική επίδραση στο διεθνές εμπόριο, απ’ την άλλη, διαμορφώνονται όροι υψηλότερης κερδοφορίας για επενδύσεις (στην πολεμική βιομηχανία, σε νέα σχέδια ανοικοδόμησης κατεστραμμένων περιοχών, σε νέα ενεργειακά δίκτυα και υποδομές).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ προωθεί τα δικά της επενδυτικά σχέδια (π.χ. μηχανισμός «RebuildUkraine») και δίνει έμφαση μεταξύ άλλων στη στήριξη νέων επενδύσεων που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την τεχνητή νοημοσύνη και την πολιτική προστασία (Πρωτοβουλία ΕΕ για την Ψηφιακή Δεκαετία, νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες DSA, AIpact, RescEU κ.λπ.).

Παράλληλα, εντείνονται οι διεργασίες, οι αντιθέσεις και οι προσωρινοί συμβιβασμοί για τους όρους υλοποίησης του «πράσινου New Deal», με βάση τα διαφορετικά συμφέροντα των κρατών – μελών (βαθμός αξιοποίησης του φυσικού αερίου και του «μπλε υδρογόνου», χαρακτηρισμός ως «πράσινης» της πυρηνικής ενέργειας κ.λπ.).

Στη συνεργασία των BRICS οξύνεται, το τελευταίο διάστημα, η αντίθεση Κίνας – Ινδίας, με την προώθηση ανταγωνιστικών εμπορικών δρόμων μεταφοράς προς την Ευρώπη.

3. Ελληνική Οικονομία

Εκτιμάμε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 θα είναι χαμηλότερος της κυβερνητικής πρόβλεψης 2,9%, συνυπολογίζοντας την επίδραση της αναμενόμενης ύφεσης στην Ευρωζώνη, τη διατήρηση του υψηλού κόστους δανεισμού και τη στροφή προς πιο αυστηρή, περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Χαμηλότερο ρυθμό προβλέπουν τόσο η Τρίτη Εκθεση Μεταμνημονιακής Εποπτείας όσο και η Ενδιάμεση Εκθεση της ΤτΕ. Οι περισσότερες αναλύσεις αναφέρουν επισφάλεια των κυβερνητικών προβλέψεων λόγω των πιθανών παρενεργειών της επέκτασης του πολέμου, του υψηλού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και της πιθανής αύξησης των μη εξυπηρετούμενων «κόκκινων» δανείων.

Ηδη το 2023 «κοκκίνισε» το 24% των δανείων που είχαν ρυθμιστεί τα προηγούμενα χρόνια. Απ’ το σύνολο των δανείων 86 δισ. ευρώ είχαν ρυθμιστεί σύμφωνα με την ΤτΕ τα 25,5 δισ. ευρώ. Γενικά, με χρέη στο σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών παραμένει ο ένας στους δύο φορολογούμενους.

Η κυβερνητική πρόβλεψη εστιάζει στην ώθηση που θα δώσει το νέο Αναθεωρημένο Σχέδιο Ανάκαμψης (Ελλάδα 2.0), στο οποίο προστέθηκαν νέα δάνεια ύψους 5 δισ. ευρώ και νέες επιδοτούμενες επενδύσεις ύψος 795 εκατ. ευρώ για την «πράσινη μετάβαση» (RePowerEU). Ετσι, ο συνολικός προϋπολογισμός του Αναθεωρημένου Σχεδίου φτάνει τα 36 δισ. ευρώ (απ’ τα οποία τα 18 δισ. ευρώ είναι νέα δάνεια). Ωστόσο, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, για τον οποίο προορίζεται σημαντικό μέρος των νέων επενδύσεων, αναδεικνύεται το πρόβλημα κορεσμού της εγχώριας χωρητικότητας και της αδυναμίας γρήγορης επέκτασης διασυνδέσεων που θα επιτρέψουν την εξαγωγή της πρόσθετης παραγωγής.

Ο μέσος ονομαστικός μισθός παραμένει το 2023 χαμηλότερος σε σχέση με πριν από μια δεκαετία, ενώ λόγω της ακρίβειας τροφίμων και γενικότερα του υψηλού πληθωρισμού, η μείωση του πραγματικού μισθού ξεπερνά το 35% σε σχέση με το 2009, δηλαδή την περίοδο πριν από τη μεγάλη κρίση. Ακόμα και ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης προβλέπει, λόγω της ακρίβειας και του χαμηλού πραγματικού εισοδήματος, σημαντική επιβράδυνση στον ρυθμό ιδιωτικής κατανάλωσης το 2024.

Η επαναφορά το 2024 των αυστηρών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος καθώς και η υλοποίηση των προαπαιτούμενων του Ταμείου Ανάκαμψης για τη δημιουργία «πιο φιλικού περιβάλλοντος για τις επενδύσεις», θα μεταφραστούν σε κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης στο εισόδημα και στα δικαιώματα (εργασιακά, ωράριο κ.ά.) των εργαζομένων το επόμενο διάστημα.

Η εξαίρεση των στρατιωτικών δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος στο «Αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας» δίνει το «πράσινο φως», για να πληρώσει ο λαός νέες υπέρογκες δαπάνες για τα σχέδια και τους σκοπούς του ΝΑΤΟ.

Η όποια ευελιξία στους όρους της ετήσιας μείωσης του χρέους αφορά στην ουσία τη δυνατότητα μεγαλύτερης κρατικής ενίσχυσης των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων.

Για την εργατική τάξη και τους αυτοαπασχολούμενους θα κλιμακωθεί η φοροληστεία σε συνδυασμό με τις περικοπές αναγκαίων κρατικών δαπανών. Ο προϋπολογισμός του 2024 προβλέπει νέα αύξηση των εσόδων απ’ τον ΦΠΑ και τους υπόλοιπους άδικους έμμεσους φόρους και συνολική νέα αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 6,2 δισ. ευρώ.

Η προώθηση των κατευθύνσεων της ΕΕ και γενικότερα της στρατηγικής του κεφαλαίου κλιμακώνεται με την εφαρμογή των νόμων που ψηφίστηκαν (νόμος Γεωργιάδη, φορολογία αυτοαπασχολούμενων κ.λπ.) και τη δρομολόγηση νέων νομοσχεδίων, με αιχμή την Κοινωνική Ασφάλιση. Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της νέας έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Κοινωνική Ασφάλιση, προτείνεται η σύνδεση του προσδόκιμου ζωής με τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και η επιβολή άμεσα ως ορίου ηλικίας τα 66 έτη για όσους νέους ξεκινούν να εργάζονται στα 22 έτη. Πρόκειται για τις αντιδραστικές αλλαγές που πυροδότησαν τις μεγάλες κινητοποιήσεις στη Γαλλία και άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ.

Στο ζήτημα της κατοικίας, εκτός των υψηλών ενοικίων και των επιτοκίων στεγαστικών δανείων, των υψηλών τιμών πώλησης, θα δρομολογηθούν το 2024 μέτρα για την ιδιωτική ασφάλιση των κατοικιών και την υλοποίηση περισσότερων πλειστηριασμών. Η εφαρμογή του συνόλου των μέτρων αύξησης της φοροληστείας και περικοπής κρατικών δαπανών κοινωνικής πολιτικής (κατάργηση επιδοτήσεων στους λογαριασμούς της Ενέργειας, αύξηση διοδίων κ.λπ.) σε συνδυασμό με τη διατήρηση της ακρίβειας, θα ενισχύσουν το ρεύμα λαϊκής δυσαρέσκειας.

Αντικειμενικά διαμορφώνονται ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες για να φωτίσουμε τον πραγματικό αντίπαλο, τη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ και να αναδείξουμε τη συνενοχή των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας στην υλοποίηση της αντιλαϊκής πολιτικής.

ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά στην κριτική στην κυβέρνηση εστιάζουν στη χαμηλή απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης προς όφελος των μικρών επιχειρήσεων. Αποδέχονται δηλαδή την υλοποίηση των προαπαιτούμενων και τα νέα δάνεια που θα αποπληρώσει ο λαός. Κρύβουν ότι οι στόχοι και το μέγεθος των επενδύσεων που χρηματοδοτεί το Ταμείο είναι δεδομένοι, με γνώμονα να διασφαλιστεί η κερδοφορία των τραπεζικών ομίλων (που μετέχουν στις επενδύσεις) και για να ενισχυθεί η συγκέντρωση του κεφαλαίου, η αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων.

4. Η ανάπτυξη της εργατικής – λαϊκής πάλης

Μέσα στο 2024 είναι κρίσιμο ζήτημα η ανάπτυξη της πάλης του εργατικού και ευρύτερα του λαϊκού κινήματος γύρω από τα παραπάνω ζητήματα των εξελίξεων στην οικονομία, στην πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά και των άλλων αστικών κομμάτων συνολικά και της ΕΕ.

Η αποτελεσματικότητα της δικής μας παρέμβασης στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα, την επόμενη περίοδο, έχει πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις, που απορρέουν από την εκτίμηση των εξελίξεων, που περιγράφονται παραπάνω στην εισήγηση. Αλλά και απορρέουν από την εκτίμηση της κατάστασης της ίδιας της εργατικής τάξης και του κινήματος. Δηλαδή, από το ότι με τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης, συνολικότερα την πολιτική της (ακρίβεια, εργασιακές σχέσεις κ.λπ.), απ’ τη μια, έχει χειροτερεύσει η κατάσταση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης και, ταυτόχρονα, έχει γενικευτεί η κατάσταση όλο και περισσότερες εργατικές – λαϊκές οικογένειες να προσπαθούν να καλύψουν βασικές τους ανάγκες με τα διάφορα επιδόματα. Να εθίζονται στη λογική ότι αυτό αποτελεί κανονικότητα, ότι δεν γίνεται αλλιώς. Από την άλλη, πρέπει να εκτιμήσουμε ότι σε μεγάλα τμήματα μεγαλώνει η δυσαρέσκεια, υπάρχει το «ρεύμα αμφισβήτησης», που επιδρά ακόμα και σε τμήματα συνδικαλιστών, πέρα από την επιρροή του ΚΚΕ.

Ωστόσο, ενώ η επίθεση στα δικαιώματα εξαπολύεται σχεδιασμένα και μεθοδικά, μέσα από την κυβερνητική πολιτική και την εργοδοσία, λόγω της κατάστασης κυρίως στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ αλλά και από Ομοσπονδίες, δεν έχει υπάρξει αντίστοιχη και ανάλογη γενικά αγωνιστική απάντηση στη συνολική επίθεση των δυνάμεων που υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Η ανάγκη να υπάρξει τέτοια απάντηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία και πρέπει να αποκτήσει σάρκα και οστά με δική μας πρωτοβουλία και παρέμβαση, μέσα στο σύνολο του συνδικαλιστικού κινήματος, το αμέσως επόμενο διάστημα, να ξεκινήσει και να κλιμακώνεται. Διαφορετικά, η δυσαρέσκεια και το ρεύμα αμφισβήτησης θα ενσωματώνονται. Πρόκειται για ζήτημα επιτακτικό αλλά και σύνθετο. Απαιτείται συνδυασμένη δουλειά, κάθε συνδικάτο να αναλάβει την ευθύνη του. Να διαμορφώσει το πλαίσιο διεκδικήσεών του, αλλά ταυτόχρονα είναι απαραίτητες και πιο κεντρικές συντονισμένες παρεμβάσεις.

Επεξεργαζόμαστε και συγκεκριμενοποιούμε ένα επικαιροποιημένο ενοποιητικό πλαίσιο διεκδικήσεων, που θα προωθήσουμε στα συνδικάτα και ταυτόχρονα να διαμορφώσουμε ένα σχέδιο ενεργειών και δράσεων. Στόχος να γίνονται βήματα ανασύνταξης, αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική, την πολιτική της ΕΕ, την επιθετικότητα της εργοδοσίας.

Με πρωτοβουλία των συνδικάτων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, να τεθεί παντού το ζήτημα προετοιμασίας για απεργιακή κινητοποίηση πριν από το Πάσχα, παίρνοντας υπόψη και τον έναν χρόνο από το έγκλημα στα Τέμπη στις 28 Φλεβάρη.

Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει καλά σχεδιασμένη δουλειά, τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και σε κάθε κλάδο, σε κάθε συνδικάτο, επιχείρηση, σε σχολικές μονάδες, πανεπιστήμια, μονάδες Υγείας κ.α. Μπορούμε να τα καταφέρουμε και να μετρήσουμε βήματα στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης κινητοποίησης και της μαζικοποίησης των συνδικάτων, μπροστά και στην 1η Μάη του 2024.

Να διαμορφώσουμε καλύτερες υποδομές για τη συνέχεια, της πιο ισχυρής δράσης του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος και του συντονισμού της δράσης του, με τα σύμμαχα κοινωνικά στρώματα. Προς αυτήν την κατεύθυνση θεωρούμε απαραίτητο στα καθοδηγητικά όργανα και στις ΚΟΒ να επαναφέρουμε ζητήματα για το πώς δουλεύουμε στο κίνημα.

Στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα να δουλέψουμε πιο συγκεκριμένα με βάση την Απόφαση του 21ου Συνεδρίου, η οποία αποκτά μεγάλη επικαιρότητα και λόγω των εξελίξεων και της ανόδου του κύρους του Κόμματος μέσα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Οπως τόνιζε το 21ο Συνέδριο, είναι περισσότερο αναγκαίο σήμερα να συνεχιστεί η διατήρηση και διεύρυνση μιας στεφάνης σωματείων και άλλων συλλογικών φορέων γύρω από το ΠΑΜΕ (που δεν ανήκουν στο ΠΑΜΕ), μέσα από μαζικές διαδικασίες, με διαπάλη, με διαρκή προσπάθεια, με σχεδιασμό κατά κλάδο, κατά περιοχή. Αλλοτε θα είναι περισσότερα, άλλοτε λιγότερα, επιδιώκοντας η κάθε πρωτοβουλία του ταξικά προσανατολισμένου κινήματος να γίνεται αντικείμενο διαπάλης με τις άλλες δυνάμεις, να δημιουργεί ρήγματα. Επιδιώκουμε με σχεδιασμένη δράση και συλλογικές αποφάσεις να συσπειρωθούν με το ΠΑΜΕ συνδικαλιστές και σωματεία. Να αποκαλύπτονται στους εργαζόμενους οι δυνάμεις που μπαίνουν εμπόδιο στην οργάνωση της πάλης τους ή που προσπαθούν να υποτάξουν το περιεχόμενο και τη διεξαγωγή της στα καπιταλιστικά συμφέροντα. Αυτός είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος να βγάζουν οι εργαζόμενοι συμπεράσματα, μέσα από την ίδια τους την πείρα, διαδικασία, βέβαια, που δεν αρκεί για την ωρίμανση της επαναστατικής εργατικής συνείδησης, αλλά όμως είναι μια σημαντική προϋπόθεση. Η διαπάλη με την εργοδοτική κυβερνητική γραμμή αλλά και με την οπορτουνιστική στάση να διεξάγεται με μαζικές διαδικασίες στο πρωτοβάθμιο σωματείο, κλαδικό και επιχειρησιακό. Να μην υποχωρούμε μπροστά στις μεγάλες απαιτήσεις που έχουν οι μαζικές διαδικασίες των σωματείων, με τις οποίες και οι δικές μας δυνάμεις γίνονται πιο έμπειρες και πιο ικανές. Εδώ βρίσκεται το έδαφος αλλαγής της κατάστασης σε όλα τα συνδικάτα και της εκπαίδευσης νέων δυνάμεων για το κίνημα.

Ταυτόχρονα και παράλληλα, ειδική δουλειά χρειάζεται στα σύμμαχα στρώματα της εργατικής τάξης, στους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες, βιοτέχνες, εμπόρους και επιστήμονες, όπως και στους βιοπαλαιστές αγρότες, αξιοποιώντας την πείρα των πρόσφατων κινητοποιήσεων και της δράσης στο κίνημα, με αφορμή το φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης και τον αντιλαϊκό κρατικό προϋπολογισμό, που κινητοποίησε χιλιάδες εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους της πόλης (εμπόρους, επαγγελματίες, βιοτέχνες, επιστήμονες) σε όλη τη χώρα.

Οσον αφορά ειδικά στις αγροτικές κινητοποιήσεις, φαίνεται ότι υπάρχουν διαθέσεις για κλιμάκωση, παρά την παρέμβαση της κυβέρνησης, με συντονισμένες πανελλαδικά αγροτικές κινητοποιήσεις με τη μορφή μπλόκων, το δεύτερο 15ήμερο του Γενάρη, με αιχμές τις μεγάλες καταστροφές κυρίως στη Θεσσαλία και για το κόστος παραγωγής, τις τιμές και αποζημιώσεις ΕΛΓΑ στις άλλες περιοχές. Προϋπόθεση για κλιμάκωση είναι να δουλέψουν οι οργανωμένες δομές του κινήματος με ευθύνη των κομμουνιστών. Τον τόνο μπορεί να δώσει ένα ενιαίο, πανθεσσαλικό δυναμικό μπλόκο στη Νίκαια της Λάρισας. Στην κατεύθυνση και με αυτούς τους στόχους πρέπει να δουλέψουν οι δυνάμεις μας στους αγρότες, να συζητήσουν αντίστοιχα τα καθοδηγητικά όργανα και οι ΚΟΒ της Υπαίθρου.

5. Οι εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

Εχουμε επισημάνει από τις δύο προηγούμενες Συνόδους της ΚΕ ότι οι εκλογές του Ιούνη του 2023 κατέγραψαν ένα ενισχυμένο εκλογικό ποσοστό για την κυβέρνηση της ΝΔ (41%), την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, μια τάση ενίσχυσης της αποχής και την εκλογική άνοδο του ΚΚΕ, ενώ τα στοιχεία αυτά με διαφοροποιήσεις επιβεβαιώθηκαν και στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Οκτώβρη, αν και στον δεύτερο γύρο κυρίως εκφράστηκε και μια μεγαλύτερη δυσαρέσκεια προς τη ΝΔ, στέλνοντάς της μήνυμα άρνησης μιας «εν λευκώ εξουσιοδότησης».

Από την επομένη ακόμα των βουλευτικών εκλογών ξεκίνησε η συζήτηση ότι δεν είναι δυνατόν το αστικό πολιτικό σύστημα να στηρίζεται σε μια κατάσταση «ενάμισι κόμματος», δηλαδή να εμφανίζεται η δυνατότητα κυβερνητικής λύσης μόνο από τον έναν πόλο του αστικού πολιτικού συστήματος, τον λεγόμενο «κεντροδεξιό – φιλελεύθερο», και ο άλλος πόλος, ο «σοσιαλδημοκρατικός», να «χωλαίνει» απελπιστικά.

Ο αστικός προβληματισμός εδράζεται ουσιαστικά σε δύο – κρίσιμα για τη σταθερότητα του συστήματος – ζητήματα. Το πρώτο είναι η «εξισορρόπηση» ανταγωνιστικών συμφερόντων εντός της ίδιας αστικής τάξης, τα οποία διαπλέκονται και με τα αστικά πολιτικά κόμματα ή μερίδες τους και σε κρίσιμες περιόδους σχετίζονται και με ζητήματα διεθνών ιμπεριαλιστικών συμμαχιών. Το δεύτερο είναι η ικανότητα του αστικού πολιτικού συστήματος να εκτονώνει και να απορροφά τη λαϊκή δυσαρέσκεια μεταγγίζοντάς την πότε στον έναν πότε στον άλλον αστικό πόλο, μέσα από ένα σύστημα εναλλαγής και αναζήτησης ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων.

Ολα τα παραπάνω αλληλεπιδρούν, γι’ αυτό μια σειρά από «στρατηγικές» αστικές αναλύσεις διαπιστώνουν ότι ο δρόμος της «νέας κυβέρνησης» της ΝΔ δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, εστιάζοντας στα ζητήματα:

  • της αναμενόμενης ύφεσης στην Ευρωζώνη,
  • της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και της εμπλοκής της Ελλάδας σε αυτούς,
  • ορισμένων αποφάσεων που η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη και δεσμευμένη στον αμερικανοΝΑΤΟικό παράγοντα να πάρει πρώτα απ’ όλα στα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό,
  • της υλοποίησης προγράμματος «μεταρρυθμίσεων», αρκετές από τις οποίες είναι προαπαιτούμενα στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης (Φορολογικό, Υγεία, Ανώτατη Εκπαίδευση, μίνι Ασφαλιστικό κ.ά.) και άλλων δεσμεύσεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι οποίες αντικειμενικά προκαλούν ή θα προκαλέσουν νέα επιδείνωση και δυσαρέσκεια των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων απέναντι στην κυβέρνηση,
  • υποδομών και πολιτικής προστασίας, αξιοποιώντας και το master plan της Θεσσαλίας, που αναμένεται να ανακοινωθεί τον Φλεβάρη,
  • της προώθησης ορισμένων θεσμικών αλλαγών όπως η καθιέρωση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών κ.λπ.

Σε γενικές γραμμές, το κεφάλαιο, η αστική τάξη της χώρας στηρίζουν την κυβέρνηση της ΝΔ και την πολιτική της. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση της ΝΔ απολαμβάνει την πλήρη στήριξη των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ. Η κυβέρνηση αξιοποίησε τη σχετικά πιο ευνοϊκή συγκυρία ως προς τον καπιταλιστικό οικονομικό κύκλο, επέδειξε και ορισμένη πολιτική ευελιξία και ικανότητα προσαρμογής με κριτήριο τα συμφέροντα του κεφαλαίου – όπως λένε στελέχη της με «ρεαλισμό και χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις», όπως η εφαρμογή επεκτατικών μέτρων στην οικονομία, η τροπολογία που κατέθεσε για τους μετανάστες εργάτες, ενώ βέβαια υλοποίησε και τα προβλεπόμενα από τη Συμφωνία των Πρεσπών κ.ά. Αν και γενικά η αστική τάξη στηρίζει τη διακυβέρνηση της ΝΔ, δεν πρέπει να φύγουν της προσοχής μας ζητήματα στα οποία εκδηλώνονται διαφωνίες και ανταγωνισμοί στους κόλπους της αστικής τάξης, που βεβαίως επιδρούν και στην κυβέρνηση και ενδεχομένως να επιδράσουν ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Οπως:

— Η μοιρασιά πακέτων της ΕΕ και του Ταμείου Ανάκαμψης που αφορούν τον προσανατολισμό των επενδύσεων, με διάφορες πλευρές να γκρινιάζουν ότι ωφελημένοι βγαίνουν μια σειρά από επιχειρηματίες που συνδέονται άμεσα με την ηγεσία της ΝΔ.

— Η πορεία υλοποίησης των σχεδίων για την «πράσινη ανάπτυξη» με προβληματισμούς από τμήματα του κεφαλαίου και για τον τρόπο εφαρμογής τους, αλλά και για την κατεύθυνση πλήρους εγκατάλειψης σχεδίων εκμετάλλευσης ενεργειακών πηγών που υπάρχουν στη χώρα.

— Το μείγμα δημοσιονομικής σταθερότητας και επεκτατικής – περιοριστικής πολιτικής με αντιρρήσεις που εκφράζονται κυρίως από ΤτΕ και την ΕΚΤ.

— Επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για συμβιβασμούς με την Τουρκία που εκδηλώνονται και μέσα στην κυβέρνηση.

— Προβληματισμοί για την πλήρη ταύτιση της κυβέρνησης με την πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν των ΗΠΑ στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και στην Παλαιστίνη.

Ολα αυτά είναι ζητήματα προς παρακολούθηση.

Το γενικότερο κλίμα στους εργαζόμενους και τις άλλες λαϊκές δυνάμεις, όπως αυτό εκφράζεται και σε σχετικές δημοσκοπήσεις, αλλά επιβεβαιώνεται από την πείρα δράσης των Κομματικών Οργανώσεων, φανερώνει δυσαρέσκεια, ανησυχία, αγωνία για το μέλλον. Η συσπείρωση ενός σημαντικού ποσοστού γύρω από την κυβέρνηση της ΝΔ, όπως εκφράστηκε και εκλογικά, έχει μεν αντιφατικά στοιχεία, ωστόσο αποδεικνύει ότι το βασικό κριτήριο είναι η «κυβερνησιμότητα», η «σταθερότητα», η «διαχείριση» των προβλημάτων με πολύ χαμηλές προσδοκίες. Περισσότερο εκφράζει την προσδοκία να μη χειροτερεύσουν τα πράγματα, παρά να βελτιωθούν προς το καλύτερο. Η ΝΔ διακυβέρνησε από το 2019 μέχρι σήμερα σε μια πιο ευνοϊκή – για την ίδια – συγκυρία, συγκρίνοντας με άλλες περιόδους της τελευταίας 15ετίας. Σε αυτήν την περίοδο η οικονομία βρισκόταν σε φάση ανόδου και στην ΕΕ επικράτησε ένας προσανατολισμός μιας πιο «χαλαρής» δημοσιονομικής πολιτικής, που επέτρεψε να διαχειριστεί διαφορετικά και τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε την περίοδο της πανδημίας. Σε αυτήν τη βάση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμήσουμε την προσπάθεια που κάνει η κυβέρνηση να αμβλύνει ή ακόμα και να ενσωματώσει εργατική – λαϊκή δυσαρέσκεια μέσω των διάφορων συστημάτων «pass», αποζημιώσεων για καταστροφές, την ειδική παρέμβαση σε μεσαία στρώματα, αν και ο νέος φορολογικός νόμος θίγει αρκετά ένα μέρος τους.

Ουσιαστικά, επέδρασε και επιδρά, όπως σωστά έχουμε επισημάνει, η λογική του «μικρότερου κακού», μόνο που αυτήν τη φορά εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων, αυτή η λογική δεν τροφοδοτεί τη σοσιαλδημοκρατία αλλά τον αντίπαλό της αστικό πόλο.

Ωστόσο, μια σειρά από παράγοντες όπως η μεγάλη αυξανόμενη ακρίβεια, το «εξανεμιζόμενο» εισόδημα, οι φυσικές καταστροφές και οι επιπτώσεις από αυτές, η κατάσταση στο σύστημα Υγείας τροφοδοτούν δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, διαμαρτυρία.

Επίδραση στις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα θα έχει σίγουρα και η καθιέρωση της «επιστολικής ψήφου» που στηρίζουν όλα τα υπόλοιπα κόμματα εκτός από το ΚΚΕ. Μια διαδικασία που μπορεί να ανοίξει τον δρόμο και για άλλες αλλαγές στο μέλλον (π.χ. ηλεκτρονική ψηφοφορία κ.λπ.). Πρώτα απ’ όλα γιατί ενισχύει την πιο παθητική πολιτική στάση, μακριά από την όποια πολιτική ζύμωση και αντιπαράθεση, πάει «γάντι» με τα διαδικτυακά κόμματα, τα λόμπι των influencer κ.λπ. Είναι σίγουρο ότι θα πολλαπλασιαστούν οι κάθε είδους πιέσεις και εκβιασμοί σε ψηφοφόρους από επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα. Επίσης, διευκολύνει την ούτως ή άλλως επιχειρούμενη αλλοίωση του εκλογικού σώματος, διευρύνοντας τις δυνατότητες ψήφου του τμήματος ομογενών που δεν έχουν καμιά κοινωνική, οικονομική σύνδεση με τη χώρα. Την ψήφο των αποδήμων σηκώνει ψηλά και η ηγεσία Κασσελάκη του ΣΥΡΙΖΑ, αξιοποιώντας και τους δεσμούς που έχει με την «αμερικανική ομογένεια».

6. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη ΝΔ και τον ευρύτερο «δεξιό» χώρο

Αν και στις δύο τελευταίες βουλευτικές εκλογές υπήρξε σημαντική συσπείρωση των δυνάμεων της ΝΔ, μετεκλογικά εμφανίζονται και πάλι ορισμένες διαφοροποιήσεις από πρωτοκλασάτα στελέχη της σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα:

— Στον διάλογο για τα Ελληνοτουρκικά, εκφράζοντας επιφυλάξεις ακόμα και για την αναγκαιότητα επίσκεψης Ερντογάν.

— Κριτική σε ορισμένες διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου που οδηγούν σε ασφυξία μεσαία στρώματα.

— Την πρόθεση της κυβέρνησης να φέρει νόμο για τον πολιτικό γάμο ομόφυλων ζευγαριών.

— Τη στροφή της ΝΔ προς το «κέντρο», τη στιγμή που διεθνώς γίνεται «στροφή προς τα δεξιά».

Το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερα με αφορμή τις παρεμβάσεις ομάδας βουλευτών της ΝΔ για μια σειρά από αυτά τα ζητήματα, σε αντιπαράθεση με την κεντρική κυβερνητική γραμμή αναζωπυρώνεται μια συζήτηση για τη δυνατότητα ύπαρξης ενός δεξιού – ακροδεξιού κόμματος, που να αντιμετωπίζει τον κατακερματισμό σε αυτόν τον χώρο και να παίζει πιο κεντρικό ρόλο ακόμη και ως κυβερνητικό συμπλήρωμα. Μάλιστα, αυτή η συζήτηση τροφοδοτείται και από τα εκλογικά αποτελέσματα ή τις δημοσκοπήσεις σε μια σειρά χωρών της ΕΕ (Ιταλία, Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.), που καταγράφουν υψηλά ποσοστά για τέτοια κόμματα. Κρίσιμο ρόλο θα παίξουν το επόμενο διάστημα και οι εξελίξεις στο Μεταναστευτικό – Προσφυγικό, ιδιαίτερα με την εφαρμογή του νέου Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου της ΕΕ και τους ανταγωνισμούς μεταξύ κρατών και τμημάτων του κεφαλαίου για το μείγμα καταστολής – προσέλκυσης εργατικών χεριών στο ζήτημα της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών.

Η παρουσία στη Βουλή δύο ακροδεξιών κομμάτων (Ελ. Λύση, Νίκη) και του φασιστικού μορφώματος των Σπαρτιατών στις εκλογές του Ιούνη επιβεβαιώνει την επιλογή στήριξης τέτοιων δυνάμεων από κύκλους της αστικής τάξης ως εφεδρειών για το αστικό πολιτικό σύστημα. Η στάση αυτών των δυνάμεων σε μια σειρά από ζητήματα ουσιαστικά επιβεβαιώνει τον βαθύ χαρακτήρα τους ως αστικά κόμματα. Ουσιαστικά ταυτίζονται σε μια σειρά βασικές στρατηγικές επιλογές και σε αυτές που αφορούν τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας, παρά τις όποιες επιφυλάξεις και γκρίνιες εκφράζουν γενικά σε χαμηλούς τόνους. Χαρακτηριστικό γεγονός είναι η στάση των Σπαρτιατών στον πόλεμο στη Γάζα, που ήταν από τους πρώτους που καταδίκασαν την επίθεση της Χαμάς στα ισραηλινά Κιμπούτς, προβάλλοντας το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα. Ταυτόχρονα, καταγράφεται η προσπάθεια ανασυγκρότησης της δράσης φασιστικών – ναζιστικών ομάδων, χωρίς να συνδέονται άμεσα και επίσημα με κάποιο πολιτικό κόμμα σε περιοχές της Αττικής, αλλά και σε πόλεις σε όλη τη χώρα. Το εκλογικό αποτέλεσμα του Κασιδιάρη στις δημοτικές εκλογές στην Αθήνα δεν αξιοποιήθηκε για μια συνολική αναμόρφωση σε αυτόν τον χώρο, αντίθετα ακολουθήθηκε από αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό αυτών των δυνάμεων.

7. Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ με την εκλογή νέας ηγεσίας υπό τον Στέφανο Κασσελάκη και η όξυνση της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του

Σε εξέλιξη βρίσκεται η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία εντάθηκε με διάσπαση μετά την επικράτηση του Στ. Κασσελάκη ως προέδρου. Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχουμε τοποθετηθεί ως Κόμμα, αποτελεί αποκορύφωμα όλης της διαδικασίας συγκρότησής του, αρχικά ως οπορτουνιστικού μορφώματος, στη συνέχεια υποκαθιστώντας το ΠΑΣΟΚ και διαχειριζόμενο τη βαθιά οικονομική κρίση στην Ελλάδα ως «αριστερή εναλλακτική». Ηταν μια πορεία λίγο έως πολύ προδιαγεγραμμένου οργανωτικού, πολιτικού και ιδεολογικού εκφυλισμού, ανάλογου με αυτόν που βίωσαν σοσιαλδημοκρατικά και οπορτουνιστικά κόμματα (π.χ. εξέλιξη του Ιταλικού ΚΚ) και σε άλλες χώρες.

Οι δυνάμεις που συσπειρώθηκαν γύρω από την ηγεσία Κασσελάκη ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαίο σήμερα να βγει με ένα πιο καθαρό διαχειριστικό πρόσωπο χωρίς «αριστερό» και «ριζοσπαστικό» καμουφλάζ, για να αποτελέσει δύναμη κυβερνητικής εναλλαγής, «αντίπαλο δέος στη ΝΔ» και κυρίως στην προσπάθεια να προσεγγίσουν «κεντρώους», ακόμα και «δεξιούς» ψηφοφόρους της ΝΔ. Αλλωστε, η έμφαση σε ζητήματα διαφθοράς, η επίκληση στα «καθαρά χέρια», η αναπαραγωγή ακόμη και αντιδραστικών απόψεων, όπως είναι αυτή της κατάργησης της βουλευτικής ασυλίας κ.λπ., είναι θέσεις κυρίως ακροδεξιών λαϊκίστικων κομμάτων. Ουσιαστικά προκρίνεται ένα στίγμα κόμματος ανάλογου με αυτό των Δημοκρατικών των ΗΠΑ, το οποίο δεν κρύβουν, παρά με τα κλασικά κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Στρατηγικές διαφωνίες με τους αποχωρήσαντες των ομάδων Αχτσιόγλου και Τσακαλώτου δεν υπάρχουν. Αλλωστε, στο επιχείρημα που έμπαινε «ό,τι λέει ο Κασσελάκης, το λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ», κανένας δεν μπορούσε ουσιαστικά να διαφωνήσει. Η διαφορά τους είναι ότι αυτές οι δυνάμεις, ακολουθώντας την «παραδοσιακή» τακτική του ΣΥΡΙΖΑ και του οπορτουνισμού, διάνθιζαν βασικές στρατηγικές αστικές επιλογές με διάφορα αποπροσανατολιστικά επιχειρήματα περί «τακτικών κινήσεων λόγω των αρνητικών συσχετισμών», «μέτρα ανάπτυξης για να εξασφαλιστεί η αναδιανομή υπέρ των αδυνάτων», «ρωγμών που ανοίγουν τον δρόμο για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» κ.ά.

Η επιλογή Κασσελάκη στηρίχτηκε από συγκεκριμένες δυνάμεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, που μέχρι τον Ιούνη βρίσκονταν στον πυρήνα της ηγεσίας του υπό τον Τσίπρα, άρα κινητοποιήθηκαν συγκεκριμένες δυνάμεις για την εκλογή του. Επίσης, φάνηκε ότι στηρίχτηκε από συγκεκριμένους επιχειρηματικούς ομίλους, κυρίως εφοπλιστικών συμφερόντων αλλά και σε σχέση με τις ΗΠΑ.

Η διαδικασία εκλογής προέδρου είχε επιλεγεί απ’ όλες τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, μια διαδικασία που είχαν ακολουθήσει και προηγούμενα στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΑΣΟΚ αλλά και στη ΝΔ.

Ωστόσο, όλα αυτά αντανακλούν μια συνολικότερη ιδεολογική – πολιτική αντιδραστικοποίηση, όπου θολώνουν ακόμα περισσότερο οι όποιες «ιδεολογικές» διαφορές ανάμεσα στα αστικά κόμματα. Κυριαρχεί η λογική ότι «δεν υπάρχει κάποια άλλη εναλλακτική – ούτε καν ως ψευδαίσθηση και αυταπάτη – το ζήτημα είναι να διαχειριστούμε με τον καλύτερο τρόπο αυτό που υπάρχει, την καπιταλιστική πραγματικότητα». Αυτό ήταν και το πνεύμα της τοποθέτησης Κασσελάκη στον ΣΕΒ περί εργαζομένων – συνεργατών, όπως και η πρόσφατη τοποθέτηση ότι οι Ελληνες δεν πρέπει να διαχωρίζονται με ταξικά κριτήρια.

— Προωθείται η «αμερικανοποίηση» του πολιτικού συστήματος με κόμματα των followers, με λόμπι και την ακόμα αμεσότερη παρέμβαση των επιχειρηματικών ομίλων στην ανάδειξη στελεχών τους, αιρετών και την ηγεσία τους.

– Αναδεικνύει κεντρικά στην πολιτική αντιπαράθεση την ατζέντα του «ατομικού δικαιωματισμού», με δεδομένο ότι βασικό στοιχείο προβολής του Κασσελάκη είναι η προσωπική του ζωή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, οι παρεμβάσεις του για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, εμφανίζεται ο ίδιος ως κάποιος που σπάει τα «κοινωνικά πρότυπα» κ.λπ.

Φαίνεται ότι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ρόλο «αριστερής αντιπολίτευσης» επιδιώκουν να παίξουν στελέχη που δεν έχουν εμπλακεί στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο να ξεπλυθεί ο βρώμικος ρόλος του.

Η συγκρότηση της «Νέας Αριστεράς» δεν μπορεί να επαναλάβει μια παρόμοια διαδικασία με εκείνη της ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2010 – 2015, απορροφώντας βασικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ που βρίσκονταν σε κρίση. Οι διακηρύξεις ότι επιδίωξη είναι «η συγκρότηση μιας κυβερνητικής εναλλακτικής που θα καλύπτει από το προοδευτικό κέντρο έως τη ριζοσπαστική αριστερά» είναι χαρακτηριστικά που το δυσκολεύουν να παίξει ουσιαστικό ρόλο οπορτουνιστικού αναχώματος. Το γεγονός αυτό βεβαίως δεν πρέπει να υποτιμήσει και αυτήν την προοπτική σύμπλευσης ή σύμπραξης με άλλες δυνάμεις – ΛΑΕ, ΜέΡΑ25, τμήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – για τη διαμόρφωση ενός νέου αναχώματος στη ριζοσπαστικοποίηση και τη χειραφέτηση λαϊκών δυνάμεων από τη σοσιαλδημοκρατία. Σήμερα, βέβαια, υπάρχει αρκετή πείρα και δυνατότητες, για να περιορίσουμε τέτοιον εγκλωβισμό.

Ταυτόχρονα η «Νέα Αριστερά» μπορεί να λειτουργήσει και συμπληρωματικά προς το ΠΑΣΟΚ, σε μια διαδικασία αναβάθμισης και ενίσχυσης ενός σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις Χαρίτση, ότι η «Νέα Αριστερά» δίνει «το χέρι συνεργασίας σε οποιαδήποτε πολιτική δύναμη μπορεί να συμφωνήσει μαζί μας, για τα μεγάλα ζητήματα», προσδιορίζοντας μια πολιτική πλατφόρμα με τις εξής αιχμές: «Μεγάλες ανισότητες», «ισχυρή δημόσια Παιδεία και Υγεία», «ρύθμιση αγοράς», «θεσμοί και δημοκρατία». Να συνυπολογιστεί ότι οι δυνάμεις που συγκροτούν τη «Νέα Αριστερά» έχουν ισχυρές διασυνδέσεις με το ευρωενωσιακό κέντρο, γι’ αυτό άλλωστε απολαμβάνουν και την εκτίμηση ανάλογων «παραγόντων» και στη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό πρακτικό παράδειγμα η στάση τους στην ψηφοφορία στη Βουλή για το νομοσχέδιο για τα «κόκκινα» δάνεια, όπου δεν καταψήφισαν 3 τροπολογίες με το επιχείρημα ότι ενσωματώνουν Οδηγίες της ΕΕ.

Οπωσδήποτε στην εξέλιξη του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας παρεμβαίνουν δυνάμεις που συνδέονται με το ένα (ΗΠΑ), ή το άλλο (ΕΕ) ιμπεριαλιστικό κέντρο κ.λπ.

8. Η κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ

Γίνεται σοβαρή προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί το ΠΑΣΟΚ πανελλαδικά, αξιοποιώντας δυνάμεις που διατηρούσε στο συνδικαλιστικό κίνημα, στην Τοπική Διοίκηση, σε επαγγελματικά επιμελητήρια και συλλόγους (π.χ. ΔΣΑ) κ.λπ. Σε αυτήν την κατεύθυνση πολλαπλασιάζονται οι παρεμβάσεις βουλευτών του, εκλεγμένων στην Τοπική Διοίκηση και ιδιαίτερα όπου εξέλεξε δημάρχους, στη Θεσσαλία και στην Κρήτη που εξέλεξε περιφερειάρχες, αλλά και οι παρεμβάσεις του σε εργατικές – λαϊκές κινητοποιήσεις. Ωστόσο δεν είναι ισχυρό το ρεύμα ενίσχυσής του από διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, από στελέχη του ΠΑΣΟΚ εκδηλώνονται επιφυλάξεις στη μαζική υποδοχή τέτοιων στελεχών, μιλώντας για κίνδυνο «ΣΥΡΙΖοποίησης του ΠΑΣΟΚ».

Η προσπάθεια άσκησης αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση της ΝΔ προσκρούει αντικειμενικά στις δεσμεύσεις του στην πολιτική της ΕΕ, στη στρατηγική σύμπλευσή του σε βασικούς στόχους του κεφαλαίου. Το ζήτημα αυτό εκφράζεται και σε τοπικό επίπεδο. Δυσκολεύει επίσης το γεγονός ότι η ΝΔ καταφέρνει να διεμβολίσει τον χώρο του λεγόμενου «Κέντρου» και «Κεντροαριστεράς», όχι μόνο αντλώντας στελέχη, βουλευτές και υπουργούς από αυτόν, αλλά υιοθετώντας και μέρος των πολιτικών τους θέσεων.

Εκφράζεται η προσπάθεια συγκεκριμένων κύκλων της αστικής τάξης που «ακουμπάνε» περισσότερο στο κέντρο της ΕΕ, να αναδειχθεί το ΠΑΣΟΚ ως βασικός φορέας της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα, για τη συγκρότηση εναλλακτικού κυβερνητικού πόλου.

9. Σύνοψη εκτιμήσεων για τις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα

α) Χρειάζεται πολύ καλή παρακολούθηση και εκτίμηση των εξελίξεων στο αστικό πολιτικό σύστημα, όχι μόνο σε κεντρικό επίπεδο, αλλά η συνδυασμένη μελέτη για το πώς αυτές αποτυπώνονται «κάτω», σε τοπικό, κλαδικό, περιφερειακό επίπεδο. Παίρνοντας ως δεδομένο ότι μιλάμε για μια μεταβατική περίοδο στο αστικό πολιτικό σύστημα, χρειάζεται, χωρίς προφανώς βιασύνη, να δούμε πώς διαμορφώνονται οι τάσεις που κατασταλάζουν, έτσι ώστε να είμαστε και πιο εύστοχοι κι αποδεικτικοί στην ιδεολογική και πολιτική πάλη.

β) Εχει σημασία στην ιδεολογικοπολιτική μας παρέμβαση να δέχεται πλήγμα η λογική της «ορθής διαχείρισης», της εμπιστοσύνης στην κυβερνητική πολιτική και στην αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του αστικού κράτους. Να αποκαλύπτεται ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους, της κυβερνητικής πολιτικής, των δεσμεύσεων στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ολη η κυβερνητική ατζέντα είναι ατζέντα αντιπαράθεσης εφ’ όλης της ύλης. Μαζί με την προσπάθεια να οργανωθούν αντιστάσεις στην προώθηση των κυβερνητικών μέτρων, αλλά και συνολικότερα η αντιπαράθεση με τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου, χρειάζεται να ενισχυθεί η προβολή της δικιάς μας πολιτικής, δηλαδή αυτό που λέμε και στο σύνθημα ότι απέναντι στα αδιέξοδα του συστήματος, της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων, της συναίνεσης όλων των αστικών κομμάτων υπάρχει διέξοδος, είναι η πολιτική του ΚΚΕ που δίνει απάντηση σε όλα τα φλέγοντα προβλήματα από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, από τη σκοπιά της προοπτικής της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Προοπτική που παλεύουμε από σήμερα, για να γίνει αύριο πραγματικότητα, δίνοντας μάχη για να δυναμώσουν η εργατική – λαϊκή οργάνωση και πάλη, ο προσανατολισμός της.

γ) Η κρίση στην οποία βρίσκεται η σοσιαλδημοκρατία σε όλες της τις εκδοχές διαμορφώνει αντικειμενικά το έδαφος για συμπόρευση με το Κόμμα ευρύτερων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων που την ακολουθούσαν μέχρι χτες, χωρίς να υποτιμάμε ότι οι διαφορετικές εκδοχές και μεταμορφώσεις της σοσιαλδημοκρατίας, που εκφράζονται και με αντίστοιχα κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά), κάνουν αυτό το καθήκον πιο σύνθετο και απαιτητικό, αφού μπορούν να εγκλωβίζουν εργατικές – λαϊκές δυνάμεις με διαφορετικούς τρόπους και παγίδες. Η προσπάθεια να τραβηχτούν τέτοιες δυνάμεις, ιδιαίτερα την περίοδο που διανύουμε, δεν είναι βέβαια μονόπρακτο έργο, απαιτείται όμως ευελιξία και σταθερότητα. Εχουμε ήδη πείρα από την προσπάθεια κοινής δράσης με τέτοιες δυνάμεις στο εργατικό – λαϊκό κίνημα αλλά και της πολιτικής συμπόρευσης σε έναν βαθμό στις εκλογικές μάχες. Συνεχίζοντας την προσπάθεια να συναντηθούμε με τέτοιες δυνάμεις στο εργατικό – λαϊκό κίνημα, απαιτείται να ανέβει η ικανότητα ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης με απόψεις που επιδρούν σε αυτές, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να ενταθεί η προσπάθεια για μια πιο σε βάθος συζήτηση συμπερασμάτων απ’ όλη την πορεία της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και καλέσματος σε πολιτική στάση με βάση αυτά τα συμπεράσματα. Δηλαδή, πρέπει να ανοίξουμε ακόμα πιο ουσιαστικά τη συζήτηση ότι το συμπέρασμα από την πορεία του ΠΑΣΟΚ παλιότερα και του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι η χρεοκοπία της λογικής ότι μπορεί μέσα από το ίδιο το σύστημα, με τις κυβερνήσεις και τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς να αλλάξουν τα πράγματα υπέρ του λαού και να αναδείξουμε τον δρόμο της σύγκρουσης με το σύστημα και της ανατροπής του, που προβάλλει το ΚΚΕ και στον οποίο καλεί να συμπορευτούν τέτοιες δυνάμεις.

δ) Σε αυτήν την κατεύθυνση ιδιαίτερη αντιμετώπιση απαιτούν οι δυνάμεις του οπορτουνισμού, που γίνεται προσπάθεια να επανασυσπειρωθούν γύρω από το εγχείρημα της «Νέας Αριστεράς» ή γύρω από άλλα πιθανά σχήματα, με στόχο να αναβιώσει το παραμύθι του «καλού ΣΥΡΙΖΑ του 2010 – 2015» και να ξανασερβιριστούν αυταπάτες για «μεταβατικά προγράμματα» κ.λπ. Τα ζητήματα της στάσης απέναντι στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ αντικειμενικά θα αναδειχθούν σε διαχωριστική γραμμή και μπροστά στις ευρωεκλογές.

ε) Δεν θέλει καμιά υποτίμηση η συγκεκριμένη προσπάθεια που κάνει το ΠΑΣΟΚ, με τις πλάτες επιχειρηματικών ομίλων και τμημάτων του κεφαλαίου κεντρικά και ανά περιοχή, να βαθύνει δεσμούς με εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, να αναβαθμίσει την παρέμβασή του στο κίνημα. Ουσιαστικά μιλάμε για επιχείρηση να ξεπλυθεί το ΠΑΣΟΚ απ’ όλες τις ευθύνες του, να δικαιωθεί για τον ρόλο και τις επιλογές του. Χρειάζεται να ανέβει το ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις. Η επίθεση του ΠΑΣΟΚ στο Κόμμα, στη Βουλή, με αφορμή τα Τέμπη δείχνει ότι θα επαναφέρουν και αυτοί τα παλιά γνωστά επιχειρήματα για δεκανίκι της δεξιάς κ.λπ.

στ) Το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε διεργασία καθώς και η καταγραφή αυξημένης πολιτικής επιρροής για το ΚΚΕ αντικειμενικά σημαίνει ότι θα αυξηθούν οι πιέσεις και οι επιθέσεις προς το Κόμμα. Οπως καλά γνωρίζουμε, θα αξιοποιηθούν και «το καρότο και το μαστίγιο». Ηδη με αφορμή τα αυξημένα εκλογικά ποσοστά και τις δημοσκοπικές τάσεις, ξεκίνησε μια συζήτηση για τον ρόλο «ευθύνης» που πρέπει να παίξει το ΚΚΕ στο αστικό πολιτικό σύστημα, εμφανίζοντας το Κόμμα ως συστημικό, διαστρεβλώνοντας τη στάση του την περίοδο του δημοψηφίσματος το 2015, προσπαθώντας να διαμορφώσουν και στρεβλές προσδοκίες σε έναν κόσμο που συστρατεύεται με το Κόμμα. Είναι άλλο πράγμα το Κόμμα να επιβεβαιώνει, ακόμη και να κερδίζει εκλογικά οφέλη με τη στρατηγική του σε συνθήκες αρνητικού συσχετισμού και όχι μεγάλης ανόδου της ταξικής πάλης, και είναι άλλο πράγμα η αυταπάτη ότι η στρατηγική του Κόμματος μπορεί να δικαιωθεί και πολύ περισσότερο να «νικήσει» μέσω του εκλογικού – κοινοβουλευτικού δρόμου με τη «σταδιακή», «συνεχή», ανοδική αύξηση των ποσοστών του στις βουλευτικές εκλογές κ.λπ. Ταυτόχρονα και παράλληλα δυναμώνουν ο αντικομμουνισμός, οι επιθέσεις στο Κόμμα, με αφορμή ζητήματα Ιστορίας, οι συκοφαντίες ιδιαίτερα όσον αφορά τη στάση του σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα π.χ. πόλεμος στην Ουκρανία, Παλαιστίνη κ.λπ., η προσπάθεια να εμφανιστεί ως παρωχημένο και οπισθοδρομικό, που δεν παρακολουθεί τις σύγχρονες εξελίξεις, επειδή δεν υιοθετεί την ατζέντα του «ατομικού δικαιωματισμού» αξιοποιώντας μια σειρά από θέματα, όπως ο πολιτικός γάμος των ομόφυλων ή άλλα ζητήματα όπως η επιστολική ψήφος κ.λπ. Επιθετικά σε αυτήν την κατεύθυνση είναι αναγκαίο να αναδεικνύουμε μέσα από κάθε πτυχή των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων ότι παρωχημένο και οπισθοδρομικό είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και οι σάπιες ιδέες του, να προβάλλουμε την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, ως το πραγματικά σύγχρονο και προοδευτικό, όπως αυτή προκύπτει και μέσα από σύγχρονες εξελίξεις όπως είναι π.χ. η Τεχνητή Νοημοσύνη, ψηφιακές εφαρμογές στην οικονομία κ.λπ. Απαιτείται λοιπόν να ανέβει η ιδεολογική επαγρύπνηση και ετοιμότητα αντιμετώπισης κάθε φύσης επίθεσης.

10. Για το χρονοδιάγραμμα προετοιμασίας του Κόμματος για τις ευρωεκλογές

Την Κυριακή 9 Ιούνη 2024 (6 – 9 Ιούνη σε όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ) θα διεξαχθούν οι ευρωεκλογές και με τη σημερινή Σύνοδο της ΚΕ ξεκινάμε την προετοιμασία, θέτοντας σχετικό χρονοδιάγραμμα και σταθμούς, ώστε το Κόμμα να μπει έγκαιρα, οργανωμένα και αποφασιστικά στη μάχη.

Οι ευρωεκλογές είναι σημαντική πολιτική αναμέτρηση με μεγάλες απαιτήσεις, στην οποία τα στελέχη και τα μέλη του Κόμματος θα στρατευτούν και θα τη δώσουν μαχητικά, με καλό εξοπλισμό και ουσιαστικά επιχειρήματα, από κοινού με τους φίλους και τους συμπορευόμενους, με πλατύ πολιτικό άνοιγμα, αξιοποιώντας τα θετικά αποτελέσματα και τη σημαντική πείρα που έχει συγκεντρώσει το Κόμμα μας στις βουλευτικές και τοπικές εκλογές, στους εργατικούς – λαϊκούς αγώνες και στις αρχαιρεσίες των συνδικάτων και άλλων μαζικών φορέων.

Στόχος είναι να βγει ακόμα πιο δυνατό το ΚΚΕ και να πάει εκλογικά όσο γίνεται υψηλότερα, να απευθυνθεί σε όσους βιώνουν τις οδυνηρές συνέπειες της αντιλαϊκής στρατηγικής της ΕΕ ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής ένωσης, της κυβέρνησης της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και των άλλων κομμάτων ή αναχωμάτων που θα δημιουργηθούν, που συνολικά εκπροσωπούν και διαχειρίζονται τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος. Να συσπειρώσει εργατικές – λαϊκές δυνάμεις που στήριξαν το Κόμμα μας στις εκλογές του 2023, να κερδηθούν νέες δυνάμεις από την εργατική τάξη, τους βιοπαλαιστές αγρότες και επαγγελματίες, τους επιστήμονες και τους ανθρώπους του πολιτισμού, τις γυναίκες, τους νέους και τις νέες εργατικής – λαϊκής προέλευσης.

Υπάρχουν σοβαρές δυνατότητες, αλλά δεν υποτιμάμε την παρέμβαση των άλλων πολιτικών δυνάμεων, των μηχανισμών της ΕΕ και των μεγάλων συμφερόντων, που θα χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα για να βάλουν εμπόδια στην πολιτική επιρροή του ΚΚΕ. Αξιοποιούμε την απήχηση της πολιτικής του Κόμματος, δυναμώνοντας την ιδεολογική – πολιτική δουλειά και αντιμετωπίζοντας τον εφησυχασμό που καλλιεργείται με τα περί «χαλαρής ψήφου» στις ευρωεκλογές.

Για την άμεση προετοιμασία θέτουμε το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα και τους σχετικούς σταθμούς, ώστε Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη, Απρίλη να βγει ένας σημαντικός όγκος πολιτικής – εκλογικής δουλειάς και να πάρουμε πρόσθετα μέτρα για την τελευταία προεκλογική φάση, μετά το Πάσχα (5 Μάη 2024).

Πρώτο, άμεση, από τώρα ενίσχυση, αναβάθμιση των παρεμβάσεων του Κόμματος με πολιτικές εκδηλώσεις, ομιλίες, κομματικές ανακοινώσεις, αλλά και στη δουλειά στο μαζικό κίνημα για την αποκάλυψη του αντιλαϊκού χαρακτήρα της ΕΕ, των ευθυνών της κυβέρνησης της ΝΔ και των άλλων κομμάτων, την εκλαΐκευση της πολιτικής του Κόμματος, την προβολή της πάλης του και τη σημασία της ενίσχυσής του στις ευρωεκλογές. Ηδη, στη διαπάλη κατέχουν σοβαρή θέση τα ζητήματα που αφορούν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ, το Ταμείο Ανάκαμψης, η «πράσινη μετάβαση», η ύφεση στην Ευρωζώνη, το Σύμφωνο Σταθερότητας, οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και οι συνέπειές τους, η λογική κόστος – όφελος, η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ο ρόλος της ΕΕ στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, το Μεταναστευτικό – Προσφυγικό κ.ά. και η διαπάλη επιβάλλεται να δυναμώσει και να εμπλουτίζεται.

Δεύτερο, αρθρογραφία, αφιερώματα και ειδικές στήλες του «Ριζοσπάστη», του πόρταλ «902» και του «Οδηγητή», ώστε ξεκινώντας από τον Γενάρη να κλιμακώσουμε για να φωτιστούν καίρια ζητήματα του χαρακτήρα και της στρατηγικής της ΕΕ, τη σχέση της με την πολιτική των αστικών κυβερνήσεων και κομμάτων στην Ελλάδα.

Τρίτο, πραγματοποίηση θεματικών εκδηλώσεων για την οικονομία, την Ενέργεια, τις νέες τεχνολογίες κ.ά. Θεματικές εκδηλώσεις ανά περιοχή ανάλογα με τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, π.χ. υποδομές, αντιπλημμυρική – αντιπυρική και αντισεισμική προστασία σε αντιπαράθεση με τη στρατηγική του κόστους – οφέλους. Κατάρτιση του πολιτικού προγράμματος των κεντρικών παρεμβάσεων τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε χώρες του εξωτερικού, για τους Ελληνες μετανάστες.

Τέταρτο, διαμόρφωση σχεδίου συσκέψεων, συζητήσεων και περιοδειών σε χώρους δουλειάς και περιοχές και επικοινωνία με μαζικούς φορείς, από μέλη της ΚΕ και άλλα στελέχη, τους ευρωβουλευτές και τους βουλευτές, με αξιοποίηση θεμάτων που έχει ανοίξει η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα και τις παρεμβάσεις στην Ευρωβουλή και τη Βουλή. Σημειώνουμε πως η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα υλοποιεί σχέδιο για τέσσερις εκδηλώσεις στις Βρυξέλλες με θεματολογία που θα ενισχύει την προεκλογική δουλειά και περιλαμβάνει: Αντεργατικές Οδηγίες και μέτρα της ΕΕ, ο ρόλος της στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, η μεταναστευτική πολιτική και η συμβολή της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ στην πάλη για τα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα. Στις εκδηλώσεις αυτές θα πάρουν μέρος εργαζόμενοι και μαζικοί φορείς από την Ελλάδα.

Πέμπτο, σε σχετική Σύνοδο της ΚΕ να εξεταστεί η δουλειά της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας, να συγκεντρωθούν σκέψεις, προτάσεις για τη συγκρότηση του ψηφοδελτίου, να συζητηθεί το εκλογικό κάλεσμα του Κόμματος. Να ετοιμαστούν έγκαιρα τα εκλογικά συνθήματα, ανακοινώσεις και ενημερωτικά φυλλάδια. Για την προετοιμασία της εκλογικής μάχης να αξιοποιηθούν οι χρονιάτικες εκλογοαπολογιστικές συνελεύσεις των ΚΟΒ.

Η Κεντρική Επιτροπή

Γενάρης 2024

Πηγή : Εφημερίδα Ριζοσπάστης 13 – 1 – 2024

Copyright ©

Κοινοποιήστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *