ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ (13 ΜΑΡΤΗ 1941 – 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2008)
Η εθνική φωνή του μαχόμενου Παλαιστινιακού λαού
Ο Μαχμούντ Νταρουίς, σε νεαρή ηλικία, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ισραήλ, από τα πρώτα ποιήματά του δίνει την πολιτική επιλογή του, που είναι συνυφασμένη με την επανάσταση, την υπεράσπιση του διεθνισμού και της παγκόσμιας αλληλεγγύης |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ο άπατρις αγωνιζόμενος Παλαιστινιακός λαός εναντίον του κράτους – δολοφόνου, του Ισραήλ, αποκτάει φωνή μέσα από το έργο του εθνικού ποιητή του Μαχμούντ Νταρουίς. Υψώνεται πάνω από τη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Οχθη η εγερτήρια και μαχόμενη κραυγή υπέρ των κατατρεγμένων συμπατριωτών του.
Το μαρτύριο των ομοεθνών του, καθώς είναι επιζώσα σάρκα από τις ξεσχισμένες σάρκες τους, δεν αναλώνεται σε ειρηνιστικά μηνύματα – ποιήματα. Κυματίζει σαν καταματωμένη σημαία, η οποία δεν πρόλαβε να πλαταγίσει κάτω από τον ανέφελο ουρανό της Μεσογείου. Γιατί, ήδη από το 1948, οπότε χαράζεται το ισραηλινό έθνος-κράτος, τα τέσσερα χρώματά της – το πράσινο, το κόκκινο, το λευκό, το μαύρο – παραμένουν «φυλακισμένα» στην κατοχική σιωπή του μακελάρη-επικυρίαρχου.
Από τα παιδικά του χρόνια με το καραβάνι του εκτοπισμού
Μετά τη βουτηγμένη σε αίμα αθώων αμάχων ίδρυσή του, ο γεννημένος στις 13 Μάρτη του 1941 Μαχμούντ Νταρουίς θα πάρει, σε ηλικία επτά ετών, τον ανηλεή δρόμο της δύστηνης εξορίας. Το χωριό του, Αλ Μπάρουα, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή της Δυτικής Γαλιλαίας, ολοσχερώς ισοπεδώνεται από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις.
Οταν είσαι ακόμη παιδί, μ’ ελάχιστες λίγες λέξεις στη γραμματική του πόνου, δεν έχεις προλάβει να συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχεις πατρίδα. Εχεις, όμως, νιώσει στο πετσί σου τον άδικο κι αναίτιο εκτοπισμό.
Εξώφυλλα τριών ποιητικών βιβλίων του, τα οποία κυκλοφορούν στη μητρική του γλώσσα, τα Αραβικά |
Μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, καθώς αξημέρωτα ηχούν οι σειρήνες του πολέμου και δεν μπορείς να βρεις ησυχία κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού σου, σηκώνεσαι μέσα στον πανικό που ενσπείρει ο απρόσκλητος επισκέπτης – εχθρός με τα ρούχα παραλλαγής.
Το ισοπεδωμένο χωριό του μετατρέπεται σε κιμπούτς
Είναι το δεύτερο παιδί μιας μουσουλμανικής, σουνιτικής οικογένειας γαιοκτημόνων, με τέσσερις αδελφούς και τρεις αδελφές. Ολη η οικογένεια, μέσα στα ερείπια, ακολουθεί το καραβάνι θλιμμένων και ξεριζωμένων ανθρώπων, που όλων τα μάτια κοιτούν προς τα κάτω, προσπαθώντας να βαδίσουν πάνω στο χώμα της Μέσης Ανατολής, αυτό το αφιλόξενο, αυτό το κατακαμένο.
Ο γειτονικός Λίβανος φαντάζει μία κάποια λύση, αλλά δεν θεραπεύει την πληγή, γιατί ο γενέθλιος τόπος εξακολουθητικά εκπέμπει το σήμα επιστροφής. Ετσι, η οικογένεια Νταρουίς, μετά από έναν χρόνο, με το νυστέρι του νόστου να του ξεσχίζει τα σωθικά, επιλέγει την παράνομη επανεγκατάστασή του.
Αλλά τι τα θέλετε, μέσα σ’ έναν χρόνο, το γνωστό κι αναγνωρίσιμο κατοικημένο τοπίο έχει καταστραφεί. Στη θέση του παλαιστινιακού χωριού, έχει χτιστεί ένα κιμπούτς, με Ισραηλινούς εποίκους.
Πλέον, δεν ακούγονται οι πυροβολισμοί, προσωρινά έχουν σιγάσει, αλλά τι να το κάνεις, όταν το δωμάτιο της παιδικής σου ηλικίας έχει χαθεί διά παντός. Ομως, ο Μαχμούντ διαθέτει ταλέντο, βγαλμένο κατευθείαν από το ορυχείο της αραβικής ποίησης. Πρέπει να σκάψει βαθιά για να βγάλει το μέταλλο, το πολύτιμο του στίχου.
Οι πρώτες σπουδές του περνούν από την εβραϊκή γλώσσα
Ο πρώτος παλαιστινιακο-ισραηλινός πόλεμος, του 1948, σε τρία στιγμιότυπα, στα οποία αποτυπώνεται ο ξεριζωμός: Παλαιστίνιοι μαχητές στην πρώτη γραμμή του πυρός – Εκτοπισμένοι εγκαταλείπουν το χωριό τους, με τα όποια υπάρχοντά τους κατάφεραν να διασώσουν (ξεχωρίζει ένα χαλί) – Αντρες και γυναίκες εσπευσμένα φορτώνουν σ’ ένα φορτηγό ρούχα και σκεπάσματα για να προστατευτούν από τη γύμνια της καταστροφής |
Γι’ αυτό περνάει από τη σπουδή, που χωρίς αυτή δεν διαμορφώνεται ο μετέπειτα εθνικός ποιητής, ωστόσο του μαθαίνει την αλφαβήτα της επικοινωνίας, στον συγκεκριμένο γεωπολιτικό χώρο. Πάντα, υπό το φάσμα της σύλληψής του από τις πανταχού παρούσες ισραηλινές αρχές. Την πρωτοβάθμια μάθηση, στα εβραϊκά, την ολοκληρώνει στο Νταρ Αλ Ασαντ και τη δευτεροβάθμια στο Καφρ Γιασίφ.
Ο επόμενος σταθμός είναι η Χάιφα, η μεγάλη πόλη, όπου δοκιμάζεται η δυναμική της ποίησής του. Ετσι, στα 1960, στα δεκαεννιά του χρόνια, δημοσιεύει την πρώτη ποιητική συλλογή του, «Πουλιά χωρίς φτερά», και τέσσερα χρόνια αργότερα, διεθνώς αναγνωρίζεται ως η φωνή της παλαιστινιακής αντίστασης, χάρη στο ποίημα «Δελτίο ταυτότητας», που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Φύλλα Ελιάς».
Πρόκειται για έναν μονόλογο, που τον λέει ένας εργάτης λατομείου, ο οποίος απευθύνεται σ’ έναν Ισραηλινό αξιωματικό, πιθανότατα σε έλεγχο για το πέρασμα από κάποιο απαγορευμένο σημείο ή μετά τη σύλληψή του και την κράτησή του, σε αστυνομικό τμήμα. Ας το παραθέσουμε ολόκληρο:
ΔΕΛΤΙΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Γράψε. Είμαι Αραβας. Αριθμός ταυτότητας: πενήντα χιλιάδες. Τα παιδιά μου είναι οχτώ. Το ένατο θα ‘ρθει μετά από το καλοκαίρι. Θυμώνεις;
Ο πρώτος παλαιστινιακο-ισραηλινός πόλεμος, του 1948, σε τρία στιγμιότυπα, στα οποία αποτυπώνεται ο ξεριζωμός: Παλαιστίνιοι μαχητές στην πρώτη γραμμή του πυρός – Εκτοπισμένοι εγκαταλείπουν το χωριό τους, με τα όποια υπάρχοντά τους κατάφεραν να διασώσουν (ξεχωρίζει ένα χαλί) – Αντρες και γυναίκες εσπευσμένα φορτώνουν σ’ ένα φορτηγό ρούχα και σκεπάσματα για να προστατευτούν από τη γύμνια της καταστροφής |
…
Γράψε. Είμαι Αραβας. Δουλεύω με τ’ αδέλφια μου του μόχθου σ’ ένα νταμάρι, τα παιδιά μου είναι οκτώ, τραβάω από την πέτρα τα ρούχα, το ψωμί και τα βιβλία τους, αλλά στην πόρτα σου δε ζητιανεύω. Θυμώνεις;
…
Γράψε. Είμαι Αραβας. Ονομα δίχως τίτλο, υπομονετικός σ’ ένα τόπο που βράζει, οι ρίζες μου αγκυροβόλησαν πριν απ’ τη γέννηση του χρόνου, πριν απ’ των αιώνων το ξετύλιγμα, πριν από τις ελιές κι από τα κυπαρίσσια και πριν φυτρώσει το χορτάρι. Ο πατέρας μου απ’ τη φαμίλια είναι τ’ αλετριού, ο παππούς μου αγρότης δίχως αξίωμα, το σπίτι μου καλύβα από καλάμια. Ονομα είμαι δίχως τίτλο.
…
Γράψε. Είμαι Αραβας. Το χρώμα των μαλλιών μου είναι μαύρο, το χρώμα των ματιών μου καστανό. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μου: κεφίγιε πάνω στο κεφάλι μου, σκληρή να ‘ναι σαν πέτρα η παλάμη μου που γρατζουνάει όποιον την αγγίζει, ό,τι αγαπάω για φαΐ είναι το θυμάρι και το λάδι. Η διεύθυνσή μου: χωριό απόμακρο και ξεχασμένο, δίχως ονόματα οι δρόμοι του κι όλοι οι άντρες του στο νταμάρι και στο χωράφι. Θυμώνεις;
…
Γράψε. Είμαι Αραβας. Λήστεψες τ’ αμπέλια των προγόνων μου και τα χωράφια που τα δούλευα με όλα τα παιδιά μου. Δεν άφησες στους απογόνους μου παρά αυτές τις πέτρες. Μήπως θα τις πάρει η κυβέρνησή σας όπως λένε; Λοιπόν, Γράψε στην αρχή της πρώτης σελίδας: εγώ δεν μισώ τους ανθρώπους, κανέναν δεν κλέβω, μα αν πεινάσω τρώω τη σάρκα του σφετεριστή μου. Φυλάξου. Από την πείνα μου φυλάξου κι απ’ την οργή μου.
Ο πρώτος παλαιστινιακο-ισραηλινός πόλεμος, του 1948, σε τρία στιγμιότυπα, στα οποία αποτυπώνεται ο ξεριζωμός: Παλαιστίνιοι μαχητές στην πρώτη γραμμή του πυρός – Εκτοπισμένοι εγκαταλείπουν το χωριό τους, με τα όποια υπάρχοντά τους κατάφεραν να διασώσουν (ξεχωρίζει ένα χαλί) – Αντρες και γυναίκες εσπευσμένα φορτώνουν σ’ ένα φορτηγό ρούχα και σκεπάσματα για να προστατευτούν από τη γύμνια της καταστροφής |
(Επιμέλεια μετάφρασης: Καμάλ Κατάν, «Ποιείν» / Poiein.gr)
Μετά το πέρας των σπουδών του, ο Μαχμούντ Νταρουίς άρχισε να δημοσιεύει σε προοδευτικά έντυπα, όπως τα «Αλ Τζαντίντ» και «Αλ Φατζρ». Το 1961, προσχωρεί στο τότε παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ, έχοντας ενεργό ρόλο, στην έκδοση της αραβόφωνης εφημερίδας του «Αλ Ιτιχάντ» («Η Ένωση»). Για αυτή την πολιτική επιλογή του, συνυφασμένη με την προλεταριακή επανάσταση, την υπεράσπιση της διεθνιστικής ταυτότητας και την παγκόσμια αλληλεγγύη, κατ’ επανάληψη συλλαμβάνεται και φυλακίζεται.
(Συνεχίζεται)
ΥΓ. Ποιο φίδι γύρω από το σώμα περιστρέφεται / Γύρω από το δικό μου σώμα τυλίγεται / Ξετυλίγεται με πνίγει αγκαλιαζόμαστε / Χλαίνες ξεσχισμένες κι ακόμη αργεί / Ο χειμώνας κι όμως όλοι με την / Κοιλιά σερνόμαστε με άκρα κομμένα / Στο φώσφορο τυφλωνόμαστε απάτριδες
(Συνεχίζεται)
Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ (13 ΜΑΡΤΗ 1941 – 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2008)
«Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε»
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Συνεχίζουμε, κι αυτό το Σαββατοκύριακο, το αφιέρωμα στην ελευθερόφρονα ποιητική φωνή των απάτριδων Παλαιστινίων, στον Μαχμούντ Νταρουίς.
Ως το τέλος της, γεμάτης με άλγος, ζωής του, πάντα στέκεται στο πλευρό των ανέστιων συμπατριωτών του, γιατί ποτέ μα ποτέ στα δημιουργήματά του δεν μασάει τα λόγια του, δεν αλλάζει ρότα, δεν συμβιβάζεται για να γίνει αρεστός. Πάντα παραμένει απόκληρος, εκτεθειμένος, σε διαρκή πολιορκία, ξένος στον τόπο των προγόνων του, σε μόνιμη προσφυγιά και σε ατελείωτη εξορία.
Ομως, ας πιάσουμε το νήμα της ζωής αυτής της μαχόμενης προσωπικότητας έτσι όπως το αφήσαμε στο κομβικό έτος 1961, οπότε γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισραήλ. Δεν είναι μία επιλογή της νεότητας, η οποία αργότερα ξεχνιέται, όταν η φήμη του αποκτά τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας αναγνώρισης και αναγνωσιμότητας.
Επί επτά χρόνια, μέχρι το 1967, ονειρεύεται ψυχοσωματικά την προλεταριακή επανάσταση για μια ανεξάρτητη πατρίδα, χωρίς ποτέ να απολύει τη διεθνιστική ταυτότητά του και το αίσθημα της παγκόσμιας αλληλεγγύης.
«Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ»
Εχει περάσει τα 30 χρόνια του, όταν γράφει το «Ταξίμι πάνω σε Σούρα της Ιερουσαλήμ», το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Χρονικά της Συνήθους Θλίψης» (1973):
Σήμερα κρέμεται στο ξύλο… εκείνη που / μας κρέμασε στο νόστο. / Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ, / μα αυτή δεν κλαίει πάνω σε κανέναν.
Ομως, επειδή την ιστορία της παλαιστινιακής ποίησης στην ελληνική γλώσσα την έχει γράψει το εκδοτικό του ΚΚΕ, η «Σύγχρονη Εποχή», θα ανατρέξουμε στην ανθολογία, με τον τίτλο «Εξη Νεοάραβες ποιητές» (1980). Τη μετάφραση, από τα αραβικά, υπογράφει ο Σαμίρ Αουάντ και τη λογοτεχνική απόδοση η Μαρίτσα Παπαδήμα.
Μετά από 40 και βάλε χρόνια, σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα, από την προσωπογραφία του κομμουνιστή ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς, όπως την φιλοτεχνεί το δίδυμο της συνεργασίας:
Η γενοκτονία των χωριών Ντερ Γιασίν και Κάφαρ Κάσεμ
«(…) Μεγάλωσε βλέποντας το στρατοκρατικό καθεστώς του Ισραήλ να κάνει κάθε είδους διακρίσεις σε βάρος της αραβικής μειονότητας, διακρίσεις που φτάνανε μέχρι τη γενοκτονία. Οπως έγινε στα χωριά Ντερ Γιασίν και Κάφαρ Κάσεμ, όπου όλοι οι κάτοικοι εκτελέστηκαν από την ισραηλινή εθνοφρουρά. Η πρώτη σφαγή (…) έγινε για να τρομοκρατηθούν οι Παλαιστίνιοι να φύγουν απ’ τα χωριά τους και να γίνουν πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες. Η δεύτερη σφαγή (…) στα 1956 σκοπό είχε να πνίξει το πνεύμα αντίστασης που είχε αναπτυχθεί. Οι Αραβες που ζούσαν στο Ισραήλ αντιδρούσαν στην καταπίεση, στην εκμετάλλευση, στις ρατσιστικές διακρίσεις και τα αντίποινα ήταν σκληρά.
Ολη του η ποίηση δονείται από τα πάθη του λαού του
Ζώντας κάτω από αυτές τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ο ποιητής όχι μόνο δεν μένει αδιάφορος αλλά αντίθετα όλη του η ποίηση δονείται από τα πάθη του λαού του. Ετσι δεν είναι τυχαίο πως ο Τύπος του Ισραήλ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πνίξει τούτη τη φωνή. Ολα τα ποιήματα είδαν το φως στην αραβική εφημερίδα του ΚΚ Ισραήλ και εκδόθηκαν στο τυπογραφείο της, όπως άλλωστε και τα έργα όλων των προοδευτικών Αράβων λογοτεχνών.
Ο Νταρουίς ακολουθεί τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, η ποίησή του είναι πλούσια σε εικόνες και καινούργια θέματα, όπως όταν μελετάει το πρόβλημα της γλώσσας, της παράδοσης και της ποίησης».
Να καταλάβει ο λαός την έννοια των ποιημάτων
Προσέξτε. Ο Παλαιστίνιος αγωνιζόμενος δημιουργός δεν γράφει στίχους άχρωμους, άγευστους και άφωνους, γιατί θέλει να δώσει ψευδές φως στα ερειπωμένα παλαιστινιακά σπίτια. Δεν μπορεί να γίνει σαφέστερος, όταν γράφει το «ιδεολογικό» ποίημα «Για την ποίηση»:
Τα ποιήματά μας είναι χωρίς χρώμα / χωρίς γεύση… χωρίς φωνή / αν δε μεταφέρουν το φως από σπίτι σε σπίτι / Αν δεν καταλάβουν οι «απλοί» τις έννοιές τους / καλύτερα να τα σκορπίσουμε / ν’ αφεθούμε κι εμείς… στη σιωπή.
Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη
Ναι, ο Μαχμούντ Νταρουίς αρνιόταν την ένοχη σιωπή, γιατί η λογοτεχνία δεν είναι υπηρέτης της απόσβεσης των γεγονότων, όταν αυτά συμβαίνουν, καθώς αναπνέεις, στην παροντική στιγμή του χαμού. Σ’ ένα από τα τελευταία του κείμενα αποφαινόταν:
«Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε. Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη που πρέπει να σπάσουμε κάθε φορά που μας αρέσει το είδωλο που βλέπουμε μέσα μας!». Η κατάληξή του, καθόλου ατελέσφορη, παραδίδει το εγώ του στην υπηρεσία του μαστιζόμενου λαού του: «Στο εξής, δεν είσαι ο εαυτός σου!».
Το ποιητικό σύμπαν του κρατάει από το εν πολλοίς άγνωστο λογοτεχνικό πάνθεο στη δυτική πολιτισμική πρόσληψη. Ο αραβικός κόσμος οπωσδήποτε δεν είναι ενιαίος, ούτε εθνικά ούτε θρησκευτικά.
Ωστόσο, διαθέτει κοινό γλωσσικό όργανο, το οποίο φθάνει στις απαρχές της άρθρωσης των πρώτων ονομάτων. Το πληκτρολόγιο, με το οποίο παίζει ο εθνικός ποιητής της Παλαιστινιακής Αντίστασης, διαθέτει πλήκτρα πολύχρωμα από μύθους, ελληνικούς, περσικούς, ρωμαϊκούς και βιβλικούς.
«Χίλιες και μία νύχτες», ένα παραμύθι αυτογνωσίας
Και ίσως ασυνείδητα τον επηρέασαν οι «Χίλιες και μία νύχτες». Αυτό το παρηγορητικό έπος αυτογνωσίας, μέσα από τα υλικά του παραμυθιού, διδάσκει ότι το φανταστικό, ακόμη κι αν δεν λύνει τους ανθρώπους από τα δεσμά της επιβίωσης, τουλάχιστον τους βοηθάει να βυθιστούν σ’ έναν λυτρωτικό ύπνο.
Εναν ύπνο που δεν ξεγράφει την καθημερινότητα του ταλανισμένου παραγωγού, είτε με τα χέρια είτε με το μυαλό ή και με τα δύο μαζί, αλλά την θέτει στις στέρεες βάσεις της αέναης διεκδίκησης για έναν δικαιότερο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Απ’ αυτήν την παράδοση, η οποία χρωστάει πολλά στον προφορικό λόγο, κρατάει το ποίημα «Το τραγούδι κι ο Σουλτάνος». Ενα απόσπασμά του:
Θύμωσε ο Σουλτάνος …κι ο Σουλτάνος είναι σ’ όλες τις φωτογραφίες / και πάνω στα ταχυδρομικά δελτάρια / αγνός σαν τους ψαλμούς… στο μέτωπό του το σημάδι των δούλων / και φώναξε…και διάταξε / σκοτώστε αυτό το ποίημα / το σκοπευτήριο είναι η συλλογή των πεισματάρικων ποιημάτων.
*
Το γαλάζιο τραγούδι ήταν μια σκέψη / προσπάθησε ο Σουλτάνος να τη μποδίσει / μα έγινε η γέννηση της φλόγας
*
Το κόκκινο τραγούδι ήταν η φλόγα / προσπάθησε ο Σουλτάνος να τη φυλακίσει / κι έγινε φωτιά – επανάσταση.
Ο σαρκασμός ήταν ένα από τα όπλα του, γιατί, όπως συχνά έλεγε, «με βοηθά να ξεπερνώ την τραχύτητα της πραγματικότητας που ζούμε, απαλύνει τον πόνο των σημαδιών και κάνει τους ανθρώπους να χαμογελούν. Ο σαρκασμός συσχετίζεται όχι μόνο με τη σημερινή πραγματικότητα αλλά και με την Ιστορία. Η Ιστορία γελά και με το θύμα και με τον θύτη».
(Συνεχίζεται)
ΥΓ: Είμαι το αγέννητο ακόμη ο λόφος / Της κοιλιάς ηφαίστειο κεκοιμημένο / Χωρίς βάρος έτρεχα μέσα στην / Μήτρα ασύλληπτο σπέρμα πριν / Στην λάβα βουτήξει ο πατέρας / Κι ήταν όλη η γη κατάμαυρη / Παρακαλούσα βροχή να γεννηθώ (Συνεχίζεται)
Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ (13 ΜΑΡΤΗ 1941 – 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2008)
«Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε»
O Μαχμούντ Νταρουίς, όταν κατακτά το προσωπικό ποιητικό σύμπαν του, πάντα μα πάντα το γειώνει στην αντίσταση του μαχόμενου Παλαιστινιακού λαού
O Μαχμούντ Νταρουίς, όταν κατακτά το προσωπικό ποιητικό σύμπαν του, πάντα μα πάντα το γειώνει στην αντίσταση του μαχόμενου Παλαιστινιακού λαού
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Συνεχίζουμε, κι αυτό το Σαββατοκύριακο, το αφιέρωμα στην ελευθερόφρονα ποιητική φωνή των απάτριδων Παλαιστινίων, στον Μαχμούντ Νταρουίς.
Ως το τέλος της, γεμάτης με άλγος, ζωής του, πάντα στέκεται στο πλευρό των ανέστιων συμπατριωτών του, γιατί ποτέ μα ποτέ στα δημιουργήματά του δεν μασάει τα λόγια του, δεν αλλάζει ρότα, δεν συμβιβάζεται για να γίνει αρεστός. Πάντα παραμένει απόκληρος, εκτεθειμένος, σε διαρκή πολιορκία, ξένος στον τόπο των προγόνων του, σε μόνιμη προσφυγιά και σε ατελείωτη εξορία.
Ομως, ας πιάσουμε το νήμα της ζωής αυτής της μαχόμενης προσωπικότητας έτσι όπως το αφήσαμε στο κομβικό έτος 1961, οπότε γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισραήλ. Δεν είναι μία επιλογή της νεότητας, η οποία αργότερα ξεχνιέται, όταν η φήμη του αποκτά τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας αναγνώρισης και αναγνωσιμότητας.
Επί επτά χρόνια, μέχρι το 1967, ονειρεύεται ψυχοσωματικά την προλεταριακή επανάσταση για μια ανεξάρτητη πατρίδα, χωρίς ποτέ να απολύει τη διεθνιστική ταυτότητά του και το αίσθημα της παγκόσμιας αλληλεγγύης.
«Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ»
Εχει περάσει τα 30 χρόνια του, όταν γράφει το «Ταξίμι πάνω σε Σούρα της Ιερουσαλήμ», το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Χρονικά της Συνήθους Θλίψης» (1973):
Ο ποιητής διαβάζει (δεξιά), ο ομοεθνής του, ο κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος Εντουαρντ Σαΐντ (1935 – 2003) στρέφεται προς τον Λιβανέζο τραγουδοποιό Μαρσέλ Χαλίφε, που βρίσκεται από πάνω τους. Η φωτογραφία αποπνέει ηρεμία, γιατί και οι τρεις τους είναι γιοι της ειρήνης
Ο ποιητής διαβάζει (δεξιά), ο ομοεθνής του, ο κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος Εντουαρντ Σαΐντ (1935 – 2003) στρέφεται προς τον Λιβανέζο τραγουδοποιό Μαρσέλ Χαλίφε, που βρίσκεται από πάνω τους. Η φωτογραφία αποπνέει ηρεμία, γιατί και οι τρεις τους είναι γιοι της ειρήνης
Σήμερα κρέμεται στο ξύλο… εκείνη που / μας κρέμασε στο νόστο. / Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ, / μα αυτή δεν κλαίει πάνω σε κανέναν.
Ομως, επειδή την ιστορία της παλαιστινιακής ποίησης στην ελληνική γλώσσα την έχει γράψει το εκδοτικό του ΚΚΕ, η «Σύγχρονη Εποχή», θα ανατρέξουμε στην ανθολογία, με τον τίτλο «Εξη Νεοάραβες ποιητές» (1980). Τη μετάφραση, από τα αραβικά, υπογράφει ο Σαμίρ Αουάντ και τη λογοτεχνική απόδοση η Μαρίτσα Παπαδήμα.
Μετά από 40 και βάλε χρόνια, σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα, από την προσωπογραφία του κομμουνιστή ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς, όπως την φιλοτεχνεί το δίδυμο της συνεργασίας:
Η γενοκτονία των χωριών Ντερ Γιασίν και Κάφαρ Κάσεμ
«(…) Μεγάλωσε βλέποντας το στρατοκρατικό καθεστώς του Ισραήλ να κάνει κάθε είδους διακρίσεις σε βάρος της αραβικής μειονότητας, διακρίσεις που φτάνανε μέχρι τη γενοκτονία. Οπως έγινε στα χωριά Ντερ Γιασίν και Κάφαρ Κάσεμ, όπου όλοι οι κάτοικοι εκτελέστηκαν από την ισραηλινή εθνοφρουρά. Η πρώτη σφαγή (…) έγινε για να τρομοκρατηθούν οι Παλαιστίνιοι να φύγουν απ’ τα χωριά τους και να γίνουν πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες. Η δεύτερη σφαγή (…) στα 1956 σκοπό είχε να πνίξει το πνεύμα αντίστασης που είχε αναπτυχθεί. Οι Αραβες που ζούσαν στο Ισραήλ αντιδρούσαν στην καταπίεση, στην εκμετάλλευση, στις ρατσιστικές διακρίσεις και τα αντίποινα ήταν σκληρά.
Ολη του η ποίηση δονείται από τα πάθη του λαού του
Το εξώφυλλο της ιστορικής έκδοσης της «Σύγχρονης Εποχής», «Εξη Νεοάραβες ποιητές», σε μετάφραση του Σαμίρ Αουάντ και της Μαρίτσας Παπαδήμα (1980)
Το εξώφυλλο της ιστορικής έκδοσης της «Σύγχρονης Εποχής», «Εξη Νεοάραβες ποιητές», σε μετάφραση του Σαμίρ Αουάντ και της Μαρίτσας Παπαδήμα (1980)
Ζώντας κάτω από αυτές τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ο ποιητής όχι μόνο δεν μένει αδιάφορος αλλά αντίθετα όλη του η ποίηση δονείται από τα πάθη του λαού του. Ετσι δεν είναι τυχαίο πως ο Τύπος του Ισραήλ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πνίξει τούτη τη φωνή. Ολα τα ποιήματα είδαν το φως στην αραβική εφημερίδα του ΚΚ Ισραήλ και εκδόθηκαν στο τυπογραφείο της, όπως άλλωστε και τα έργα όλων των προοδευτικών Αράβων λογοτεχνών.
Ο Νταρουίς ακολουθεί τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, η ποίησή του είναι πλούσια σε εικόνες και καινούργια θέματα, όπως όταν μελετάει το πρόβλημα της γλώσσας, της παράδοσης και της ποίησης».
Να καταλάβει ο λαός την έννοια των ποιημάτων
Προσέξτε. Ο Παλαιστίνιος αγωνιζόμενος δημιουργός δεν γράφει στίχους άχρωμους, άγευστους και άφωνους, γιατί θέλει να δώσει ψευδές φως στα ερειπωμένα παλαιστινιακά σπίτια. Δεν μπορεί να γίνει σαφέστερος, όταν γράφει το «ιδεολογικό» ποίημα «Για την ποίηση»:
Τα ποιήματά μας είναι χωρίς χρώμα / χωρίς γεύση… χωρίς φωνή / αν δε μεταφέρουν το φως από σπίτι σε σπίτι / Αν δεν καταλάβουν οι «απλοί» τις έννοιές τους / καλύτερα να τα σκορπίσουμε / ν’ αφεθούμε κι εμείς… στη σιωπή.
Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη
Ναι, ο Μαχμούντ Νταρουίς αρνιόταν την ένοχη σιωπή, γιατί η λογοτεχνία δεν είναι υπηρέτης της απόσβεσης των γεγονότων, όταν αυτά συμβαίνουν, καθώς αναπνέεις, στην παροντική στιγμή του χαμού. Σ’ ένα από τα τελευταία του κείμενα αποφαινόταν:
«Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε. Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη που πρέπει να σπάσουμε κάθε φορά που μας αρέσει το είδωλο που βλέπουμε μέσα μας!». Η κατάληξή του, καθόλου ατελέσφορη, παραδίδει το εγώ του στην υπηρεσία του μαστιζόμενου λαού του: «Στο εξής, δεν είσαι ο εαυτός σου!».
Φωτογραφίες Παλαιστινίων αγωνιστών κι αγωνιστριών, που έχασαν τη ζωή τους, το 1956, από τα δολοφονικά πυρά της Ισραηλινής Συνοριακής Αστυνομίας, στο χωριό – ολοκαύτωμα Κάφαρ Κάσεμ
Φωτογραφίες Παλαιστινίων αγωνιστών κι αγωνιστριών, που έχασαν τη ζωή τους, το 1956, από τα δολοφονικά πυρά της Ισραηλινής Συνοριακής Αστυνομίας, στο χωριό – ολοκαύτωμα Κάφαρ Κάσεμ
Το ποιητικό σύμπαν του κρατάει από το εν πολλοίς άγνωστο λογοτεχνικό πάνθεο στη δυτική πολιτισμική πρόσληψη. Ο αραβικός κόσμος οπωσδήποτε δεν είναι ενιαίος, ούτε εθνικά ούτε θρησκευτικά.
Ωστόσο, διαθέτει κοινό γλωσσικό όργανο, το οποίο φθάνει στις απαρχές της άρθρωσης των πρώτων ονομάτων. Το πληκτρολόγιο, με το οποίο παίζει ο εθνικός ποιητής της Παλαιστινιακής Αντίστασης, διαθέτει πλήκτρα πολύχρωμα από μύθους, ελληνικούς, περσικούς, ρωμαϊκούς και βιβλικούς.
«Χίλιες και μία νύχτες», ένα παραμύθι αυτογνωσίας
Και ίσως ασυνείδητα τον επηρέασαν οι «Χίλιες και μία νύχτες». Αυτό το παρηγορητικό έπος αυτογνωσίας, μέσα από τα υλικά του παραμυθιού, διδάσκει ότι το φανταστικό, ακόμη κι αν δεν λύνει τους ανθρώπους από τα δεσμά της επιβίωσης, τουλάχιστον τους βοηθάει να βυθιστούν σ’ έναν λυτρωτικό ύπνο.
Εναν ύπνο που δεν ξεγράφει την καθημερινότητα του ταλανισμένου παραγωγού, είτε με τα χέρια είτε με το μυαλό ή και με τα δύο μαζί, αλλά την θέτει στις στέρεες βάσεις της αέναης διεκδίκησης για έναν δικαιότερο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Απ’ αυτήν την παράδοση, η οποία χρωστάει πολλά στον προφορικό λόγο, κρατάει το ποίημα «Το τραγούδι κι ο Σουλτάνος». Ενα απόσπασμά του:
Θύμωσε ο Σουλτάνος …κι ο Σουλτάνος είναι σ’ όλες τις φωτογραφίες / και πάνω στα ταχυδρομικά δελτάρια / αγνός σαν τους ψαλμούς… στο μέτωπό του το σημάδι των δούλων / και φώναξε…και διάταξε / σκοτώστε αυτό το ποίημα / το σκοπευτήριο είναι η συλλογή των πεισματάρικων ποιημάτων.
*
Το γαλάζιο τραγούδι ήταν μια σκέψη / προσπάθησε ο Σουλτάνος να τη μποδίσει / μα έγινε η γέννηση της φλόγας
*
Το κόκκινο τραγούδι ήταν η φλόγα / προσπάθησε ο Σουλτάνος να τη φυλακίσει / κι έγινε φωτιά – επανάσταση.
Ο σαρκασμός ήταν ένα από τα όπλα του, γιατί, όπως συχνά έλεγε, «με βοηθά να ξεπερνώ την τραχύτητα της πραγματικότητας που ζούμε, απαλύνει τον πόνο των σημαδιών και κάνει τους ανθρώπους να χαμογελούν. Ο σαρκασμός συσχετίζεται όχι μόνο με τη σημερινή πραγματικότητα αλλά και με την Ιστορία. Η Ιστορία γελά και με το θύμα και με τον θύτη».
(Συνεχίζεται)
ΥΓ: Είμαι το αγέννητο ακόμη ο λόφος / Της κοιλιάς ηφαίστειο κεκοιμημένο / Χωρίς βάρος έτρεχα μέσα στην / Μήτρα ασύλληπτο σπέρμα πριν / Στην λάβα βουτήξει ο πατέρας / Κι ήταν όλη η γη κατάμαυρη / Παρακαλούσα βροχή να γεννηθώ (Συνεχίζεται)
Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ (13 ΜΑΡΤΗ 1941 – 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2008)
«Ο Παλαιστινιακός λαός είναι ερωτευμένος με τη ζωή»
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Το ηθικό αίτημα στην ποίηση του Μαχμούντ Νταρουίς δεν εκπίπτει σε δικαιωματική αντιμετώπιση της τραγωδίας του Παλαιστινιακού λαού.
Δεν αντιμετωπίζεται ως ένα θυσιαστήριο γεωπολιτικών ισορροπιών, το οποίο άγεται και φέρεται ως εργαλείο για την επίτευξη πρόσκαιρης ειρήνης.
Γιατί η ειρήνη, χωρίς πατρίδα, χωρίς το δικό σου σπίτι, παραμένει γράμμα κενό, ενός ευχολογίου που ποτέ δεν ξεφεύγει από τα καθωσπρέπει όρια της διπλωματικής γλώσσας.
Το να κατοικείς στα προγονικά χώματα δεν σημαίνει να κατέχεις ατομική ιδιοκτησία, αλλά ισότιμα να τη μοιράζεσαι με τους ομοεθνείς σου.
Ωστε από κοινού όλες και όλοι, μαζί με τα παιδιά τους, να μπορούν να αρθρώσουν και να διαμορφώσουν τη δική τους Παλαιστίνη, όταν έχουν την επικράτειά τους ο αλληλοσεβασμός και η αλληλεγγύη.
«Κατάσταση Πολιορκίας»: Ενα ποίημα αφιερωμένο στη Ραμάλα
Σ’ αυτό το τρίτο αφιέρωμα στην ανεξάρτητη παλαιστινιακή ποιητική φωνή θα σταθούμε στα βιογραφικά αποτυπώματά της που προαναγγέλλουν το μείζον σπονδυλωτό ποίημά του, «Κατάσταση πολιορκίας», το οποίο γράφεται στη Ραμάλα το 2002, ενώ η πόλη έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης.
Εν συντομία, ας ανατρέξουμε στις διαδρομές που ακολουθεί αυτός ο ανέστιος, ο άπατρις, ο εσαεί καταδιωκόμενος. Το 1970 βρίσκουμε τον Μαχμούντ Νταρουίς στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας, όπου σπουδάζει Πολιτική Οικονομία. Εναν χρόνο αργότερα μετοικεί στο Κάιρο, όπου δημοσιογραφεί στην αιγυπτιακή εφημερίδα «Αλ Αχράμ».
Διευθυντής της «Φαλαστίν Αλθάουρα», κεντρικού οργάνου της PLO
Η χρονιά 1973 είναι κρίσιμη για την πολιτική επιλογή του, καθώς προσχωρεί στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Πάντα με την ιδιότητα του γραφιά, αυτό που γνωρίζει να κάνει καλύτερα, διευθύνει το κεντρικό όργανό της, «Φαλαστίν Αλθάουρα». Το 1981, επειδή καταλαβαίνει ότι η μηχανή του πολιτισμού είναι το όχημα μετάδοσης για την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων, ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό «Αλ Καρμέλ».
Πολύχρονη αυτοεξορία στον Λίβανο: «Ωδή στη Βηρυτό»
Για πάνω από μια δεκαετία (1971 – 1982) αυτοεξορίζεται στον Λίβανο, όπου γίνεται θύμα και μάρτυρας των ισραηλινών βομβαρδιστικών επιθέσεων. Γράφει εν θερμώ την «Ωδή στη Βηρυτό», που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Μνήμη για τη Λήθη» (1987):
Από χρυσάφι κι από κούραση είναι καμωμένη η Βηρυτός / απ’ την Ανδαλουσία και τη Δαμασκό / Ασήμι, αφρός, οι εντολές της γης πάνω στα φτερά των περιστεριών, θάνατος του σταχυού…
«Η Βηρυτός είναι η σκηνή μας, η Βηρυτός είναι το αστέρι μας…»
Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Παλαιστινιακού Λαού.
Ως μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της PLO από το 1987, συντάσσει τη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Παλαιστινιακού Λαού και αναλαμβάνει την προεδρία της Ενωσης Παλαιστίνιων Συγγραφέων.
Το 1993 διαρρηγνύει τους δεσμούς του με τον Γιασέρ Αραφάτ, διαμαρτυρόμενος για την πρώτη Συμφωνία του Οσλο (13 Σεπτέμβρη), η οποία λειτουργεί συμφιλιωτικά κυρίως υπέρ της ισραηλινής πλευράς.
Για το πώς αντιλαμβάνεται την αδιαπραγμάτευτη θέση του υπέρ της ίδρυσης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, με την πολύτιμη ταξική προίκα του Βραβείου «Λένιν» Ειρήνης (1983), δηλώνει:
«Πρέπει να κατανοήσουμε – και όχι να δικαιολογήσουμε – ποια είναι η αφορμή τούτης της τραγωδίας. Δεν είναι γιατί αναζητούν ωραίες παρθένες στον παράδεισο, όπως οι ανατολιστές το απεικονίζουν. Ο Παλαιστινιακός λαός είναι ερωτευμένος με τη ζωή. Αν τους δώσουμε ελπίδα – μια λύση πολιτική – τότε θα πάψουν να σκοτώνονται».
Δεν είδε τους Εβραίους ως διαβόλους ή αγγέλους
Πάνω απ’ όλα βάζει τον εργαζόμενο, τον πρωτογενή παραγωγό, που του τρώνε το μυαλό και το σώμα τα κάθε πολιτικού χρωματισμού αστικά παράσιτα:
«Θα συνεχίσω», προκρίνει την ανθρώπινη μικροκλίμακα μπροστά στα παιχνίδια της μεγάλης πολιτικής εικόνας, «να εξανθρωπίζω ακόμα και τον εχθρό… Ο πρώτος δάσκαλος που μου δίδαξε τα Εβραϊκά ήταν Εβραίος. Ο πρώτος ερωτικός δεσμός στη ζωή μου ήταν με μια Εβραία. Ο πρώτος δικαστής που με έστειλε στη φυλακή ήταν μια Εβραία. Ετσι, από την αρχή δεν είδα τους Εβραίους ως διαβόλους ή αγγέλους, αλλά ως ανθρώπινα όντα».
Τα τελευταία χρόνια της μαχητικής ζωής του ο Μαχμούντ Νταρουίς τα μοιράζει ανάμεσα στην Παλαιστίνη και στην Ιορδανία. Στις 9/8/2008 η πολύπαθη καρδιά του δεν άντεξε, μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στο Χιούστον. Τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί στην αγαπημένη του Ραμάλα, μια κηδεία που μετατρέπεται σε λαϊκό προσκύνημα των πολύπαθων Παλαιστινίων.
Το «Ιχνος της Πεταλούδας», ο προαναγγελθείς θάνατος
Με την ακροτελεύτια ποιητική συλλογή του, «Το Ιχνος της Πεταλούδας», ολοκληρώνει τη δημιουργική παρουσία του. Το προαίσθημα του τέλους δεν απουσιάζει από καμία σελίδα της:
«Αν κάποιος με ξαναρωτήσει “ας υποθέσουμε πως θα πεθάνεις αύριο, τι θα κάνεις;”, δεν θα χρειαζόμουν καθόλου χρόνο για να του απαντήσω. Αν νύσταζα θα κοιμόμουν, αν διψούσα θα έπινα, αν έγραφα ίσως να μου άρεσε αυτό που έγραφα και να αγνοούσα την ερώτηση.
Αν έτρωγα, θα πρόσθετα λίγη μουστάρδα και πιπέρι στο ψητό κρέας. Αν ξυριζόμουν, ίσως να έκοβα τον λοβό του αυτιού μου. Αν φιλούσα το κορίτσι μου, θα καταβρόχθιζα τα χείλη σαν να ‘ταν σύκα. Αν διάβαζα, θα πηδούσα μερικές σελίδες. Αν ξεφλούδιζα ένα κρεμμύδι, θα άφηνα να κυλήσουν λίγα δάκρυα.
Αν περπατούσα, θα συνέχιζα να περπατώ με πιο αργό βήμα. Αν υπήρχα, όπως υπάρχω τώρα, τότε δεν θα σκεφτόμουν το να μην υπάρχω. Αν δεν υπήρχα, τότε η ερώτηση δεν θα με προβλημάτιζε.
Αν άκουγα Μότσαρτ, θα βρισκόμουν έτσι κι αλλιώς κοντά στο βασίλειο των αγγέλων. Αν κοιμόμουν, θα συνέχιζα να κοιμάμαι και μακαρίως να ονειρεύομαι γαρδένιες. Αν γελούσα θα λιγόστευα το γέλιο μου στο μισό, από σεβασμό σε τούτη την πληροφορία. Τι άλλο να έκανα, ακόμα κι αν ήμουν πιο δυνατός κι από τον Ηρακλή;».
Θα ολοκληρώσουμε το αφιέρωμα στον Μαχμούντ Νταρουίς το άλλο Σαββατοκύριακο, με το συγκλονιστικό ποιητικό έργο του «Κατάσταση Πολιορκίας», αυτόν τον ανθώνα συναισθημάτων μέσα στη μαυρίλα της μάχης, που ανακαλεί τους αποσπασματικούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του δικού μας Διονυσίου Σολωμού.
(συνεχίζεται)
ΥΓ. Ακόμη ο λόφος κι ήμουν σάλπιγγα / Γι’ αυτό φυσούσα τον θρήνο μου / Τόσο που άρχισαν να χτυπούν / Την κοιλιά – τύμπανο κι ακουγόταν / Εως εδώ δεν ήταν ψηλά αξύπνητα / Τα βλέφαρα κλειστά δεν έβλεπαν / Μα κατακρημνίζεται στα ισοπεδωμένα
Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ (13 ΜΑΡΤΗ 1941 – 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2008)
Το μνημειώδες έργο του «Κατάσταση Πολιορκίας»
«Σαν τους φυλακισμένους / Σαν τους άνεργους / Καλλιεργούμε την ελπίδα»
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η Ραμάλα το 2002, ένας τόπος κι ένας μη τόπος. Δυο δεκαετίες κι ένας χρόνος έχουν περάσει, καθώς η άτυπη πρωτεύουσα του παλαιστινιακού κράτους, στη Δυτική Οχθη, βάλλεται από τα ισραηλινά πυρά, μετατρέποντας το ντε φάκτο διοικητικό κέντρο του κράτους της Παλαιστίνης σε ερημότοπο ψυχών και σωμάτων.
Από τις ριπές των σφαιρών και τις εκρήξεις των οβίδων, «σωριάζεται» σε ερείπια από το ύψος των 872 μέτρων, λίγα χιλιόμετρα δυτικά από τη θάλασσα της Μεσογείου, ενώ ο ποταμός Ιορδάνης κυλάει στα ανατολικά, παρασύροντας τις στάχτες του άνισου πολέμου μέχρι τη Νεκρά Θάλασσα.
Μέσα στην καπνιά και στην αντάρα των μαχών
Μέσα στην καπνιά και την αντάρα των μαχών, ο 61χρονος Παλαιστίνιος ποιητής δοκιμάζει τη στιγμή και τον χρόνο, αυτούς τους δύο αντιπάλους, να τους βάλει πάνω στο χαρτί.
Ο οίκος του δημιουργού είναι έκθετος, δεν του παρέχει καμία ασφάλεια, τρέμει ολόκληρος σαν από απρόσμενο σεισμό, γιατί οι τέσσερις τοίχοι μπορούν να πέσουν σαν τραπουλόχαρτα, από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο.
Η έννοια της στιγμής ενάντια στην έννοια του χρόνου
Με την κίνηση της γραφής, τα γράμματα σχεδιάζουν εικονοκλαστικούς στίχους, θεραπευτικούς και εγερτήριους. Τότε, οι λεπτοδείχτες, αυτοστιγμεί, καταλύονται από τη σύντηξη αιώνων, οπότε τα ασπρόμαυρα στοιχεία συμπυκνώνονται σε μία ασπίδα αντίστασης στην πανωλεθρία. Η στιγμή είναι η επίκληση μιας ωδής στη ρευστή χαρά, ο χρόνος είναι η καταφυγή στον παντοτινό θρήνο.
Σ’ αυτές τις δύστηνες συνθήκες συγγραφής, ο Μαχμούντ Νταρουίς ως θύμα δεν απεμπολεί τη μακροχρόνια σχέση του που έχει με την έννοια της απομόνωσης, όχι ως έναν φόβο μπροστά στους άλλους, αλλά από υπερβολική συστολή. Συστολή; Οχι, πια, δεν την χρειάζεται. Ενας κυματισμός περηφάνιας φωτίζει το πρόσωπό του, καθώς αισθάνεται ισότιμος με τους μαχητές του Παλαιστινιακού λαού.
Ενας ακέραιος άνθρωπος, σεμνός και ταπεινός
Παραμένει σ’ όλη τη ζωή του, όπως και τώρα μέσα στον ορυμαγδό της αγαπημένης του Ραμάλα, ο πρωταίτιος ζωογόνος πνεύμονας στη σύναψη φιλίας, πάντα με όρους ειλικρίνειας και στοργής προς όλους και όλες. Αυτός είναι ο χαρακτήρας του: Ενας ακέραιος άνθρωπος, σεμνός και ταπεινός.
Οταν του ζητούσαν τη γνώμη του για ομότεχνούς του, σπάνια τους απαξίωνε, γιατί ουδέποτε η μικρότητα και η ματαιοδοξία τον καταβάλλουν. Αυτό το σπάνιο δημιουργικό υποκείμενο της Ιστορίας αποφεύγει τη δημόσια έκθεση, για να μην αισθάνεται ότι γίνεται αντικείμενο λατρείας και θαυμασμού.
«Κατάσταση Πολιορκίας»: Σημείο μηδέν ύπαρξης και γραφής
Μόνον που πλέον ο καταναγκαστικός εγκλεισμός, όταν περικυκλώνεται από εχθρικά πυρά, δεν είναι επιλογή, σε συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης. Είναι το σημείο μηδέν της ύπαρξης και της γραφής, μεταξύ ζωής και θανάτου, με πρωταγωνίστρια επί σκηνής μιας τραγωδίας, της οποίας είναι μάρτυρας και συγγραφέας της. Ζώντας την απτή καταστροφή, γράφει περί τα εκατό θραύσματα ποίησης, με τον τίτλο «Κατάσταση Πολιορκίας» (πρωτότυπος τίτλος «Χαλάτ Χισάρ»).
Στα Ελληνικά έχουμε δύο πλήρεις εκδόσεις του έργου: Η πρώτη από τα Αραβικά, με την υπογραφή της Αγγελικής Σιγούρου, (εκδόσεις «Μαΐστρος»). Η δεύτερη από τ’ Αγγλικά με απόδοση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα (εκδόσεις «Κοινωνία των (δε) κάτων»). Τα αποσπάσματα, τα οποία παρακάτω θα παραθέσουμε, προέρχονται από την πρώτη, την οποία μπορείτε να βρείτε στα βιβλιοπωλεία.
Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Μαχμούντ Νταρουίς
Γράφαμε την περασμένη βδομάδα ότι το εν λόγω σπονδυλωτό μνημειώδες έργο για τη ζωή εν καιρώ πολέμου, έχει πολλά κοινά με τους σολωμικούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Δύο αντιθετικά δίπολα, και στα δύο ποιήματα, το φως και το σκότος, η ομορφιά και η ασχήμια, εντέλει ο ηθικός προσανατολισμός μέσα στης μάχης την ασχήμια.
Ο Μαχμούντ Νταρουίς αναπνέει με τη μουσική της αραβικής γλώσσας, μεταφορικά ξορκίζοντας το φάσμα των νεκρών. Οσο προσπαθεί ν’ απομακρύνει τη μυρωδιά των πτωμάτων, τόσο επιζητά να συνομιλήσει με τους ζώντες.
Ηδη, από το πρώτο ποίημα, προαναγγέλλονται το ύφος και το πνεύμα του υλικού, με το οποίο χτίζει ο ποιητής αυτόν τον θρυμματισμένο κόσμο:
Εδώ, στην κατηφόρα των βουνοπλαγιών / Στη δύση απέναντι / Και στων καιρών το χάσμα / Πλάι στα περιβόλια με την κομματιασμένη σκιά, / Σαν τους φυλακισμένους / Σαν τους άνεργους / Καλλιεργούμε την ελπίδα.
Προσπαθεί να μην απαξιώσει τις ανθρώπινες λειτουργίες
Τίποτα σ’ αυτό δεν είναι όμηρο της δυσνόητης πρόσληψης. Ολες οι λέξεις σημαίνουν με την απλότητα του καθημερινού λόγου. Ακούγονται σαν καλημέρα και σαν καληνύχτα, ευχές που πρέπει να ειπωθούν με την αμεριμνησία του ασφαλούς βίου ενάντια στην ανεπάντεχη βία.
Κι όμως, έξω στον δρόμο, και μέσα στο σπίτι, το αυτονόητο πρέπει να κάνει ορθά τη δουλειά του, με τη δύναμη της συνήθειας. Τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί είναι το αναζωογονητικό διεισδυτικό χιούμορ και η ανυπόκριτη λεπτή ειρωνεία, γιατί προπαντός προσπαθεί να μην απαξιώσει τις ανθρώπινες σωματικές λειτουργίες:
Βρίσκουμε χρόνο για διασκέδαση: / Παίζουμε τάβλι, ξεφυλλίζουμε τα νέα μας / στις εφημερίδες της πληγωμένης χθεσινής, / Και διαβάζουμε τη στήλη με τα άστρα: / Το 2002, η κάμερα θα χαμογελάσει / στους γεννημένους στο ζώδιο της πολιορκίας.
Θύτη σκέψου την μάνα σου στον θάλαμο αερίων
Ομως, ποτέ δεν ξεχνά ότι ο δολοφόνος – ισραηλινός στρατός πρέπει να κοιταχτεί στον καθρέφτη του δίκαιου αγώνα των συμπατριωτών του:
Αν είχες προσεχτικά κοιτάξει το πρόσωπο του θύματος, / αν συλλογιζόσουν, / Θα είχες θυμηθεί τη μάνα σου μέσα στο θάλαμο αερίων / Θα είχες απαλλαχθεί από τη φρόνηση του όπλου / κι αλλάξει γνώμη: δεν είναι αυτός ο τρόπος για να / επανακτήσει κάποιος την ταυτότητά του!
Το νεκρό αρσενικό έμβρυο θα ερωτευόταν την κόρη σου
Επιμένει στο ίδιο θέμα και το επαναφέρει σ’ άλλο ποίημα:
Αν τριάντα μέρες άφηνες το έμβρυο / οι πιθανότητες θα άλλαζαν: / Μπορεί η κατοχή να τέλειωνε, το νεογέννητο να μη θυμόταν πια τα χρόνια της πολιορκίας / Να μεγάλωνε υγιής, να γινόταν ένας νέος άντρας / Να σπούδαζε μαζί με μια απ’ τις κόρες σου / Την αρχαία ιστορία της Ασίας / Κι ίσως να πέφτανε μαζί στα δίχτυα του έρωτα / Και να ‘φερναν στον κόσμο ένα κορίτσι (εκ γενετής Εβραία!) / Τι έκανες λοιπόν; / Η κόρη σου σήμερα είναι χήρα / Κι η εγγονή σου ορφανή. / Τι έκανες την οικογένεια – φυγά σου; / Πώς μπόρεσες με μία σφαίρα να χτυπήσεις / Τρία περιστέρια;
«Ας υποθέσουμε ότι είμαι ανόητος, ανόητος, ανόητος»
Αυτός, λοιπόν, ο Παλαιστίνιος, αυτός ο πεταμένος εκτός της συνείδησης των Δυτικών, αυτός ο φυλακισμένος στον επιστημονικό λόγο του οριενταλισμού:
Ας πούμε πως εκείνο που πιστεύεις έτσι είναι / Ας υποθέσουμε ότι είμαι ανόητος, ανόητος, ανόητος. / Οτι δεν παίζω γκολφ, / δεν ξέρω τίποτε από τεχνολογία / δεν ξέρω πώς να πιλοτάρω ένα αεροπλάνο! / Γι’ αυτό πήρες τη ζωή μου για να φτιάξεις τη δική σου; / Αν ήσουν διαφορετικός, αν ήμουν άλλος από μένα, / θα ήμασταν δυο φίλοι που θα παραδέχονταν / πως έχουνε ανάγκη την ανοησία… (…)
ΥΓ: Ερπύστρια κομμένη στην άμμο βυθισμένη / Τραβιέται ξεθάβεται πλένεται λάμπει / Μέσα στον ήλιο κοιτάει ακινησία να βρει / Ατσάλι γυαλίζει στο φως ξεχαρβαλωμένο / Χοροπηδά σε ελιγμούς ο χρυσός πετεινός / Ραμφίζει την ερπύστρια κρώζει μεταλλικά / Χώνει στην άμμο το ράμφος του ανατέλλει (Συνεχίζεται)
Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
Πηγή : Ριζοσπάστης 23 – 24 / 12 – 2023
Κοινοποιήστε
Αφήστε μια απάντηση
Συνδεδεμένος ως George Panagoulis. Επεξεργαστείτε το προφίλ σας. Αποσύνδεση; Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *