ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
«Η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας»*
Στις 8 Γενάρη συμπληρώθηκαν 77 χρόνια από τον χαμό ενός σημαντικού μας ποιητή, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, με καταγωγή από μεγαλοαστική οικογένεια, μοναχογιός, με πατέρα ανώτερο αξιωματικό και βενιζελικό, μεγάλωσε με πάμπολλες υλικές ανέσεις και ιδιαίτερη τρυφερότητα και πήρε μια εξαιρετική και πολυδιάστατη μόρφωση (λογοτεχνία, μουσική, ζωγραφική και ξένες γλώσσες). Οι γονείς του δεν του στέρησαν από μικρή ακόμα ηλικία τη διάθεσή του να εκφραστεί καλλιτεχνικά. Απεναντίας τον προέτρεψαν και τον υποστήριξαν.
Προκαλεί με την αντισυμβατικότητά του
Γνωρίστηκε από τη νεαρή του ηλικία με ανθρώπους των Γραμμάτων (Αριστομένη Προβελέγγιο, τον Φώτο Πολίτη, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, τον Κωστή Παλαμά, τον Κώστα Βάρναλη) και έκανε από νεαρή ηλικία απόπειρες να γράψει. Συμμετείχε σε έκδοση περιοδικών, ενώ το 1914 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς» το ποίημά του «Μανιφέστο» με το οποίο στηλιτεύει (με κάποια δόση αλαζονείας) τη γενιά του 1880 για τη συμβολή της στην αποτελμάτωση της ποίησης.
Ηταν άτομο που, όπως ειπώθηκε, διέθετε μοναδική μόρφωση για την εποχή του αλλά και προσωπικότητα περίπλοκη και αντιφατική. Οπως στη νεότητά του έτσι και στην ωριμότητά του σκανδάλιζε την αθηναϊκή κοινωνία με την αντισυμβατικότητα, την αθεΐα, την αμφισβήτηση στις υποκριτικές αστικές αξίες, την τόλμη του να δηλώνει ανοιχτά τη συμπάθειά του στην κομμουνιστική ιδεολογία.
Προκαλώντας μάλιστα την αστική ευπρέπεια, δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να κρύψει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του. Μετά από την παρέμβαση της λογοκρισίας για το ποίημά του «Επεισόδιο», όπου γινόταν άμεση αναφορά στον ομοφυλοφιλικό έρωτα «ο Λαπαθιώτης έστειλε ένα μπιλιέτο στον Τάκη Μπαρλά, μέλος της Επιτροπής Λογοκρισίας, όπου υποτίθεται ότι δήλωνε τη μεταμέλειά του […]. Η γραπτή συγγνώμη του, βέβαια, μετατρέπεται σε σατιρική επίθεση (με πολλαπλούς αποδέκτες: τη δικτατορία, τους λογοκριτές, τη συντηρητική κοινωνία) στον τελευταίο στίχο του ποιήματος που άλλαξε για να ικανοποιεί, υποτίθεται, τη λογοκρισία. Ετσι το “Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι/δουλεύει σ’ ένα μαγαζί./ Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ/ και κοιμηθήκαμε μαζί!…” γίνεται “Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι/δουλεύει σ’ ένα μαγαζί./ Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ/ μα δεν πλαγιάσαμε μαζί!…”, αλλαγή που, συν τοις άλλοις, μαρτυρεί την εφευρετικότητα αλλά και τη σκωπτική/ειρωνική/σατιρική διάθεση που ο Λαπαθιώτης επεδείκνυε κάθε τόσο με πλείστες αφορμές».1
Καταγγέλλει τη φθαρμένη και διεφθαρμένη κοινωνική πραγματικότητα
Οσον αφορά το έργο του, μπορούμε να πούμε ότι στάθηκε πιο κοντά στη ρομαντική παράδοση με μια όμως πιο ιδιαίτερη λεπταισθησία. Μαζί με άλλους ποιητές της γενιάς του ’20 εκφράζεται με μια ποίηση αντι-ρητορική, μια ποίηση χαμηλών τόνων όπου το βίωμα μετουσιώνεται σε τέχνη. Μια τέχνη στην οποία ξεχειλίζει ο λυρισμός, το συναίσθημα και η μουσικότητα του στίχου.
Επειδή όμως η εποχή, οι δεκαετίες του ’20 και του ’30, είναι εποχή πραγματικά τραγική για τα εργατικά – λαϊκά στρώματα αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αντανακλάται στην ποίησή του όπως και στην ποίηση και άλλων νεορομαντικών ποιητών της γενιάς του. Και μέσα από αυτήν την αντανάκλαση γίνεται αισθητή η καταδίκη αυτής της φθαρμένης και διεφθαρμένης κοινωνικής πραγματικότητας. Ισως αυτός είναι κι ο λόγος που η βιβλιογραφία στάθηκε περισσότερο στην εκκεντρικότητα και τη σεξουαλικότητά του παρά στις κοινωνικές παραμέτρους του έργου του. Ισως, επίσης, είναι αυτός ο λόγος που συνολικά οι ποιητές αυτής της γενιάς υποβιβάστηκαν σε «ελάσσονες» και «παρακμιακούς».
Αποτέλεσε αντιφατική προσωπικότητα, γιατί στη ζωή, στη σκέψη και την ποίησή του η «φυγή μακριά από την πραγματικότητα σ’ ένα κόσμο πλαστό και μετέωρο», όπως επισημαίνει ο Βάρναλης2, συνυπήρχε με την τάση του να ζει την πραγματικότητα, να έρχεται σε επαφή με λαϊκούς ανθρώπους, αλλά και ανθρώπους του υποκόσμου, γυρίζοντας την πλάτη στην τάξη του. Κι αυτό, ενώ θα μπορούσε να έχει μια ζωή ανέμελη, μέσα στη χλιδή, αδιάφορη για τη φτώχεια και τη δυστυχία του λαού ή, γιατί όχι, να κάνει επιτυχημένη καριέρα με δεδομένη την κοινωνική θέση της οικογένειάς του.
Επέλεξε όμως να είναι ένας από τους βασικούς θαμώνες του «Μπάγκειου», μαζί με τον Αγρα, τον Φιλύρα, τον Καρυωτάκη, τον Ανθία, τον Ζώτο και άλλους. Το υπόγειο αυτό καλλιτεχνικό στέκι συγκέντρωνε πέρα από τους καλλιτέχνες και το λαϊκό κόσμο της πλατείας Ομονοίας3.
Υποστηρίζει ανοιχτά το Κομμουνιστικό Κόμμα
Γνώρισε, λοιπόν, την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων από κοντά, συμπεριέλαβε τα βιώματά του αυτά στο έργο του, αλλά έκανε και τις επιλογές του. Υπερέβη τα ταξικά τείχη που αντικειμενικά τον χώριζαν από αυτόν τον κόσμο, γεγονός που εκδηλώνεται σαφώς στην απόφασή του να υποστηρίξει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ενδεικτική αυτής της επιλογής του είναι επιστολή του στον «Ριζοσπάστη», που την παραθέτουμε:
Καλέ μου «Ριζοσπάστη»,
Σε παρακολουθώ ολοένα, και με πιστήν συμπάθειαν απ’ τον καιρόν που παρουσιάσθης και εγκαινίασες την φλογεράν πολεμικήν σου εναντίον της κοινωνικής αθλιότητος και της βλακείας που μας περικυκλώνει. Σε θεωρούσα πάντα σαν έναν τίμιον φίλον κι ένα εντευκτήριον μαζί κοινόν όλων εκείνων των ανθρώπων που ζουν πνευματικά και θέλουν την διάνοιάν των υπεράνω των καθημερινοτήτων, λυπημένος που δεν μπόρεσα ως τα τώρα ν’ αναμιχθώ ενεργότερα στην δράσιν σου.
Κάθε μέρα όμως που περνά βλέπω πως τα πράγματα βαδίζουν ραγδαιότερα και πλέον επιτακτικά. Εκείνο που προχθές ήταν μία ευγενική διάθεσις και χθες μία ωραία προσπάθεια σήμερα πλέον αποβαίνει μία ανάγκη σιδηρά. όπως κι αν κάμωμε, προς οποιονδήποτε δρόμο κι αν στραφούμε, το ίδιο πρόβλημα προβάλλει απ’ όλες τις μεριές και μας ζητεί μίαν λύσιν.
Οποθενδήποτε κι αν ορμώμεθα – οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγένειάν τους, οι δε από την άμεσον άναγκην της λυτρώσεως – σήμερα συναντώμεθα όλοι επί ταυτόν. ο Σκοπός επείγει.
Μ’ αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω, ότι ανήκω στας τάξεις των ολόθερμων στρατιωτών σου, πρώτη φορά γυμνά χωρίς προσχήματα σ’ εκείνους που παλαίουν για τον σκοπόν.
Με την ελπίδα πως θα ‘ρθει μια μέρα καθώς όλοι να χρησιμοποιηθώ εις τον Αγώνα.
Σε χαιρετώ με το κεφάλι ψηλά
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ4
Το 1927 ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε την ανοιχτή επιστολή του ποιητή προς τον Αρχιεπίσκοπο5 που δημόσια του ζητάει να μην τον υπολογίζει πλέον ως μέλος του «ποιμνίου» του. «[…] Επιπλέον, έχω φθάσει στο συμπέρασμα ότι, μεταξύ της φιλοσοφίας και του κηρύγματος του Ιησού, και της σημερινής αποστολικής εκκλησίας, υπό την αληθινήν όψιν με την οποίαν αυτή κινείται και ενεργεί, η απόστασις και η παρεξήγησις είναι τεραστία.
Βλέπετε, το χάσμα είναι ριζικόν και ανεπανόρθωτον. Δεν πιστεύω σε τίποτε απ’ ό,τι πιστεύετε, και δεν επιθυμώ να διατηρώ, έστω και προσχηματικά, δεσμούς με κάτι το οποίον θεωρώ παιδαριώδες, οσάκις δεν το θεωρώ εγκληματικό.
Με την ελπίδα ότι αυτό μου το γράμμα – γραμμένο, το τονίζω, γαλήνια, συνειδητά και αποφασιστικά – θα συντελέσει ώστε να παύσω και κατά τους τύπους – αφού κατ’ ουσίαν έχω παύσει προ πολλού – να λογίζομαι, οπωσδήποτε, μέλος του θρησκευτικού σας ποιμνίου».
Για το ξύπνημα του προλεταριάτου
Στη διάρκεια της Κατοχής ζούσε στο πατρικό του στα Εξάρχεια μέσα στη φτώχεια. Περίπου ένα χρόνο πριν από την αυτοκτονία του ήρθε σε επαφή με αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ Εξαρχείων και σε μία συμβολική κίνηση τους παραδίδει τα όπλα του πατέρα του, που ήταν στρατιωτικός.
Η κοινωνική στάση και η σχέση του με το κομμουνιστικό κίνημα είναι έκδηλη στο ποίημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» το 19326. Το παραθέτουμε ολόκληρο:
Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου
…Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι – ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης – οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι – και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…
* * *
Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δώσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής – με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…
* * *
Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές – και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν – σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση – για να σε μάθουν πράματα μεγάλα – πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις.
* * *
Ερχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλίσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι – να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα – να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα – να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή…
* * *
Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι – κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι – που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα – πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…
* * *
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη – και συ τους πότιζες, δεν ξέρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή…
* * *
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό που κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους…
* * *
Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι – τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή – φωνή της μακρινής κι ακατανόητης, τώρα, Σοφίας της Δημιουργίας…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
* Ολόκληρη η ρήση αυτή του Λαπαθιώτη είναι: «Η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της μένει παρά να επιστρέψει στο σκοτάδι και στην αποκτήνωση».
1. «Ναπολέων Λαπαθιώτης, Διηγήματα και άλλα πεζά», φιλολογική επιμέλεια Μάνος Τραϊανός, Θεσσαλονίκη 2012 (πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία, Τομέας ΜΝΕΣ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ 2012).
2. Κώστας Βάρναλης, «Αισθητικά – Κριτικά, Β’», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1981, σ. 271.
3. Η πλατεία Ομόνοιας εκείνη την εποχή έχει πλέον χάσει τον αρχικό κοσμικό χαρακτήρα της και γίνεται στέκι ανθρώπων από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, περιθωριακών και όσων γενικά η κοινωνία βγάζει στο περιθώριο.
4. Μια επιστολή, «Ο αγών μας και οι διανοούμενοι», «Ριζοσπάστης» 13/6/1921, έτος Δ’ αρ. φύλλου 1931, σελ. 2.
5. Ανοικτή επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, «Ριζοσπάστης» 6/8/1927, Περίοδος Γ’, Χρόνος Θ’, αρ. φύλλου 344 , σελ. 3.
6. «Νέοι Πρωτοπόροι», Φλεβάρης 1932, φύλλο 3, σελ. 87.
Νατάσα ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ
Φιλόλογος
Ενα ακόμα δυνατό αντιπολεμικό ποίημα
Το ποίημα του Λαπαθιώτη δημοσιεύεται στον «Νουμά» κάτω από τη φωτογραφία ενός παληκαριού που σκοτώθηκε στο Σαραντάπορο |
Αξίζει να σταθούμε και σε ένα ακόμα ποίημα του Λαπαθιώτη, ένα σπαραχτικό αντιπολεμικό ποίημα, που γράφτηκε στις 9/10/1912 στη 2η Μεραρχία Στρατού, μόλις πέντε μέρες μετά την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου δηλαδή και αποτέλεσε εξαίρεση στο κλίμα ενθουσιασμού, εθνικής ανάτασης και στήριξης του Βενιζέλου, που επικρατούσε. Δημοσιεύτηκε στις 3/11 της ίδιας χρονιάς στο τεύχος 493 του «Νουμά» κι έχει τον λατινικό τίτλο «STABAT MATER DOLOROSA» που σημαίνει «γοργά» και υπότιτλο «Μπαλάντα σε Λα μπεμόλ μινόρε»:
…Γριούλες Μαννάδες – οι Μαννάδες
(ώχου λαγούτα και βιολιά,
Κ’ οι ταμπουράδες, κ’ οι ζουρνάδες…)
Γριούλες Μαννάδες – οι Μαννάδες,
*
Συμμαζωχτές κ’ οι κακομοίρες
(Βαράτε νταούλια και βιολιά…)
Με τους μοναχογιούς – οι χήρες,
Γριούλες Μαννάδες κακομοίρες,
*
Κ’ οι Κοπελλούδες οι κερένιες
(ώχου λαγούτα και βιολιά…)
Κ’ οι Κοπελλούδες οι κερένιες,
Με τις βαρειές, τις βαρειές έννοιες,
*
Κι ακόμα πλιο πολύ ομορφούλες
(Βαράτε νταούλια και βιολιά…)
Μες τον καημό και πλιο ομορφούλες,
Ω! οι Αδερφούλες, οι Αδερφούλες…
*
…Πότε σκυφτές κι αλαλιασμένες
(ώχου λαγούτα και βιολιά…)
Λες πεθαμένες, διπλωμένες
Στα δυο – Μαννούλες οι καημένες,
*
Πότε – ω βραχνά βλαστήμια, ω γόοι!
(Βαράτε νταούλια και βιολιά…)
όχεντρες, ύαινες και Μαινάδες,
Οι χαροκαμμένες Μαννάδες…
Πηγή : Ριζοσπάστης 16 – 1 – 2021
Ναζίμ Χικμέτ: «Nα αγαπάμε κάθε μέρα λίγο περισσότερο, κάθε μέρα λίγο καλύτερα» Μάγδα Κατσιφή30/07/2015 ΠΟΙΕΙΝ0 MIN READ 626 SHARES FacebookTwitter Μερικά αποσπάσματα από τα διάσημα ποιήματα του μεγάλου Ναζίμ Χικμέτ. Απόσπασμα από το “Χιονίζει τη νύχτα και άλλα ποιήματα” Το ξέρουμε κι οι δύο, αγαπητή μου, πως μας έμαθαν να πεινάμε και να κρυώνουμε να πεθαίνουμε από την κούραση και να ζούμε χώρια. Δεν έχουμε αναγκαστεί ακόμη να σκοτώσουμε, δεν μα έτυχε ακόμη να πεθάνουμε. Το ξέρουμε κι οι δύο, αγαπητή μου, πως μπορούμε να μάθουμε στους άλλους να μάχονται για τους δικούς μας και να αγαπάμε κάθε μέρα λίγο περισσότερο, κάθε μέρα λίγο καλύτερα… Όπως ο Κερέμ Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω Να λειώσουμε το μολύβι Κάποιος μου λέει Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή Θα γίνεις στάχτη Στάχτη σαν τον Κερέμ Που κάηκε απ’ τον έρωτά του Και εγώ του λέω Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ Αν δεν καώ εγώ Αν δεν καείς εσύ Αν δεν καούμε εμείς Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη Γιὰ τὴ ζωή Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά, Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος, Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα. Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς. Τὶς πιὸ ὄμορφες μέρες μας δὲν τὶς ζήσαμε ἀκόμα Κι ἂχ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο θά ῾θελα νὰ σοῦ πῶ Δὲ στό ῾πα ἀκόμα. Γιὰ τὴ ζωή 2 Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά, Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος, Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα. Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς. Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ᾿ ἕναν τοῖχο μὲ τὰ χέρια σου δεμένα Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι, Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι. Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ Ποὺ θὰ φυτεύεις, σὰ νὰ ποῦμε, ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει πιότερο στὴ ζυγαριά. Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα πιὸ λυπημένα πιὸ διαρκῆ. * * * Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα. Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω, ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια· μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε στὴν πολυαγαπημένη μου, ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν· οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια μ᾿ ἀπατήσανε. * * * Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα. * * * Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τίποτα ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα νὰ πιῶ καὶ νὰ γευτῶ ἀπ᾿ ὅσες χῶρες γνώρισα ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω καὶ νὰ νιώσω τίποτα, τίποτα δὲ μ᾿ ἔκανε ἔτσι εὐτυχισμένον ὅσο τὰ τραγούδια… Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε Δὲ μᾶς ἀφήνουν Ῥόμπσον νὰ τραγουδᾶμε δὲ μᾶς ἀφήνουν καναρίνι πού ῾χεις φτερὰ ἀητοῦ μαῦρε ἀδερφέ μου δόντια ποὺ ἔχεις μαργαριτάρια δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ ψηλώσουμε φωνή. Φοβοῦνται Ῥόμπσον φοβοῦνται τὴν αὐγή, ν᾿ ἀκούσουνε φοβοῦνται καὶ ν᾿ ἀγγίσουν φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουν φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουνε σὰν τὸν Φερχὰτ (Ἀλήθεια θὰ ῾χετε κι ἐσεῖς ἕναν Φερχὰτ οἱ νέγροι πῶς νὰ τόνε λένε Ῥόμπσον;) Φοβοῦνται τὰ γεννήματα τὴ γῆς τὸ γάργαρο νερὸ φοβοῦνται τῆς πηγῆς φοβοῦνται νὰ θυμοῦνται καὶ τὶς χαρές τους τὸ χέρι ἑνὸς φίλου δὲν ἔσφιξε ποτέ τους τὸ χέρι τους ζεστὸ σὰν τὸ πουλὶ χωρὶς νὰ θέλει σκόντα προμήθειες ἡ κάποια ἀναβολὴ στὴ πλερωμή. Φοβοῦνται τὴν ἐλπίδα φοβοῦνται Ῥόμπσον νὰ ἐλπίσουν φοβοῦνται καναρίνι πού ῾χεις φτερὰ ἀητοὺ φοβοῦνται τὰ τραγούδια μας μὴ τοὺς τσακίσουν. Μικρόκοσμος Και να, τι θέλω τώρα να σας πω Μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας, φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο. Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο `κει που εβάδιζε. Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα. Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά κι η γη μας τόση δα μικρή. Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ’ άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω. Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε. Ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε το 1902 στην Θεσσαλονίκη και πέθανε το 1963 στη Μόσχα. Οι κομμουνιστικές του πεποιθήσεις τον καταδίκασαν σε εξορία, αλλαγή υπηκοότητας, καθώς επίσης και σε 15 χρόνια φυλακής κατά τα οποία ανέπτυξε σημαντικά το ποιητικό του έργο. Ο φυλακισμός του ενέπνευσε πολλές διαμαρτυρίες στην Τουρκία αλλά και σε χώρες του εξωτερικού. Όσον αφορά το έργο του, χαρακτηριστικό της ποίησης του Ναζίμ Χικμέτ είναι η άρνηση του να χρησιμοποιήσει μέτρο και ομοιοκαταληξία, γράφοντας έτσι ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Ο Γιάννης Ρίτσος έχει μεταφράσει πολλά ποιήματά του στα ελληνικά και δεν είναι λίγα εκείνα που έχουν μελοποιηθεί από το Μάνο Λοίζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Σχετικά
ΤΕΧΝΕΣ
Πόσες Ιφιγένειες αντέχει το συλλογικό συνειδητό (και ασυνείδητο) της ελληνικής κοινωνίας;
Οι 57 «Ιφιγένειες» των Τεμπών δεν ξύπνησαν τα ληθαργικά ανθρωπιστικά αντανακλαστικά των κυβερνώντων (θεσμικών και μη), αν και ξεσήκωσαν το πανελλήνιο. Μια μάχη είναι εδώ σε εξέλιξη. Η Δικαιοσύνη θα αποφανθεί. Η δικαιοσύνη των Επιτροπών της Βουλής δεν φαίνεται να αποφάνθηκε. Αλλωστε η βουλευτική ασυλία κάνει τους ίσους πιο ίσους και η πλειοψηφία κυβερνά.
Η απόφαση μιας δικαιοσύνης (απ’ όσο γνωρίζω) πρέπει να αναγνωρίζει τη βλάβη στα θύματα, να τιμωρεί τους ενόχους, να διορθώνει τα κακώς κείμενα και να δικαιώνει το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Τι από αυτά έγινε; Τίποτα. Ο καθείς την άποψή του (κομματικά).
Ποια δικαιοσύνη λοιπόν; Η θεσμική; Αυτή που ζει σε κενό αέρος και αποδίδεται άνευ τριβών και εμποδίων; Ή η δικαιοσύνη που «τρίβεται» με την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία; Αυτή που καλείται κάθε λίγο και λιγάκι να αλλάξει τα μέτρα και τα σταθμά της από παρεμβάσεις σε νόμους που μόνο οι τυφλοπόντικες πλέον θα κατάφερναν να βρουν ψήγματα δικαίου για την Ανθρώπινη Φύση.
Οι οικογένειες των θυμάτων αναζητούν δικαιοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και καλά κάνουν. Συμμερίζομαι τον κόπο τους και προσπαθώ να συμπάσχω με το κατάδικό τους ανεπίλυτο πένθος.
Η Ευρωπαία Εισαγγελέας ήρθε στην Ελλάδα για να συνεργαστεί θεσμικά. Παλαιότερα η ευρωπαϊκή τεχνογνωσία ήταν μάννα εξ ουρανού, αλλά σήμερα είναι παρέμβαση στην εσωτερική έννομη τάξη. Ο,τι μας συμφέρει ε;
Η υπόθεση του παιδιού (γιατί περί παιδιού πρόκειται) από τον Κολωνό ξαναζωντανεύει την ιστορία μιας άλλης Ιφιγένειας.
Η εισαγγελική λειτουργός δεν ξέρω αν γνωρίζει το αντικείμενο της εργασίας της, αλλά σίγουρα χρειάζεται να το συζητήσει με συναδέλφους και προϊσταμένους της. Αραγε τι εκπροσωπεί; Τι θεσμικό ρόλο έχει; Ποιο κοινωνικό σύνολο εκπροσωπεί; Στο όνομα ποιου μιλάει; Πού ζει, τέλος πάντων, ας μας πει…
Ας περιμένουμε την τελική κρίση, θα μου πείτε. Την ανθρώπινη ή τη θεϊκή, θα ρωτήσω. Σε αυτή τη ζωή ή στην επέκεινα. Η υπομονή σήμερα έχει χάσει και τη σημασία της.
Πόσοι άνθρωποι αναρωτιέμαι δικαιώνονται σήμερα στην Ελλάδα; Εντός δικαστηρίων και εκτός. Σε αυτές τις συναλλαγές τους με το δημόσιο σύστημα που πνέει τα λοίσθια από ανθρώπους και γεμίζει εφαρμογές στο κινητό; Πόσοι; Πόσοι έχουν λεφτά και σθένος να βρουν δικαιοσύνη στη χώρα που τρώει ακόμα τα παιδιά της; Πόση ιστορία έχουμε πλέον διδαχτεί και διδάξει στον κανιβαλισμό και στην τραγωδία (εκτός των άλλων);
Σε ποιο νοσοκομείο θα βρουν φροντίδα οι άνθρωποι την ώρα του πόνου, χωρίς λεφτά και σκοτούρες παρεμφερείς; Ποιος θα τους κοιτάξει;
Πού να ακουμπήσει, λοιπόν, το συλλογικό (κοινωνικό και συλλογικό υποκείμενο); Για απόδοση δικαίου και φροντίδας, για γονικές φαντασιακά λειτουργίες;
Η Δικαιοσύνη κρίνεται πάντα. Και στην καθημερινότητα και στον ιστορικό της χρόνο. Ο «πατρικός» νόμος πάντα αμφισβητείται.
Στην ιστορία της Ιφιγένειας η Αρτεμις (αμόλυντη, άσπιλη) σώζει το κορίτσι, που γίνεται ιέρεια σε τόπους μακρινούς. Η θυσία της στοιχειώνει τη γενιά των Ατρειδών και την οδηγεί στην πτώση με τον γυρισμό του «νικητή» του πολέμου.
Στο σήμερα, η μόνη επωδός είναι η παρακμή και η πτώση ενός απάνθρωπου συστήματος που παρασύρει Ιφιγένειες στο διάβα του.
«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Ομως εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Εβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω,
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
Ορθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω»
«Κι ήθελε ακόμη…» Μανóλης Αναγνωστάκης
ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΤΕΓΟΥ *Κοινωνικός λειτουργός – ψυχολόγος
Πηγή : efsyn.gr
ΤΕΧΝΕΣ
«Σωτηρία με λένε» στη μνήμη της Σοφίας Αδαμίδου και της Ντίνας Κώνστα | ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ | ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ www.rizospastis.gr |