Κατηγορίες
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τρίτη 23/07/2024 – 12:12

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ

Για τα 50 χρόνια από την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας

Facebook logo
Twitter logo
Print Mail logo
Print HTML logo
Print PDF logo

Παραθέτουμε την διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 50 χρόνια από την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας:

«Τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μπορούν να αξιοποιηθούν για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων και αναγκαίας ιστορικής πείρας. Η πείρα αυτή πρέπει να ενσωματωθεί στους αγώνες του εργατικού – λαϊκού κινήματος για βαθιές αλλαγές και ανατροπές στον συσχετισμό δυνάμεων, ενάντια στην ίδια την καπιταλιστική εξουσία. Αλλωστε, είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη επέτειος, όπως νωρίτερα τα 50 χρόνια από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, αξιοποιούνται από το καπιταλιστικό κράτος και τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς (Πανεπιστήμια, σχολεία, αστικά ΜΜΕ κ.λπ.), από τα αστικά πολιτικά κόμματα προκειμένου να διασφαλιστεί το βάρβαρο εκμεταλλευτικό σύστημα. Στο ίδιο πλαίσιο, ξεχωριστής σημασίας στόχος είναι η ακόμα πιο συντονισμένη ιδεολογική επίθεση κυρίως ενάντια στις θέσεις και τον ρόλο του ΚΚΕ και του εργατικού – λαϊκού κινήματος στην ιστορική διαδικασία, με στόχο τη χειραγώγηση των εργατικών – λαϊκών συνειδήσεων, ιδιαίτερα των νέων.

Με γενικόλογες αναφορές στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, στο «δημοκρατικό τόξο» των πολιτικών δυνάμεων, στο «κράτος δικαίου» κ.λπ. οι επέτειοι χρησιμοποιούνται για να συσκοτίσουν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του παρηκμασμένου καπιταλιστικού συστήματος, τα αδιέξοδά και τις αντιφάσεις. Ετσι προσπαθούν να συγκαλύψουν τη γενικότερη αντιδραστική τάση σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα στη συρρίκνωση των εργατικών – λαϊκών κατακτήσεων που προωθείται στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, το σύγχρονο πολυπλόκαμο δίκτυο χειραγώγησης και ενσωμάτωσης στο καπιταλιστικό σύστημα, την εμπλοκή όλο και περισσότερων καπιταλιστικών κρατών σε ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και πολέμους, την εργοδοτική και κρατική τρομοκρατία. Προσπαθούν να αυξήσουν την εκμετάλλευση και τον αυταρχισμό, την αντεργατική επίθεση στους χώρους δουλειάς.

Η αρχή του τέλους της δικτατορίας

Στις 23 Ιούλη 1974, οι τέσσερις επικεφαλής των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων μαζί με τον χουντικό Πρόεδρο Φ. Γκιζίκη συναντήθηκαν με τον δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη και του ζήτησαν να μην μπει εμπόδιο στον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης. Ο Ιωαννίδης, αν και δεν συμφώνησε, δεσμεύτηκε να μην αντιδράσει. Επρόκειτο για την αρχή του τέλους της αστικής στρατιωτικής δικτατορίας που είχε επιβληθεί την 21η Απριλίου του 1967 και την απαρχή της μετάβασης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Είχε προηγηθεί το αποτυχημένο πραξικόπημα της δικτατορίας εναντίον του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας (15 Ιούλη 1974), η τουρκική εισβολή που το ακολούθησε (20 Ιούλη) και η εκτίμηση των τεσσάρων επικεφαλής των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ότι η Ελλάδα, παρά τη γενική επιστράτευση, δεν ήταν σε θέση να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία (21 Ιούλη). Στις δεδομένες συνθήκες, ακόμα και αν η ηγεσία της δικτατορίας στήριζε την πολεμική αναμέτρηση, πράγμα δύσκολο λόγω του ΝΑΤΟ, θα αιματοκυλούσε τον λαό για τα συμφέροντα μερίδας του κεφαλαίου και με κίνδυνο να στραφεί ο λαός εναντίον της και να ξεσηκωθεί.

Η χούντα αποδέχτηκε τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ για κατάπαυση πυρός στην Κύπρο (22 Ιούλη) και στις 23 Ιούλη ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ μίλησε για επικείμενη πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα. Ετσι και αλλιώς, ήταν φανερό ότι η δικτατορία δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τα συμφέροντα της εγχώριας αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της.

Ο χαρακτήρας της δικτατορίας

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 ήταν προέκταση των χαρακτηριστικών και των αδιεξόδων του αστικού πολιτικού συστήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Αυτή η σταθεροποίηση, που είχε στηριχτεί απ’ όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και το Παλάτι, είχε πραγματοποιηθεί σε συμμαχία αρχικά με τον βρετανικό και στη συνέχεια με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Όμως, δεν άργησε να οδηγήσει σε νέες ενδοαστικές αντιθέσεις, που αφορούσαν τις ισορροπίες δυνάμεων εντός του καπιταλιστικού κράτους (με επίκεντρο τον ρόλο του Θρόνου στον έλεγχο του στρατού και στον διορισμό των κυβερνήσεων), την εξωτερική πολιτική του καπιταλιστικού κράτους (κυρίως αναφορικά με το Κυπριακό Ζήτημα και τις γενικότερες ισορροπίες δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο) και τη δυνατότητα του αστικού πολιτικού συστήματος να λειτουργεί αποτελεσματικά στη χειραγώγηση και τελικά στην ενσωμάτωση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων. Οι ενδοαστικές αντιθέσεις περιπλέχτηκαν με τις ενδοϊμπεριαλιστικές, σε μια περίοδο που καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης επιχειρούσαν να διαμορφώσουν έναν πόλο, σε συνθήκες όξυνσης της αντιπαράθεσης του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος με τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Μέσα σε αυτό το ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, η δικτατορία των συνταγματαρχών αποτέλεσε μια προσπάθεια επίλυσης των αδιεξόδων του αστικού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, με την κατάλυση της αναχρονιστικής διατήρησης δύο κέντρων εκτελεστικής εξουσίας, του βασιλιά που ήταν και αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και της αστικής κυβέρνησης.

Η ομάδα των πραξικοπηματιών είχε εκκολαφτεί στο πλαίσιο των μηχανισμών του μεταπολεμικού κράτους και του αστικού στρατού, αλλά και του ΝΑΤΟ, με κεντρικό στόχο τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας και την καταστολή του κομμουνιστικού και εργατικού – λαϊκού κινήματος. Με αυτόν τον προσανατολισμό, είχε καταλάβει κρίσιμα πόστα για την επιτυχία του πραξικοπήματος και μόνο σταδιακά ήρθε σε αντίθεση με ανάλογους σχεδιασμούς του βασιλιά. Ο αντικομμουνισμός ήταν το ιδεολογικό συνενωτικό στοιχείο. Ακόμα, η ομάδα των πραξικοπηματιών είχε αναπτύξει πολύμορφους δεσμούς με την εγχώρια αστική τάξη και τους εκπροσώπους του αστικού πολιτικού συστήματος. Διέθετε διασυνδέσεις με τις εγχώριες και ξένες μυστικές υπηρεσίες και ειδικότερα με αυτές των ΗΠΑ. Από όλα αυτά προέκυπτε η καλή γνώση της κατάστασης από τους πραξικοπηματίες καθώς και η πρόθεση και η αποφασιστικότητά τους να κινηθούν ακόμα και κόντρα στους σχεδιασμούς του βασιλιά και των στρατηγών. Κυρίως εξηγείται η στήριξη που είχαν από την κυρίαρχη μερίδα των Ελλήνων καπιταλιστών και η στήριξη ή ανοχή από τις κύριες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες της Ελλάδας (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΟΚ).

Η δικτατορία πήρε άμεσα μέτρα υπέρ του κεφαλαίου (φοροελαφρύνσεις), ενώ διαμόρφωσε ευνοϊκές συνθήκες για το κεφάλαιο με Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και προσέλκυση Αμεσων Ξένων Επενδύσεων. Ακολούθησε τη γενική επεκτατική (σε άμεσες επενδύσεις κεφαλαίου και ορισμένες παροχές σε μεσαία στρώματα, ιδιαίτερα στους αγρότες με το χάρισμα χρεών) οικονομική πολιτική των μεταπολεμικών αστικών κυβερνήσεων έως την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης το 1973, οπότε απαιτήθηκαν αλλαγές, το πέρασμα σε περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Συνολικότερα, οι Ελληνες καπιταλιστές και ιδιαίτερα το εφοπλιστικό κεφάλαιο και οι όμιλοι Ενέργειας (π.χ. Τομ Πάπας) επωφελήθηκαν τόσο από τον εκσυγχρονισμό του νομικού οπλοστασίου, που στόχευε στην άρση περιορισμών στη δραστηριότητα του κεφαλαίου, όσο και από την απαγόρευση κάθε μορφής συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης.

Αναφορικά με την εξωτερική πολιτική, η δικτατορία ακολούθησε σε αδρές γραμμές την πεπατημένη των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, βασικό συστατικό της οποίας ήταν η στενή συμμαχία με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτό και η χούντα επιχείρησε, από την πρώτη στιγμή, την αναγνώριση της κυβέρνησής της από τις ΗΠΑ και τις καλές σχέσεις με το ΝΑΤΟ και στήριξε το Ισραήλ στον πόλεμο των 6 ημερών (1967). Ταυτόχρονα, προσπάθησε να διατηρήσει και να εμβαθύνει τις σχέσεις με τις χώρες της ΕΟΚ, να συνεχίσει την υφιστάμενη διαδικασία σύνδεσης (η Ελλάδα βρισκόταν στο στάδιο προετοιμασίας για ένταξη).

Η μοναδική διαφοροποίηση της δικτατορίας, στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, αφορούσε τη στάση της απέναντι στο Κυπριακό. Ωστόσο, έπειτα από μια πρώτη περίοδο που οι πρωταγωνιστές της τάσσονταν υπέρ μιας δυναμικής και σύντομης επίλυσης του Κυπριακού μέσω της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα με ή χωρίς εδαφικά ανταλλάγματα στην Τουρκία, μετά τη σφοδρή αντίδραση του τουρκικού κράτους, την απειλή πολεμικής σύγκρουσης και την αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, στα ηγετικά της κλιμάκια αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικές τάσεις: Την πρώτη εξέφραζε κυρίως ο Παπαδόπουλος και αποτελούσε συνέχεια της πολιτικής των προδικτατορικών αστικών κυβερνήσεων, ενώ υπέρ μιας δυναμικής επίλυσης συνέχισε να τάσσεται μια ομάδα πραξικοπηματιών γύρω από τον Ιωαννίδη.

Αντίπαλα ταξικά σχέδια για την απομάκρυνση της δικτατορίας

Τα προηγούμενα αναδεικνύουν ότι η δικτατορία αποτέλεσε γέννημα και μορφή της μεταπολεμικής αστικής εξουσίας στην Ελλάδα. Έδωσε λύση στην κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος, χρησιμοποιώντας πιο ανοικτά και πιο έντονη αντικομμουνιστική κρατική καταστολή και μέσω του στρατού. Ταυτόχρονα, προετοίμασε την επάνοδο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μέσα και από την κατάργηση του βασιλικού θεσμού. Βέβαια, τα δύο τελευταία χρόνια τουλάχιστον, στο εσωτερικό του ηγετικού πυρήνα της δικτατορίας υπήρχαν διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τον χρόνο, τη μορφή και το περιεχόμενο της μετάβασης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Από την πλευρά τους, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις έβλεπαν την απομάκρυνση της δικτατορίας ως αποτέλεσμα μιας συμφωνίας κορυφών σε συνεννόηση και με πρωτοβουλίες και των διεθνών συμμάχων και γι’ αυτό ελάχιστα ή καθόλου συμμετείχαν στην αντιδικτατορική δράση. Αντίθετα, ανησυχούσαν για την αντιδικτατορική δράση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και σε ορισμένες περιπτώσεις την καταδίκασαν, όπως έγινε με τα αγωνιστικά συνθήματα του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου.

Το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα που δεν συμμετείχε, και πολύ περισσότερο καταδίκασε ανοιχτά, τα σχέδια «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας, στήριζε την επιδίωξη ανατροπής της στον οργανωμένο αγώνα του εργατικού – λαϊκού παράγοντα με όλες τις μορφές πάλης. Με αυτόν τον στόχο, καθόρισε ως αφετηρία και πεδίο δράσης τα εργατικά – λαϊκά προβλήματα. Ανέδειξε διεκδικήσεις και συνθήματα, ώστε οι αγώνες να εξελίσσονται σε μαζικές πολιτικές εκδηλώσεις κατά της χούντας.

Προβλήματα συγκρότησης του ΚΚΕ, στρατηγικής και δράσης

Το πρώτο φύλλο του παράνομου «Ριζοσπάστη» την 1η Μάρτη του 1968, με την ανακοίνωση του προεδρείου της 12ης Ολομέλειας

Το πρώτο φύλλο του παράνομου «Ριζοσπάστη» την 1η Μάρτη του 1968, με την ανακοίνωση του προεδρείου της 12ης Ολομέλειας

Η δικτατορία του 1967 βρήκε το ΚΚΕ ιδεολογικά – πολιτικά και οργανωτικά ανέτοιμο. Η κύρια αιτία βρισκόταν στη βαθιά ιδεολογική – πολιτική και οργανωτική κρίση που το διέτρεχε από την 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (1956) έως και τη διάσπαση, που σημειώθηκε στη 12η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ (1968). Η κρίση ήταν αποτέλεσμα λαθών και αντιφάσεων στη στρατηγική του στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, που συνδεόταν με αντίστοιχες αδυναμίες στις επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και των συνθηκών που αντιμετώπισε μετά την ήττα του ΔΣΕ.

Στα είκοσι σχεδόν χρόνια που μεσολάβησαν, τα ανώτερα καθοδηγητικά όργανα δεν είχαν καταφέρει να καταλήξουν σε αντικειμενικά ταξικά συμπεράσματα για τη δεκαετία του 1940, αλλά αντίθετα επικράτησε η οπορτουνιστική αντίληψη και πρακτική με ορόσημο την επικράτηση της δεξιάς οπορτουνιστικής στροφής στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956). Το αποκορύφωμα του οργανωτικού και πολιτικού οπορτουνισμού στο ΚΚΕ ήταν η γενικευμένη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων και η ένταξη των κομματικών μελών στην ΕΔΑ (1958).

Με την επιβολή της δικτατορίας, η προσπάθεια του Κόμματος να ανταποκριθεί στην ευθύνη οργάνωσης της αντιδικτατορικής πάλης υπονομεύτηκε από την εκδήλωση νέας και μεθοδευμένης ορμητικής επίθεσης του εγχώριου ακραίου δεξιού οπορτουνισμού και του αναθεωρητισμού στις γραμμές του, που προσπαθούσε να παρεμποδίσει την ανασυγκρότηση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων.

Πριν περάσει ένας χρόνος από την εκδήλωση του πραξικοπήματος, με τη διάσπαση που σημειώθηκε στη 12η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ (Φλεβάρης 1968), το ΚΚΕ κατόρθωσε να λύσει, έστω στοιχειωδώς, το βασικό ζήτημα: Να απαλλαγεί από το βάρος των διαμορφωμένων σε φράξια οπορτουνιστών, που επιδίωκαν τη συνέχιση της διάχυσης του Κόμματος σε διάφορα πολιτικά σχήματα. Με τις Αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας της ΚΕ εξασφαλίστηκε η οργανωτική συνέχεια του ΚΚΕ και ξεκίνησε η προσπάθεια ανασυγκρότησης. Στην πραγματικότητα, ξεκίνησε η εκ νέου συγκρότηση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, ενώ ιδρύθηκε η ΚΝΕ και επανακυκλοφόρησε ο παράνομος κομματικός Τύπος.

Ωστόσο, η διάσπαση και η αντιμετώπιση των ακραίων εκδηλώσεων του οργανωτικού εκφυλισμού δεν συνοδεύτηκε από μια προσπάθεια ολόπλευρης αντιμετώπισης των βαθύτερων ιδεολογικών – πολιτικών πηγών του, ούτε με επανεκτίμηση των κρίσιμων κομματικών Σωμάτων της δεξιάς οπορτουνιστικής στροφής (της 6ης Ολομέλειας του 1956, της 7ης του 1957, της 8ης του 1958, του 8ου Συνεδρίου του 1961). Διατηρήθηκε η στρατηγική των σταδίων και στη διάρκεια της δικτατορίας εκφράστηκε με την πρόταξη μιας συμμαχίας με τις αστικές δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις για την ανατροπή της χούντας και την ανάδειξη κυβέρνησης των αντιδικτατορικών δυνάμεων.

Η συμβολή του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στην οργάνωση της αντιδικτατορικής πάλης

Αεροφωτογραφία της Γυάρου, 1967. Οι χιλιάδες κρατούμενοι στοιβάχτηκαν σε εγκαταλελειμμένα κτήρια και σκηνές, σε άθλιες συνθήκες

Αεροφωτογραφία της Γυάρου, 1967. Οι χιλιάδες κρατούμενοι στοιβάχτηκαν σε εγκαταλελειμμένα κτήρια και σκηνές, σε άθλιες συνθήκες

Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ αντέταξαν την πιο μαζική, οργανωμένη και σταθερή σε διάρκεια αντίσταση στη χούντα, προσφέροντας από την πρώτη στιγμή τις περισσότερες θυσίες στον αντιδικτατορικό αγώνα. Χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες συνελήφθησαν, δικάστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν. Ορισμένοι πρόσφεραν ακόμα και τη ζωή τους, δολοφονημένοι από τα όργανα της χούντας ή πεθαίνοντας από κακουχίες στις φυλακές και τις εξορίες.

Οι δυσκολίες στην ανασυγκρότηση του ΚΚΕ, το οποίο βρισκόταν σταθερά στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών, αλλά και το γενικότερο κλίμα τρομοκρατίας επιδρούσαν στο επίπεδο του κινήματος το πρώτο διάστημα. Επίσης, ανασταλτικά επιδρούσαν και οι συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης που διευκόλυναν την αποδοχή της δικτατορίας από τμήματα των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων. Ωστόσο, και την πρώτη περίοδο της δικτατορίας, η δράση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, ακόμα και όταν δεν ήταν μαζική, ήταν σημαντική για να δημιουργήσει ρήγμα στο κλίμα της τρομοκρατίας και της ηττοπάθειας. Ομοίως, η ηρωική στάση πολλών μελών και στελεχών του ΚΚΕ στην ανάκριση, στα βασανιστήρια, στα στρατοδικεία ενίσχυε ηθικά και ιδεολογικά το αντιδικτατορικό κίνημα, όταν όλα «τα ‘σκιαζε η φοβέρα».

Χρειάστηκε να περάσει αρκετός χρόνος μέχρι να εκδηλωθούν τα πρώτα μαζικά σκιρτήματα αντίδρασης, κύρια σε χώρους φοιτητών και σπουδαστών. Στη συνέχεια, στο πλαίσιο «φιλελευθεροποίησης» του χουντικού καθεστώτος, η σταδιακή απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων επέτρεψε την ποσοτική μεγέθυνση και την ποιοτική βελτίωση των Κομματικών Οργανώσεων. Αλλά και η καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1973 συνέβαλε στην ανάπτυξη αγώνων των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, φτάνοντας στην κατάληψη της Νομικής και στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, όπου στο πλευρό των αγωνιζόμενων φοιτητών συσπειρώθηκαν εργατοϋπάλληλοι και λαϊκά μεσαία στρώματα. Σε αυτές τις κινητοποιήσεις σημαντική ήταν η παρέμβαση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.

Η ανάγκη του καπιταλιστικού συστήματος για μετάβαση στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία

Η καταστολή του φοιτητικού και εργατικού – λαϊκού ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου ματαίωσε τα σχέδια της λεγόμενης φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας, ενώ η πτώση του βιοτικού επιπέδου λόγω της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης του 1973, το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή «απονομιμοποίησαν» τη δικτατορία στη συνείδηση ευρύτερων στρωμάτων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, αλλά και την έφθειραν απέναντι στους συμμάχους του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους (το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ κ.λπ.). Είναι ενδεικτική η τοποθέτηση του Π. Αραπάκη, αρχηγού του ΓΕΝ, αναφορικά με το ενδεχόμενο κήρυξης πολέμου στην Τουρκία: «Ποιος εγγυάται ότι οι επιστρατευμένοι θα ακολουθήσουν τις διαταγές των αξιωματικών;».

Τον φόβο μιας πιο ενεργούς και αποφασιστικής παρέμβασης του εργατικού – λαϊκού παράγοντα συμμερίζονταν και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις. Σε αυτές τις συνθήκες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιλέχθηκε ως η καλύτερη επιλογή για τα συνολικά συμφέροντα της αστικής τάξης, για τη διασφάλιση μιας «ομαλής» μετάβασης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, για να επιτευχθεί η αναγκαία τομή, «ανανέωση» και «επανεκκίνηση» του αστικού πολιτικού συστήματος. Η νέα μορφή διακυβέρνησης μέσα στη συνέχεια της καπιταλιστικής εξουσίας (από τη μετεμφυλιακή αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία στην αστική στρατιωτική δικτατορία και πάλι στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία της λεγόμενης Μεταπολίτευσης) όφειλε να μη διαταράξει τις διεθνείς της συμμαχίες τη στιγμή που τα γεγονότα στην Κύπρο είχαν στρέψει μεγάλη μερίδα των εργατικών – λαϊκών μαζών εναντίον των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Η αλλαγή στη διακυβέρνηση, που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιούλη 1974, υπήρξε προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στην ηγεσία της στρατιωτικής δικτατορίας – που βαρυνόταν με το έγκλημα της Κύπρου – τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και αστούς πολιτικούς ηγέτες της προδικτατορικής περιόδου με προεξάρχοντα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Από τα γεγονότα επιβεβαιώθηκε ότι για όσο διάστημα επικρατεί η καπιταλιστική εξουσία, η πολιτική μορφή που αυτή θα προσλαμβάνει (αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία οποιασδήποτε μορφής, αστική δικτατορία, στρατιωτική ή μη κ.λπ.) δεν εξαρτάται πρώτιστα από τη στάση και τη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος και του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Κριτήριο για την επιλογή της πολιτικής μορφής της καπιταλιστικής εξουσίας είναι ποια εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της αστικής τάξης ή τουλάχιστον της ισχυρότερης μερίδας της στις εκάστοτε συνθήκες, με δεδομένο ότι κάτω από ορισμένες αντικειμενικές συνθήκες (καπιταλιστική οικονομική κρίση, ιμπεριαλιστικός πόλεμος κ.λπ.) δυσχεραίνεται η δυνατότητα της αστικής τάξης να διαχειρίζεται τόσο τις εσωτερικές της αντιθέσεις, όσο και τον λαϊκό παράγοντα.

Ακόμα, επιβεβαιώθηκε η ανάγκη προετοιμασίας, ετοιμότητας, επαγρύπνησης και λήψης των αντίστοιχων οργανωτικών και πολιτικών μέτρων που το Κομμουνιστικό Κόμμα οφείλει να παίρνει, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ταξικής πάλης σε όλες τις συνθήκες. Η προετοιμασία αυτή εξαρτάται από το Πρόγραμμα και τη συλλογική λειτουργία του Κόμματος, την κομματική οικοδόμηση στην εργατική τάξη και γενικότερα σε τομείς στρατηγικής σημασίας. Συντελείται στην καθημερινή πάλη, με την προϋπόθεση ότι αυτή είναι ενταγμένη και στοχοπροσηλωμένη σε οποιεσδήποτε συνθήκες και εναλλαγές, στον αγώνα για την επαναστατική εργατική εξουσία, με γραμμή συσπείρωσης στο κοινωνικό επίπεδο που συμβάλλει να ριζοσπαστικοποιούνται και επαναστατικοποιούνται η εργατική – λαϊκή πείρα και συνείδηση.

Τα 50 χρόνια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας

Το πρώτο φύλλο του νόμιμου «Ριζοσπάστη» στις 25 Σεπτέμβρη 1974

Το πρώτο φύλλο του νόμιμου «Ριζοσπάστη» στις 25 Σεπτέμβρη 1974

Μετά από την κατάρρευση της δικτατορίας, το ΚΚΕ πήρε άμεσα μέτρα για την τυπική νομιμοποίησή του. Πριν από την επίσημη νομιμοποίηση του Κόμματος, τα μέλη του ΠΓ και ο Α΄ Γραμματέας της ΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης επέστρεψαν στην Ελλάδα, το ΚΚΕ άνοιξε γραφεία στην Αθήνα και εξέδωσε την εφημερίδα «Νέα Ελλάδα».

Από την πλευρά του, το αστικό πολιτικό σύστημα, στην προσπάθεια αναμόρφωσής του, δεν μπορούσε να αγνοήσει την υποχώρηση του αντικομμουνισμού στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, στην οποία άθελά της συνέβαλε και η δικτατορία, ταυτίζοντας κάθε αμφισβήτησή της με «κομμουνιστικό δάκτυλο» καθώς και μια σειρά αιτήματα που το εργατικό – λαϊκό κίνημα είχε προβάλει αγωνιστικά πριν και στη διάρκεια της δικτατορίας και είχε ματώσει για αυτά.

Ούτως ή άλλως, η λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος είχε απαλλαγεί από τα πολλαπλά αναχρονιστικά εμπόδια του θεσμού της βασιλείας (γεγονός που επικυρώθηκε και από νέο δημοψήφισμα, τον Δεκέμβρη του 1974) και είχε αναβαπτιστεί μέσα από την αποχή της πλειοψηφίας των αστών πολιτικών από θέσεις ευθύνης την περίοδο της δικτατορίας και από τις διώξεις που είχαν δεχθεί ορισμένοι από αυτούς. Ταυτόχρονα, μεθοδικά είχε προετοιμαστεί η εμφάνιση κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας – του ΠΑΣΟΚ – με δυνατότητα απορρόφησης ΕΑΜογενών δυνάμεων.

Η επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το αναμορφωμένο αστικό πολιτικό σύστημα, το οποίο είχε αναβαθμιστεί από την ίδρυση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που πήραν τη θέση της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου, μπόρεσαν να ανανεώσουν τη συναίνεση ευρύτερων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στην καπιταλιστική εξουσία. Από την άλλη πλευρά, η στρατηγική του ΚΚΕ συνέχιζε να μην αμφισβητεί την αναγκαιότητα μετάβασης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά την ενέτασσε στη στρατηγική των σταδίων, στη διεκδίκηση δημοκρατικής κυβέρνησης σε αστικό έδαφος, με ρόλο του ΚΚΕ σε αυτήν. Σε αυτή την περίοδο, η ενσωμάτωση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων πραγματοποιήθηκε με αναγκαίους αστικούς εκσυγχρονισμούς (στη συγκρότηση και λειτουργία των αστικών θεσμών, των μηχανισμών καταστολής, στο Εργατικό και Οικογενειακό Δίκαιο, στην οργάνωση και το περιεχόμενο της Εκπαίδευσης, με την αναγνώριση της ΕΑΜικής και ΕΛΑΣίτικης Αντίστασης κ.λπ.), σε αρκετές περιπτώσεις κάτω και από την πίεση των αγώνων και των αιτημάτων των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.

Βέβαια, το νέο αστικό πολιτικό σύστημα εξυπηρέτησε τις προτεραιότητες του κεφαλαίου, τόσο στο επίπεδο της οικονομικής και γενικότερα της εσωτερικής πολιτικής με αντεργατικά – αντιλαϊκά μέτρα και την καταστολή αγωνιστικών κινητοποιήσεων, όσο και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, παρά ορισμένους ελιγμούς λόγω των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ΕΟΚ – ΗΠΑ, αλλά και υπό την πίεση του εργατικού – λαϊκού κινήματος και αισθήματος της εποχής (προσωρινή αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, αρχική κριτική του ΠΑΣΟΚ στη συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ).

Ηδη από τη δεκαετία του 1980 μια σειρά από κατακτήσεις των λαϊκών δυνάμεων(π.χ. Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή στους μισθούς), που αποτελούσαν ταυτόχρονα παραχωρήσεις του κεφαλαίου στην προσπάθεια χειραγώγησης του εργατικού – λαϊκού παράγοντα άρχισαν να ακυρώνονται, αποδεικνύοντας πως οι οποιεσδήποτε παραχωρήσεις στο εργατικό – λαϊκό κίνημα στο έδαφος της καπιταλιστικής εξουσίας είναι πάντα προσωρινές και υπό αίρεση. Ακόμα, επί κυβέρνησης ΝΔ (1980), έληξε η περίοδος αποχώρησης από το ΝΑΤΟ, ενώ λίγο νωρίτερα η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της ΕΟΚ (1979). Στη συνέχεια, η κριτική του ΠΑΣΟΚ προς την ΕΟΚ ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του, όπως και το αίτημα της απόσυρσης των αμερικανικών βάσεων. Μια σειρά από μισθολογικές παραχωρήσεις της περιόδου 1981-1985 αντισταθμίστηκαν από το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα (1985), ενώ η τότε πρόσφατα νομικά κατοχυρωμένη λειτουργία των Συνδικάτων καταπατήθηκε από το πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ (1985).

Για μια 15ετία εξασφαλίστηκε η ομαλή εναλλαγή αυτοδύναμων αστικών κυβερνήσεων μεταξύ ΝΔ (ρεύμα του αστικού φιλελευθερισμού) και του ΠΑΣΟΚ (σοσιαλδημοκρατία), εξυπηρετώντας απρόσκοπτα τις βασικές στρατηγικές του κεφαλαίου, αλλά και διαβρώνοντας με τη ρεφορμιστική επίδραση το εργατικό – λαϊκό κίνημα. Σε αυτήν την κατεύθυνση συνέδραμαν και οι λαθεμένες επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και του ΚΚΕ, ειδικότερα αυτές για τη σοσιαλδημοκρατία και τη στρατηγική των σταδίων, στο πλαίσιο της οποίας καλλιεργήθηκαν αυταπάτες αρχικά για τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ και τη διεκδίκηση ρυθμιστικού ρόλου στο αστικό πολιτικό σύστημα. Στη συνέχεια, αυταπάτες καλλιεργήθηκαν για την αριστερή συσπείρωση και πολιτική συνεργασία με τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, γενικότερα με την πρόκριση της συμμετοχής του ΚΚΕ σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού (1989), υπό το βάρος της ολοκλήρωσης της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ με όχημα την περεστρόικα.

Σε αυτές τις συνθήκες, τα προβλήματα που εμφανίστηκαν την περίοδο 1989 – 1991 στην απρόσκοπτη συνέχεια της δικομματικής εναλλαγής ΝΔ – ΠΑΣΟΚ περιορίστηκαν λόγω της κρίσης στο ΚΚΕ και στον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου.

Η διάσπαση και η ανασυγκρότηση του ΚΚΕ την περίοδο της αντεπανάστασης

Η πρώτη συνέντευξη Τύπου του Α' Γραμματέα του ΚΚΕ, Χ. Φλωράκη, στις 26 Αυγούστου 1974

Η πρώτη συνέντευξη Τύπου του Α’ Γραμματέα του ΚΚΕ, Χ. Φλωράκη, στις 26 Αυγούστου 1974

Η κρίση στο ΚΚΕ ωρίμασε από την καθολική κρίση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος με τη γενικευμένη εκδήλωση της τελικής φάσης της αντεπανάστασης στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με τη μορφή της «περεστρόικα για τη σοσιαλιστική ανανέωση» στην ΕΣΣΔ και τη συνένωση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (που αποτυπώθηκε συμβολικά στο γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου).

Η κρίση του ΚΚΕ κορυφώθηκε στο 13ο Συνέδριό του (Φλεβάρης 1991) και με την ανάκληση της αντιπροσωπείας του ΚΚΕ από τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου και τη διάσπαση στο πλαίσιο της εκλεγμένης ΚΕ (Ιούνης 1991).

Εκτοτε το ΚΚΕ ακολούθησε πορεία ανάκτησης των επαναστατικών κομμουνιστικών χαρακτηριστικών σε όλους τους τομείς: Ιδεολογικό, στρατηγικό, τρέχουσας πολιτικής παρέμβασης, κομματικής οικοδόμησης στα νέα τμήματα της εργατικής τάξης, στην ανανέωση των δεσμών του με τη ριζοσπαστική διανόηση και τους καλλιτέχνες. Εδωσε βάρος στην ανασύνταξη του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος και των άλλων λαϊκών κινημάτων, όπως των βιοπαλαιστών αγροτών, των αυτοαπασχολούμενων των πόλεων, του γυναικείου ριζοσπαστικού κινήματος, του φοιτητικού και μαθητικού κινήματος, του αντιιμπεριαλιστικού – αντιπολεμικού κινήματος, του γονεϊκού κινήματος, του κινήματος κατά της διάδοσης των ναρκωτικών και άλλων.

Το νέο Πρόγραμμα του Κόμματος συζητήθηκε και εγκρίθηκε στο 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1996), διακηρύσσοντας τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της αναγκαίας επανάστασης στην Ελλάδα, προσδιορίζοντας ανάλογα τις κινητήριες δυνάμεις της και απορρίπτοντας τη μεταβατική εξουσία ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Η επεξεργασία διορθώθηκε και ολοκληρώθηκε με το Πρόγραμμα στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 2013. Το 19ο Συνέδριο ολοκληρωμένα καθόρισε τον χαρακτήρα της πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ, με την επεξεργασία του χαρακτήρα και του ρόλου της Κοινωνικής Συμμαχίας, του ρόλου του εργατικού επαναστατικού μετώπου σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Λίγο νωρίτερα, στο 18ο Συνέδριο (2009) διατυπώθηκαν συμπεράσματα για τη νίκη της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ συνδυάστηκε με την έναρξη μιας μακρόπνοης ερευνητικής δραστηριότητας για την επεξεργασία της Ιστορίας του Κόμματος από το 1918 – 1974, λαμβάνοντας υπόψη τις ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες. Η επεξεργασία αυτή συνεχίζεται για την περίοδο 1974 – 1991.

Το ΚΚΕ ακολούθησε μια διαρκή και επίπονη προσπάθεια και δράση για να συγκεκριμενοποιεί και να εξειδικεύει – με βάση τις εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις – την πολιτική του γραμμή στα κινήματα, πρώτα απ’ όλα στο εργατικό και σε εκείνα των κοινωνικών συμμάχων της εργατικής τάξης, με βάση τη στρατηγική του, υπολογίζοντας τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και τις επείγουσες εργατικές – λαϊκές ανάγκες, διαμορφώνοντας ανάλογα πλαίσια πάλης και προχωρώντας σε διεκδικήσεις και δράσεις πίεσης των καπιταλιστών και των κυβερνήσεών τους. Αποφασιστική ήταν η συμβολή συσπειρώσεων όπως του ΠΑΜΕ – στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, στη βελτίωση των συσχετισμών κυρίως στα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εργατικά συνδικαλιστικά όργανα – και άλλων αντιμονοπωλιακών συσπειρώσεων στους αγρότες και τους αυτοαπασχολούμενους.

Η καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008 και οι νέες προκλήσεις της καπιταλιστικής εξουσίας

Η δυνατότητα του αστικού πολιτικού συστήματος να αποσπά τη συναίνεση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, χρησιμοποιώντας άλλοτε το μαστίγιο και άλλοτε το καρότο, δοκιμάστηκε σε έναν βαθμό, κατά την εκδήλωση της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης το 2008. Η μεγάλη σε βάθος και παρατεταμένη εκδήλωση της κρίσης στην ελληνική οικονομία οδήγησε σε μεγάλη συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, η συνεχιζόμενη πτώση του ΑΕΠ είχε ως συνέπεια και την υποχώρηση της θέσης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας στον περιφερειακό και ευρωπαϊκό συσχετισμό.

Οι εκλογές του Μάη του 2012 κατέγραψαν ταυτόχρονη μεγάλη απώλεια για ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ – που αποτέλεσε μετεξέλιξη του ΣΥΝ – απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ), κατόρθωσε να λειτουργήσει ως νέο ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και στη συσπείρωσή τους με το ΚΚΕ. Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ και η αναβάπτιση των αυταπατών περί «πρώτης φοράς αριστερής», «αντιμνημονιακής» κ.λπ. κυβέρνησης άσκησαν σημαντική πολιτική πίεση προς το ΚΚΕ για συμμετοχή του σε αυτήν. Το ΚΚΕ, όμως, αντιστάθηκε ιδεολογικά – πολιτικά σε αυτή την πολιτική ενσωμάτωση, με αποτέλεσμα την απώλεια της μισής σχεδόν εκλογικής επιρροής του ανάμεσα στις εκλογές του Μάη και του Ιούνη του 2012. Το ψευδές δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο ήταν ο «Δούρειος Ίππος» κοινοβουλευτικής χειραγώγησης ή καλλιέργειας αυταπατών και στη λογική του «μικρότερου κακού» οδήγησε σε μείωση απαιτήσεων ή έκπτωση αναγκών των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.

Η 5ετής κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ (2015 – 2019) οδήγησε σε νέες απώλειες κατακτήσεων για τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, στο όνομα των μνημονίων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας για την πληρωμή του κρατικού χρέους. Παράλληλα, η περαιτέρω υποχώρηση της θέσης του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους εκφράστηκε και με όξυνση των σχέσεών του με δυνάμεις στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με επίκεντρο ζητήματα που αφορούσαν την άσκηση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής και όχι τον χαρακτήρα και την αναγκαιότητα της συμμαχίας. Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ με τις θέσεις του, τη δράση του και την κυβερνητική του θητεία αποδείχτηκε πολύτιμη εφεδρεία του αστικού πολιτικού συστήματος και της καπιταλιστικής εξουσίας σε μια κρίσιμη περίοδο. Η αντιλαϊκή πολιτική που άσκησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και η αποκάλυψη του τυχοδιωκτισμού του οπορτουνισμού δικαίωσε πολιτικά το Κόμμα. Επιβεβαίωσε την ορθότητα της θέσης του ΚΚΕ απέναντι στην αυταπάτη της «αριστερής διακυβέρνησης».

Από το 2019 και ενώ πλέον οι οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα είχαν αντιστοιχηθεί με εκείνες στα κράτη – μέλη της ΕΕ, οι κυβερνήσεις της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη, που ακολούθησαν αυτές του ΣΥΡΙΖΑ, διαχειρίστηκαν τη φάση της ανάκαμψης. Οι κυβερνήσεις της ΝΔ προπαγανδίζουν ότι επανέφεραν τη χώρα στην κανονικότητα και ότι η οικονομία της βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, που χαρακτηρίζεται από τα πρωτογενή πλεονάσματα, την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, την αναβάθμιση στις διεθνείς αγορές χρήματος. Ομως, παραμένουν η εποπτεία, οι περιορισμοί, οι δεσμεύσεις που είχαν νομοθετηθεί τα «μνημονιακά» χρόνια. Ετσι, αυτή η κανονικότητα συνοδεύτηκε από συνεχή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων (ακρίβεια, αύξηση της φορολογίας, εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση των υπολειμμάτων της Δημόσιας Υγείας, Πρόνοιας και Παιδείας, των υπηρεσιών και των υποδομών τους, που φανερώθηκε εκτεταμένα την περίοδο της πανδημίας). Επίσης, συνοδεύτηκε από τη συνολικότερη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις δυνατότητες της σύγχρονης παραγωγής και την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών των εργατικών – λαϊκών μαζών. Ηδη πλανάται το φάντασμα μιας νέας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ενώ η χώρα μας εμπλέκεται σε δύο ιμπεριαλιστικούς πολέμους – στην Ουκρανία, στην Ερυθρά Θάλασσα και στην Παλαιστίνη, όπου το κράτος του Ισραήλ δολοφονεί τον Παλαιστινιακό λαό. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος γενίκευσης της πολεμικής σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικές συμμαχίες: Από τη μια μεριά, την ευρωατλαντική, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και τη συμμετοχή των κρατών – μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ – παρά τις δεδομένες μεταξύ τους διαφωνίες και, από την άλλη μεριά, την υπό διαμόρφωση ευρασιατική, με επικεφαλής τη Ρωσία συνεπικουρούμενη από την Κίνα κ.ά., ενώ η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, παζαρεύει και με τις δύο πλευρές.

Η βαρβαρότητα της καπιταλιστικής κανονικότητας τροφοδοτεί την εργατική – λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στις κυβερνήσεις, γεγονός που καταγράφηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Στην Ελλάδα, επιβεβαιώθηκε το ρεύμα δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης απέναντι στα κυβερνητικά αστικά κόμματα. Τα αστικά επιτελεία προσπαθούν να διαμορφώσουν την απρόσκοπτη αστική κυβερνητική εναλλαγή, με την αναβάπτιση του πόλου της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ ανησυχούν για τη νέα τάση συσπείρωσης δυνάμεων με το ΚΚΕ.

Η άνοδος ακροδεξιών, εθνικιστικών, κρυπτοφασιστικών κομμάτων είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της δυσαρέσκειας από τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα, αλλά και των ελπίδων που καλλιεργήθηκαν από την αμαρτωλή σοσιαλδημοκρατία (η οποία έκανε καλύτερα τη βρώμικη δουλειά του κεφαλαίου για τη χειραγώγηση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων) και διαψεύστηκαν από την πολιτική που ακολούθησαν στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ και στην Ευρώπη η κυβέρνηση Ολάντ στη Γαλλία, Ρέντσι στην Ιταλία κ.λπ. Συνολικότερα, το αστικό πολιτικό σύστημα εμφανίζει δυσκολίες ενσωμάτωσης των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στα κυβερνητικά αστικά κόμματα, που συνδέονται με τη γενικότερη υποχώρηση του ευρωενωσιακού καπιταλισμού και συνολικότερα της ευρωατλαντικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας έναντι των ανταγωνιστών τους, που οδηγεί στην αδυναμία τους να χειραγωγούν και να ενσωματώνουν, με τους δοκιμασμένους στο παρελθόν τρόπους, τμήματα των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και να διαμορφώνουν κοινωνικές συμμαχίες με άλλα.

Πλαστοί και πραγματικοί κίνδυνοι για την καπιταλιστική εξουσία

Στην Ελλάδα, η στάση βιομηχάνων, τραπεζιτών, εφοπλιστών απέναντι στην Ελληνική Λύση και τη Φωνή Λογικής, αλλά αντίστοιχα και των Ευρωπαίων καπιταλιστών απέναντι στα κόμματα Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν στη Γαλλία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), τα Αδέλφια της Ιταλίας και την Ιταλίδα πρωθυπουργό Μελόνι αποδεικνύει ότι η καπιταλιστική εξουσία επιστρατεύει όλα τα μέσα, εν προκειμένω και τη λεγόμενη ακροδεξιά, άλλοτε ως εναλλακτική αστικής διακυβέρνησης, άλλοτε ως φόβητρο για την ενίσχυση της συναίνεσης των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στο υπάρχον αστικό πολιτικό σύστημα και άλλοτε και με τις δύο μορφές.

Η ευρωπαϊκή «ακροδεξιά» δεν είναι ενιαία, τα κόμματα που τη συναπαρτίζουν, προωθώντας αντίστοιχα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, εκφράζουν διαφορετικό προσανατολισμό στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (ένα τμήμα της, όπως τα Αδέλφια της Ιταλίας και η Μελόνι είναι προσηλωμένο στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και ένα άλλο, όπως η γερμανική AfD επιδιώκει τη διαμόρφωση στενότερων σχέσεων με τη Ρωσία) και διαφορετικές θέσεις στην εσωτερική πολιτική (το δεύτερο τμήμα ζητά λιγότερους εξοπλισμούς και ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας). Αυτό αποτελεί μια ακόμα απόδειξη για τον αστικό χαρακτήρα της «ακροδεξιάς», οι επιδιώξεις της οποίας κινούνται μέσα στα τείχη της καπιταλιστικής διαχείρισης. Τα «ακροδεξιά» κόμματα είναι κόμματα του κεφαλαίου και του καπιταλιστικού συστήματος. Οι διαφωνίες της «ακροδεξιάς» με άλλα αστικά κόμματα αφορούν την υιοθέτηση διαφορετικών μεθόδων για την επίτευξη του ίδιου τελικού σκοπού.

Εξίσου εξυπηρετική προς το σύστημα, σε βάρος των εργατικών – λαϊκών αναγκών και αποπροσανατολιστική είναι η συζήτηση και οι ενέργειες για την ανασυγκρότηση της «αριστεράς» ή της «κεντροαριστεράς» ή για ένα σύγχρονο «αριστερό λαϊκό μέτωπο» για την αντιμετώπιση της «ακροδεξιάς».

Ενα βασικό συμπέρασμα, που αναδεικνύεται από τη μελέτη της ιστορίας της προδικτατορικής, της δικτατορικής και της μεταδικτατορικής περιόδου, είναι ότι οι λεγόμενες ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις αποτελούν σάρκα από τη σάρκα του αστικού πολιτικού συστήματος και γι’ αυτό η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να γίνει μέσα από τη διαμόρφωση συμμαχιών του Κομμουνιστικού Κόμματος με άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις. Η επιδίωξη πολιτικής συμμαχίας ενός ΚΚ, με κοινό πρόγραμμα ή με μερικότερους στόχους, με αστικές πολιτικές δυνάμεις ή μόνο με δυνάμεις του ρεφορμισμού και οπορτουνισμού, στο όνομα της αντιμετώπισης μιας έκτακτης κατάστασης όπως της εκλογικής ανόδου της «ακροδεξιάς» (της εκτροπής από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ή σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης ή ιμπεριαλιστικού πολέμου κ.λπ.) συνεπάγεται για το ΚΚ ανάληψη ευθύνης συμμετοχής ή στήριξης αστικής κυβέρνησης, γενικά κυβέρνησης που δρα στο έδαφος του καπιταλισμού και διαχειρίζεται τα συμφέροντά του και ορισμένες φορές αντιμετωπίζει ενδεχόμενα αδιέξοδά του. Η συγκεκριμένη επιλογή – ακόμα και αν σε κάποιες περιπτώσεις έχει ως αφετηρία ουτοπικές αντιλήψεις – όπως έχει επανειλημμένως δείξει η ιστορική πείρα στρέφεται ενάντια στο εργατικό – λαϊκό κίνημα, γιατί δεν μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει σε οριστικές λύσεις στα σύγχρονα αιτήματα και τις διεκδικήσεις του, να ικανοποιήσει τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Φέρνει το ΚΚ σε αντιπαράθεση με τον επαναστατικό χαρακτήρα και τη στρατηγική του και τελικά κάθε άλλο παρά υπηρετεί την αντιμετώπιση της «ακροδεξιάς» ή του φασισμού. Αντίθετα, ταυτιζόμενο με τις δυνάμεις της καπιταλιστικής διαχείρισης, το ΚΚ επιτρέπει στα «ακροδεξιά» κόμματα να παρουσιάζονται ως δήθεν αντισυστημικά.

Αυτό αποδεικνύεται, πέρα από την εμπειρία της προδικτατορικής Ελλάδας, από την ιστορική πείρα των προπολεμικών κυβερνήσεων των Λαϊκών Μετώπων σε Γαλλία (όπου το Κοινοβούλιο που την ανέδειξε, έθεσε στη συνέχεια εκτός νόμου το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και αργότερα αναγνώρισε τη ναζιστική κατοχή και τη φιλοφασιστική κυβέρνηση του Βισύ) και Ισπανία, αλλά και από τις συνεχείς συνεργασίες του Γαλλικού ΚΚ με αστικές πολιτικές δυνάμεις που οδήγησαν στην κλιμάκωση της εκλογικής επιρροής της «ακροδεξιάς».

Μοναδική απάντηση στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα των ιμπεριαλιστικών πολέμων και της προσφυγιάς, των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων, της ανεργίας και της εξαθλίωσης είναι η διαμόρφωση της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τους βιοπαλαιστές αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους νέους και τις γυναίκες από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, που θα βάζει στο στόχαστρο την πραγματική ρίζα των προβλημάτων, τον πραγματικό τους εχθρό: Το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, τη σοσιαλιστική επανάσταση, την οικοδόμηση και την εδραίωση της σοσιαλιστικής εξουσίας, που θα αξιοποιεί τη θετική και αρνητική πείρα των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη διάρκεια του 20ού αιώνα, αποτελεί τη μόνη διέξοδο στα αδιέξοδα του καπιταλισμού και ταυτόχρονα τον αποδοτικότερο φόρο τιμής σε όσους αγωνίστηκαν για την ανατροπή της απριλιανής δικτατορίας, σε όσους διαχρονικά θυσιάστηκαν για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ

Ιούλης 2024».

Συνημμενα Αρχεια

PDF icon ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΣΕ ΕΓΧΡΩΜΗ ΜΟΡΦΗ

Πηγή : 902.gr

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟ ΑΤΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΑ «50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»

Παρουσία πλήθους κόσμου, παρά τον καύσωνα, πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Παρασκευής η εκδήλωση της Κομματικής Οργάνωσης Αττικής του ΚΚΕ με θέμα «50 χρόνια από την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», στον εμβληματικό χώρο του Πάρκου Ελευθερίας (πρώην ΕΑΤ – ΕΣΑ), με κεντρικό ομιλητή τον ΓΓ της ΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα.

Ακολούθησε μουσικό πρόγραμμα με τον Κώστα Θωμαΐδη, ενώ στον χώρο λειτουργούσε βιβλιοπωλείο της «Σύγχρονης Εποχής» με επίκαιρες εκδόσεις, το οποίο συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των παρευρισκόμενων.

Πριν την έναρξη της εκδήλωσης ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ κατέθεσε ένα μπουκέτο λουλούδια στο μνημείο έξω απ’ το κτίριο Κ5. Λουλούδια κατέθεσε και ο Γραμματέας του ΚΣ της ΚΝΕ, Θοδωρής Κωνσταντής.

Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει την ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στην εκδήλωση. Ρεπορτάζ από την υπόλοιπη εκδήλωση θα δημοσιευθεί στο φύλλο της Τρίτης 23 Ιούλη.

    

Παραμένουμε αλύγιστοι! Διδασκόμαστε, συνεχίζουμε και θα νικήσουμε!

Η ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα στην εκδήλωση

Φίλες και φίλοι

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

50 χρόνια πριν, στις 23 Ιουλίου 1974, και ενώ τουρκικός στρατός είχε εισβάλει στην Κύπρο, ο διορισμένος από τη χούντα «Πρόεδρος» και οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων συμφωνούσαν ότι δεν υπήρχε άλλη λύση από την παράδοση της διακυβέρνησης στις αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Είχε προηγηθεί σειρά γεγονότων, όπως η καταστολή του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου, που ματαίωσε τα σχέδια της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας, η πτώση του βιοτικού επιπέδου λόγω της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης του 1973, και τελικά το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή.

Ολα αυτά είχαν φθείρει τη δικτατορία σε ευρύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα, αλλά και απέναντι στους διεθνείς συμμάχους της χώρας.

Κάτω από τον φόβο μιας πιο ενεργής και αποφασιστικής παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα στις εξελίξεις, επιλέχθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως η καλύτερη επιλογή για την «επανεκκίνηση» του αστικού πολιτικού συστήματος, και έτσι συγκρότησε την κυβέρνηση της λεγόμενης «εθνικής ενότητας» στις 24 Ιουλίου 1974.

Η αλλαγή στη διακυβέρνηση, αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε «μεταπολίτευση», υπήρξε προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στην ηγεσία της χούντας από τη μια και τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, τους αστούς πολιτικούς ηγέτες από την άλλη, προκειμένου να συνεχίσουν να εξυπηρετούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα γενικότερα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και χωρίς να διαταραχθούν οι διεθνείς συμμαχίες της.

Το ΚΚΕ ήταν το κόμμα που έδωσε στον αντιδικτατορικό αγώνα τις περισσότερες θυσίες

Η επέτειος αυτών των ημερών, πάνω απ’ όλα, φέρνει στη σκέψη μας όλους και όλες που έχασαν τη ζωή τους στα δύσκολα χρόνια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας.

Τους ανθρώπους που βασανίστηκαν, εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν ή με άλλους τρόπους διώχτηκαν από τη χούντα και γενικά από την κρατική καταστολή.

Το Κόμμα μας τιμά εκείνους και εκείνες που είχαν συμβολή στον λαϊκό αγώνα με οποιονδήποτε τρόπο.

Είμαστε περήφανοι που το ΚΚΕ ήταν το κόμμα που έδωσε στον αντιδικτατορικό αγώνα τις περισσότερες θυσίες.

Χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες στάθηκαν αλύγιστοι στις εξορίες και στις φυλακές, στα στρατοδικεία και στην παρανομία μέσα στην Ελλάδα, αλλά και πρόσφυγες σε χώρες του εξωτερικού.

Το παράδειγμα της αλύγιστης στάσης τους είναι επίκαιρο και σήμερα, παρόλο που σήμερα δεν υπάρχουν εξορίες και βασανιστήρια με την τότε μορφή.

Υπάρχει όμως πάντα η επιδίωξη του αντιπάλου να αποσπάσει την περιβόητη «δήλωση», την υποχώρηση, τον συμβιβασμό.

Και αν δεν την θέλει γραμμένη στο χαρτί, με την τότε μορφή, σίγουρα σήμερα τη θέλει στο μυαλό, στη συνείδηση, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων.

Προσπαθεί με το ζόρι να «σφηνώσει» την ιδέα ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι αιώνια, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική και ότι οι θυσίες του αγώνα είναι μάταιες.

Το σύνθημα που φωνάζουμε τέτοιες μέρες, «Ούτε σε ξερονήσια ούτε σε φυλακές, ποτέ τους δεν λυγίσανε οι κομμουνιστές», δηλώνει ότι θα μείνουμε αλύγιστοι και σήμερα, ότι το Κόμμα μας δεν θα συνθηκολογήσει, δεν θα προσκυνήσει ποτέ τη σάπια εξουσία και τις ιδέες τους, τους συμμάχους τους, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, δεν θα γίνει μια απλή συνιστώσα αυτού του διεφθαρμένου αστικού πολιτικού συστήματος, όπως πολλοί θα ήθελαν.

Η δικτατορία της 21ης Απρίλη ήταν η προέκταση των χαρακτηριστικών και των αδιεξόδων του αστικού πολιτικού συστήματος όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, το 1949, και τη σχετική σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας.

Αποτέλεσε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τέτοιες αντιθέσεις, όπως με την κατάργηση του αναχρονισμού των δύο κέντρων εκτελεστικής εξουσίας, του βασιλιά από τη μία – που ήταν και αρχηγός του στρατού – και της αστικής κυβέρνησης από την άλλη, τσακίζοντας τον λαό και το κίνημά του.

Η ομάδα των πραξικοπηματιών είχε εκκολαφτεί στο πλαίσιο των μηχανισμών του μεταπολεμικού κράτους και του αστικού στρατού, αλλά και του ΝΑΤΟ.

Ο αντικομουνισμός ήταν το ιδεολογικό στοιχείο που τους συνένωνε όλους αυτούς.

Είχε αναπτύξει πολύμορφους δεσμούς με την εγχώρια αστική τάξη και εκπροσώπους του αστικού πολιτικού συστήματος.

Διέθετε διασυνδέσεις με τις εγχώριες και ξένες μυστικές υπηρεσίες και ειδικότερα με αυτές των ΗΠΑ.

Η δικτατορία πήρε άμεσα μέτρα υπέρ του κεφαλαίου, όπως και κάθε αστική κυβέρνηση.

Βασικό στοιχείο της εξωτερικής της πολιτικής ήταν η στενή συμμαχία και η εξυπηρέτηση των επιδιώξεων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, κάτι που ίσχυε φυσικά και για τις προηγούμενες πριν το 1967 και τις επόμενες κυβερνήσεις μετά το 1974.

Η δικτατορία αποτέλεσε γέννημα και μορφή της ίδιας της μεταπολεμικής αστικής εξουσίας στην Ελλάδα

Οσοι όμως επιμένουν, 57 χρόνια μετά, να εμφανίζουν τους πραξικοπηματίες αποκλειστικά και μόνο ως πιόνια ξένων δυνάμεων, το μόνο που επιδιώκουν είναι να παραπλανούν και να απενοχοποιούν επί της ουσίας τόσο τους ίδιους τους εγκληματίες, βασανιστές και δολοφόνους του ελληνικού λαού, όσο και τα εγχώρια μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που τους στήριξαν και στηρίχθηκαν από αυτούς.

Ταυτόχρονα, εκτός από τις ΗΠΑ η δικτατορία προσπάθησε να εμβαθύνει τις σχέσεις με τις χώρες της ΕΟΚ, να συνεχίσει τη διαδικασία σύνδεσης που είχε ήδη ξεκινήσει και ολοκληρώθηκε μετά, με την ένταξη της χώρας, από την κυβέρνηση της ΝΔ το 1979.

Η δικτατορία αποτέλεσε γέννημα και μορφή της ίδιας της μεταπολεμικής αστικής εξουσίας στην Ελλάδα.

Στηρίχτηκε για να αντιμετωπίσει την κρίση του σάπιου αστικού πολιτικού συστήματος, χρησιμοποιώντας ανοιχτά κατασταλτική και αντικομουνιστική παρέμβαση και, επί της ουσίας, προετοίμασε την επάνοδο μιας πιο προσαρμοσμένης για την περίοδο αυτή αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Οπωσδήποτε δεν είχαν όλοι κοινή αντίληψη για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να τελειώσει η δικτατορία.

Οπως και σήμερα, έτσι και τότε δύο λογικές συγκρούονταν: Η μία ήταν αυτή της αναμονής λύσεων από τα «πάνω», από κάποιους σωτήρες, με τον λαό σε ρόλο θεατή. Η άλλη ήταν αυτή που έβλεπε τον λαϊκό παράγοντα ως πρωταγωνιστή των εξελίξεων και συμπυκνώνεται στο σύνθημα «Μόνο ο λαός σώζει τον λαό».

Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις έβλεπαν την απομάκρυνση της δικτατορίας ως αποτέλεσμα μιας συμφωνίας κορυφών, σε συνεννόηση και με βοήθεια και πρωτοβουλίες και των διεθνών συμμάχων, και γι’ αυτό ελάχιστα ή καθόλου συμμετείχαν στην αντιδικτατορική δράση.

Αντίθετα, περισσότερο ανησυχούσαν για τη δράση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και σε ορισμένες περιπτώσεις την καταδίκαζαν, όπως έκαναν και με τα αγωνιστικά συνθήματα του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου.

Το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα που δεν συμμετείχε και καταδίκασε ανοιχτά τα σχέδια «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας, στήριζε την επιδίωξη ανατροπής της, στον οργανωμένο αγώνα του εργατικού – λαϊκού παράγοντα, με όλες τις μορφές πάλης.

Κι αυτό παρόλο που η δικτατορία το βρήκε ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ανέτοιμο, κυρίως λόγω της μεγάλης εσωκομματικής κρίσης που το διέτρεχε από το 1958 έως τη διάσπασή του το 1968.

Η κρίση εκείνη ήταν αποτέλεσμα λαθών και αντιφάσεων στη στρατηγική του στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, που συνδεόταν με αντίστοιχες αδυναμίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αλλά και των δύσκολων συνθηκών που αντιμετώπισε μετά την ήττα του ΔΣΕ.

Το αποκορύφωμα ήταν το θεμελιακό λάθος της διάλυσης των Κομματικών Οργανώσεων και της ένταξης των κομματικών μελών στην ΕΔΑ.

Με τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας, τον Φλεβάρη του 1968, εξασφαλίστηκε η οργανωτική συνέχεια του ΚΚΕ και ξεκίνησε η προσπάθεια εκ νέου συγκρότησης Κομματικών Οργανώσεων.

Ιδρύθηκε η ΚΝΕ και επανακυκλοφόρησε ο παράνομος κομματικός Τύπος.

Αυτές οι αποφάσεις έδωσαν πνοή και ώθηση στην αντιδικτατορική δράση.

Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ, παρά τις αδυναμίες που δεν ξεπεράστηκαν πλήρως, αντέταξαν την πιο μαζική, οργανωμένη και σταθερή σε διάρκεια αντίσταση στη χούντα.

Την πρώτη περίοδο της δικτατορίας η δράση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, ακόμα κι όταν δεν ήταν μαζική, ήταν σημαντική, για να δημιουργήσει ρήγμα στο κλίμα τρομοκρατίας και ηττοπάθειας.

Η ηρωική στάση πολλών μελών και στελεχών του ΚΚΕ στην ανάκριση, στα βασανιστήρια, στα στρατοδικεία, ενίσχυε ηθικά και ιδεολογικά το κίνημα, όταν όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και η χούντα φάνταζε ανίκητη.

Χρειάστηκε να περάσει αρκετός χρόνος μέχρι να εκδηλωθούν τα πρώτα μαζικά σκιρτήματα αντίδρασης, κυρίως σε χώρους φοιτητών και σπουδαστών.

Πρωτοπόρα ήταν η παρέμβαση και η συμβολή του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στους μεγαλύτερους αγώνες που αναπτύχθηκαν με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης του 1973, φτάνοντας στην κατάληψη της Νομικής και στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, όπου οι φοιτητές ενώθηκαν με τους εργάτες και άλλους βιοπαλαιστές.

Μετά από την κατάρρευση της δικτατορίας, το ΚΚΕ πήρε άμεσα μέτρα για την ντε φάκτο νομιμοποίησή του, χωρίς να περιμένει κανέναν να το «νομιμοποιήσει», όπως λέγεται συχνά.

Πριν από την επίσημη νομιμοποίηση του Κόμματος, τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου και ο Γραμματέας του Κόμματος, Χαρίλαος Φλωράκης, επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Το ΚΚΕ άνοιξε γραφεία στην Αθήνα και εξέδωσε εφημερίδα, ξεκινώντας μια νέα περίοδο στην ηρωική του Ιστορία, μετά από 27 χρόνια παρανομίας και διωγμών.

Ο αστικός κοινοβουλευτισμός δεν αναιρεί τον ταξικό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του κράτους

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την ονομαζόμενη «μεταπολίτευση», οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος μιλούν για την «πιο μακρόχρονη και πληρέστερη δημοκρατία».

Χρησιμοποιούν γενικόλογες αναφορές για τη «φιλελεύθερη δημοκρατία», το «δημοκρατικό τόξο», το «κράτος δικαίου», με σκοπό να συσκοτίσουν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα, τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος που βρίσκεται σε παρακμή και προχωρημένη σήψη, τον ταξικό χαρακτήρα και του σημερινού κράτους.

Οπωσδήποτε, το αστικό πολιτικό σύστημα μετά το 1974 δεν ήταν και δεν είναι πανομοιότυπο με αυτό που υπήρχε πριν το 1967.

Προφανώς είχε απαλλαγεί από τα αδιέξοδα του θεσμού της βασιλείας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των αστών πολιτικών είχε «αναβαπτιστεί» στη συνείδηση λαϊκών δυνάμεων.

Μεθοδικά είχε προετοιμαστεί η εμφάνιση κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ, με δυνατότητα απορρόφησης δυνάμεων που είχαν αναφορές στο ΕΑΜ.

Το δίπολο ΕΡΕ – Ενωση Κέντρου, που υπήρχε πριν, αντικαταστάθηκε με το νέο δίπολο, ΝΔ – ΠΑΣΟΚ.

Ολα τα προηγούμενα διευκόλυναν μια νέα μαζική ενσωμάτωση εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.

Παράλληλα, δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί η ίδια η υποχώρηση του ωμού αντικομουνισμού, καθώς και μια σειρά ριζοσπαστικά αιτήματα που το εργατικό – λαϊκό κίνημα είχε προβάλει στη διάρκεια της δικτατορίας και είχε ματώσει γι’ αυτά, με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές.

Τα αστικά κόμματα ήταν υποχρεωμένα να πάρουν υπόψη τους τα τότε δεδομένα:

Από τη μια μεριά, τη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού και την πορεία ενσωμάτωσης της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Και από την άλλη, μια ορισμένη ανάπτυξη της αντιιμπεριαλιστικής – αντιμονοπωλιακής συνείδησης, τη νέα δυναμική των εργατικών, λαϊκών και νεολαιίστικων αγώνων, την επιρροή του ΚΚΕ και του τότε σοσιαλιστικού συστήματος.

Τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν αναιρούν το βασικό συμπέρασμα, που απέδειξε και η Ιστορία της «μεταπολίτευσης»:

Οτι ο αστικός κοινοβουλευτισμός σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τον ταξικό – εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του κράτους και συνολικά αυτής της κοινωνίας.

Μόνο τα τελευταία χρόνια, το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, το ξήλωμα εργατικών – λαϊκών κατακτήσεων, η ένταση της καταστολής και του αυταρχισμού, η περαιτέρω προσαρμογή της χώρας στους επιθετικούς στόχους των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, τα κρατικά εγκλήματα, όπως αυτό των Τεμπών και τόσα άλλα, αποτελούν αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι το «δημοκρατικό» ή «κοινωνικό» αστικό κράτος δεν είναι υπεράνω των τάξεων.

Αντίθετα, αποτελεί όργανο επιβολής της θέλησης της κυρίαρχης τάξης, αξιοποιώντας πότε το «μαστίγιο» και πότε το «καρότο».

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, πετάγεται από τις κυβερνήσεις στο «καλάθι των αχρήστων» ακόμα και το ίδιο το αστικό Σύνταγμα, όταν προβλέψεις του βρίσκονται σε αντίθεση με διάφορες στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου.

Αυτό έγινε κατά κόρον την περίοδο των μνημονίων, αλλά και πρόσφατα, από την κυβέρνηση της ΝΔ, για να περάσει ο νόμος ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ, παρακάμπτοντας το άρθρο 16 του Συντάγματος.

Ολα τα παραπάνω, κατά την άποψή μας, δεν συνιστούν κάποια «προδοσία των αξιών της μεταπολίτευσης», όπως διατυμπανίζεται από κάποιους. Αποτελούν απλά προσαρμογή στις σημερινές ανάγκες του κεφαλαίου, οι οποίες είναι σχετικά διαφορετικές από τη δεκαετία του ’70.

Σήμερα είναι γενική και κοινή πεποίθηση στις λαϊκές συνειδήσεις ότι πολλά δεν έγιναν όλα αυτά τα 50 χρόνια.

Ομως, όλα όσα δεν έγιναν αυτά τα 50 χρόνια δεν ήταν μόνο ή κυρίως αποτέλεσμα κάποιων παραλείψεων, άστοχων επιλογών ή μιας κακής διαχείρισης, όπως ισχυρίζονται.

Ηταν η λογική κατάληξη της ταξικής φύσης και αποστολής της ίδιας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Ηδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μια σειρά παραχωρήσεις προς τις λαϊκές δυνάμεις άρχισαν να παίρνονται πίσω, αποδεικνύοντας πως οι οποιεσδήποτε κατακτήσεις του εργατικού – λαϊκού κινήματος στο έδαφος της καπιταλιστικής εξουσίας είναι πάντα προσωρινές και υπό αίρεση.

Το 1980, επί κυβέρνησης ΝΔ, έληξε η περίοδος αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η οποία είχε πραγματοποιηθεί μετά την πτώση της δικτατορίας, ενώ νωρίτερα η Ελλάδα έγινε και πλήρες μέλος της ΕΟΚ.

Στη συνέχεια, η αρχική κριτική του ΠΑΣΟΚ προς την ΕΟΚ εγκαταλείφθηκε στην πράξη, την πρώτη κιόλας περίοδο της διακυβέρνησής του, όπως και το αίτημα της απόσυρσης των αμερικανικών βάσεων.

Μια σειρά μισθολογικές παραχωρήσεις της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ, 1981 – 1985, αντισταθμίστηκαν από το πρώτο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα», ενώ η πρόσφατα, τότε, νομικά κατοχυρωμένη λειτουργία των συνδικάτων καταπατήθηκε από το πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ το 1985.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έληξε η πρώτη 15ετής περίοδος εναλλαγής πιο σταθερών, αυτοδύναμων κυβερνήσεων.

Ας μας επιτραπεί και η εξής αναφορά για εκείνη την περίοδο, που έχει προεκτάσεις και στο σήμερα.

Το ΚΚΕ τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αντιμετώπισε το ΠΑΣΟΚ κάτω από την επίδραση της λαθεμένης στρατηγικής του και της αποδοχής μιας ενδιάμεσης εξουσίας – ανάμεσα στην καπιταλιστική και την εργατική – ουσιαστικά ως κυβέρνησης «αντιμονοπωλιακών», «προοδευτικών», «αριστερών» κ.λπ. δυνάμεων στο έδαφος του καπιταλισμού.

Υιοθέτησε τον τεχνητό διαχωρισμό των αστικών κομμάτων, από τη μια «πρόοδος – δημοκρατία», από την άλλη «συντήρηση – δεξιά».

Η κριτική προς το ΠΑΣΟΚ κυρίως περιοριζόταν στην απόσταση των λόγων από τα έργα, ή στην αρνητική του στάση να δεχτεί συνεργασία με το ΚΚΕ.

Ετσι, όμως, έμενε στο απυρόβλητο ο ίδιος ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας, κι αυτό ενώ το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη αναδειχθεί σε δύναμη αντιλαϊκής διαχείρισης.

Η παραπάνω οπτική συμπληρώθηκε με τη θέση του Κόμματος για τη δημιουργία του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», στο όνομα της «ενότητας της αριστεράς».

Το ΚΚΕ βγάζει συμπεράσματα από την ηρωική Ιστορία του και ξέρει πια να αποφεύγει τις παγίδες

Η αντίληψη που υπήρξε στο Κόμμα μας, ότι δεν ήταν θέμα αρχής η μη συμμετοχή του σε αστική κυβέρνηση, αν επρόκειτο να συμβάλει στην αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης, οδήγησε επίσης στις λαθεμένες επιλογές της τρίμηνης συγκυβέρνησης του Συνασπισμού – και όχι μόνο του ΚΚΕ όπως λένε διάφοροι – με τη ΝΔ το 1989, στο όνομα της μη παραγραφής των σκανδάλων τότε και μετά της οικουμενικής κυβέρνησης με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.

Ορισμένοι, μάλιστα, εγκαλούν το ΚΚΕ επειδή δεν έχει την ίδια στάση και σήμερα, επειδή το ΚΚΕ βγάζει συμπεράσματα από την ηρωική Ιστορία του και ξέρει πια να αποφεύγει τις παγίδες.

Αλλωστε, η μακρόχρονη Ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος δεν επιβεβαίωσε πουθενά ότι η παραπάνω στρατηγική μπορεί να ανοίξει τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό ή έστω να συμβάλει στον απεγκλωβισμό και τη χειραφέτηση εργατικών – λαϊκών δυνάμεων που ακολουθούν τη σοσιαλδημοκρατία.

Αντίθετα, περιέχει άφθονες αποδείξεις ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την καθαρή αποκάλυψη του χαρακτήρα της και την ιδεολογική – πολιτική διαπάλη μαζί της, όπως άλλωστε και με κάθε αστική πολιτική δύναμη.

Η πορεία του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν κυρίως ζήτημα «ασυνέπειας» και «διάβρωσης από την εξουσία», αλλά συνειδητής επιλογής να γίνει ο σωσίβιος πόλος στο αστικό πολιτικό σύστημα, με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από άλλους, στη χειραγώγηση λαϊκών δυνάμεων.

Οπως ήταν λογικό, όμως, αυτή η αποτελεσματικότητα μειώθηκε με την πάροδο των χρόνων, εξαιτίας κυρίως των διαδοχικών διαψεύσεων των ελπίδων που καλλιεργούσε κάθε φορά στον λαό.

Δεν είναι, όμως, μόνο αυτός ο λόγος: Η διαφορετική φάση στην οποία βρίσκεται σήμερα το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα έχει περιορίσει δραματικά τη δυνατότητα για παραχωρήσεις, για εκτεταμένη κρατική παρέμβαση, αυτό που αποκαλούν ακόμα κάποιοι ως «κοινωνικό κράτος».

Εχει μειώσει τα περιθώρια για την υλική ενσωμάτωση λαϊκών δυνάμεων και την εξαγορά με αυτόν τον τρόπο ενός τμήματός τους.

Γι’ αυτό, αν χρειάστηκαν 20 χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για να αποκαλυφθεί ο ρόλος του και να το εγκαταλείψουν μαζικά οι εργαζόμενοι που το ακολουθούσαν, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό πήρε μόλις 4,5 χρόνια διακυβέρνησης και άλλα 4 χρόνια συναινετικής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Εκεί βρίσκεται η ρίζα των σημερινών προβλημάτων της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, που αποτυπώνονται και στα διάφορα ευτράπελα και εκφυλιστικά που παρακολουθούμε τις τελευταίες βδομάδες σε όλα αυτά τα κόμματα.

Σε συνθήκες ιδεολογικού ορυμαγδού, το ΚΚΕ ανέλαβε μεγάλα και σύνθετα καθήκοντα

Οι αντεπαναστατικές ανατροπές της περιόδου 1989-1991 αποτέλεσαν ένα κοσμοϊστορικής σημασίας, αλλά κατά την άποψή μας, ιστορικά προσωρινό πισωγύρισμα.

Εθεσαν, από τα πράγματα, στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα νέα, πιο σύνθετα και μεγάλα καθήκοντα.

Το ΚΚΕ τόλμησε να τα αναλάβει. Μέσα στις συνθήκες του ιδεολογικού ορυμαγδού για το «τέλος της Ιστορίας», που αποτέλεσε «κοινό τόπο» τόσο των παραδοσιακών αστικών κομμάτων, όσο και των «μεταλλαγμένων» μετά το 1991 «αριστερών», «κομμουνιστικών» κ.λπ., έπρεπε να βρεθεί το κουράγιο για μια ιστορική αποτίμηση, τόσο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, όσο και της πορείας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.

Μακριά από τον μηδενισμό, αλλά και μακριά από την ωραιοποίηση.

Επρεπε να χαραχτεί επαναστατική στρατηγική και Πρόγραμμα, να δοθεί βάρος στην ανασύνταξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος, να κατακτηθεί από το Κόμμα η ικανότητα εξειδίκευσης της πολιτικής γραμμής του στα κινήματα, με βάση τη στρατηγική του.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν αποφασιστική η συμβολή συσπειρώσεων, όπως του ΠΑΜΕ, στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, στη βελτίωση των συσχετισμών στα συνδικαλιστικά όργανα.

Τα θετικά αποτελέσματα που βλέπουμε σήμερα να πληθαίνουν και να σταθεροποιούνται, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη ιστορική πρωτιά της παράταξης που στηρίζει το ΚΚΕ στην Ομοσπονδία των Δασκάλων και Νηπιαγωγών, η αλλαγή πορείας σε μια σειρά Εργατικά Κέντρα σε όλη τη χώρα τα τελευταία χρόνια, είναι οι καρποί μιας κοπιαστικής προσπάθειας δεκαετιών. Και μόνο δεδομένα δεν ήταν.

Από την άλλη, και το ίδιο το αστικό πολιτικό σύστημα μπόρεσε να ξεπεράσει, έστω προσωρινά, τους σκοπέλους της αμφισβήτησής του και να συνεχιστεί η ομαλή εναλλαγή αυτοδύναμων αστικών κυβερνήσεων μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, έως και τη δεκαετή καπιταλιστική οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2009.

Τότε αμφισβητήθηκε και πάλι η δυνατότητα των αστικών κομμάτων να αποσπούν τη συναίνεση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.

Από τις εκλογές του 2009 και την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, ακολούθησαν τα επαίσχυντα μνημόνια, τα οποία διαχειρίζονταν εναλλασσόμενες κυβερνήσεις συνεργασίας με τη συμμετοχή της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και άλλων μικρότερων σχηματισμών, που εμφανίστηκαν ως διάττοντες αστέρες στην πολιτική σκηνή συμπληρωματικά και κάπως έτσι εξαφανίστηκαν και συνεχίζουν ακόμα, όπως εμφανίζονται έτσι και να εξαφανίζονται.

Τα ιδεολογήματα περί «γενιάς της μεταπολίτευσης» που δήθεν «έζησε πάνω από τις δυνατότητες της χώρας» θέλουν να ενοχοποιήσουν τον λαό

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε το 2012 να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της σοσιαλδημοκρατίας, να λειτουργήσει ως νέο ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση εργατικών – λαϊκών δυνάμεων για τη συσπείρωσή τους με το ΚΚΕ, αναβαπτίζοντας τις αυταπάτες της «αριστερής» διακυβέρνησης, γενικότερα δηλαδή μιας φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού.

Η διάψευση ήταν άμεση και πικρή. Η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ (2015 – 2019) οδήγησε σε νέες απώλειες λαϊκών δικαιωμάτων και συρρίκνωση του εισοδήματος προκειμένου να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του, εξέλιξη λογική και αναμενόμενη, για την οποία το ΚΚΕ είχε προειδοποιήσει και σχετικά έγκαιρα προετοιμάσει τον ελληνικό λαό.

Από το 2019 μέχρι σήμερα, οι κυβερνήσεις της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κυρ. Μητσοτάκη διαχειρίζονται τη φάση της οικονομικής ανάκαμψης.

Ομως, όσο κι αν η ΝΔ προπαγανδίζει ότι η χώρα επανήλθε στην κανονικότητα, αυτή η κανονικότητα συνοδεύεται από συνεχή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων με την ακρίβεια, την αύξηση της φορολογίας στον λαό, τη διάλυση των υπολειμμάτων της δημόσιας Υγείας και Παιδείας και των υποδομών τους.

Το κυριότερο: Συνοδεύεται από τη συνολικότερη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις δυνατότητες που προσφέρει σήμερα η παραγωγή για την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών του λαού και της νεολαίας και στον βαθμό που αυτές όντως καλύπτονται.

Μιλάμε για όλα εκείνα τα σύγχρονα αδιέξοδα που συναντούν στη ζωή τους ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι και τους κάνουν να νιώθουν ότι ζουν χειρότερα από τους γονείς τους.

Και τι απαντούν οι πολιτικά υπεύθυνοι για αυτήν την κατάσταση; «Φταίνε οι γονείς σας! Φταίνε τα δικαιώματα που κάποτε υπήρχαν και δεν πρέπει να διεκδικείτε να επανέλθουν, πολύ περισσότερο να διευρυνθούν».

Εκεί ακριβώς αποσκοπούν τα ιδεολογήματα περί «γενιάς της μεταπολίτευσης» που δήθεν «έζησε πάνω από τις δυνατότητες της χώρας» και οδήγησε στην κρίση και στις σημερινές δυσκολίες.

Θέλουν να ενοχοποιήσουν τον λαό και να αφήσουν, όπως πάντα, στο απυρόβλητο εκείνους που και πριν τη δικτατορία και κατά τη διάρκειά της και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και σήμερα ζουν πάρα πολύ πιο πάνω από αυτό που προσφέρουν οι ίδιοι στην κοινωνία, που είναι το απόλυτο τίποτα…

Αυτοί, όμως, δεν ήταν ποτέ η εργατική τάξη, οι φτωχοί αγρότες, οι βιοπαλαιστές αυτοαπασχολούμενοι. Ηταν πάντα οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι, οι μεγαλέμποροι και οι κάθε λογής «επενδυτές».

Τα δικά τους κέρδη είναι που σπάνε και σήμερα διαρκώς και νέα ρεκόρ, προετοιμάζοντας την επόμενη καπιταλιστική οικονομική κρίση, το φάντασμα της οποίας πλανάται ήδη πάνω από την Ευρώπη.

Η βαρβαρότητα της καπιταλιστικής «κανονικότητας» τροφοδοτεί την εργατική – λαϊκή δυσαρέσκεια

Ταυτόχρονα, η χώρα μας εμπλέκεται σε δύο ιμπεριαλιστικούς πολέμους, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, ενώ υπάρχει πάντα ο κίνδυνος γενίκευσης της πολεμικής σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικές συμμαχίες:

– Την ευρωατλαντική, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και τη συμμετοχή των κρατών – μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

– Και την ευρασιατική, με επικεφαλής την Κίνα και τη Ρωσία, η οποία βρίσκεται εν μέρει ακόμα υπό διαμόρφωση.

Αυτό αποδεικνύουν και οι αποφάσεις της πρόσφατης συνόδου του ΝΑΤΟ, στην οποία είδαμε τον κ. Μητσοτάκη, σε ρόλο ΝΑΤΟικού πρωτοπαλίκαρου, να μαλώνει εκείνες τις χώρες που δεν πιάνουν τους στόχους των πολεμικών δαπανών και να μιλάει για την ανάγκη αυτές να αυξηθούν ακόμη περισσότερο και να υπάρξει ένα αντίστοιχο «Ταμείο Ανάκαμψης» για τις πολεμικές δαπάνες της ΕΕ.

«Ούτε φωνή ούτε ακρόαση», βέβαια, για αυτά από την κατά τα άλλα λαλίστατη σοσιαλδημοκρατία των Κασσελάκη – Ανδρουλάκη ή από τον δήθεν «φιλειρηνιστή» Βελόπουλο…

Ταυτόχρονα, βλέπουμε να ανακυκλώνονται επικίνδυνες θέσεις, που διαιωνίζουν τις συνέπειες της εισβολής και κατοχής στην Κύπρο και προωθούν τη διχοτόμηση, με την προσέγγιση των δύο συνιστώντων κρατών.

Οι σχεδιασμοί αυτοί έχουν στόχο να αξιοποιηθεί η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου στον ανταγωνισμό του ευρωατλαντικού μπλοκ με τη Ρωσία, σε συνθήκες που οι αντιθέσεις οξύνονται επικίνδυνα.

Ολη αυτή η βαρβαρότητα της καπιταλιστικής «κανονικότητας» είναι που τροφοδοτεί την εργατική – λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στις κυβερνήσεις, γεγονός που καταγράφηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές.

Στην Ελλάδα επιβεβαιώθηκε ως έναν βαθμό ένα ρεύμα δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης απέναντι στα κυβερνητικά αστικά κόμματα.

Η καπιταλιστική εξουσία επιστρατεύει όλα τα μέσα για να ανανεώνει τη συναίνεση εργατικών – λαϊκών δυνάμεων

Τα αστικά επιτελεία στη χώρα μας αγωνίζονται για την απρόσκοπτη αστική κυβερνητική εναλλαγή, για την αναβάπτιση του πόλου της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ ανησυχούν για τη νέα τάση συσπείρωσης δυνάμεων με το ΚΚΕ.

Επιδιώκουν και εντείνουν τις προσπάθειες για την ανασύσταση του δεύτερου εναλλακτικού πόλου αστικής διακυβέρνησης.

Η άνοδος ακροδεξιών, εθνικιστικών, κρυπτοφασιστικών κομμάτων είναι η άλλη όψη όχι μόνο της δυσαρέσκειας από τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα, αλλά και από την πολιτική που ακολούθησαν τα κόμματα της αμαρτωλής σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αφού έχει δεχθεί πλήγμα η δυνατότητά τους να ενσωματώνουν εργατικές – λαϊκές δυνάμεις με δήθεν «αριστερά συνθήματα» στη γραμμή της ΕΕ, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, του ΝΑΤΟ και των ιμπεριαλιστικών πολέμων.

Τέτοια κόμματα έχουν μάλιστα το θράσος να παρουσιάζονται ως αντισυστημικά, όμως το σύστημα έχει άλλη γνώμη…

Η στάση των εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, απέναντί τους, ένα πράγμα αποδεικνύει:

Η καπιταλιστική εξουσία επιστρατεύει όλα τα μέσα, μέχρι και την επάρατη «ακροδεξιά», άλλοτε ως συμπληρωματική εναλλακτική διακυβέρνησης, άλλοτε ως «μπαμπούλα», για να ανανεώνει τη συναίνεση εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στο υπόλοιπο αστικό πολιτικό σύστημα και το προσωπικό του. Αλλοτε φυσικά χρησιμοποιεί και τις δύο μορφές.

Αυτό παρακολουθούμε να συμβαίνει σε όλο του το μεγαλείο αυτή την περίοδο στη Γαλλία, στην οποία πολλοί και στη χώρα μας είδαν το απόλυτο παράδειγμα προς αντιγραφή, μήπως και καταφέρουν να κοροϊδέψουν πάλι τους εργαζόμενους που τους εγκαταλείπουν εδώ στην Ελλάδα.

Να απεγκλωβιστούν εργατικές – λαϊκές δυνάμεις από αυταπάτες για «σωτήρες» εντός των τειχών της καπιταλιστικής εξουσίας

Φίλες και φίλοι,

Το ΚΚΕ επιμένει να βλέπει τη διέξοδο μέσα από:

– την αποφασιστική παρέμβαση των λαών στις εξελίξεις,

– την ανασύνταξη του κινήματός τους και

– την αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας, όποια μορφή κι αν αυτή παίρνει.

Αυτά που πρέπει να γίνουν τα επόμενα χρόνια είναι όλα όσα δεν έγιναν τα προηγούμενα 50 χρόνια.

Κυρίως οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις να απεγκλωβιστούν από τις αυταπάτες για την εύρεση «σωτήρων» και «σωτηρίας» εντός των τειχών της καπιταλιστικής εξουσίας, όπως και από την αναζήτηση κάποιου, όπως αποδεικνύεται, ανύπαρκτου «μικρότερου κακού», μεταξύ των πολιτικών εκπροσώπων των εκμεταλλευτών τους.

Στα 50 χρόνια που πέρασαν γνωρίσαμε πολλές εναλλαγές κυβερνήσεων, ζήσαμε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης και καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.

– Αποδείχθηκε ότι η εργατική τάξη και τα φτωχά – λαϊκά στρώματα πληρώνουν και στην περίοδο της ανάπτυξης και στην περίοδο της κρίσης.

– Αποδείχθηκε πως οι όποιες παραχωρήσεις αποσπούν οι εργαζόμενοι στο έδαφος του καπιταλισμού είναι προσωρινές. Οι ανάγκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν πλήρως και με μόνιμο τρόπο αν δεν αλλάξει η τάξη στην εξουσία.

Περισσότερο από έναν αιώνα τίθενται από το σύστημα ψεύτικα διλήμματα στον λαό, για να τα κάνει αυτός δική του υπόθεση.

– Πριν τη δικτατορία του 1967, ο σοσιαλισμός θεωρούνταν ανεπίκαιρος, διότι το ζήτημα ήταν να λειτουργήσει καλά η δημοκρατία.

– Στη διάρκεια της δικτατορίας προείχε η ανάγκη να συνενωθούν τάχα οι δημοκρατικές δυνάμεις για να την ανατρέψουν.

– Μετά τη δικτατορία τέθηκε ως ανάγκη η στερέωση της δημοκρατίας.

– Και αφού πέρασαν μερικά χρόνια, το δίλημμα που ετίθετο στον λαό ήταν να φύγει η Δεξιά.

– Αργότερα, ο σοσιαλισμός κατέστη και πάλι ανεπίκαιρος, λόγω μνημονίων. Τώρα, για να σταθεροποιηθεί η ανάπτυξη ή για να φύγει πάλι η δεξιά του Μητσοτάκη και μετά βλέπουμε…

Κάθε φορά ο ρεαλισμός της υποταγής, ιδιαίτερα τις τελευταίες 3 δεκαετίες στο πλαίσιο του αρνητικού διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, τίθεται ως απαγορευτικός παράγοντας για να συνειδητοποιήσει και να δοκιμάσει η εργατική τάξη την πραγματική δύναμή της.

Κι όμως, ο δήθεν «ρεαλισμός» τους πάντα αποδεικνύεται αδιέξοδος, τα διλήμματά τους κάθε φορά διαψεύδονται.

Αποδεικνύεται ότι μοναδική απάντηση στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα είναι η διαμόρφωση μιας μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφικής συμμαχίας, που θα προσανατολίζεται από τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και θα στοχεύει ενάντια στη ρίζα των προβλημάτων, στον πραγματικό εχθρό τους, το σύστημα αυτό της σύγχρονης βαρβαρότητας.

Δίνουμε όλες μας τις δυνάμεις για να δυναμώσει η γνήσια εργατική – λαϊκή αντιπολίτευση

Σε αυτή την κατεύθυνση το ΚΚΕ δίνει σήμερα όλες τους τις δυνάμεις για να δυναμώνει η γνήσια εργατική – λαϊκή αντιπολίτευση, μετέχοντας και στηρίζοντας κάθε μετερίζι των αγώνων για την αντιμετώπιση των επειγουσών αναγκών του λαού.

Από τη μάχη:

– για να ξαναλειτουργήσει η ΛΑΡΚΟ με όλους τους εργαζόμενους στη θέση τους, που έχει μπει πια στην πιο κρίσιμη φάση της,

– μέχρι την υπεράσπιση των σπιτιών του λαού από τα κοράκια και τους πλειστηριασμούς

– ή από την επιλεκτική ανικανότητα του καπιταλιστικού κράτους να πάρει μέτρα πρόληψης από τα φυσικά φαινόμενα ή από την πανώλη που καταστρέφει την κτηνοτροφία μας.

Κυρίως, δίνουμε τις δυνάμεις μας για να συνειδητοποιείται, μέσα από αυτούς τους αγώνες, από όλο και περισσότερους, ο πραγματικός αντίπαλος και η διέξοδος.

Να ανυψωθούν αυτοί οι αγώνες ως το επίπεδο της αποφασιστικής πάλης για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό.

Αν κάτι επιβεβαιώθηκε όλα αυτά τα 50 χρόνια, είναι ότι καμία κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού δεν μπορεί να καταργήσει, ούτε καν να αμβλύνει τους νόμους, τις τάσεις, τις αντιθέσεις του συστήματος, να «μεταρρυθμίσει» το κράτος και την οικονομία του κεφαλαίου σε φιλολαϊκή κατεύθυνση.

Τα εργατικά – λαϊκά δικαιώματα, οι δημοκρατικές κατακτήσεις, η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, η προστασία του περιβάλλοντος, δεν μπορούν να «προστατευθούν» από τη μια ή την άλλη αστική κυβέρνηση ή τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.

Από παντού «φωνάζει» σήμερα η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού.

Το ΚΚΕ παλεύει για να δυναμώσει ένα ανερχόμενο ρεύμα λαϊκής αμφισβήτησης, όχι μόνο κατά της κυβέρνησης και της ΕΕ, αλλά κατά της ίδιας της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.

Αυτή πιστεύουμε ότι είναι η καλύτερη τιμή σε όσους και όσες εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, διώχθηκαν, έχασαν την ίδια τη ζωή τους, στα μαύρα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας.

Και από τη σημερινή μας εκδήλωση θέλουμε ιδιαίτερα να επισημάνουμε ότι: Οι εξόριστοι της χούντας στη Γυάρο και οι απόγονοι όλων όσοι μαρτύρησαν σε αυτό το κολαστήριο, δεν πρόκειται να επιτρέψουν να καταπατηθεί και αλλοιωθεί ο ιστορικός του χαρακτήρας από οποιονδήποτε σχεδιάζει κερδοσκοπικές επιχειρήσεις.

Το ΚΚΕ, μαζί με τους αγωνιστές που πέρασαν από τη Γυάρο, θα κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει η Γυάρος τόπος ιστορικού προσκυνήματος, με πλήρη σεβασμό στην ιστορική του αξία και σημασία.

Κάτω τα χέρια από τη Γυάρο!

Φίλες και φίλοι,

Διδασκόμαστε, συνεχίζουμε, θα νικήσουμε!

Τους απαντάμε με μια φωνή, με μια γροθιά:

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε ούτε για μια στιγμή,

Ούτ’ όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι,

Εχουμε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει.

Πηγή : Ριζοσπάστης 20 – 21 / 7 – 2024

 

«ΑΤΟΜΙΚΟΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΣ»

Ατομικό μενού ελευθεριών από τον μπουφέ της αντίδρασης

Λίγο καιρό πριν, ο πρώην υπουργός Εργασίας της ΝΔ δήλωνε πως η δουλειά σε 2 εργοδότες επί 13 ώρες είναι ατομικό δικαίωμα κάθε εργαζόμενου, το οποίο η κυβέρνηση με τις ευλογίες της ΕΕ επιτέλους αναγνωρίζει! Η δήλωση εξόργισε, θεωρήθηκε κυνική και απαράδεκτη.

Αλλά γιατί δεν έχει δίκιο ο υπουργός;

Αποκλείεται ένας εργαζόμενος να θέλει να πιάσει δεύτερη δουλειά, μάλιστα να κάνει ό,τι μπορεί για να το καταφέρει; Και αν ο εργαζόμενος θέλει, τότε γιατί η ρύθμιση της κυβέρνησης να μην θεωρηθεί «θέσπιση ατομικού δικαιώματος»;

Η προώθηση αντεργατικών και αντιδραστικών εξελίξεων υπό τον μανδύα των «ατομικών δικαιωμάτων» και των «ελεύθερων επιλογών» των εργαζομένων δεν είναι καινούργια. Σήμερα ωστόσο βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναβαθμισμένη και επιθετική παρέμβαση αστικών επιτελείων, οργανισμών, θεσμών, με όπλο και διάφορες μεταμοντέρνες θεωρίες, ώστε να επιβληθούν οι ανάγκες και οι στοχεύσεις του κεφαλαίου με τη μορφή «ατομικών δικαιωμάτων» και «προοδευτικών» διεκδικήσεων των ίδιων των εργαζομένων και της νεολαίας.

Στο όνομα του «ελεύθερου ατόμου»…

Ξεδιπλώνεται μια συστηματική προβολή της διεκδίκησης ατομικών ελευθεριών, με επίκεντρο τη λογική ότι κάθε άτομο μπορεί να ορίζει τη ζωή του «όπως θέλει», στη βάση των επιθυμιών του.

Στον πυρήνα αυτής της λογικής βρίσκεται η «παλιά αμαρτία» του αστικού τρόπου σκέψης και των αντιλήψεων που γεννά και θρέφει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Πρόκειται για την προσέγγιση της κοινωνίας και της ιστορίας ως «αθροίσματος ατομικών θελήσεων», ατόμων που κάνουν δήθεν ελεύθερα τις προσωπικές τους επιλογές.

Ο μαρξισμός αποκάλυψε ολοκληρωμένα ότι οι διαφορετικές θελήσεις και επιδιώξεις των ανθρώπων δεν γεννιούνται στα κεφάλια τους, αλλά καθορίζονται από τη θέση και τους όρους ζωής ολόκληρων τάξεων στις οποίες διασπάται η κοινωνία. Φώτισε το ότι πίσω από τις ιδέες, τις επιθυμίες, τα κίνητρα των μεμονωμένων ατόμων βρίσκονται βαθύτερα, ιστορικά – κοινωνικά αίτια. Βρίσκονται οι αντικειμενικές, υλικές σχέσεις των ανθρώπων πρωτίστως στην παραγωγή, οι εκ διαμέτρου αντίθετες ανάγκες και συμφέροντα των αντίπαλων τάξεων που συγκρούονται.1

Ετσι, πίσω από τις «ελεύθερες» επιλογές του εργάτη στον καπιταλισμό, όπως η «θέλησή» του να εργαστεί ήλιο με ήλιο, κρύβεται ο αδήριτος οικονομικός καταναγκασμός, η κυριαρχία του κεφαλαίου στην κοινωνική παραγωγή και ζωή.

Αντίστοιχα, πίσω από μια σειρά προτιμήσεις και αποφάσεις των εργαζομένων θα βρούμε την εξουσία του κεφαλαίου και τις αντιδραστικές αντιλήψεις που αναπτύσσονται στο έδαφός της, π.χ. στην επιλογή μιας γυναίκας της εργατικής τάξης να περιοριστεί στο ατομικό – οικογενειακό νοικοκυριό, γιατί στον καπιταλισμό η παραμονή της στην εργασία δεν στηρίζεται αλλά έρχεται σε αντιπαράθεση με τη μητρότητα και το μεγάλωμα των παιδιών ως καταρχήν «ατομική – οικογενειακή υπόθεση».

Επομένως, τα δικαιώματα δεν καθορίζονται από ατομικές και αυθαίρετες «επιθυμίες». Εχουν κοινωνικό – ταξικό περιεχόμενο, οικονομικούς – κοινωνικούς όρους και προϋποθέσεις άσκησης και απόλαυσης. Τα εργατικά – λαϊκά δικαιώματα, ως διεκδικήσεις που εκφράζουν τις ανάγκες της εργατικής τάξης και των συμμάχων της (εργασία με αξιοπρεπείς συνθήκες και απολαβές, ελεύθερος χρόνος, αναψυχή και τόσα άλλα με βάση τις διευρυνόμενες δυνατότητες της εποχής μας), έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τις ανάγκες και τα συμφέροντα των καπιταλιστών.

Ας σκεφτούμε πώς συσκοτίζει την αλήθεια ο ισχυρισμός ότι «ο εργάτης θέλει να δουλέψει 6 μέρες, ο εργοδότης θέλει επίσης να απασχολήσει τον εργάτη 6 μέρες, οπότε ελεύθερα συμφωνούν και είναι κι οι δύο ικανοποιημένοι». Εμφανίζει «ισότιμα» άτομα – πολίτες, που δρουν βάσει της ελεύθερης βούλησής τους, χωρίς να υπάρχει κάποιος κοινωνικός – οικονομικός καταναγκασμός. Κρύβει ότι υπάρχει μια κοινωνία όπου ελάχιστοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής και οι περισσότεροι, για να επιβιώσουν, είναι υποχρεωμένοι να τους πουλούν την εργατική τους δύναμη. Συσκοτίζει την καπιταλιστική κοινωνία της ανισότητας και της εκμετάλλευσης.

Με άλλα λόγια, η γενικόλογη αναφορά στα ατομικά δικαιώματα όλων των πολιτών είναι η κατάλληλη μορφή για να προωθούνται τα συμφέροντα του κεφαλαίου, παράλληλα ρίχνοντας πρόσθετα «πέπλα» ψεύτικης ατομικής ελευθερίας πάνω στην ταξική εκμετάλλευση και καταπίεση.

…η αντίδραση συστήνεται ως πρόοδος

Σήμερα ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πολύμορφη εξύμνηση της ατομικότητας και της ατομικής ελευθερίας, σαν «μωσαϊκό» προσωπικών επιλογών, σε διάκριση ή και αντιπαράθεση με την κοινωνία. Και αυτά εμφανίζονται σαν το απαύγασμα της προοδευτικής σκέψης και πολιτικής.

Ομως αυτό που μας παρουσιάζεται ντυμένο τη φαντεζί σημαία της «προόδου» είναι παμπάλαιο και γερασμένο. Αυτό που προβάλλει ως ριζοσπαστικό είναι στην ουσία ό,τι κατακεραύνωνε ήδη ο Μαρξ, ασκώντας κριτική στις διακηρύξεις της Γαλλικής αστικής Επανάστασης: Είναι ο άνθρωπος ως μέλος της «κοινωνίας των ιδιωτών», που για να πραγματώσει τη «δική του» ελευθερία αντικρίζει τον διπλανό του και την κοινωνία ως εμπόδιο και εχθρό, με τα δικαιώματά του να είναι εν πολλοίς αυτά του «εγωιστικού ανθρώπου», του «αναδιπλωμένου στον εαυτό του, στα όρια των ιδιωτικών συμφερόντων και της ιδιωτικής αυθαιρεσίας του και αποχωρισμένου από την κοινότητα».2

Στο σημερινό στάδιο του καπιταλισμού, που παρασάπισε, φτάνουμε στο σημείο να προβάλλεται ως ατομικό δικαίωμα και «ρηξικέλευθη διεκδίκηση», «κόντρα στα στερεότυπα», ό,τι χειρότερο σέρνει ως «κουσούρι» το σύστημα από τα γεννοφάσκια του και σήμερα βρίσκεται στο ζενίθ του: Η αποξένωση, η άρνηση της πραγματικότητας, ακόμα και η φυγή από αυτήν. Ως ελευθερία παρουσιάζεται η φανταστική «ανεξαρτητοποίηση» του ατόμου από καθετί αντικειμενικό που ορίζει και καθορίζει τον άνθρωπο.

Ετσι, προβάλλεται ως ατομική ελευθερία ακόμα και η χρήση ναρκωτικών ουσιών, δηλαδή η εξάρτηση του ανθρώπου, η ουσιαστική ανελευθερία του, η αυτοκαταστροφή του. ‘Η, αντίστοιχα, ως ατομική επιλογή η πορνεία, αναβαπτισμένη ως «σεξεργασία». Η εναντίωση στις εξαρτήσεις και στη ναρκω-κουλτούρα παρουσιάζεται ως οπισθοδρομική, και αντίστοιχα ως συντηρητική και ηθικίστικη η καταγγελία της εμπορευματοποίησης του έρωτα και του σώματος.

Η αλήθεια που επιχειρείται να θαφτεί είναι ότι τα συγκεκριμένα – όπως κι άλλα – κοινωνικά φαινόμενα, που μπορεί να εμφανίζονται σε ατομικό επίπεδο ως προσωπικές επιλογές, έχουν βαθιές οικονομικές – κοινωνικές ρίζες και υπόβαθρο: Είναι σε τελική ανάλυση η ύπαρξη αντίστοιχης (νόμιμης ή παράνομης) αγοράς, είναι οι στόχοι του κεφαλαίου, που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε μέσο για τον σκοπό του κέρδους, είναι η οικονομική και επ’ αυτής πολύμορφη βία που υποτάσσει, τσακίζει και εξαχρειώνει τον άνθρωπο και εκμεταλλεύεται την εργατική του δύναμη.

Αντίθετα, σε μια κοινωνία που θα εξασφάλιζε την κάλυψη του συνόλου των αναγκών των εργαζομένων, καταργώντας την καπιταλιστική εκμετάλλευση και το κέρδος, σε μια πορεία χρόνου θα ήταν ακόμα και αδιανόητο να θεωρήσει κανείς «ατομικό δικαίωμα» να πουλά π.χ. τον εαυτό του ή ερωτικές εικόνες του εαυτού του για να επιβιώσει.

Βεβαίως, τα αντικειμενικά κοινωνικά δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς δεν αντιμετωπίζονται ως βαρίδια που γίνεται να αρθούν, αλλά ως «φυσικοί» νόμοι. Κανένας π.χ. δεν μπορεί να αξιώσει σεβασμό στην επιθυμία του να αυτοπροσδιοριστεί τις μισές μέρες του χρόνου ως αφεντικό στην επιχείρηση όπου είναι μισθωτός. Τίθεται ωστόσο στο τραπέζι της συζήτησης, ως σεβαστή επιθυμία και αξίωση, η κατάληξη ενός ατόμου να αυτοπροσδιορίζεται και να κυκλοφορεί στους δρόμους ως σκύλος, ή ενός μεσήλικα άντρα να «επαναπροσδιοριστεί» ως 6χρονο κορίτσι. Τα παραδείγματα, δυστυχώς, δεν είναι φανταστικά.

Στο στόχαστρο οι ταξικές διεκδικήσεις

Το σύστημα, ρίχνοντας τους προβολείς του σε μια σειρά ατομικές ελευθερίες αποκομμένες από το κοινωνικό τους περιεχόμενο, επιχειρεί να συσκοτίζεται η ταξική ανισότητα, αλλά και να δημιουργούνται πλαστές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους εργαζόμενους. Να υποσκάπτεται η ενότητα της εργατικής τάξης και να καναλιζάρεται η διεκδίκηση μακριά από τον οργανωμένο ταξικό αγώνα.

Δεν είναι τυχαίο ότι και η ΕΕ, ακόμα και η πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ, αναπτύσσουν πολύμορφες παρεμβάσεις γύρω από το δικαίωμα στη διαφορά/διαφορετικότητα. Ετσι, για παράδειγμα οι ένοχοι για τη μετανάστευση – προσφυγιά, που οξύνουν αναλόγως των σχεδιασμών τους το μίσος ανάμεσα στους λαούς, ξεπλένονται ως «μαχητές» κατά των φυλετικών και εθνικών διακρίσεων. Ταυτόχρονα, κατευθύνουν τον δικαιολογημένο νεανικό προβληματισμό σε ανώδυνα για το σύστημα μονοπάτια, όπως της ανάγκης διεκδίκησης μιας αταξικής «ισότητας για όλους» και μιας «ενότητας στη βάση της διαφορετικότητας». Αντίστοιχα, δεν είναι τυχαία η συγκρότηση από τον ΣΕΒ Ομάδας Εργασίας για τη Διαφορετικότητα, τη Συμπερίληψη και την Ισότητα.

Στην άδικη, εκμεταλλευτική κοινωνία, η διεκδίκηση της «ισότητας για όλους» είναι διεκδίκηση της τυπικής«ισότητας σύμφωνα με τον νόμο, του χορτάτου με τον πεινασμένο, του ιδιοκτήτη με τον άπορο»3. Αυτό όχι μόνο δεν αποτελεί πρόοδο, αλλά αναπαράγει την πραγματική ταξική ανισότητα. Αποτελεί πολιορκητικό κριό για να ξεθεμελιώνονται και οι όποιες αναγκαίες θετικές διακρίσεις υπέρ του εργαζόμενου λαού, που κατοχυρώθηκαν ως κατακτήσεις του κινήματος.

Για παράδειγμα, προοδευτική είναι η άνιση – διαφορετική μεταχείριση υπέρ των γυναικών της εργατικής τάξης, που λαμβάνει υπόψη τη διπλή καταπίεσή τους σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Προοδευτική είναι η άνιση νομική μεταχείριση εργατών – εργοδοτών, όπως με την αναγνώριση του δικαιώματος στην απεργία μόνο υπέρ των εργαζομένων και την απαγόρευση στους εργοδότες αυτού του δικαιώματος, δηλαδή της ανταπεργίας (λοκάουτ).

Μάλιστα, η αποθέωση των ατομικών δικαιωμάτων συνοδεύεται από επίθεση και υποτίμηση στα δικαιώματα που αναγνωρίζονται ως κοινωνικά, όπως η εργασία, η υγεία, η παιδεία, η πρόσβαση στον πολιτισμό κ.ο.κ. Αυτά προβάλλονται συχνότατα ως «τετριμμένα» και η μάχη για την κατοχύρωσή τους ως «ξεπερασμένη».

Στις αυτονόητες εργατικές – λαϊκές ανάγκες, επιδιώκεται οι απαιτήσεις να παραμένουν στα «τάρταρα», να μειώνονται συνεχώς σε σχέση με τις δυνατότητες της εποχής. Η νέα γενιά εκπαιδεύεται π.χ. μέσα από κουίζ ότι το αυτονόητο δικαίωμα της πρόσβασης στο νερό αποτελεί μεν «επιδίωξη των κυβερνήσεων», αλλά «δεν μπορεί να απαιτηθεί από τους πολίτες»!4 Απροκάλυπτα δικαιολογείται ως «φυσικό φαινόμενο» ακόμα και οι πιο ζωτικές ανάγκες να υποτάσσονται στον ιερό και απαράβατο νόμο του κέρδους, στο απαράβατο δικαίωμα στην ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία.

Στη μάχη για την κοινωνία της πραγματικής ελευθερίας

Κόντρα στο σκοτάδι των θεωριών και της πολιτικής του ατομικού δικαιωματισμού χρειάζεται να φωτιστεί η αλήθεια, ότι ελευθερία είναι η «συνειδητοποιημένη αναγκαιότητα»: Να γνωρίζεις τους νόμους που διέπουν τη ζωή και τη δράση σου και να μάχεσαι συλλογικά για την κοινωνική απελευθέρωση, ως όρο για την κάλυψη του συνόλου των εργατικών – λαϊκών αναγκών και την ανάπτυξη κάθε προσωπικότητας. Να φωτιστεί ο δρόμος της ταξικής πάλης, της ανατροπής για την ικανοποίηση των εργατικών – λαϊκών αναγκών. Σε αυτόν τον δρόμο, της σύγκρουσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ, για τη νέα, σοσιαλιστική κοινωνία, κάθε εργαζόμενος και νέος μπορεί να προσδιορίσει την αληθινή, ταξική θέση του και τον ρόλο του στον κόσμο: Τον ρόλο του πρωταγωνιστή των μεγάλων κοινωνικών – πολιτικών αλλαγών, του εκφραστή και δημιουργού του αληθινά προοδευτικού στην κοινωνική σκέψη, στην κοινωνική δράση, σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής.

Παραπομπές:

1. Βλ. Β. Ι. Λένιν, «Για τον Μαρξ και τον Μαρξισμό»

2. Κ. Μαρξ, «Για το Εβραϊκό Ζήτημα»

3. Β. Ι. Λένιν, «Η διεθνής ημέρα των εργατριών», Απαντα τ. 40, «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 192

4. «Project Living Democracy» υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης, Textbook «Living in Democracy»

Της
Στέλας ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ*
* Η Στέλα Παπαοικονόμου είναι μέλος του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ

Πηγή : Ριζοσπάστης 21 – 22/ 7 – 2024

Βία κατά των γυναικών

Από τον Χαμουραμπί μέχρι το panic button, αμέτρητα ποτάμια αίματος

Μια φορά κι έναν καιρό, περίπου δύο χιλιάδες χρόνια προ Χριστού, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Χαμουραμπί θεσμοθετεί τους πρώτους γραπτούς νόμους που καταδικάζουν την γυναίκα σε θάνατο, αν… δεν είναι διακριτική, αν βγαίνει από το σπίτι, χωρίς την έγκριση του συζύγου της, αν δεν είναι πιστή ή αν τον προσβάλλει.

(Ενας στραγγαλισμός π.χ. ήταν η πλέον ενδεδειγμένη τιμωρία της απείθαρχης).

Από το 1760 π.Χ. και τον αιματοβαμμένο Κώδικα του Χαμουραμπί, αιώνες μετά, το 592 π.Χ. ένας από τους 7 σοφούς της αρχαιότητας ο Σόλων, αποφασίζει πως και στην Ελλάδα αξίζει να εφαρμοστούν ιδέες από το δίκαιο της Μεσοποταμίας. Οι νόμοι του, λοιπόν, όχι μόνο περιορίζουν τη γυναίκα στο σπίτι και δεν της επιτρέπουν να βγει έξω μόνη της, αλλά επινοεί και το μέτρο του «Γυναικονόμου», αυτού που επιβλέπει τις γυναίκες και αν κάποια παραβεί τους κανόνες ή απιστήσει, ο σύζυγος τη σκοτώνει πάραυτα και βεβαίως δεν τιμωρείται.

Σήμερα το 2024, οι γυναικοκτονίες πρωταγωνιστούν στην καθημερινότητά μας – και θα συνεχίσουν δυστυχώς να πρωταγωνιστούν – με μια συγκλονιστική και τρομακτική συνέχεια, όσο οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν ως «κόστος» και αποκλειστικά ατομική ευθύνη την ανάγκη των γυναικών να ξεφύγουν από μία βίαιη και παθογόνα σχέση κι όσο παραμένει το μαρτύριο των χρονοβόρων και πολυδάπανων νομικών διαδικασιών.

Οσο δεν αλλάζει αυτό, όσο ακούγονται απαράδεκτες δηλώσεις, όπως αυτή του υφυπουργού Υγείας, Δ. Βαρτζόπουλου, που ισχυρίστηκε προκλητικά ότι «η γυναικοκτονία έχει βιολογική βάση», τόσο θα μετράμε αποτρόπαια εγκλήματα και η συζήτηση θα εξαντλείται στα panic button και στην αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης των δραστών, η οποία – όσο αναγκαία κι αν είναι – από μόνη της δεν αρκεί.

Η ματωμένη αλυσίδα των αποτρόπαιων εγκλημάτων σε βάρος γυναικών και ανήλικων κοριτσιών επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ένα βαθύτερο σάπιο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό υπόβαθρο, που γεννά τους δράστες – «τέρατα» και αφήνει τις γυναίκες ευάλωτες στην ανασφάλεια και τη βία.

«Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι»

Θυμηθείτε σκηνές από την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» του 1955. Ο άντρας μαχαιρώνει την γυναίκα, γιατί θολώνει το μυαλό του όταν του ζητάει να χωρίσουν.

Δηλαδή «Τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε;». Σπουδαία η ταινία, αξέχαστοι οι πρωταγωνιστές, αξέχαστα όμως κι αυτού του είδους τα φρικτά εγκλήματα.

  • Γι’ αυτά τα εγκλήματα γράφω αυτό το άρθρο σήμερα. Στη μνήμη της 28χρονης Κυριακής που δολοφονήθηκε έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, γιατί «το περιπολικό δεν είναι ταξί».
  • Στη μνήμη της Βασιλικής Λυμπέρη που την έκαψε ο άντρας της, μαζί με τα παιδιά και τη μητέρα της, το 1972.
  • Στη μνήμη της Ζωής Γαρμανή, που τεμαχίστηκε από τον άντρα της και βρέθηκαν τα κομμάτια της σε κάδους σκουπιδιών, το 1987.
  • Στη μνήμη της Κικής Κούσογλου, που την στραγγάλισε ο άντρας της το 2005.
  • Στη μνήμη της Παναγιώτας Μαζαράκη, που τη σκότωσε ο άντρας της και την έθαψε κάτω από τσιμέντο και πέτρες, το 2008.
  • Στη μνήμη της Αδαμαντίας Κάρκαλη, που την μαχαίρωσε ο άντρας της και μετά την αποκεφάλισε το 2008. Πριν είχε σκοτώσει τον σκύλο της.
  • Στη μνήμη της Βάιας Γκανιά, που την έσφαξε ο άντρας της μπροστά στα ανήλικα παιδιά τους, το 2018.

Δεν γίνεται να συνεχίσω, γιατί ο κατάλογος των θυμάτων δεν έχει τέλος.

Στις σημερινές συνθήκες του γενικευμένου φόβου και της ανασφάλειας, οι γυναίκες ζουν στο πετσί τους ακόμα πιο επώδυνα την αντιδραστικότητα της κοινωνίας της εκμετάλλευσης και την όξυνση απαράδεκτων συμπεριφορών απέναντί τους, που φτάνουν μέχρι την ενδοοικογενειακή βία, τη σεξουαλική παρενόχληση, τον βιασμό, ακόμη και τις δολοφονίες. Βλέπουν σήμερα, μετά από αιματοβαμμένους αγώνες τόσων χρόνων, κατακτήσεις και νίκες και δικαιώματα να καταρρέουν, επιτεύγματα να απειλούνται.

  • Ο δρόμος της Αποκάλυψης και της Κόλασης στρώνεται πάντα με εργοδοτική βία και τρομοκρατία με την απειλή απόλυσης και ανεργίας, με τη σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση, τους εκβιασμούς, τις δολοφονίες.
  • Παρατηρείται όμως και το εξής περίεργο: Οι δήθεν πολέμιοι της κοινωνικής αδικίας και υπερασπιστές των γυναικείων δικαιωμάτων είναι οι ίδιοι που προωθούν νόμους για την ακόμη πιο στυγνή εκμετάλλευσή τους, την κατάργηση π.χ. του 8ωρου και τη συντριβή κάθε εργατικού δικαιώματος.
  • Οι – τάχα – εχθροί της βίας κατά των γυναικών χρησιμοποιούν την πιο άγρια καταστολή, για να θωρακίσουν την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Αυτό που πραγματικά τους νοιάζει είναι να κρύψουν την πραγματικότητα της εμπορευματοποίησης και του ανταγωνισμού, που αποθεώνει την ατομικότητα έναντι της συλλογικότητας.
  • Τους εξυπηρετεί η σιγή και η αφωνία για τις πραγματικές ταξικές αιτίες της πολύμορφης βίας σε βάρος των γυναικών. Καλούν τις γυναίκες να διαμαρτυρηθούν για την ενδοοικογενειακή βία και τη βία στους χώρους δουλειάς, αλλά ταυτόχρονα να …σιωπήσουν για τις πολιτικές που τσακίζουν τη ζωή τους, να μην καταγγείλουν την εργοδοτική και κρατική βία και να ανεχθούν την καταστολή στους αγώνες για τα δικαιώματά τους.

Απροστάτευτες μπροστά στην εκμετάλλευση

  • Υπάρχουν βαθιές κοινωνικές και οικονομικές αιτίες που υφίστανται οι γυναίκες τη βία. Γιατί μορφές κρατικής και εργοδοτικής βίας είναι και η ανεργία, η ανασφάλιστη εργασία, τα σπασμένα ωράρια, είναι η υποαπασχόληση, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τα προβλήματα με τις άδειες μητρότητας… Βία που υφίστανται οι γυναίκες και κανένας δεν τις προστατεύει.
  • Η ρίζα της γυναικείας ανισοτιμίας είναι ταξική. Ποτέ μα ποτέ, το απάνθρωπο σύστημα του καπιταλισμού δεν πρόκειται να παραχωρήσει πραγματική ισοτιμία, γιατί απλά κάτι τέτοιο δεν συμβαδίζει με τον εκμεταλλευτικό του χαρακτήρα.

Τα πρωτόκολλα της ΕΕ και των κυβερνήσεων λογαριάζουν μόνο με τη λογική του «κόστους – οφέλους», αδιαφορώντας για όλα τα αναγκαία μέτρα ολόπλευρης προστασίας των γυναικών από την πολύμορφη βία, που οφείλουν να λάβουν.

Ενδεικτικά αναφέρουμε πως υπάρχουν μόνο 3 ξενώνες φιλοξενίας στην Αττική, ενώ μόλις 8 από τους 66 δήμους έχουν συμβουλευτικά κέντρα. Μάλιστα χαρακτηρίζονται από γραφειοκρατικές διαδικασίες, χωρίς άμεση βοήθεια, ενώ οι εργαζόμενοι είναι λίγοι και με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Είναι επείγον να ανατραπούν εκείνοι οι οικονομικοί – κοινωνικοί – πολιτιστικοί παράγοντες που γεννούν τους δράστες – «τέρατα» και αφήνουν τις γυναίκες ευάλωτες. Η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας δεν αρκεί από μόνη της για την πρόληψη αποκρουστικών περιστατικών βίας σε βάρος γυναικών.

Ευαισθησία και όρια αντοχής της καπιταλιστικής οικονομίας

Οσες ευρωπαϊκές Οδηγίες και αν ψηφιστούν, δεν ανατρέπεται η αντιλαϊκή πολιτική που εμποδίζει την πραγματική οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών. Η ίδια πολιτική που οδηγεί στην παραπέρα τραγική υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των απαραίτητων δημόσιων δομών και υπηρεσιών για την πρόληψη, την προστασία, τη στήριξη των κακοποιημένων γυναικών και των παιδιών τους. Με κατευθύνσεις της ΕΕ, άλλωστε, η όποια χρηματοδότηση διοχετεύεται όχι σε κρατικές δομές, αλλά σε ένα πολυδαίδαλο, αποσπασματικό και ανεξέλεγκτο δίκτυο ΜΚΟ.

Η κυβέρνηση της ΝΔ προκλητικά επιδιώκει να παρουσιάσει ως μέσο πρόληψης και αντιμετώπισης τέτοιων αποκρουστικών εγκλημάτων τον νέο Ποινικό Κώδικα, εξαγγέλλοντας και νέες ρυθμίσεις. Αυτό εντάσσεται στη συνολική προσπάθεια να αθωωθεί ο αντιδραστικός για τα λαϊκά δικαιώματα και ελευθερίες χαρακτήρας του Ποινικού Κώδικα, να «ξεπλυθεί» η πολιτική διαχρονικά των κυβερνήσεων για τις τραγικές ελλείψεις σε ουσιαστικά μέτρα πρόληψης και προστασίας των γυναικών από την πολύμορφη βία.

Εστιάζουν δηλαδή αποπροσανατολιστικά στο ποινικό πλαίσιο.

Ταυτόχρονα, μένει στο απυρόβλητο ότι μια σειρά προβλέψεις για την ποινική μεταχείριση των δραστών ήδη υπάρχουν. Ωστόσο, στην πράξη η εφαρμογή τους χωλαίνει. Δράστες ενδοοικογενειακής βίας που καταγγέλλονται, δεν εντοπίζονται στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας. Ασφαλιστικά μέτρα εκδίδονται αλλά μένουν κενό γράμμα. Δεν ενεργοποιείται η αυτεπάγγελτη διαδικασία σε περιπτώσεις που αυτή προβλέπεται, ενώ θύματα κακοποίησης αποτρέπονται από το να καταθέσουν μηνύσεις.

Παρατηρούμε πως η εκδίκαση των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας παραπέμπεται σε τακτικές δικάσιμους, που μπορεί να ορίζονται πολλούς μήνες μετά, με αποτέλεσμα η διαδικασία να απομακρύνεται από τον χρόνο τέλεσης της εγκληματικής πράξης. Στο διάστημα αυτό, όπως έχει καταγραφεί σε συγκεκριμένες πρόσφατες περιπτώσεις, η εγκληματική συμπεριφορά δραστών κλιμακώνεται.

Η προσπάθεια να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους της συζήτησης γύρω από τις ποινές, την προφυλάκιση, την προσωρινή κράτηση, τους περιοριστικούς όρους, έχει αποτέλεσμα να απομακρύνεται η προσοχή από το κύριο: Από την ανάγκη μέτρων πρόληψης, προστασίας και στήριξης των γυναικών.

Είναι πρόκληση η προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει ως «δίχτυ ασφαλείας» για τις γυναίκες μέτρα όπως το panic button, που αποδεικνύονται τραγικά ανεπαρκή. Προσπαθούν να κρύψουν κάτω από το χαλί τις διαχρονικές ευθύνες της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων, που αφήνουν τις γυναίκες χωρίς ουσιαστική δωρεάν νομική, ψυχολογική, κοινωνική στήριξη και προστασία με κρατική ευθύνη.

Ταυτόχρονα δεν εξασφαλίζεται η άμεση, επείγουσα φιλοξενία των γυναικών και των παιδιών τους για την προστασία τους. Η εξασφάλιση μιας θέσης σε ξενώνα φιλοξενίας μπορεί να πάρει και μήνες, κάτω από τις ελλείψεις στις δημόσιες δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και Ψυχικής Υγείας. Αποτέλεσμα; Παρατείνεται η παραμονή της γυναίκας στο κακοποιητικό περιβάλλον, με κίνδυνο της ζωής της.

Τα ολιγόμηνα και κακοπληρωμένα προγράμματα κατάρτισης των κακοποιημένων γυναικών, που επίσης παρουσιάζει η κυβέρνηση ως λύση, δεν απαντούν στην εργασιακή ανασφάλεια, η οποία αποδεδειγμένα αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για να ξεφύγει μια γυναίκα από μια βίαιη, παθογόνα σχέση. Το κύριο είναι η εξασφάλιση του δικαιώματός της στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, με αξιοπρεπή μισθό, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της οικονομικά ανεξάρτητη.

Το κριτήριο της ευαισθησίας κάθε κυβέρνησης για το ζήτημα της βίας κατά των γυναικών προσδιορίζεται από τα λεγόμενα όρια της αντοχής της καπιταλιστικής οικονομίας.

Και το έδαφος αυτό το διαμορφώνουν και οι νόμοι που υπηρετούν την ατομική ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση, τη «ζούγκλα» του ανελέητου ανταγωνισμού.

Η «βίαιη εξημέρωση» των γυναικών

Σε όλη την ιστορία υπήρξαν πολιτικές «βίαιης εξημέρωσης» των γυναικών, που οδήγησαν στην ενσωμάτωση αυτής της βίας, που εξυπηρετούσε το σύστημα.

  • Πηγαίνοντας προς την αρχή του κακού, βλέπουμε πως στην Ινδία του 200 π.Χ., ο νόμος έλεγε: «Αν μια σύζυγος παραβιάζει το καθήκον που οφείλει στον κύριό της, ο βασιλιάς θα δώσει εντολή να την κατασπαράξουν σκυλιά σε ένα μέρος όπου συχνάζουν πολλοί». (Μην ξεχνάμε ότι ακόμα και στον 20ό αιώνα, έκαιγαν τις γυναίκες μαζί με τον σύζυγό τους, μετά τον θάνατό του).
  • Στο Ρωμαϊκό Δίκαιο επιτρεπόταν στον πατέρα και αργότερα στον σύζυγο να σκοτώσει την ανυπάκουη ή άπιστη γυναίκα του.
  • Στο Βυζάντιο ο νόμος επέτρεπε να δολοφονούνται οι άπιστες γυναίκες, μέσα στο λουτρό. Επίσης οι κληρικοί προέτρεπαν τους άνδρες να τιμωρούν τις συζύγους τους.
  • Είναι γνωστή η ιστορία του Επισκόπου της Αλεξάνδρειας Κύριλλου, που οδήγησε φανατικούς χριστιανούς να δολοφονήσουν την Ελληνίδα νεοπλατωνική φιλόσοφο, αστρονόμο και μαθηματικό Υπατία. Την έκαψαν ζωντανή και διαμέλισαν το σώμα της, για τις …φιλοσοφικές απόψεις της.
  • Στην εποχή του Μεσαίωνα οι κληρικοί στη Δύση δολοφόνησαν 9.000.000 μορφωμένες και σοφές γυναίκες, με διάφορες δικαιολογίες, αλλά κυρίως με την κατηγορία ότι ήταν μάγισσες.
  • Στη Ρωσία τη μέρα του γάμου ο γαμπρός έπαιρνε από τον πεθερό του ένα μαστίγιο για να τιμωρεί τη γυναίκα του.
  • Το 1800, ο Ναπολεόντειος Κώδικας έθεσε τις γυναίκες κάτω από την κηδεμονία του άνδρα. Αν κάποιος έβρισκε την γυναίκα του να τον απατά, τη σκότωνε χωρίς να τιμωρείται.
  • Στο χωριό Κοράκου της Κύπρου, υπήρχε έθιμο τη μέρα του γάμου ο πεθερός να δίνει στον γαμπρό τσεκούρι στην είσοδο του νέου σπιτιού του, επιτρέποντάς του να σκοτώσει την κόρη του αν ατακτούσε!

– Αλλά και σήμερα στη Γερμανία, σχεδόν κάθε τρίτη μέρα μια γυναίκα σκοτώνεται από τον σύντροφό της ή τον πρώην σύντροφό της.

– Μία γυναίκα δολοφονείται κάθε τέσσερις ημέρες στην Ιταλία από τους συζύγους ή συντρόφους της, νυν και πρώην.

– Στη Γαλλία, πέρυσι σκοτώθηκαν 94 γυναίκες από τους ίδιους «θύτες».

– Στην Ισπανία, κάπου 60 γυναίκες σκοτώθηκαν πέρυσι από νυν και πρώην συντρόφους τους. Από το 2003 έως το 2022 έχουν καταγραφεί πάνω από 1.200 γυναικοκτονίες.

– Στην Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχαμε 85 γυναικοκτονίες, ενώ στον κόσμο συμβαίνουν – κατά μέσο όρο – 133 ημερησίως.

«Σάπιες αξίες, σάπια ιδανικά, φρικιαστικά εγκλήματα το σύστημα γεννά»

Στο διά ταύτα τώρα.

  • Στήνουμε φραγμό απέναντι στον «ατομικό δικαιωματισμό», που ισοπεδώνει τα κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών.
  • Απορρίπτουμε τις κατευθύνσεις εκείνες που αποκόπτουν το ατομικό δικαίωμα από το κοινωνικό του περιεχόμενο, από την αντικειμενική κοινωνική πραγματικότητα, από την κοινωνία της εκμετάλλευσης και των κοινωνικών διακρίσεων.
  • Δυναμώνουμε τη συλλογική μας πάλη για το δικαίωμα στη σταθερή εργασία – στο σταθερό ωράριο – στην προστασία της μητρότητας και του γυναικείου οργανισμού – στον δημιουργικό ελεύθερο χρόνο.
  • Είμαστε όλοι μαζί στον κοινό αγώνα γυναικών και ανδρών, ενάντια στην κοινωνία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, για να διεκδικήσουμε ό,τι είναι σύγχρονο και αναγκαίο για μας και τις οικογένειές μας.

Η σιωπή για την πολύμορφη βία που δέχονται οι γυναίκες, μπορεί να σπάσει μόνο μέσα από τον συλλογικό αγώνα, γιατί απέναντι στη σήψη και τη δυσωδία της σημερινής εκμεταλλευτικής κοινωνίας, που έχει στο DNA της τη βία, ο μόνος δρόμος είναι αυτός της αγωνιστικής διεκδίκησης.

Οσο δυναμώνει ο αγώνας ενάντια στη γενεσιουργό μορφή βίας, την καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση, θα σπάνε στην πράξη «οι σάπιες αξίες και τα σάπια ιδανικά που το σύστημα γεννά».

Ετσι μόνο μπορεί να χτιστεί ασπίδα προστασίας για κάθε γυναίκα, ώστε να βρίσκει το θάρρος και την αντοχή να παλέψει για μια ζωή απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση, τη βία και την ανισοτιμία.

Χρειαζόμαστε μια νέα κοινωνία. Μας αξίζει ένας καλύτερος κόσμος, με κέντρο τον άνθρωπο και όχι το κέρδος.

Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ

Πηγή : Ριζοσπάστης 20 – 21 / 7 – 2024

Copyright © 

Copyrigh

Κοινοποιήστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *