ΟΞΥΝΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ
Πανάκριβο εμπόρευμα για τον λαό, κερδοφόρο «επενδυτικό προϊόν» για τους ομίλους
Την περίοδο που διανύουμε, χιλιάδες λαϊκές οικογένειες βρίσκονται σε αναζήτηση κατοικίας για τα παιδιά που θα φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο μιας άλλης πόλης. Καθώς τα δωμάτια στις φοιτητικές εστίες αποτελούν «σταγόνα στον ωκεανό», η συντριπτική πλειοψηφία τους στρέφεται στην ενοικίαση.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα λαϊκά νοικοκυριά βρίσκονται αντιμέτωπα με δυσθεώρητα κόστη για την εξασφάλιση φοιτητικής στέγης. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα οξυμένο πρόβλημα και σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για τις σπουδές των φοιτητών.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται βέβαια μόνο στη φοιτητική στέγη, αφού ο Σεπτέμβρης είναι μήνας γενικότερων μετακινήσεων: Για εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, ιδιαίτερα νέους, για τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς και άλλους εργαζόμενους στο Δημόσιο. Ολοι τους έρχονται αντιμέτωποι με το ίδιο πρόβλημα: Η στέγη είναι πανάκριβο εμπόρευμα και το νοίκι απορροφά ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του λαϊκού εισοδήματος από χρόνο σε χρόνο.
Η μεγάλη αύξηση των τιμών πώλησης και ενοικίασης, η μειωμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και το υψηλό κόστος δανεισμού, το ενδιαφέρον των ξένων επιχειρηματιών για «χρυσή βίζα» και εξοχικές κατοικίες, η μετατροπή της στέγης σε «επενδυτικό προϊόν», για τουριστική κυρίως χρήση, συνιστούν μια «τέλεια καταιγίδα» που μεγαλώνει τα αδιέξοδα για τα εργατικά – λαϊκά νοικοκυριά.
Ορισμένες τέτοιες πλευρές επιχειρεί να φωτίσει η σημερινή έρευνα του «Ριζοσπάστη» για την αγορά στέγης, χωρίς βέβαια να εξαντλεί το θέμα.
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται, επιβεβαιώνουν ότι η ακριβή στέγη για τον λαό δεν είναι ένα συγκυριακό «στραβοπάτημα» της αγοράς, αλλά προκύπτει από την ίδια τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, όπου η στέγη είναι εμπόρευμα. Ως τέτοια την αντιμετωπίζουν άλλωστε όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις και τα κόμματα, στηρίζοντας την κερδοφορία του κατασκευαστικού τομέα και όσων επενδύουν στην αγορά στέγης, σε βάρος της ανάγκης των εργαζομένων και του λαού για φτηνά, ασφαλή και ποιοτικά σπίτια.
Γι’ αυτό η κυβέρνηση και όλα τα κόμματα δεν μπορούν να δώσουν ούτε καν ανάσα με τις προτάσεις τους στα λαϊκά νοικοκυριά που υποφέρουν. Το αποδεικνύουν άλλωστε τα μέτρα – κοροϊδία που ανακοινώνει η κυβέρνηση της ΝΔ, είτε για την επιδότηση ενοικίου σε «ευάλωτα» νοικοκυριά είτε με την επιδότηση επιτοκίου στα στεγαστικά δάνεια είτε με τα άλλα μέτρα για τη φοιτητική στέγη. Το ίδιο ισχύει για τις προτάσεις των ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και των άλλων.
Μόνο ο αγώνας για πραγματικές αυξήσεις μισθών, για μπλοκάρισμα κάθε πλειστηριασμού λαϊκής κατοικίας, ενάντια στην «πράσινη» αντιλαϊκή στρατηγική στην κατοικία – εμπόρευμα της ΕΕ και των κυβερνήσεών της, για δημόσιες και δωρεάν φοιτητικές εστίες στο ύψος των αναγκών, μπορεί να ανακουφίσει σήμερα τον λαό και τη νεολαία.
Σε σύγκρουση με αυτήν την πολιτική, το κεφάλαιο, την ΕΕ και τα κόμματά τους, να ανοίξει ο δρόμος για προσβάσιμη λαϊκή κατοικία με βάση τις σύγχρονες ανάγκες και τα τεχνολογικά επιτεύγματα, στον δρόμο της συνολικής ανατροπής του βάρβαρου καπιταλισμού, που στον βωμό της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων αντιμετωπίζει κάθε ανθρώπινη ανάγκη ως εμπόρευμα.
Το «τουριστικό θαύμα» … καταβροχθίζει σπίτια
Από κοντά και οι επενδύσεις σε ακριβότερες και πολυτελέστερες κατοικίες, που προσελκύουν κεφάλαια και από το εξωτερικό
Η διαθεσιμότητα σπιτιών προς ενοικίαση συμπιέζεται από επιπρόσθετους παράγοντες, όπως η γιγάντωση της εκμετάλλευσης κατοικιών στο πλαίσιο της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αυξάνοντας κι άλλο τις τιμές των ενοικίων, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, σύμφωνα με την έρευνα της Cerved, από 60.000 περίπου που είχαν καταγραφεί το 2017, έχουν ξεπεράσει τα 180.000 σε όλη τη χώρα. Πλέον, δεν αφορούν τοποθεσίες διαχρονικά τουριστικές, όπως τα νησιά, αλλά εξαπλώνονται θεαματικά και στις πόλεις, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, καθώς προωθείται το «μοντέλο» της πόλης – τουριστικού προορισμού.
Συνολικά στο κέντρο της Αθήνας, το μέσο μηνιαίο εισόδημα από τη βραχυχρόνια μίσθωση το γ’ τρίμηνο του 2023 ανήλθε σε 2.375 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 56% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2019, αλλά και 4% συγκριτικά με το 2022. Στο κέντρο της Αθήνας εντοπίζονταν το 2023 12.548 καταλύματα, αριθμός υψηλότερος κατά 14% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ πάνω από 20.000 υπολογίζονται στο σύνολο της Αττικής.
Πρόκειται για μια αγορά που συγκεντρώνεται ταχύτατα στα χέρια λίγων εταιρειών. Συνολικά στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι το 36% των ακινήτων το διαχειρίζονται επαγγελματίες, ενώ περισσότερα από 40.000 καταλύματα βρίσκονται υπό τη διαχείριση εταιρειών.
ΟΞΥΝΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ
Πανάκριβο εμπόρευμα για τον λαό, κερδοφόρο «επενδυτικό προϊόν» για τους ομίλους
Την περίοδο που διανύουμε, χιλιάδες λαϊκές οικογένειες βρίσκονται σε αναζήτηση κατοικίας για τα παιδιά που θα φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο μιας άλλης πόλης. Καθώς τα δωμάτια στις φοιτητικές εστίες αποτελούν «σταγόνα στον ωκεανό», η συντριπτική πλειοψηφία τους στρέφεται στην ενοικίαση.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα λαϊκά νοικοκυριά βρίσκονται αντιμέτωπα με δυσθεώρητα κόστη για την εξασφάλιση φοιτητικής στέγης. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα οξυμένο πρόβλημα και σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για τις σπουδές των φοιτητών.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται βέβαια μόνο στη φοιτητική στέγη, αφού ο Σεπτέμβρης είναι μήνας γενικότερων μετακινήσεων: Για εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, ιδιαίτερα νέους, για τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς και άλλους εργαζόμενους στο Δημόσιο. Ολοι τους έρχονται αντιμέτωποι με το ίδιο πρόβλημα: Η στέγη είναι πανάκριβο εμπόρευμα και το νοίκι απορροφά ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του λαϊκού εισοδήματος από χρόνο σε χρόνο.
Η μεγάλη αύξηση των τιμών πώλησης και ενοικίασης, η μειωμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και το υψηλό κόστος δανεισμού, το ενδιαφέρον των ξένων επιχειρηματιών για «χρυσή βίζα» και εξοχικές κατοικίες, η μετατροπή της στέγης σε «επενδυτικό προϊόν», για τουριστική κυρίως χρήση, συνιστούν μια «τέλεια καταιγίδα» που μεγαλώνει τα αδιέξοδα για τα εργατικά – λαϊκά νοικοκυριά.
Ορισμένες τέτοιες πλευρές επιχειρεί να φωτίσει η σημερινή έρευνα του «Ριζοσπάστη» για την αγορά στέγης, χωρίς βέβαια να εξαντλεί το θέμα.
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται, επιβεβαιώνουν ότι η ακριβή στέγη για τον λαό δεν είναι ένα συγκυριακό «στραβοπάτημα» της αγοράς, αλλά προκύπτει από την ίδια τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, όπου η στέγη είναι εμπόρευμα. Ως τέτοια την αντιμετωπίζουν άλλωστε όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις και τα κόμματα, στηρίζοντας την κερδοφορία του κατασκευαστικού τομέα και όσων επενδύουν στην αγορά στέγης, σε βάρος της ανάγκης των εργαζομένων και του λαού για φτηνά, ασφαλή και ποιοτικά σπίτια.
Γι’ αυτό η κυβέρνηση και όλα τα κόμματα δεν μπορούν να δώσουν ούτε καν ανάσα με τις προτάσεις τους στα λαϊκά νοικοκυριά που υποφέρουν. Το αποδεικνύουν άλλωστε τα μέτρα – κοροϊδία που ανακοινώνει η κυβέρνηση της ΝΔ, είτε για την επιδότηση ενοικίου σε «ευάλωτα» νοικοκυριά είτε με την επιδότηση επιτοκίου στα στεγαστικά δάνεια είτε με τα άλλα μέτρα για τη φοιτητική στέγη. Το ίδιο ισχύει για τις προτάσεις των ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και των άλλων.
Μόνο ο αγώνας για πραγματικές αυξήσεις μισθών, για μπλοκάρισμα κάθε πλειστηριασμού λαϊκής κατοικίας, ενάντια στην «πράσινη» αντιλαϊκή στρατηγική στην κατοικία – εμπόρευμα της ΕΕ και των κυβερνήσεών της, για δημόσιες και δωρεάν φοιτητικές εστίες στο ύψος των αναγκών, μπορεί να ανακουφίσει σήμερα τον λαό και τη νεολαία.
Σε σύγκρουση με αυτήν την πολιτική, το κεφάλαιο, την ΕΕ και τα κόμματά τους, να ανοίξει ο δρόμος για προσβάσιμη λαϊκή κατοικία με βάση τις σύγχρονες ανάγκες και τα τεχνολογικά επιτεύγματα, στον δρόμο της συνολικής ανατροπής του βάρβαρου καπιταλισμού, που στον βωμό της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων αντιμετωπίζει κάθε ανθρώπινη ανάγκη ως εμπόρευμα.
Το «τουριστικό θαύμα» … καταβροχθίζει σπίτια
Από κοντά και οι επενδύσεις σε ακριβότερες και πολυτελέστερες κατοικίες, που προσελκύουν κεφάλαια και από το εξωτερικό
Η διαθεσιμότητα σπιτιών προς ενοικίαση συμπιέζεται από επιπρόσθετους παράγοντες, όπως η γιγάντωση της εκμετάλλευσης κατοικιών στο πλαίσιο της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αυξάνοντας κι άλλο τις τιμές των ενοικίων, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, σύμφωνα με την έρευνα της Cerved, από 60.000 περίπου που είχαν καταγραφεί το 2017, έχουν ξεπεράσει τα 180.000 σε όλη τη χώρα. Πλέον, δεν αφορούν τοποθεσίες διαχρονικά τουριστικές, όπως τα νησιά, αλλά εξαπλώνονται θεαματικά και στις πόλεις, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, καθώς προωθείται το «μοντέλο» της πόλης – τουριστικού προορισμού.
Συνολικά στο κέντρο της Αθήνας, το μέσο μηνιαίο εισόδημα από τη βραχυχρόνια μίσθωση το γ’ τρίμηνο του 2023 ανήλθε σε 2.375 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 56% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2019, αλλά και 4% συγκριτικά με το 2022. Στο κέντρο της Αθήνας εντοπίζονταν το 2023 12.548 καταλύματα, αριθμός υψηλότερος κατά 14% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ πάνω από 20.000 υπολογίζονται στο σύνολο της Αττικής.
Πρόκειται για μια αγορά που συγκεντρώνεται ταχύτατα στα χέρια λίγων εταιρειών. Συνολικά στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι το 36% των ακινήτων το διαχειρίζονται επαγγελματίες, ενώ περισσότερα από 40.000 καταλύματα βρίσκονται υπό τη διαχείριση εταιρειών.
Στην Αθήνα, το μερίδιο των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο φτάνει στο 52% του συνόλου της αγοράς της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ενώ το μεγαλύτερο καταγράφεται στην Οία της Σαντορίνης (74%) και ακολουθούν Μύκονος (61%) και Θεσσαλονίκη (50%).
Αλλά και η Θεσσαλονίκη καταγράφει θεαματική αύξηση των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, καθώς τον Δεκέμβρη του 2023 οι κλίνες σε αυτά αυξήθηκαν κατά 58% έναντι του 2019, φτάνοντας τις 14.000, ενώ τα ξενοδοχεία της πόλης διέθεταν το ίδιο διάστημα λιγότερες από 8.500 κλίνες. Ως προς το πλήθος των διαθέσιμων καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, αυτά αντιστοιχούσαν σε κάτι περισσότερο από 4.000, με αύξηση κατά 70% έναντι του 2019.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη του τουρισμού έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των funds που στοχεύουν στην απόκτηση κατοικιών σε μεγάλες πόλεις και άλλους τουριστικούς προορισμούς για να διατεθούν προς βραχυχρόνια μίσθωση.
«Επενδυτικό προϊόν» η κατοικία στην Ελλάδα
Μέσα σε λιγότερο από δύο δεκαετίες, οι κατοικίες στην Ελλάδα έχουν αποκτήσει «επενδυτικό προφίλ», όπως σημειώνουν ειδικοί της αγοράς, πράγμα που με τη σειρά του έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των λεγόμενων Ανώνυμων Εταιρειών Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας (ΑΕΕΑΠ).
Μεγάλο μέρος του επενδυτικού ενδιαφέροντος προέρχεται από το εξωτερικό. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας δείχνουν ότι το πρώτο τρίμηνο του 2024 οι καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα στην αγορά ακινήτων κατέγραψαν ετήσια αύξηση 4,6% και ανήλθαν σε 520 εκατ. ευρώ, έναντι 497 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2023.
Το περασμένο έτος οι καθαρές εισπράξεις για αγορά ακινήτων από το εξωτερικό εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο ως ποσοστό του συνόλου των επενδύσεων στη χώρα, καθώς αντιπροσωπεύουν το 42,5% και υπερβαίνουν τα 2,13 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 8% σε σχέση με το 2022 που έφτασαν τα 1,9 δισ. ευρώ.
Το 2008 η συμμετοχή ξένων υπηκόων στο σύνολο των πράξεων αγοράς κατοικίας ήταν 1,5% με 2%, ενώ το 2023 το ποσοστό αυτό εκτοξεύτηκε στο 25%.
Το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών δεν περιορίζεται στην αγορά εξοχικής κατοικίας, αλλά επεκτείνεται και στα αστικά διαμερίσματα, καθώς αυτά εμφανίζουν υψηλές προοπτικές κερδοφορίας. Η πλειοψηφία των επενδυτών προέρχονται κυρίως από χώρες όπως το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, την Τουρκία, τη Βουλγαρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Ολλανδία.
Το «επενδυτικό προφίλ» της κατοικίας έχει στηριχθεί από όλες τις κυβερνήσεις, καθώς πλέον οι επενδυτές απολαμβάνουν ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, με φορολογικά κίνητρα, συμπεριλαμβανομένων μειωμένων φόρων μεταβίβασης ακινήτων και φορολογικών πλεονεκτημάτων για έργα ανακαίνισης και ανάπτυξης.
Στροφή στην ανέγερση πολυτελών κατοικιών
Καθώς η ζήτηση νεόδμητων κατοικιών βασίζεται στις ανάγκες κερδοφορίας των επενδυτών, η οικοδομική δραστηριότητα στρέφεται όλο και περισσότερο σε ακριβότερα ακίνητα και σε πολυτελείς κατοικίες.
Ενα σημαντικό μερίδιο των πολυτελών κατοικιών αγοράζονται «από τα σχέδια». Οι αγορές αυτές εξασφαλίζουν χαμηλότερο τίμημα στον αγοραστή, έως και 15% – 20%, κάτι που με τη σειρά του προσφέρει την προοπτική υψηλότερης απόδοσης, όταν ο αγοραστής προχωρήσει σε μεταπώληση ή αξιοποίηση του ακινήτου. Αποτελεί συχνό φαινόμενο, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς ακινήτων, οι αγοραστές να πουλούν τα ακίνητά τους ακόμα και έναν χρόνο μετά την αγορά τους, λόγω της μεγάλης αύξησης της τιμής τους.
Ιδιαίτερα στην Αθήνα, οι τιμές αγοράς των νεόδμητων πολυτελών κατοικιών άνω των 150 τ.μ. κατέγραψαν το α’ εξάμηνο του 2024 την 4η μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ 30 πόλεων παγκοσμίως. Ο ρυθμός της ανόδου διαμορφώθηκε σε 3,5%, πίσω μόνο από τη Λισαβόνα (4,5%), το Αμστερνταμ και τη Μαδρίτη, με τον μέσο όρο να μην ξεπερνά το 0,8%. Σημαντική αύξηση καταγράφεται και στις τιμές ενοικίασης το ίδιο διάστημα.
Η ζήτηση για πολυτελείς κατοικίες έχει πυροδοτήσει μια σημαντική επενδυτική δραστηριότητα ανάπτυξης νέων οικοδομών σε περιοχές των νότιων προαστίων και κατά μήκος του παραλιακού μετώπου της Αττικής, σε περιοχές όπως το Ελληνικό, η Γλυφάδα και η Βούλα.
Το μοντέλο της «Golden Visa»
Σε αυτό συντελεί και το πρόγραμμα επενδύσεων στην ακίνητη περιουσία «Golden Visa», με το οποίο επενδυτές από κράτη εκτός ΕΕ αποκτούν πρόσβαση στη ζώνη Σένγκεν και δίοδο προς την απόκτηση υπηκοότητας της ΕΕ έναντι επένδυσης σε ακίνητη περιουσία.
Κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου του 2024, οι αιτήσεις χορήγησης αδειών παραμονής μέσω του προγράμματος «Golden Visa» σημείωσαν αύξηση 52% σε έναν χρόνο, και εφόσον εγκριθούν όλες οι αιτήσεις που εκκρεμούσαν μέχρι τον περασμένο Μάη, ο συνολικός αριθμός θα φτάσει τις 24.397. Συνολικά, μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος, έχουν γίνει επενδύσεις ύψους 6 δισ. ευρώ στην Ελλάδα.
Για να μειώσει, υποτίθεται, το αντίκτυπο του προγράμματος «Golden Visa» στην αγορά ακινήτων, η κυβέρνηση προχώρησε σε αύξηση του ελάχιστου ύψους επένδυσης. Από την 1 Σεπτέμβρη, το ελάχιστο ύψος θα αυξηθεί σε 800.000 ευρώ για την Αττική, τη Θεσσαλονίκη αλλά και τα νησιά με ελάχιστο μόνιμο πληθυσμό 3.100 κατοίκων.
Στην υπόλοιπη χώρα, το όριο αυξάνεται από τις 250.000 στις 400.000 ευρώ. Παράλληλα ορίζονται ως ελάχιστη έκταση ακινήτου τα 120 τ.μ. Ωστόσο, σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, ο μέσος όρος των επενδυτών που αγοράζουν κατοικίες για το πρόγραμμα «Golden Visa» διαθέτουν έτσι κι αλλιώς 900.000 ευρώ για πολυτελείς κατοικίες.
άββατο 24 Αυγούστου 2024 – Κυριακή 25 Αυγούστου 2024
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940/40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΠΙΑΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ Η ΙΔΙΟΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
Εισοδήματα στον πάτο, στο ταβάνι τιμές και κόστος δανεισμού
Το 90% των Ελλήνων βρίσκεται πλέον εκτός αγοράς νεόδμητων κατοικιών, και μόνο αν προστεθούν οι παλιότερες κατοικίες, το ποσοστό πέφτει στο 75%
RIZOSPASTIS |
Οπως αποτυπώνεται στα διαθέσιμα στοιχεία, τα ελληνικά νοικοκυριά και ειδικά τα νέα ζευγάρια απορρίπτουν «από τα αποδυτήρια» κάθε σκέψη για αγορά σπιτιού – ιδιοκατοίκηση και στρέφονται στο ενοίκιο.
Για την πλειοψηφία τους, η αγορά κατοικίας αποτελεί πλέον ένα άπιαστο όνειρο. Μελέτη της «Cerved» υπολογίζει ότι το 90% των Ελλήνων βρίσκεται πλέον εκτός αγοράς νεόδμητων κατοικιών, και μόνο αν προστεθούν οι παλιότερες κατοικίες, το ποσοστό πέφτει στο 75%.
Δηλαδή, μόνο ένα και 10% και 25% αντίστοιχα μπορεί να αντεπεξέλθει στο μεγάλο κόστος της αγοράς στέγης κι αυτοί με μεγάλη ανομοιομορφία στις δυνατότητές τους.
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, το 2023, το 42% των ελληνικών νοικοκυριών καταγράφει μέσο εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ, με τον μέσο μεικτό μισθό να φτάνει τα 1.251 ευρώ.
Δυσβάσταχτο είναι και το αυξημένο κόστος δανεισμού. Πρόσφατη μελέτη της «Cerved Property Services», σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια Αθηνών και Μακεδονίας, με τίτλο «Affordable Housing Special Report», κατέδειξε την περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 80% των πράξεων για αγορά κατοικίας το 2008 γινόταν με τραπεζικό δανεισμό (13,2 δισ. οι ετήσιες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων). Το 2023 μόνο το 20% των πράξεων έχουν τραπεζικό δανεισμό (1,2 δισ. τα στεγαστικά δάνεια), που σημαίνει ότι οι (λιγότεροι) αγοραστές αναζητούν από άλλες, φτηνότερες πηγές τα χρήματα για κάποια αγορά, ή επιλέγουν να διαθέσουν τις όποιες οικονομίες τους, αντί να δανειστούν.
Δυσκολίες με τα δάνεια, με κίνδυνο να χάσουν το σπίτι τους, αντιμετωπίζουν βέβαια και χιλιάδες παλιοί δανειολήπτες, καθώς σύμφωνα με την έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδας, το α’ εξάμηνο του 2024 η ροή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε σε 1,6 δισ. ευρώ.
Από τις ακριβότερες πόλεις η Αθήνα
Ολα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών στην αγορά στέγης, που φτάνει το 57% από το 2018, καθιστούν την Αθήνα μια από τις ακριβότερες πόλεις για την αγορά κατοικίας επιφάνειας 60 τετραγωνικών, καθώς απαιτούνται μισθοί 11,5 ετών για την κάλυψη αυτής της ανάγκης. Τελ Αβίβ, Παρίσι, Τόκιο και Χονγκ Κονγκ είναι οι μόνες ακριβότερες από την Αθήνα.
Το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι τιμές των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας αυξήθηκαν κατά 10,4%. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το 2023 οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,8%, έναντι αύξησης 11,9% το 2022.
Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει ότι η αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων το α’ τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023 ήταν 9,4% στην Αθήνα, 12,2% στη Θεσσαλονίκη, 10,3% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 12,1% στις λοιπές περιοχές της χώρας.
Ως αποτέλεσμα, η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα έχει ήδη μειωθεί κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019 – 2022. Το 2022 ήταν η πρώτη χρονιά που καταγράφηκε ποσοστό ιδιοκατοίκησης μικρότερο και από τα χρόνια των μνημονίων. Η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης το διάστημα 2019 – 2022, σε απόλυτα νούμερα, αντιστοιχεί περίπου σε 102.695 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα – Eurostat 2019).
Ακριβότερα σπίτια φέρνει η πολιτική της ΕΕ
Την ίδια ώρα, οι κατευθύνσεις της ΕΕ για την «πράσινη μετάβαση» προβλέπεται να δημιουργήσουν επιπλέον εμπόδια για την απόκτηση ή την ενοικίαση κατοικίας από τη λαϊκή οικογένεια, καθώς αυξάνουν ακόμα περισσότερο το κόστος.
Με βάση τον νέο κανονισμό που εγκρίθηκε και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όλες οι κατοικίες που είτε θα νοικιάζονται είτε θα πωλούνται, από το 2030 θα πρέπει να ανήκουν τουλάχιστον στην κατηγορία Ε’ των Πιστοποιητικών Ενεργειακής Απόδοσης.
Ετσι, όσα ακίνητα κατατάσσονται σήμερα στις δύο τελευταίες κατηγορίες, σε περίπτωση που δεν αναβαθμιστούν ενεργειακά, θα τεθούν εκτός διαθεσιμότητας. Να σημειωθεί ότι υπολογίζεται πως το 55% του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος αφορά ακίνητα που έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1980, χωρίς καμία μόνωση, ενώ δεν ακολουθούν και τους σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς.
Μάλιστα, ο «πήχης» θα ανέβει από το 2033, κατά ακόμα μία κατηγορία ενεργειακού πιστοποιητικού, δημιουργώντας έτσι μια κατάσταση όπου θα υπάρχει μεγάλο απόθεμα ακινήτων τα οποία δεν θα πληρούν τα κριτήρια, και δεν θα μπορούν ούτε να πουληθούν αλλά ούτε και να ενοικιαστούν.
Παρά τα όσα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς κατοικίας, το σύνολο των νοικοκυριών στην ΕΕ αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα.
Σύμφωνα με την Eurostat, από το 2010 έως το 2022 τα ενοίκια σε όλη την ΕΕ αυξήθηκαν 18% κατά μέσο όρο. Επίσης, αυξάνεται διαρκώς το ποσοστό των νοικοκυριών (πάνω από 10%) που καταβάλλουν τουλάχιστον το 40% του εισοδήματός τους για έξοδα στέγασης.
Οι επενδύσεις στις κατοικίες δεν βελτιώνουν την κατάσταση, αλλά αντίθετα «ζεσταίνουν» την αγορά και τα ενοίκια παίρνουν φωτιά. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, από το 2010 μέχρι σήμερα, το 25% των κατοικιών στις τέσσερις μεγαλύτερες πόλεις έχουν περάσει στα χέρια επενδυτών, που με τη σειρά τους εκτόξευσαν τα ενοίκια.
Στα ύψη τα ενοίκια
Οι αυξήσεις στις τιμές των ενοικίων το πρώτο εξάμηνο του 2024 τόσο στην Αθήνα, όσο και σε Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Ηράκλειο Κρήτης, σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν και το 10% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2023. Από το 2018, οι τιμές των ενοικίων συνολικά έχουν αυξηθεί κατά 52%, ενώ ειδικά για τα σπίτια από 50 τ.μ. και κάτω, τα οποία επιλέγουν φοιτητές, νέοι εργαζόμενοι κ.λπ., η αύξηση αγγίζει το 63%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 45,5% του πληθυσμού στην Ελλάδα καθυστερεί να πληρώσει το ενοίκιο ή τη δόση του στεγαστικού του δανείου, ενώ το 36,9% αδυνατεί να τα πληρώσει κάθε μήνα. Επίσης, το 74,6% των ενοικιαστών στην Ελλάδα δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για το ενοίκιο.
Στην Αττική, για ένα διαμέρισμα μέχρι 60 τ.μ. οι τιμές κυμαίνονται από 8,5 έως 15,5 ευρώ/τετραγωνικό. Σύμφωνα με στοιχεία από μεσιτικά site, ακόμα και στις περιοχές με τις χαμηλότερες τιμές/τ.μ. υπάρχουν περιπτώσεις που το α’ εξάμηνο του 2024 οι αυξήσεις ξεπέρασαν το 10%. Οπως το Ιλιον, όπου σημειώθηκε 11,2% αύξηση και ένα τέτοιο σπίτι κοστίζει πλέον 537 ευρώ κατά μέσο όρο, ο Κορυδαλλός (15,60% αύξηση – 568 ευρώ ενοίκιο) και Περιστέρι (10,4% αύξηση – 578 ευρώ ενοίκιο).
Στη Θεσσαλονίκη η μέση τιμή ενοικίασης για διαμερίσματα μέχρι 60 τ.μ. ανέρχεται σε 9,46 ευρώ ανά τ.μ. το πρώτο εξάμηνο του 2024, παρουσιάζοντας αύξηση 6,7% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Στην Πάτρα η μέση τιμή ενοικίασης ανέρχεται σε 9,14 ευρώ ανά τ.μ., αυξημένη κατά 13,1%, και στο Ηράκλειο Κρήτης 9,85 ευρώ ανά τ.μ., με άνοδο 10,5%.
Αντιφάσεις στην αγορά κατοικίας
Τις αντιφάσεις που προκαλεί η καπιταλιστική αγορά στον εμπορευματοποιημένο τομέα της στέγης δείχνουν και τα εξής στοιχεία:
- Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, καταγράφεται στη χώρα μας ένα έλλειμμα προσφοράς κατά περίπου 212.000 κατοικίες, συμπεριλαμβανομένων και των κατοικιών που προορίζονται για βραχυχρόνια μίσθωση.
Να σημειωθεί ότι μεταξύ της απογραφής 2001 – 2011 είχε καταγραφεί στην Ελλάδα αύξηση του αριθμού των κατοικιών κατά 917.000, ενώ την επόμενη δεκαετία (2012 – 2022), στην οποία περιλαμβάνονται και τα χρόνια της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, υπολογίζεται πως οικοδομήθηκαν μόλις 155.000 κατοικίες.
- Την ίδια ώρα, εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες σε όλη τη χώρα παραμένουν κενές, ενώ πολλές από αυτές βρίσκονται στα «νύχια» των funds και των τραπεζών μετά από κατασχέσεις.
Από τις 6,3 εκατομμύρια κατοικίες που καταγράφηκαν στην απογραφή του 2011, το 14%, δηλαδή 897.968, ήταν κενές. Από αυτές, το 31% βρίσκονταν στην Αθήνα, με 132.000 να υπολογίζονται τα κενά διαμερίσματα στο κέντρο, ενώ το 28% στον δήμο Πειραιά και το 28,2% στον δήμο Θεσσαλονίκης. Πλέον, οι κενές κατοικίες υπολογίζονται σε τουλάχιστον 700.000.
ΚΕΙΜΕΝΑ: Δημήτρης ΜΑΒΙΔΗΣ
Πηγή : Ριζοσπάστης 24 25 / 8 – 2024
«Υπερτουρισμός» ή «η χειρότερη σεζόν»; Απλά, καπιταλιστική τουριστική ανάπτυξη…
Το παράδειγμα της Σαντορίνης
Eurokinissi |
Το «SEA DIAMOND» παραμένει ακόμη στον βυθό |
Η Σαντορίνη αναμφίβολα την τελευταία 20ετία γνωρίζει μία αλματώδη ανάπτυξη στον τομέα του τουρισμού. Σε όλη την Ελλάδα το τουριστικό κεφάλαιο, αλλά και συνολικά μεγάλοι όμιλοι από διάφορους κλάδους πόνταραν στο άλογο του τουρισμού ώστε να βγάλουν πολλά δισ. με υψηλό ποσοστό κέρδους. Στη Σαντορίνη, αξιοποιώντας και το μοναδικό και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους τοπίο, αυτή η τάση κυριάρχησε.
Εντονο ενδιαφέρον εκδηλώνεται από την αστική τάξη, τα επιτελεία και τις κυβερνήσεις της για την οικονομική δραστηριότητα στον τουρισμό, αλλά κι από τα συστημικά ΜΜΕ με πλήθος αναλύσεων και δημοσιευμάτων. Αλλα από αυτά εκθειάζοντας την καπιταλιστική τουριστική ανάπτυξη, αναφερόμενα στον τουρισμό με τους όρους «τουριστικό θαύμα», «βαριά βιομηχανία», «ατμομηχανή της εθνικής οικονομίας». Και άλλα – πολλά για τη Σαντορίνη – ανησυχώντας για τα προβλήματα που δημιουργούν οι, δήθεν, «στρεβλώσεις και παρεκκλίσεις» από μια ομαλή και «βιώσιμη», όπως τη λένε, οικονομική τουριστική ανάπτυξη, μιλώντας πότε για «υπερτουρισμό» και πότε για τη «χειρότερη σεζόν».
Η αλήθεια είναι ότι καμία στρέβλωση και παρέκκλιση δεν υπάρχει. Πρόκειται, απλά, για μια κανονική και σύμφωνα με όλους τους νόμους της οικονομίας καπιταλιστική τουριστική ανάπτυξη! Ας δούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά της…
Για τους μεγαλοξενοδόχους και επιχειρηματίες
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, παρατηρείται μια μεγέθυνση της κεφαλαιοποίησης, κύρια των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, μέσα από τη δημιουργία ομίλων με συμμετοχή τραπεζών, ναυτιλιακών και κατασκευαστικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και ξένων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και Τour Operators μέσα από επενδύσεις, εξαγορές και συγχωνεύσεις, ανάληψη του μάνατζμεντ.
Eurokinissi |
Με βάση τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΞΕΕ), το σύνολο των ξενοδοχειακών μονάδων παρουσιάζει μια αύξηση κατά 32,6%, αλλά τη μεγαλύτερη άνοδο είχαν τα ξενοδοχεία πολυτελείας κατά 115% και της Α΄ κατηγορίας κατά 79%.
Στη Σαντορίνη οι οικογενειακές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις των 1 και 2 αστέρων παρουσιάζουν μια στασιμότητα από το 2004 έως σήμερα. Αντίστοιχα τα 4άστερα και 3άστερα ξενοδοχεία από 109 έφτασαν τα 227 (αύξηση 107%), ενώ τα 4 5άστερα ξενοδοχεία το 2004 έγιναν 72 (αύξηση 1.700%)!
Ολες αυτές οι νέες μονάδες στηρίχτηκαν σε ένα ευνοϊκό οικονομικό πλαίσιο που διαμόρφωσαν όλες οι κυβερνήσεις, παίρνοντας χρήματα από φόρους από τον λαό, αλλά και χρήματα προερχόμενα από τη φορολογία των λαών της Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή που ο αυτοαπασχολούμενος καλείται να προπληρώσει φόρο βασιζόμενο σε υποθετικό εισόδημα, οι μεγαλοεπιχειρηματίες του ξενοδοχειακού κεφαλαίου έχτισαν μονάδες με επιδοτήσεις που αγγίζουν το 80%, ή στη χειρότερη με δανειοδότηση με πολύ ευνοϊκούς όρους δανεισμού.
Σε αυτήν τη διαμορφωμένη οικονομική βάση, μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μετέτρεψε την ιδιοκτησία του σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Αρκετοί κυρίως μικροϊδιοκτήτες χρεώθηκαν παίρνοντας και υψηλότοκα δάνεια με πολύ διαφορετικούς όρους από αυτούς του μεγάλου κεφαλαίου, προσπαθώντας να ακολουθήσουν τον ανταγωνισμό προσφοράς «υψηλού επιπέδου» τουριστικών υπηρεσιών. Με αυτόν τον τρόπο σε ένα νησί 76 τετραγωνικών χιλιομέτρων, οι διαθέσιμες κλίνες το 2023 προσεγγίζουν τις 80.000, με τον αριθμό αυτό να αυξάνεται το 2024 (για το οποίο δεν έχουμε ακόμα επίσημα στοιχεία).
Ο αριθμός των επισκεπτών επίσης την τελευταία δεκαετία παρουσιάζει σημαντική αύξηση, με μία σταθεροποίηση και μικρή πτώση για το 2024. Χαρακτηριστικά, το 2016, το αεροδρόμιο της Σαντορίνης δέχτηκε περίπου 1.700.000 επιβάτες, ενώ το 2023 περίπου 2.775.000 επιβάτες, καταγράφοντας αύξηση πάνω από 1 εκατ.
Ο κύκλος εργασιών σε καταλύματα και εστίαση παρουσιάζει σημαντική αύξηση (για το 2023 εμφανίζεται σχεδόν όσο ολόκληρου του νομού Χανίων), με μία σταθεροποίηση και μικρή πτώση για το 2024 της τάξης του 6 με 7%. Είναι όμως ίδια η πτώση για όλους;
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι εταιρείες Γ’ κατηγορίας (κύκλου εργασιών άνω του 1,5 εκατ.) όχι μόνο δεν εμφανίζουν πτώση αλλά αντίθετα μετράνε οριακή αύξηση.
Επιβεβαιώνεται λοιπόν η τάση συγκέντρωσης του τουρισμού αλλά και των εσόδων του στις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, ενώ συρρικνώνεται το ποσοστό των μικρών και μεσαίων. Αξιοποιώντας και τη μικρή πτώση τη φετινή σεζόν, προχωράει η συγκεντροποίηση του κλάδου που εκφράζεται με εξαγορά ή ενοικίαση μικρών οικογενειακών ξενοδοχειακών μονάδων αλλά και χρεωμένων με δάνεια μικροϊδιοκτητών.
Με απλά λόγια, από την πίτα του τουρισμού το μεγάλο φαγοπότι το κάνει το μεγάλο κεφάλαιο που αφού έχτισε τα μεγαθήριά του με επιδοτήσεις σε σημεία μοναδικής ομορφιάς τώρα βγάζει αμύθητα κέρδη εκμεταλλευόμενο εργαζόμενους και τη μοναδικότητα του νησιού.
Για τους εργαζόμενους
Από την άλλη πλευρά, σε αυτόν τον χορό των εκατοντάδων εκατομμυρίων οι εργαζόμενοι μετράνε οριακά ένα εισόδημα που θα τους βγάλει τη χρονιά. Παρά τα ρεκόρ των αφίξεων, εσόδων και κερδών που σπάνε κάθε χρόνο την τελευταία 15ετία, οι μισθοί μετά βίας βρίσκονται στα επίπεδα του 2009!
Τα 1.500 και 1.600 ευρώ μισθού αντιστοιχούν σε 750 με 800 τον μήνα αν αναλογιστεί κανείς ότι με αυτά πρέπει να βγουν όχι έξι αλλά δώδεκα μήνες, ενώ αν τα υπολογίσει σε 5ήμερο – 8ωρο αντιστοιχούν σε 500 – 600, πολύ πιο κάτω από τη ΣΣΕ, χαμηλότερα ακόμα κι από τον κατώτατο μισθό.
Δουλειά 12ωρα και 13ωρα, 7 μέρες τη βδομάδα χωρίς ρεπό όλη τη σεζόν. Σε συνθήκες υπερεντατικοποίησης για να πληρώσει ο εργοδότης λιγότερα μεροκάματα αλλά και λόγω έλλειψης δυναμικού (εκτιμάται ότι είναι 80.000 κενές θέσεις σε όλη τη χώρα).
Με διαμονή σε τρώγλες ή σε υπόγεια μερικών τετραγωνικών μέτρων. Ακόμα και τη φετινή σεζόν, που υπάρχει μία μικρή μείωση, οι εργαζόμενοι δουλεύουν με τους ίδιους και χειρότερους όρους.
Πώς αλλιώς βγαίνουν τα αμύθητα κέρδη των ομίλων του κλάδου; Τι κέρδη θα είχαν αν δεν επέβαλλαν πεντάμηνη και εξάμηνη δουλειά δίχως ρεπό, με καραμπινάτη κλοπή σε ένσημα ή με δουλειά χωρίς διάλειμμα μέσα στον καύσωνα;
Θα πει κανείς, έτσι είναι η φύση της εργασίας στον τουρισμό. Αλήθεια; Γιατί, τι εμποδίζει, αν όχι το κυνήγι του μεγαλύτερου κέρδους από την εργοδοσία, έναν εργάτη να δουλεύει 7ωρο, 5ήμερο, 35ωρο, με ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και μισθούς που να καλύπτουν τις ανάγκες του;
Και τι μένει πίσω όταν έρθει ο Νοέμβρης πέρα από το πετσοκομμένο, από την ακρίβεια και το κόστος ζωής στο νησί, εισόδημα; Υπερκόπωση, μυοσκελετικά και άλλα προβλήματα υγείας, ακόμα και ψυχικά νοσήματα από τη σωματική εξάντληση και το αδιέξοδο αυτής της πραγματικότητας.
Για τους κατοίκους του νησιού
Τι το διαφορετικό παρουσιάζει για τους κατοίκους της η καθημερινότητα στη Σαντορίνη των εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ;
Η ακρίβεια χτυπάει «κόκκινο» ακόμα και στα βασικά είδη. Το κόστος των ακτοπλοϊκών, που για τους νησιώτες δεν είναι ζήτημα διακοπών αλλά μετακίνησης από και προς τον τόπο κατοικίας, είναι δυσβάσταχτο. Μόλις τα φώτα της σεζόν σβήσουν δεν υπάρχει ούτε καν σύνδεση με την πρωτεύουσα του νομού, τη Σύρο, όπου αρκετοί χρειάζεται να μετακινούνται για μια σειρά από υποθέσεις τους, όπως π.χ. να περάσει ένα άτομο με αναπηρία μία επιτροπή.
Η έλλειψη στέγης για μακροχρόνια ενοικίαση έχει εκτοξεύσει τα ενοίκια, με αποτέλεσμα να θες ένα μηνιάτικο για μία γκαρσονιέρα. Καθηγητές, δάσκαλοι, γιατροί δεν μπορούν να βρουν σπίτι παρότι μπορεί να διορίζονται εδώ. Το νοσοκομείο αντιμετωπίζει ελλείψεις σε βασικές ειδικότητες, όπως αυτής του παθολόγου, με αποτέλεσμα να χρειάζονται διακομιδή πάρα πολλά περιστατικά. Ετσι υπάρχει καθυστέρηση στην ιατρική αντιμετώπιση του περιστατικού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τίποτα δεν πηγαίνει στην ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Κοστοβόρα έργα υποδομής, όπως το αναγκαίο λιμάνι που θα μπορεί με ασφάλεια να χρησιμοποιεί ο πληθυσμός χειμώνα – καλοκαίρι, είναι στο συρτάρι μέχρι να βρεθεί ο επενδυτής που θα το κατασκευάσει με τη μορφή των ΣΔΙΤ, με κρατικό χρήμα και αξιοποίησή του μετά για ίδιον όφελος με κάθε πιθανό τρόπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διαχείριση των απορριμμάτων.
Εργα υποδομής που δεν έχουν να κάνουν με τον τουρισμό, δεν μπαίνουν καν στη συζήτηση. Η πλειοψηφία των σχολείων είναι χτισμένα μετά τον σεισμό του ’56 με υλικά από νερό και άμμο θαλάσσης που κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι είναι στατικά επαρκή. Η περίπτωση του Δημοτικού Σχολείου του Καμαρίου είναι χαρακτηριστική. Αντί να κατασκευαστεί με ειδικό τοπικό πολεοδομικό σχέδιο ένα σύγχρονο σχολείο σε έκταση που έχει απαλλοτριωθεί, ο δήμος προωθεί την επέκταση του υπάρχοντος επικίνδυνου σχολικού κτιρίου, κατασκευασμένου το 1958, που βρίσκεται εντός οικισμού. Προβληματική κατάσταση επικρατεί και στους βρεφικούς και παιδικούς σταθμούς που δεν μπορούν να καλύψουν ούτε το 20% των παιδιών που έχουν ανάγκη Προσχολικής Αγωγής, ενώ ακόμα και οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις δεν αξιοποιούνται στο σύνολό τους καθώς δεν υπάρχει προσωπικό.
Το περιβάλλον πληρώνει βαρύ τίμημα. Οι αυξημένες ανάγκες κατανάλωσης ρεύματος από τα δεκάδες μεγάλα ξενοδοχεία με τα τζακούζι ανά δωμάτιο απαιτούν πρόσθετες εγκαταστάσεις και μηχανές που πρέπει να δουλεύουν στο όριο των δυνατοτήτων τους. Ο Σταθμός Παραγωγής της ΔΕΗ λειτουργεί στο ανώτατο όριό του, ενώ ταυτόχρονα έχουν εγκατασταθεί δεκάδες κοντέινερ μετασκευασμένα ώστε να περιέχουν πρόσθετες μηχανές που λειτουργούν και εκπέμπουν και αυτές ρύπους. Στα παραπάνω προστίθενται οι ρύποι των κρουαζιερόπλοιων εντός της Καλντέρας αλλά και τα χιλιάδες πούλμαν και βανάκια δημιουργώντας φωτοχημικό νέφος στο νησί. Φυσικά ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα αυτής της ανάπτυξης είναι και το ναυάγιο του «Sea Diamond», που αφού έβγαλε ό,τι έβγαλε για τον εφοπλιστή, εδώ και 17 χρόνια είναι παρατημένο στα νερά της Καλντέρας.
Ταυτόχρονα, η χωρίς κανέναν έλεγχο οικοδόμηση και ανέγερση ξενοδοχειακών μονάδων έχει δημιουργήσει συνθήκες ασφυξίας σε όλα σχεδόν τα χωριά. Η κατασκευή μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων έχει αλλάξει τη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα των χωριών του νησιού. Ολα παραδίδονται στο γρήγορο κέρδος του τουρισμού με αποτέλεσμα να βλέπουμε την κατασκευή πολυτελών καταλυμάτων ακόμα και μέσα στην παραλία, σε αρχαιολογικό χώρο όπως στην Περίσσα. `Η να πέφτουν τσιμέντα μέσα στην άμμο και να γίνεται μαγαζί η ίδια η παραλία, να καταπατείται η πλατεία όπως στο Καμάρι, που δίκαια έχει αντιδράσει ο κόσμος. Καταστρέφονται ανεξέλεγκτα το περιβάλλον και το τοπίο, αυτό που εξαρχής προσέλκυσε τους πρώτους επισκέπτες.
Η «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού έχει συρρικνώσει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Η αγροτική παραγωγή της Σαντορίνης, ο διάσημος αμπελώνας της, το ντοματάκι της, η φάβα τείνουν να εξαφανιστούν. Η απουσία μέτρων για την αντιμετώπιση της ανομβρίας, που δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο, έχει οδηγήσει σε μεγάλη μείωση της παραγωγής σταφυλιών και άλλων τοπικών προϊόντων από όσους αγρότες επιμένουν ακόμα να καλλιεργούν.
Οι εργαζόμενοι και οι αυτοαπασχολούμενοι είναι εκτεθειμένοι στους κλυδωνισμούς και τις αυξομειώσεις του τουρισμού. Την αύξηση ή τη μείωση των επισκεπτών ενός προορισμού την καθορίζουν οι tour operators που ανάλογα με το ποσοστό κέρδους που θα βγάλουν στρέφονται και σε εναλλακτικούς προορισμούς. Οπως και να το κάνουμε, ο τουρισμός θέλουμε – δεν θέλουμε επηρεάζεται από παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν με το αν επιλέγουν οι τουρίστες τη χώρα μας ή άλλους προορισμούς.
Ιδιαίτερα τώρα που η διεθνής οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα γενικευμένης και συγχρονισμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης η επίπτωση στον τουρισμό θα είναι μεγάλη. Οπως επίπτωση έχουν ήδη και οι δύο περιφερειακοί πόλεμοι στην περιοχή, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Πόσο μάλλον σε μια πιθανή γενίκευση του πολέμου όπου και η χώρα μας εμπλέκεται ενεργά.
Φυσικά, οι επιπτώσεις από μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι ίδιες για όλους. Οι μεγαλοξενοδόχοι με τις δεκάδες επενδύσεις σε εξέλιξη, σε άλλες επιχειρήσεις εδώ στη χώρα ή αλλού θα συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, με αβάντες που δεν έχουν ούτε οι μικρομεσαίοι που είναι σε αρκετές περιπτώσεις χρεωμένοι ως τον λαιμό, ούτε βέβαια οι εργαζόμενοι που εξαρτώνται από τον μισθό τους και μόνο.
«Παρέκκλιση» ή κανονικότητα;
Αποτελούν τα παραπάνω μια «παρέκκλιση» ή είναι η κανονικότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης που υπακούει στον βασικό νόμο της μεγιστοποίησης του κέρδους, στον νόμο της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, στον νόμο της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης;
Ούτε το πρόβλημα, λοιπόν, αλλά ούτε και η λύση του βρίσκεται στην πλαστή αντιπαράθεση «υπερτουρισμός ή βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη». Αλλωστε, το δίλημμα σε αυτήν τη βάση είναι αν θα έχουμε λιγότερους πολύ φραγκάτους τουρίστες ή περισσότερους απλά φραγκάτους. Σε αυτό το δίλημμα δεν χωράνε οι εργαζόμενοι με τις οικογένειές τους που είναι καταδικασμένοι είτε σε «staycation», όπως ωμά μας προωθούν για να πέσει λίγη χρυσόσκονη στη φτώχεια, είτε στην καλύτερη περίπτωση να πάνε στο χωριό.
Δεν είναι στρέβλωση ούτε κάποια κακή διαχείριση. Είναι ένα σύστημα που αναπτύσσεται με βάση το κέρδος των λίγων, άναρχα, χωρίς να διστάζει να πραγματοποιεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος της Σαντορίνης και των άλλων νησιών και τουριστικών προορισμών. Οσες κυβερνήσεις και αν αλλάξουν, όσα κυβερνητικά σχήματα και αν διαμορφωθούν, όσοι τρόποι διαχείρισης και αν εφαρμοστούν, τα συμφέροντα του λαού με την κερδοφορία του κεφαλαίου δεν γεφυρώνονται.
Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Από τη μία αυτός της υπέρμετρης χλιδής, των ελικοπτέρων αναψυχής και των γιοτ, των δωματίων – σουίτες με τζακούζι και πισίνα, των πεντάστερων ξενοδοχείων, των παραλιών ιδιωτικής χρήσης με τραπεζάκια ως το κύμα. Ο κόσμος των λίγων. Από την άλλη ο κόσμος που ζουν οι εργαζόμενοι, οι χιλιάδες κάτοικοι του νησιού, που δεν έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν έστω και λίγες μέρες διακοπών.
Οι θέσεις του ΚΚΕ
Ο τουρισμός είναι ανθρώπινη ανάγκη, καθολικό λαϊκό δικαίωμα, που έχει άμεση σχέση με την αναπλήρωση της εργατικής δύναμης, και όχι εμπόρευμα.
Οι δυνάμεις του ΚΚΕ, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες είναι πρώτοι στη μάχη για αυξήσεις στους μισθούς, για υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που θα μπαίνουν εμπόδιο στη φυσική εξόντωση των εργαζομένων. Παλεύουμε για αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς και διαμονής με ευθύνη της μεγαλοεργοδοσίας, της κυβέρνησης, του δήμου και της Περιφέρειας. Για μέτρα υγείας και ασφάλειας, ώστε να μη σακατεύονται οι εργαζόμενοι σε μια τουριστική σεζόν με πρωτοφανή ένταση και με δουλειά από τα ξημερώματα ως τα μεσάνυχτα.
Οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να δουλεύουν σε ανθρώπινες συνθήκες, με ωράριο και μισθό που να επαρκεί ώστε να καλύψουν υποχρεώσεις και ανάγκες, αν δεν έμπαιναν στη μέση το κέρδος και οι πολιτικές που έχουν οδηγήσει στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού σε όλη τη χώρα.
Στο πλαίσιο μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας με γνώμονα ανάπτυξης την κάλυψη των αναγκών του λαού θα υπάρχουν όλες εκείνες οι παραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες που θα δώσουν ώθηση σε όλους τους κλάδους, σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Η κάλυψη, για παράδειγμα, των εγχώριων αναγκών σε αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα θα απαιτήσει σχεδιασμό και ανάπτυξη αυτού του κλάδου δίνοντας και ζωή στην ύπαιθρο που αυτήν τη στιγμή καταστρέφεται. Αντίστοιχα η παραγωγή φθηνών και ποιοτικών προϊόντων θα απαιτήσει ανάπτυξη της βιομηχανίας αξιοποιώντας όλο το εργατικό και επιστημονικό δυναμικό που τώρα παίρνει ένα πτυχίο και αντί να δουλέψει στο αντικείμενό του καταλήγει σεζόν στα νησιά.
Ο τουρισμός μπορεί να λειτουργεί στα πλαίσια αυτής της οικονομίας ως ένας ακόμα κλάδος της που θα έχει ως στόχο να ξεκουράζεται και να αναπληρώνει τις δυνάμεις του ο εργαζόμενος πληθυσμός της χώρας. Με άλλα λόγια, να μπορεί μια οικογένεια από την Αθήνα να κάνει διακοπές σε ένα νησί.
Γιάννης ΤΣΙΓΓΕΡΛΙΩΤΗΣ
Οικονομολόγος, μέλος της ΤΕ Νότιων Κυκλάδων του ΚΚΕ
Πηγή : Ριζοσπάστης 23 – 8 – 2024