EΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ (1893 – 7 Ιανουαρίου 1972) .
«Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα»
- A-
- A+
H Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είναι η πιο εμβληματική μορφή του στίχου και του λαϊκού μας τραγουδιού, η οποία έζησε ανεξάρτητη και με τους όρους της σε πολύ πιο δύσκολες εποχές και πέθανε σαν χθες πριν από 50 χρόνια.
Η μικρασιατική καταγωγή. Το δημοτικό τραγούδι που «φέρνει τον αντίλαλο μιας εθνικής πραγματικότητας». Η λαϊκή τέχνη ολόκληρη. Και βέβαια το «ρωμαλέο λαϊκό τραγούδι». Η εμπειρία και οι εικόνες της προσφυγιάς. Το θέατρο απ’ όπου είχε περάσει. Τα διαβάσματα και κυρίως η ποίηση. Κρυστάλλης («τον λάτρευα»). Κι ακόμα Ρίτσος, Βάρναλης, Παλαμάς, Καββαδίας, που δανειζόταν από τη βιβλιοθήκη του Απόστολου Καλδάρα. «Είμαστε λαός ποιητής, τραγουδιστής, χορευτής. Βλέπετε τον Ελληνα να μερακλώνει και να σηκώνεται να χορεύει ζεϊμπέκικο…» έλεγε.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που πέθανε σαν χθες πριν από 50 χρόνια, είναι πια μια σχεδόν αρχετυπική προσωπικότητα του λαϊκού μας πολιτισμού. Οχι μόνο. Οι δημιουργίες της ήταν η πρώτη ακλόνητη γέφυρα στήριξης της σχέσης της παράδοσης με ό,τι μάθαμε αργότερα να λέμε έντεχνο.
Στα στιχάκια που έγραφε συχνά σε παλιόχαρτα, σε κουτιά τσιγάρων, σε λογαριασμούς ή σε χαρτοπετσέτες, με την ευκολία που κι ο Πικάσο σε χαρτοπετσέτες ζωγράφιζε αριστουργήματα, η αξεπέραστη απλότητα του λαϊκού συνυπάρχει με λέξεις πιο λόγιες και νοήματα φιλοσοφημένα. Οι λέξεις της κληροδοτούν μικρασιατικούς ιδιωματισμούς (ιδιαίτερα στην ποίησή της) σε μια γλώσσα που είναι καθημερινή και λιτή χωρίς ωστόσο να κάνει καμία έκπτωση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στον στίχο της ομνύει όλη η «στρατιά» των μεγάλων στιχουργών: Νίκος Γκάτσος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου.
Η περιδίνηση της ζωής μιας σπουδαίας γυναίκας, από το Αϊδίνι μέχρι την οδό Αμοργού της Κυψέλης
Αλλά και τι γυναίκα! Τί σύμβολο γυναικείας χειραφέτησης – με όλο το κόστος φυσικά και τις «οδύνες» που προϋποθέτει η χειραφέτηση. Τι περίπτωση πρόταξης πάση θυσία μιας προσωπικής ελευθερίας σε «ανδροκρατούμενες» εποχές και σε ανδροκρατούμενους χώρους. Δεν είναι ότι η Παπαγιαννοπούλου δεν δοκιμάστηκε και δεν βασανίστηκε στη ζωή της. Ούτε ότι δεν είχε ελαττώματα. Είχε όπως έχουν όλες οι έντονες, ιδιοσυγκρασιακές, εμμονικές, μεγάλες προσωπικότητες. Ακόμα όμως και το μεγαλύτερο από αυτά, αυτό που τη βασάνισε, την καθόρισε και εν μέρει την κατέστρεψε, το πάθος της χαρτοπαιξίας, το επέλεξε, το διεκδίκησε και πλήρωσε (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το κόστος του.
Αυτή η διαπίστωση δεν φιλοδοξεί ούτε να ηρωοποιήσει, ούτε να ωραιοποιήσει αυτό το πάθος που ταλαιπώρησε την Παπαγιαννοπούλου και καθόρισε την τύχη της δουλειάς της σε πολλές περιπτώσεις, αφού είναι γνωστό πώς όταν της έλειπαν λεφτά, πούλαγε τους στίχους της για ένα κομμάτι ψωμί. Είναι όμως ένα χαρακτηριστικό σύμφυτο με μια τόσο έντονη, μη…αναστρέψιμη προσωπικότητα. Η ίδια «απολογούνταν» στον Δηµήτρη Λιµπερόπουλο τον Φεβρουάριο του 1970: «Ξέρεις µε τα τόσα σουξέ γιατί δεν αξιοποιήθηκα οικονοµικώς; Γιατί µετά τον θάνατο της κόρης µου, το 1960, για να ξεχάσω στράφηκα στα χαρτιά. Ηταν η καταστροφή µου. Ξενύχτια, εµπνεύσεις, κόπος χάθηκαν πάνω στην πράσινη τσόχα. Ολα έγιναν καπνός».
Και στη «Ρεµπέτικη Ανθολογία» του Τάσου Σχορέλη εξομολογούνταν πως όταν ο δεύτερος άντρας της, ο αστυφύλακας Γεώργιος Παπαγιαννόπουλος, είχε νυχτερινή υπηρεσία, την κλείδωνε για να µην ξεπορτίζει και «πηγαίνω για το άτιµο πάθος µου, για χαρτιά. Εγώ είχα συνεννοηθεί µε την παλιοπαρέα και ερχόντουσαν µε µια σκάλα και κατέβαινα απ’ το παράθυρο…». Και νωρίτερα το ‘61 έλεγε σε μια συνέντευξή της στην «Ακρόπολη»: «Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα». Επαιζε πάντως πόκα, ισότιμα, σε αντρικές συντροφιές και όχι λ.χ. το πιο «γυναικείο» κουμ καν.
Δεν μπορεί κάποιος να δει αυτές τις συντριπτικές και συντριπτικά ταλαντούχες προσωπικότητες με διαθέσεις «αγιοσύνης». Τα πάθη και τα ελαττώματα είναι στοιχείο της προσωπικότητας, αντίτιμο, αν το δει κάποιος μοιρολατρικά, ενός γιγαντιαίου χαρίσματος. Αυτού που δεν αφήνει ούτε μια λέξη περιττή στο έργο της. Περίφημο παράδειγμα το περίτεχνο, αλλά παραπλανητικά λιτό, αφηγηματικό «κέντημα» του ποιήματος π.χ. «Ο μπάρμπας μου ο Παναής» (από τη λιγότερο γνωστή ποιητική συλλογή που εξέδωσε το 1931 με τίτλο «Πνοές»), το οποίο μελοποιηθηκε αργότερα σε διαφορετικές εκδοχές (Μιχάλης Ζαμπέτας, Γιώργος Στεφανάκης, Τάσος Γκρους) και παραμένει ένας λαογραφικός θησαυρός κι ένα «θησαυροφυλάκιο» μικρασιατικών ιδιωματισμών. Λέει:
Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξε μια και μπήκε
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893, ως Ευτυχία Οικονόμου-Χατζηγεωργή, και πέρασε τα παιδικά της χρόνια εκεί. Οπως έγραφε στη βιογραφία της «Η γιαγιά μου, η Ευτυχία» (εκδόσεις Αγκυρα, 2009) η εγγονή της, Ρέα Μανέλη, ήταν μάλιστα υιοθετημένη: «Η πραγματική της μάνα είχε συμφωνήσει με τη θετή “Θ’ αφήσω το παιδί την τάδε ώρα στην πόρτα, έχε το νου σου…”. Εξ ου και το όνομα “Ευτυχία”: “όταν η -θετή- μητέρα της, η κόνα Μαριόγκα Οικονόμου (ή Χατζηγιωργή, όπως άλλαξε το όνομά της), άνοιξε την πόρτα, έβαλε τις φωνές: Αχ ένα μωρό είναι στην πόρτα μας, η ευτυχία μπήκε στο σπίτι μας…».
Το στασίδι
Από μικρή η Παπαγιαννοπούλου ήταν «πανέξυπνη, ατίθαση, ζωηρή προσωπικότητα. Από παιδί, λένε, της άρεσε να μιλάει με ρίμες. Γι’ αυτό, στα δεκάξι της, είχε κιόλας τελειώσει το σχολείο, ενώ στα 18 πήρε και το δίπλωμα της δασκάλας… «Λάτρευε τον πατέρα της. Οταν τον έχασε –μικρή ακόμα, στην εφηβεία– της στοίχισε πολύ. Από τότε, την έπιασε μια τρέλα με το πούλημα, με το πάρε-δώσε. “Μανία” την έλεγε η ίδια. Από αντίδραση; Για να περιγελάσει το θάνατο; Τη φθορά; Πάντως ό,τι έπεφτε στα χέρια της και είχε κάποια αξία -σκεύη, ρούχα, κοσμήματα- το ξεπουλούσε “μπιρ παρά”…».
«Μ’ εμένα δεν θα βρεις άκρη. Βίος και πολιτεία που λένε», είχε αφηγηθεί σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό «Γυναίκα» το 1970. «Δεκάξι χρόνων ήμουνα και πούλησα –φαντάσου– το στασίδι της μάνας μου στην εκκλησία. Στην πατρίδα, η καθεμιά είχε τότε το δικό της στασίδι. Εγώ, για να πάρω ρούχα, για να πάρω ξέρω ‘γω τι τρέλες, το πούλησα. Πάει η μάνα μου στην εκκλησία την Κυριακή, βλέπει άλλη στο στασίδι της. “Καλέ τι γυρεύει η Κλεονίκη στο στασίδι μου;” ρωτάει. “Κυρα-Μαριόγκα μου, το πούλησε” της λένε. “Ποια;” ρωτάει εκείνη. “Η κόρη σου”. “Αχού, που να μη δει χαΐρι και προκοπή…”».
Οι ανεξίτηλες εικόνες της Μικρασιατικής Καταστροφής
Τον Ιούνιο του 1919, όταν οι Τσέτες εισέβαλαν στο Αϊδίνι λεηλατώντας τα πάντα, η Ευτυχία ήταν ήδη παντρεμένη και μητέρα δύο κοριτσιών, της Μαίρης και της Καίτης. Είχε παντρευτεί με προξενιό τον έμπορο και πολύ μεγαλύτερό της Κωστή Νικολαΐδη. «Η μητέρα της ήταν ειλικρινής στον γαμπρό: “Η Ευτυχία δεν έχει ιδέα ποια πόρτα οδηγεί προς την κουζίνα, αλλά ξέρει πολύ καλά ποια είναι η πόρτα που οδηγεί στη βιβλιοθήκη, και στην εξώπορτα”». Τότε μαζί με τα δυο της παιδιά και τη μητέρα της πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς: «Οταν οι Τσέτες, άτακτοι Τούρκοι στρατιώτες, μπήκαν στο Αϊδίνι, είδα να σφάζουν, να βιάζουν και να καίνε, κι αυτές τις εικόνες τις κουβαλούσα μια ζωή μέσα μου», έλεγε για μια από τις εικόνες που δεν ξέχασε ποτέ στη ζωή της.
Ηθοποιός
Με τον ερχομό της στον Πειραιά, «το πρώτο σπίτι που έζησε στην Ελλάδα ήταν στο Χαλάνδρι, σε σπίτι συγγενών, προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια της». Στην Ελλάδα λοιπόν πια, τα ξαναβρήκαν με τον σύζυγό της, ωστόσο εκείνη δεν άντεχε… Χώρισαν, αλλά ο Νικολαΐδης έθεσε όρους: «Αν θα φύγεις, θα πάρεις ένα από τα δυο παιδιά και δεν πρόκειται ποτέ να δεις το άλλο». Ετσι της πήρε τη μια της κόρη, την Καίτη. Σφίγγοντας τα δόντια συνέχισε…
Παρότι είχε σπουδάσει δασκάλα, δεν εξάσκησε αυτό το επάγγελμα. Δούλεψε ως ηθοποιός (1926-1942). Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο σε περιοδεία, με «μπουλούκια», στην ελληνική επαρχία, στα τέλη του ’24. Οπως έλεγε η ίδια σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Γυναίκα», το 1970, «… έχω παίξει τα πάντα. Μπορεί να έπαιξα και “Αμλετ”, την Οφηλία, στα κουτσοχώρια. Επαιξα όμως. Επαιξα και με τα μπουλούκια στον Παρνασσό, και με θιάσους. Και με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, κορυφαία, σε τραγωδία, και με τους Μαυρέα-Κοκκίνη, αργότερα. Περπατούσα μέχρι το Περιστέρι και γύριζα μόνο και μόνο για να παίξω την Πενταγιώτισσα. Και δεν μου δίνανε και λεφτά. Φτάνει που με χειροκροτούσαν…».
Ηταν η Μαρίκα Κοτοπούλη που την πήρε από τα μπουλούκια και την έβγαλε στα μεγάλα αθηναϊκά θέατρα. «Η Κοτοπούλη τη θαύμαζε για τη μόρφωση, το θάρρος, το ελεύθερο πνεύμα της και γελούσε πολύ με το χιούμορ της. Επιπλέον, κατά έναν περίεργο τρόπο –επειδή ήταν και προληπτική– τη θεωρούσε γουρλού. (Λέγεται πως μια φορά, στο θέατρο “Κεντρικόν”, όταν είδε πως η πλατεία ήταν μισογεμάτη, έστειλε την Ευτυχία να πάει στην άκρη της σκηνής και να… κατουρήσει, για να αλλάξει το γούρι της παράστασης…). Η Ευτυχία, από την πλευρά της, την αγαπούσε και τη σεβόταν, αλλά φοβόταν και το στόμα της, ειδικά όταν ήταν στις κακές της. Η Κοτοπούλη το ‘χε πάρει χαμπάρι και το διασκέδαζε – πολλές φορές μάλιστα της έκανε και πλάκα».
Να και ακόμα μια ανεκδοτολογική αφήγηση:
«Σε μια παράσταση τραγωδίας, η Ευτυχία, όπως πάντα απρόσεκτη και τσαπατσούλα, ανακάλυψε πως της έλειπε το ένα σανδάλι της. Εψαξε όλα τα καμαρίνια να το βρει, χωρίς αποτέλεσμα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από αγωνία. Πήγε στη Βασιλειάδου, “Γεωργία μου, σώσε με… δώσε μου τα σανδάλια σου, μια κι εσύ δεν είσαι κοντά στην κυρία Μαρίκα και δεν πρόκειται να το προσέξει…”. Εκείνη την εποχή έπεφτε πρόστιμο με ψύλλου πήδημα. “Τι λες, Ευτυχία μου, να φάω εγώ το πρόστιμο; Να προσέχεις τα πράγματά σου…” Πήγε στην Παναγιωτίδου: “Βρε Δεσποινάκι μου, βοήθησέ με…” “Τι λες μωρή λωλή, να βρω εγώ τον μπελά μου από την κυρία Μαρίκα;
Πού είναι το μυαλό σου;” Είδε κι αποείδε η Ευτυχία και πήρε την απόφαση να βγει με το ένα σανδάλι. Ελα όμως που το αετίσιο μάτι της Κοτοπούλη έπεσε πάνω στην Ευτυχία με απορία, γιατί την είδε να περπατά άγαρμπα. Ενώ το πόδι με το σανδάλι έβγαινε με άνεση, το άλλο έβγαινε δειλά και κουτσαίνοντας περίεργα – αντί να περπατά ευθεία, εκείνη περπατούσε πλαγίως σαν τον κάβουρα. Η Κοτοπούλη συνέχισε, όμως. Αλλάζοντας σιγά σιγά θέση, πλησίασε την Ευτυχία, την αγριοκοίταξε και της ψιθύρισε: “Μπες μέσα και τα λέμε…” Η Ευτυχία ήθελε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. “Πού είναι αυτή η πόρνη του θιάσου; Ευτυχίαααααα, από πότε, μωρή πουτ…α, παίζει το μονοσάνδαλο; Πρόστιμο το μισό μεροκάματο…!”».
Ο Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Στα τριάντα της πια, «σχετίστηκε» με τον ηθοποιό Νίκο Αλεξίου και μαζί του ανακάλυψε και τον τζόγο, την πόκα, που έμελλε να την καταστρεψει. Τον Αλεξίου τον ερωτεύτηκε, γι’ αυτό χώρισε από τον πρώτο άντρα της, αλλά ο Νικολαΐδης έθεσε όρους: «Αν θα φύγεις, θα πάρεις ένα από τα δυο παιδιά και δεν πρόκειται ποτέ να δεις το άλλο». Ετσι έφυγε με τη Μαίρη, αφήνοντάς του την Καίτη.
Με τον Αλεξίου δεν παντρεύτηκαν. Παντρεύτηκε όμως μ’ εκείνον που θα αποδεικνυόταν ο σημαντικότερος άνδρας στη ζωή της. Ηταν ο αστυνομικός Γιώργος Παπαγιαννόπουλος, που έμεινε δίπλα της, σύντροφος μέχρι το τέλος της ζωής του… Εκείνη, όπως έχει αφηγηθεί η εγγονή της, «ήταν σπάταλη και χωρίς καμία λογική, εκείνος ήταν οικονόμος, λογικός και νοικοκύρης». Και τη συγχωρούσε πάντα.
Είναι γνωστό το περιστατικό με την τύχη που είχε η επίσημη στολή του, όταν η Ευτυχία την πούλησε για να εξασφαλίσει λεφτά για τα χαρτιά. Ο Παπαγιαννόπουλος είχε κι αυτός μεγάλο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία: διάβαζε στον ελεύθερο χρόνο του στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Παράλληλα, σύχναζε στο Βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Γκοβόστη και είχε σχετιστεί με διάφορους λογίους. Αυτός ήταν εκείνος που την προέτρεπε στο γράψιμο και την έφερε σε επαφή με τον λογοτεχνικό κύκλο που γνώριζε.
Εγραφε πάντα και παντού…
Σε όλη αυτή την περιδίνηση της ζωής της, η Ευτυχία ούτως ή άλλως έγραφε χωρίς να αξιολογεί ιδιαίτερα τη δουλειά της. Αυτό επιβεβαίωνε και η εγγονή της, Ρέα Μανέλη, σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Μελωδία»: «…έγραφε πάντα, αλλά δεν έδινε σημασία. Τα έγραφε και τα πέταγε, τα έσκιζε. Μπορούσε να έχει τελειώσει ένα στιχάκι και επειδή δεν είχε σπίρτα, να του βάλει φωτιά στη σόμπα για να ανάψει το τσιγάρο της».
Ο Τσιτσάνης
Κατά τον αστικό μύθο, από την Κοτοπούλη κάπως η Παπαγιαννοπούλου γνώρισε (στα τέλη της δεκαετίας του ‘40) τη Μαρίκα Νίνου κι από εκεί τον Βασίλη Τσιτσάνη και του έδωσε στίχους. Με την ποίηση ασχολούνταν πολύ πριν βέβαια (είχε μάλιστα εκδώσει και δύο ποιητικές συλλογές: τις «Πνοές» το 1931 και τη συλλογή «Αρπα και φλογέρα» το 1940, ενώ δύο ποιήματά της, επηρεασμένα σαφώς από το ύφος των δημοτικών, είχαν συμπεριληφθεί σε τεύχη του δεκαπενθήμερου λογοτεχνικού περιοδικού «Πνευματική Ζωή» του Μελή Νικολαΐδη). Ομως, ποτέ δεν είχε σκεφτεί να κάνει τα ποιήματά της τραγούδια. Ποτέ πριν γνωρίσει τον Τσιτσάνη. Ποιους στίχους τού έδωσε πρώτα πρώτα; Οι απόψεις διίστανται.
Το «Για μια γυναίκα χάθηκα», το οποίο κυκλοφόρησε σε δίσκο στις 15 Μαρτίου του 1951; Υπάρχει και άλλη εκδοχή: ότι τα δυο πρώτα τραγούδια που έγραψε ήταν τα «Στο παλιόσπιτο ετούτο» και «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι». Πάντως η ίδια επιδίωξε να τον γνωρίσει αφού άκουσε κάποτε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». «Την αγάπησα πολύ. Την άκουσα σε μια εποχή θλίψης και πόνου και βρήκα σ’ αυτήν μια λύτρωση. Βρήκα τον Τσιτσάνη και του πρότεινα να του δώσω στίχους μου. Παραξενεύτηκε που μια γυναίκα της ηλικίας μου ήθελε να γράψει τραγούδια. Ομως μου έδωσε κουράγιο, με βοήθησε αφάνταστα. Του χρωστώ ευγνωμοσύνη και τον θαυμάζω. Είναι γνήσιος λαϊκός συνθέτης. Αγαπάει τον λαό και εμπνέεται από τις πίκρες του» είχε εξομολογηθεί σε κάποια συνέντευξή της.
Με δική του παραγγελία είχε γράψει τους στίχους και για τα περίφημα «Καβουράκια», τραγούδι για την πατρότητα των στίχων του οποίου ήρθαν αργότερα σε ρήξη, καθώς εκείνος επέμενε πως η τελική μορφή των στίχων ήταν δικής του έμπνευσης… Για τον Τσιτσάνη, που η ίδια αναγνώριζε πάντως ως τον «δάσκαλό της στους στίχους», είχε γράψει και τα «Στρώσε μου να κοιμηθώ», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Ασπρο πουκάμισο φορώ» «Γκιουλμπαχάρ», κ.ά.
Και όλοι οι άλλοι μεγάλοι…
Οπως και να ‘χει, ο χώρος του λαϊκού τη γνώρισε και θαύμασε τη δουλειά της και κάπως έτσι ξεκίνησαν εμβληματικές συνεργασίες με τον Απόστολο Καλδάρα («Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Μην τα φιλάς τα χείλη μου», «Ονειρο απατηλό», «Η φαντασία μου τα φταίει», κ.ά.), τον Θόδωρο Δερβενιώτη («Φάτε πλούσιοι παράδες», «Μαντουμπάλα» κ.ά.), τον Μπάμπη Μπακάλη («Εγώ είμαι ένας παράνομος», «Συρματοπλέγματα βαριά» κ.ά.), τον Μανώλη Χιώτη («Ηλιοβασιλέματα», «Περασμένες μου αγάπες», «Πάρε το δάκρυ μου» κ.ά.) και βέβαια τον Στέλιο Καζαντζίδη, που το αποτύπωμά του στην ερμηνεία του λαϊκού είναι ανεξίτηλο, η συνθετική και στιχουργική προσφορά του όμως αμφιλεγόμενη… Κοινή πρακτική ήταν βέβαια τότε οι στιχουργοί να πληρώνονται και να παραχωρούν τις δημιουργίες τους. Αυτό έκανε και η Παπαγιαννοπούλου.
Οι μόνοι που δεν εφάρμοσαν μαζί της αυτόν τον «κανόνα» της εποχής ήταν ο Καλδάρας και ο Χατζιδάκις, ο πρώτος που έβαλε το όνομά της στο βινύλιο ως δημιουργό των στίχων για το «Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά». Από τον χώρο που βαφτίστηκε αργότερα «έντεχνο» συνεργάστηκε ακόμα με τον Ξαρχάκο, τον Μούτση κ.ά.
Ο καταστροφικός τζόγος
Πάντως και η ίδια, υποκινημένη από το πάθος του τζόγου, δεν επιδίωκε να εξασφαλίζει τις δημιουργίες της. Πουλούσε τους στίχους της χωρίς να τους υπογραφει για να εξασφαλίζει άμεσα τα ποσά που χρειαζόταν. Και σ’ αυτή τη ζάλη δεν την ενδιέφερε καμία κατοχύρωση. Ετσι, και βάσει των εθών του λαϊκού τραγουδιού τότε, την εκμεταλλεύτηκαν πολλοί. «Από τη μια, πούλαγε τα τραγούδια της, κι από την άλλη, ήθελε, δίψαγε για καλλιτεχνική δικαίωση…». Στο τέλος της, ζήτησε από τους δικούς της να μην τα βάλουν με αυτούς που αγόραζαν τα τραγούδια της. «Με εκμεταλλεύτηκαν εν γνώσει μου. Εγώ, η τρελή, τους παρακάλαγα να τα αγοράσουν», αναγνώριζε.
Ο χαμός της Μαίρης
Στη χαρτοπαιξία κυριολεκτικά βυθίστηκε ιδιαίτερα μετά τον θάνατο της κόρης της της Μαίρης. Ηθοποιός η Μαίρη Νικολαΐδου ή «Λαΐδου», όπως έκανε το όνομά της επειδή στο θέατρο υπήρχαν κι άλλες με το ίδιο επώνυμο, σύζυγος του Φραγκίσκου Μανέλη, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε αιφνίδια. Ηταν γνωστή μεταξύ άλλων για τη συμμετοχή της στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», όπου υποδυόταν μία από τις Τσιγγάνες που πλαισίωναν τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Βασίλη Αυλωνίτη. «Τσακισμένη από την τραγική απώλεια, η Ευτυχία βρίσκει παρηγοριά στη χαρτοπαιξία η οποία ήταν και ένα είδος καταφύγιου για τα χρόνια που ακολούθησαν.
Αγαπημένο της παιχνίδι ήταν η πόκα, που συνήθιζαν να παίζουν μόνο άνδρες. Δυο χρόνια νωρίτερα, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είχε γράψει το προφητικό τραγούδι “Δυο πόρτες έχει η ζωή” για το οποίο η μεγάλη μαστόρισσα των στίχων έλεγε: “Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη, σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη. Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη όλη μου τη ζωή – ή μάλλον τη ζωή της ζωής μου, την κόρη μου τη Μαίρη”». Χαρακτηριστική για την περίοδο αυτή είναι και η μαρτυρία του Λευτέρη Παπαδόπουλου στη βιογραφία που έγραψε προς τιμήν της, στην οποία αναφέρει: «Η Ευτυχία, κεραυνοβολημένη από τον θάνατο της κόρης της, έβαλε το μαύρο φουστάνι και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της –που δεν τα έβγαλε ποτέ ώς τον θάνατο της– κι αφοσιώθηκε στην ανατροφή της μικρής Ρέας».
Η Ρένα που τη χαρτζιλίκωνε…
Συνέχισε να χαρτοπαίζει βέβαια κι όταν δεν είχε χρηματα κατέφευγε σε φίλους της, όπως ήταν π.χ. η Ρένα Βλαχοπούλου. «Η Ευτυχία ήταν πάντα καλοδεχούμενη στο καμαρίνι της Ρένας, η οποία την αγαπούσε και γέλαγε πολύ μαζί της –και όχι μόνο αυτό. Τη χαρτζιλίκωνε και από πάνω, λέγοντάς της πάντα: “Πώς τα καταφέρνεις, μωρή πουτ…α, κ…όγρια, και μου τα παίρνεις; Ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω”…».
Σε συνέντευξη που έδωσε μεγάλη πια η Παπαγιαννοπούλου, ο δημοσιογράφος την είχε ρωτήσει και για την «εταιρεία δίσκων με την οποία είχατε υπογράψει συμβόλαιο (σ.σ. μάλλον στην Columbia αναφέρεται) που δεν δέχεται τώρα τους στίχους σας, και συγχρόνως σας απαγορεύουν τη συνεργασία με άλλη εταιρεία…». Κι εκείνη είχε σχολιάσει: «Εξι μήνες έχουν να ακουσθούν τα τραγούδια μου. Μπήκα για τα καλά στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού με τα “Καβουράκια” και φεύγω με το “Ονειρο απατηλό”. Ολοι εμείς που ασχολούμαστε με το τραγούδι είμαστε δέσμιοι των εμπόρων. Ο Σωκράτης όλους αυτούς τους κατέτασσε στην τελευταία τάξη. Αυτοί μας υψώνουν και οι ίδιοι μας ρίχνουν στα τάρταρα της ανυπαρξίας. Είμαι 75 ετών και όχι 80 όπως πιστεύουν μερικοί, είμαι άρρωστη και ανήμπορη να τα βάλω μαζί τους, μα ένα μονάχα τους λέω: το πνεύμα δεν φυλακίζεται, δεν δεσμεύεται!». Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1972, πέθανε στα 79 της χρόνια.
Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μάγκισσα, ανυπότακτη, πεισματάρα, διαβασμένη και λαϊκιά, αγωνίστρια της ζωής αλλά και έρμαιο των παθών της, αντιφατική αλλά τεράστια δημιουργός, άρχισε να αναγνωρίζεται τα τελευταία χρόνια χάρη και στον θαυμασμό νεότερων ομοτέχνων της που της απέδιδαν με κάθε ευκαιρία εύσημα. Χαρακτηριστικά τα όσα έχει κατά καιρούς πει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για εκείνην. Και όσα έγραψε στο βιβλίο του «Ολα είναι ένα ψέμα»: «Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου… Τη θυμάμαι πάντοτε μ’ ένα μαντίλι στα μαλλιά, να με κοιτάζει με το πονηρό της βλέμμα και ξάφνου να μου πετάει ένα δίστιχο, όπως “Σαράντα μέρες κι άλλη μια / περπάτησα στην ερημιά”, για να δει, από την έκφραση των ματιών μου, αν μου άρεσε και πόσο.
Και άλλοτε να με βρίζει, επειδή μου είπε, με τη βραχνή, τσακισμένη απ’ το τσιγάρο φωνή της, “Να ‘ταν ο πόνος άνθρωπος / να ‘ρχόμασταν στα χέρια”, κι εγώ έμεινα απαθής. Κι άλλοτε, πάλι, να μου επαναλαμβάνει ένα ολόκληρο πρωινό δυο στίχους για να μου μαλακώσει την ψυχή επειδή ήμουν σεκλετισμένος: “Πέρασα νύχτα απ’ τη ζωή / και με κλειστά τα μάτια…”. Δεν ξέρω ποια θα ήταν η διαδρομή μου στο τραγούδι -και αν θα υπήρχε καν διαδρομή- αν, από τα πρώτα βήματά μου, από την “Απονη ζωή” και τη “Φτωχολογιά”, δεν έβγαινε η Παπαγιαννοπούλου με το κύρος της να με στηρίξει δημόσια, λέγοντας, αυθόρμητα, καλά λόγια για μένα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη γενναιοδωρία της.
Γενναιοδωρία που εκφράσθηκε σ’ έναν χώρο όπου κυριαρχούν ο ναρκισσισμός, τα μίση, οι τρικλοποδιές, τα πάθη, το ψεύδος, η διαβολή, το “τσατσιλίκι”. Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που πέθανε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου -μια ζωή. Δεν την έχω όμως ξεχάσει. Της αφιέρωσα πολλές εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, έγραψα για το έργο και την προσωπικότητά της δεκάδες κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά, μίλησα πάνω από εκατό φορές σε “στρογγυλά τραπέζια” και σε συνεντεύξεις για την καταπληκτική παρουσία της στο ελληνικό τραγούδι. Και τώρα αποφάσισα να γράψω γι’ αυτήν -παλιά ιδέα- ένα βιβλίο. Θεώρησα χρέος μου να το κάνω. Είμαι σίγουρος ότι αν δεν καταπιανόμουν εγώ μ’ αυτή τη δουλειά, βιβλίο για την Ευτυχία δεν θα γραφόταν. Λησμονάνε οι άνθρωποι. Και κουράζονται εύκολα…».
Μάνος Ελευθερίου
Κι ο Μάνος Ελευθερίου είχε γραψει για εκείνην: «Το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια σε άθλιους στιχουργούς, οι οποίοι είχαν μια οικονομική επιφάνεια, και καμώνονταν τους σπουδαίους και μέχρι σήμερα βλέπω να τα αναλύουν μικροβιολόγοι του τραγουδιού ως υποδειγματικά και αντιπροσωπευτικά δείγματα στιχουργικής του καθενός. Ομως τα τραγούδια “φωνάζουν” από μακριά ότι είναι δικά της. Εχουν το ύφος της, την τεχνική της, τη μαστοριά της […] κυρίως έχουν πάνω τους τα δακτυλικά της αποτυπώματα».
Η τέχνη για την Ευτυχία…
Τα τελευταία χρόνια, πέρα από τους ομοτέχνους της και θαυμαστές της μαεστρίας της, σημαντικό ρόλο στη συντήρηση του μύθου αυτής της καταπληκτικής γυναίκας έπαιξε η βασισμένη στο βιβλίο της εγγονής της «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» εξαιρετικά επιτυχημένη παράσταση, σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, που με τη Νένα Μεντή στον ρόλο της Παπαγιαννοπούλου έκανε πολλούς κύκλους και βέβαια η ταινία του Αγγελου Φραντζή «Ευτυχία», που γνώρισε τεράστια -και εισπρακτικά- επιτυχία, με τις Κάτια Γκουλιώνη και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στον ρόλο της νεότερης και της ωριμότερης Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Πηγές:
● «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» της Ρέας Μανέλη (εκδόσεις Αγκυρα)
● «Σαν Σήμερα»
● «Οι περισσότεροι άνθρωποι γεννιούνται – Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου όμως «ντεμπουτάρισε» στη ζωή σαν θεατρίνα» της Κάλιας Καστάνη, Bovary
● «Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και η ποιητική πορεία της στον Μεσοπόλεμο» του Κώστα Γ. Τσικνάκη, timesnews.gr
● «Η γιαγιά μου, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου,» «Καθημερινή»
● «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: ένας αητός χωρίς φτερά…», Φωτεινή Λαμπρίδη, TVXSΑκολουθήστε μας στο Google news TAGS
Πηγή : efsyn.gr
Πηγή : efsyn.gr