(Μέρος 1ο)
Χάρτης της Συνθήκης της Λοζάνης, με την οποία Συρία και Λίβανος περνούν στην Γαλλική Εντολή, Ιράκ, Παλαιστίνη και Υπεριορδανία, Παλαιστίνη και Ιράκ στην Βρετανική Εντολή |
Τα όσα εξελίσσονται το τελευταίο διάστημα στη Μέση Ανατολή έφεραν το παλαιστινιακό ζήτημα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Ακολούθως, στο πλαίσιο της δικαιολόγησης των ενεργειών του κράτους του Ισραήλ και της συμμαχίας του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους και ευρύτερα του ευρωΝΑΤΟικού μπλοκ μαζί του, πολλοί αστοί πολιτικοί, δημοσιολόγοι, διεθνολόγοι κ.λπ. επιχείρησαν να παρουσιάσουν τη σημερινή εξέλιξη στο παλαιστινιακό ζήτημα αποκομμένη από τις ιστορικές του ρίζες και συσκοτίζοντας τις πραγματικές αιτίες της.
Το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ εγκαινιάζει σήμερα μια σειρά άρθρων, που επιχειρούν να καταδείξουν την ουσία του Παλαιστινιακού, το οποίο ήταν και παραμένει το αποτέλεσμα των ανταγωνισμών των αντίπαλων αστικών τάξεων και των διαρκών επεμβάσεων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών στην κρίσιμη γεωπολιτικά και οικονομικά περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με μεγάλο βάθος χρόνου και προεκτάσεις, που οδήγησαν και συνεχίζουν να οδηγούν στο αιματοκύλισμα του Παλαιστινιακού λαού – και όχι μόνο.
Οι απαρχές του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος
Η ανάπτυξη αστικού εθνικού – εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στους αραβικούς πληθυσμούς (διαμόρφωση ορισμένης συλλογικής – «εθνικής» συνείδησης, διεκδίκηση κράτους, κ.ο.κ.) υπήρξε κοινωνικοϊστορικά μια πιο αργή και αδύναμη διαδικασία, εξαιτίας βασικά της μικρότερης ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής – επομένως και της αστικής τάξης – στις εν λόγω περιοχές.
Α’ Σιωνιστικό Συνέδριο στη Βασιλεία, 1897 |
Ωστόσο, στις αρχές του 20ού αιώνα μια σειρά από παράγοντες λειτούργησαν ευνοϊκά ως προς αυτό. Ανάμεσά τους:
α) Η αυξανόμενη διείσδυση ξένων κεφαλαίων και η ορισμένη – έστω κατά τόπους – ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλη τη Μέση Ανατολή.
β) Η αυξανόμενη οικονομική και γεωστρατηγική σημασία της περιοχής (λόγω και της διώρυγας του Σουέζ).
γ) Η συνδεόμενη με τα παραπάνω όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών για τους δρόμους του εμπορίου και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές.
δ) Η διαφαινόμενη αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στην οποία οι αραβικοί λαοί ήταν υποτελείς) και
ε) οι πολύμορφες πιέσεις και καταπιέσεις της οθωμανικής εξουσίας επί των Αράβων, που την περίοδο της ανόδου του τουρκικού αστικού εθνικισμού, συμπεριέλαβαν και μια πολύμορφη προσπάθεια αναγκαστικής αφομοίωσης – «τουρκοποίησης» των γηγενών πληθυσμών (ενισχύοντας σχετικές αντιδράσεις και ζυμώσεις μεταξύ των τελευταίων).
Απότοκος των παραπάνω υπήρξε π.χ. η συγκρότηση οργανώσεων όπως ο Σύνδεσμος των Νεο-Αράβων («al-Fatat») το 1908 (με διακηρυγμένο σκοπό «την αφύπνιση (…) του Αραβικού έθνους από την καθυστέρησή του (…) σε σχέση με τα άλλα έθνη, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά»1), η σύγκλιση του Αραβικού Συνεδρίου στο Παρίσι το 1913 (που στη δοσμένη φάση πρόβαλλε ως κύριο αίτημα τη μεγαλύτερη αυτονομία εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), κ.ά.
Ινδοί στρατιώτες του βρετανικού στρατού εισέρχονται στη Δαμασκό την επομένη της απελευθέρωσής της από τους Αραβες, 2/10/1918 |
Βεβαίως, ούτε η αραβική εθνική αφύπνιση υπήρξε μια καθολική διαδικασία ούτε η διεκδίκηση ενιαίου αραβικού κράτους αποτελούσε ένα καθολικό αίτημα στις γραμμές του αραβικού κόσμου, ο οποίος περιελάμβανε ένα πολύμορφο σύνολο φυλών και θρησκευτικών δογμάτων. Ο πολυκερματισμός του αραβικού κόσμου ενισχυόταν επίσης από τα συμφέροντα τοπικών – περιφερειακών παραγόντων (πολιτικών, οικονομικών, θρησκευτικών), αλλά και από τις σχέσεις ορισμένων επιμέρους τοπικών αστικών τάξεων με ξένα καπιταλιστικά κράτη (όπως π.χ. των Μαρωνιτών χριστιανών του Λιβάνου με την Γαλλία, κ.ο.κ.).
Η πάλη για ανεξαρτησία στη μέγγενη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων
Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην περιοχή κατά τα πρώτα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου λειτούργησαν ευνοϊκά για τον προσανατολισμό των Αράβων προς την ένοπλη διεκδίκηση δικού τους κράτους. Ο λιμός, που έπληξε ιδιαίτερα τα φτωχά λαϊκά στρώματα, σε συνδυασμό με την όξυνση της καταστολής (συλλήψεις, εκτοπίσεις, εκτελέσεις) όλων όσοι κρίνονταν επικίνδυνοι για την οθωμανική κυριαρχία, όξυνε την αντίθεση των αραβικών πληθυσμών με την οθωμανική νεοτουρκική διοίκηση της επαρχίας της Συρίας (που τότε περιελάμβανε επίσης – με σύγχρονους όρους – τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη και τμήμα της Ιορδανίας).2 Η βαναυσότητα του Τούρκου κυβερνήτη της περιοχής Τζεμάλ Πασά ήταν τέτοια, που οι Αραβες του προσέδωσαν το προσωνύμιο «ο σφαγέας».
Ακολούθως, ενώ τον Οκτώβρη του 1914 οι προσπάθειες των Βρετανών για εμπλοκή των Αράβων στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ έμειναν άκαρπες, έναν χρόνο αργότερα τα πράγματα είχαν αλλάξει εντελώς.
Πράγματι, τον Ιούλη του 1915 οι Αραβες (διά του Σαρίφη της Μέκκας Χουσεΐν Ιμπν Αλί) επαναπροσέγγισαν τους Βρετανούς (διά του Βρετανού ύπατου αρμοστή της Αιγύπτου Χένρι ΜακΜάχον) συμφωνώντας στην ένοπλη εξέγερση των πρώτων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έναντι της δέσμευσης των δεύτερων για συγκρότηση ανεξάρτητου αραβικού κράτους με το πέρας του πολέμου. Τα σύνορα που διεκδικούνταν περιελάμβαναν το σύνολο της Μέσης Ανατολής καθώς και της Αραβικής Χερσονήσου. Η αραβική πλευρά διεκδικούσε επίσης την κατάργηση όλων των υπαρχόντων προνομίων ξένων κρατών επί των αραβικών εδαφών, αναγνωρίζοντας ωστόσο ένα «πλεονέκτημα» στη Βρετανία αναφορικά με τις όποιες μελλοντικές οικονομικές συμφωνίες.3
Αρχικά, ο Χ. ΜακΜάχον περιορίστηκε σε μια γενική και αόριστη τοποθέτηση περί «επιθυμίας» της βρετανικής κυβέρνησης «για την ανεξαρτησία της Αραβίας και των κατοίκων της», αποφεύγοντας ωστόσο μια οποιαδήποτε συγκεκριμένη δέσμευση «αναφορικά με τα όρια» του νέου αραβικού κράτους, εφόσον – δήθεν – «ήταν πρόωρο να συζητιόνται τέτοιες λεπτομέρειες μέσα στη φωτιά του πολέμου».
Μπρος στην επιμονή του Χ. Ιμπν Αλί για μια πιο ξεκάθαρη δέσμευση ως προς τα παραπάνω, ο Χ. ΜακΜάχον απάντησε πως η βρετανική κυβέρνηση «ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των Αράβων σε όλες τις περιοχές» που διεκδικούσαν, πλην των βιλαετίων του Χαλεπιού (Συρία) και της Βηρυτού (Λίβανος – Παλαιστίνη) για τα οποία επιφυλασσόταν να επανέλθει έχοντας διαβουλευτεί με τη Γαλλία («καθώς είχε συμφέροντα και στα δύο») και του βιλαετίου της Βαγδάτης (στο οποίο σημαντικά συμφέροντα είχε η ίδια η Βρετανία).
Ο Χ. Ιμπν Αλί συμφώνησε για την παραχώρηση της διοίκησης του βιλαετίου της Βαγδάτης στη Βρετανία για ένα διάστημα (έναντι ορισμένης ετήσιας αποζημίωσης στο νέο αραβικό κράτος). Οσον αφορά τα βιλαέτια του Χαλεπιού και της Βηρυτού ωστόσο προειδοποίησε πως «θα ήταν αδύνατο» για τους Αραβες «να επιτρέψουν την απόδοση στη Γαλλία, ή οποιαδήποτε άλλη Δύναμη, ενός εύρους εδαφών στις εν λόγω περιοχές». «Μείνετε ήσυχοι», διαβεβαίωνε από τη μεριά του ο Χ. ΜακΜάχον, «πως η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει καμιά πρόθεση να καταλήξει σε κάποια ειρήνη όπου η ελευθερία των Αραβικών λαών (…) δεν θα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση».4
Λίγους μόλις μήνες μετά τις σχετικές «διαβεβαιώσεις», Βρετανία και Γαλλία θα καταμέριζαν αναμεταξύ τους τις αραβικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Συμφωνία Σάικς-Πικό, 16.5.1916), ορίζοντας επ’ αυτών εδαφικές προσαρτήσεις και ακόμη ευρύτερες σφαίρες επιρροής (για τη μεν πρώτη στην περιοχή της Μεσοποταμίας, για τη δε δεύτερη σε Συρία και Κιλικία).
Μη γνωρίζοντας το τι συνομολογούνταν μυστικά σε βάρος τους κατά τα αλλεπάλληλα παζάρια και «κόψε-ράψε» μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ αναφορικά με τη μελλοντική λεία του πολέμου, οι Αραβες ξεσηκώθηκαν, δίνοντας τη μία μάχη μετά την άλλη απέναντι σε έναν σαφώς καλύτερα εξοπλισμένο αντίπαλο. Αποκορύφωμα της αραβικής εξέγερσης υπήρξε η απελευθέρωση της Δαμασκού στις 1.10.1918. Εως το τέλος του πολέμου, ωστόσο, όλες οι οθωμανικές τουρκικές φρουρές στην περιοχή αντικαταστάθηκαν από βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Στο μεταξύ, είχε μεσολαβήσει η νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Η νεαρή σοβιετική εξουσία αποκάλυψε στον κόσμο το περιεχόμενο των μυστικών συμφωνιών μεταξύ των ιμπεριαλιστών, προκαλώντας αγανάκτηση και αναβρασμό στους αραβικούς λαούς. Η βρετανική κυβέρνηση, από τη μεριά της, έσπευσε να τους καθησυχάσει για τις «καλές προθέσεις» των Συμμάχων, «επιβεβαιώνοντας» τη «δέσμευσή» τους ως προς τα συμφωνηθέντα (Γενάρης 1918).
Εξι μήνες αργότερα, η ίδια, σε διακοίνωσή της προς τους ηγέτες των Αράβων, θα επαναλάμβανε τα περί «πλήρους και κυρίαρχης ανεξαρτησίας» των λαών της περιοχής, διαβεβαιώνοντάς τους πως η τύχη των αραβικών εδαφών (που τότε βρίσκονταν πλέον υπό την κατοχή των δυνάμεων της Αντάντ) θα οριζόταν «επί της αρχής της συναίνεσης» των πληθυσμών τους.5
Στο ίδιο πνεύμα, η κοινή γαλλοβρετανική διακοίνωση που εκδόθηκε αμέσως μετά την ανακωχή του Μούδρου (7.11.1918) διατράνωνε πως «στόχος» των δύο δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, δεν ήταν άλλος παρά «η πλήρης και αδιαμφισβήτητη απελευθέρωση των λαών που για τόσο καιρό καταπιέζονταν από τους Τούρκους και η συγκρότηση εθνικών κυβερνήσεων (…) εδραζομένων στην πρωτοβουλία και την ελεύθερη βούληση των γηγενών πληθυσμών.»6
Βεβαίως, τίποτε από όλα αυτά δεν αντιστοιχούσε στις πραγματικές προθέσεις των ιμπεριαλιστών. Το γεγονός ήρθε να επιβεβαιωθεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο λίγο αργότερα και ενώ το Συνέδριο «Ειρήνης» του Παρισιού βρισκόταν σε εξέλιξη.
Τέλη Ιούνη του 1919 οι εκπρόσωποι μιας σειράς οργανώσεων και κομμάτων της Συρίας, του Λιβάνου, της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας συνήλθαν σε Συνέδριο απαιτώντας:
α) Την πλήρη ανεξαρτησία τους σε ενιαίο κράτος («δεν επιθυμηθούμε το διαμελισμό της Συρίας και το διαχωρισμό της Παλαιστίνης (…) ζητούμε η ενότητα της χώρας να διατηρηθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες») και
β) τη μη ίδρυση εβραϊκού κράτους μέσω του μαζικού εποικισμού της Παλαιστίνης κατά τις επιδιώξεις Σιωνιστών και Βρετανών (βλ. στη συνέχεια). «Οι [ήδη υπάρχοντες] Εβραίοι συμπατριώτες μας» διευκρινιζόταν, «θα συνεχίσουν να έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με εμάς», ωστόσο, «οι αξιώσεις [σ.σ. των Σιωνιστών] αποτελούν για εμάς μεγάλη απειλή αναφορικά με την εθνική, πολιτική και οικονομική μας ζωή».7
Η διαφαινόμενη άρνηση των Βρετανών και Γάλλων ιμπεριαλιστών να σεβαστούν τις επιθυμίες των ντόπιων λαών και να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους για εκχώρηση ανεξαρτησίας, οδήγησε το 1920-1921 σε ένοπλο ξεσηκωμό σε Συρία και Ιράκ κατά των συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής. Οι εξεγέρσεις αυτές κατεστάλησαν ανηλεώς. Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν κατά των εξεγερμένων ακόμη και χημικά όπλα (αέριο μουστάρδας), ενώ οι τρομοκρατικές αεροπορικές επιδρομές κατά αμάχων άφησαν πίσω τους χιλιάδες θύματα.
Οι Συνθήκες των Σεβρών (1920) και εν συνεχεία της Λοζάνης (1923) «επισημοποίησαν» τη νομή της περιοχής μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Τα αραβικά εδάφη διαμελίστηκαν τεχνητά, με βασικό κριτήριο τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών και όχι τη σύνθεση ή τις επιθυμίες των γηγενών πληθυσμών τους, κληροδοτώντας επιπλέον προβλήματα στα ανεξάρτητα κράτη που θα δημιουργούνταν εν τέλει, έπειτα από σκληρούς αγώνες και αλλεπάλληλες εξεγέρσεις.
Το αστικό εθνικιστικό ρεύμα του Σιωνισμού
Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκε στους κόλπους των αστών Εβραίων, στις παροικίες και στην Παλαιστίνη, το ρεύμα του Σιωνισμού, με θεμελιώδη σκοπό τη συγκρότηση έθνους – κράτους στην Παλαιστίνη.
Το ρεύμα του Σιωνισμού, απότοκο του εβραϊκού διαφωτισμού και επηρεασμένο από τη γενικότερη άνοδο του αστικού εθνικισμού στην Ευρώπη, ήρθε σε ρήξη με την παραδοσιακή άρχουσα τάξη των ραβίνων, έπαψε να αντιμετωπίζει τις διάσπαρτες ανά τον κόσμο εβραϊκές κοινότητες ως θρησκευτικές – πολιτισμικές, προτάσσοντας την άποψη ενός ενιαίου (και αναλλοίωτου βιολογικά – ιστορικά) έθνους απευθείας προερχομένου από τους Εβραίους – Ισραηλίτες της Βίβλου.
Προς ενίσχυση της υπό διαμόρφωση αυτής ενιαίας εθνικής ταυτότητας, οι Σιωνιστές άρχισαν – μεταξύ άλλων – να αντικαθιστούν τα έως τότε ευρέως ομιλούμενα γερμανοεβραϊκά (Γίντις), τα ισπανοεβραϊκά (Λαντίνο), κ.ο.κ. με μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της βιβλικής εβραϊκής γλώσσας (που σήμερα αποτελεί και την επίσημη γλώσσα του κράτους του Ισραήλ).
Το ρεύμα του Σιωνισμού, κατά τις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής του, δεν ήταν πλειοψηφικό ανάμεσα στις εβραϊκές κοινότητες, γιατί βεβαίως αρχικά δεν ήταν πλειοψηφικό ούτε στις γραμμές της ίδιας της εβραϊκής αστικής τάξης. Ως ρεύμα, στα πρώτα του βήματα είχε περισσότερη απήχηση στα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου το εβραϊκό κεφάλαιο δεχόταν τότε ασφυκτικές πιέσεις και επιθέσεις (διευρυνόμενες στα εβραϊκά λαϊκά στρώματα με τη μορφή πογκρόμ). Είναι χαρακτηριστικό πως στο Α’ Σιωνιστικό Συνέδριο (1897) οι μισοί αντιπρόσωποι και πλέον προέρχονταν από την Ανατολική Ευρώπη.
Σε αντίθεση, μεγάλα τμήματα της εβραϊκής αστικής τάξης παγκοσμίως έβλεπαν με αδιαφορία ή και εχθρότητα το ρεύμα του Σιωνισμού, καθώς δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν από τη συγκρότηση ενός χωριστού (και σχετικά μικρού / με μικρή εσωτερική καπιταλιστική αγορά) έθνους – κράτους. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία π.χ. «η πλειοψηφία των εύρωστων Σεφαρδιτών Εβραίων (σ.σ. που κατοικούσαν κυρίως στη Θεσσαλονίκη) παρέμειναν αντίθετοι προς τον Σιωνισμό, φοβούμενοι πως θα ήταν επιζήμιος στη σχέση τους με την κυβέρνηση και θα έθετε σε κίνδυνο τα οικονομικά τους συμφέροντα».8
Για τον Εβραίο υπουργό της βρετανικής κυβέρνησης Ε. Μοντάγκου, η ανακήρυξη της Παλαιστίνης σε εθνική εστία των Εβραίων ήταν εξαιρετικά προβληματική, εφόσον θα είχε ως συνέπεια «κάθε χώρα να θελήσει αυτόματα να ξεφορτωθεί τους Εβραίους πολίτες της. (…) Οταν οι Εβραίοι αποκτήσουν μια εθνική εστία, σίγουρα η πίεση να στερηθούμε τα δικαιώματα της βρετανικής υπηκοότητας θα αυξηθεί κατακόρυφα. Η Παλαιστίνη θα γίνει ένα παγκόσμιο γκέτο. Γιατί να δώσουν οι Ρώσοι ίσα δικαιώματα στους Εβραίους; Η εθνική τους εστία είναι η Παλαιστίνη».9
«Αποτελούν οι Εβραίοι ιδιαίτερο έθνος;», θα τονίσει ο Γαλλοεβραίος Αλ. Νακέ, απευθυνόμενος στον Σιωνιστή Μπ. Λαζάρ. «Οχι. (…) Η έννοια έθνος προϋποθέτει ορισμένους όρους που στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν (…) να έχει έδαφος πάνω στο οποίο ν’ αναπτύσσεται (…) να έχει κοινή γλώσσα. (…) Εγώ (…) αν και γεννήθηκα Εβραίος (…) δεν αναγνωρίζω την εβραϊκή εθνότητα (..) δεν έχω άλλη εθνικότητα εκτός από τη γαλλική».10
Το επαναστατικό σοσιαλιστικό (μετέπειτα κομμουνιστικό) κίνημα στάθηκε σθεναρά απέναντι στο αστικό εθνικιστικό ρεύμα του Σιωνισμού, που σταδιακά άρχισε να διεισδύει και στις γραμμές των Εβραίων εργατών, δηλητηριάζοντας τη συνείδησή τους. Ο Β. Ι. Λένιν έκανε λόγο για «ιδέες που συσκοτίζουν την ταξική συνείδηση» των Εβραίων εργατών και που έρχονται σε «αντίθεση προς τα συμφέροντα του εβραϊκού προλεταριάτου, δημιουργώντας άμεσα και έμμεσα στις γραμμές του (…) νοοτροπία “γκέτο”».
Ταυτόχρονα, ο Β. Ι. Λένιν κατέδειξε την «αδιαμφισβήτητη σύνδεση του αντισημιτισμού με τα συμφέροντα των αστικών ακριβώς στρωμάτων του πληθυσμού και όχι των εργατικών».11
«Στη Θεσσαλονίκη, η ύπαρξη της (σ.σ. σοσιαλιστικής – πολυεθνικής αλλά κυρίως εβραϊκής – οργάνωσης της) Φεντερασιόν (…) αποτέλεσε εμπόδιο για τον Σιωνισμό αναφορικά με τις μάζες (σ.σ. των Εβραίων εργατών)».12 Χαρακτηριστική υπήρξε η πολεμική του Α. Μπεναρόγια (ηγετικό στέλεχος της Φεντερασιόν και από τα ιδρυτικά μέλη του ΣΕΚΕ) έναντι του Σιωνισμού: «Ούτε ένας Εβραίος στις δυνάμεις της αντίδρασης. Να το σύνθημα που πρέπει να ριχτεί ενάντια στη σωβινιστική ατμόσφαιρα που επιβάλλουν οι Σιωνιστές».13
Οπως χαρακτηριστική υπήρξε επίσης η μετέπειτα πορεία του Α. Μπεναρόγια – και χιλιάδων άλλων εργατών, σοσιαλιστών και μη, Εβραίων – που οι καταπιεστικές, αντισημιτικές πολιτικές των καπιταλιστικών κρατών τους τους ώθησαν προς την αστική – εθνικιστική ιδεολογία του Σιωνισμού.
Η εξέλιξη των επιδιώξεων του Σιωνισμού
Στις 29-31 Αυγούστου 1897 πραγματοποιήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας το Α’ Σιωνιστικό Συνέδριο (ιδρυτικό του παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού – ΣΟ).
Το «Πρόγραμμα της Βασιλείας», που υιοθετήθηκε στο συνέδριο, έθεσε ως κύριο και πρωταρχικό στόχο του ΣΟ «τη δημιουργία εθνικής εστίας στη Γη του Ισραήλ (σ.σ. Παλαιστίνη) για τον εβραϊκό λαό». Προς επίτευξη αυτού του σκοπού προέβλεπε μεταξύ άλλων την «προώθηση με τα απαραίτητα μέσα του εποικισμού της (…) από Εβραίους αγρότες, τεχνίτες και βιοτέχνες», την «ενδυνάμωση και καλλιέργεια του εβραϊκού εθνικού αισθήματος και εθνικής συνείδησης», καθώς και την «απόσπαση της συναίνεσης (ξένων) κυβερνήσεων, όπου χρειάζεται, προς επίτευξη των στόχων του Σιωνισμού».14
Για την οικονομική στήριξη των στόχων του ΣΟ ιδρύθηκαν η Εβραϊκή Αποικιακή Τράπεζα (1899) και το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο (1901), ενώ βασικοί χρηματοδότες του υπήρξαν ισχυροί τραπεζίτες της εποχής, όπως ο Γερμανοεβραίος Μ. ντε Χιρς, ο Αγγλοεβραίος Μ. Μοντεφιόρε, ο Γαλλοεβραίος Ε. Ρόθτσιλντ κ.ά.
Εως το 1921 το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο είχε αγοράσει 100 τ. χλμ. γης στην Παλαιστίνη, ενώ η εβραϊκή μειονότητα είχε σχεδόν διπλασιαστεί σε 83.790 άτομα φτάνοντας το 12,9% του συνολικού πληθυσμού (συγκριτικά οι Αραβες αριθμούσαν τότε 486.177 – 74,9%, δίχως να συνυπολογίζονται οι νομάδες, ενώ οι Χριστιανοί 71.464 – 11%).15
Το βασικό σύνθημα των Σιωνιστών «Μια γη χωρίς λαό για έναν λαό χωρίς γη» ήταν χαρακτηριστικό των προθέσεών τους για την Παλαιστίνη. Γιατί, βεβαίως, η Παλαιστίνη δεν ήταν «μια γη χωρίς λαό», αλλά μια γη με έναν αυτόχθονα πληθυσμό, που τότε αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της.
Οπως έγραψε ο πρώτος πρόεδρος του Σιωνιστικού Οργανισμού Τ. Χερστλ στο ημερολόγιό του ήδη από το 1895: «Θα επιχειρήσουμε να εκδιώξουμε τον φτωχό (σ.σ. αραβικό) πληθυσμό πέρα από τα σύνορα χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί – η διαδικασία των απαλλοτριώσεων και απομάκρυνσης των φτωχών πρέπει να γίνει διακριτικά και προσεκτικά».16
Ο Ρωσοεβραίος Σιωνιστής Α. Χά’αμ, που επισκέφτηκε την Παλαιστίνη κατά τα πρώτα χρόνια του εβραϊκού εποικισμού, υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός αναφορικά με τη στάση των εποίκων έναντι των ντόπιων πληθυσμών: «Τι κάνουν τα αδέρφια μας στην Παλαιστίνη; (…) Συμπεριφέρονται στους Αραβες με εχθρότητα και σκληρότητα, τους στερούν τα δικαιώματά τους, τους προσβάλλουν χωρίς λόγο και καυχιόνται κιόλας για τα έργα τους, και κανείς ανάμεσά μας δεν αντιτίθεται σε αυτή την αξιοκαταφρόνητη αλλά και επικίνδυνη τάση».17
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, οι Σιωνιστές προσανατολίστηκαν προς τη βρετανική αστική τάξη, εκτιμώντας – σωστά – πως, λόγω των συμφερόντων της στην ευρύτερη περιοχή, η Παλαιστίνη θα περιερχόταν στη δική της σφαίρα επιρροής. Βασικό επιχείρημα των Σιωνιστών ήταν πως μια ισχυρή εβραϊκή παρουσία εκεί «θα δημιουργούσε έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό φρουρό της Διώρυγας του Σουέζ».18
Απότοκος των ζυμώσεων και επαφών των Σιωνιστών με παράγοντες της βρετανικής κυβέρνησης καθ’ όλο το επόμενο διάστημα υπήρξε η Διακήρυξη του Μπαλφούρ (2.11.1917). Σε αυτήν ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Α. Τζ. Μπαλφούρ διεμήνυε στον εκπρόσωπο του ΣΟ λόρδο Ρόθτσιλντ τη θέση της κυβέρνησής του «υπέρ της ίδρυσης στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον Εβραϊκό λαό», διαβεβαιώνοντας πως «θα καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διευκολύνει την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, όντας πλήρως κατανοητό πως τίποτε δεν θα υλοποιηθεί σε βάρος των πολιτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των υπαρχουσών μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη ή των δικαιωμάτων και του πολιτικού καθεστώτος των Εβραίων σε οποιαδήποτε άλλη χώρα».19
Οπως κατηγορηματικά αναφέρει Εκθεση του ΟΗΕ για «την απαρχή και εξέλιξη του Παλαιστινιακού Προβλήματος»: «Ο καθοριστικός ρόλος της Διακήρυξης του Μπαλφούρ κυριολεκτικά σε κάθε φάση του Παλαιστινιακού ζητήματος δεν μπορεί να υπερτονιστεί. (…) Παραβλέποντας τα εγγενή δικαιώματα και τις επιθυμίες του Παλαιστινιακού λαού, η Βρετανική Κυβέρνηση έδωσε στους Σιωνιστές ηγέτες χωριστές διαβεβαιώσεις αναφορικά με την ίδρυση “εθνικής εστίας για τον Εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη”, φυτεύοντας έτσι τους σπόρους μιας παρατεινόμενης διαμάχης» στην περιοχή.20
Τα προβλήματα και οι κίνδυνοι από τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις Σιωνιστών και Βρετανών επισημάνθηκαν όμως σύντομα και στους κόλπους τους.
Ο τότε στρατιωτικός διοικητής της Παλαιστίνης συνταγματάρχης Ρ. Στορς («πεπεισμένος Σιωνιστής ο ίδιος») θα αναφέρει: «Η Παλαιστίνη, έως τα σήμερα μια μουσουλμανική χώρα, έπεσε στα χέρια μιας Χριστιανικής Δύναμης, η οποία παραμονές της κατάκτησής της ανακοίνωσε πως ένα μεγάλο μέρος των εδαφών της θα παραδοθεί για εποικιστικούς σκοπούς». Ολο αυτό, κατά τον ίδιο, «στερείται αίσθησης της δραματικής πραγματικότητας».21
Ο Τζ. Κόρζον (που αντικατέστησε τον Μπαλφούρ ως υπουργός Εξωτερικών) ανέφερε σχετικά με τις θέσεις που πρόβαλε ο ΣΟ διά του εκπροσώπου του, Δρ. Γουάιζμαν, στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού (1919): «Είμαι αρκετά σίγουρος πως (…) αυτό που οραματίζεται είναι ένα Εβραϊκό κράτος (…), έναν υποδεέστερο Αραβικό πληθυσμό κ.λπ., εξουσιαζόμενο από Εβραίους, τους Εβραίους με κατοχή της πλειοψηφίας των εδαφών και τον έλεγχο της Διοίκησης. (…) (Και όλα αυτά) πίσω από τη βιτρίνα και υπό την προστασία των Βρετανών».22
Η διεθνής Επιτροπή που συστάθηκε υπό τους Αμερικανούς Κινγκ και Κρέιν για την περαιτέρω εξέταση του ζητήματος επίσης γνωμοδότησε αρνητικά, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως «ο μη Εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης – σχεδόν τα 9/10 του συνόλου – είναι εμφατικά εναντίον του όλου Σιωνιστικού προγράμματος. (…) Κανείς εκ των Βρετανών αξιωματικών που συμβουλεύτηκε η Επιτροπή δεν πιστεύει πως το Σιωνιστικό πρόγραμμα μπορεί να υλοποιηθεί παρά με την ισχύ των όπλων».23
Οπως όμως υπογράμμισε ο Α. Τζ. Μπαλφούρ απαντώντας στον Τζ. Κόρζον: «Οι τέσσερεις Μεγάλες Δυνάμεις στηρίζουν τον Σιωνισμό. Και ο Σιωνισμός, σωστός ή λάθος, καλός ή κακός, είναι ριζωμένος σε αρχέγονες παραδόσεις, παρούσες ανάγκες και μελλοντικές ελπίδες, με πολύ μεγαλύτερη σημασία από ό,τι οι επιθυμίες και οι προκαταλήψεις των 700.000 Αράβων που τώρα κατοικούν σε αυτή την αρχαία γη (…). Οποιο και αν είναι το μέλλον της Παλαιστίνης, σήμερα δεν είναι ένα “ανεξάρτητο κράτος”, ούτε βρίσκεται ακόμη καθ’ οδόν για να γίνει τέτοιο».24
Τελικά, η Κοινωνία των Εθνών, μέσω του καμουφλαρισμένου αποικιακού συστήματος των «Εντολών», παρέδωσε τη διοίκηση της Παλαιστίνης στη Βρετανία. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση (22.7.1922) η εντολοδόχος Βρετανία καθίστατο «υπεύθυνη για τη δημιουργία των πολιτικών, διοικητικών και κοινωνικών συνθηκών που απαιτούνταν προκειμένου να διασφαλιστεί η δημιουργία μιας Εβραϊκής εθνικής εστίας». Η Εντολή προέβλεπε επίσης την ύπαρξη ειδικού αντιπροσωπευτικού σώματος για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη, που θα λειτουργούσε συμβουλευτικά, σε συνεργασία με τη Βρετανική Διοίκηση. Ανάλογη πρόβλεψη για την εκπροσώπηση των Αράβων δεν υπήρξε.25
Με την έναρξη της βρετανικής κατοχής, η πορεία του παλαιστινιακού ζητήματος θα εισερχόταν πια σε μια νέα, ακόμα πιο δραματική φάση.
Παραπομπές:
1. Eliezer Tauber, The formation of modern Iraq and Syria, εκδ. Routledge, London, 2013, σελ. 91.
2. Abigail Jacobson, «Negotiating Ottomanism in times of war», στο International Journal of Middle East Studies, τ.40, 2008, σελ. 69-88.
3. Correspondence between Sir Henry MacMahon and the Sherif Hussein of Mecca, July 1915-March 1916, εκδ. H. M. Stationary Office, London, 1939, σελ. 3-4.
4. Ο.π., σελ. 8-13.
5. Jacob Hurewitz, Diplomacy in the Near and Middle East, τ.2, εκδ. D. Van Nostrand Co, Toronto, 1956, σελ. 29-30.
6. Report of a Committee set up to consider certain correspondence between Sir Henry McMahon and the Sharif of Mecca, εκδ. H.M. Stationary Office, London, 1939, σελ. 42-43.
7. Anis Sayegh, Palestine and Arab nationalism, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1970, σελ.28.
8. Esther Benbassa, «Zionism in the Ottoman Empire», στο Studies in Zionism, τ. 11, αρ. 2, 1990, σελ. 131
9. Sir Edwin Montagu Memorandum, August 1917, στο Cabinet 24/24 (Public Record Office)
10. B. I. Λένιν, Απαντα, τόμ. 8, σελ. 73.
11. B. I. Λένιν, Απαντα, τόμ. 7, σελ. 119 και τόμ. 8, σελ. 74.
12. Esther Benbassa, «Zionism in the Ottoman Empire», στο Studies in Zionism, τ. 11, αρ. 2, 1990, σελ.133
13. ΚΜΕ, «Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης», 1909-1918, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1989, σελ. 87.
14. https://www.jewishvirtuallibrary.org/first-zionist-congress-and-basel-program-1897
15. www.jnf.org/our-history, Survey of Palestine, τόμ. 1, 1946, σελ. 141 και Supplement to Survey of Palestine, 1947, σελ. 10.
16. Michael Prior, Zionism and the State of Israel, εκδ. Psychology Press, New York, 1999, σελ. 191-192.
17. Hans Kohn, «Ahad Ha’am: Nationalist with a difference», στο Gary Smith (επ.) Zionism: The dream and the reality, εκδ. Harper & Row, New York, σελ. 31-32.
18. Chaim Weizmann, Trial and Error, εκδ. Harper, New York, 1949, σελ. 178.
19. Στο United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917-1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917-1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕ).
20. OHE, .ό.π.
Πηγή : Ριζοσπάστης 4 – 5 / 11 – 2023
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος
(Μέρος 2ο)
«Μη φοβάστε! Θα σας καταπιώ ειρηνικά…»
«Μη φοβάστε!!! Θα σας καταπιώ ειρηνικά…» |
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, υπό την αιγίδα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και με την αρωγή των Εβραίων κεφαλαιούχων, η διαδικασία του εβραϊκού εποικισμού της Παλαιστίνης προχώρησε με ραγδαίους ρυθμούς. Μέσα σε δύο δεκαετίες ο εβραϊκός πληθυσμός της περιοχής αυξήθηκε από 83.790 (12,9% του συνόλου) το 1922, σε 174.606 (18,1%) το 1931 και 474.102 (31,2%) το 19411.
Αντίστοιχα, η γη υπό την ιδιοκτησία του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου (ΕΕΤ) εννιαπλασιάστηκε, καθιστώντας το ΕΕΤ «το μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης στην Παλαιστίνη»2.
«Ο μαζικός εποικισμός και η αγορά γης» αποτελούσαν, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τα δύο από τα τρία «βασικά μέσα» που επιστρατεύτηκαν από τον Σιωνιστικό Οργανισμό (ΣΟ) για την επίτευξη των στόχων του. «Το τρίτο ήταν η άρνηση εργασίας στους Παλαιστινίους εργαζομένους (…) Στην ταχεία προέλασή του προς την “εθνική του εστία” ο Σιωνιστικός Οργανισμός ακολούθησε μια αυστηρή πολιτική, που με σύγχρονους όρους θα μπορούσε να περιγραφεί ως φυλετικός διαχωρισμός. Μόνο Εβραίοι εργαζόμενοι μπορούσαν να εργαστούν σε εβραϊκά αγροκτήματα και κοινότητες». Αυστηροί όροι φυλετικού αποκλεισμού των Αράβων υπήρχαν επίσης στην αγοραπωλησία γης3.
Χαρακτηριστική υπήρξε ίσως η γελοιογραφία στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας των χριστιανών Αράβων «Falastin» (18.6.1936), που εμφάνιζε τον σιωνισμό ως έναν κροκόδειλο υπό την προστασία Βρετανού στρατιώτη να απευθύνεται στους Παλαιστινίους λέγοντας: «Μη φοβάστε!!! Θα σας καταπιώ ειρηνικά…».
Οικισμός Εβραίων εποίκων, Μπνέι Μπρακ 1931 |
Βεβαίως, καμιά εκτόπιση ενός γηγενούς πληθυσμού από τον τόπο του δεν αποτελεί μια «ειρηνική» διαδικασία. Ακόμη και αν επιχειρείται χωρίς (πρώτα και κύρια) την άμεση χρήση βίας, αλλά με πιο έμμεσο τρόπο (όπως η συστηματική αγορά εδαφών, η επιβολή όρων απαρτχάιντ σε αυτά, κ.ο.κ.). Ο μαζικός εποικισμός της Παλαιστίνης με σκοπό τη δημιουργία κράτους επί της πατρογονικής γης ενός άλλου λαού ενείχε εξαρχής και εξ ορισμού τα στοιχεία της βίας και του καταναγκασμού.
Ο Ζεέβ Γιαμποτίνσκι (ηγετικό στέλεχος του ΣΟ και ιδρυτής του «αναθεωρητικού σιωνισμού»4, από την ιδεολογικοπολιτική μήτρα του οποίου προήλθε και το νυν κυβερνών κόμμα Λικούντ του Μπ. Νετανιάχου) έγραφε χαρακτηριστικά το 1923: «Δεν μπορεί να υπάρξει οικειοθελής συμφωνία ανάμεσα σε εμάς και τους Παλαιστίνιους Αραβες. Ούτε τώρα ούτε στο μέλλον (…) Οι ιθαγενείς πληθυσμοί (…) πάντοτε αντιστέκονταν στους εποικιστές». Παρέπεμψε δε στα ιστορικά παραδείγματα της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής για του λόγου το αληθές. Και πρόσθεσε: «Το να φαντάζεται κανείς, όπως κάνουν οι Αραβόφιλοι ανάμεσά μας, πως (οι Παλαιστίνιοι Αραβες) θα συναινέσουν οικειοθελώς στην υλοποίηση (των στόχων) του σιωνισμού, με αντάλλαγμα τις ηθικές και υλικές ευκολίες που φέρνει μαζί του ο Εβραίος έποικος, είναι παιδαριώδες και στο βάθος κάπως περιφρονητικό για τον αραβικό λαό (…) πως θα ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν την πατρίδα τους έναντι ενός καλού σιδηροδρομικού συστήματος (…) Δεν υπάρχει βάση σε μια τέτοια άποψη. Μπορεί μεν κάποιοι Αραβες ανά περίπτωση να είναι δεκτικοί σε δωροδοκίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο αραβικός λαός της Παλαιστίνης συνολικά θα ξεπουλούσε αυτόν τον ένθερμο πατριωτισμό που διαφυλάσσει με τόσο ζήλο (…) Κάθε ιθαγενής πληθυσμός στον κόσμο αντιστέκεται στους αποικιοκράτες όσο υπάρχει ακόμη και η παραμικρή ελπίδα να μη μετατραπεί σε αποικία (…)
Οδομαχίες στην Τζάφα, 1920 |
Δεν μπορούμε να προσφέρουμε κάποια επαρκή αποζημίωση στους Παλαιστίνιους Αραβες ως αντάλλαγμα για την Παλαιστίνη. Και επομένως, δεν υπάρχει πιθανότητα επίτευξης οικειοθελούς συμφωνίας (…) Ο σιωνιστικός εποικισμός πρέπει ή να σταματήσει ή (…) να συνεχίσει να αναπτύσσεται υπό την προστασία μιας ισχύος ανεξάρτητης από τον ντόπιο πληθυσμό – πίσω από ένα σιδηρούν τείχος, το οποίο ο ντόπιος πληθυσμός δεν θα μπορεί να διαπεράσει. (…) Σε αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους “μιλιταριστές” και τους “χορτοφάγους” (σ.σ. μετριοπαθείς) μας. Εκτός του ότι οι μεν πρώτοι θα προτιμούσαν το σιδηρούν αυτό τείχος να αποτελείται από Εβραίους στρατιώτες, ενώ οι δεύτεροι από Βρετανούς (…)
Αν κάποιος διαφωνεί θεωρώντας αυτήν την άποψη ανήθικη, του απαντώ: Δεν είναι αλήθεια (…) Πιστεύουμε ότι ο σιωνισμός είναι ηθικός και δίκαιος (…) Δεν υπάρχει άλλη ηθική»5.
«Ο σιωνισμός», θα επαναλάβει ο Γιαμποτίνσκι, «είναι μια εποικιστική επιχείρηση και επομένως βασίζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην ένοπλη δύναμη. Είναι σημαντικό να χτίζεις, είναι σημαντικό να μιλάς εβραϊκά, αλλά, δυστυχώς, είναι ακόμα πιο σημαντικό να μπορείς να πυροβολείς»6.
Ωστόσο, την περίοδο του Μεσοπολέμου, η στρατηγική που επιδιώχθηκε – δημόσια τουλάχιστον – ήταν εκείνη της προοδευτικής / «ειρηνικής» επικράτησης του εβραϊκού στοιχείου στην Παλαιστίνη μέσω των εποικισμών, της αγοράς γης και της γενικότερης αυξανόμενης οικονομικής βαρύτητας της εβραϊκής κοινότητας (υπό την αιγίδα πάντοτε της βρετανικής κυριαρχίας και την προστασία των βρετανικών όπλων). Σε αυτήν τη στρατηγική συναινούσαν τόσο η αστική τάξη της εβραϊκής διασποράς που υιοθετούσε τους στόχους και εκφραζόταν μέσα από τον ΣΟ, όσο και η πλειοψηφία των αστικών πολιτικών κομμάτων που συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο της εβραϊκής κοινότητας της Παλαιστίνης.
Οδομαχίες με τους Βρετανούς στην πόλη Τζάφα, 1936. Απαρχές της Αραβικής Εξέγερσης |
Η ιδεολογικοπολιτική επιρροή του αστικού εθνικιστικού ρεύματος του σιωνισμού ήταν εμφανής και στην πολιτική του σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Mapai του Ντ. Μπεν Γκουριόν (που καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης). Στηρίζοντας την επέκταση των εποικισμών, τους φυλετικούς διαχωρισμούς, κ.ο.κ., η σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα που έλεγχε, έγιναν ο πιο άμεσος και αποτελεσματικός δίαυλος διοχέτευσης του αστικού δηλητηρίου του σιωνισμού στους Εβραίους εργαζόμενους.
Η μόνη πολιτική δύναμη που πάλευε για την ταξική – διεθνιστική ενότητα των εργαζομένων, για τον κοινό τους αγώνα για ανεξαρτησία αλλά και κοινωνική απελευθέρωση, ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης (ΚΚΠ). Το ΚΚΠ ιδρύθηκε τον Ιούλη του 1923 και έγινε μέλος της ΚΔ τον Μάρτη του 1924. Σε αυτό συσπειρώνονταν πρωτοπόροι εργάτες, αγρότες, διανοούμενοι, φοιτητές, κ.ά. ανεξαρτήτως καταγωγής (αν και, αρχικά τουλάχιστον, η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του ήταν Εβραίοι).
Το ΚΚΠ εναντιωνόταν στον σιωνισμό, «ως ρεύμα που ενσάρκωνε τις επιδιώξεις της εβραϊκής αστικής τάξης», που όρθωνε «τείχη εθνικού μίσους» ανάμεσα σε Εβραίους και Αραβες εργάτες και λειτουργούσε ως «το πιο προκεχωρημένο φυλάκιο του βρετανικού ιμπεριαλισμού στις αραβικές χώρες». Απεναντίας θεωρούσε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Αράβων «έναν από τους κυριότερους παράγοντες στην πάλη κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού» (αν και ασκούσε κριτική στην ηγεσία του κινήματος – βλ. στη συνέχεια)7.
Γυναίκες και άνδρες Άραβες μαχητές κατά την εξέγερση του 1936-1939 |
Το ΚΚΠ καταδίκαζε την αρπαγή της γης των Αράβων μικροκαλλιεργητών από το ΕΕΤ και τους Εβραίους εποίκους, ενώ πολλές φορές στάθηκε μαζί τους στην ενεργό υπεράσπισή της έναντι των «εισβολέων» – όπως τους χαρακτήριζε – «οι οποίοι στέρησαν από τους φτωχούς αγρότες όχι μόνο το εισόδημα και την εργασία, αλλά και ό,τι πολυτιμότερο είχαν, το μικρό κομμάτι γης τους»8.«Η εβραϊκή μπουρζουαζία», κατήγγειλε, «είχε βουτηγμένα τα χέρια της στο αίμα αθώων Αράβων και Εβραίων εργατών (…) μετατρέποντας τις εβραϊκές μάζες σε αντικείμενο – θύμα της οργής των (Αράβων) αγροτών». Ταυτόχρονα, το ΚΚΠ καλούσε τους Εβραίους εργάτες να «γυρίσουν την πλάτη στη σοβινιστική ηγεσία τους» και να αρνηθούν τη συμμετοχή σε «σιωνιστικές χουλιγκανικές (σ.σ. παρακρατικές) ομάδες». «Μόνο μέσα από την πάλη τους ενάντια στην πολιτική της “κατάκτησης”», υπογράμμιζε, και «σε κοινό μέτωπο με τους Αραβες εργάτες, μπορούσε να εκδιωχθεί ο ιμπεριαλισμός και να διασφαλιστούν τα δικαιώματα τόσο των Αράβων όσο και των Εβραίων εργατών»9.
Η ανάπτυξη της αντίστασης του Παλαιστινιακού λαού
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι Παλαιστίνιοι αντέδρασαν επανειλημμένα στα όσα σχεδιάζονταν και υλοποιούνταν γι’ αυτούς χωρίς αυτούς: Το 1920 – 1921, το 1929, το 1933 και το 1936 – 1939.
Μέλη της Χαγκαναχ 1939 |
Αξίζει να σημειωθεί πως ανάλογες εκδηλώσεις αντίστασης σημειώθηκαν την ίδια περίοδο σε όλο τον αραβικό κόσμο, με σημαντικότερες τις εξεγέρσεις στη Συρία, στον Λίβανο (το 1925 – 1927 και το 1934 – 1936) και στο Ιράκ (το 1935 – 1936).
Στην Παλαιστίνη, οι αντιδράσεις της πρώτης περιόδου (τη δεκαετία του 1920) ήταν μικρότερης κλίμακας, περιοριζόμενες – ως προς το εύρος και το επίκεντρό τους – σε βίαιες συγκρούσεις με τους Εβραίους εποίκους. Τα σοβαρότερα επεισόδια σημειώθηκαν τον Αύγουστο του 1929, όταν ο ξεσηκωμός των Αράβων εναντίον των Εβραίων εποίκων γενικεύτηκε, καταλήγοντας σε αιματηρές συμπλοκές, με αποτέλεσμα 220 νεκρούς και 520 τραυματίες (Εβραίους και Αραβες). Οι συγκρούσεις έληξαν μόνο έπειτα από κινητοποίηση ισχυρών δυνάμεων του βρετανικού στρατού.
Οι Επιτροπές Σο και Χόουπ Σίμπσον, που συστάθηκαν από τους Βρετανούς για να εξετάσουν τα γεγονότα του 1929, κατέληξαν στο ότι τα βαθύτερα αίτια πίσω από τις επιθέσεις των Αράβων κατά των Εβραίων δεν είχαν να κάνουν με θρησκευτικές – φυλετικές διαφορές αλλά με την πολιτική των Βρετανών ιμπεριαλιστών στην περιοχή και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο εβραϊκός εποικισμός εντασσόταν σε αυτή. Συγκεκριμένα, τονιζόταν:
«Σε λιγότερα από 10 χρόνια είχαμε τρεις σοβαρές επιθέσεις Αράβων κατά Εβραίων. Για 80 χρόνια πριν από αυτές τις επιθέσεις δεν υπήρχε κανένα παρόμοιο καταγεγραμμένο γεγονός (…) Πριν από τον Πόλεμο Εβραίοι και Αραβες ζούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, αν όχι με αγάπη, τουλάχιστον με ανοχή, κάτι που σήμερα είναι σχεδόν άγνωστο στην Παλαιστίνη (…) Στους Αραβες υπάρχει διάχυτη αγανάκτηση για την αποτυχία της βρετανικής κυβέρνησης να τους παραχωρήσει κάποιο βαθμό αυτοδιάθεσης». Και «αυτή η αγανάκτηση», με τη σειρά της, «εκφράζεται απέναντι στους Εβραίους, των οποίων η παρουσία στην Παλαιστίνη θεωρείται από τους Αραβες εμπόδιο για την πραγμάτωση των ελπίδων τους (για ανεξαρτησία)». Επομένως, μπορεί «οι αραβικές επιθέσεις να κατευθύνονταν μόνο εναντίον των Εβραίων, αλλά η αγανάκτηση που ώθησε τους Αραβες να ξεπεράσουν τα όρια οφειλόταν επί της ουσίας στις πολιτικές τους απογοητεύσεις (…) από την Εντολή (σ.σ. τη βρετανική διοίκηση της Παλαιστίνης), και κυρίως από τη βρετανική κυβέρνηση»10.
Πέραν όμως των παραπάνω, οι Επιτροπές Σο και Χόουπ Σίμπσον συνέδεαν ευθέως τα βίαια επεισόδια με τις σιωνιστικές πολιτικές εποικισμού και αποκλεισμού των Αράβων από την εργασία. «Η αρχή του επίμονου και σκόπιμου αποκλεισμού των Αράβων εργατών στους σιωνιστικούς εποικισμούς», σημειωνόταν σχετικά, «όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με τους όρους (…) της Εντολής, αλλά αποτελεί επιπλέον και μια μόνιμη όσο και αυξανόμενη πηγή κινδύνου για τη χώρα». Ταυτόχρονα, δεν απέφυγαν να καυτηριάσουν τις επίσημες διαβεβαιώσεις των σιωνιστών (περί δήθεν «επιθυμίας για συνύπαρξη Εβραίων και Αράβων», για «ανάπτυξη της κοινής πατρίδας σε μια ευδοκιμούσα κοινότητα», κ.ο.κ.), υπογραμμίζοντας ότι η πραγματικότητα η οποία αποτυπωνόταν «στα νομικά κείμενα που δέσμευαν κάθε έποικο ενός σιωνιστικού εποικισμού» ήταν εντελώς «ασύμβατη» με τα όσα «διακηρύσσονταν δημόσια»11.
Παρά τις όποιες διαπιστώσεις, ελάχιστα αποφασίστηκαν και ακόμα λιγότερα υλοποιήθηκαν προς μια ουσιαστική λύση του προβλήματος (που αντικειμενικά περνούσε μέσα από τον τερματισμό της βρετανικής κατοχής και την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης). Αντ’ αυτού, οι Βρετανοί, διά του υφυπουργού Αποικιών, λόρδου Πάσφιλντ, περιορίστηκαν σε εκκλήσεις και συστάσεις (1930): Προς τους μεν Αραβες «να αναγνωρίσουν τα δεδομένα της κατάστασης» (με άλλα λόγια, τη βρετανική κατοχή) και τους δε Εβραίους «να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα για ορισμένες παραχωρήσεις από τη μεριά τους» σε σχέση με την πολιτική φυλετικών αποκλεισμών στις κοινότητές τους12.
Ο Πάσφιλντ θα προτείνει επίσης τον περιορισμό του μεταναστευτικού ρεύματος των Εβραίων προς την Παλαιστίνη. Ωστόσο, η άνοδος των ναζί στη Γερμανία το 1933 και η όξυνση των διώξεων κατά των εβραϊκών πληθυσμών είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών χιλιάδων προσφύγων. Αν και ο βασικός όγκος των προσφυγικών ροών κατευθύνθηκε κυρίως προς τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι αυστηροί μεταναστευτικοί περιορισμοί – και η απροθυμία – των περισσότερων καπιταλιστικών κρατών να τους δεχτούν, οδήγησαν πολλούς να καταφύγουν και στην Παλαιστίνη. Ετσι, μέσα σε 2 μόλις χρόνια (1934 – 1935) ο αριθμός των Εβραίων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ξεπέρασε τον αντίστοιχο συνολικό αριθμό όλης της προηγούμενης δεκαετίας. Τη δεκαετία του 1930 οι νεοεισερχόμενοι Εβραίοι έποικοι ήταν υπερδιπλάσιοι σε σύγκριση με αυτούς του 1920 (232.000 έναντι 100.000), επιφέροντας ακόμα μεγαλύτερη αλλοίωση στην πληθυσμιακή σύνθεση της Παλαιστίνης (αφού οι Εβραίοι δεν αποτελούσαν πια το 1/10 αλλά το 1/3 του συνόλου του πληθυσμού της)13.
Οπως αναφέρει βρετανική έκθεση του 1937 (Εκθεση Επιτροπής Ρ. Πιλ), «η αντίδραση των Αράβων σε αυτήν την απότομη και εντυπωσιακή εξέλιξη ήταν απολύτως φυσική. Ο,τι αισθάνονταν οι ηγέτες των Αράβων το 1929 τώρα το αισθάνονταν με ακόμα μεγαλύτερη πικρία (…) Οσο μεγαλύτερες οι εισροές των Εβραίων, τόσο μεγαλύτερα τα εμπόδια για απόκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας»14.
Γι’ αυτό και, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η επόμενη εξέγερση (του 1933) δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Ηταν ωστόσο «δίχως προηγούμενο όσο ήταν και σημαντική». Γιατί, ενώ έως τότε «το 1920, το 1921 και το 1929 οι Αραβες επιτίθεντο στους Εβραίους (…) το 1933 επιτέθηκαν εναντίον της (βρετανικής) κυβέρνησης»15.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης, παρά τις δύσκολες συνθήκες της παρανομίας μέσα στις οποίες δρούσε, έδωσε καθ’ όλη εκείνη την περίοδο μεγάλη μάχη για το περιεχόμενο και την κατεύθυνση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ώστε να μην περιοριστεί σε μια «θρησκευτική και φυλετική διαμάχη»16.
Εξηγούσε – χωρίς να υιοθετεί – τα βίαια ξεσπάσματα των Αράβων αγροτών κατά των Εβραίων εποίκων ως προϊόν των πιέσεων που δέχονταν από τις (πολύ συχνά βίαιες) εξώσεις από τη γη που καλλιεργούσαν, τη γενικότερη στέρηση των βιοποριστικών τους μέσων λόγω των φυλετικών αποκλεισμών από την εργασία, κ.ο.κ. Αλλά και ως αποτέλεσμα της κοινωνικής σύνθεσης της ηγεσίας του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, που έθετε το ζήτημα της γης με όρους εθνικούς – θρησκευτικούς (να παραμείνει σε αραβικά – μουσουλμανικά χέρια), δίχως να αγγίζει τα ζητήματα των αγροτικών χρεών, των άκληρων αγροτών και βεβαίως της ταξικής εκμετάλλευσης (γεγονός εύλογο, εφόσον πολλά από τα ηγετικά μέλη του κινήματος ήταν μεγαλογαιοκτήμονες)17.
Το ΚΚΠ προέκρινε τον συνδυασμό της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης με την κοινωνική. Ετσι, την ίδια στιγμή που παρότρυνε τους «Εβραίους εργαζομένους να χειραφετηθούν από τον έλεγχο του σιωνιστικού οργανισμού», καλούσε «τις αραβικές μάζες να ξεφορτωθούν τους πλούσιους Αραβες γαιοκτήμονες και τους σεΐχηδες». Για το ΚΚΠ «ήταν απαραίτητο να συνδεθεί ο κοινωνικός αγώνας των εργατών εναντίον της αστικής τάξης, και των αγροτικών μαζών εναντίον των μεγαλογαιοκτημόνων, με τον ευρύτερο εθνικό και αντιιμπεριαλιστικό αγώνα με στόχο την εθνική απελευθέρωση των αραβικών χωρών»18.
Ωστόσο, η παρέμβαση των κομμουνιστών στο περιεχόμενο και τις μορφές πάλης του αγώνα των αγροτικών αραβικών μαζών ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, ειδικά τα πρώτα χρόνια, όπου οι Αραβες μέλη του ΚΚΠ ήταν λιγοστοί (ενώ ήταν ακόμα λιγότεροι στην επαρχία).
Στα αστικά κέντρα, «όπου οι πληθυσμοί ήταν πολιτικά πιο ώριμοι» και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας «διεξαγόταν κυρίως εναντίον των Βρετανών», οι όροι ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασης του ΚΚΠ ήταν ευνοϊκότεροι. Στους εργάτες, τα παραδείγματα κοινής δράσης Αράβων και Εβραίων, τόσο απέναντι στις βρετανικές αρχές όσο και στους σιωνιστές, ήταν πιο συχνά. Οι δε προσπάθειες των κομμουνιστών για τη μαζική ένταξη των Αράβων εργατών στα συνδικάτα, αν και βασανιστικές στην αρχή, μακροπρόθεσμα «είχαν μεγάλη επιτυχία». Πράγματι, έως τις παραμονές της λήξης της βρετανικής κυριαρχίας «το αραβικό εργατικό κίνημα είχε λάβει σημαντικές διαστάσεις»19.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στο ζήτημα της αραβικής ανεξαρτησίας, το ΚΚΠ προέκρινε τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους (με ίσα δικαιώματα για την εβραϊκή μειονότητα), ως ένα «πρώτο βήμα προς την εθελοντική ένωση όλων των αραβικών χωρών “σε ομόσπονδη βάση”». Εκτιμούσε ότι «ο αυθαίρετος πολυκερματισμός του αραβικού κόσμου» εξυπηρετούσε τόσο τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών στην περιοχή όσο και τα «τοπικά συμφέροντα» τμημάτων της άρχουσας τάξης των Αράβων20.
Η εξέγερση του 1936 – 1939
Τα όποια ημίμετρα και προσπάθειες ενσωμάτωσης της αραβικής αντίστασης στη βρετανική κατοχή (π.χ. με την εισαγωγή εκλεγμένων δημοτικών αρχών, τον σχηματισμό ενός νομοθετικού συμβουλίου – του οποίου όμως η μεγάλη πλειοψηφία των μελών ήταν διορισμένα – κ.ο.κ.) δεν είχαν αποτέλεσμα.
Ετσι, «το 1936», όπως αναφέρει ο ΟΗΕ, «η αντίσταση των Παλαιστινίων στην ξένη (βρετανική) κυριαρχία και τον ξένο (εβραϊκό) εποικισμό εκδηλώθηκε σε μια μεγάλη εξέγερση που διήρκεσε λίγο – πολύ έως την απαρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Σε αυτή συνέδραμε επίσης η γενικότερη άνοδος των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην περιοχή την ίδια περίοδο. Πράγματι, «οι διεκδικήσεις των Παλαιστινίων για ανεξαρτησία άντλησαν ορμή από τις ταυτόχρονες εθνικιστικές εξάρσεις σε Αίγυπτο και Συρία, που είχαν αναγκάσει Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων»21.
Η εξέγερση των Παλαιστινίων ξεκίνησε τον Απρίλη του 1936, όταν η Αραβική Ανώτατη Επιτροπή (που είχαν συγκροτήσει μια σειρά από κόμματα και οργανώσεις) προκήρυξε γενική απεργία με κύριο αίτημα τον σχηματισμό εθνικής κυβέρνησης. Στην πορεία, η απεργία συνοδεύτηκε από επιθέσεις σε Βρετανούς στρατιώτες, αστυνομικά τμήματα και εβραϊκούς εποικισμούς, δολιοφθορές σε σιδηροδρόμους, αγωγούς πετρελαίου, κ.ο.κ. Οι βρετανικές αρχές αναγκάστηκαν να μεταφέρουν στρατιωτικές ενισχύσεις από την Αίγυπτο, τη Μάλτα έως και την ίδια τη Βρετανία προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, ενώ προχώρησαν επίσης σε μαζικές συλλήψεις, εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και άλλα έκτακτα μέτρα. Στην καταστολή της εξέγερσης μετείχαν όμως και οι Εβραίοι, τόσο μέσω των παραστρατιωτικών τους οργανώσεων Χαγκανά και Ιργκούν, όσο και μέσω της μαζικής τους ένταξης στις αστυνομικές δυνάμεις (κάπου 2.800) ως εκτάκτων.
Το ΚΚΠ στήριξε την εξέγερση και μετείχε ενεργά σε αυτή, γεγονός που αποτυπώθηκε και στο εύρος της επίθεσης εναντίον του. Μόνο στο εξάμηνο που διήρκεσε η απεργία εκτοπίστηκαν 46 μέλη του, ενώ 264 κομμουνιστές και «συμπαθούντες» φυλακίστηκαν22.
Τον Οκτώβρη του 1936, με τη διαμεσολάβηση και ορισμένων Αράβων ηγετών γειτονικών χωρών, οι Βρετανοί πέτυχαν τη λήξη της απεργίας. Οι συγκρούσεις όμως – όπως και η καταστολή – συνεχίστηκαν, ειδικά μετά τη γνωστοποίηση της βρετανικής πρότασης για διχοτόμηση της Παλαιστίνης τον Ιούλη του 1937 (βλ. στη συνέχεια). Εως τον Οκτώβρη του 1938 οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη έφτασαν τις 18 – 20.000. Οι κατοχικές αρχές εφάρμοσαν «συλλογικές τιμωρίες» κατά του άμαχου πληθυσμού, καταστρέφοντας χωριά, υποχρεώνοντας τους κατοίκους τους σε καταναγκαστική εργασία, κ.ά. Οι ξυλοδαρμοί και τα βασανιστήρια υπήρξαν κοινή πρακτική της αστυνομίας και του στρατού, ενώ στις βάναυσες διαπομπεύσεις και κακοποιήσεις Αράβων (αιχμαλώτων ή απλά υπόπτων) μετείχαν πολύ συχνά και μέλη των εβραϊκών παραστρατιωτικών οργανώσεων.
Τα στοιχεία που παραθέτει ο M. Hughes από στρατιωτικές και αστυνομικές εκθέσεις της περιόδου, μαρτυρίες Βρετανών, καταγγελίες βασανισθέντων Αράβων, κ.ο.κ., είναι σοκαριστικά. Διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, για «βασανισμούς υπόπτων, για Αραβες να κομματιάζονται αναγκαζόμενοι να διαβούν δρόμους στους οποίους οι Βρετανοί είχαν τοποθετήσει νάρκες (…) για κρατούμενους να κλείνονται σε κλουβιά εκτεθειμένοι στον ήλιο και χωρίς τροφή, για ανθρώπους να μαστιγώνονται με βρεγμένα σχοινιά, να κλείνονται σε κουτιά, να τους σπάνε τα δόντια και να τους καίνε τα πόδια με πετρέλαιο (…) να δέρνονται μέχρι λιποθυμίας, να τρυπιούνται με βελόνες, να εξαπολύονται σκυλιά εναντίον τους (…) Βρετανικές και εβραϊκές δυνάμεις να κακομεταχειρίζονται τους Αραβες βάζοντάς τους να κουβαλούν βαριές πέτρες και να τους χτυπούν όταν τους πέφτουν. Φρουροί χρησιμοποίησαν ακόμα και τις ξιφολόγχες τους σε ανθρώπους που στερούνταν ύπνο, αναγκάζοντάς τους να φοράνε κουδούνια και να χορεύουν (…)»23.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, την εν λόγω περίοδο, πάνω από 3.000 Αραβες Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν στη μάχη ή από παρακρατικούς, 110 εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού, 6 – 8.000 τραυματίστηκαν και κάπου 6.000 κλείστηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης24.
Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές αναζητούν διέξοδο από τις συνέπειες της πολιτικής τους
Εως το 1939 η συντριπτική στρατιωτική υπεροχή των Βρετανών και η άγρια καταστολή είχαν επιφέρει τα επιθυμητά για τους ιμπεριαλιστές αποτελέσματα. Η εξέγερση καταστάλθηκε. Ηδη όμως κατά τη διάρκειά της είχε καταστεί οφθαλμοφανές ότι η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Παλαιστίνη δεν μπορούσε να συνεχιστεί δίχως διαρκές και αυξανόμενο κόστος (σε υλικούς και στρατιωτικούς πόρους) για το βρετανικό καπιταλιστικό κράτος. Κόστος που δεν μπορούσε να καλυφθεί, ειδικότερα σε μια περίοδο που πύκνωναν τα σύννεφα του πολέμου πάνω από την Ευρώπη. Αν όχι μια συμφέρουσα λύση, έπρεπε τουλάχιστο να βρεθεί μια όσο το δυνατόν λιγότερο ασύμφορη διέξοδος.
Η Επιτροπή που συστάθηκε το 1936 – 1937 για να εξετάσει την κατάσταση ήταν κατηγορηματική: «Το να προάγει κανείς τη μετανάστευση των Εβραίων με την ελπίδα πως αυτό εντέλει θα οδηγούσε σε μια εβραϊκή πλειοψηφία και την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους με τη συμφωνία ή έστω τη συναίνεση των Αράβων είναι ένα πράγμα. (Ωστόσο) είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό (κανείς) να περιεργάζεται, ακόμη και μακροπρόθεσμα, τη βίαιη μετατροπή της Παλαιστίνης σε ένα εβραϊκό κράτος ενάντια στη θέληση των Αράβων (…) (Κάτι τέτοιο) θα σήμαινε ότι η εθνική αυτοδιάθεση παρακρατούνταν (ως δικαίωμα) καθόσον οι Αραβες ήταν πλειοψηφία στην Παλαιστίνη και θα παραχωρούνταν μόνο όταν πλειοψηφούσαν οι Εβραίοι. Θα σήμαινε πως οι Αραβες θα στερούνταν τη δυνατότητα να σταθούν από μόνοι τους, πως απλά (…) ανταλλάχθηκαν από την τουρκική κυριαρχία στην εβραϊκή (…) Η ουσία (του ζητήματος) ήταν ξεκάθαρη στα μάτια των Αράβων. (…) Και η αντίδρασή τους υπήρξε πολύ λογική (…) Τα γενεσιουργά αίτια των “ταραχών” του 1920, του 1921, του 1929 και του 1933 ήταν τα ίδια (…) Το δε 1936 ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρο. Εβραϊκές ζωές πάρθηκαν και εβραϊκές ιδιοκτησίες καταστράφηκαν. Αλλά ο ξεσηκωμός είχε στόχο, άμεσα και κυρίως, την κυβέρνηση (…) τη βρετανική κυριαρχία (…)
Δεν πρόκειται για μια διαφυλετική διαμάχη, προερχόμενη από κάποια παλιά ενστικτώδη αντιπάθεια των Αράβων έναντι των Εβραίων. Οι τριβές ανάμεσα σε Αραβες και Εβραίους στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο ήταν από ελάχιστες έως ανύπαρκτες μέχρις ότου η σύγκρουση στην Παλαιστίνη τις ενέσπειρε. Τα ίδια δε πολιτικά προβλήματα – ταραχές, εξεγέρσεις, αιματοχυσία – προέκυψαν σε Ιράκ, Συρία και Αίγυπτο, όπου δεν υπήρχαν “εθνικές εστίες” (σ.σ. εποικισμοί). Προφανέστατα, λοιπόν, το πρόβλημα στην Παλαιστίνη είναι πολιτικό. Είναι, όπως παντού, το πρόβλημα του εξεγειρόμενου εθνικισμού. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι στην Παλαιστίνη ο αραβικός εθνικισμός είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον ανταγωνισμό προς τους Εβραίους. Κατά πρώτον, η ίδρυση μιας εθνικής εστίας (για τους Εβραίους) περιλαμβανόταν εξαρχής στην ακύρωση του δικαιώματος (των Αράβων) στην εθνική αυτοδιάθεση. Κατά δεύτερον, σύντομα αποδείχθηκε πως δεν αποτελούσε απλά ένα εμπόδιο προς τη δημιουργία μιας εθνικής κυβέρνησης, αλλά εμφανώς το κύριο εμπόδιο. Κατά τρίτον, καθώς η εστία αυτή μεγάλωνε, ο φόβος μεγάλωνε μαζί της, πως όταν και εφόσον παραχωρούνταν η δυνατότητα μιας εθνικής κυβέρνησης, δεν θα ήταν αραβική, αλλά μια κυβέρνηση εβραϊκής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να είσαι Αραβας πατριώτης και να μη μισείς τους Εβραίους»25.
«Οι ενστάσεις ηθικού χαρακτήρα, που προκύπτουν από τη διατήρηση ενός συστήματος κυβέρνησης (στην Παλαιστίνη) διά της μόνιμης καταστολής, είναι αυτονόητες (…) Και το χειρότερο είναι πως αυτή η πολιτική δεν οδηγεί πουθενά. Οσο εντατικά και συστηματικά και να διατηρηθεί, δεν θα λύσει το πρόβλημα. Η εγκαθίδρυση μίας ενιαίας αυτοδιοικούμενης Παλαιστίνης θα είναι τόσο μη πρακτική, όσο είναι τώρα (…) Προφανώς το ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί δίνοντας στους Αραβες ή στους Εβραίους αυτό που θέλουν. Η απάντηση στο ερώτημα “ποιος από τους δύο θα διοικήσει την Παλαιστίνη”, πρέπει με βεβαιότητα να είναι “κανείς τους”. (…)» Επομένως; «Διχοτόμηση»!26
Η προτεινόμενη «λύση» της διχοτόμησης (της δημιουργίας δηλαδή δύο κρατών) υιοθετήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση τον Ιούλη του 1937. Το προκαταρκτικό σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία χωριστού εβραϊκού κράτους στα βόρεια της Παλαιστίνης, προεκτεινόμενο κατά το μεγαλύτερο μήκος της μεσογειακής της ακτής (μια έκταση που αντιστοιχούσε περίπου στο 1/3 του συνόλου της Παλαιστίνης).
Η βρετανική πρόταση απορρίφθηκε τόσο από την Αραβική Ανώτατη Επιτροπή, όσο και από το 12o Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο (Ζυρίχη, Αύγουστος 1937).
Και η βρετανική Επιτροπή Γούντχεντ, όμως, που συστάθηκε προκειμένου να εργαστεί πάνω στα «τεχνικά ζητήματα» του όλου σχεδίου, κατέληξε τον Αύγουστο του 1938 ότι η προτεινόμενη διχοτόμηση ήταν μη εφαρμόσιμη, εφόσον σχεδόν ο μισός πληθυσμός των εδαφών που θα συγκροτούσαν το μελλοντικό εβραϊκό κράτος ήταν Αραβες, σημειώνοντας τον «κίνδυνο μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών». «Οι πολιτικές, διοικητικές και οικονομικές δυσκολίες που ενέχει η πρόταση δημιουργίας ανεξάρτητου αραβικού και εβραϊκού κράτους εντός της Παλαιστίνης», κατέληγε, «είναι τόσο μεγάλες ώστε καθιστούν αυτή τη λύση στο πρόβλημα μη εφαρμόσιμη στην πράξη»27.
Το Συνέδριο του Λονδίνου, που πραγματοποιήθηκε από τις 7 Φλεβάρη έως τις 17 Μάρτη του 1939, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Βρετανίας, των Παλαιστινίων Αράβων, των Εβραίων, της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Υπεριορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Υεμένης, επίσης κατέληξε σε αδιέξοδο.
Σύντομα, όμως, η βρετανική κυβέρνηση, ζυγίζοντας τη γεωστρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής στην αυγή της νέας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής πολεμικής σύγκρουσης (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), θα προχωρούσε σε αναπροσαρμογή της έως τότε ακολουθούμενης πολιτικής της, δημιουργώντας νέα δεδομένα και νέες εξελίξεις στο Παλαιστινιακό ζήτημα.
Παραπομπές:
1. Survey of Palestine, τόμ. 1, 1946, σελ. 141 και Supplement to Survey of Palestine, 1947, σελ. 10.
2. Walter Lehn, «The Jewish National Fund», στο Journal of Palestine Studies, τ.3, αρ.4, 1974
3. Στο United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917-1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917-1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕ).
4. Ο «αναθεωρητικός σιωνισμός» υπήρξε μια πιο επιθετική – μαξιμαλιστική εκδοχή του σιωνισμού, που αντετίθεντο στην έως τότε κυρίαρχη προσέγγιση του ΣΟ περί βαθμιαίας πραγμάτωσης των στόχων του μέσω της οικονομικής κυρίως επικράτησης. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι αναθεωρητές σιωνιστές αναδείχθηκαν δεύτερη πολιτική δύναμη στην Παλαιστίνη μετά τους σοσιαλδημοκράτες του Ντ. Μπεν Γκουριόν (https://www.jewishvirtuallibrary.org/revisionist-zionism).
5. Rassvyet, 4.11.1923 στο www.jewishvirtuallibrary.org/quot-the-iron-wall-quot
6. Ze’ev Jabotinsky, The Iron Law, Selected Writings, South Africa, σελ. 26
7. M. K. Budeiri, The Palestine Communist Party, PhD, LSE, 1977, σελ. 20, 43 και 80.
8. International Press Correspondence, τ.9, αρ. 54, 1929, σελ. 1163
9. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 33, 45 και 80.
10. ΟΗΕ, ό.π.
11. ΟΗΕ, ό.π.
12. ΟΗΕ, ό.π.
13. ΟΗΕ, ό.π. και https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/german-jewish-refugees-1933-1939
14. ΟΗΕ, ό.π.
15. ΟΗΕ, ό.π.
16. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 48.
17. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 48.
18. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 46 και 89.
19. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 45.
20. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 88, 89 και 135.
21. ΟΗΕ, ό.π.
22. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 122.
23. Matthew Hughes, «The Banality of Brutality: British armed forces and the repression of the Arab Revolt in Palestine, 1936-39», στο English Historical Review, τ.124, αρ. 507, Απρίλης 2009, σελ. 313-354.
24. Matthew Hughes, ό.π. και Philip Mattar, «Amin Al-Husayni and Iraq’s quest for independence», στο Arab Studies Quarterly, τ.6, αρ, 4, 1984, σελ. 269.
25. ΟΗΕ, ό.π.
26. ΟΗΕ, ό.π.
27. ΟΗΕ, ό.π.
Πηγή : Ριζοσπάστης 18 – 11 – 2023
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος
(Μέρος 3ο)
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Βρετανικά στρατεύματα έξω από τη Βαγδάτη κατά το πραξικόπημα του 1941 |
Την άνοιξη του 1939, η βρετανική κυβέρνηση, ζυγίζοντας τη γεωστρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής στην αυγή της νέας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής πολεμικής σύγκρουσης (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), επιδίωξε πολιτική κατευνασμού των αραβικών πληθυσμών. Ακολούθως, με την έκδοση σχετικής Λευκής Βίβλου τον Μάη, ήρε τις προηγούμενες δεσμεύσεις της για τη δημιουργία εβραϊκού κράτους και επέβαλε περιορισμούς στις μελλοντικές μεταναστευτικές ροές Εβραίων στην Παλαιστίνη καθώς και στην περαιτέρω αγορά γης από τους εποίκους. Επιπλέον ανακοινώθηκε πως, έπειτα από μια δεκαετή «μεταβατική περίοδο» (κατά την οποία η Βρετανία «θα διατηρούσε τη διακυβέρνηση της χώρας») η Παλαιστίνη θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της ως ένα ενιαίο κράτος, όπου «Αραβες και Εβραίοι θα μοιράζονταν τη διακυβέρνηση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται τα βασικά δικαιώματα και των δύο κοινοτήτων».1
Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός ανησυχούσε – δικαίως – πως ο αντίπαλός του γερμανικός θα αξιοποιούσε τις αρνητικές διαθέσεις των Αράβων έναντι της πολιτικής της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή, στοχεύοντας στην υπονόμευση των συμφερόντων της στην περιοχή (ιδιαίτερα όσον αφορά τις μεταφορές διά της διώρυγας του Σουέζ αλλά και την πρόσβαση στα πετρέλαια του Ιράκ).
Γυναίκες μέλη της Ισραηλινής «Συμμορίας Στερν» ή «Λεχί» |
Τον Οκτώβρη του 1939, λίγες δηλαδή βδομάδες μετά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης κατά της Πολωνίας, οι Βρετανοί επιχείρησαν επίσης να προσεγγίσουν τον (φυγά τότε στο Ιράκ) επικεφαλής της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής Μεγάλο Μουφτή της Ιερουσαλήμ Αμίν αλ-Χουσέινι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη στήριξη ή έστω την ουδετερότητά του έναντι των συμμάχων. «Ο Μουφτής σκέφτηκε την πρόταση, ωστόσο ήταν διστακτικός στο να στηρίξει τη Βρετανία εφόσον είχε καταστρέψει Παλαιστινιακά χωριά, είχε εκτελέσει και φυλακίσει Παλαιστινίους αγωνιστές και είχε εξορίσει τους ηγέτες τους». Εν τέλει, πάντως, με τη διαμεσολάβηση και του φιλοβρετανού πρωθυπουργού του Ιράκ Ν. αλ-Σαΐντ, δέχτηκε τις βρετανικές προτάσεις του 1939 ως «βάση για τη διευθέτηση του Παλαιστινιακού ζητήματος» και δήλωσε τη «στήριξή του στη βρετανική πολεμική προσπάθεια».2
Τα όσα συζητήθηκαν στις σχετικές διαβουλεύσεις και συμφωνήθηκαν κατ’ αρχήν με τον συνταγματάρχη Σ. Νιούκομπ (του βρετανικού υπουργείου Πληροφοριών), μεταφέρθηκαν κατόπιν στον νέο Βρετανό πρωθυπουργό Ου. Τσόρτσιλ, ο οποίος όμως τα απέρριψε. Την ίδια ακριβώς περίοδο (τον Αύγουστο του 1940) ο απεσταλμένος του Αμίν αλ-Χουσέινι, Ου. Κ. Χαντάντ, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τη ναζιστική Γερμανία με κύριο αίτημα την «αναγνώριση της ανεξαρτησίας και της ενότητας των Αράβων». Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν ήταν εφικτό καθώς ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τα συμφέροντα των συμμάχων της Γερμανίας στην περιοχή: Του μεν νεότευκτου καθεστώτος του Βισύ στη Γαλλία επί της Συρίας και του Λιβάνου, της δε Ιταλίας σε ό,τι της «αναλογούσε» ως μερίδιο επί των αραβικών εδαφών στη νέα ιμπεριαλιστική νομή του κόσμου. Ο Χαντάντ «διαμαρτυρήθηκε πως οι Αραβες δεν θα αποδέχονταν ποτέ μια ιταλική ηγεμονία» και επέστρεψε στο Ιράκ. Οι επαφές συνεχίστηκαν, δίχως όμως κάποιο καταληκτικό αποτέλεσμα.3
Μέλη της Ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη στη Χάιφα, 1947 |
Την 1η του Απρίλη 1941, η φιλοβρετανική κυβέρνηση του Ν. αλ-Σαΐντ στο Ιράκ ανατράπηκε από στρατιωτικό κίνημα Αράβων εθνικιστών. Οπως αναφέρει ο Ph. Mattar, επρόκειτο για «μια γνήσια απόπειρα για την επίτευξη της αραβικής ανεξαρτησίας σε μια συγκυρία που φαινόταν ευνοϊκή».4 Οι δυνάμεις του Αξονα στήριξαν τους κινηματίες (αν και η πρακτική συνδρομή τους υπήρξε ελάχιστη λόγω και των αναγκών της επικείμενης επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» εναντίον της ΕΣΣΔ). Σε κάθε περίπτωση, οι Βρετανοί, με στρατιωτική τους επέμβαση, ανέκτησαν γρήγορα και πάλι τον έλεγχο του Ιράκ. Ο Αμίν αλ-Χουσέινι κατέφυγε στη Γερμανία και συνεργάστηκε με τους ναζί στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν τον μουσουλμανικό κόσμο με το μέρος τους (με ορισμένα αποτελέσματα στην κατεχόμενη Ευρώπη, όχι όμως και στη Μέση Ανατολή). Μετά τον πόλεμο ο Αμίν αλ-Χουσέινι διέφυγε στη Γαλλία, όπου παρά τις πιέσεις των Βρετανών κ.ά. για την έκδοσή του, παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό (με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους) με αντάλλαγμα τη συνδρομή του στην άμβλυνση των αντι-γαλλικών διαθέσεων στις γαλλοκρατούμενες αραβικές χώρες.
Τα παραπάνω έχουν αξιοποιηθεί διαχρονικά από τους διάφορους απολογητές των εγκλημάτων κατά του Παλαιστινιακού λαού στην προσπάθειά τους να «στοιχειοθετήσουν» μια δήθεν «ιδεολογική συγγένεια» μεταξύ Ισλάμ / Αράβων και ναζισμού-φασισμού, να «μειώσουν» το δίκαιο του αγώνα των Παλαιστινίων και να «ηθικοποιήσουν» τη βία εναντίον τους.
Διαδήλωση του ΚΚ Παλαιστίνης, 1947 |
Το δίκαιο του αγώνα του Παλαιστινιακού λαού, όμως, ούτε αξιολογείται ούτε εξαρτάται από τις επιλογές της ηγεσίας του. Το δίκαιο του Παλαιστινιακού λαού εδράζεται στο ότι αγωνίζεται για την εθνική του απελευθέρωση.
Βεβαίως, όπως σε κάθε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, τα μέσα, οι συμμαχίες του, κ.ο.κ., καθορίζονται από το ποια τάξη ηγείται σε αυτόν: Εν προκειμένω, μια συμμαχία αστών και μεγαλογαιοκτημόνων (από τους οποίους προέρχονταν κοινωνικά και οι θρησκευτικοί ηγέτες), με τη στήριξη και μικροαστικών στρωμάτων.
Ο προσανατολισμός μιας μερίδας της αραβικής άρχουσας τάξης για συμμαχία με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό ως η πιο ενδεδειγμένη επιλογή για την επίτευξη των σκοπών της στη δοσμένη συγκυρία των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και συγκρούσεων ήταν αντικειμενικά ξένος προς τα πραγματικά – ταξικά – συμφέροντα (και τις προσδοκίες) της λαϊκής πλειοψηφίας. Οπως ήταν ξένος και πριν δύο δεκαετίες, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ίδια άρχουσα τάξη προσέγγισε -για τον ίδιο σκοπό- τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.
Οσον αφορά τις εξελίξεις στην ίδια την Παλαιστίνη την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Οι βρετανικές αποφάσεις για περιορισμό των εβραϊκών μεταναστευτικών ροών και την παραχώρηση ανεξαρτησίας σε βάθος δεκαετίας, κατάφεραν – έστω και προσωρινά – να αμβλύνουν τις αντιδράσεις μεταξύ των δοκιμαζόμενων από τις τρίχρονες συγκρούσεις αραβικών πληθυσμών.
«Ζήτω η ένωση Εβραϊκής και Αραβικής Νεολαίας ενάντια στον φασισμό!», Αφίσα της Νεολαίας του ΚΚ Παλαιστίνης για την 1η Μάη, 1943 |
Διαμετρικά αντίθετες υπήρξαν οι αντιδράσεις μεταξύ των Εβραίων εποίκων, που προχώρησαν σε διαδηλώσεις, απεργίες, δολιοφθορές αλλά και βίαιες επιθέσεις κατά Βρετανών αξιωματούχων και Αράβων αμάχων. Παράλληλα, υπήρξε προσπάθεια συνέχισης των μεταναστευτικών ροών έστω και παράνομα.5 Η αγωνία των Εβραίων της Παλαιστίνης για τους ομογενείς τους, που αναζητούσαν απελπισμένα καταφύγιο από τις ναζιστικές θηριωδίες στην κατεχόμενη Ευρώπη, ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Οπως δικαιολογημένη ήταν επίσης και η αγανάκτησή τους απέναντι στην αναλγησία των βρετανικών αρχών κατά την κρίσιμη εκείνη συγκυρία ζωής και θανάτου για εκείνους. Χιλιάδες υπέφεραν από τις κακουχίες των πολυήμερων ταξιδιών, τις απελάσεις και τους εγκλεισμούς σε στρατόπεδα παράνομων μεταναστών στην Κύπρο κ.ά. βρετανικές κτήσεις της εποχής. Εξίσου δεδομένο όμως πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι οι σιωνιστικές οργανώσεις χρησιμοποίησαν τους φόβους και τους πόθους του εβραϊκού λαού, για να επιταχύνουν την εφαρμογή των σχεδίων τους.
Με το αραβικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα τσακισμένο από την άγρια καταστολή και τη μεγάλη πλειοψηφία της ηγεσίας του φυλακισμένη ή εκτοπισμένη, η εβραϊκή αστική τάξη έγινε ακόμα πιο επιθετική στους στόχους και τα μέσα της. Ενδεικτικά όσο και «προφητικά» θα αποδεικνύονταν τα όσα κατέγραψε τότε στο ημερολόγιό του το ηγετικό στέλεχος του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου Γ. Γιέιτζ: «Πρέπει να είναι καθαρό σε μας ότι δεν υπάρχει χώρος στην Παλαιστίνη για τους δύο λαούς. (…) Η μόνη λύση είναι μια Παλαιστίνη, τουλάχιστον η Δυτική Παλαιστίνη, χωρίς Αραβες. Δεν υπάρχει χώρος για συμβιβασμούς! (…) Η λύση είναι η μετακίνηση των Αράβων από εκεί στις γειτονικές χώρες (…) Ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή δεν πρέπει να μείνει».6
Η συνεδρίαση του ΟΗΕ που υπερψήφισε το σχέδιο δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών στην Παλαιστίνη, 1947 |
Στη δοσμένη συγκυρία, το βασικότερο εμπόδιο στην επίτευξη των στόχων του σιωνισμού δεν ήταν άλλο από τη βρετανική κατοχή, στην οποία επικεντρώθηκε και η ένοπλη πάλη του. Η δράση οργανώσεων, όπως η Χαγκανά, η Ιργκούν, η Στερν, κ.ά. κατά βρετανικών στόχων οδήγησε ακόμα και τον Ου. Τσόρτσιλ να δηλώσει την επαύριο της δολοφονίας (από τη Στερν) του Βρετανού υπουργού Εσωτερικών στη Μέση Ανατολή λόρδου Μόιν τον Νοέμβρη του 1944: «Αν τα όνειρά μας για τον σιωνισμό είναι να καταλήγουν στον καπνό των όπλων δολοφόνων και οι προσπάθειές μας για το μέλλον του να παράγουν νέες ομάδες γκάνγκστερ αντάξιων της ναζιστικής Γερμανίας, τότε πολλοί, όπως εγώ, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τη θέση που διατηρήσαμε με τόση συνέπεια για τόσο καιρό στο παρελθόν».7
Να θυμίσουμε πως οι οργανώσεις αυτές, που το 1944 χαρακτηρίζονταν «τρομοκρατικές» (επειδή ακριβώς στρέφονταν πλέον και κατά των Βρετανών), λίγα χρόνια πρωτύτερα υπήρξαν σύμμαχοι των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην καταστολή των εξεγερμένων Αράβων της Παλαιστίνης (1936-1939). Λίγο αργότερα δε, θα συγκροτούσαν τον κορμό του ισραηλινού στρατού (IDF). Γεγονός που, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει και το πόσο επιφανειακή – εξωπραγματική είναι μια «δικαιακή» – νομικίστικη λογική στον χαρακτηρισμό τέτοιων οργανώσεων και αντίστοιχων συγκρούσεων.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι δυνατότητες ιδεολογικοπολιτικής δράσης και παρέμβασης του Κομμουνιστικού Κόμματος Παλαιστίνης (ΚΚΠ) διευρύνθηκαν λόγω της μαζικής ένταξης Αράβων στις γραμμές της εργατικής τάξης. Οι ανάγκες της βρετανικής πολεμικής βιομηχανίας έδωσαν για πρώτη φορά στους Αραβες της Παλαιστίνης τη δυνατότητα να εργαστούν σε κλάδους που έως τότε μονοπωλούνταν από το εβραϊκό κεφάλαιο (και στους οποίους ίσχυαν όροι φυλετικού αποκλεισμού).
Το ΚΚΠ ρίχτηκε στη μάχη για τη συνδικαλιστική οργάνωση αυτής της νέας γενιάς εργατών με σημαντικά αποτελέσματα. Νέες εργατικές ενώσεις συγκροτήθηκαν σε πόλεις όπως η Ιερουσαλήμ, η Γιάφα και η Ναζαρέτ, ενώ εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η δημιουργία συνδικαλιστικής οργάνωσης στους εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας (στο ιδρυτικό της συνέδριο στις 4 Απρίλη 1943 μετείχαν 44 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν τους 28.000 από τους 45.000 εργαζομένους στον κλάδο).8
Ωστόσο, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν κατάφερε να δώσει συνέχεια σε αυτήν τη δυναμική. Στη βάση του προβλήματος βρισκόταν η λαθεμένη στρατηγική του κόμματος (σε συνάρτηση και με τη γενικότερη – λαθεμένη – στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος τότε). Η υιοθέτηση της στρατηγικής του αντιφασιστικού μετώπου και των σταδίων οδήγησε στην άμβλυνση – και εν τέλει την κατάργηση – της πολεμικής του ΚΚΠ έναντι του βρετανικού ιμπεριαλισμού (δεδομένης της συμμετοχής της Βρετανίας στην αντιφασιστική Συμμαχία) καθώς και στην αποσύνδεση του ζητήματος της ανεξαρτησίας (του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα) από την πάλη για κοινωνική απελευθέρωση. Πραγματική λύση όμως υπέρ των λαών της Παλαιστίνης στο εθνικό ζήτημα (με την ελεύθερη και ειρηνική συμβίωση και ανάπτυξη όλων των εθνοτήτων της περιοχής) δεν μπορούσε να επιτευχθεί έξω από την ενότητα των συμφερόντων και της πάλης Αράβων και Εβραίων εργαζομένων σε ταξική βάση, με ενιαίο μέτωπο κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού, σε ένα κράτος εργατικό και όχι αστικό.
Η αποσύνδεση του εθνικού από το ταξικό, η πρόταξη αστικών (έστω και «δημοκρατικών» – «προοδευτικών») στόχων (όπως η «ενιαία, ανεξάρτητη, δημοκρατική Παλαιστίνη») και η αναζήτηση συμμαχιών σε αστικές δυνάμεις (έστω και «δημοκρατικές» – «προοδευτικές») οδηγούσε αναπόφευκτα στη στοίχιση πίσω από τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των αντίπαλων αστικών τάξεων κάθε εθνότητας.
Ολα τα παραπάνω είχαν αντίκτυπο και στην ταξική – διεθνιστική ενότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Στο επίκεντρο της εσωκομματικής διαπάλης, από τη μεριά του εβραϊκού τμήματος του ΚΚΠ, τέθηκε η αδυναμία του κόμματος να εκτιμήσει την εξέλιξη της εβραϊκής κοινότητας στην Παλαιστίνη (τη σημαντική της αύξηση επί του συνόλου του πληθυσμού, τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στις γραμμές της κ.λπ.) και ο ολοένα στενότερος προσανατολισμός του ΚΚΠ προς την αστική ηγεσία του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Παράλληλα, αναζητώντας τρόπους παρέμβασης στην εβραϊκή κοινότητα και «πατώντας» στη στρατηγική του ντόπιου και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος της εποχής, οι Εβραίοι κομμουνιστές πρόταξαν την ανάγκη διαμόρφωσης «κοινού αντιφασιστικού μετώπου» με τμήματα του αστικού ρεύματος του σιωνισμού (τον οποίο διέκριναν πλέον σε «προοδευτικό» και «αντιδραστικό»).
Η αραβική πλειοψηφία στο ΚΚΠ, προτάσσοντας τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (και αποσυνδέοντάς τον από τον κοινωνικό – ταξικό), εναρμονιζόταν όλο και περισσότερο με τους «εθνικούς» στόχους της αστικής ηγεσίας του. Η προσπάθεια για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή και αποδοχή στο αραβικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα υπ’ αυτούς τους όρους υπονομευόταν (κατά την τότε αντίληψη της αραβικής πλειοψηφίας του ΚΚΠ) από τη συμμετοχή Εβραίων στο κόμμα.
Η ιδεολογικοπολιτική υποχώρηση του ΚΚΠ είχε επιτρέψει στην αντιπαλότητα της αραβικής με την εβραϊκή αστική τάξη να υπεισέλθει στις γραμμές του.
Η κρίσιμη στιγμή ήρθε με την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς τον Μάη του 1943, η οποία και λειτούργησε καταλυτικά στη διάσπαση του κόμματος σε εθνικές γραμμές (παρότι οι σχέσεις ΚΚΠ – ΚΔ είχαν διακοπεί ήδη από το 1938). Το ΚΚΠ χαιρέτισε την αυτοδιάλυση της ΚΔ και ανακηρύχθηκε σε «εθνικό αραβικό κόμμα», διέγραψε τους «παρεκκλίνοντες προς τον σιωνισμό» και άλλαξε την ονομασία του σε Εθνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο (ΕΑΣ). Διακηρυγμένος στόχος του κόμματος έγινε η «εθνική απελευθέρωση» (που μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από «την εθνική ενότητα») και ο σχηματισμός «δημοκρατικής κυβέρνησης που θα εγγυούταν τα δικαιώματα όλων χωρίς διακρίσεις». Ο σοσιαλισμός παραπέμφθηκε στο μέλλον «ως ένα ζήτημα που δεν αφορά το σήμερα αλλά το αύριο».9
Η πλειοψηφία των Εβραίων κομμουνιστών που διαγράφτηκε ή έφυγε από το κόμμα διατήρησε την ονομασία ΚΚΠ για ένα διάστημα, ενώ τον Αύγουστο του 1944 κατήλθε στις εκλογές της εβραϊκής κοινότητας υπό τον τίτλο Λαϊκή Δημοκρατική Λίστα (όπου έλαβε 1,9% και εξέλεξε 3 βουλευτές). Το Εβραϊκό κόμμα τάχθηκε υπέρ ενός ενιαίου «ανεξάρτητου δημοκρατικού κράτους (…) με πλήρη δικαιώματα για την εβραϊκή μειονότητα» και αυξημένη αυτονομία για τις τοπικές κοινότητες. Επίσης, τάχθηκε υπέρ της εγκατάστασης Εβραίων προσφύγων στην Παλαιστίνη αλλά όχι και της πλήρους άρσης των περιορισμών στη μετανάστευση.10
Η κατάσταση στην Παλαιστίνη μετά τη λήξη του πολέμου
Στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η κατάσταση στην Παλαιστίνη ήταν εκρηκτική. Εκθεση της Αγγλοαμερικανικής Διερευνητικής Επιτροπής (που συστάθηκε τον Γενάρη του 1946 για να γνωμοδοτήσει επί του Παλαιστινιακού ζητήματος) ανέφερε σχετικά:
Από τη μία, υπήρχε ένας πλειοψηφικός αραβικός πληθυσμός, που «επιθυμούσε να γίνει κύριος του οίκου του» και «θεωρούσε τη βρετανική κυριαρχία ως παραβίαση του δικαιώματός του στην αυτοδιάθεση, επιβάλλοντάς του», μεταξύ άλλων, «έναν εποικισμό τον οποίο ούτε επιθυμεί ούτε θα ανεχθεί – μια εισβολή των Εβραίων στην Παλαιστίνη».11
Από την άλλη, η εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης είχε αναπτύξει έναν ιδιαίτερο εσωτερικό – εσωστρεφή και περιχαρακωμένο – τρόπο οργάνωσης κάθε πτυχής της ζωής της, η οποία γινόταν ολοένα και πιο «στενά πειθαρχημένη» και «στρατιωτικοποιημένη». Πλέον, η εβραϊκή κοινότητα είχε καταστεί υπό την αιγίδα του Εβραϊκού Πρακτορείου ένα «κράτος εν κράτει». Πράγματι, το Εβραϊκό Πρακτορείο, που είχε ιδρυθεί το 1929 ως ο επιχειρησιακός βραχίωνας του Σιωνιστικού Οργανισμού στην Παλαιστίνη και λειτουργούσε έκτοτε ως ο πολιτικός εκπρόσωπος της εβραϊκής κοινότητας έναντι των βρετανικών αρχών, είχε αναπτύξει μια σειρά από παράλληλες δομές και υπηρεσίες, δημιουργώντας «ένα εικονικό μη-εδαφικό εβραϊκό κράτος, με τα δικά του εκτελεστικά και νομοθετικά όργανα, αντίστοιχα από πολλές απόψεις εκείνων της Βρετανικής Διοίκησης». Δίπλα σε αυτά, είχε επίσης συγκροτηθεί ένα δίκτυο «ισχυρών παράνομων ενόπλων δυνάμεων», που συνολικά υπολογίζονταν σε 61.200 – 67.300 μαχητές.12
Η Αγγλοαμερικανική Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκχώρηση ανεξαρτησίας στην Παλαιστίνη, είτε ενιαία είτε με τη δημιουργία δύο κρατών, ήταν πρόωρη δεδομένης της εχθρότητας μεταξύ Αράβων και Εβραίων, που κινδύνευε να μετεξελιχθεί σε ανοιχτό πόλεμο και απειλή για την παγκόσμια ειρήνη. Αντ’ αυτού, πρότεινε την υπαγωγή της Παλαιστίνης στην κηδεμονία του ΟΗΕ, ωσότου εξασφαλιζόντουσαν οι προϋποθέσεις ειρηνικής συμβίωσης των δύο πληθυσμών σε ένα ενιαίο κράτος.
Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό, ούτε από τους Αραβες (που – κατά το βρετανικό χρονοδιάγραμμα του 1939 – βρίσκονταν μια ανάσα από την επίτευξη της ανεξαρτησίας τους), ούτε από τους Εβραίους (στους οποίους οι ναζιστικές θηριωδίες είχαν καταδείξει περισσότερο από ποτέ την ανάγκη συγκρότησης δικού τους κράτους).
Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη (τον Μάη του 1945), το Εβραϊκό Πρακτορείο απαίτησε από την βρετανική κυβέρνηση «να ανακοινώσει άμεσα τη συγκρότηση της Παλαιστίνης ως Εβραϊκό κράτος», εκχωρώντας σε αυτό κάθε εξουσία – αρμοδιότητα σχετικά με τη μετανάστευση και τον εποικισμό, καθώς και επί των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής.13
Παράλληλα, η ένοπλη δράση των σιωνιστικών ενόπλων οργανώσεων κατά βρετανικών στόχων εντάθηκε ακόμα περισσότερο. «Στις 22 Ιούλη 1946», αναφέρει βρετανική Εκθεση, «η εκστρατεία που διεξήγαν οι [σ.σ. εβραϊκές] τρομοκρατικές οργανώσεις κορυφώθηκε εκ νέου με την ανατίναξη μιας πτέρυγας του ξενοδοχείου Βασιλιάς Δαυίδ στην Ιερουσαλήμ, όπου στεγάζονταν τα γραφεία της Κυβερνητικής Γραμματείας [σ.σ. των βρετανικών αρχών της Παλαιστίνης] και τμήμα της στρατιωτικής διοίκησης», σκοτώνοντας συνολικά 91 ανθρώπους. «Επόμενες τρομοκρατικές ενέργειες», σύμφωνα με την ίδια Εκθεση, «περιελάμβαναν την απαγωγή ενός Βρετανού δικαστή και Βρετανών αξιωματικών, τη διενέργεια δολιοφθορών σε σιδηροδρόμους και πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στη Χάιφα καθώς και την ανατίναξη ενός Συλλόγου Βρετανών Αξιωματικών στην Ιερουσαλήμ με πολλά θύματα». Ολα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή στρατιωτικού νόμου σε μια σειρά περιοχές.14
Τα αραβικά κράτη, από τη μεριά τους, «αντιλαμβανόμενα με γενικότερο τρόπο τις υποθέσεις και τα συμφέροντά τους», συγκρότησαν τον Αραβικό Σύνδεσμο (22 Μάρτη 1945), με διακηρυγμένο σκοπό τη στενότερη συνεργασία και συντονισμό τους σε μια σειρά από θέματα (πολιτικά, οικονομικά, πολιτισμού, κ.ο.κ.), τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας τους, κ.ά. Στο ιδρυτικό Σύμφωνο του Συνδέσμου υπήρχε ειδική αναφορά στην Παλαιστίνη και στην υπόθεση της ανεξαρτησίας της, όπως και πρόβλεψη για συμμετοχή εκπροσώπου της στις εργασίες του.15
Τον Νοέμβρη του 1945, με τη συνδρομή του Αραβικού Συνδέσμου, ανασυστάθηκε επίσης η Παλαιστινιακή Αραβική Ανώτατη Επιτροπή (που πρακτικά είχε πάψει να υφίσταται από το 1937 όταν τέθηκε εκτός νόμου από τους Βρετανούς).
Η παραπομπή του Παλαιστινιακού ζητήματος στον ΟΗΕ
Οι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο από τον Σεπτέμβρη του 1946 έως τον Φλεβάρη του 1947 κατέληξαν – για μια ακόμη φορά – σε αδιέξοδο. Οπως αναφέρει ο ΟΗΕ, «ο Σιωνιστικός Οργανισμός, ενδυναμωμένος από τη νέα μαζική μετανάστευση (προς την Παλαιστίνη), νόμιμη και παράνομη, από την ύπαρξη καλά εξοπλισμένων δυνάμεων (…) και από την ισχυρή διεθνή υποστήριξη, δεν ήταν διατεθειμένος να συμβιβαστεί ως προς τον μακροχρόνιο στόχο του, στην εκπλήρωση του οποίου είχε φτάσει τόσο κοντά (…) Οι Παλαιστίνιοι Αραβες, με την υποστήριξη των άλλων αραβικών λαών, ήταν αποφασισμένοι να περιφρουρήσουν και να διαφυλάξουν τη χώρα τους, καθώς και να αποτρέψουν την περαιτέρω κυριαρχία της από τη συνεχιζόμενη εβραϊκή μετανάστευση. Το αδιέξοδο ήταν πλήρες και η μεγάλης κλίμακας βία προ των πυλών»16.
Μπρος στο αδιέξοδο, η βρετανική κυβέρνηση «ανακάλυψε» ξαφνικά ότι «δεν είχε την εξουσιοδότηση, σύμφωνα με τους όρους της Εντολής, να αποδώσει τη χώρα (σ.σ. την Παλαιστίνη) ούτε στους Αραβες ούτε στους Εβραίους, ούτε να τη μοιράσει μεταξύ τους»! Ετσι, στις 18 Φλεβάρη 1947, ανακοίνωσε ότι θα μετέθετε το πρόβλημα στον ΟΗΕ17. Ο πραγματικός λόγος γι’ αυτήν την εξέλιξη, βεβαίως, ήταν το τεράστιο κόστος της βρετανικής κυριαρχίας στην περιοχή (που απαιτούσε 100.000 στρατό και 30 – 40 εκατομμύρια στερλίνες τον χρόνο), το οποίο η Βρετανία, αν και κερδισμένη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει18.
Η πρώτη ειδική συνεδρίαση του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη πραγματοποιήθηκε στις 28 Απρίλη 1947. Κρίσιμη παράμετρος της όλης συζήτησης υπήρξε η σύνδεση ή μη του προβλήματος των Εβραίων προσφύγων στην Ευρώπη με την πορεία (και μορφή) της ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης.
«Το ζήτημα της Παλαιστίνης», τόνισε ο αντιπρόσωπος της Συρίας, «είναι στο σύνολό του ανεξάρτητο και χωριστό από το ζήτημα των διωχθέντων ανθρώπων στην Ευρώπη. Οι Αραβες της Παλαιστίνης δεν ευθύνονται για τις διώξεις των Εβραίων στην Ευρώπη. Οι διώξεις αυτές καταδικάζονται απ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο, και οι Αραβες είναι ανάμεσα σε κείνους που συμπάσχουν με τους διωχθέντες Εβραίους. Ωστόσο, η λύση αυτού του προβλήματος δεν μπορεί να είναι στην ευθύνη της Παλαιστίνης, η οποία είναι μια μικροσκοπική χώρα και η οποία έχει δεχθεί ήδη αρκετούς πρόσφυγες και άλλους από το 1920 (…) Η επανεγκατάσταση εκτοπισμένων ατόμων δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί σε μία μη αυτοδιοικούμενη περιοχή, δίχως τη συγκατάθεση του πληθυσμού αυτής της περιοχής (…) Κάθε άλλη αντιπροσωπεία που επιθυμεί να εκφράσει τη συμπαράστασή της, έχει περισσότερο χώρο στη χώρα της απ’ ό,τι η Παλαιστίνη και περισσότερα μέσα για να δεχτεί τους πρόσφυγες και να τους βοηθήσει»19.
Ο εκπρόσωπος του Εβραϊκού Πρακτορείου, από τη μεριά του, υπήρξε κατηγορηματικός: «Γιατί καραβιές ανυπεράσπιστων Εβραίων προσφύγων – άνδρες, γυναίκες και παιδιά που έζησαν όλη την κόλαση της ναζιστικής Ευρώπης – εκδιώχνονται από τις ακτές της εβραϊκής εθνικής εστίας (…); Αν θεωρηθεί δεδομένο ότι ο εβραϊκός λαός βρίσκεται δικαιωματικά στην Παλαιστίνη, τότε όλες οι επιπτώσεις και τα συνεπακόλουθα αυτής της υπόθεσης θα πρέπει να γίνουν αποδεκτά. Το πιο σημαντικό είναι ότι θα πρέπει να επιτραπεί στους Εβραίους να επανεγκατασταθούν στην Παλαιστίνη χωρίς περιορισμούς στον αριθμό, με τη μόνη προϋπόθεση πως δεν θα εκτοπίσουν ή θα χειροτερεύσουν (τη ζωή) του συνόλου των υπαρχόντων κατοίκων που επίσης βρίσκονται εκεί δικαιωματικά»20.
Τελικά, το ζήτημα των προσφύγων έμεινε ανοιχτό (να εξεταστεί κατά περίπτωση), γεγονός που πρακτικά μεταφραζόταν «στην έμμεση σύνδεση του ζητήματος των Εβραίων προσφύγων με εκείνο του μέλλοντος της Παλαιστίνης»21.
Αυτό όμως που προκάλεσε τη μεγαλύτερη αγανάκτηση στους αντιπροσώπους των αραβικών κρατών στον ΟΗΕ ήταν η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς, στην αρχική αυτή φάση των διαβουλεύσεων, στην ανεξαρτησία της Παλαιστίνης. Οι προτάσεις που κατέθεσαν η ΕΣΣΔ και η Πολωνία σχετικά με την ίδρυση «ενός ανεξάρτητου δημοκρατικού κράτους της Παλαιστίνης» απορρίφθηκαν από την πλειοψηφία22.
Για τη σοβιετική αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ «η συγκρότηση ενός ενιαίου αραβο-εβραϊκού κράτους με ίσα δικαιώματα για τους Εβραίους και τους Αραβες» υπήρξε «ο καλύτερος τρόπος (…) επίλυσης του Παλαιστινιακού ζητήματος». Ταυτόχρονα, ωστόσο, επισημαινόταν ότι «αν αυτό το σχέδιο αποβεί αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δεδομένης της επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα σε Εβραίους και Αραβες (…) τότε θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το δεύτερο σχέδιο (…) που προβλέπει τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δύο ανεξάρτητα αυτόνομα κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό. Και πάλι, μια τέτοια λύση για το Παλαιστινιακό ζήτημα θα ήταν δικαιολογημένη μόνο στην περίπτωση που οι σχέσεις μεταξύ των εβραϊκών και αραβικών πληθυσμών στην Παλαιστίνη αποδεικνύονταν τόσο κακές ώστε θα ήταν αδύνατο να συμφιλιωθούν και να διασφαλιστεί η ειρηνική συμβίωση Αράβων και Εβραίων (…)». Η σοβιετική αντιπροσωπεία δεν παρέλειψε επίσης να στιγματίσει τα «δυτικά ευρωπαϊκά κράτη» και «το γεγονός (…) πως δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν την υπεράσπιση των βασικών δικαιωμάτων του εβραϊκού λαού και να τον προστατέψουν απέναντι στη βία των φασιστών εκτελεστών», κάτι που με τη σειρά του «εξηγούσε τις προσδοκίες των Εβραίων για τη δημιουργία δικού τους κράτους»23.
Στα μέσα Ιούνη 1947 η Ειδική Επιτροπή, που συστάθηκε από τον ΟΗΕ, για να εξετάσει το ζήτημα της Παλαιστίνης, μετέβη στην περιοχή.
Οι τοποθετήσεις του Ντ. Μπεν Γκουριόν (πρόεδρος τότε του Εβραϊκού Πρακτορείου) στην Επιτροπή αντανακλούσαν τις αντιφάσεις ανάμεσα στις επίσημες διακηρύξεις και τις πραγματικές προθέσεις των σιωνιστών στην Παλαιστίνη. Ετσι, ενώ από τη μια ισχυριζόταν ότι «είμαστε ένας μικρός, αδύνατος, ανυπεράσπιστος λαός», την ίδια στιγμή διαβεβαίωνε πως αν ο ΟΗΕ λάμβανε μια απόφαση θετική ως προς τους στόχους του σιωνισμού, προκαλώντας τη βίαιη αντίδραση των Παλαιστίνιων Αράβων, οι Εβραίοι μπορούσαν να «φροντίσουν τον εαυτό τους». Με τον ίδιο τρόπο, την ίδια στιγμή που δήλωνε ότι «ήταν έτοιμοι να συζητήσουν την προοπτική (ίδρυσης) ενός εβραϊκού κράτους σε μια επαρκή περιοχή της Παλαιστίνης», υπογράμμιζε πως «δικαιούμαστε την Παλαιστίνη στο σύνολό της»24.
Η Αραβική Ανώτατη Επιτροπή, από τη μεριά της, αρνήθηκε να συναντηθεί με την Επιτροπή του ΟΗΕ, διαμαρτυρόμενη για την έως τότε στάση του Οργανισμού στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης και για τον μη διαχωρισμό του από το προσφυγικό ζήτημα. Η Επιτροπή συναντήθηκε παρ’ όλα αυτά με εκπροσώπους του Αραβικού Συνδέσμου, οι οποίοι και επανέλαβαν τη θέση πως «το μέλλον της Παλαιστίνης δεν μπορεί να αποφασιστεί από άλλους (…) (παρά μόνο) από τον ίδιο τον λαό της». «Ο σιωνισμός», πρόσθεσαν, «δεν έχει νόμιμο δικαίωμα στην Παλαιστίνη. Η υλοποίηση του προγράμματός τους βασίστηκε αποκλειστικά στη στήριξη του καθεστώτος μιας ξένης δύναμης, η οποία λειτούργησε αυθαίρετα και άδικα. Οι δυνάμεις τους ήταν δυνάμεις καταπίεσης». Ιδιαίτερη ανησυχία εκφράστηκε σχετικά με τις επεκτατικές τάσεις του σιωνισμού: Πως αν επιτρεπόταν η απεριόριστη μετανάστευση, το όποιο περιορισμένο σε έκταση εβραϊκό κράτος δεν θα επαρκούσε, μετατρεπόμενο αργά ή γρήγορα σε ένα «προγεφύρωμα κατά του αραβικού κόσμου». Ο αντιπρόσωπος της Αιγύπτου υπήρξε ακόμα πιο κατηγορηματικός ως προς αυτό: «Η κυβέρνηση της Αιγύπτου», δήλωσε στην Επιτροπή, «βλέπει με μεγάλη ανησυχία την ίδρυση εβραϊκών εποικισμών κοντά στα αιγυπτιακά σύνορα. Πρόκειται απλά για μια ένδειξη του πρώτου βήματος προς την εκπλήρωση των εβραϊκών επιδιώξεων για επέκταση στην περιοχή του Σινά, που αναφέρεται ήδη σε διάφορες διακηρύξεις (τους)». «Η αιγυπτιακή κυβέρνηση», τόνισε, «έχει ήδη λάβει μέτρα απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο που πλησιάζει όλο και πιο κοντά στα σύνορά μας»25.
Εν συνεχεία, η Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ μετέβη στην Ευρώπη προκειμένου να εξετάσει «τις εναλλακτικές στην επανεγκατάσταση (των Εβραίων στην Παλαιστίνη), δηλαδή τον επαναπατρισμό ή την ενσωμάτωσή τους σε κοινότητες της Γερμανίας ή της Αυστρίας». Ωστόσο, καθώς ανέφερε σε σχετική της Εκθεση, οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες «αρνούνταν να επαναπατριστούν» λόγω «φόβου απέναντι σε έναν αυξανόμενο αντισημιτισμό». «Ο αντισημιτισμός», σημειωνόταν, ήταν πράγματι «ισχυρός στους ντόπιους πληθυσμούς, ιδιαίτερα έναντι των Εβραίων που ζούσαν σε κέντρα συγκέντρωσης» (περίπου 250.000). Ακολούθως, οι περισσότεροι πρόσφυγες δήλωναν «πως δεν επιθυμούσαν επανεγκατάσταση σε οποιαδήποτε άλλη χώρα πέραν της Παλαιστίνης». Βεβαίως, όπως υπογράμμιζε η Ειδική Επιτροπή, η ευρεία αυτή πεποίθηση ήταν εν μέρει το προϊόν «μιας ευρύτατης προπαγάνδας που είχε διενεργηθεί από ή εκ μέρους του Εβραϊκού Πρακτορείου στα κέντρα προσφύγων». Η προπαγάνδα του Εβραϊκού Πρακτορείου παρότρυνε τους πρόσφυγες να μεταβούν στην Παλαιστίνη, σε «ένα εβραϊκό κράτος για τον εβραϊκό λαό», το οποίο μάλιστα παρουσιαζόταν να εκτείνεται «σε μια περιοχή πολύ μεγαλύτερη από τα σημερινά της γεωγραφικά όρια». Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής του Διεθνούς Οργανισμού Προσφύγων, παρά την προπαγάνδα, «όσοι βρίσκονταν στα κέντρα κατά κανόνα θα συμφωνούσαν πως, αν τους δινόταν η δυνατότητα, θα πήγαιναν σε άλλα μέρη εκτός της Παλαιστίνης»26.
Η Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ δεν κατάφερε να καταλήξει σε μια ενιαία πρόταση για το ζήτημα της Παλαιστίνης. Η πλειοψηφία των μελών της πρόκρινε ως λύση τη συγκρότηση δύο ανεξάρτητων κρατών (με ενιαία οικονομία) και τη διεθνοποίηση της Ιερουσαλήμ. Το υπό συγκρότηση εβραϊκό κράτος θα είχε οριακή εβραϊκή πλειοψηφία στο σύνολο του πληθυσμού του (498.000 έναντι 497.000), ενώ στο αραβικό κράτος η αραβική πλειοψηφία θα ήταν σχεδόν απόλυτη (725.000 έναντι 10.000). Η μειοψηφία πρόκρινε ως λύση τη συγκρότηση ενός ενιαίου ομόσπονδου κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Συμφωνία υπήρξε στο κομμάτι που αφορούσε τον τερματισμό – το συντομότερο δυνατό – της βρετανικής κυριαρχίας και την έναρξη μιας μεταβατικής περιόδου προς την ανεξαρτησία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Ο Αραβικός Σύνδεσμος και η Παλαιστινιακή Αραβική Ανώτατη Επιτροπή απέρριψαν τη λύση της διχοτόμησης. «Οι Αραβες της Παλαιστίνης», διαμαρτύρονταν, «δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί το δικαίωμά τους να ζήσουν ελεύθερα και ειρηνικά, και να αναπτύξουν τη χώρα τους σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, αμφισβητείται και τίθεται διαρκώς υπό διερεύνηση (…) Οι σιωνιστές ενεργούν μια επιθετική εκστρατεία με σκοπό να εξασφαλίσουν με τη βία μία χώρα που δεν είναι δικιά τους (…) Ο αγώνας των Αράβων της Παλαιστίνης κατά του σιωνισμού δεν έχει τίποτε κοινό με τον αντισημιτισμό. Ο αραβικός κόσμος αποτελούσε μία από τις σπάνιες οάσεις καταφυγής για τους Εβραίους μέχρι που η ατμόσφαιρα της καλής γειτονίας δηλητηριάστηκε από τη διακήρυξη του Μπαλφούρ (σ.σ. τη βρετανική ιμπεριαλιστική πολιτική εποικισμού της Παλαιστίνης) και το επιθετικό πνεύμα που ενέσπειρε στην εβραϊκή κοινότητα»27.
Ο Σιωνιστικός Οργανισμός, από τη μεριά του, ενέκρινε τη λύση της διχοτόμησης, αν και είχε αντιρρήσεις αναφορικά με την έκταση των εδαφών που προέβλεπε για το εβραϊκό κράτος. Οπως επισήμανε ο Χ. Γουάιζμαν (τέως πρόεδρος του ΣΟ και μετέπειτα πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ), το εβραϊκό κράτος που προέβλεπε ο ΟΗΕ ήταν 8 φορές μικρότερο απ’ ό,τι η εβραϊκή πλευρά οραματιζόταν στο πλαίσιο της βρετανικής Εντολής28.
Στα παραπάνω ήρθε σύντομα να προστεθεί και η ανακοίνωση της Βρετανίας πως δεν προτίθετο να αναλάβει καμιά υποχρέωση αναφορικά με τη μετάβαση της Παλαιστίνης προς την ανεξαρτησία και πως θα αποσυρόταν από την περιοχή την 1η του Αυγούστου 1948. Κατά συνέπεια, η μεταβατική περίοδος που είχε προβλέψει ο ΟΗΕ συρρικνώθηκε από δύο χρόνια σε μόλις δύο μήνες. Τα δύο κράτη θα λάμβαναν την ανεξαρτησία τους την 1η του Οκτώβρη 1948. Αυτό, ωστόσο, δημιουργούσε ένα κενό εξουσίας, το οποίο οι Βρετανοί, αν και αναγνώριζαν, δήλωναν κυνικά πως δεν ήταν πλέον δικό τους πρόβλημα. «Η αναχώρηση (…) των δυνάμεων που αυτή τη στιγμή διασφαλίζουν τον νόμο και την τάξη στην Παλαιστίνη», τόνιζε σε σχετική της δήλωση η βρετανική κυβέρνηση, «θα αφήσει ένα κενό, και υπήρξε το πιο δύσκολο μέρος του έργου της Γενικής Συνέλευσης (του ΟΗΕ) να βρει τα μέσα για να καλύψει αυτό το κενό (…) (Ομως) το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να επιτρέψει στο στρατό και τη διοίκησή του να χρησιμοποιηθούν για να επιβάλουν αποφάσεις που δεν είναι αποδεκτές από καμιά πλευρά στην Παλαιστίνη»29.
Η πρόωρη απόσυρση των βρετανικών δυνάμεων έδινε ουσιαστικά το πράσινο φως για την επιβολή του ένοπλα ισχυρότερου στην περιοχή. Ταυτόχρονα, εξ αντικειμένου, άνοιγε τον δρόμο για την προώθηση των θέσεων άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών στη Μέση Ανατολή – κύρια των ΗΠΑ.
Η πρόταση – σχέδιο δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών στην Παλαιστίνη υπερψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 29 Νοέμβρη 1947 (Απόφαση 181-II). Υπέρ ψήφισαν 33 κράτη (ανάμεσά τους και η ΕΣΣΔ), κατά 13 (ανάμεσά τους όλα τα αραβικά κράτη, η Τουρκία, αλλά και η Ελλάδα), ενώ 10 απείχαν (ανάμεσά τους και η Βρετανία). Τα αραβικά κράτη ξεκαθάρισαν πως δεν θεωρούσαν την εν λόγω απόφαση δεσμευτική γι’ αυτά, εκτιμώντας ότι ήταν αντίθετη στη Χάρτα του ΟΗΕ. Για την ΕΣΣΔ η λύση των δύο ανεξάρτητων κρατών είχε πια καταστεί «η μόνη λειτουργική» δεδομένου ότι «οι Εβραίοι και οι Αραβες είτε δεν επιθυμούσαν είτε δεν μπορούσαν να ζουν μαζί»30.
Οι Εβραίοι και οι Αραβες κομμουνιστές απέναντι στα γεγονότα της περιόδου 1945 – 1947
Καθ’ όλη την κρίσιμη περίοδο 1945 – 1947 οι Εβραίοι κομμουνιστές συνέχισαν να διακηρύσσουν ότι «θα ζήσουμε μαζί για πάντα» και να καλούν σε ενότητα με τις «προοδευτικές δυνάμεις» των Αράβων. Ωστόσο, πέρα από ορισμένες κοινές απεργιακές δράσεις (με σημαντικότερη τη μεγάλη απεργία των Εβραίων και Αράβων εργατών στα Ταχυδρομεία και τα Τηλεγραφεία τον Απρίλη του 1946, που κράτησε δύο βδομάδες «παραλύοντας κυριολεκτικά τη (βρετανική) διοίκηση»), δεν υπήρξε κάποια άλλη συνεργασία ανάμεσα στους Εβραίους και τους Αραβες κομμουνιστές μέχρι την οργανωτική τους επανένωση στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ το 194831.
Οι Αραβες κομμουνιστές, μέσω του Εθνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ), είχαν αρχικά ορισμένα σημαντικά ερείσματα στην αραβική εργατική τάξη (διαθέτοντας την πλειοψηφία στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της Ιερουσαλήμ, της Γιάφα, της Γάζας, κ.ά.). Ομως η στρατηγική της «εθνικής ενότητας» δεν επέτρεψε τη μετατροπή αυτών των ερεισμάτων σε ουσιαστική κοινωνική – πολιτική δύναμη με αυτοτελείς ταξικούς σκοπούς. Το ΕΑΣ, αν και αποκλείστηκε από την Ανώτατη Αραβική Επιτροπή (κατηγορούμενο από την τελευταία ως «φιλο-σιωνιστικό» κόμμα), ωστόσο τη στήριξε ως «σύμβολο της εθνικής ενότητας» και έκφραση της επιδιωκόμενης πολιτικής του για τη συγκρότηση ενός «εθνικού μετώπου»32. Οταν τον Σεπτέμβρη του 1947 το ΕΑΣ ήρε τη στήριξή του στην αστική ηγεσία του αραβικού εθνικού κινήματος, κατηγορώντας την πως απέστρεφε την πάλη του Παλαιστινιακού λαού από τον αγώνα κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού μετατρέποντάς την σε «μια φυλετική σύγκρουση μεταξύ Αράβων και Εβραίων», ήταν πια πολύ αργά33.
Πράγματι, όταν η κατάσταση οξύνθηκε και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, Αραβες και Εβραίοι κομμουνιστές ούτε είχαν ούτε ήταν σε θέση να δώσουν μια ταξική απάντηση – διέξοδο σε όφελος των συμφερόντων των εργαζομένων της Παλαιστίνης.
Παραπομπές
1. Palestine. Statement of Policy, εκδ. HM Stationary Office, London, 1939, σελ. 3-6, 8-12.
2. Philip Mattar, «Amin Al-Husayni and Iraq’s quest for independence», στο Arab Studies Quarterly, τ.6, αρ. 4, 1984, σελ. 271 και 275
3. Philip Mattar, ό.π. σελ. 277 – 279
4. Philip Mattar, ό.π. σελ. 277 – 279
5. A Survey of Palestine – Prepared in December 1945 and January 1946 for the information of the Anglo-American Committee of Inquiry, τόμ.1, εκδ. Institute of Palestine Studies, Washington, 1991, σελ.54 και United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917-1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917-1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕα).
6. Γ. Γιέιτζ, καταχώρηση στο ημερολόγιό του στις 20.12.1940, στο Chaim Simons, A historical survey of proposals to transfer Arabs from Palestine, 1895-1947, διαδικτυακή έκδοση, 2004, σελ. 137.
7. ΟΗΕα, ό.π.
8. M. K. Budeiri, The Palestine Communist Party, PhD, LSE, 1977, σελ. 173.
9. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 195-198 και 256-258.
10. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 202-205.
11. Report of the Anglo-American Committee of Enquiry, εκδ. HM Stationary Office, London, 1946, σελ. 29-30.
12. Ο.π. 26-28, 34, 39-41.
13. ΟΗΕα, ό.π.
14. The Political History of Palestine Under British Administration: Memorandum by His Britannic Majesty’s Government Presented in July 1947 to the United Nations Special Committee on Palestine, εκδ. British Information Services, Jerusalem, 1947, σελ. 31-32.
15. Pact of the League of Arab States, 22.3.1945 (https://avalon.law.yale.edu/20th_century/arableag.asp). Το ιδρυτικό υπέγραφαν οι ηγέτες της Συρίας, της Υπεριορδανίας, του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας, του Λιβάνου, της Αιγύπτου και της Υεμένης.
16. ΟΗΕα, ό.π.
17. The Political History of Palestine, ό.π., – Supplement, σελ. 10.
18. Κατά τα λεγόμενα του Ου. Τσόρτσιλ στο βρετανικό Κοινοβούλιο στις 18.2.1947, στο https://hansard.parliament.uk/commons/1947-02-18/debates/4f8bc0e9-f2d5-4267-8d07-10707986db6e/PalestineConference(GovernmentPolicy)
19. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947-1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947-1977/ (από δω και πέρα ΟΗΕβ).
20. ΟΗΕβ, ο.π.
21. ΟΗΕβ, ο.π.
22. ΟΗΕβ, ο.π.
23. ΟΗΕβ, ο.π.
24. ΟΗΕβ, ο.π.
25. ΟΗΕβ, ο.π.
26. ΟΗΕβ, ο.π.
27. ΟΗΕβ, ο.π.
28. ΟΗΕβ, ο.π.
29. ΟΗΕβ, ο.π.
30. ΟΗΕβ, ο.π.
31. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 207-208, 229.
32. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 220, 265-266, 268-269.
33. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 272, 280, 286.
Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ