ΙΣΤΟΡΙΑ
110 χρόνια από την έναρξη του ιμπεριαλιστικού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου
Γερμανοί στρατιώτες στα χαρακώματα |
Ο ιμπεριαλιστικός Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Διόλου τυχαία, ο Λένιν επέλεγε να παραθέτει τη φράση του αστού θεωρητικού της πολεμικής στρατηγικής Κλαούζεβιτς: «Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Και αυτό το έκανε για να τονίσει πως είναι αδύνατη η κατανόηση του χαρακτήρα του πολέμου δίχως την κατανόηση ολόκληρης της ιστορικής εποχής από την οποία προέκυψε1.
Ποια ήταν όμως η «πολιτική» των προηγούμενων χρόνων και ο χαρακτήρας της εποχής;
Ο καπιταλισμός από τις αρχές του 20ού αιώνα είχε εισέλθει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, οπότε ως κυρίαρχα γνωρίσματά του αναδείχτηκαν η εμφάνιση και η κυριαρχία των μονοπωλίων, η συγχώνευση του χρηματιστηριακού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, ο αναβαθμισμένος ρόλος της εξαγωγής των κεφαλαίων, η μεγάλη σημασία των διεθνών μονοπωλιακών ομίλων που «μοίραζαν» τον κόσμο και το τέλος του μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στις «μεγάλες δυνάμεις»2.
Ωστόσο, τότε όπως και σήμερα, το μοίρασμα του κόσμου δεν είναι ποτέ οριστικό, αλλά αποτελεί το μόνιμο διακύβευμα του ανταγωνισμού των μονοπωλίων, των αστικών κρατών και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών. Με αυτήν την έννοια, η συσσώρευση των κεφαλαίων και η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών, τροποποιώντας τους συσχετισμούς της οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης ανάμεσα στις αστικές τάξεις και, κατά προέκταση, μεταξύ των αστικών κρατών και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, επιβάλλουν την αναδιανομή των αγορών και των σφαιρών επιρροής.
1917. Ο Λένιν διακηρύσσει την εγκαθίδρυση της μπολσεβίκικης εξουσίας κατά τη διάρκεια του 2ου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ |
Κάθε φορά εκείνα τα αστικά κράτη που θεωρούν ότι η υπάρχουσα διανομή των αγορών και των σφαιρών επιρροής δεν αντιστοιχεί πλέον στην οικονομική δύναμη και στα συμφέροντα της αστικής τους τάξης, επιζητούν την αναδιανομή τους με κάθε μέσο, δηλαδή ακόμα και με τη στρατιωτική δύναμη και την επικράτηση μέσω πολέμου.
Πόλεμος ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης
Στην περίπτωση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις» (Γερμανία και Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία) επιδίωκαν να κατακτήσουν καινούργιες «αγορές» και διά της εξαγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίων να ενισχύσουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό και να διαφύγουν τις συνέπειες μιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, που θα επέφεραν η συγκέντρωση και η στασιμότητα των κεφαλαίων τους.
Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της λεγόμενης «Εγκάρδιας Συνεννόησης», ή αλλιώς της Αντάντ, όπως έμεινε γνωστή ιστορικά (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), σκόπευαν να διατηρήσουν τον ευνοϊκό γι’ αυτές συσχετισμό δυνάμεων, που τους επέτρεπε να εκμεταλλεύονται ληστρικά αποικίες και καταπιεζόμενα έθνη.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης και γι’ αυτό άδικος από τη σκοπιά των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων.
Η στρατιωτική σύγκρουση των δύο ιμπεριαλιστικών συμμαχιών όξυνε το σύνολο των υφιστάμενων χαρακτηριστικών του καπιταλισμού, ενισχύοντας την καταστολή της εργατικής τάξης στο εσωτερικό και προκαλώντας τη φρίκη των ιμπεριαλιστικών πολέμων στο εξωτερικό. Υπογράμμισε η Ρόζα Λούξεμπουργκ:
«…(Ο ιμπεριαλισμός) δεν είναι ένα καινούργιο στοιχείο, μια απροσδόκητη αλλαγή κατεύθυνσης στο γενικό ιστορικό στάδιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι πολεμικές προετοιμασίες και οι πόλεμοι, οι διεθνείς συγκρούσεις και οι αποικιακές πολιτικές συντροφεύουν το κεφάλαιο από την κούνια του. Είναι η ακραία αύξηση αυτών των στοιχείων, η συγκέντρωση και το γιγάντιο ξέσπασμα αυτών των συγκρούσεων, οι οποίες έφεραν ως αποτέλεσμα αυτήν τη νέα εποχή στην ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας. Σε μια αμοιβαία διαλεκτική δράση – την ίδια στιγμή αιτία και αποτέλεσμα της δυναμικής συσσώρευσης του κεφαλαίου και της συνεπαγόμενης όξυνσης και ενίσχυσης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στο εσωτερικό και ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη στο εξωτερικό – ο ιμπεριαλισμός εισήλθε στην τελευταία του φάση, το βίαιο χωρισμό του κόσμου από την επίθεση του κεφαλαίου»3.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
Ενέργειες βίαιου χωρισμού του κόσμου από την καπιταλιστική επίθεση καταγράφονταν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Μια αλυσίδα γεγονότων, διπλωματικών αντιπαραθέσεων, προστριβών και πολεμικών συγκρούσεων των αστικών κρατών προμήνυε την επερχόμενη θύελλα.
Ο αμερικανοϊσπανικός πόλεμος (1898 – 1902), οι πόλεμοι των Μπόερς (1899 – 1902), ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος (1904 – 1905), η πρώτη μαροκινή κρίση (1905 – 1906), η βοσνιακή κρίση (1908 – 1909), η δεύτερη μαροκινή κρίση (1911) και ο ιταλοτουρκικός πόλεμος αποτέλεσαν κρίκους της ματωμένης αλυσίδας των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων για το μοίρασμα του κόσμου, που προετοίμασαν τη μεγάλη πολεμική αναμέτρηση.
Τελευταία αποτύπωσή τους, που μετέφερε το θέατρο των πολεμικών συγκρούσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αποτέλεσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Στους Βαλκανικούς Πολέμους οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις των «μεγάλων δυνάμεων» περιπλέχτηκαν με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των πιο αδύναμων βαλκανικών καπιταλιστικών κρατών κι εκφράστηκαν με τη φανερή ή υπόγεια στήριξή τους σε αυτά.
Υπό αυτό το πρίσμα, στις συγκεκριμένες συνθήκες προπαρασκευής της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης, οι αστικοί εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι αντικειμενικά συναρθρώθηκαν με τους σκοπούς και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς των «μεγάλων δυνάμεων».
1913. Η Συνθήκη του Λονδίνου |
Χαρακτηριστικά σημείωσε αργότερα ο Λένιν: «Το εθνικό στοιχείο του σερβοαυστριακού πολέμου δεν έχει και δεν μπορεί να έχει καμιά αξιόλογη σημασία για τον πανευρωπαϊκό πόλεμο (…) Για τη Σερβία, δηλαδή για το ένα περίπου εκατοστό απ’ όσους συμμετέχουν στο σημερινό πόλεμο, ο πόλεμος είναι η “συνέχιση της πολιτικής” του αστικοαπελευθερωτικού κινήματος. Για τα 99/100 ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής της ιμπεριαλιστικής, δηλαδή της γερασμένης αστικής τάξης»4.
Γι’ αυτό, στο ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων μπορεί κανείς να διακρίνει δίπλα στη θέληση της ελληνικής, της σερβικής, της ρουμανικής και της βουλγαρικής αστικής τάξης να επιτύχουν την εθνική τους ολοκλήρωση ενάντια στην παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις ανταγωνιστικές επιδιώξεις τους να διευρύνουν την εσωτερική τους αγορά και να αναβαθμίσουν τη θέση τους στον τοπικό συσχετισμό δυνάμεων, μέσω της εκμετάλλευσης της οικονομικής δύναμης και του γεωπολιτικού ρόλου που θα τους παρείχε η προσάρτηση εδαφών και καινούργιων πληθυσμών.
Χαρακτηριστική ως προς το τελευταίο είναι η σύγκρουση του ελληνικού και του βουλγαρικού αστικού κράτους για τον έλεγχο της Μακεδονίας, η οποία κλιμακώθηκε στη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.
Εξάλλου, οι επιδιώξεις και οι σχεδιασμοί των βαλκανικών αστικών κρατών όφειλαν να συνυπολογίζουν τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις των «μεγάλων δυνάμεων» και να διαμορφώνουν αντίστοιχα τις συμμαχίες τους, ιδιαίτερα στον βαθμό που αδυνατούσαν με όρους οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος να τους επιβάλουν μονομερώς.
Στο επίκεντρο το μέλλον των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
1916. Το γαλλικό θωρηκτό «Μιραμπό» βομβαρδίζει την Αθήνα |
Ομως, οι ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες για το μέλλον των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν την προέκταση της διείσδυσης κεφαλαίων που είχαν πραγματοποιήσει οι λεγόμενες «μεγάλες δυνάμεις» τη χρονική περίοδο της «ειρηνικής» καπιταλιστικής ανάπτυξης 1890 – 19145.
Ως αποτέλεσμα, η καθεμία από αυτές είχε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή, που αρνούνταν να παραχωρήσει στα βαλκανικά κράτη χωρίς την παροχή γενικότερων ανταλλαγμάτων ή τη στήριξη του κάθε βαλκανικού κράτους στους συνολικότερους σχεδιασμούς της.
Ταυτόχρονα, η εξωτερική πολιτική των «μεγάλων δυνάμεων» δεν παρέμενε σταθερή, αλλά καθοριζόταν από τη διελκυστίνδα των ρευστών συμμαχιών και από το πολυπαραγοντικό σύστημα ισορροπιών που αυτές διαμόρφωναν.
Παραδείγματος χάρη, ο ιταλοτουρκικός πόλεμος που είχε προηγηθεί αδυνάτιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία είχε αρχίσει να προσεγγίζει τις Κεντρικές Δυνάμεις, αλλά την ίδια στιγμή η αποδυνάμωσή της αποτελούσε φόβητρο για τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, αλλά και τη Γερμανία, γιατί μπορούσε να οδηγήσει σε ενίσχυση της Ρωσίας μέσω της επιρροής που η τελευταία ασκούσε στα σλαβόφωνα κράτη της Βαλκανικής.
Παράλληλα, η Ρωσία, που αρχικά ευνοούσε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια συμμάχησε με την Αυστρία και προσπάθησε να περιορίσει τις πολεμικές επιδιώξεις της σερβικής και της βουλγαρικής αστικής τάξης6, φοβούμενη την αναβάθμιση του ρόλου της Γαλλίας και της Αγγλίας στη Βαλκανική, μέσω της προώθησης των ελληνικών αξιώσεων.
Ο ιμπεριαλιστικός Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέλαβε να επιλύσει τις αντιθέσεις των καπιταλιστών. Φυσικά, επρόκειτο για μια λύση που θα ικανοποιούσε τα συμφέροντα του ενός ή του άλλου καπιταλιστικού κράτους, κατά προέκταση της μιας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας και θα σφραγιζόταν με το αίμα των λαών.
Οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις σε όλες τις χώρες κλήθηκαν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών τους, προσφέροντας θυσίες χωρίς αντίκρισμα στην ιμπεριαλιστική σφαγή. Και αν στις λεγόμενες «μεγάλες δυνάμεις» οι θυσίες των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων προσφέρονταν αποκλειστικά στον βωμό των πολεμικών μετώπων και της καταστολής του εργατικού – λαϊκού κινήματος, στα πιο αδύναμα καπιταλιστικά κράτη προκαλούνταν και από τις ενδοαστικές αντιθέσεις για την επιλογή της μιας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
Η ελληνική αστική τάξη κατά τη διάρκεια του πολέμου
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι ενδεικτική. Η αστική τάξη από τον καιρό της συγκρότησης ανεξάρτητου καπιταλιστικού κράτους θεώρησε ως πρώτιστη επιδίωξή της τη διεύρυνση των εδαφών του, ώστε να επιτευχθεί η οικονομική και γεωπολιτική ενίσχυση της εξουσίας της. Η Μεγάλη Ιδέα, που στηριζόταν στο αντικειμενικό γεγονός της παρουσίας μεγάλων και συμπαγών ελληνικών πληθυσμών εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους, αποτέλεσε κοινό τόπο του συνόλου της εγχώριας αστικής τάξης.
Γι’ αυτό και στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, παραμερίστηκαν προσωρινά οι ενδοαστικές έριδες που καθρεφτίζονταν στη διαμάχη για το πολιτειακό (βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία) κι επιδιώχτηκε η ενίσχυση του ρόλου του καπιταλιστικού κράτους στα Βαλκάνια.
Ωστόσο, στη διάρκειά τους, δεν έλειψαν οι ενδείξεις διαφορετικών προσανατολισμών, που αποτυπώθηκαν στη θέληση του διαδόχου Κωνσταντίνου να κατευθυνθεί πρώτα προς το Μοναστήρι, την ώρα που τόσο ο πατέρας του, βασιλιάς Γεώργιος Α΄, όσο και η κυβέρνηση Βενιζέλου επιθυμούσαν διακαώς την κατάληψη της Θεσσαλονίκης7.
Η λήξη των δύο Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την ελληνική αστική εξουσία να έχει διευρύνει σε σημαντικό βαθμό τα εδάφη της και την οικονομική της ισχύ, τη στιγμή που τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν πάνω από την Ευρώπη. Σε αυτήν τη συγκυρία οι παλιές ενδοαστικές έριδες ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο.
Από τη μια πλευρά, τμήματα της αστικής τάξης, που, μετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συσπειρώθηκαν γύρω από τον βασιλιά τώρα Κωνσταντίνο Α’ 8 – ο οποίος ήταν πεπεισμένος για τη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων στον επερχόμενο πόλεμο – προωθούσαν την πολιτική της ουδετερότητας, στον βαθμό που η γεωγραφική θέση της χώρας δεν επέτρεπε την ενεργή εμπλοκή της στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας.
Τα συγκεκριμένα τμήματα εκτιμούσαν ότι μια εξωτερική πολιτική τέτοιας κατεύθυνσης ήταν περισσότερο συμφέρουσα για την αστική τάξη, διότι δεν απαιτούσε την οικονομική επιβάρυνση ενός νέου πολέμου και τα συνεπαγόμενα ρίσκα, ενώ θεωρούσαν πως η διείσδυση κεφαλαίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να επιτευχθεί από την ελληνική παροικία. Ταυτοχρόνως, βέβαια, προσδοκούσαν κι εδαφικά ανταλλάγματα για τη στάση τους στην περίπτωση νίκης των Κεντρικών Δυνάμεων.
Από την άλλη πλευρά, η μερίδα της αστικής τάξης που εξέφραζε ο Βενιζέλος επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας συμμαχίας με την Αντάντ, υποστηρίζοντας ότι, με δεδομένη την υπόγεια στήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις Κεντρικές Δυνάμεις, η ήττα των τελευταίων θα εξασφάλιζε την παραπέρα επέκταση του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους.
Ετσι, οι αντιθέσεις των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων περιπλέχτηκαν με τις ενδοαστικές συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν στον διχασμό της αστικής τάξης και στην πλήρη σύγκρουση των μερίδων της, με σταθερό θύμα τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις.
Μετά από την άρνηση του Συμβουλίου του Στέμματος9να αποδεχτεί τις προτάσεις συνεργασίας της Μ. Βρετανίας με αντάλλαγμα εδάφη της Μικράς Ασίας (17 Φλεβάρη / 2 Μάρτη 1915) και την πρώτη παραίτηση του Βενιζέλου (21 Φλεβάρη / 6 Μάρτη), πρωθυπουργός ανέλαβε ο φιλοβασιλικός Δημήτριος Γούναρης, για να παραιτηθεί τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, έπειτα και από την εκλογική νίκη των Φιλελευθέρων (31 Μάη / 13 Ιούνη 1915).
Η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτήθηκε στις 22 Σεπτέμβρη (5 Οκτώβρη) 1915 και την επόμενη μέρα ο γαλλικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, όπου και επέβαλε στρατιωτικό νόμο τον Μάη του 1916.
Ο «εθνικός διχασμός» ως σύγκρουση μερίδων της αστικής τάξης
Τα όσα ακολούθησαν περιγράφονται στην αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία ως «εθνικός διχασμός», αλλά στην πραγματικότητα αποτυπώνουν το βάθος που μπορεί να προσλάβει η σύγκρουση μερίδων της αστικής τάξης, όταν η διασφάλιση των συμφερόντων τους περιπλέκεται με διαφορετικές επιλογές ξένων συμμάχων.
Ταυτόχρονα, το γεγονός πως και τα δύο τμήματα της αστικής τάξης χρησιμοποίησαν τις διεθνείς τους συμμαχίες και στη μεταξύ τους διαμάχη επιβεβαιώνει το πόσο κάλπικος είναι ο αστικός πατριωτισμός την εποχή του ιμπεριαλισμού.
Τον Μάη του 1916, έπειτα από «αδράνεια» της κυβέρνησης, οι βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν το οχυρό Ρούπελ και αιχμαλώτισαν το Δ’ Σώμα Στρατού. Σε απάντηση, τον Ιούνη, οι δυνάμεις της Αντάντ ζήτησαν την αποστράτευση των ελληνικών δυνάμεων.
Παράλληλα, προχώρησαν σε ναυτικό και εμπορικό αποκλεισμό των περιοχών που βρίσκονταν υπό τη διοίκηση της φιλοβασιλικής κυβέρνησης και κατάσχεσαν ελληνικά πλοία που βρίσκονταν σε λιμάνια χωρών της Αντάντ, με αποτέλεσμα να προκληθεί τραγική έλλειψη σε τρόφιμα, να σημειωθούν χιλιάδες θάνατοι από πείνα και να εξαπλωθούν μολυσματικές ασθένειες.
Μετά από αυτά, η κυβέρνηση άρχισε να οργανώνει τους παρακρατικούς συλλόγους επιστράτων που στρέφονταν ενάντια στην Αντάντ.
Τον Αύγουστο του 1916, στη Θεσσαλονίκη, πραγματοποιήθηκε το Κίνημα «Εθνικής Αμυνας» που στρεφόταν ενάντια στη φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών. Τον Σεπτέμβρη του 1916 γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν τα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας. Τον ίδιο μήνα, ο Βενιζέλος, ο οποίος σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση στα Χανιά, μετέφερε την έδρα της στη Θεσσαλονίκη, υπό την προστασία των γαλλικών στρατευμάτων, αποτυπώνοντας και στο επίπεδο του αστικού κρατικού μηχανισμού τη διάσπαση της αστικής τάξης.
Μετά τον σχηματισμό της δεύτερης αστικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη (Σεπτέμβρης 1916) σημειώθηκαν διώξεις κατά των βενιζελικών, ενώ η Εκκλησία αναθεμάτισε τον Βενιζέλο. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων (11 / 24 Νοέμβρη 1916), αφού πρώτα οι Γάλλοι κατέλαβαν τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας και ύψωσαν τη γαλλική σημαία στα ελαφρά ελληνικά πολεμικά πλοία.
Τον ίδιο μήνα, τα στρατεύματα της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης κατέλαβαν την Κατερίνη. Λίγο αργότερα, οι δυνάμεις της Αντάντ βομβάρδισαν τον Πειραιά και αποβίβασαν στρατεύματα που συγκρούστηκαν με τα στρατεύματα της κυβέρνησης των Αθηνών και τους συλλόγους επιστράτων. Ακολούθησε πογκρόμ της κυβέρνησης των Αθηνών ενάντια στους βενιζελικούς. Την ίδια περίοδο, η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε έκπτωτο τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Τελικά, τον Μάη του 1917, γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τον Πειραιά και τη Θεσσαλία, εξαναγκάζοντας την κυβέρνηση των Αθηνών σε παραίτηση. Η φυγή του βασιλιά και η κάθοδος της κυβέρνησης του Βενιζέλου στην Αθήνα άνοιξαν τον δρόμο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ και οδήγησαν σε νέο πογκρόμ εναντίον των φιλοβασιλικών αυτήν τη φορά10.
Ετσι, πριν ακόμα από την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις μετρούσαν τα δεινά και τις απώλειές τους.
Αλλά και στη συνέχεια, η συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό των νικητών άνοιξε τον δρόμο σε νέες τραγωδίες για τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις. Επέφερε τεράστιες απώλειες στο μακεδονικό μέτωπο, οδήγησε σε νέα πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας στην Ουκρανική Εκστρατεία και στη διεξαγωγή της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία, που κατέληξε στην καταστροφή, στον θάνατο δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών, στο ξεκλήρισμα και στην προσφυγιά εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών.
Παρόμοια αρνητικές ήταν οι συνέπειες για τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις και στις υπόλοιπες εμπλεκόμενες στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο χώρες, αφού παρά τις διακηρύξεις των Ευρωπαίων σοσιαλιστών ότι θα τον μετέτρεπαν σε σοσιαλιστική επανάσταση, η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπερψήφισε τις πολεμικές δαπάνες και τάχθηκε με το πλευρό της αστικής τους κυβέρνησης.
Αυτήν τη στάση ο Λένιν την περιέγραψε ως χειρότερη τραγωδία από τον ίδιο τον πόλεμο: «Το πιο οδυνηρό πράγμα για ένα σοσιαλιστή δεν είναι οι φρίκες του πολέμου – εμείς είμαστε πάντα υπέρ του “santaguerra ditutti glioppressi perla conquistadelle loropatrie!” (“ιερού πολέμου των καταπιεζομένων για την κατάκτηση της πατρίδας τους!”) – αλλά η φρίκη της προδοσίας των αρχηγών του σημερινού σοσιαλισμού, η φρίκη της χρεοκοπίας της Διεθνούς»11.
Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις και οι εργατικές εξεγέρσεις συνέβαλαν στον τερματισμό του ιμπεριαλιστικού πολέμου
Σε αυτές τις συνθήκες, αντίπαλο δέος από τη σκοπιά των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και των συμφερόντων τους αποτέλεσε η μειοψηφία των σοσιαλιστών που συνέχισε να αντιπαραβάλλει στον πόλεμο τη σοσιαλιστική επανάσταση, με κύριο εκφραστή το κόμμα των μπολσεβίκων, ενώ σταδιακά η δραστηριότητα των επαναστατών σοσιαλιστών άρχισε να αναπτύσσεται σε όλες τις εμπόλεμες χώρες.
Η νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση δεν κατόρθωσε μόνο να επιβάλει τον τερματισμό της ρωσικής εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να ανατρέψει την καπιταλιστική εξουσία και να εγκαινιάσει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Εδωσε και νέα φτερά στο διεθνές εργατικό κίνημα.
Οπως σημείωσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «όλη η τιμή και όλη η ικανότητα επαναστατικής δράσης που έλειπε από τη Δυτική Σοσιαλδημοκρατία βρέθηκε στους μπολσεβίκους. Η εξέγερση του Οκτώβρη δεν έσωσε μόνο τη Ρωσική Επανάσταση, αλλά επίσης την τιμή των σοσιαλιστών όλων των χωρών»12.
Κάτω από την επίδραση των σφαγών του ιμπεριαλιστικού πολέμου και την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης, μια επαναστατική θύελλα εξαπλώθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, κυρίως σε όσα ανήκαν στο στρατόπεδο των ηττημένων του πολέμου, απειλώντας να σαρώσει την καπιταλιστική εξουσία.
Στις αρχές του 1918 ξέσπασε επανάσταση στη Φινλανδία, άλλοτε τμήμα της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, ακολούθησε η επανάσταση στην Ουγγαρία τον Νοέμβρη του 1918, οπότε ξέσπασε και η πρώτη φάση της γερμανικής επανάστασης.
Οπως είχε ήδη σημειώσει ο Λένιν, «η επανάσταση αναπτύσσεται σε όλες τις χώρες και τώρα το ζήτημα δεν μπαίνει έτσι: να συνεχίσουμε να ζούμε ήσυχα και υποφερτά ή να ριχτούμε σ’ έναν τυχοδιωκτισμό. Αντίθετα, το ζήτημα μπαίνει τώρα έτσι: να πεινάμε και να τραβάμε στο μακελειό για τα συμφέροντα άλλων, για ξένα συμφέροντα, ή να προσφέρουμε μεγάλες θυσίες για το σοσιαλισμό, για τα συμφέροντα των 9/10 της ανθρωπότητας»13.
Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις και οι εργατικές εξεγέρσεις δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν τότε στην ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας σε άλλες χώρες, ωστόσο συνέβαλαν στον τερματισμό του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Παρά το πισωγύρισμα των αντεπαναστατικών ανατροπών της περιόδου 1989 – 1991, παραμένει διαχρονικής σημασίας ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση υπέδειξε στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις τη διαχρονική και αποτελεσματική διέξοδό τους από τον καπιταλισμό που σαπίζει, σπέρνοντας οικονομικές κρίσεις και ιμπεριαλιστικούς πολέμους, πείνα και ανεργία, σφαγές και προσφυγιά.
Αποτέλεσε τότε την πρώτη ύλη για την ανασυγκρότηση και ανάπτυξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που συνέβαλε σε πρωτόγνωρες κατακτήσεις των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία του 20ού αιώνα. Αφησε πολύτιμες παρακαταθήκες και σημαντικά ιστορικά διδάγματα για το κίνημα που απαιτείται μπροστά στη νέα όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, για τα χαρακτηριστικά του και τις στοχεύσεις του.
Παραπομπές
1. Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα στον Γκ. Ε. Ζηνόβιεφ», Απαντα, τ. 49, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 287.
2. Β. Ι. Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός: ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 103 – 104.
3. Rosa Luxemburg: «Down with Reformist Illusions – Hail the Revolutionary Class Struggle (1913)» στο http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1913/04/30a.htm
4. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1994, σελ. 50 – 51.
5. Γεωργίου Β. Λεονταρίτη, «Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2000, σελ. 433 – 436.
6. Γιάνη Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τ. ΧΙΙΙ, εκδ. 20ός αιώνας, σελ. 284.
7. Γιάνη Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τ. ΧΙΙΙ, εκδ. 20ός αιώνας, σελ. 292 – 293.
8. Στις 5 (18) Μάρτη 1913 δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄. Η δολοφονία αυτή εξ αντικειμένου άλλαζε τους πολιτικούς συσχετισμούς, αφού ο Γεώργιος, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο, συμφωνούσε με τον Βενιζέλο για την ανάγκη προσέγγισης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με τις στοχεύσεις των δυνάμεων της Αντάντ.
9. Στο Συμβούλιο του Στέμματος συμμετείχαν οι ζώντες πρώην πρωθυπουργοί και ο επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
10. Για μια αναλυτική καταγραφή των γεγονότων βλ. Τμήμα Ιστορίας (επιμ.), «1922. Ιμπεριαλιστική εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2022, σελ. 204 – 205.
11. Β. Ι. Λένιν, «Ο ευρωπαϊκός πόλεμος και ο διεθνής σοσιαλισμός» στο Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τόμ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1980, σελ. 8.
12. Rosa Luxemburg, «Η Ρωσική Επανάσταση», εκδ. «Κοροντζή», Αθήνα, 1978, σελ. 51.
13. Β. Ι. Λένιν, «Θεμελιακές θέσεις σχετικά με το ζήτημα του πολέμου» στο Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τόμ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 218.
Του
Κώστα ΣΚΟΛΑΡΙΚΟΥ*
* Ο Κ. Σκολαρίκος είναι μέλος της ΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή : Ριζοσπάστης 10 – 11 / 8 – 2024
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος
(Μέρος 14ο)
Οι Συμφωνίες του Οσλο (και άλλες σχετικές συμφωνίες)
Associated Press |
3. 2η «Ιντιφάντα» |
Στις 20 Γενάρη 1993, οι διμερείς επαφές και διαπραγματεύσεις που είχαν εκκινήσει στη Μαδρίτη δύο χρόνια πριν μεταξύ της ισραηλινής κυβέρνησης και της PLO συνεχίστηκαν υπό άκρα μυστικότητα στο Οσλο της Νορβηγίας. Αποτέλεσμα αυτών υπήρξε η Διακήρυξη Αρχών για τις Προσωρινές Ρυθμίσεις Αυτοδιοίκησης (γνωστή και ως 1η Συμφωνία του Οσλο), η οποία υπογράφτηκε στην Ουάσιγκτον στις 13 Σεπτέμβρη 1993. Η Διακήρυξη προέβλεπε τη σύσταση μιας προσωρινής Παλαιστινιακής διοικητικής Αρχής επί των εδαφών της Δυτικής Οχθης και της Γάζας, ενώ έθετε ως χρονικό ορίζοντα για την τελική διαμόρφωση μιας μόνιμης λύσης, με βάση τις Αποφάσεις 242 (του 1967) και 338 (του 1973) του ΟΗΕ, τα 5 έτη (μάξιμουμ).1
Στις 14 Οκτώβρη 1994 οι βασικοί συντελεστές της Συμφωνίας (ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γ. Ράμπιν, ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Σ. Πέρες και ο ηγέτης της PLO Γ. Αραφάτ) τιμήθηκαν με το Νόμπελ Ειρήνης. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε πολύ σύντομα, καμία ειρήνη δεν είχε επιτευχθεί. Κι αυτό όχι λόγω των εγχώριων αντιδράσεων που προκάλεσε η εν λόγω Συμφωνία (αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν το αμέσως επόμενο διάστημα με την κατακόρυφη αύξηση των δολοφονικών επιθέσεων – κυρίως της Χαμάς – κατά Ισραηλινών αμάχων, με την κατακόρυφη επίσης αύξηση των δολοφονικών επιθέσεων Εβραίων εποίκων κατά Παλαιστινίων αμάχων και βεβαίως με τη δολοφονία του Ισραηλινού πρωθυπουργού Γ. Ράμπιν από ομοεθνή του στις 4 Νοέμβρη 1995). Η ειρήνη δεν επετεύχθη, λόγω των σαθρών υλικών με τα οποία επιχειρήθηκε να οικοδομηθεί.
Eurokinissi |
5. |
Τα υλικά αυτά περιλάμβαναν μια σειρά αντικρουόμενα συμφέροντα και επιδιώξεις, καθοριζόμενα από τις αστικές δυνάμεις που ηγούνταν των εμπλεκόμενων μερών αλλά και τις ευρύτερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, που όχι μόνο δεν κόπασαν αλλά οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο στο φόντο της πρόσφατης νίκης της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και των αρνητικών συνεπειών αυτής στον διεθνή συσχετισμό για τους αγώνες, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των λαών.
Το Ισραήλ, πιεζόμενο διαχρονικά από την παλαιστινιακή αντίσταση και τις αντικειμενικές δυσκολίες της συνεχιζόμενης κατοχής, αλλά και συγκυριακά από τους διεθνείς συμμάχους του (που για τα δικά τους συμφέροντα επιδίωκαν το κλείσιμο αυτής της διαρκούς πηγής εντάσεων στην περιοχή – ιδιαίτερα μετά τον Πόλεμο του Κόλπου το 1990-1991), ήταν ανοιχτό σε κάποιου είδους συμβιβασμό, ο οποίος όμως δεν θα έθετε στεγανούς και τελεσίδικους φραγμούς στους πιο μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς του (δηλαδή στον μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο – και ει δυνατόν προσάρτηση – της ιστορικής Παλαιστίνης). Αλλωστε, το διεθνές πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί – δίχως πια τη Σοβιετική Ενωση και τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης να λειτουργούν ως αντίβαρο στις επιδιώξεις του Ισραήλ, υπέρ της Παλαιστίνης – υπήρξε ευνοϊκό για κάτι τέτοιο.
Associated Press |
4. |
Η ηγεσία της PLO, από την άλλη μεριά, έχοντας απορρίψει τον μαζικό λαϊκό ένοπλο αγώνα ως βασικό μέσο διεκδίκησης της ανεξαρτησίας του Παλαιστινιακού λαού και έχοντας επιλέξει την προσέγγιση με τις ΗΠΑ, προχώρησε στον δρόμο του συμβιβασμού με το Ισραήλ προκειμένου να πετύχει – έστω και εν μέρει – τον στόχο της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Αντικειμενικά, ωστόσο, οι περί ειρήνης προσδοκίες – όπως αυτές μετουσιώθηκαν στη Συμφωνία του Οσλο – λειτούργησαν σε βάρος του αγώνα για την πραγματική ανεξαρτησία των παλαιστινιακών εδαφών.
Τα επόμενα χρόνια, η έκταση των περιοχών που θα περνούσαν υπό παλαιστινιακή διοίκηση, ο χαρακτήρας, οι αρμοδιότητες και οι δυνατότητες αυτής της διοίκησης, ο χρόνος της μετάβασης, το καθεστώς (και γενικότερα το μέλλον) των εποικισμών κ.ο.κ., θα γίνονταν το αντικείμενο μιας σειράς αλλεπάλληλων – σκληρών – διαπραγματεύσεων, που διαρκώς παρήγαν τμηματικά ή επιμέρους αποτελέσματα και όχι μια τελειωτική, ολοκληρωμένη λύση.
Οπως π.χ. με την πρώτη από τις πολλές συμφωνίες που ακολούθησαν, τη Συμφωνία της Γάζας – Ιεριχούς (4 Μάη 1994), που προέβλεπε τη σταδιακή απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από τις εν λόγω περιοχές και την ανάληψη μιας σειράς διοικητικών αρμοδιοτήτων από τη νεοσυσταθείσα Παλαιστινιακή Αρχή σε αυτές.2 Κι όμως, το Ισραήλ, επικαλούμενο διάφορους λόγους «ασφαλείας» (των εποικισμών, των στρατιωτικών του εγκαταστάσεων κ.ο.κ.), συνέχισε να διατηρεί στρατιωτικές δυνάμεις στο 35% των εδαφών που κατά τ’ άλλα επρόκειτο να αποτελούν την πρώτη επικράτεια «ευθύνης» της Παλαιστινιακής Αρχής.3Το γεγονός αυτό ήταν χαρακτηριστικό -όσο και ενδεικτικό – των όσων θα επακολουθούσαν.
1. Κατά την τελετή υπογραφής των Συμφωνιών του Οσλο |
Επόμενος βασικός σταθμός στις διαπραγματεύσεις Ισραήλ – PLO υπήρξε η υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας για τη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας (γνωστή και ως 2η Συμφωνία του Οσλο) στις 28 Σεπτέμβρη 1995.
Βασικό στοιχείο της εν λόγω Συμφωνίας ήταν η κατάτμηση και κατηγοριοποίηση των εδαφών της Δυτικής Οχθης σε 3 τύπους («Α», «Β» και «C»), που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά καθεστώτα ελέγχου. Στην κατηγορία «Α» υπάγονταν οι περιοχές όπου η Παλαιστινιακή Αρχή θα είχε την πλήρη εποπτεία σε θέματα πολιτικής διοίκησης, εσωτερικής ασφάλειας και τήρησης της τάξης. Στις περιοχές της κατηγορίας «Β» η πολιτική διοίκηση θα περνούσε μεν στην Παλαιστινιακή Αρχή, ωστόσο τα θέματα εσωτερικής ασφάλειας θα παρέμεναν στην ευθύνη και υπό τον έλεγχο του ισραηλινού κράτους. Στις περιοχές που υπάγονταν στην κατηγορία «C» (και στις οποίες περιλαμβάνονταν οι κρατικές γαίες, οι εβραϊκοί εποικισμοί, οι ισραηλινές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, καθώς και τα σχετιζόμενα με αυτά δίκτυα υποδομών, μεταφορών, ζώνες ασφαλείας κ.ο.κ.) το Ισραήλ θα διατηρούσε τον πλήρη έλεγχο. Το 1995 η κατηγορία «Α» αφορούσε μόλις το 3% των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών της Δυτικής Οχθης, η κατηγορία «Β» το 24% και η κατηγορία «C» το 70%. Μετά από αλλεπάλληλες σκληρές διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα την περίοδο 1995 – 2000, οι περιοχές της κατηγορίας «Α» αυξήθηκαν τελικά στο 18,2% (αντίστοιχα της «Β» μειώθηκαν σε 21,8% και της «C» σε 60%). Μόνο στη Λωρίδα της Γάζας η Παλαιστινιακή Αρχή απέκτησε πλήρη εποπτεία στην πλειοψηφία των εδαφών (80%).4
2. Μαθητές από την Παλαιστίνη σε σημείο ελέγχου |
Η όποια ανεξαρτησία εκχωρούνταν από το Ισραήλ προς τους Παλαιστίνιους δινόταν με το σταγονόμετρο, ήταν περιορισμένη, ενώ επί της ουσίας διατηρούσε το καθεστώς της κατοχής (που γινόταν ολοένα πιο βάρβαρο). Επτά ολόκληρα χρόνια μετά την 1η Συμφωνία του Οσλο, η μεγάλη πλειοψηφία των παλαιστινιακών εδαφών παρέμενε – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο – υπό τον πλήρη ή μερικό έλεγχο του Ισραήλ. Ακόμα κι αυτά που δεν ήταν, όμως, βρίσκονταν κατακερματισμένα και περικυκλωμένα από περιοχές ελεγχόμενες από το ίδιο.
Σε κάθε περίπτωση, με την αποχώρηση των ισραηλινών κατοχικών στρατευμάτων από τα μεγάλα αστικά κέντρα των Παλαιστινίων (πλην της Χεβρώνας) έλαβαν χώρα και οι πρώτες εκλογές για την ανάδειξη του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής και των μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου (δηλαδή της παλαιστινιακής Βουλής) στις 20 Γενάρη 1996.
Πρώτος πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής εξελέγη ο Γ. Αραφάτ με ποσοστό 88,26%. Η Σ. Καλίλ (υποψήφια που στηρίχτηκε από το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και μοναδική αντίπαλος του Γ. Αραφάτ για την προεδρεία) έλαβε το 11,74% των ψήφων. Στις εκλογές για την παλαιστινιακή Βουλή, η Φατάχ κατέλαβε τις 51 από τις 88 συνολικά έδρες. Η συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων εδρών καλύφθηκε από υποψηφίους που κατέβηκαν ως «ανεξάρτητοι». Πλην της Φατάχ, οι βασικότερες παλαιστινιακές οργανώσεις (το Λαϊκό Μέτωπο, το Δημοκρατικό Μέτωπο, η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ) δεν μετείχαν στις εκλογές, λόγω διαφόρων ενστάσεών τους επί της εκλογικής διαδικασίας. Καμία, ωστόσο, δεν κάλεσε σε αποχή (με εξαίρεση το Δημοκρατικό Μέτωπο) ή προσπάθησε να υπονομεύσει ενεργά την εκλογική διαδικασία. Ακολούθως, το ποσοστό της συμμετοχής υπήρξε σχετικά μεγάλο (73,5%). Βεβαίως, η κυριαρχία της Φατάχ στην πρώτη παλαιστινιακή Βουλή υπήρξε περισσότερο το αποτέλεσμα του εκλογικού συστήματος παρά της λαϊκής ψήφου: Στη Δυτική Οχθη π.χ., αν και έλαβε μόλις 29,64% των ψήφων, η Φατάχ εξέλεξε πάνω από τους μισούς βουλευτές που αναλογούσαν στην περιοχή. Δεύτερο κόμμα στη Δυτική Οχθη αναδείχθηκε το Κόμμα του Λαού της Παλαιστίνης (όπως μετονομάστηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1991), με ποσοστό 4,62%.5
Η πορεία των διαπραγματεύσεων έως και την κατάρρευσή τους το 2000
Μετά τη 2η Συμφωνία του Οσλο το 1995 οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν (κατά τον ίδιο ρυθμό και τρόπο): Στις 17 Γενάρη 1997 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Χεβρώνας, στις 23 Οκτώβρη 1998 το Μνημόνιο του Ποταμού Γουάι, στις 4 Σεπτέμβρη 1999 το Μνημόνιο του Σαρμ ελ-Σεΐχ, ενώ στις 11-24 Ιούλη 2000 πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος του Καμπ Ντέιβιντ.
Καθ’ όλη αυτή την πορεία η ισραηλινή πλευρά, έχοντας τη σταθερή στήριξη των διεθνών συμμάχων της, δημιουργούσε προσκόμματα συστηματικά, προβάλλοντας συνεχώς νέες – πολύ συχνά υπερβολικές – αξιώσεις και πιέζοντας διαρκώς για όλο και περισσότερους και βαθύτερους συμβιβασμούς από την Παλαιστινιακή Αρχή.
Τον Ιούνη του 1997, π.χ., η ισραηλινή κυβέρνηση αντιπρότεινε ως «βάση» για «οριστική λύση» των ισραηλινο-παλαιστινιακών διαφορών την ενσωμάτωση στο κράτος του Ισραήλ σημαντικών εκτάσεων της Δυτικής Οχθης (πέριξ των εποικισμών του) και εκχώρηση ανεξαρτησίας στις υπόλοιπες. Αυτό που απέμενε για τους Παλαιστίνιους, ωστόσο, ήταν λιγότερο από το μισό των κατεχόμενων εδαφών (που βάσει των σχετικών αποφάσεων του ΟΗΕ και των συμφωνηθέντων στο Οσλο επρόκειτο να αποτελούν την επικράτεια του παλαιστινιακού κράτους), κατακερματισμένων μάλιστα σε εδαφικές νησίδες ασύνδετες μεταξύ τους. Κάτι που δεν μπορούσε να γίνει – και δεν έγινε – αποδεκτό από την παλαιστινιακή πλευρά.6
Στη συνέχεια (στις 9 Σεπτέμβρη 1997) η ισραηλινή κυβέρνηση έθεσε νέα προαπαιτούμενα στην Παλαιστινιακή Αρχή προκειμένου να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις. Μεταξύ αυτών ήταν: Η «πλήρης και άνευ όρων συνεργασία σε ζητήματα ασφαλείας», η «σύλληψη και φυλάκιση όλων των (θεωρούμενων από το Ισραήλ) τρομοκρατών που είχαν απελευθερωθεί από την Παλαιστινιακή Αρχή, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ισραήλ», η «απόλυση κάθε προσωπικού με εμπλοκή σε τρομοκρατικές ή άλλες βίαιες ενέργειες κατά του Ισραήλ», η «παύση κάθε δίωξης κατά Ισραηλινών αξιωματούχων», η «κατάθεση προς έγκριση (του Ισραήλ) της λίστας των νεοσύλλεκτων στην (παλαιστινιακή) αστυνομία» κ.ά.7
Στο πλαίσιο του Μνημονίου του Ποταμού Γουάι, η Παλαιστινιακή Αρχή δέχτηκε να προχωρήσει στην άμεση απαγόρευση όσων οργανώσεων θεωρούνταν (από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ) «τρομοκρατικές», καθώς και στην απαγόρευση «κάθε μορφής παρακίνησης σε βία». Συμφώνησε δε να καταρτίσει ειδικό πλάνο καταπολέμησης της «τρομοκρατίας», η πρόοδος του οποίου θα αξιολογούνταν ανά δεκαπενθήμερο από αντιπροσώπους των ΗΠΑ. Τέλος, δεσμεύτηκε για τη σύλληψη όσων «ατόμων θεωρούνταν ύποπτοι για πράξεις βίας και τρομοκρατίας», καθώς και γενικότερα για «τη διαρκή, ενδελεχή και συστηματική συνεργασία» με το Ισραήλ «σε ζητήματα ασφάλειας».8
Το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ επικύρωσε μεν το Μνημόνιο, ωστόσο, κατά τη συνήθη πρακτική του, πρόσθεσε αμέσως μια σειρά προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, μεταξύ των οποίων: Την απάλειψη «κάθε εδαφίου εχθρικού προς το Ισραήλ από το Καταστατικό της PLO», την παραίτηση της Παλαιστινιακής Αρχής από το αίτημά της για απελευθέρωση μιας σειράς Παλαιστίνιων κρατουμένων από τις ισραηλινές φυλακές, τη μείωση των εδαφών που θα παραχωρούνταν στον πλήρη έλεγχο των Παλαιστινίων (και μόλις είχαν συμφωνηθεί) κ.ά. Οι πρόσθετες απαιτήσεις του Ισραήλ προκάλεσαν την αντίδραση ακόμα και των ΗΠΑ, που επεσήμαναν ότι οι συμφωνίες «όφειλαν να εφαρμόζονται με το περιεχόμενο που υπογράφονταν».9
Η συνεχιζόμενη άρνηση του Ισραήλ να απελευθερώσει τους Παλαιστίνιους υπό κράτησή του πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις στα κατεχόμενα, οι δε φυλακισμένοι προχώρησαν σε απεργία πείνας. Το Ισραήλ απελευθέρωσε τελικά κάπου 500 από τους 2.500 συνολικά Παλαιστίνιους που κρατούσε δέσμιους για αντιστασιακή δράση.10
Στις 10 Δεκέμβρη 1998 το Κεντρικό Συμβούλιο της PLO, κατόπιν σχετικής πρότασης του Γ. Αραφάτ, ενέκρινε κατά πλειοψηφία την απάλειψη των εδαφίων στο Καταστατικό της που θεωρούνταν «εχθρικά προς το Ισραήλ» (81 ψήφισαν υπέρ, 7 κατά και 7 απείχαν). Η Παλαιστινιακή Αρχή (ύστερα και από πιέσεις των Αμερικανών) υποχώρησε εν τέλει και στην απαίτηση του Ισραήλ να μην ανακηρύξει μονομερώς την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης στις 4 Μάη 1999 (στη λήξη δηλαδή της «μεταβατικής περιόδου» που είχε οριστεί από τις Συμφωνίες του Οσλο), όπως είχε ανακοινώσει.11
Τίποτε από όλα αυτά, ωστόσο, δεν οδήγησε σε κάποια ουσιαστική πρόοδο όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις, ούτε έφερε πιο κοντά την επίτευξη του πολυπόθητου στόχου για τη συγκρότηση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Η Σύνοδος του Καμπ Ντέιβιντ το 2000 κατέληξε σε αδιέξοδο. Τον λόγο πια θα έπαιρνε ο ίδιος ο Παλαιστινιακός λαός, εξεγειρόμενος για δεύτερη φορά.
Ο αντίκτυπος στο απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων
Η αναζήτηση μιας δίκαιης για τους λαούς λύσης στο Παλαιστινιακό ζήτημα, μέσα από διαπραγματεύσεις σε επίπεδο αστικών ηγεσιών ή μέσα από διεθνείς συμμαχίες με ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, δεν είχε αποτέλεσμα (ούτε μπορούσε να έχει με αυτούς τους όρους). Οι ελπίδες και οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν στον Παλαιστινιακό λαό με τις Συμφωνίες του Οσλο, για ένα καλύτερο μέλλον σε ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, αποδείχθηκαν γρήγορα φρούδες και απατηλές.
Ορισμένες θετικές πτυχές της ειρηνευτικής διαδικασίας, όπως ο επαναπατρισμός δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων και η επανένωση με τις οικογένειές τους στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα,12υπήρξαν πολύ μεμονωμένες ή επιμέρους ώστε να επηρεάσουν το γενικότερα αρνητικό της περιεχόμενο (και αποτέλεσμα).
Εν τέλει, αυτό που επιδιώχθηκε μέσα από ένα άθροισμα αλλεπάλληλων συμφωνιών, πρωτοκόλλων, μνημονίων κ.ο.κ. ήταν το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα να «ξεδοντιαστεί» και να «δεθεί» σε μια ιδιαίτερα ασφυκτική και ελεγχόμενη κατάσταση, «ανταλλάσσοντας» τα μέσα της πάλης του και τους δεσμούς του μέσα στον Παλαιστινιακό λαό με μια σειρά κατακερματισμένων εδαφών, στα οποία – εν πολλοίς και εκ των πραγμάτων – δεν είχε παρά περιορισμένη κυριαρχία.
Το ΚΚΕ – τότε και αργότερα – εκτίμησε την αρνητική κατάσταση που διαμορφώθηκε με τις Συμφωνίες του Οσλο:
«Ενα από τα πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο τα αδιέξοδα της συμφωνίας του Οσλο, καθώς και της “ειρηνευτικής διαδικασίας” που ακολούθησε», σημείωνε σε σχετική της Απόφαση η ΚΕ του ΚΚΕ, «είναι το γεγονός ότι η Παλαιστινιακή Αρχή είναι μια δομή που υφίσταται ως τέτοια μόνο με βάση τη Συμφωνία του Οσλο. Μια συμφωνία που άφηνε στην καλή πρόθεση των εκάστοτε ισραηλινών κυβερνήσεων την οποιαδήποτε εκ μέρους τους υποχώρηση, δεδομένου ότι θέτονταν στο περιθώριο οι σαφέστατες και αδιαπραγμάτευτες αποφάσεις του ΟΗΕ που απαιτούν τον άνευ όρων τερματισμό της κατοχής».13
Σημειωτέον, για να λειτουργήσει ο διογκωμένος διοικητικός μηχανισμός της Παλαιστινιακής Αρχής (που απασχολούσε χιλιάδες μισθοδοτούμενους) εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό (σχεδόν κατά τα 2/3) από την οικονομική συνδρομή των ΗΠΑ, της ΕΕ, των άλλων αραβικών κρατών, της Παγκόσμιας Τράπεζας κ.ο.κ.14
Βεβαίως, η νεοαποκτηθείσα πρόσβαση σε σημαντικά διεθνή κεφάλαια, στους πόρους και στα φορολογικά έσοδα των περιοχών υπό την ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής, ακόμα και στην αγορά του Ισραήλ (έστω και με ανισότιμους όρους), δεν πρέπει να υποτιμηθούν ως υλικοί παράγοντες στήριξης της λεγόμενης «ειρηνευτικής διαδικασίας» και υποχωρητικότητας σε ολοένα και περισσότερους συμβιβασμούς από τη μεριά ενός τμήματος της παλαιστινιακής αστικής ηγεσίας (καθώς το οικονομικό δέλεαρ παρέμενε μεγάλο).
Σε συνθήκες όπου ο Παλαιστινιακός λαός δοκιμαζόταν ποικιλοτρόπως, αυτό αποτελούσε πηγή πρόσθετης οργής και απογοήτευσης σε μερίδα του κόσμου.
Επιπλέον, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του τοποτηρητή και επιβολέα της τάξης στο πλαίσιο του Οσλο (αλλά και ως αστική διοικητική εξουσία, πλέον) η Παλαιστινιακή Αρχή μετατράπηκε η ίδια σε όργανο καταστολής. Η νεοσύστατη παλαιστινιακή αστυνομία ενήργησε χιλιάδες συλλήψεις τα επόμενα χρόνια, εναντίον όσων συνέχιζαν την ένοπλη πάλη κατά του Ισραήλ. Το 1996 υπήρχαν ήδη πάνω από 2.000 κρατούμενοι στις παλαιστινιακές φυλακές (οι περισσότεροι χωρίς δίκη). Ανάμεσά τους, πέρα από μέλη της Χαμάς, της Ισλαμικής Τζιχάντ κ.ά., ήταν επίσης πολλά μέλη λαϊκών οργανώσεων που αντιπολιτεύονταν τη Φατάχ ή ήταν ενάντια στις Συμφωνίες του Οσλο (π.χ. του Λαϊκού Μετώπου ή του Δημοκρατικού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης). Το γεγονός αυτό συνέτεινε στη διάψευση των λαϊκών προσδοκιών στη μετά το Οσλο εποχή. Ενας από τους συλληφθέντες της περιόδου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Επί ισραηλινής κατοχής είχα συλληφθεί 5 φορές (…) Αποφυλακίστηκα. Μετά από δύο βδομάδες συνελήφθηκα από την Παλαιστινιακή Αρχή και κρατήθηκα στην ίδια φυλακή».15
Οχι σπάνια, οι λαϊκές αντιδράσεις έναντι των συνεχιζόμενων αυθαιρεσιών από τη μεριά του Ισραήλ – αλλά και των πολιτικών που ακολουθούσε η Παλαιστινιακή Αρχή – αντιμετωπίζονταν με βία από την παλαιστινιακή αστυνομία, ενίοτε αιματηρή (π.χ. στις 18 Νοέμβρη 1994, όταν η παλαιστινιακή αστυνομία, επιχειρώντας να διαλύσει μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας της Χαμάς, για την οποία δεν είχε άδεια, άνοιξε πυρ με αποτέλεσμα τον θάνατο 12 διαδηλωτών).16
Η σταδιακή πτώση της δημοτικότητας της αστικής ηγεσίας της PLO (και της Παλαιστινιακής Αρχής) δεν αξιοποιήθηκε από το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα προκειμένου να χαράξουν έναν άλλο δρόμο για το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα και να συσπειρώσουν λαϊκές δυνάμεις σε αυτόν (γεγονός που, συνδυαστικά με τον διεθνή αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, επέτρεψε σε άλλες αστικές οργανώσεις, όπως η Χαμάς, να αναλάβουν την πρωτοβουλία – βλ. στη συνέχεια).17
Αλλες πτυχές της πολιτικής του Ισραήλ έναντι του υπό διαμόρφωση παλαιστινιακού κράτους
α. Το σύστημα αδειών και ταυτοτήτων
Τη δεκαετία του 1990 το κράτος του Ισραήλ ανέπτυξε ένα σύνθετο σύστημα αδειών και ταυτοτήτων, με σκοπό τον έλεγχο (επιλεκτικά και υπό όρους) της μετακίνησης των Παλαιστινίων τόσο μεταξύ των κατεχόμενων περιοχών και της ισραηλινής επικράτειας όσο και μεταξύ των διαφόρων κατακερματισμένων (όπως είδαμε προηγουμένως) εδαφών υπό την ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής.
Στην πρώτη κατηγορία (με τη μεγαλύτερη ελευθερία μετακινήσεων) ανήκαν οι Παλαιστίνιοι που είχαν την ισραηλινή υπηκοότητα, στη δεύτερη οι κάτοικοι της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, στην τρίτη οι κάτοικοι της Δυτικής Οχθης και στην τέταρτη οι κάτοικοι της Γάζας (οι οποίοι, εφόσον εργάζονταν στο Ισραήλ, υποχρεούνταν να φέρουν επιπρόσθετα και μία ακόμα μαγνητική κάρτα εισόδου, την οποία έπρεπε να ανανεώνουν σε ετήσια βάση). Κάθε κάρτα συνδεόταν με έναν αντίστοιχο «ατομικό φάκελο», στον οποίο αναγράφονταν το ποινικό αλλά και το πολιτικό μητρώο του κατόχου της (αν είχε συλληφθεί και γιατί, σε ποια οργάνωση ανήκε κ.λπ.). Οι ταυτότητες που χορηγούνταν από το Ισραήλ (ανεξάρτητα από τις αντίστοιχες που εκδίδονταν από την Παλαιστινιακή Αρχή) ήταν υποχρεωτικές για κάθε Παλαιστίνιο άνω των 16 ετών. Ηταν δε απαραίτητες προκειμένου να λάβει κανείς άδεια διέλευσης μέσα από τα εκατοντάδες σημεία ελέγχου στα κατεχόμενα, ή να του χορηγηθεί άδεια εργασίας στο Ισραήλ και τους εποικισμούς. Αν ένας Παλαιστίνιος κατοικούσε σε μια περιοχή υπ’ ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής και έπρεπε να μεταβεί (για δουλειά, σπουδές κ.ά.) σε μια άλλη περιοχή, επίσης υπ’ ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής, αλλά ανάμεσά τους παρεμβαλλόταν κάποιο σημείο ελέγχου (πράγμα πολύ συνηθισμένο), τότε αναγκαζόταν να υποβάλλεται καθημερινά σε πολύωρους, εξονυχιστικούς και εξευτελιστικούς ελέγχους. Κάθε απόπειρα διέλευσης από κάποιο σημείο ελέγχου χωρίς την ανάλογη ταυτότητα ή άδεια μπορούσε να οδηγήσει σε χρηματικό πρόστιμο, φυλάκιση, ακόμα και εκτοπισμό.18
β. Τα «λοκ-ντάουν»
Οταν το Ισραήλ εκτιμούσε ότι διέτρεχε κάποιον κίνδυνο ασφαλείας (ή, πολύ συχνά, ως μορφή συλλογικής τιμωρίας για κάποια επίθεση στην επικράτειά του), τότε προέβαινε σε μερικό ή ολικό «λοκ-ντάουν» των σημείων ελέγχων του, απονεκρώνοντας ουσιαστικά κάθε μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών στα παλαιστινιακά εδάφη. Κατά το «λοκ-ντάουν» του 1996, π.χ., που κράτησε σχεδόν 6 μήνες, 465 πόλεις και χωριά στη Δυτική Οχθη βρέθηκαν απομονωμένα και αποκομμένα μεταξύ τους (καθώς ήταν χωρισμένα από σημεία ελέγχου), θέτοντας επί της ουσίας τα σχεδόν 1,3 εκατομμύρια κατοίκους τους σε καθεστώς «ανοιχτής» φυλακής. Ανά περιόδους τα παλαιστινιακά εδάφη μπορεί να βρίσκονταν κατακερματισμένα ακόμα και σε 60 και πλέον κομμάτια.19
Το εν λόγω μέτρο καταγγέλθηκε από τον ΟΗΕ ως μορφή «συλλογικής τιμωρίας που στρεφόταν κατά του άμαχου πληθυσμού», ενώ ταυτόχρονα «δεν εξυπηρετούσε κανέναν εμφανή λόγο ασφαλείας». Οι συνέπειές του, βεβαίως, ήταν τεράστιες. Το πάγωμα του εμπορίου με το Ισραήλ (που απορροφούσε το 85% των εξαγωγών της Δυτικής Οχθης και της Γάζας) είχε καταστροφικές συνέπειες για την ντόπια παραγωγή. Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να μεταβούν καν στη δουλειά τους. Υπολογίζεται πως το διάστημα 1993 – 2000 χάθηκε εξαιτίας των «λοκ-ντάουν» σχεδόν το 20% των εργάσιμων ημερών των Παλαιστίνιων εργαζομένων. Η ανεργία, που σε περιόδους «κανονικότητας» κυμαινόταν στη Δυτική Οχθη μεταξύ 10% – 23,8% και στη Λωρίδα της Γάζας μεταξύ 15% – 32,5%, σε περιόδους «λοκ-ντάουν» έφτανε το 40% – 50% και το 60% – 70% αντίστοιχα. Η συμβολή του μέτρου στη ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου του Παλαιστινιακού λαού υπήρξε πράγματι καταλυτική. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια ο αριθμός των Παλαιστινίων που ζούσαν επισήμως κάτω από τα όρια της φτώχειας διπλασιάστηκε (αγγίζοντας το 40%), ενώ συνολικά το κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά 36,1%. Τα φαινόμενα λιμού άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνά, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακά ομάδες, όπως τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι.20
Σε αντικατάσταση μέρους των δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων που μέχρι τότε εργάζονταν σε επιχειρήσεις στο Ισραήλ, η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στην «εισαγωγή» σημαντικού αριθμού ξένων εργατών από την Ασία και την Ανατολική Ευρώπη. Οι νέοι αυτοί εργαζόμενοι «κόστιζαν» στους Ισραηλινούς κεφαλαιούχους 50% λιγότερα απ’ ό,τι οι Παλαιστίνιοι συνάδελφοί τους (και, βέβαια, ακόμα λιγότερα απ’ ό,τι οι Ισραηλινοί εργάτες), ενισχύοντας έτσι σημαντικά την κερδοφορία της αστικής τάξης του Ισραήλ.21
γ. Η συνέχεια των εποικισμών
Παρά τα όσα είχαν συμφωνηθεί στο Οσλο και ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, το Ισραήλ όχι μόνο δεν σταμάτησε την παράνομη εποικιστική του επέκταση στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη αλλά την επιτάχυνε κιόλας, με τη συστηματική και σχεδιασμένη δημιουργία μεγάλων εποικιστικών συγκροτημάτων σε παλιές και νέες περιοχές. Τη δεκαετία του 1990 ο αριθμός των εποίκων στη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας διπλασιάστηκε, ενώ στην Ανατολική Ιερουσαλήμ αυξήθηκε κατά 1/3. Εως το 2000 είχαν εγκατασταθεί παράνομα στα εδάφη (που κατά τ’ άλλα προορίζονταν να αποτελέσουν το κράτος της Παλαιστίνης) 400.000 έποικοι. Κάθε οικοδόμηση νέων εποικισμών (και επέκταση των παλιών) συνοδευόταν βεβαίως από νέες απαλλοτριώσεις παλαιστινιακής γης (συχνά γόνιμης και καλλιεργήσιμης), τόσο για το χτίσιμο νέων οικιών όσο και για τη δημιουργία υποδομών, δικτύων, «ζωνών ασφαλείας» κ.ο.κ.22
Απευθυνόμενος στον γγ του ΟΗΕ, K. Ανάν, ο πρόεδρος της ειδικής Επιτροπής του Οργανισμού για τα Απαράγραπτα Δικαιώματα του Παλαιστινιακού Λαού, I. Nτ. Κα, προειδοποιούσε στις 28 Φλεβάρη 1998 πως «η συνεχιζόμενη επέκταση και εδραίωση των εποικισμών δημιουργούσε δεδομένα επί του εδάφους που έβαιναν αντίθετα προς τις Αποφάσεις του ΟΗΕ», ενώ «υπονόμευε σοβαρά τις συμφωνίες που είχαν ήδη επιτευχθεί ανάμεσα στο Ισραήλ και την PLO, θέτοντας σε κίνδυνο την όλη διαδικασία». Οι προτάσεις καταδίκης της εν λόγω πρακτικής, ωστόσο, μπλοκαρίστηκαν – και πάλι – στο Συμβούλιο Ασφαλείας από τις ΗΠΑ.23
Πέρα όμως από τους εποικισμούς αυτούς καθαυτούς, ιδιαίτερα προβλήματα δημιουργούσαν οι συνεχιζόμενες – και διαρκώς εντεινόμενες – αυθαιρεσίες των εποίκων έναντι του παλαιστινιακού άμαχου πληθυσμού, ο οποίος «υπόκειτο διαρκώς σε βία, εκφοβισμούς και παρενοχλήσεις από τους Ισραηλινούς εποίκους». Σημειωτέον, οι έποικοι δεν επηρεάζονταν από τους όποιους περιορισμούς στις μετακινήσεις επιβάλλονταν με τα εκάστοτε ισραηλινά «λοκ-ντάουν», απολαμβάνοντας πλήρη ελευθερία κινήσεων στα παλαιστινιακά εδάφη (σε αντίθεση με τους γηγενείς πληθυσμούς). Ταυτόχρονα, διατηρούσαν το «δικαίωμα» να προχωρούν σε συλλήψεις Παλαιστινίων που θεωρούσαν υπόπτους για κάποια αξιόποινη πράξη ή πρόθεση, ενώ συνέχιζαν να προμηθεύονται σημαντικό οπλισμό, λαμβάνοντας προς αυτόν τον σκοπό «γενναίες χορηγίες από το Ισραήλ και το εξωτερικό (…) σε πλήρη συνεννόηση με τις Ισραηλινές Ενοπλες Δυνάμεις».24
Οι βίαιες – και συχνά δολοφονικές – επιθέσεις των εποίκων δεν προκάλεσαν μόνο την οργή των Παλαιστινίων έναντι του Ισραήλ, αλλά και την απονομιμοποίηση της όλης ειρηνευτικής διαδικασίας (με ευθύνες να καταλογίζονται και στην παλαιστινιακή ηγεσία, που μετείχε σε αυτή).25
Από την υπογραφή της 1ης Συμφωνίας του Οσλο έως και το ξέσπασμα της 2ης «Ιντιφάντα» (1993 – 2000), τουλάχιστον 67 Παλαιστίνιοι δολοφονήθηκαν από εποίκους στα κατεχόμενα, εκ των οποίων οι 10 ήταν παιδιά.26
δ. Η συνέχεια της καταστολής
Με δύο απανωτές της αποφάσεις, τον Απρίλη και τον Οκτώβρη του 2000, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ καταδίκασε «τις σοβαρές και εκτενέστατες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων από το Ισραήλ», παραθέτοντας έναν μακρύ κατάλογο συνεχιζόμενων εγκλημάτων κατά του Παλαιστινιακού λαού: Δολοφονίες αμάχων (από τον ισραηλινό στρατό και τους εποίκους), φυλακίσεις επ’ αόριστον χωρίς δίκη, βασανιστήρια, παράνομες κατασχέσεις γης, αδικαιολόγητες κατεδαφίσεις σπιτιών και καταστροφές καλλιεργειών (στο πλαίσιο συλλογικών τιμωριών) και πολλά άλλα.27
Πράγματι, παρά το γεγονός ότι η λεγόμενη ειρηνευτική διαδικασία ήταν σε εξέλιξη, η βία και καταστολή από τη μεριά του κράτους του Ισραήλ δεν έπαψαν. Μεταξύ του 1993 και του 2000 ο ισραηλινός στρατός δολοφόνησε 306 Παλαιστίνιους αμάχους, εκ των οποίων οι 44 ήταν παιδιά.28 Χιλιάδες συλλαμβάνονταν κάθε φορά που η Χαμάς ή άλλη οργάνωση ενεργούσε κάποια επίθεση, δίχως απαραίτητα να είναι μέλη ή υποστηρικτές της. Οι δε συλλήψεις δεν αφορούσαν μόνο υπόπτους για συνεργασία ή στήριξη στις επιθέσεις κατά του Ισραήλ, αλλά πολύ συχνά περιλάμβαναν και μέλη πολιτικών οργανώσεων. Οπως χαρακτηριστικά τονίστηκε από την έδρα του Στρατοδίκη, «η πολιτική υπονομευτική δράση είναι εξίσου – αν όχι περισσότερο – επικίνδυνη από την απλή τρομοκρατία».29
Οι ισραηλινές φυλακές, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, παρέμειναν γεμάτες Παλαιστίνιους κρατουμένους, ενώ ο αριθμός όσων βρίσκονταν σε καθεστώς «διοικητικής κράτησης» (δηλαδή χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί καν κατηγορίες) τριπλασιάστηκε μετά τις Συμφωνίες του Οσλο, αγγίζοντας τους 800. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και περιπτώσεις ατόμων που παρέμειναν φυλακισμένοι χωρίς δίκη ακόμα και 4 χρόνια.30Οι κρατούμενοι, καταδικασμένοι και μη, υποβάλλονταν σε κάθε είδους ψυχολογικές πιέσεις, εξευτελισμούς, κακομεταχείριση και βασανισμούς. Η βία αυτή δεν αποσκοπούσε πάντοτε σε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό (π.χ. στην απόσπαση πληροφοριών), πέρα από μια γενικότερη προσπάθεια «σπασίματος» του αγωνιστικού φρονήματος και του ηθικού των Παλαιστινίων. Σε ορισμένες περιπτώσεις ασκούνταν ως μέσο πίεσης για τη στρατολόγηση κάποιου ως συνεργάτη των υπηρεσιών Ασφαλείας του Ισραήλ.31
Ενα άλλο μέτρο καταστολής που, αν και παλαιότερο, αξιοποιήθηκε ευρέως την περίοδο μετά τις Συμφωνίες του Οσλο, υπήρξε η συλλογική τιμωρία της οικογένειας – ή ακόμα και της γειτονιάς – κάποιου που επιτίθετο (ή υπήρξε ύποπτος για επίθεση) κατά του Ισραήλ. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο τότε ισραηλινός διοικητής της Δυτικής Οχθης, αντιστράτηγος Ι. Μπιράν, «το σπίτι της οικογένειας κάθε βομβιστή αυτοκτονίας ή του καθενός που σκοπεύει να γίνει βομβιστής αυτοκτονίας θα κατεδαφίζεται, η δε γύρω περιοχή θα τιμωρείται αυστηρά. Αυτό θα γίνεται σε κάθε χωριό και σε κάθε πόλη. Θα δράσουμε χωρίς έλεος».32Η αποτελεσματικότητα αυτού του μέτρου καταστολής – όπως και των υπόλοιπων – υπήρξε το λιγότερο αμφίβολη, καθώς πολύ συχνά αντί να λειτουργεί ως μέσο εκφοβισμού και αποτροπής, γινόταν μέσο περαιτέρω όξυνσης της αντίθεσης με τις δυνάμεις κατοχής και στρατολόγησης νέων υποψήφιων βομβιστών αυτοκτονίας. Οταν π.χ. το 1997 οι ισραηλινές αρχές προχώρησαν στην κατεδάφιση του σπιτιού της οικογένειας του Μούσα Ραϊνμάτ (που είχε πραγματοποιήσει επίθεση αυτοκτονίας στο Τελ Αβίβ, δολοφονώντας 3 αμάχους), εκείνοι τόνισαν: «Για μας ο Μούσα είναι ένας ήρωας και ένας μάρτυρας (…) Η κατεδάφιση του σπιτιού απλά μας δίνει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη να συνεχίσουμε τον αγώνα. Αν συνεχίσουν με τις συλλογικές τιμωρίες, θα βρουν μπροστά τους περισσότερους σαν τον Μούσα».33
Σύμφωνα με την Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για τη Διερεύνηση των Πρακτικών του Ισραήλ Εναντι των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, 7 ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών τα κυρίαρχα συναισθήματα μεταξύ των Παλαιστινίων παρέμεναν «ο φόβος και η απόγνωση».34«Πώς μπορώ να πω στα παιδιά μου ότι δεν έχω αρκετά χρήματα για να τους αγοράσω ένα σωστό φαΐ; Τι μπορώ να κάνω; Πού μπορώ να πάω; Αυτό δεν είναι ειρήνη. Αυτό είναι πόλεμος, αλλά δεν μπορώ να πολεμήσω. Με τι; Για ποιον σκοπό;». Αυτά τα ερωτήματα θα θέσει ένας Παλαιστίνιος πατέρας στην ερευνήτρια S. Roy, κατά την επιτόπια έρευνά της στη Γάζα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, συμπυκνώνοντας στα λόγια του «την απόγνωση και μια αίσθηση ήττας» ενός ολόκληρου λαού.35
Προκλήσεις και αντιφάσεις στην προσπάθεια αναζήτησης εναλλακτικών στο Οσλο: Η περίπτωση του Λαϊκού Μετώπου
Το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης υπήρξε η μεγαλύτερη μη ισλαμιστική οργάνωση, που παρά την όποια ανοχή επέδειξε αρχικά απέναντι στις αποφάσεις της PLO (στην οποία άλλωστε μετείχε) αντιτάχθηκε στο περιεχόμενο και στον τρόπο διεξαγωγής των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, ενώ συνέχισε την πάλη ενάντια στην ισραηλινή κατοχή και με ένοπλα μέσα.
Κατά το 6ο Εθνικό του Συνέδριο (Ιούλης 2000) το Λαϊκό Μέτωπο στάθηκε αυτοκριτικά στο γεγονός ότι «δεν μπόρεσε να αναβαθμίσει το επίπεδο του οράματος και της δράσης του, από εκείνο της αντιπολιτευτικής προπαγάνδας και των σποραδικών αντιδράσεων, σε εκείνο της πραγματικής σύγκρουσης (…) λαμβάνοντας την πρωτοβουλία» και «προτάσσοντας μια συγκροτημένη εναλλακτική». Σύμφωνα με την ίδια κριτική, «οι αδυναμίες των δυνάμεων της αντιπολίτευσης έστρωσαν τον δρόμο για το Οσλο», ενώ πιο μακροπρόθεσμα οδήγησαν «στην ηττοπάθεια» και «στην απώλεια της εμπιστοσύνης των λαϊκών μαζών στον εαυτό τους» αλλά και στις ίδιες τις παλαιστινιακές οργανώσεις.36
Το Συνέδριο εκτιμούσε πως «το Οσλο και όσα επακολούθησαν» είχαν προξενήσει «μεγάλη συσσωρευμένη ζημιά στην παλαιστινιακή υπόθεση», επομένως «η αναγκαία εναλλακτική δεν μπορούσε να έρθει μέσα από το Οσλο». Ωστόσο, παρότι εντόπιζε – έστω και αποσπασματικά – τις ταξικές διαστάσεις του ζητήματος (τον ταξικό χαρακτήρα της Παλαιστινιακής Αρχής, τις διεθνείς της συμμαχίες με ισχυρά καπιταλιστικά κράτη κ.ο.κ.) και ενώ υπογράμμιζε τη σύνδεση του κοινωνικού περιεχομένου του αγώνα του Παλαιστινιακού λαού με το εθνικοαπελευθερωτικό, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον στόχο της «εθνικής δημοκρατικής απελευθέρωσης» ως δοσμένο «στάδιο του αγώνα». Για το Λαϊκό Μέτωπο «η βασική αντίθεση» παρέμενε «η αντίθεση με τον κατακτητή», επομένως η «εθνική ενότητα» συνέχιζε να βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής του πρότασης.37
Ετσι, ενώ ασκούσε δριμεία κριτική στην ηγεσία της PLO (για την απαξίωση της οργάνωσης, την υπονόμευση της συλλογικότητας στη λήψη αποφάσεων, την αποκοπή της από τις λαϊκές μάζες και βεβαίως για τις ευθύνες της στην αρνητική πορεία του Παλαιστινιακού ζητήματος), την ίδια στιγμή καλούσε για ενότητα υπό τη σκέπη της, με την αιτιολογία ότι «εκπροσωπούσε την ενότητα του Παλαιστινιακού λαού νομικά και ως θεσμός». Παραγνωρίζοντας τις θεμελιώδεις αντιθέσεις και τα διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις μεταξύ των Παλαιστινίων, υπογράμμιζε κατηγορηματικά πως «η εσωτερική σύγκρουση απαγορεύεται». Είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτική της εθνικής ενότητας επεκτεινόταν ακόμα και στις «δυνάμεις του πολιτικού Ισλάμ» (όπως η Χαμάς), θεωρώντας πως «αποτελούν φυσικό κομμάτι του Παλαιστινιακού εθνικού κινήματος, ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων τους».38
Καταλήγοντας, το 6ο Συνέδριο του Λαϊκού Μετώπου πρόκρινε την άμεση ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 και την προάσπισή του με κάθε τρόπο και μέσο: «Αποτελεί φυσικό δικαίωμα και χρέος του Παλαιστινιακού λαού να υπερασπίσει τον εαυτό του, να αντισταθεί στην κατοχή με κάθε μέσο πάλης, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης πάλης. (…) Οφείλουμε να αξιοποιήσουμε πλήρως όλες τις δυνάμεις της κοινωνίας, να αντιμετωπίσουμε την κατοχή σε κάθε πλευρά και πτυχή της, να υπερασπίσουμε κάθε σπιθαμή γης που απειλείται από τους εποικισμούς, να αρνηθούμε να καταβάλουμε φόρους στους κατακτητές, να προστατέψουμε κάθε πηγάδι, να αντισταθούμε σε κάθε κατεδάφιση σπιτιού, να αντιμετωπίσουμε κάθε προσβολή οποιουδήποτε ιερού χώρου, να καταλήξουμε σε ορισμένες ή γενικευμένες εξεγέρσεις και να αξιοποιήσουμε διαφορετικές μορφές ένοπλης πάλης».39
Η εξέλιξη της δράσης της Χαμάς
Τη δεκαετία του 1990 η οργανωτική δύναμη και η ιδεολογικοπολιτική επιρροή της Χαμάς αυξήθηκαν σημαντικά, απειλώντας όλο και περισσότερο τη θέση της Φατάχ ως ηγετικής δύναμης του απελευθερωτικού κινήματος και βασικού εκπροσώπου του Παλαιστινιακού λαού.
Αναμφίβολα, ένας από τους βασικότερους λόγους γι’ αυτό υπήρξε η πορεία της ειρηνευτικής διαδικασίας και η διάψευση των προσδοκιών του Παλαιστινιακού λαού για μια καλύτερη, ελεύθερη ζωή. Οπως επεσήμανε ο Χ. Ασφούρ (μέλος της παλαιστινιακής διαπραγματευτικής ομάδας στο Οσλο), η πολιτική ασφυκτικού ελέγχου, περιορισμών και αποκλεισμών του Ισραήλ «μετά το Οσλο έφερε ανεργία, πικρία και απόγνωση, που οδήγησαν χιλιάδες Παλαιστινίους στην αγκαλιά της Χαμάς».40Βεβαίως, η πολιτική του Ισραήλ έναντι του υπό διαμόρφωση παλαιστινιακού κράτους υπήρξε η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη ήταν η αδυναμία της αστικής ηγεσίας της Παλαιστινιακής Αρχής να οργανώσει πολύμορφα τη λαϊκή πάλη και να προασπιστεί αποτελεσματικά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του Παλαιστινιακού λαού (λόγω του στρατηγικού της προσανατολισμού, του διεθνούς αρνητικού συσχετισμού κ.λπ.).
Σε κάθε περίπτωση, την ίδια στιγμή που ο Παλαιστινιακός λαός δοκιμαζόταν από την εργασιακή ανασφάλεια και γενικότερα την οικονομική ένδεια της μετά το Οσλο εποχής, η Χαμάς, με τη συνεχιζόμενη – πάντοτε – ισχυρή οικονομική υποστήριξη των αστικών τάξεων της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, του Ιράν κ.ά., συνέχιζε να εδραιώνει και να επεκτείνει τα κοινωνικά της δίκτυα. Υπολογίζεται ότι το 1999, έως και το 40% των κοινωνικών ιδρυμάτων σε Δυτική Οχθη και Γάζα λειτουργούσαν υπό την εποπτεία ισλαμικών οργανώσεων, καθιστώντας τη Χαμάς τον παράγοντα με «μακράν τη μεγαλύτερη επιρροή στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας από κάθε άλλη παλαιστινιακή πολιτική οργάνωση, ακόμα και από την Παλαιστινιακή Αρχή». Το δίκτυο των «υπηρεσιών» που παρείχε (στους τομείς της Υγείας, της Παιδείας, της Πρόνοιας, της στέγασης, της νομικής στήριξης κ.α.) ήταν τόσο εκτεταμένο, ώστε σχεδόν «ένας στους έξι Παλαιστινίους λάμβανε κάποιου είδους κοινωνικό επίδομα από τη Χαμάς».41
Αλλος σημαντικός λόγος για την άνοδο της Χαμάς τη δεκαετία του 1990 υπήρξε βεβαίως η κατηγορηματική της αντίθεση στις ισραηλινο-παλαιστινιακές διαπραγματεύσεις και η συνέχιση της ένοπλης δράσης.
Στους Παλαιστίνιους η Χαμάς επεδίωκε να εμφανιστεί ως η δύναμη που αναλάμβανε τον ρόλο που είχε απολέσει η Φατάχ: Του βασικού οργανωτή της ενεργού αντίθεσής τους προς την ισραηλινή κατοχή, μέχρι και την πλήρη δικαίωση του αγώνα τους στο μέγιστο των ιστορικών αιτημάτων τους (δηλαδή επί ολόκληρης της ιστορικής Παλαιστίνης). Οσον αφορά το Ισραήλ, η Χαμάς επεδίωκε να αναγνωριστεί η ίδια ως ο βασικός συνομιλητής του στις όποιες μελλοντικές διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, εκτοπίζοντας από αυτήν τη θέση την Παλαιστινιακή Αρχή. Οπως πολύ χαρακτηριστικά τόνισε ένα στέλεχος της Χαμάς σε συνέντευξή του, οι «βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας» αποτελούσαν «επιστολές» με τις οποίες η οργάνωση «διεμήνυε στους Ισραηλινούς» πως «η ασφάλειά τους δεν έγκειτο ούτε στην Αίγυπτο, ούτε στη Λιβύη, ούτε στον Αραφάτ, αλλά σε εμάς».42
Η ένοπλη δράση της Χαμάς, επομένως, δεν στόχευε στην απελευθέρωση της Παλαιστίνης μέσα από την ανάπτυξη ενός μαζικού λαϊκού ένοπλου κινήματος. Γι’ αυτό και δεν πήρε τέτοια χαρακτηριστικά, περιοριζόμενη στην τακτική των επιθέσεων αυτοκτονίας κατά Ισραηλινών αμάχων (οι οποίες σύμφωνα με τον Ρ. Σάλαχ, επικεφαλής μιας άλλης ισλαμικής οργάνωσης, της Ισλαμικής Τζιχάντ, «ήταν εύκολες» στην οργάνωση και στη διενέργειά τους «και μας κόστιζαν μόνο τις ζωές μας»).43 Την επταετία 1993 – 2000 δολοφονήθηκαν εντός του Ισραήλ 124 άμαχοι, μεταξύ τους 12 παιδιά.44
Οι επιθέσεις αυτοκτονίας ήταν ένα μέσο πίεσης προς το Ισραήλ και άμεσης – όσο και πρόσκαιρης – εκτόνωσης των αισθημάτων απόγνωσης και απελπισίας των Παλαιστινίων, μέσα από μια ηχηρή πράξη εξίσου απόγνωσης και απελπισίας, που πέρα από τον συμβολικό χαρακτήρα που προσλάμβανε, πρακτικά δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα όσον αφορά την υπόθεση του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος (την οργάνωση και μαζική συνέχεια της πάλης του ενάντια στον κατακτητή, ή την προοπτική αυτού του αγώνα).
Ωστόσο, ζώντας διαρκώς υπό ένα ασφυκτικό καθεστώς βίας και φόβου και ελλείψει άλλης εναλλακτικής, όλο και περισσότεροι Παλαιστίνιοι εκ των πραγμάτων εξωθούνταν στο να δουν θετικά, να υποστηρίξουν, ακόμα και να στρατολογηθούν σε τέτοιες πρακτικές. «Ημουν από εκείνους που διαδήλωναν εδώ κατά της τρομοκρατίας», εξηγούσε χαρακτηριστικά ένας κάτοικος της Γάζας σε συνέντευξή του το 1996. «Λυπόμουν όταν έβλεπα τις μανάδες και τους πατεράδες εκείνων που σκοτώνονταν στο Ισραήλ» από τις επιθέσεις αυτοκτονίας. «Αλλά όταν είδα το δικό μου παιδί να πεθαίνει, με τους Ισραηλινούς να στέκονται από πίσω του (…) αυτό ήταν και η απόδειξη για μένα πως (οι Ισραηλινοί) σκέφτονταν ακόμα με όρους κατάκτησης και όχι ειρήνης. Εκείνες τις μέρες, αν ερχόταν κάποιος και μου έλεγε να γίνω βομβιστής αυτοκτονίας, θα το έκανα. Και είμαι από εκείνους που υποστήριζαν την ειρήνη τόσο πολύ!».45
(Συνεχίζεται)
Παραπομπές:
1. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part V: 1989 – 2000 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-v-1989-2000/) – από εδώ και πέρα ΟΗΕ-ε.
2. Η Παλαιστινιακή Αρχή ήταν 24μελής και είχε τόσο νομοθετικές όσο και εκτελεστικές αρμοδιότητες.
3. Avi Shlaim, «The Iron Wall», εκδ. «Allen Lane», London, 2000, σελ. 524 – 528, και ΟΗΕ-ε, ό.π.
4. ΟΗΕ-ε, ό.π., και Pia Therese Jansen, «The consequences of Israel’s counter terrorism policy», PhD thesis, University of St Andrews, 2008, σελ. 106.
5. Για τη Γάζα δεν υπήρξαν αναλυτικά αποτελέσματα. «The January 20, 1996 Palestinian Elections», εκδ. «NDI – Carter Center», 1997, σελ. 37, 84 και 135.
6. ΟΗΕ-ε, ό.π.
7. ΟΗΕ-ε, ό.π.
8. ΟΗΕ-ε, ό.π.
9. ΟΗΕ-ε, ό.π.
10. UN, Chronological review of events / December 1998, Division for Palestinian Rights (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-193821/).
11. UN, Chronological review of events / December 1998, Division for Palestinian Rights, ό.π., και ΟΗΕ-ε, ό.π.
12. Ward Sayre & Jennifer Olmsted, «Economics of Palestinian return migration», στο Middle East Report, no. 212, Fall 2002 (https://merip.org/1999/09/economics-of-palestinian-return-migration/).
13. Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για τη διεθνή κατάσταση με αιχμή τη Μέση Ανατολή και το Ιράν. Η θέση της Ελλάδας στην περιοχή. Η απάντηση του ΚΚΕ», στην ΚΟΜΕΠ, τ. 3, 2006, σελ. 31.
14. IMF, «West Bank and Gaza», 15/9/2003 (https://unispal.un.org/pdfs/IMFwb&g.pdf).
15. Amnesty International, «Prolonged political detention, torture and unfair trials», 1996 (https://www.refworld.org/reference/countryrep/amnesty/1996/en/37789).
16. UN, Chronological review of events / November 1994, Division for Palestinian Rights (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-203944/).
17. Michael Broning, «Political parties in Palestine», εκδ. «Palgrave Macmillan», NY, 2013, σελ. 147 – 171.
18. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 110, 113 – 114, 122 – 123.
19. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 258, και ΟΗΕ-ε, ό.π.
20. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ.142, 144 – 145, και ΟΗΕ-ε, ό.π.
21. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 101 και 116.
22. Foundation for Middle East Peace, «Report on Israeli settlements in the occupied territories», vol. 11, no. 3, May – June 2001, σελ. 1, και vol. 11, no. 2, March – April 2001, σελ. 8, OHE-ε, ό.π.
23. OHE-ε, ό.π.
24. ΟΗΕ-ε, ό.π., και Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 46.
25. UN, Chronological review of events / November 1994, Division for Palestinian Rights, ό.π.
26. B’ Tselem, «Fatalities in the First Intifada» (https://www.btselem.org/statistics/first_intifada_tables).
27. UNCHR, Resolutions 2000/6 και S-5/1 (https://www.refworld.org/), OHE-ε, ό.π.
28. B’ Tselem, ό.π
29. B’ Tselem, «Prisoners of Peace: Administrative detention during the Oslo process», June 1997, σελ. 18.
30. B’ TSelem, «Prisoners of Peace: Administrative detention during the Oslo process», ό.π., σελ. 4.
31. Bλ. B’ Tselem, «The torture and ill-treatment of Palestinian detainees», May 1997, και «Collaborators in the Occupied Territories», January 1994.
32. Human Rights Watch, «Israel’s closure of the West Bank and Gaza Strip», 1996 (https://www.refworld.org/reference/countryrep/hrw/1996/en/40173).
33. «Jerusalem Post», 20/4/1997.
34. ΟΗΕ-ε, ό.π.
35. Sara Roy, ό.π., σελ. 5.
36. PFLP, The Sixth National Conference, July 2000, σελ. 48, 55, 57 – 58.
37. Ο.π., σελ. 29 και 129.
38. Ο.π., σελ. 58 – 60, 211 και 220.
39. Ο.π., σελ. 169, 178 και 185.
40. Uri Savir, «The process», εκδ. «Vintage Books», NY, 1998, σελ. 295 – 296.
41. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 147 και 254.
42. Helga Baumgarten, «The three faces / phases on Palestinian nationalism, 1948 – 2005», στο Journal of International Studies, vol. 34, no. 4, Summer 2005, σελ. 42, και Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 94.
43. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 94.
44. B’ Tselem, «Fatalities in the First Intifada», ό.π.
45. Dick Doughty, «Listening on Gaza», στο Journal of Palestine Studies, vol. 25, no. 4, 1996, σελ. 72.
Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ
Πηγή : Ριζοσπάστης 24 – 25 / 8 – 2024
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος
Μέρος 15ο και τελευταίο
Το ξέσπασμα της δεύτερης «Ιντιφάντα»
Associated Press |
2. |
Η συσσωρευμένη οργή και αγανάκτηση των Παλαιστινίων έναντι των εγκλημάτων που συνέχιζαν να διαπράττονται σε βάρος τους από το κατοχικό κράτος του Ισραήλ, αλλά και έναντι των σαθρών αποτελεσμάτων της λεγόμενης ειρηνευτικής διαδικασίας (ιδιαίτερα μετά και το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε με την αποτυχία της Συνόδου του Καμπ Ντέιβιντ), οδήγησαν τον Σεπτέμβρη του 2000 σε έναν δεύτερο γενικευμένο ξεσηκωμό («Ιντιφάντα»).
Αφορμή αποτέλεσε η προεκλογική επίσκεψη του τότε ηγέτη της ισραηλινής αντιπολίτευσης – και κατοπινού πρωθυπουργού – Α. Σαρόν στο «Ορος του Ναού» στην Ιερουσαλήμ (28 Σεπτέμβρη). Η επίσκεψη αυτή του Σαρόν, που πραγματοποιήθηκε συνοδεία ενόπλων φρουρών, σε έναν χώρο που αποτελεί ιερό τόπο τόσο για τους Εβραίους όσο και για τους Μουσουλμάνους (καθώς εκεί βρίσκεται επίσης το τέμενος του Αλ Ακσα), πυροδότησε σειρά αντιδράσεων και διαδηλώσεων την επόμενη μέρα. Για μια ακόμη φορά οι ισραηλινές δυνάμεις καταστολής έκαναν χρήση όπλων, δολοφονώντας 6 Παλαιστίνιους και τραυματίζοντας 220 (μόνο στην Ιερουσαλήμ, μόνο την πρώτη μέρα).1
Αυτό όμως δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Καθώς οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες γενικεύτηκαν, η βία των κατοχικών αρχών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Μόνο τις πρώτες μέρες της «Ιντιφάντα» η αστυνομία έριξε σχεδόν 1,3 εκατομμύρια σφαίρες, δολοφονώντας πάνω από 100 διαδηλωτές (μεταξύ των οποίων και 27 παιδιά) – αριθμός που πολλαπλασιάστηκε τους αμέσως επόμενους μήνες. «Η συντριπτική πλειοψηφία εξ αυτών», υπογράμμιζε η Διεθνής Αμνηστία, «δολοφονήθηκε από τις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας (…) δίχως να συντρέχει κάποιος κίνδυνος για τη ζωή κάποιου».2 Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε η εν ψυχρώ δολοφονία ενός 12χρονου Παλαιστίνιου αγοριού, του Τζαμάλ αλ-Ντούρα, στη Γάζα κατά τη δεύτερη μέρα της «Ιντιφάντα». Το παιδί δολοφονήθηκε στην αγκαλιά του πατέρα του, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες του τελευταίου να τον προστατέψει με το σώμα του απέναντι σε μια βροχή από σφαίρες. Το γεγονός καταγράφηκε από φακό τηλεοπτικού συνεργείου, προκαλώντας την παγκόσμια κατακραυγή.3
Associated Press |
1. |
Παρά την ευρύτατη αυτή χρήση δολοφονικής βίας, το Ισραήλ δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη γρήγορη εξάπλωση της «Ιντιφάντα» από την Ιερουσαλήμ σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές, αλλά και στο εσωτερικό της ισραηλινής επικράτειας. Η κινητοποίηση των Παλαιστίνιων πολιτών του Ισραήλ τον Οκτώβρη του 2000 με απεργίες, ογκώδεις διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις κ.ο.κ. υπήρξε πράγματι πρωτόγνωρη, τόσο σε μαζικότητα όσο και σε μαχητικότητα. Βεβαίως ούτε εκείνοι εξαιρέθηκαν από τη δολοφονική μανία των ισραηλινών αρχών, που δεν δίστασαν να ανοίξουν πυρ «σκοτώνοντας 13 άοπλους Παλαιστινίους (…). Οι σκοτωμοί προκάλεσαν μεγάλο σοκ σε εκείνους που πίστευαν ότι η ισραηλινή υπηκοότητα θα τους προστάτευε από τη χρήση δολοφονικής βίας». Ταυτόχρονα, χιλιάδες Ισραηλινοί προχώρησαν σε βίαιες διαδηλώσεις και επιθέσεις εναντίον Παλαιστίνιων πολιτών του Ισραήλ, καταστρέφοντας καταστήματα, πυρπολώντας σπίτια και φωνάζοντας συνθήματα όπως «Θάνατος στους Αραβες» κ.ά.4
Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν τη διενέργεια ειδικής έρευνας (Επιτροπή «Ορ»), στο πόρισμα της οποίας για πρώτη φορά έγινε λόγος από επίσημα χείλη περί καθεστώτος «διακρίσεων» και «ανισοτιμίας» σε βάρος του «αραβικού (σ.σ. παλαιστινιακού) πληθυσμού» του Ισραήλ (προϊόν των οποίων υπήρξαν και οι «υπερβολές» στη χρήση βίας).5 Ωστόσο, οι πρωτόγνωρες αυτές διαπιστώσεις (για τα δεδομένα του Ισραήλ) δεν παρήγαν τα ανάλογα αποτελέσματα: «Το Πόρισμα της Επιτροπής Ορ δεν έφερε καμιά βελτίωση στις συνθήκες ζωής των Παλαιστινίων εντός της πράσινης γραμμής (σ.σ. των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων του Ισραήλ). Απεναντίας, οι ισραηλινές κυβερνήσεις που ακολούθησαν, κεντροαριστερές και κεντροδεξιές, υιοθέτησαν νόμους που έκαναν το καθεστώς των διακρίσεων κατά των Παλαιστίνιων πολιτών ακόμα χειρότερο». Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην ενίσχυση της παλαιστινιακής τους ταυτότητας και στην ενεργότερη καλλιέργεια των στοιχείων που τη συνέθεταν (ήθη και έθιμα, πολιτισμός, ιστορική μνήμη, επέτειοι όπως η «Νάκμπα» και η «Μέρα της Γης» κ.λπ.). Οι προσπάθειες του ισραηλινού κράτους να καταπιέσει αυτήν την τάση (π.χ. απαγορεύοντας με νόμο κάθε εκδήλωση μνήμης για τη «Νάκμπα») δεν μπόρεσαν να την ακυρώσουν.6
Η εξέλιξη της «Ιντιφάντα»
Associated Press |
3. Εργασίες για το «τείχος ασφαλείας» του Ισραήλ, 2002 |
Σε σχέση με την πρώτη «Ιντιφάντα», η δεύτερη δεν βασίστηκε τόσο στη μαζική λαϊκή κινητοποίηση όσο στις ένοπλες επιθέσεις εναντίον ισραηλινών στόχων (που βεβαίως είχαν τη στήριξη της λαϊκής πλειοψηφίας). Επιπλέον, οι επιθέσεις αυτές δεν περιορίστηκαν – όπως πριν – σε στρατιωτικούς κυρίως στόχους στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα, αλλά επεκτάθηκαν και σε μη στρατιωτικούς, εντός και εκτός του Ισραήλ.
Πρωταγωνιστικό όσο και ηγετικό ρόλο στον ένοπλο αγώνα είχαν ο στρατιωτικός βραχίωνας της Φατάχ, «Τανζίμ» («Οργάνωση»), και οι καθοδηγούμενες από τη Φατάχ «Ταξιαρχίες του Αλ Ακσα», ενώ σημαντική ένοπλη δράση ανέπτυξε επίσης το Λαϊκό Μέτωπο. Η Χαμάς και η «Ισλαμική Τζιχάντ», παρότι ανέλαβαν ένοπλη δράση με μια ορισμένη καθυστέρηση, σύντομα ξεπέρασαν τις υπόλοιπες οργανώσεις ως προς τον όγκο των επιθέσεων.7 Στη σταδιακή υποχώρηση της μαχητικής ικανότητας – και κατ’ επέκταση της γενικότερης επιρροής – της Φατάχ όσον αφορά την εξέλιξη της «Ιντιφάντα» συνέβαλαν αναμφίβολα οι ενδοαστικές αντιθέσεις στην ηγεσία της, οι οποίες το επόμενο διάστημα οξύνθηκαν (με επίκεντρο τη συνέχιση ή μη της ένοπλης πάλης και υπό τις πιέσεις των ΗΠΑ – Ισραήλ).
Στις 29 Μάρτη 2002 το Ισραήλ εξαπέλυσε μια γιγαντιαία στρατιωτική επιχείρηση στα παλαιστινιακά εδάφη (επιχείρηση «Αμυντική Ασπίδα»), με σκοπό τη «σύλληψη των τρομοκρατών», την «καταστροφή των υποδομών τους» και τη γενικότερη «κατάρριψη του ηθικού των Παλαιστινίων, προκειμένου να κάνουν αποδεκτούς τους όρους διαπραγμάτευσης του Ισραήλ». Ο ισραηλινός στρατός εισχώρησε βαθιά στις περιοχές υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, ανακαταλαμβάνοντας δεκάδες πόλεις και χωριά.8
4. Παλαιστίνιοι προσπαθούν να περάσουν από το ισραηλινό τείχος στη Δυτική Οχθη |
Παράλληλα οι ΗΠΑ ενέτειναν τις πιέσεις τους έναντι της Παλαιστινιακής Αρχής, καλώντας τον Γ. Αραφάτ να αποκηρύξει την «τρομοκρατία» (δηλαδή την ένοπλη πάλη) και υποδεικνύοντας την «αναγκαιότητα» μιας «άλλης ηγεσίας», που θα «έβαζε τέλος στον τρόμο», καθιστώντας το παλαιστινιακό κράτος «έναν αληθινό συνεργάτη του Ισραήλ για την ειρήνη».9 Την ίδια στιγμή ο Γ. Αραφάτ, από το αρχηγείο του, που βρισκόταν περικυκλωμένο και βαλλόταν από τις ισραηλινές δυνάμεις, δήλωνε σε διάγγελμά του προς τον Παλαιστινιακό λαό ότι προτιμούσε να γίνει «μάρτυρας» παρά «όμηρος ή κρατούμενος» του Ισραήλ.10
Στις 28 Μάρτη 2002 ο Αραβικός Σύνδεσμος, με πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας, πρόταξε ένα σχέδιο («Ειρηνευτική Πρωτοβουλία») με το οποίο προσέφερε στο Ισραήλ τον τελειωτικό τερματισμό της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης (με μια συνολική υπογραφή ειρήνης, την αναγνώριση του Ισραήλ, την κατοχύρωση της ασφάλειας των συνόρων του κ.λπ.) έναντι της συγκρότησης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ (με μικρές αμοιβαίες παραχωρήσεις εκατέρωθεν) και με συμβιβασμό («δίκαιη λύση») στο ζήτημα των προσφύγων. Η Παλαιστινιακή Αρχή αποδέχτηκε την πρωτοβουλία, ωστόσο το Ισραήλ την απέρριψε άμεσα και κατηγορηματικά.11
6. Βομβαρδισμοί του Ισραήλ στη Γάζα τον Ιούλιο 2014 |
Στις 14 Απρίλη 2002 η ισραηλινή κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προχωρήσει στον διαχωρισμό της επικράτειάς της από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, ορθώνοντας ένα «τείχος ασφαλείας» ανάμεσά τους (πρόταση που υπήρχε στο τραπέζι εδώ και μια δεκαετία περίπου). To «τείχος του απαρτχάιντ», όπως αναφέρεται συχνά από τους Παλαιστινίους, άρχισε να κατασκευάζεται δύο μήνες αργότερα. Το μήκος του θα ξεπερνούσε τελικά τα 700 χλμ., «καταπίνοντας» χιλιάδες επιπλέον στρέμματα παλαιστινιακής γης, καθώς σε πολλά σημεία εκτεινόταν πέρα από τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα του Ισραήλ (του 1967). Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Ισραήλ επιχείρησε ουσιαστικά μια ντε φάκτο προσάρτηση άνω του 10% της Δυτικής Οχθης (πέραν της Ιερουσαλήμ), αποκόπτοντας ταυτόχρονα δεκάδες οικισμούς (και τους δεκάδες χιλιάδες κατοίκους τους) από την υπόλοιπη Παλαιστίνη. Πολλοί βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε περιφραγμένες νησίδες, αποκομμένοι από τους συγγενείς, τις δουλειές τους, τα χωράφια τους κ.ο.κ., ενώ για ορισμένους ακόμα και η παραμονή στα σπίτια τους (εφόσον ήταν σε «ειδικές ζώνες») απαιτούσε άδεια, η οποία υπόκειτο σε διαρκή – ετήσια – θεώρηση. Εκατοντάδες σπίτια κατεδαφίστηκαν προκειμένου να «ανοίξει ο δρόμος» για το τείχος και να δημιουργηθεί ο «απαραίτητος χώρος» για τις «ζώνες ασφαλείας» πέριξ αυτού.12
7. |
Το Διεθνές Δικαστήριο, με «γνωμοδοτική», «μη δεσμευτική» απόφασή του, έκρινε το όλο εγχείρημα ως αντίθετο προς το Διεθνές Δίκαιο, κάτι που βέβαια δεν πτόησε το κράτος του Ισραήλ.13
Ο παράλληλος οικονομικός πόλεμος του Ισραήλ κατά του Παλαιστινιακού λαού και οι πολλαπλές συνέπειές του
Λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα των πρώτων διαδηλώσεων και συγκεκριμένα στις 8 Οκτώβρη 2000, το Ισραήλ επέβαλε καθεστώς πλήρους και ολικού αποκλεισμού στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα. Το καθολικό αυτό lockdown κράτησε για μήνες, ενώ όταν τελικά άρθηκε το διαδέχτηκαν μια σειρά αλλεπάλληλοι μερικότεροι ή γενικότεροι αποκλεισμοί. Στη διάρκεια της δεύτερης «Ιντιφάντα» επιβλήθηκαν και άλλα καθολικά lockdowns (ολιγοήμερα ή πολυήμερα), με μεγαλύτερο εκείνο του 2005, το οποίο κράτησε 132 μέρες.14
Επιπλέον των lockdowns το Ισραήλ προχώρησε συστηματικά και σε απαγορεύσεις κυκλοφορίας, θέτοντας ουσιαστικά δεκάδες χιλιάδες Παλαιστινίους σε καθεστώς «κατ’ οίκον περιορισμού» για μέρες (ανά διαστήματα ακόμα και 900.000 Παλαιστίνιοι ταυτόχρονα μπορεί να βρίσκονταν υποχρεωτικά κλεισμένοι στα σπίτια τους).15
Συχνά οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας αίρονταν και επαναλαμβάνονταν αυθαίρετα, χωρίς προειδοποίηση, με αποτέλεσμα πολλοί Παλαιστίνιοι που αναζητούσαν τροφή, ένα μεροκάματο κ.ά. να βρίσκονται εκτεθειμένοι απέναντι στη βία των δυνάμεων κατοχής. Το ίδιο και όσοι αναγκάζονταν να παραβιάσουν συνειδητά την απαγόρευση κυκλοφορίας προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Ο Ρ. Καπλάν (αξιωματικός του ισραηλινού στρατού, τότε υπηρετούσε στη Γάζα) αναφέρει σχετικά: «Μέρα παρά μέρα εντοπίζαμε άτομα που είχαν εισέλθει παράνομα στον τομέα μας. Αυτοί που πιάναμε ήταν πάντοτε αξιοθρήνητοι, φυσικά δεν οπλοφορούσαν, ενώ όταν τους ανακρίναμε διαπιστώναμε πως δεν ήταν τρομοκράτες αλλά εργάτες, που παραβίαζαν την απαγόρευση κυκλοφορίας για να βγάλουν ένα μεροκάματο». Παρ’ όλα αυτά, οι άνωθεν εντολές ήταν να πυροβολούν στο ψαχνό, «γιατί μόνο έτσι – και αυτή ήταν η αιτιολόγηση που δόθηκε – θα σταματούσαν, ενώ θα γίνονταν παράδειγμα και για τους υπόλοιπους. (…) Το μόνο τους έγκλημα ήταν (…) πως ήταν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν ακόμα και τη ζωή τους για ένα μεροκάματο».16
5. Κηδεία του Αραφάτ, Νοέμβριος 2004 |
Η περιοδική παύση του εμπορίου (καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των εισαγωγών και των εξαγωγών γινόταν με το Ισραήλ ή μέσω αυτού) οδήγησε σε παράλυση της οικονομικής δραστηριότητας και σε τρομακτικές ελλείψεις βασικών αγαθών. Μέσα σε τέσσερις μόλις μήνες από την έναρξη της δεύτερης «Ιντιφάντα», το ΑΕΠ των κατεχόμενων εδαφών μειώθηκε κατά 20%.17 Στον οικονομικό στραγγαλισμό της Δυτικής Οχθης και της Γάζας συνέβαλε επιπρόσθετα η παρακράτηση, από την ισραηλινή κυβέρνηση, των εσόδων από τους φόρους και τους δασμούς που συνέλεγε και όφειλε στην Παλαιστινιακή Αρχή και τα οποία αντιστοιχούσαν στα 2/3 των συνολικών εσόδων της για τα έτη 1999 και 2000.18
Ολα τα παραπάνω οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερη φτωχοποίηση του Παλαιστινιακού λαού. Δύο μόλις μήνες μετά την εφαρμογή του πρώτου καθολικού αποκλεισμού, κάπου 200.000 άνθρωποι είχαν περιέλθει σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, κατά την Παλαιστινιακή Αρχή. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2004 οι Παλαιστίνιοι περνούσαν «τη χειρότερη οικονομική ύφεση στη σύγχρονη ιστορία» τους, με τα 2/3 εξ αυτών (67%) να διαβιούν στα όρια της φτώχειας.19
Η κατάρρευση της παλαιστινιακής οικονομίας και η γενικότερη αδυναμία της Παλαιστινιακής Αρχής να ανταποκριθεί στις απαιτητικές αυτές εξελίξεις έδωσαν τη δυνατότητα στη Χαμάς (που συνέχιζε να χρηματοδοτείται αδρά από το εξωτερικό) να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τις θέσεις της μεταξύ των δοκιμαζόμενων πληθυσμών. «Ξοδεύουν πολλά χρήματα», θα σχολιάσει σχετικά ένας αξιωματούχος της Παλαιστινιακής Αρχής. «Και πληρώνουν περισσότερα απ’ ό,τι ο Αραφάτ. Γι’ αυτό και η δύναμή τους αυξάνεται. Ο κόσμος βλέπει ότι η Χαμάς έχει περισσότερα χρήματα και επομένως στρέφονται σε αυτή για βοήθεια». Σύμφωνα με μια εκτίμηση, το 60% όσων λάμβαναν κάποιο επίδομα έκτακτης ή τακτικής ενίσχυσης στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα, την περίοδο της δεύτερης «Ιντιφάντα», το χορηγούνταν από κάποια ισλαμική ΜΚΟ ή φιλανθρωπική οργάνωση (που συνδεόταν με τη Χαμάς), το 34% το χορηγούνταν από τις σχετικές υπηρεσίες και δομές του ΟΗΕ, ενώ μόλις το 6% το χορηγούνταν από την Παλαιστινιακή Αρχή.20
Ο «οδικός χάρτης προς την ειρήνη» και οι εξελίξεις μέχρι τον θάνατο του Αραφάτ
Κατά το δεύτερο μισό του 2002 οι ΗΠΑ, επιδιώκοντας το «κλείσιμο» αυτής της ανοιχτής πολεμικής εστίας στη Μέση Ανατολή ενόψει της επικείμενης εισβολής τους στο Ιράκ, άρχισαν να επεξεργάζονται μαζί με την ΕΕ, τη Ρωσία και τον ΟΗΕ έναν «οδικό χάρτη προς την ειρήνη». Το γενικό πλαίσιο του σχεδίου περιλάμβανε: Τον άμεσο «τερματισμό της βίας» (ουσιαστικά δηλαδή τον τερματισμό της ένοπλης πάλης από τη μεριά των Παλαιστινίων), την «αναμόρφωση των παλαιστινιακών θεσμών» (ουσιαστικά τη μείωση των εξουσιών του Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Γ. Αραφάτ), το σταμάτημα των εποικισμών και τη συγκρότηση ενός «βιώσιμου, κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους». Η παλαιστινιακή πλευρά, παρότι εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις, αποδέχτηκε το σχέδιο ως βάση συζήτησης, καθώς τουλάχιστον είχε σαφή αναφορά «στον τερματισμό της κατοχής θέτοντας ως στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους». Η ισραηλινή κυβέρνηση, από την άλλη, έθεσε τους εξής όρους για την έναρξη της όποιας συζήτησης επί του θέματος: Τον περιορισμό του μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους στο 42% των εδαφών της Δυτικής Οχθης και στο 70% της Γάζας, την πλήρη αποστρατιωτικοποίησή του (διατηρώντας μόνο μια ελαφρά οπλισμένη αστυνομία), την απομάκρυνση του Αραφάτ από τη θέση του Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής (και από επικεφαλής στις όποιες μελλοντικές διαπραγματεύσεις) κ.ά. Στις διαβουλεύσεις που συνεχίστηκαν (κυρίως με τις ΗΠΑ) το επόμενο διάστημα, το Ισραήλ θα κατέθετε συνολικά πάνω από 100 αλλαγές επί του σχεδίου.21
Οι οξυνόμενες ενδοαστικές αντιθέσεις στην ηγεσία της Παλαιστινιακής Αρχής και οι αυξανόμενες πιέσεις των ΗΠΑ οδήγησαν τον Αραφάτ (στις 19 Μάρτη 2003) να ορίσει τον Μ. Αμπάς (που ήταν υπέρ του τερματισμού της ένοπλης πάλης και της επαναπροσέγγισης με ΗΠΑ και Ισραήλ) στη νεοσυσταθείσα θέση του πρωθυπουργού. Λίγο αργότερα, στις 30 Απρίλη, ανακοινώθηκε και επίσημα πλέον από τις ΗΠΑ ο «οδικός χάρτης», ο οποίος έγινε άμεσα αποδεκτός από τους Παλαιστίνιους (στις 3 Μάη), όχι όμως και από το Ισραήλ. Επειτα από πρόσθετες διμερείς επαφές ανάμεσα σε αξιωματούχους των ΗΠΑ και του Ισραήλ, συμφωνήθηκαν μια σειρά προσαρμογές στο αρχικό σχέδιο (που δήθεν «διατηρούσαν το πνεύμα του οδικού χάρτη αλλά άλλαζαν το περιεχόμενό του»). Μεταξύ αυτών ήταν: α) Η διάλυση όλων των οργανώσεων που το Ισραήλ θεωρούσε «τρομοκρατικές» (Χαμάς, «Ισλαμική Τζιχάντ», Λαϊκό Μέτωπο, Δημοκρατικό Μέτωπο, Ταξιαρχίες του Αλ Ακσα κ.ά.). β) Η ριζική αναμόρφωση των παλαιστινιακών σωμάτων ασφαλείας. γ) Η ανάδειξη «νέας και διαφορετικής ηγεσίας» στην Παλαιστινιακή Αρχή και η γενικότερη αναμόρφωση των θεσμών διοίκησης υπό αμερικανική εποπτεία. δ) Ο καθορισμός του «χαρακτήρα του προσωρινού παλαιστινιακού κράτους» να γίνει μέσα από διμερείς διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Παλαιστινιακή Αρχή, κ.ά. Μετά από αυτές τις αλλαγές, το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ έκανε τελικά αποδεκτό τον «οδικό χάρτη» (με 12 ψήφους υπέρ, 7 κατά και 4 αποχές).22
Η εκατέρωθεν αποδοχή του, βεβαίως, δεν αποσόβησε τις ενδοαστικές αντιθέσεις, ούτε στη μία ούτε στην άλλη πλευρά. Η μερίδα της ισραηλινής αστικής τάξης που ήταν αντίθετη σε κάθε συμβιβασμό (και εκπροσωπούνταν πολιτικά στον κυβερνητικό συνασπισμό) ενέτεινε την πολεμική της το επόμενο διάστημα, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τον «οδικό χάρτη προς την ειρήνη» «οδικό χάρτη προς το Αουσβιτς»! Αντίστοιχα, οι ενδοαστικές αντιθέσεις οξύνθηκαν και στους κόλπους της Παλαιστινιακής Αρχής, με τον Αμπάς να παραιτείται λίγους μήνες αφότου ανέλαβε (στις 6 Σεπτέμβρη 2003), με αιχμή τον έλεγχο των σωμάτων ασφαλείας.23
Ο θάνατος του Αραφάτ στις 11 Νοέμβρη 2004 δρομολόγησε την αλλαγή στην ηγεσία – και στον προσανατολισμό – της Παλαιστινιακής Αρχής, επιταχύνοντας τις διεργασίες προς τον τερματισμό της «Ιντιφάντα» και την επίτευξη συμβιβασμού με το Ισραήλ.
Οι προεδρικές εκλογές του 2005
Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 9 Γενάρη 2005 διενεργήθηκαν οι δεύτερες εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής (9 χρόνια μετά τις πρώτες). Οι παρατηρητές που έστειλε η ΕΕ διαπίστωσαν πως «ο κόσμος άσκησε το δημοκρατικό του δικαίωμα με ενθουσιασμό. Ωστόσο η κατοχή, η συνεχιζόμενη βία και οι περιορισμοί στην ελευθερία μετακίνησης σήμαιναν πως δεν θα ήταν ποτέ εφικτό να γίνουν πραγματικά ελεύθερες εκλογές».24
Ανάμεσα στα πολλά προσκόμματα και τις παρεμβάσεις των ισραηλινών αρχών επί της εκλογικής διαδικασίας συγκαταλέγονταν: Η παρεμπόδιση πολλών ψηφοφόρων από το να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους (με τη διενέργεια «συχνών επιδρομών στα κέντρα καταγραφής»), καθώς και από το να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα (μέσω της επιβολής απαγορεύσεων κυκλοφορίας κατά τόπους κ.ά.), η παρεμπόδιση της προεκλογικής εκστρατείας, κυρίως υποψηφίων της αντιπολίτευσης (με την καθυστερημένη, περιορισμένη ή και μη χορήγηση αδειών για μετάβαση σε εκλογικές περιφέρειες όπου η πρόσβαση απαιτούσε τη διέλευση μέσα από σημεία ελέγχου), η σύλληψη και κράτηση υποψηφίων, όπως του Μ. Μπαργκούτι (πρώην στελέχους της Φατάχ, ο οποίος κατέβαινε ως «ανεξάρτητος», υποστηριζόμενος και από το Λαϊκό Μέτωπο) και του Μπ. Σαλχί (υποψηφίου του Κόμματος του Λαού της Παλαιστίνης), κ.ά.25
Οσον αφορά τα αποτελέσματα, Πρόεδρος εξελέγη ο υποψήφιος της Φατάχ, Μ. Αμπάς, με το 62,52% των ψήφων. Ο Μ. Μπαργκούτι έλαβε το 19,48% των ψήφων, ο Τ. Χαλίντ (του Δημοκρατικού Μετώπου) το 2,76%, ο Μπ. Σαλχί το 2,67% και το υπόλοιπο μοιράστηκε μεταξύ τριών άλλων, «ανεξάρτητων» υποψηφίων. Η Χαμάς και η «Ισλαμική Τζιχάντ» απείχαν των εκλογών. Το ποσοστό της συμμετοχής εκτιμήθηκε στο 54%.26
Λίγο αργότερα, κατά τη Σύνοδο του Σαρμ ελ-Σέιχ στις 8 Φλεβάρη 2005, ο νέος Πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, Μ. Αμπάς, και ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Α. Σαρόν, συμφώνησαν σε αμοιβαία κατάπαυση των εχθροπραξιών (γεγονός που σηματοδότησε και το τέλος της δεύτερης «Ιντιφάντα»). Ο Σαρόν έκανε λόγο για «επώδυνες θυσίες του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων», που περιλάμβαναν τη σταδιακή – και υπό προϋποθέσεις – απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής από 5 πόλεις, την απελευθέρωση ενός περιορισμένου αριθμού κρατουμένων (500 – σε πρώτη φάση – από τους συνολικά 8.000 περίπου) κ.ά. Ο Αμπάς από τη μεριά του έκανε λόγο για «μια νέα εποχή ειρήνης και ελπίδας», υποσχόμενος «τον τερματισμό κάθε βίαιης δράσης». Αρχικά η Χαμάς τοποθετήθηκε αρνητικά, δηλώνοντας πως δεν δεσμευόταν από τη συμφωνηθείσα ανακωχή. Επειτα από διαβουλεύσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή στις 13 Φλεβάρη, ωστόσο, συναίνεσε στην κατάπαυση του πυρός (το ίδιο και η «Ισλαμική Τζιχάντ»).27
Μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2005 το Ισραήλ είχε αποσύρει πλήρως τα στρατεύματά του από τη Λωρίδα της Γάζας (διατηρώντας ωστόσο τον έλεγχο των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της, καθώς και τον εναέριο χώρο της). Μαζί με τον στρατό το Ισραήλ απέσυρε επίσης τους περίπου 8.500 εποίκους του στη Γάζα. Αυτοί όμως δεν αποτελούσαν παρά το 2% του συνόλου των εποίκων στα κατεχόμενα. Η συντριπτική πλειοψηφία των εποίκων ήταν συγκεντρωμένη στη Δυτική Οχθη και όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν κιόλας, φτάνοντας τους 445.000.28
Ο ξεσηκωμός των Παλαιστινίων το 2000 – 2005 και η βίαιη καταστολή του από το Ισραήλ είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 2.859 – 3.659 Παλαιστινίων (ενόπλων και αμάχων) και τον τραυματισμό έως και 53.000. Κάπου 2.500 – 3.530 ήταν εκείνοι που έμειναν μόνιμα ανάπηροι. Πλέον των νεκρών, κατά τις συγκρούσεις υπήρχαν ακόμα άλλοι 238 – 385 που δολοφονήθηκαν στοχευμένα από το Ισραήλ (ουσιαστικά εκτελέστηκαν), μεταξύ των οποίων και ο ΓΓ του Λαϊκού Μετώπου, Α. Αλί Μουσταφά. Οι «παράπλευρες απώλειες» των «στοχευμένων» αυτών εκτελέσεων ήταν σχεδόν άλλες τόσες. Οι απώλειες των Ισραηλινών ήταν 885 – 1.008 νεκροί (ένοπλοι και άμαχοι) και 5.961 – 6.008 τραυματίες.29
Μεταξύ των δολοφονημένων από το Ισραήλ κατά τη δεύτερη «Ιντιφάντα» ήταν και η Αμερικανίδα ακτιβίστρια του φιλειρηνικού κινήματος, Ρ. Κόρι, που στις 16 Μάρτη 2003 συντρίφτηκε από θωρακισμένη μπουλντόζα του ισραηλινού στρατού ενώ προσπαθούσε να προστατεύσει το σπίτι μιας παλαιστινιακής οικογένειας από την τιμωρητική κατεδάφισή του στη Ράφα.
Οι βουλευτικές εκλογές του 2006
Στις 25 Γενάρη 2006 διενεργήθηκαν εκλογές για την εκλογή των μελών του Παλαιστινιακού Νομοθετικού Συμβουλίου. Για μια ακόμα φορά οι συνθήκες της ισραηλινής κατοχής έθεσαν μια σειρά προσκόμματα στην προεκλογική και εκλογική διαδικασία. Χαρακτηριστικό ήταν π.χ. το γεγονός ότι από τους συνολικά 120.000 Παλαιστίνιους με δικαίωμα ψήφου στην Ανατολική Ιερουσαλήμ κατάφεραν τελικά να ψηφίσουν μόλις οι 6.300. Οσον αφορά το αποτέλεσμα, νικητής των εκλογών αναδείχθηκε η Χαμάς (που έλαβε μέρος για πρώτη φορά), καταλαμβάνοντας την πλειοψηφία των εδρών (74 στις 132). Δεύτερη σε έδρες ήρθε η Φατάχ (45), ενώ 3 βουλευτές εξέλεξε το Λαϊκό Μέτωπο, 2 ο συνασπισμός όπου μετείχε το Κόμμα του Λαού της Παλαιστίνης, 2 το Κόμμα του Τρίτου Δρόμου (διάσπαση της Φατάχ) και 2 το Κόμμα της Ανεξάρτητης Παλαιστίνης (επίσης διάσπαση της Φατάχ). Εξελέγησαν επίσης 4 «ανεξάρτητοι». Οπως και στις εκλογές του 1996, το αποτέλεσμα των εδρών ήταν περισσότερο το προϊόν του συγκεκριμένου – μεικτού – εκλογικού συστήματος και λιγότερο της λαϊκής ψήφου. Στο κομμάτι των εκλογών που αφορούσε την αναλογική ψήφο στα κόμματα (και όχι την πλειοψηφική ανά εκλογική περιφέρεια), τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: Χαμάς 44,4%, Φατάχ 41,4%, Λαϊκό Μέτωπο 4,2%, ο συνασπισμός που μετείχε το Κόμμα του Λαού της Παλαιστίνης 2,9% κ.ο.κ.30
«Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Παλαιστίνη», εκτιμούσε σχετικά η ΚΕ του ΚΚΕ, «εκφράζει ως ένα βαθμό την ανησυχία του παλαιστινιακού λαού ότι η λεγόμενη ειρηνική διευθέτηση του παλαιστινιακού προβλήματος και η συγκρότηση ενός νέου παλαιστινιακού κράτους θα ήταν πολύ μακριά από τα δικαιώματα και τις προσδοκίες του. Εχει την εμπειρία τόσο του Οσλο όσο και του “Οδικού Χάρτη”. Η Χαμάς κατάφερε τη συγκεκριμένη στιγμή να εκφράσει αυτή τη διάθεση του λαού για κάποια ουσιαστική πίεση. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως η Χαμάς μπορεί να εγγυηθεί μια πραγματική αντίσταση στις ιμπεριαλιστικές πιέσεις. (…) Ουσιαστικά η ψήφος της 25ης Γενάρη αποτελεί περισσότερο ψήφο διαμαρτυρίας κατά της Φατάχ, παρά ψήφο έγκρισης του συνόλου των πολιτικών θέσεων της Χαμάς (…) Τέλος, με αφορμή και τις τελευταίες εξελίξεις, για άλλη μια φορά προκύπτει η ανάγκη να αναδειχθούν στο παλαιστινιακό πολιτικό προσκήνιο δυνάμεις που θα ηγηθούν ενός λαϊκού επαναστατικού κινήματος για να προωθήσουν μια πραγματικά συνολική εναλλακτική πρόταση και κατά της ισραηλινής κατοχής και της στυγνής ιμπεριαλιστικής επέμβασης, και κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης».31
Οι εξελίξεις την επαύριο των εκλογών του 2006
Αμέσως μετά τη νίκη της στις εκλογές, η Χαμάς απηύθυνε κάλεσμα στη Φατάχ για συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού. Η Φατάχ αρνήθηκε και έτσι, στις 29 Μάρτη, η Χαμάς σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ι. Χανίγια. Το επόμενο διάστημα οι ενδοαστικές αντιθέσεις οξύνθηκαν, λαμβάνοντας συχνά τη μορφή βίαιων συγκρούσεων μεταξύ δυνάμεων της Χαμάς, της Φατάχ κ.ά. οργανώσεων.
Εχοντας πλέον σχηματίσει κυβέρνηση, η Χαμάς άρχισε να «λειαίνει» ορισμένες από τις μέχρι τότε βασικές θέσεις και διακηρύξεις της. «Το Καταστατικό», άλλωστε, θα τονίσει σχετικά η εφημερίδα της Χαμάς, «Al-Risala», «δεν είναι το Κοράνι, που είναι αναλλοίωτο». Ακολούθως, ο ηγέτης της οργάνωσης, Χ. Μεσάαλ, θα σημειώσει πως «η αντίσταση» πια στο Ισραήλ «μπορούσε να έχει πολιτική και διπλωματική μορφή». Ο δε συνιδρυτής της Χαμάς, Ι. Αμπού Σανάμπ, θα υπογραμμίσει: «Δεν μπορούμε να καταστρέψουμε το Ισραήλ. (Επομένως) η πρακτική λύση είναι για εμάς να αποκτήσουμε ένα κράτος δίπλα στο Ισραήλ».32
Οσον αφορά το ίδιο το Ισραήλ, η εκλογική νίκη της Χαμάς έδωσε το πρόσχημα για να κάνει πίσω σε όποιους συμβιβασμούς είχε συναινέσει το προηγούμενο διάστημα και να παγιώσει τα εδάφη που είχε αρπάξει με το – υπό κατασκευή ακόμα – τείχος του. Πράγματι, την επαύριο των εκλογών ο υπηρεσιακός τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Ε. Ολμέρτ ξεκαθάρισε πως «μια κυβέρνηση της Χαμάς δεν μπορεί να αποτελεί συνομιλητή» στις διεξαγόμενες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, ενώ ταυτόχρονα διεμήνυσε πως «το τείχος, που έως τώρα ήταν ένα τείχος ασφαλείας, τώρα θα αποτελέσει τη γραμμή των νέων μας συνόρων».33
Η εκλογική νίκη της Χαμάς όμως είχε και σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Από τη μια το Ισραήλ άρχισε και πάλι να παρακρατά τα φορολογικά έσοδα που εισέπραττε από τους Παλαιστίνιους, μη καταβάλλοντάς τα στην Παλαιστινιακή Αρχή. Ταυτόχρονα διακόπηκε και μεγάλο μέρος της διεθνούς χρηματοδότησης (από τις ΗΠΑ, την ΕΕ κ.ά.), που το 2005 συνέβαλε στο 50% του προϋπολογισμού της Παλαιστινιακής Αρχής. Η έκτακτη οικονομική συνδρομή της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, για την κάλυψη των άμεσων – βραχυπρόθεσμων έστω αναγκών της Αρχής (και την πληρωμή των περίπου 150.000 υπαλλήλων που μισθοδοτούνταν από εκείνη), δεν ήταν δυνατό να προσφέρει κάποια βιώσιμη λύση στο πρόβλημα (υπολογίζεται πως άμεσα ή έμμεσα από την Παλαιστινιακή Αρχή εξαρτιόταν οικονομικά έως και το 1/4 του συνόλου του πληθυσμού της Δυτικής Οχθης και της Γάζας).34
Τον Σεπτέμβρη του 2006 ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ, Τζ. Ντουγκάρντ, έκανε λόγο για «νέα αφόρητα επίπεδα» διαβίωσης στη Γάζα, με τα 3/4 του πληθυσμού της να εξαρτώνται για την επιβίωσή τους από τα τρόφιμα που προσφέρονταν από διεθνείς οργανισμούς. «Ουσιαστικά», τόνισε μεταξύ άλλων, «ο Παλαιστινιακός λαός υποβάλλεται σε οικονομικές κυρώσεις – είναι η πρώτη φορά που ένας λαός υπό κατοχή αντιμετωπίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. (…) Ελπίζω όσα περιέγραψα (…) να προβληματίσουν τις συνειδήσεις εκείνων που έχουν συνηθίσει να κλείνουν τα μάτια και τα αυτιά τους απέναντι στον Παλαιστινιακό λαό που υποφέρει».35
Στις 8 Φλεβάρη 2007 η Χαμάς και η Φατάχ συμφώνησαν στη συγκρότηση «κυβέρνησης εθνικής ενότητας με στόχο τον τερματισμό τόσο της βίας όσο και του εμπάργκο στη διεθνή βοήθεια». Η νέα κυβέρνηση δήλωσε πως «θα σεβόταν τις προηγούμενες συμφωνίες που είχε υπογράψει η PLO», στοχεύοντας στη συγκρότηση ενός παλαιστινιακού κράτους «επί των εδαφών που καταλήφθηκαν το 1967 (από το Ισραήλ) με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ». Ταυτόχρονα, διευκρίνισε πως οι Παλαιστίνιοι διατηρούσαν το δικαίωμα «της αντίστασης με κάθε της μορφή» και της «άμυνας απέναντι σε κάθε συνεχιζόμενη ισραηλινή επιθετικότητα».36
Η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» δεν διήρκεσε παρά λίγους μήνες. Στις 10 Ιούνη 2007 η σύγκρουση Χαμάς και Φατάχ αναζωπυρώθηκε, με επίκεντρο τη Γάζα. Μέχρι τις 15 του μήνα η Χαμάς επικράτησε στην περιοχή, καταλαμβάνοντας όλα τα κτίρια της Παλαιστινιακής Αρχής και αντικαθιστώντας όλους τους αξιωματούχους της. Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος Μ. Αμπάς διέλυσε την κυβέρνηση, κηρύσσοντας καθεστώς «έκτακτης ανάγκης». Ακολούθως, τα παλαιστινιακά εδάφη χωρίστηκαν (εκτός από γεωγραφικά) και πολιτικά στα δύο: Από τη μία η Δυτική Οχθη υπό τη διοίκηση της Παλαιστινιακής Αρχής και από την άλλη η Λωρίδα της Γάζας υπό τη διοίκηση της Χαμάς. Παρά τις εκάστοτε διαπραγματεύσεις έκτοτε για τη διενέργεια νέων εκλογών (προεδρικών και βουλευτικών), δεν καταλήχτηκε κάποια συμφωνία.
Επιχειρώντας μια «γέφυρα» στο σήμερα
Καθώς το αφιέρωμά μας στο Παλαιστινιακό ζήτημα έφτασε πια σε ένα χρονικό σημείο στην εξέλιξή του όπου η «απόσταση» από τα γεγονότα περιορίζεται σημαντικά, το κομμάτι της ιστορικής του αποτίμησης αντικειμενικά ολοκληρώνεται. Ωστόσο, μια συνοπτική παράθεση ορισμένων βασικών γεγονότων και στοιχείων που χαρακτήρισαν την περίοδο που μεσολάβησε – όχι εν είδει επιλόγου ή συμπερασμάτων, αλλά ως «γέφυρα» μεταξύ του τότε και του σήμερα – θα ήταν τόσο χρήσιμη όσο και απαραίτητη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι «ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις» γύρω από το Παλαιστινιακό συνεχίστηκαν: Στις 27 Νοέμβρη 2007 πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος της Ανάπολης (όπου έγινε προσπάθεια «νεκρανάστασης» του λεγόμενου «οδικού χάρτη»), ενώ το 2010 – 2011 Ισραήλ και Παλαιστινιακή Αρχή προχώρησαν σε μια σειρά διμερείς συνομιλίες υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, και πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα.
«Το παλαιστινιακό κράτος δεν δημιουργήθηκε ακόμα», τόνιζε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2011. «Η κατοχή των εδαφών που άρπαξε το Ισραήλ στον Πόλεμο των 7 Ημερών το 1967 παραμένει και η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη, χειροτερεύει. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν, η κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Οχθη δημιουργεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση για το παλαιστινιακό κίνημα αντίστασης. Οδηγεί σε συνολικό αδυνάτισμα των θέσεών του, βοηθάει αντικειμενικά την πολύμορφη επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην Παλαιστίνη, που κύριο σκοπό έχουν να πνίξουν το κίνημα αντίστασης κατά της κατοχής και να ενισχύσουν δυνάμεις που θα συμφωνήσουν σε έναν πλήρη συμβιβασμό και σε αρνητική στάση απέναντι στην πάλη για τη δημιουργία ανεξάρτητου, κυρίαρχου και βιώσιμου κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ μιλούν για δύο κράτη (Ισραήλ και Παλαιστινιακό), αλλά κρύβουν την ουσία. Και η ουσία είναι ότι μιλώντας για παλαιστινιακό κράτος δεν εννοούν κράτος κυρίαρχο, οργανωμένο, για την πορεία του οποίου θα αποφασίζει ο λαός του. Εννοούν κράτος χωρίς σύνορα, χωρίς στρατό, περιορισμένης κυριαρχίας (…)».37
Στην ίδια και χειρότερη λογική κινήθηκαν και οι μετέπειτα «ειρηνευτικές πρωτοβουλίες» του ιμπεριαλισμού στην περιοχή: Με το «Σχέδιο Ειρήνης Τραμπ» (28 Γενάρη 2020), με τις ευρύτερες για τη Μέση Ανατολή «Συμφωνίες του Αβραάμ» (15 Σεπτέμβρη 2020) κ.ο.κ. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε κάποιο θετικό αντίκρισμα στην πορεία του Παλαιστινιακού ζητήματος και στη δίκαιη υπόθεση του Παλαιστινιακού λαού.
Οι συνεχιζόμενες και διαρκώς οξυνόμενες τα τελευταία χρόνια ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις γύρω από τον έλεγχο (και εν δυνάμει επαναχάραξη) των εμπορικών και ενεργειακών δρόμων στη Μέση Ανατολή (σε συνάρτηση με τα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα, τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς μιας σειράς καπιταλιστικών κρατών και μονοπωλιακών ομίλων που τέμνονται ανταγωνιστικά στην περιοχή) συνέβαλαν καταλυτικά στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν – και στέκονται σήμερα – τα πράγματα.38
Παράλληλα, καθ’ όλο αυτό το διάστημα το κράτος του Ισραήλ συνέχισε να εγκληματεί σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού, επεκτείνοντας τους εποικισμούς, υφαρπάζοντας τα εδάφη και τους πόρους του, ενισχύοντας το καθεστώς απαρτχάιντ για τα σχεδόν 5 εκατομμύρια Παλαιστινίους των κατεχόμενων περιοχών (αλλά και το καθεστώς «πολίτη δεύτερης κατηγορίας» για τα σχεδόν 2 εκατομμύρια των Παλαιστίνιων πολιτών του Ισραήλ), σφίγγοντας όλο και πιο ασφυκτικά τον κλοιό γύρω τους, φτωχοποιώντας, απαξιώνοντας, καταπιέζοντας, φυλακίζοντας, βασανίζοντας και δολοφονώντας τους σε καθημερινή, συστηματική βάση.
Ενδεικτικά:
Την περίοδο που μεσολάβησε από το τέλος της δεύτερης «Ιντιφάντα» έως και την έναρξη του πολέμου στη Γάζα δολοφονήθηκαν από τον ισραηλινό στρατό ή από εποίκους 7.677 Παλαιστίνιοι, εκ των οποίων οι 2.479 ήταν παιδιά.39 Το Ισραήλ πραγματοποίησε τουλάχιστον 4 μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Παλαιστινίων (το 2008 – 2009, το 2011 και το 2021) και δεκάδες άλλες μικρότερες (περιορισμένους βομβαρδισμούς, «στοχευμένες» εκτελέσεις κ.ο.κ.).
Την ίδια περίοδο τα παλαιστινιακά εδάφη τέθηκαν υπό καθεστώς γενικευμένου lockdown (με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την καθημερινή μάχη επιβίωσης των Παλαιστινίων) επί 646 συνολικά ημέρες.40
Ο αριθμός των Εβραίων εποίκων στη Δυτική Οχθη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ σχεδόν διπλασιάστηκε σε μια δεκαετία, φτάνοντας τους 831.940.41
Ταυτόχρονα, 497.820 Παλαιστίνιοι κάτοικοι της Δυτική Οχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ περιήλθαν ουσιαστικά σε καθεστώς «ανοιχτής φυλακής», λόγω της πορείας κατασκευής του «τείχους ασφαλείας» του Ισραήλ.42
Από το 2006 έως το 2023 το Συμβούλιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ εξέδωσε περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις για το Ισραήλ απ’ ό,τι για όλα τα υπόλοιπα κράτη του κόσμου μαζί (104 έναντι 99).43
Το 53% όλων των καταδικαστικών αποφάσεων της UNESCO, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, της Γενικής Συνέλευσης και άλλων οργάνων του ΟΗΕ (πλην του Συμβουλίου Ασφαλείας) για το ίδιο διάστημα αφορούσαν το Ισραήλ.44
Κι όμως… Για τη συντριπτική πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου, των αστικών μέσων μαζικής «ενημέρωσης», των αστών δημοσιολόγων, σχολιαστών κ.ο.κ., τα όσα συνέβησαν από τις 7 Οκτώβρη 2023 και μετά ήταν «κεραυνός εν αιθρία»…
Ωστόσο, όπως διαπιστώσαμε στη διάρκεια του εκτενούς αυτού αφιερώματός μας στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος, το βάθος των γεγονότων είναι πολύ μεγαλύτερο, διατρέχοντας σε μια σειρά παράγοντες σε μια πορεία πολλών δεκαετιών.
Ο πόλεμος του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων στη Γάζα (αλλά και στη Δυτική Οχθη) που εξαπολύθηκε με αφορμή τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτώβρη 2023 υπήρξε μακράν ο φονικότερος μέχρι σήμερα, έχοντας κοστίσει τη ζωή (μέχρι τις 15 Αυγούστου) σε πάνω από 40.637 ανθρώπους (κυρίως αμάχους, μεταξύ των οποίων και 16.647 παιδιά). Σε πάνω από 97.801 υπολογίζονται οι τραυματίες, ενώ υπάρχουν επίσης πάνω από 10.000 αγνοούμενοι. Οι Παλαιστίνιοι κρατούμενοι σε ισραηλινές φυλακές «για λόγους ασφαλείας» ανέρχονταν (στις αρχές Ιούλη) σε 9.623. Απ’ αυτούς το 49,68% βρίσκονταν υπό καθεστώς «διοικητικής κράτησης» (δηλαδή επ’ αόριστον και χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες). Τουλάχιστον 60 Παλαιστίνιοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στις φυλακές, ως αποτέλεσμα των βασανιστηρίων και των γενικότερων απάνθρωπων συνθηκών κράτησής τους. Στις ισραηλινές φυλακές κρατούνταν επίσης 195 παιδιά 14-18 ετών. Τρομακτική υπήρξε τέλος η διαρκής, μαζική καταστροφή σπιτιών, υποδομών κ.ο.κ. στη Γάζα, ως αποτέλεσμα των ισοπεδωτικών και αδιάκριτων βομβαρδισμών. Ζημιές έχουν υποστεί το 60% των οικιών, το 85% των σχολείων, το 65% του οδικού δικτύου, ενώ μόλις τα 16 από τα 36 συνολικά νοσοκομεία της περιοχής θεωρούνται έστω και μερικώς λειτουργικά.45
Τα εγκλήματα κατά του Παλαιστινιακού λαού είναι διαρκή. Οπως διαρκής, όμως, είναι και η δίψα του για λευτεριά. Πράγματι, η ανθεκτικότητα του Παλαιστινιακού λαού απέναντι στη βαρβαρότητα, η επιμονή του στη διεκδίκηση των δικαίων του, του τόπου του, είναι αξιοθαύμαστες. Απέναντί του ο Παλαιστινιακός λαός δεν έχει βεβαίως μόνο το κράτος του Ισραήλ, αλλά και τους διεθνείς συμμάχους του (τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ κ.ά.), καθώς και ένα ολόκληρο καπιταλιστικό σύστημα διεθνών σχέσεων που «κόβει και ράβει» τα πάντα στην προκρούστεια κλίνη του κόστους και του κέρδους των λίγων και ισχυρών του πλούτου – ακόμα κι αν αυτό εξαργυρώνεται με το αίμα ολόκληρων λαών. Η ανοχή απέναντι σε τέτοια εγκλήματα δεν μπορεί να λογίζεται ως «ουδετερότητα»: Αποτελεί συνενοχή. Κύριο και μοναδικό αντίβαρο σε όλα αυτά; Η διαρκής, επίμονη και μαχητική αλληλεγγύη των εργαζόμενων λαών όλου του κόσμου, που καθ’ όλο αυτό το διάστημα δεν έπαψαν να βγαίνουν στους δρόμους κατά εκατομμύρια βροντοφωνάζοντας πως «η Ιστορία έχει μια σωστή πλευρά: Με την Παλαιστίνη ως τη λευτεριά»!
Παραπομπές:
1. Institute for Palestine Studies (https://chronology.palestine-studies.org/chronology/2000-sep-29).
2. βλ. Amnesty International, «Israel and the Occupied Territories: Excessive use of lethal force»,18/10/2000, «Israel and the Occupied Territories: Broken lives – a year of Intifada», 13/11/2001, και «Haaretz», 4/12/2008.
3. https://www.youtube.com/watch?v=4NNz_FHCaBg
4. «Haaretz», 19/11/2001, και Leila Farshakh (επ), «Rethinking statehood in Palestine», εκδ. «University of California Press», CA, 2021, σελ. 265.
5. «Israeli Arabs: The official summation of the Or Commission Report», 2/9/2003 (https://www.jewishvirtuallibrary.org/the-official-summation-of-the-or-commission-report-september-2003).
6. Leila Farshakh (επ), ό.π., σελ. 265 – 266.
7. Michele Esposito, «The Al-Aqsa Intifada: Military operations, suicide attacks, assassinations and losses in the first four years», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 34, no. 2, 2005, σελ. 105 – 111.
8. Michele Esposito, ό.π., σελ. 91.
9. βλ. δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Κ. Πάουελ και του Αμερικανού Προέδρου Τζ. Μπους στις 30/3/2002 (στο https://2001-2009.state.gov/secretary/former/powell/remarks/2003/19174.htm και https://www.pbs.org/newshour/politics/middle_east-jan-june02-mideast_03-30 αντίστοιχα).
10. «Los Angeles Times», 30/3/2002.
11. Arab Peace Initiative (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-181223/).
12. βλ. ειδική έκδοση του UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs – occupied Palestinian territory, «Barrier Update», East Jerusalem, 2011.
13. ICJ, «Legal Consequences of the Construction of a Wall in the Occupied Palestinian Territory» (https://www.icj-cij.org/case/131).
14. B’ Tselem, «Crossing the Line», Jerusalem, March 2007, σελ. 18.
15. Pia Therese Jansen, «The consequences of Israel’s counter terrorism policy», PhD thesis, University of St. Andrews, 2008, σελ. 243.
16. «Haaretz», 27/4/2001.
17. UNSCO, Press Release, 13/2/2001.
18. IMF, «West Bank and Gaza: Economic Performance and Reform under Conflict Conditions», 2003, σελ. 71.
19. World Bank, «Palestinian economy and the prospects for its recovery», December 2005, στο Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 246, 249 και 252.
20. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 255 και 278.
21. «Special documents: The Road Map», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 32, no. 4, Summer 2003, σελ. 83 – 88, και «The Guardian», 6/12/2002.
22. «Special documents: The Road Map», ό.π., σελ. 88 – 98.
23. «Special documents: The Road Map», ό.π., σελ. 99, και «The Guardian», 6/9/2003.
24. EU Election Observation Mission, «Final Report on the West Bank and Gaza Presidential Elections», 9/1/2005, σελ. 2.
25. EU Election Observation Mission, ό.π., σελ. 19 – 28.
26. EU Election Observation Mission, ό.π., σελ. 12 και 43.
27. BBC News, «Middle East leaders announce truce», 8/2/2005 (http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/4245353.stm), και IMRA, «Hamas, Jihad Commit to Truce Provided Israel Reciprocates», 13/2/2005 (http://www.imra.org.il/story.php?id=24111).
28. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 304.
29. Οι εκτιμήσεις διαφέρουν ανάλογα με την πηγή (στο Michele Esposito, ό.π., σελ. 99).
30. NDI, «Final Report on the Palestinian Legislative Elections», 25/1/2006, εκδ. «National Democratic Institute for International Affairs», Washington, 2006, σελ. 12, 25, 52.
31. Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για τη διεθνή κατάσταση με αιχμή τη Μέση Ανατολή και το Ιράν. H θέση της Ελλάδας στην περιοχή. Η απάντηση του ΚΚΕ», στην ΚΟΜΕΠ τ.3, 2006, σελ. 30 – 33.
32. Aaron Pina, «CRS Report for Congress: Palestinian Elections», εκδ. «Congressional Research Service», 2006, σελ. 15, και Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 306 – 307.
33. «Haaretz», 27/1/2006 και 9/3/2006.
34. Aaron Pina, ό.π., σελ. 3 – 4.
35. BBC, «UN says Gaza crisis “intolerable”», 26/9/2006 (http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/5382976.stm).
36. Paul Moro, «CRS Report for Congress: International reaction to Palestinian unity government», εκδ. «Congressional Research Service», 2007, σελ. 2 – 3.
37. Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Οι θέσεις του ΚΚΕ για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου», στην ΚΟΜΕΠ τ.3, 2011, σελ. 29 – 30.
38. Τμήμα Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή», στην ΚΟΜΕΠ τ.3, 2024, σελ. 47 – 81.
39. https://statistics.btselem.org/en/intro/fatalities
40. https://www.btselem.org/freedom_of_movement/siege_figures
41. https://www.btselem.org/settlements/statistics
42. https://www.btselem.org/separation_barrier/statistics
43. https://www.ohchr.org/en/countries/israel
44. https://www.shomrim.news/eng/we-hereby-condemn
45. https://www.aljazeera.com/news/longform/2023/10/9/israel-hamas-war-in-maps-and-charts-live-tracker (τα στοιχεία αντλήθηκαν στις 15/8/2024, ενώ ανανεώνονται συνεχώς), https://www.btselem.org/statistics/detainees_and_prisoners, https://www.btselem.org/statistics/minors_in_custody, και B’ Tselem, «Welcome to hell. The Israeli prison system as a network of torture camps», εκδ. «B’ Tselem», August 2024, σελ. 6 και 9.
Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ
Πηγή : Ριζοσπάστης 31 – 8 – 2024