Κατηγορίες
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ιστορία

Το ΚΚΕ γεννά Μπελογιάννηδες

Στα 58 χρόνια από την εκτέλεση του Κομμουνιστή

(α΄ μέρος)

Ο Νίκος Μπελογιάννης μιλάει στην πρώτη δίκη
Ο Νίκος Μπελογιάννης μιλάει στην πρώτη δίκη

«Η κατάσταση που παρακολουθώ στην Ελλάδα, μου γεννάει μια ανυπομονησία πότε να βρεθώ κάτω, αδιαφορώντας για τις συνθήκες και τις δυσκολίες που θα συναντήσω. Δεν είμαστε πλασμένοι εμείς σήμερα για “ειρηνική” ζωή…».1

(Νίκος Μπελογιάννης)

Οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην Ελλάδα μετά το τέλος του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), σφραγίζονταν από τις διώξεις κατά του ΚΚΕ και του ΕΑΜικού κινήματος, ενώ το ίδιο το ΚΚΕ πάλευε ηρωικά όντας «τριχοτομημένο»: Ενα τμήμα του, μαζί και το καθοδηγητικό του κέντρο, ήταν στην πολιτική προσφυγιά, ένα άλλο στις φυλακές και στις εξορίες στην Ελλάδα και ένα τρίτο στην παράνομη δράση. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ προσπαθούσε να αξιοποιήσει τις όποιες νόμιμες δυνατότητες παρείχε η λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος, συνδυάζοντας την παράνομη δουλειά με τη νόμιμη, αλλά και να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οπορτουνιστικές πιέσεις που εκδηλώνονταν στο εσωτερικό του Κόμματος καθώς και στον περίγυρό του. Από την άλλη, τα κτυπήματα των οργανώσεων από τις διωκτικές αρχές είχαν διαμορφώσει ένα κλίμα «χαφιεδοφοβίας», που γινόταν αιτία πολλές συλλήψεις κομμουνιστών να θεωρούνται αποτέλεσμα της ύπαρξης χαφιέδων στον παράνομο μηχανισμό και όχι αποτέλεσμα διαφορετικών αιτιών, όπως της παραβίασης συνωμοτικών κανόνων, τυχαίων περιστατικών και άλλων. Και όλα αυτά, τη στιγμή που η ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων πρόβαλε ως το υπ’ αριθμόν ένα καθήκον του Κόμματος, ενώ διαρκούσαν οι προσπάθειες πολλαπλής υπονόμευσής του.

«Αφιερωμένο στον Νίκο Μπελογιάννη», έργο του Γ. Φαρσακίδη
«Αφιερωμένο στον Νίκο Μπελογιάννη», έργο του Γ. Φαρσακίδη

Την άνοιξη του 1949 υπεύθυνος του παράνομου κομματικού κλιμακίου στην Ελλάδα ανέλαβε ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της ΚΕ, αντικαθιστώντας τον Στέργιο Αναστασιάδη, μέλος του ΠΓ, που είχε πέσει στα χέρια της Ασφάλειας. Μαζί με τον Αναστασιάδη πιάστηκαν και άλλοι καθοδηγητές των παράνομων οργανώσεων, καθώς και πολλοί ακόμα σύντροφοι της Αθήνας και του Πειραιά. Οι οργανώσεις σχεδόν εξαρθρώθηκαν.

Το πρόβλημα των συλλήψεων είχε απασχολήσει και την 7η Ολομέλεια της ΚΕ (14-18 Μαΐου 1950), η οποία αποφάσισε σχετικά με τα παράνομα στελέχη στην Ελλάδα:

«Ολα τα κομματικά στελέχη που τώρα δουλεύουν παράνομα στην Ελλάδα πρέπει να περάσουν στο εξωτερικό για λόγους ασφάλειας των κομματικών οργανώσεων, για ξεκούραση και μόρφωση και για να γίνει εξέταση με σκοπό να βρεθεί άκρη για τα σοβαρά χτυπήματα που μας κατάφερε ο εχθρός στα τελευταία χρόνια»2.

Μετά τις συλλήψεις της άνοιξης 1949 η οργάνωση των ΕΠΟΝιτών, όπως λεγόταν, με επικεφαλής τον Σταύρο Κασιμάτη, αυτονομήθηκε από το κλιμάκιο που καθοδηγούσε ο Ν. Πλουμπίδης. Ο ίδιος ο Κασιμάτης, λαθεμένα, υποψιαζόταν ότι ο Ν. Πλουμπίδης είχε δώσει στην Ασφάλεια τον παράνομο μηχανισμό. Η απόφαση για τη δημιουργία του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου πάρθηκε δίχως προηγούμενη συνεννόηση του Κασιμάτη με το ΠΓ. Αργότερα, το ΠΓ ενέκρινε την επιλογή της αυτονόμησης.

Το μνημείο του Ν. Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα
Το μνημείο του Ν. Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα

Οπως έγραψε ο Κασιμάτης, σε σύσκεψη που πραγματοποίησαν ο ίδιος με τους Κώστα Φιλίνη, Φώφη Λαζάρου, Πέτρο Διβέρη, αποφάσισαν τη συγκρότηση του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου του ΚΚΕ στην Αθήνα. Διαβάζουμε:

«Χωρίς περιστροφές αναφέρομαι σύντομα στις συλλήψεις, στη δημιουργημένη από αυτές κατάσταση και προτείνω να αναλάβουμε εμείς οι τέσσερις πρωτοβουλία για ανασυγκρότηση των οργανώσεων, όχι μόνο της ΕΠΟΝ αλλά και του Κόμματος»3.

Στο δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο, που το συναντάμε και ως κέντρο των ΕΠΟΝιτών, άλλοτε και των Μακρονησιωτών, εντάχθηκαν και απολυμένοι από τη Μακρόνησο, όπως ο Αντώνης Μπριλλάκης, ο Πότης Παρασκευόπουλος και ο Παναγιώτης Κατερίνης.

Στο πλαίσιο των μέτρων ανασυγκρότησης των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, η 7η Ολομέλεια προσέλαβε τους Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη ως αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ.

Λίγες ημέρες μετά την 7η Ολομέλεια ο Μπελογιάννης αναχώρησε για την Ελλάδα από την πολιτική προσφυγιά όπου βρισκόταν, μέσω της διαδρομής Παρίσι – Ρώμη – Αθήνα. Εφθασε αεροπορικώς στις 7 Ιουνίου 1950, με το όνομα Ερρίκος Πανόζ στο Αργεντινό του διαβατήριο. Πέντε μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 1950, τον ακολούθησε ο Νίκος Ακριτίδης.

Ο Μπελογιάννης δούλεψε ως καθοδηγητής των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ, μαζί και των Πλουμπίδη και Βαβούδη4.

Σε τηλεγράφημα, με ημερομηνία 21 Ιουνίου 1950, που έστειλε στο ΠΓ μετά τον ερχομό του ο Μπελογιάννης ανέφερε για τους Πλουμπίδη και Βαβούδη, με τους οποίους είχε εντολή να μη συνδεθεί:

«Από 1

Αρ. 31

Κ

Εφθασα 7 Ιούνη. Ρώμη ψώνισα ένα Ιταλό 300 δολάρια και έβγαλε τράνζιτο. Σας γράφω κρίσεις μου για ανθρώπους μας. Ο Μπ (Νίκος Πλουμπίδης) είναι εντάξει (…) Αρρώστια και απομόνωση συντελούν βλέπει μερικά ζητήματα στενά σχολαστικά χλιαρά. Κουφός (Νίκος Βαβούδης) μάλλον εντάξει. Σε άρρωστο Μπ, πρότεινε αναλάβει αυτός καθοδήγηση»5.

Υπονόμευση του ΚΚΕ

Το ατομικό βιβλιάριο του μαχητή του ΔΣΕ Νίκου Μπελογιάννη
Το ατομικό βιβλιάριο του μαχητή του ΔΣΕ Νίκου Μπελογιάννη

Οταν ο Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα, παράλληλα και ταυτόχρονα με την πολύμορφη κατασταλτική επίθεση εναντίον του ΚΚΕ βρισκόταν σε εξέλιξη και η προσπάθεια ιδεολογικής και οργανωτικής υπονόμευσης του Κόμματος.

Η προσπάθεια να διαλυθεί ή να μεταλλαχθεί το ΚΚΕ, ή να δημιουργηθεί στη θέση του ένα άλλο «εθνικό» κόμμα, άρχισε αμέσως μετά το τέλος του λαϊκού ένοπλου αγώνα 1946 – 1949. Επιχειρήθηκε από ντόπιες και ξένες υπηρεσίες, ανάμεσα σε αυτές και της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και από δυνάμεις που συνεργάζονταν με το παράνομο ΚΚΕ σε συμμαχικά πολιτικά σχήματα.

Λίγες ημέρες μετά τον ερχομό του ο Ν. Μπελογιάννης έστειλε στο ΠΓ το εξής ραδιοτηλεγράφημα:

«Αθήνα από εποχή κυβερνητικής κρίσης βρίσκεται γνωστός κατάσκοπος Κρις6και ο ίδιος και πράχτορές του πλησιάζουν για ψάρεμα Μακρονησιώτες. Επίσης το ίδιο κάνει και Σερβική πρεσβεία σε μεγάλη κλίμακα. Ο σταθμός πρέπει να τονώσει με εκπομπές του αγωνιστική διάθεση και ηθικό απολυμένων Μακρονησιωτών»7.

Η δραστηριότητα του γιουγκοσλαβικού παράγοντα, που για δικό του λογαριασμό προσπαθούσε να ασκήσει επιρροή στις γραμμές του ΚΚΕ, είχε επισημανθεί και στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ. Τότε καταγγέλθηκε από τον Ν. Ζαχαριάδη, ότι ο Τίτο πραγματοποίησε συνάντηση με τον Δημ. Γιωτόπουλο, γνωστό τροτσκιστή και ύποπτο για συνεργασία με την ελληνική Κρατική Ασφάλεια.

Η μαρμάρινη πλάκα στην κορυφή Γκόλιο του Γράμμου προς τιμήν του Νίκου Μπελογιάννη
Η μαρμάρινη πλάκα στην κορυφή Γκόλιο του Γράμμου προς τιμήν του Νίκου Μπελογιάννη

Εξάλλου, στον Τύπο της εποχής γράφτηκε:

«Τώρα μπορεί να αποκαλυφθούν οι λόγοι, οι οποίοι έφεραν την διάσπαση και τον σχηματισμό διαφόρων ανεξαρτήτων ομάδων μεταξύ των αριστερών και ο σχηματισμός των ομάδων αυτών εγένετο διότι επήλθε ριζική διαφωνία μεταξύ των ηγετών. Εάν δηλαδή έπρεπε να δημιουργήσουν την επαναστατικήν αυτήν κίνηση στους κόλπους του ΚΚΕ ή όχι. Οι γνώμες διχάσθηκαν (…) οι υπό τον Καραμαούναν ανέλαβον να ευνοήσουν την δημιουργίαν του Τιτοϊκού κινήματος εν Ελλάδι. (…) ήρχισαν αι επαφαί Γιόβιτς και αριστερών… Γιόβιτς συνηντήθη με τον Καραμαούναν – Θυμογιάννην και άλλους αριστερούς παράγοντας οι οποίοι εις όλας τας δεξιώσεις του Γιουγκοσλαβικού προξενείου ήσαν παρόντες.

Ο Καραμαούνας ευθύς ως ήλθεν εις επαφήν με τον Γιόβιτς και έλαβε τας οδηγίας του αρχηγού του Νέου ΚΚΕ ήρχισε τας πρώτας κινήσεις του. Ο Γιουγκοσλάβος πρόξενος Γιόβιτς μετά την επιτυχίαν του αυτήν, ενθαρρυνθείς, ήρχισε να κινήται ζωηρότερον»8.

Ο Ν. Πλουμπίδης επίσης είχε αναφερθεί πολλές φορές στο ρόλο των «Τιτικών», όπως ονόμαζαν εκείνους που υποστήριζαν την πολιτική της Γιουγκοσλαβίας:

«Ολες οι προσπάθειες κάθε λογής σοσιαλιστών, αρχείων, λικβινταριστών, τροτσκιστών, ελδιτών, τιτικών, αντιηγετικών, είχαν αποτύχει οικτρά»9.

Σε Δελτίο Πληροφοριών, που βρίσκεται στο Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1951, διαβάζουμε:

«…Οντως σαν η Κυβέρνησις δεν κατορθώσει να βελτιώσει την έκρυθμον ούτως ειπείν κατάστασιν θέτουσα ένα σχετικόν φραγμόν εις την ακρίβειαν του βίου και να περιορίσει την ανεργίαν, υπάρχει φόβος να επικρατήσει εις προσεχείς εκλογάς ο αριστερισμός, ματαιούμενης της προσπάθειας των εθνικιστών κομμουνιστών να εκμηδενίσουν τον Ζαχαριάδη»10.

Σε άλλο Πληροφοριακό Σημείωμα, με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 1951, αναφέρεται:

«Η υφισταμένη ενδοκομματική διένεξις εις τους κόλπους της ΕΔΑ προήλθεν εκ της ασυμφωνίας μελών τινών της Δ.Ε. (Διοικούσας Επιτροπής) της ΕΔΑ επί της ακολουθητέας γραμμής χαραχθείσης υπό της ηγεσίας του ΚΚΕ. Φαίνεται, δια τον ως άνω λόγον, ότι παρηγκωνίσθη ο ΚΥΡΚΟΣ εκ της Δ.Ε. της ΕΔΑ. (…) Η διαπιστωθείσα ασυμφωνία (…) μεταξύ ανωτάτων εξωκομματικών στελεχών της παραμένει σταθερά αιτία διαφωνιών και κινδύνων ρήξεως και διασπάσεως της ΕΔΑ και δημιουργίας μιας νέας αριστεράς κινήσεως ως στρεφομένης εναντίον του ΚΚΕ… Η κίνησις αυτή είτε είναι αντικειμενικώς υπάρχουσα είτε σκοπίμως εξαγγελόμενη προς εκφοβισμόν των ως άνω προσωπικοτήτων οι οποίοι δεν δεικνύουν διάθεσιν συνεργασίας και υποταγής εις τα κελεύσματα του ΚΚΕ, είναι τα μάλιστα εκμεταλλεύσιμος υπό του Κράτους»11.

Από τη μια, λοιπόν, η γιουγκοσλαβική πρεσβεία και, από την άλλη, μια σειρά μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού, είχαν δραστηριοποιηθεί κατά του παράνομου ΚΚΕ. Για το ίδιο θέμα παρατίθεται και η μαρτυρία του Σταύρου Κασιμάτη:

«Μπορώ να ισχυριστώ ότι με τη δουλειά που κάναμε εμείς, το δικό μας κομμάτι των οργανώσεων, στους Μακρονησιώτες και τους απολυμένους και στους του Στρατοπέδου, μέσα στις γενικότερες αγωνιστικές συνθήκες πετύχαμε να ναυαγήσουν οι αποσχιστικές προσπάθειες και του Εγγλέζου Κρις (…) και οι προσπάθειες της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας. Ελέγχαμε πλήρως τις κινήσεις της τελευταίας»12.

Εξάλλου, από τα τέλη του 1949 ο Ν. Βαβούδης πληροφορούσε το ΠΓ για τον τότε υπουργό Εσωτερικών και την Ασφάλεια:

«Ρέντης και Ασφάλεια δουλεύουν εντατικά για την ίδρυση του νέου ΚΚΕ, αλλά όπως λένε καθυστερούν γιατί δεν ήρθαν ακόμα τα στελέχη από τη Γιουγκοσλαβία. Κινούνται για το κόμμα αυτό, ο δημοσιογράφος Γραμματικόπουλος, δικηγόρος Αποστολόπουλος και ο γιος του εκ μέρους εφημερίδας “Βήμα” (…) Είναι έμπιστος του Ρέντη. Αλλες πληροφορίες ότι η Ασφάλεια έχει δημιουργήσει από καιρό στις συνοικίες οργανώσεις τις οποίες καθοδηγή (…)»13.

Τι σήμαινε η μετατροπή του ΚΚΕ σε «νέο ΚΚΕ»; Λίγα χρόνια αργότερα, το 1956, ο Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματέας του σοσιαλδημοκρατικού σχηματισμού ΕΛΔ – ΣΚΕ, έγραψε σχετικά με αυτό:

«Εις το σύνολον, μια τέτοια τοποθέτησις του νομίμου κινήματος της Αριστεράς θα επανέφερε εις την ορθήν βάσιν το θέμα των σχέσεων Αριστεράς και έθνους, που η πολιτική του Ζαχαριάδη έχει ανατρέψει. Η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ κατόρθωσε να μεταβάλη τα δεδομένα του προβλήματος εις την Ελλάδα. Και να διαβάλη, από άποψιν εθνικήν, όχι μόνο το ΚΚΕ, αλλά ολόκληρη την Αριστεράν ως “αντεθνικώς” σκεπτόμενην ή ενεργούσαν. Το ΚΚΕ με τα Δεκεμβριανά εμείωσε τους ακατάλυτους εθνικούς τίτλους του ΕΑΜ…»14!

Ο ίδιος τόνιζε:

«Είναι δυνατόν να γίνη σήμερα λόγος δια την δημιουργίαν μιας νέας Αριστεράς με την συμμετοχή των ΕΔΑΐτικων στοιχείων; Από την ειλικρινή στροφήν ολόκληρης της Αριστεράς προς μιαν γνήσιαν αυτόχθονα εθνικήν ανεξάρτητον γραμμήν, εξαρτάται κατά πολύ η περαιτέρω διαμόρφωσις της πολιτικής ζωής της χώρας. Εις την τύχην της Αριστεράς εν Ελλάδι εβάρυναν – και βαραίνουν δια το μέλλον της – η στάσις του Δεκεμβρίου του 1944 και ο εμφύλιος πόλεμος»15.

Οταν έγραφε τα παραπάνω ο Ηλίας Τσιριμώκος, ήταν η περίοδος αμέσως μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ίδιο κείμενο ο Τσιριμώκος εξυμνούσε τον Βλαντισλάβ Γκομούλκα, ΓΓ της ΚΕ του Πολωνικού Κόμματος:

«Το όνομα ενός Βλαντισλάβ Γκομούλκα αίφνης θα γραφή με μεγάλα γράμματα εις την ιστορίαν του Εργατικού Κινήματος. Διότι αποδεικνύεται γνήσιος Πολωνός και γνήσιος επαναστάτης. Ο πολωνικός δρόμος προς τον σοσιαλισμόν δεν σημαίνει τίποτε άλλο από την πλήρη μεταβολήν εις τας μεθόδους, την σύνδεσιν του Κινήματος με το πολωνικόν έθνος, την πολωνική πραγματικότητα και την καταστροφήν των σταλινικών μεθόδων»16.

Τέτοιες αντιλήψεις ενδυναμώθηκαν ιδιαίτερα μετά το 20ό Συνέδριο. Επί της ουσίας, αυτές τις αντιλήψεις εξέφραζαν και στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και σειρά συνεργαζόμενοι με το ΚΚΕ.

Τρεις μήνες πριν από τον ερχομό του Μπελογιάννη είχαν πραγματοποιηθεί οι βουλευτικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, στις οποίες το ΚΚΕ συμμετείχε στο σχήμα «Δημοκρατική Παράταξη» με την επωνυμία «Δημοκρατικός Συναγερμός». Με το ίδιο σχήμα το ΚΚΕ πήρε μέρος αργότερα στη δημιουργία της ΕΔΑ.

Διαβάζουμε για εκείνα τα χρόνια:

«Καταβλήθηκε ακόμα και προσπάθεια να εκβληθεί ο Συναγερμός από την ΕΔΑ, να εκτοπιστεί, δηλαδή, η πιο σφριγηλή δύναμή της. Αλλά ματαιώθηκε, όταν συνειδητοποίησαν τον αντίκτυπο που θα προκαλούσε μια τέτοια ενέργεια στο δημοκρατικό λαό της Αριστεράς»17.

Και παρακάτω:

«Μετά την ίδρυση της ΕΔΑ, υποστηρίχθηκε ότι το ΚΚΕ έπρεπε να διαλυθεί, ή μάλλον να συγχωνευτεί στις τάξεις της. Στην ιστορία των πολιτικών κομμάτων δεν υπήρχε προηγούμενο»18.

Από τις αρχές της 10ετίας του 1950 άρχισε να καλλιεργείται και η πλαστή αντίθεση ανάμεσα στους κομμουνιστές που ζούσαν στο εξωτερικό και στους κομμουνιστές που βρίσκονταν στο εσωτερικό. Την όξυνση αυτής της πολιτικά ανύπαρκτης αντίθεσης επεδίωκε και ο αστικός πολιτικός κόσμος. Σημείωσε σχετικά ο Νίκος Κιτσίκης, υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας το 1964 και νικητής των τότε εκλογών:

«Νομιμοποίηση ΚΚΕ. Ο Βενιζέλος και άλλα κόμματα υποστηρίζουν τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ… Εβαζαν τη θέση να αποκλεισθούν αυτοί που τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια και να χωριστούν οι μέσα απ΄ την Ελλάδα απ΄ τους έξω»19.

Στην καλλιέργεια αυτής της πλαστής αντίθεσης συνέβαλαν20 στελέχη της ΕΔΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ενώ και σήμερα στελέχη του οπορτουνισμού υποστηρίζουν ότι η αντίθεση ήταν υπαρκτή. Είναι χαρακτηριστικά τα εξής:

«Ο Στ. Ηλιόπουλος έθεσε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, όταν αναφέρθηκε στη “διατήρηση σε παρανομία του ΚΚΕ και την απουσία της ηγεσίας του”. Οταν υποστήριξε την ανάγκη “τα κόμματα που αποτελούν την ΕΔΑ να αναλάβουν, με πλήρη ευθύνη και αυτοτέλεια, την άσκηση της πολιτικής της Αριστεράς στη χώρα”, ασφαλώς δεν άφηνε έξω από τις συνιστώσες της ΕΔΑ τους κομμουνιστές, οι οποίοι, παρ’ όλη την εκτός νόμου θέση του κόμματός τους, μετείχαν οι ίδιοι ενεργητικά στη νόμιμη δράση της ΕΔΑ και εκπροσωπούνταν, άτυπα ή συγκαλυμμένα, στη Δ.Ε. (Διοικούσα Επιτροπή) και τα άλλα όργανά της. Και αυτοί περιλαμβάνονταν ασφαλώς στο “εμείς” της διατύπωσης του Στ. Ηλιόπουλου, που δεν μπορούσε να είναι σαφέστερη εξαιτίας της νομοθεσίας του αντικομμουνιστικού κράτους. Είναι άξιο προσοχής ότι η πρώτη επισήμανση του σημαντικού αυτού προβλήματος (μεταφορά του καθοδηγητικού κέντρου μέσα στη χώρα), το οποίο έμελλε να δεσπόσει την επόμενη δεκαετία στη ζωή της Αριστεράς, έγινε από ένα ηγετικό στέλεχος του ΣΚΕ (Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας), που ακριβώς εξαιτίας της ιδιότητάς του αυτής ήταν απαλλαγμένο από τις δεσμεύσεις και αναστολές που είχαν οι κομμουνιστές»21.

Σήμερα, με βάση και τη συγκεντρωμένη εμπειρία, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η αστική τάξη επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την ύπαρξη της ΕΔΑ, προκειμένου να υπονομεύσει το ΚΚΕ. Ελπιζε ότι θα μπορούσε να την αξιοποιήσει ως μοχλό κατά του ΚΚΕ, εκμεταλλευόμενη απόψεις δυνάμεων που συμμετείχαν στην ΕΔΑ, αλλά και δυνάμεων του ΚΚΕ με οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις.

Βεβαίως, το ΚΚΕ δε βρισκόταν πρώτη φορά στο στόχαστρο των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων. Τώρα όμως είχαν δημιουργηθεί νέα δεδομένα, που καθόριζαν την πιο σκληρή επίθεση εναντίον του, από όσες είχε γνωρίσει στο παρελθόν. Νέα δεδομένα, γιατί εκείνο που κρινόταν τη δεκαετία του 1940, ήταν το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Εκ των πραγμάτων τέθηκε τότε το «ποιος – ποιον», αν δηλαδή ως αποτέλεσμα κορύφωσης της ταξικής πάλης η εξουσία θα παρέμενε αστική ή αν η εργατική τάξη θα κατακτούσε τη δική της εξουσία, διαμορφώνοντας τον απαραίτητο συσχετισμό δυνάμεων και συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα του χωριού και της πόλης.

Τελικά η γνωστή έκβαση που είχε η ταξική πάλη οδήγησε στη διατήρηση της αστικής κυριαρχίας. Και ακριβώς επειδή αυτό έγινε μετά από παρατεταμένους ένοπλους αγώνες, ακριβώς επειδή η αστική τάξη γνώρισε μεγάλο κίνδυνο, η αντίδρασή της κατά του ΚΚΕ, πριν και μετά τη νίκη της, πήρε πρωτόγνωρες διαστάσεις.

Η πίεση που ασκήθηκε κατά των λαϊκών δυνάμεων αποτέλεσε έναν από τους λόγους που ενίσχυσαν απόψεις για το επιζήμιο της ύπαρξης παράνομων κομματικών οργανώσεων.

Οι παράνομες οργανώσεις και ο Μπελογιάννης

Ετσι, σε μια σειρά κομμουνιστές διαμορφωνόταν από εκείνα τα χρόνια άποψη αντίθετη από την οργανωτική πολιτική του ΚΚΕ. Σχετικά με αυτό το θέμα ο Λεωνίδας Τζεφρώνης, που το 1952 ήταν ένας από τους καθοδηγητές του παράνομου κομματικού μηχανισμού και στη συνέχεια στέλεχος του οπορτουνιστικού χώρου, ομολόγησε αργότερα:

«…έρχονταν στιγμές που ένιωθα μέσα μου ένα κενό. Σαν να ήμουν διχασμένος, δισυπόστατος (…) Τον αγώνα τον έκανε η ΕΔΑ. Εβλεπες τους ανθρώπους της ΕΔΑ να τρέχουν συνεχώς ανάμεσα στον κόσμο. Αυτοί ναι. Κάνανε πραγματικόν αγώνα και έβλεπαν και χαίρονταν χειροπιαστά αποτελέσματα (…) Η ΕΔΑ κατακτούσε μέρα με τη μέρα καινούργιες θέσεις, καινούργια κάστρα θα ‘λεγα (…) και το παράνομο ΚΚΕ ακουγόταν μόνον όταν γίνονταν συλλήψεις που φοβίζανε τον κόσμο, προκαλούσαν νέα κυνηγητά και δίκες που δηλητηριάζανε την πολιτική ζωή.

(…) Η δική μας δουλειά ήταν να βγάζουμε καμία προκήρυξη (…) Κι όταν τις έβλεπε κανείς κολλημένες στον τοίχο άλλαζε δρόμο. Σκορπούσαμε κάτω κανένα τρικ, μα κανένας δεν τα άγγιζε (…) Ολη αυτή η ιστορία με την αποστολή παράνομων στην Ελλάδα ήταν εντελώς χωρίς νόημα»22.

Ιδια αντίληψη με την παραπάνω επιχείρησαν στις μέρες μας πολλοί (ανάμεσά τους και η Ελλη Παππά)23να αποδώσουν και στον Μπελογιάννη. Δηλαδή, ότι είχε ταχθεί κατά της λειτουργίας παράνομων οργανώσεων. Είπε η Ελλη Παππά:

«Ο Μπελογιάννης δεν πίστευε σε αυτές τις παράνομες οργανώσεις. Ηταν εναντίον. Καθαρά εναντίον»24.

Ακόμα:

«Ο Νίκος ξανοιγόταν σε παλιούς πολιτικούς που μπορούσαν να έρθουν κοντά, να κάνουν ένα πλατύ κίνημα. Οπως έγινε μετά με την ΕΔΑ. Αυτό ήταν το όνειρό του. Αυτό ήταν το σχήμα που ήθελε»25.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Μπελογιάννης ξανοιγόταν σε παλιούς πολιτικούς. Ομως αυτό το έκανε υλοποιώντας την πολιτική του ΚΚΕ για τη δημιουργία ενός δημοκρατικού μετώπου. Δεν ήταν προσωπική του σύλληψη και επιλογή. Και βεβαίως, υλοποιώντας πάντα την πολιτική του ΚΚΕ, επεδίωκε την οικοδόμηση γερών παράνομων κομματικών οργανώσεων.

Τη διαφορετική της αντίληψη για το Κόμμα και το χαρακτήρα του, που η Ελλη Παππά διαμόρφωσε πολλά χρόνια αργότερα, την παρουσίασε ως άποψη του Μπελογιάννη! Ωστόσο, εκείνα τα χρόνια και η ίδια άλλα πίστευε από εκείνα που υποστήριξε εκ των υστέρων. Περιγράφοντας την κατάσταση που κατά τη γνώμη της είχε διαμορφωθεί στις κομματικές οργανώσεις και στηλιτεύοντας κομματικούς υπεύθυνους, οι οποίοι παραμελούσαν την εφαρμογή των κανόνων κομματικής λειτουργίας, έγραψε στον Νίκο Ζαχαριάδη:

«Αφήνω που όλη η σκληρή μας πείρα των τελευταίων χρόνων έχει πάει περίπατο, η δουλιά γίνεται με τις μέθοδες του 47 (ραντεβού στο δρόμο και διάφορα τέτοια, ανάκατη νόμιμη και παράνομη δουλιά, πλήθος συνδέσεις και εντολές, καμιά αποκέντρωση κλπ.)»26.

Κάνοντας, λοιπόν, η Ελλη Παππά λόγο για την ανάγκη συνδυασμού της νόμιμης με την παράνομη δουλειά και για την ανάγκη αποκέντρωσης της οργανωμένης δράσης, είναι φανερό ότι αποδεχόταν και η ίδια την αναγκαιότητα ύπαρξης των παράνομων κομματικών οργανώσεων. Μόνο οι παράνομες οργανώσεις λειτουργούν αποκεντρωμένα, συνδέουν τη νόμιμη δράση με την παράνομη κλπ. Εξάλλου, δεν υπήρχε περίπτωση να απευθύνεται στον Ζαχαριάδη, για να του προτείνει την κατάργηση του παράνομου μηχανισμού…

Δεν έχει επίσης καμία σχέση με την πραγματικότητα ο ισχυρισμός της Ελλης Παππά ότι με το «μακριά από σήματα και οργανώσεις»27, φράση που η ίδια υποστήριξε ότι της είπε, ο Μπελογιάννης απέρριπτε την αναγκαιότητα των παράνομων οργανώσεων. Με το «μακριά από σήματα (δηλαδή τους ασυρμάτους για τη μετάδοση πληροφοριών στο ΠΓ) και οργανώσεις», το αντίθετο έλεγε ο Μπελογιάννης: Να οικοδομηθούν παράνομες οργανώσεις, που δε θα έχουν την παραμικρή οργανωτική σχέση με τον παλιό μηχανισμό, οργανώσεις που θα είναι περιφρουρημένες. Και αυτό, γιατί μετά τη σύλληψή του ο Μπελογιάννης έκρινε ότι δεν έπρεπε να είχε συνδεθεί με τους Πλουμπίδη και Βαβούδη, για το λόγο ότι ήταν πολύ πιθανό η Ασφάλεια να βρισκόταν στα ίχνη του Πλουμπίδη, αλλά και ότι ο Βαβούδης, που είχε τους ασυρμάτους στην ευθύνη του, δεν ήταν δυνατό να ανακατεύεται και με την οργανωτική δουλειά όπως γινόταν, όχι με δική του ευθύνη.

Εγραψε ο Ακριτίδης σχετικά με αυτή την εκτίμηση του Μπελογιάννη:

«…Ο Νίκος ως τα τελευταία του είχε εμπιστοσύνη στον Μπάρμπα και το μόνο που μου μίλησε είναι ότι ο Μπάρμπας είναι εντάξει, μα μπορεί να τον έχει η ασφάλεια στα χέρια της»28. Δηλαδή, ότι μπορεί να τον παρακολουθούσε.

Ο Μπελογιάννης πάλεψε με όλες τις δυνάμεις του για να εφαρμόσει την οργανωτική πολιτική του ΚΚΕ. Επιπλέον, εξέφρασε και γραπτώς την άποψή του για την παράνομη δράση. Προτού να έρθει στην Ελλάδα, έγραψε στο ημερολόγιό του (16 Οκτωβρίου 1949):

«Από τότε που έγινα μέλος του Κόμματος, όσο θυμάμαι, κάθε καινούργια δουλειά που μου αναθέτουν είναι ή εξαιρετικά δύσκολη ή μια οργάνωση, ή τμήμα που δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση ή μου αναθέτουν τη δημιουργία μιας καινούργιας. Αυτή είναι η “μοίρα” της κομματικής μου ζωής μέχρι σήμερα, κι όταν κάθε φορά το αναλογίζομαι νιώθω μέσα μου ξεχωριστή περηφάνια…»29.

Ενώ στην απολογία του κατά τη δεύτερη δίκη υποστήριξε:

«Γι’ αυτό ακριβώς και η μεγαλύτερη μάχη δίνεται για τον παράνομο μηχανισμό και οι αντίπαλοί μας προσπαθούν να τρομοκρατήσουν όσους δουλεύουν στον παράνομο μηχανισμό. Εγώ δεν αρνούμαι ότι ήρθα στην Ελλάδα ακριβώς για να εφαρμόσω τη γραμμή του Κόμματος»30.

Εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος, που είναι ταυτόχρονα και απάντηση σε όσους επιχειρούν να παρουσιάσουν διαφορετικά την πραγματικότητα: Ο Μπελογιάννης συμβόλιζε την αταλάντευτη οργανωμένη παρουσία και δράση του ΚΚΕ σε όλες τις συνθήκες και με όλες τις μορφές πάλης. Η ύπαρξη της παράνομης οργάνωσης ερχόταν σε αντίθεση, υπονόμευε και εξουδετέρωνε σε εκείνες τις συνθήκες το στόχο, είτε υποκατάστασης του ΚΚΕ από ένα υποταγμένο στο σύστημα ΚΚ, είτε απορρόφησής του από συμμαχικά σχήματα.

Βιβλιογραφία – σημειώσεις

1.«Νέος Κόσμος», Μάρτιος 1954, σελ. 49, (από το ημερολόγιο του Νίκου Μπελογιάννη, στις 27 Νοεμβρίου 1949, 7 μήνες προτού να έρθει στην Ελλάδα), που περιέχεται στο άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ.

2. Το ΚΚΕ – ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, τ. 7ος, σελ. 40, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.

3. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 80, εκδόσεις Φιλίστωρ.

4. Ο Νίκος Βαβούδης γεννήθηκε στη Ρωσία, όπου ο πατέρας του (από τον Μαντάμαδο της Λέσβου) είχε πάει πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση. Η μάνα του ήταν Ρωσίδα.

Ο Βαβούδης ήρθε στο Μανταμάδο σε μικρή ηλικία. Νέος πια πήγε στον Πειραιά και δούλεψε στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ως στέλεχος του ΚΚΕ. Εκλέχτηκε γραμματέας του ομώνυμου Ενωτικού Εργατικού Κέντρου. Αργότερα συνελήφθη και φυλακίσθηκε στις φυλακές της Αίγινας, απ’ όπου δραπέτευσε το 1934.

Ο Βαβούδης πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, ως αξιωματικός του Βαλκανικού Τάγματος «Δημητρώφ» των διεθνών Ταξιαρχιών, στο πλευρό του «Δημοκρατικού Στρατού Ισπανίας».

Μετά την ήττα του «Δημοκρατικού Στρατού Ισπανίας» ο Βαβούδης επέστρεψε στη Σοβιετική Ενωση. Το 1944 ήρθε στην Ελλάδα. Παρέμεινε παράνομος στη διάρκεια του αγώνα του ΔΣΕ και μετά τη λήξη του, αναλαμβάνοντας κομματικές αποστολές.

5. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 177, εκδόσεις Φιλίστωρ.

6. Πρόκειται για το γνωστό Εγγλέζο Κρις Γουντχάουζ, που έδρασε στα ελληνικά βουνά κατά τη διάρκεια της Κατοχής ως στέλεχος του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ), φυσικά και της Ιντέλιτζενς Σέρβις.

7. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 202-203, εκδόσεις Φιλίστωρ.

8. Σόλων Γρηγοριάδης, «Τα φοβερά ντοκουμέντα – Μετά τον εμφύλιο», σελ. 241, εκδόσεις ΦΥΤΡΑΚΗΣ.

9. «Ριζοσπάστης», 14 Αυγούστου 1990.

10. Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 135.4 του 1951.

11. Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 139.3 του 1951.

12. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 202, εκδόσεις Φιλίστωρ.

13. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 140, εκδόσεις Φιλίστωρ.

14. Γεώργιος Α. Λεονταρίτης, «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ», σελ. 194, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ».

15. Γεώργιος Α. Λεονταρίτης, «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ», σελ. 193 – 194, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ».

16. Γεώργιος Α. Λεονταρίτης, «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ», σελ. 196, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ».

17. Γιάννης Αγγέλου, «Οι κομμουνιστές», σελ. 152, εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ.

18. Γιάννης Αγγέλου, «Οι κομμουνιστές», σελ. 153-154, εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ.

19. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 310, εκδόσεις Φιλίστωρ.

20. Οι απόψεις τους εντάσσονταν στην προσπάθεια διάχυσης του ΚΚΕ στην ΕΔΑ. Βλέπε αναλυτικά στο βιβλίο «Ο σύγχρονος δεξιός οπορτουνισμός», συλλογή άρθρων, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ – 2005.

21. Τάσος Τρίκκας, «ΕΔΑ 1951-67, ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ», τ. Α, σελ. 167, εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ.

22. Λευτέρης Μαυροειδής, ΟΙ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, σελ. 347-348, εκδόσεις Δελφίνι.

23. Συναντάται άλλοτε ως Ελλη Παππά και άλλοτε ως Ελλη Ιωαννίδου.

24. Αναδημοσίευση στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1 Νοεμβρίου 2009.

25. Αναδημοσίευση στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1 Νοεμβρίου 2009.

26. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

27. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

28. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 48645.

29. Περιοδικό «Νέος Κόσμος», Μάρτιος 1954, σελ. 49, από άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη.

30. Πότης Παρασκευόπουλος, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», σελ. 153, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

Συνέχεια την ερχόμενη Κυριακή:

«Παρέμβαση της Ελλης Παππά… μετά θάνατον».

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Πηγή : Ριζοσπάστης 11- 4 – 2010

ΤΟ ΚΚΕ ΓΕΝΝΑ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΔΕΣ

Η πολεμική για την αποστολή Μπελογιάννη

Στα 58 χρόνια από την εκτέλεση του κομμουνιστή

(β΄ μέρος)

Σχεδιάγραμμα εποχής, που αναπαριστά την εκτέλεση των Μπελογιάννη, Καλούμενου, Μπάτση και Αργυριάδη
Σχεδιάγραμμα εποχής, που αναπαριστά την εκτέλεση των Μπελογιάννη, Καλούμενου, Μπάτση και Αργυριάδη

Σχετικά με την αποστολή του Νίκου Μπελογιάννη έχει διεξαχθεί και συνεχίζεται ως τις μέρες μας έντονη ιδεολογικοπολιτική επίθεση κατά του ΚΚΕ, κυρίως από την πλευρά του οπορτουνιστικού χώρου. Στο επίκεντρο της επίθεσης βρίσκεται πρωταρχικά ο χαρακτήρας του ΚΚΕ ως κόμματος νέου τύπου, όπως επίσης και ο τότε ΓΓ της ΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης.

Τόσο στην προπολεμική περίοδο, όσο και στα χρόνια που αναφερόμαστε, στην επίθεση κατά του ΚΚΕ και του Ζαχαριάδη ως Γενικού Γραμματέα, πρωτοστάτησαν, φυσικά, οι ιδεολογικοί και πολιτικοί μηχανισμοί της αστικής τάξης. Ωστόσο, πολλές φορές η παρέμβασή τους γινόταν σχεδόν περιττή, αφού το ρόλο τους αναλάβαιναν άλλοι, προερχόμενοι «εκ των έσω». Για παράδειγμα, είναι περίπου μνημειώδης η συκοφαντική επίθεση του Γιάννη Πετσόπουλου, ο οποίος, σε βιβλίο του – λίβελο1κατά του Ζαχαριάδη, τον κατηγορεί ότι «έσπασε» στα μπουντρούμια της Μεταξικής δικτατορίας και έγραψε ένα σοσιαλπατριωτικό γράμμα (εννοεί το πρώτο γράμμα για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο), προκειμένου να σώσει τη ζωή του!

Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) ακολούθησε η 6ηΠλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (11-12 Μαρτίου 1956), η οποία καθαίρεσε τον Ζαχαριάδη από ΓΓ της ΚΕ. Στη συνέχεια, η 7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (18-24 Φεβρουαρίου 1957) τον καθαίρεσε από την ΚΕ και τον διέγραψε από μέλος του Κόμματος, ενώ αποφάσισε να διερευνήσει ολόκληρη την κομματική πορεία του, για να εξετάσει αν ήταν πράκτορας του εχθρού.

Μαχητής στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας
Μαχητής στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας

Ολα αυτά τα χρόνια, τόσο η αστική, όσο και η οπορτουνιστική προπαγάνδα έχουν υψώσει ένα αντιδημοκρατικό ιδεολογικό τείχος, με σκοπό να γίνει απροσπέλαστη, αν όχι να φαίνεται εκ προοιμίου αφερέγγυα και δογματική, κάθε άλλη φωνή που επιχειρεί να κρίνει αντικειμενικά τον Ζαχαριάδη. Σε αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζεται και η αποστολή του Μπελογιάννη στην Ελλάδα.

Ο οπορτουνιστικός χώρος έχει υποστηρίξει ότι η αποστολή του Μπελογιάννη υπονόμευε την πορεία της πολιτικής και δημοκρατικής ομαλότητας, που, όπως ισχυρίζεται, είχε ξεκινήσει από τον Απρίλιο του 1950, με το σχηματισμό της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα – Σοφ. Βενιζέλου – Γ. Παπανδρέου. Και αυτό γιατί:

«Οταν ο Μπελογιάννης έφυγε από το Βουκουρέστι, άφησε εκεί μια κομμουνιστική ηγεσία και ένα Κόμμα που μολονότι είχε ηττηθεί, δεν είχε αποβάλει την αντάρτικη στολή και την ψυχολογία του βουνού. Ο Ζαχαριάδης διακήρυσσε από το ραδιοφωνικό σταθμό που είχε εγκαταστήσει στις ανατολικές χώρες ότι οι αντάρτες κρατούν τα όπλα “παρά πόδα”.

(…) Ετσι στο εσωτερικό της χώρας άρχισε να καλλιεργείται από το “σκληρό πυρήνα” της άκρας δεξιάς η ανησυχία ότι ο κομμουνιστές ετοιμάζουν τον “τρίτο γύρο”».2

Ακόμα:

«Και ο Μπελογιάννης, σ’ αυτή την υπόθεση (…) ήταν ο ιδεολόγος κομμουνιστής που αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια και πνευματική ηρεμία τις συνέπειες ενός εμφυλίου πολέμου που, ενώ είχε λήξει από καιρό, οι “σκληροί” πυρήνες των αντιπάλων συντηρούσαν το κλίμα του τεχνητά, σ’ ένα απίθανο και εθνικά επιζήμιο πολιτικό παιχνίδι».3

Ο Ν. Μπελογιάννης μετά την απελευθέρωση, ανάμεσα σε συμπολεμίστριες και συμπολεμιστές του στον ΕΛΑΣ
Ο Ν. Μπελογιάννης μετά την απελευθέρωση, ανάμεσα σε συμπολεμίστριες και συμπολεμιστές του στον ΕΛΑΣ

Χαώδης είναι η απόσταση που χωρίζει αυτές τις απόψεις από κάθε έννοια επαναστατικής αντίληψης και πρακτικής, που περιλαμβάνει και την παράνομη, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε συνθήκες. Είναι άποψη που αρνείται κάθε έννοια στοιχειώδους αντίστασης απέναντι στην αιματοβαμμένη αστική εξουσία.

Παρόμοιες αντιλήψεις του οπορτουνιστικού χώρου δείχνουν επιπλέον τέλεια αδιαφορία για όσα συνέβαιναν στον κόσμο, που μέρος τους αποτελούσαν και οι εξελίξεις στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, οι τέτοιες απόψεις της ηττοπάθειας και της υποταγής εμπεριέχουν και το εχθρικό στοιχείο απέναντι στην πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης, που την τοποθετούν στη θέση της συνυπεύθυνης με τις ΗΠΑ για την πολιτική του «ψυχρού πολέμου». Κι ας κηρύχθηκε ο τελευταίος από τον ιμπεριαλισμό, κόντρα στη φιλειρηνική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Είναι γεγονός ότι η 6η Ολομέλεια (9 Οκτωβρίου 1949) είχε αποφασίσει:

«…στη χώρα ξεσπούν κα φουντώνουν μεγάλοι λαϊκοί αγώνες, ενώ οι κύριες δυνάμεις του ΔΣΕ, παρά τη μοναρχοφασιστική επιτυχία στο Βίτσι – Γράμμο, παραμένουν άθιχτες και με το όπλο παρά πόδα».4

Ταυτόχρονα, η 6η Ολομέλεια είχε αποφασίσει την πλήρη αλλαγή της τακτικής του ΚΚΕ. Συγκεκριμένα:

Ο Μπελογιάννης υποβάλλει ερωτήσεις στο μάρτυρα κατηγορίας Ι. Πανόπουλο (διευθυντή της αστυνομίας πόλεων)
Ο Μπελογιάννης υποβάλλει ερωτήσεις στο μάρτυρα κατηγορίας Ι. Πανόπουλο (διευθυντή της αστυνομίας πόλεων)

«α) Να σταματήσει σήμερα τον ένοπλο αγώνα αφήνοντας μόνο μικρά παρτιζάνικα τμήματα, σαν μέσο πίεσης για όσο το δυνατόν περισσότερο εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής του τόπου με βάση τις προτάσεις της Σ.Ε. και σαν μορφή άμυνας εναντίον του δολοφονικού οργίου των κρατικών και παρακρατικών οργάνων του μοναρχοφασισμού.

β) Να μεταφέρει το κέντρο βάρους της δουλειάς του στην οργάνωση και καθοδήγηση των οικονομικών και πολιτικών αγώνων… (…)

δ) Στο κέντρο της προσοχής του Κόμματος πρέπει να μπει το πρόβλημα της υπεράσπισης της ειρήνης (…)

ζ) Το Κόμμα πρέπει, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που υπάρχουν, να βγάλει στην Αθήνα νόμιμη, περιοδική, μαζική πολιτική εφημερίδα».5

Με βάση αυτά τα ντοκουμέντα, πρέπει να προσεγγίζεται η ιστορική αλήθεια και για την «υπόθεση Μπελογιάννη», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην πολιτική του ΚΚΕ εντοπίζεται η αντίφαση, από τη μία να γίνεται λόγος για επαναστατική κατάσταση και, από την άλλη, να ακολουθείται (σωστά) η προηγούμενη πολιτική κατεύθυνση.

Ομως, η επίθεση για την αποστολή Μπελογιάννη έχει και τα συκοφαντικά χαρακτηριστικά της. Εξιστόρησε στο παρελθόν η Ελλη Παππά, που τα λεγόμενά της έγραψε Η ΑΥΓΗ μετά το θάνατό της:

«Ο Ζαχαριάδης είχε ανάγκη να δημιουργήσει τον μύθο ενός μάρτυρα και τον μύθο ενός προδότη. Τον Μπελογιάννη τον χρησιμοποίησε στη θέση του μάρτυρα. Και τον Πλουμπίδη στη θέση του προδότη»6.

Τα ίδια έγραψαν οι Πότης Παρασκευόπουλος, Τάσος Βουρνάς κ.ά. Τα γεγονότα διαψεύδουν τέτοιες αυθαιρεσίες.

Η αποστολή του Μπελογιάννη ήταν αναγκαία και από την άποψη ότι χρειαζόταν να έρθει στην Ελλάδα κάποιο από τα πιο ικανά στελέχη που διέθετε τότε το ΚΚΕ. Και ήρθαν εκείνα τα χρόνια δεκάδες στελέχη από την προσφυγιά, για να βοηθήσουν στην ανασυγκρότηση του Κόμματος. Ετσι έπρεπε να κάνει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα που σέβεται το όνομά του και την ιστορία του.

Εκείνα τα χρόνια ήρθε παράνομα η Ρούλα Κουκούλου, γυναίκα του Ζαχαριάδη, μέλος της ΚΕ. Επίσης, τα μέλη του ΠΓ Δημήτρης Βλαντάς, Γιώργης Βοντίσιος (Γούσιας), Κώστας Κολιγιάννης, Γιώργης Ερυθριάδης (Πετρής), πολλά μέλη της ΚΕ, όπως οι Αύρα Παρτσαλίδου, Χαρίλαος Φλωράκης, Κώστας Λουλές, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Βασίλης Ζάχος, Μήτσος Δάλλας και άλλοι. Ο Πλουμπίδης ζητούσε να έρθει στην Ελλάδα μέλος του ΠΓ, μετά τη σύλληψη του Αναστασιάδη.

Στον Μπελογιάννη το ΠΓ και η ΚΕ είχαν επενδύσει μεγάλες ελπίδες. Το έδειχναν η ανάδειξή του στην ΚΕ και η ευθύνη που του ανατέθηκε στον παράνομο μηχανισμό.

Ετσι, είναι απόλυτα ταιριαστές οι παρακάτω φράσεις:

«Για να μην υπάρξουν ταλαντεύσεις και στο εσωτερικό και να εφαρμοστεί πιστά η γραμμή της, η ηγεσία του ΚΚΕ στέλνει με πλαστά διαβατήρια στην Ελλάδα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη, παλιό μαθητή της σχολής Ευελπίδων και ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ κατά την Κατοχή».7

Ο Μπελογιάννης είχε γράψει στο ημερολόγιό του:

«…μια ζωή μονότονη, πληχτική, χωρίς σοβαρό περιεχόμενο. Οαση η Συνδιάσκεψη και η 6η Ολομέλεια. Ο καιρός περνάει με το διάβασμα και με την προσμονή να ριχτούμε από μέρα σε μέρα στη δουλειά και στη δράση».8

Ιδιαίτερα σε εκείνες τις συνθήκες, στην Ελλάδα έπρεπε να έρθουν στελέχη σαν τον Μπελογιάννη, για τον οποίο ισχύουν στο ακέραιο τα λόγια του Στάλιν:

«Να θυμάστε, σύντροφοι, ότι μόνο εκείνα τα στελέχη είναι καλά, που δε φοβούνται τις δυσκολίες, που δεν κρύβονται από τις δυσκολίες, αλλά, αντίθετα, πηγαίνουν να συναντήσουν τις δυσκολίες για να τις υπερνικήσουν και να τις εξαλείψουν. Μόνο στην πάλη με τις δυσκολίες σφυρηλατούνται τα πραγματικά στελέχη».9

Παρέμβαση της Ελλης Παππά …μετά θάνατον

Στα τόσα που γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τον Μπελογιάννη, μετά το θάνατο της Ελλης Παππά, οι ρήτορες και οι συγγραφείς επεδίωξαν να αποσυνδέσουν τον Μπελογιάννη από το πραγματικό γεγονός: Οτι έζησε και εκτελέστηκε ως στέλεχος του ΚΚΕ. Ταυτόχρονα, ισχυρίστηκαν, και συνεχίζουν να ισχυρίζονται, ότι ο Μπελογιάννης δεν ανήκει στο ΚΚΕ, αλλά ότι ανήκει στη λεγόμενη «κομμουνιστική αριστερά» ή και γενικότερα στην «αριστερά»! Ετσι, μετά τον Λ. Κύρκο, ο οποίος έγραψε ότι ο Μπερλινγκουέρ του θύμισε αργότερα κάτι από τον Μπελογιάννη(!), πολλοί ακόμα από τον οπορτουνιστικό και σοσιαλδημοκρατικό χώρο, όπως οι Π. Παρασκευόπουλος, Τ. Βουρνάς κ.ά., έγραψαν παρόμοια φαιδρά, ενώ πρόσφατα στην ΕΤ-3 (27/3/2010) ο συγγραφέας Β. Βασιλικός είπε ότι ο Μπελογιάννης ήταν ο Ελληνας Γκράμσι!..

Επίσης έχουν επιχειρήσει διάφοροι να «τεκμηριώσουν» το παράδοξο, ότι ο Μπελογιάννης, όπως και ο Πλουμπίδης, δεν ανήκουν στο ΚΚΕ, αλλά ότι ανήκουν στον πολιτικό χώρο που βρίσκονται σήμερα τα συγγενικά τους πρόσωπα!..

Οι Μπελογιάννηδες ανήκουν στο ΚΚΕ. Και βεβαίως δεν ανήκουν πολιτικά στους συγγενείς τους, οπουδήποτε και αν βρίσκονται οι τελευταίοι ιδεολογικά ή και κομματικά. Είναι τελείως διαφορετικοί οι συγγενικοί δεσμοί αίματος, από τους δεσμούς αίματος των ηρωικών νεκρών μας με το ΚΚΕ. Μόνον αυτοί οι δεσμοί μπορούν να αποτιμηθούν ιστορικά και πολιτικά.

Παρόμοιες τοποθετήσεις είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν η Ελλη Παππά. Σε μία από αυτές, με αφορμή συνέντευξη που έδωσαν στη ΝΕΤ (22 Απριλίου 1998) η ίδια και η Διδώ Σωτηρίου, είχε απαντήσει ο «Ριζοσπάστης» με το άρθρο Το ΚΚΕ γεννάει Μπελογιάννηδες10. Ανάμεσα σε άλλα στο άρθρο γράφτηκε:

«…δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει, τόσο ορισμένες ουσιώδεις παραλείψεις, όσο και αρνητικές υπογραμμίσεις στις οποίες στάθηκαν η Διδώ Σωτηρίου και η Ελλη Παππά.

(…) Ο Νίκος Μπελογιάννης υπήρξε γνήσιο παιδί του ΚΚΕ. Στις γραμμές του διαπαιδαγωγήθηκε και αναπτύχθηκε, μέσα στις φυλακές, στην ΕΑΜική Αντίσταση, στο Δημοκρατικό Στρατό, στην παρανομία. Ουσιαστικά ο Μπελογιάννης, όντας στο ΚΚΕ από τα πρώτα εφηβικά χρόνια μέχρι το τέλος του, δεν γνώρισε άλλη ζωή πέραν αυτής στο ΚΚΕ. Εκεί διαμόρφωσε την προσωπικότητά του. Δίχως το ΚΚΕ δεν θα υπήρχε Μπελογιάννης. Οπως δεν θα υπήρχαν και οι χιλιάδες επώνυμοι και μη επώνυμοι Μπελογιάννηδες που γέννησε τούτο το Κόμμα.

Και όμως, αυτό το οφθαλμοφανέστατο, αυτό το χιλιάδες φορές αποδεδειγμένο και θεμελιακής σημασίας θέμα, δεν θεώρησαν άξιο λόγου να το αναφέρουν ούτε μια φορά οι Ελλη Παππά και Διδώ Σωτηρίου(…) Το προσπέρασαν ως μη υπάρχον.

(…) Να σημειωθεί, με την ευκαιρία, ότι μια σειρά ασχολούμενοι με την Ιστορία του ΚΚΕ συνηθίζουν να διαχωρίζουν τα πρόσωπα από το Κόμμα, σα να πρόκειται για δύο άσχετες μεταξύ τους οντότητες».

Πολλά χρόνια πριν από το θάνατό της η Ελλη Παππά κατέθεσε στο Μουσείο Μπενάκη δύο πολυσέλιδα κείμενα, με την εντολή να δημοσιευτούν αφού πεθάνει. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει δημοσιευτεί μόνο η επιστολή11, την οποία κατέθεσε με το δεύτερο κείμενο και που την έχει σχολιάσει ο «Ριζοσπάστης» (6 Δεκεμβρίου 2009).

Διαβάζοντας την επιστολή αντιλαμβάνεται κανείς γιατί πανηγύρισε ο αστικός Τύπος, που βεβαίως δεν σκοτίστηκε για την ιστορική αλήθεια, παρά μόνο για το πώς θα επιτεθεί στο ΚΚΕ.

Στο μεταξύ τίποτα το νέο δεν υπάρχει στα δημοσιεύματά τους επί δεκαετίες. Απλώς αναμασούν τα ίδια και τα ίδια. Και εκλαμβάνουν περίπου ως θέσφατο οτιδήποτε έχει πει κάποιος από τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, αρκεί αυτό να στρέφεται κατά του ΚΚΕ. Για τον ίδιο λόγο αντιμετωπίζουν ως ιστορική πηγή κάθε μαρτυρία της Ελλης Παππά. Αυτό συνιστά αυθαιρεσία. Το γιατί, φαίνεται από το εξής παράδειγμα:

Πολλές φορές η Ελλη Παππά υπογράμμισε σε συνεντεύξεις της ότι ο Μπελογιάννης της είπε «να ζήσεις για το παιδί και για την εκδίκηση». Το νόημα που η Ελλη Παππά έδωσε σε αυτήν τη φράση, έπειτα από χρόνια, είναι ότι με τη λέξη «εκδίκηση» ο Μπελογιάννης, ούτε λίγο – ούτε πολύ, εννοούσε ανατροπές στην οργανωτική λειτουργία του Κόμματος, στα επαναστατικά του χαρακτηριστικά και άλλα, όπως και «εκδίκηση» για την επιλογή από το ΚΚΕ της ένοπλης πάλης στα 1946-1949. Ομως, άλλα έγραψε η ίδια πριν από πολλά χρόνια σχετικά με τη λέξη «εκδίκηση».

Στις 3 Μαΐου 1952 ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μετέδωσε το δεύτερο γράμμα της Ελλης Παππά, που είχε δημοσιευτεί στη γαλλική εφημερίδα «Ουμανιτέ» τέσσερις μέρες πριν (29 Απριλίου), με τον τίτλο «Εκδίκηση». Εκεί έγραψε:

«Πρέπει να ζήσεις για την εκδίκηση. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Μπελογιάννη όταν έφευγε για το εκτελεστικό απόσπασμα. Είμαι βέβαιη πως εσείς λεύτεροι άνθρωποι στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο, τον ακούσατε μαζί μου, μα και πως σας εμπνέουν την ίδια αγανάκτηση, την ίδια φλόγα, για να εκδικηθείτε τους δολοφόνους του Μπελογιάννη, τους δολοφόνους χιλιάδων και χιλιάδων αγωνιστών, εκείνους που αλυσοδένουν τους λαούς και δολοφονούν τα καλύτερα παιδιά του»12.

Εξάλλου, στα γράμματα που έστειλε στον Νίκο Ζαχαριάδη από τη φυλακή, το 1952, η Ελλη Παππά αναφέρθηκε και πάλι στην «εκδίκηση», γράφοντας:

«Αγαπητέ μου σ., αυτά είναι λίγα μπροστά στα όσα έχω να σου πω. Δεν ξέρω αν κατάφερα τίποτα, βλέπεις δεν διαβάζω13και τι γράφω και ίσως βρεις και ασυναρτησίες. Πάντως το να σας το πω έστω και κουτσά το θεωρώ σαν υπέρτατη υποχρέωσή μου και σε σας και στο Κόμμα και στην εκδίκηση που μου ζήτησε ο Νίκος. Σκέφτεσαι σ. πως όλη αυτή η πλεκτάνη δεν θα μπορούσε να γίνει αν ζούσε; Γι’ αυτό τον φάγανε (…) Σύντροφε, σου στέλνουμε όλη μας τη σκέψη, την αγάπη και την ελπίδα πως θα γιατρέψετε γρήγορα την κατάσταση όπως πρέπει και όπως περιμένουμε»14.

Τόσο από αυτό, όσο και από το γράμμα στην «Ουμανιτέ», γίνεται φανερό ότι άλλο ήταν το νόημα της λέξης «εκδίκηση» και όχι αυτό που εκ των υστέρων υποστήριξε η Ελλη Παππά.

Το βέβαιο είναι ότι ο Μπελογιάννης επέδειξε αταλάντευτη στάση στην εφαρμογή της πολιτικής του Κόμματος. Και πάντως κανένας δε δικαιούται να «μεταφέρει» σήμερα τον Μπελογιάννη στο λεγόμενο «ανανεωτικό» χώρο. Γιατί αυτό επιχειρείται.

Δεν είναι, λοιπόν, αξιόπιστη κάθε μαρτυρία της Ελλης Παππά, αφού στα λόγια και στα γραπτά της υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Ας προστεθούν εδώ και τα παρακάτω αξιοσημείωτα:

Αν και η Ελλη Παππά σωστά πάλεψε για να πείσει ότι ο Πλουμπίδης δεν ήταν πράκτορας του εχθρού, όπως τον είχε άδικα κατηγορήσει η ηγεσία του ΚΚΕ, ωστόσο κάποιο διάστημα και η ίδια είχε ερωτηματικά για τον Πλουμπίδη, τα οποία διατύπωσε στον Ν. Ζαχαριάδη σε μία από τις εκθέσεις που του έστειλε από τη φυλακή. Διαβάζουμε:

«Λίγα ακόμα για το ζήτημα του Πλουμπίδη. Εμένα με βασάνισαν τρία σημεία: 1) Οταν ήρθε στη φυλακή η Κατερίνα Τριανταφ(υλλίδη) μου είπε: “Ο Πλουμπίδης είναι έξω φρενών μαζί σου γιατί πήγες στο σπίτι του Καλοφωλιά, ενώ στο είχε απαγορεύσει”. Εγώ έμεινα κατάπληχτη, γιατί στο σπίτι του Καλοφ(ωλιά) πήγα ακριβώς ύστερα από συνεννόηση μαζί του (από κει θα παίρναμε επαφή με την οργάνωση μετά τη σύλληψη του Νίκου). Τότε το απέδωσα σε υπερβολικότητες της Κατερίνας. Μετά την καταγγελία για τον Πλ(ουμπίδη) με βασάνισε πολύ. 2) Η τοποθέτηση της Ειρήνης Καστανάκη σε τόσο σοβαρή δουλειά. Απ’ αυτήν ξεκινάει στην υπόθεσή μας όλο το κορδόνι της παρακολούθησης. Ο Πλ. όταν την έβαλε στη δουλειά μού είχε διαβάσει μια έκθεσή της στην οποία έλεγε πως υπέγραψε δήλωση στη Μακρόνησο ύστερα από βασανιστήρια, “που δεν έπαθε ούτε ο Χριστός”. Του είχα πει τότε πως δεν μ’ αρέσει εμένα αυτή η γυναίκα που διαφημίζει το τι πέρασε για να δικαιολογήσει τη δήλωσή της (τότε δεν ξέραμε ακόμη πως δεν έγιναν ατομικά βασανιστήρια στη Μακρον. στις γυναίκες). Οταν ήρθα στη φυλακή έμαθα από τις γυναίκες πως η Καστανάκη ουδέποτε είχε πάει στη Μακρ., ότι αντίθετα είχε συλληφθεί το 1948 με τους ιδιωτ. υπάλληλους, ότι αφέθηκε ελεύθερη, χωρίστηκε η δίκη της και δεν έγινε ποτέ (όπως και τώρα). Το έγραψα στον Πλ. ρωτώντας τον πώς μας κορόιδεψε. Δεν πήρα απάντηση. Κι αυτό μ’ απασχολεί πολύ. 3) Η υποχώρησή του στις εκλογές για να μην χάσουμε τον Κύρκο, ενώ είχαμε πεισθεί πριν πιαστώ πως ο Κύρκος ήταν ανοιχτός χαφιές και προβοκάτορας. Ομως όλα αυτά τα ήξερε ο Νίκος, τα δυο τελευταία τα συζητήσαμε στην Καλλιθέα, μα ποτέ δεν έδειξε να αμφέβαλε για την καλή πίστη του Πλ(ουμπίδη)»15.

Και τα έγραψε αυτά στην ίδια επιστολή όπου στη συνέχεια σωστά υπεραμυνόταν της αθωότητας του Πλουμπίδη.

Εξάλλου η Ελλη Παππά ήταν κατηγορηματική και για την Ρόζα Ιμβριώτη και για πολλές άλλες συγκρατούμενές της:

«Χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα από την οργάνωση στοιχεία αντικομματικά – αντιηγετικά που έκαναν θραύση στις φυλακές και στις εξορίες (όπως κάτι δικηγορίνες που είχαμε εδώ) ή η Ρόζα Ιμβριώτη που στην εξορία έκανε καθαρά αντιηγετική δουλιά και κατά τη γνώμη μου είναι πράχτορας»16.

Κατηγορηματική ήταν η Ελλη Παππά και όσον αφορά τον Βαβούδη. Σίγουρα χαφιέ θεωρούσε η Ελλη Παππά και τον Νίκο Ακριτίδη. Μέχρι το θάνατό της πίστευε ότι ο Ακριτίδης πρόδωσε τον Μπελογιάννη. Εγραψε η Ελλη Παππά στον Ζαχαριάδη:

«Και – έξω απ’ τους μικρούς – πραγματικός χαφιές είναι αυτός που βρίσκεται στην Αθήνα επικεφαλής της δουλειάς. Αν αυτός είναι πάντα ο Ακριτίδης, τότε χαφιές είναι ο Ακριτίδης».17

Ακόμα:

«2) Τι συμβαίνει με τους κώδικες; Πριν αρχίσει η δεύτερη δίκη ο Μπάρμπας μού είχε γράψει πως αρχείο δεν κρατιόταν και δεν μπορούσαν να έχουν τίποτα στα χέρια τους. Αποδείχτηκε ότι είχαν πολλά στα χέρια τους. Σχηματίσαμε βαριές υπόνοιες για τον Βαβούδη. Ο Νίκος μάλιστα στην Καλλιθέα μου είπε πως ο Β. στην Κατοχή ήταν στον Τίτο και μπορεί να τον ψωνίσανε τότε. Για το Β. εγώ είχα υπόνοιες από τις εκλογές του 1950. Αλλοτε μπορώ να σας πω πού τις στήριζα. Τις είπα στο Μπάρμπα, που όμως δεν τις πήρε στα σοβαρά. Και μάλιστα του τις είπε σαν κριτική δική μου. Από τότε χρονολογείται και το άσβεστο μίσος του Β. για μένα που το πληροφορήθηκα πολύ αργά, μόλις είδα το αξιοθρήνητο σήμα για μένα και το Νίκο. Τις υπόνοιές μου για αυτόν τις διατηρώ. Κανείς δεν τον είδε νεκρό. Θα φρίξετε αν κάποτε μάθετε πώς δούλευε αυτός ο άνθρωπος. Μα και μόνο η προσπάθειά του να μας συκοφαντεί όλους και η τάση του να θέλει να πάρει όλη τη δουλειά στα χέρια του, δείχνουν πολλά. Ούτε και μπορούμε να πιστέψουμε πως αυτοί έχουν στις γραμμές μας ένα πράχτορα και όχι δίχτυ από τέτοιους. Αν οι κώδικες δεν είναι από τον Βαβούδη, ποιος τους έδωσε; Σ’ αυτό ίσως θα μπορούσε να δώσει απάντηση ο Μπάρμπας. Νομίζω πως αυτό θα μπορούσε να το κάνει μόνο ο Ακριτίδης»18.

Επομένως, ούτε η Ελλη Παππά ήταν απαλλαγμένη από τη γενικότερη τάση «χαφιεδολογίας» που υπήρχε στην ηγεσία του Κόμματος, βεβαίως σε συνθήκες που η Ασφάλεια κατέφερε ισχυρά χτυπήματα στις παράνομες οργανώσεις του, αλλά και σε συνθήκες εσωκομματικής ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης, την οποία αξιοποιούσε ο ταξικός εχθρός.

Το γεγονός ότι η Ελλη Παππά έκανε λαθεμένες εκτιμήσεις για πρόσωπα και πράγματα, εξηγείται, μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να δικαιολογείται, παίρνοντας κανείς υπόψη τις δύσκολες και σύνθετες συνθήκες δράσης του ΚΚΕ. Ωστόσο, στις μέχρι το θάνατό της δημόσιες τοποθετήσεις, δεν έχει σταθεί αυτοκριτικά, ενώ έχει επιπλέον καταγγείλει άλλους που υπέπεσαν στα ίδια λάθη με τα δικά της.

Για τη μαρτυρία ως ιστορική πηγή

Σχετικά με τη μαρτυρία διατυπώθηκε και η εξής άποψη:

«…η μαρτυρία ως αναδρομική εξιστόρηση, μνήμη και αναστοχασμός, αποτυπώνει τα βιώματα, τις σκέψεις και τις εμπειρίες μιας εποχής, δανειζόμενη από την ύστερη γνώση και τις μεταγενέστερες συνειδητοποιήσεις»19.

Η αποδοχή αυτής της άποψης για τη μαρτυρία είναι πιθανό να οδηγήσει στην αποδοχή μιας παραποιημένης πραγματικότητας, ακόμα και αν δεχθούμε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή που η μαρτυρία διαμορφωνόταν, πράγματι απεικόνιζε με ακρίβεια το ιστορούμενο γεγονός. Γιατί οι μεταγενέστερες συνειδητοποιήσεις και η ύστερη γνώση, ίσως «δανείζουν» στη μαρτυρία, όμως δανείζοντας μπορεί και να την παραμορφώνουν. Αυτό συμβαίνει σε πάμπολλες περιπτώσεις. Τα στρώματα του χρόνου που συσσωρεύονται στη μνήμη, ανακατεμένα σε πολλούς και πολλές με την παθογένεια νέων ιδεολογικών τάσεων (οπορτουνιστικών), κάνουν τη μαρτυρία σύμβουλο κακό. Στην περίπτωση της Ελλης Παππά αυτό το τελευταίο είναι αναμφισβήτητο.

Επιπλέον υπάρχει το εξής ερώτημα: Με ποια κριτήρια θεωρείται φερέγγυα η τάδε ή η δείνα μαρτυρία της και με ποια κριτήρια δεν θεωρείται φερέγγυα κάποια άλλη;

Καμιά προσωπική μαρτυρία δεν αποτελεί ιστορική πηγή, παρά μόνο στην περίπτωση που επιβεβαιώνεται από επίσημα ντοκουμέντα. Αν το τελευταίο δεν συμβαίνει, τότε απαραίτητη προϋπόθεση, για να θεωρηθεί η μαρτυρία ιστορική πηγή, είναι να υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες που να συμπίπτουν με τη συγκεκριμένη προσωπική μαρτυρία. Προϋπόθεση είναι, ακόμα, όλες μαζί να συναρθρώνονται στην ολόπλευρη και λεπτομερή ανάλυση της εξεταζόμενης περιόδου. Διαφορετικά, η αξιοπιστία κάθε μαρτυρίας μένει να αποδειχθεί.

Η μαρτυρία ενός μεμονωμένου προσώπου αναμφίβολα μετά την πάροδο χρόνων σημαδεύεται με συναισθηματικά κίνητρα, προσωπικά κριτήρια, αναστοχασμούς κλπ. Ομως, αυτά δεν ακυρώνουν τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει στη μαρτυρία του η πολιτική του τοποθέτηση. Πολύ περισσότερο, θα λέγαμε ότι το ατομικό ταξικό πρίσμα προσδιορίζει και τα συναισθηματικά κριτήρια και τους αναστοχασμούς.

Από την άλλη, η μαρτυρία δεν είναι από μόνη της Ιστορία. Για παράδειγμα, η μαρτυρία ενός «ανανήψαντος» (ή και πολλών), που πιστεύει ότι ήταν λάθος του να πολεμήσει στα 1946-1949, δεν είναι δυνατό να στοιχειοθετήσει ότι κακώς διεξήχθη ο αγώνας του ΔΣΕ.

Σειρά λόγων, λοιπόν, συνηγορούν στο να μην είναι πολλές φορές οι πρωταγωνιστές και οι πιο αντικειμενικοί κριτές ιστορικών γεγονότων. Επιπλέον, οι πρωταγωνιστές δεν ερμηνεύονται αυθεντικά μόνο ή κυρίως από τις μαρτυρίες συγγενών και φίλων. Αυτό επιχειρείται σήμερα για τους Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, ενώ συμπίπτουν στους στόχους συγγενείς και αστική ιδεολογία. Γι’ αυτό οι προσωπικές εκμυστηρεύσεις έχουν ελάχιστη ιστορική αξία. Τις εκμυστηρεύσεις έχει χρησιμοποιήσει κατά κόρον και με σαφή υπονοούμενα η Ελλη Παππά, κάνοντας συνεχείς αναφορές στο τι της είπε ή δεν της είπε ο Μπελογιάννης, ή τι εννοούσε για το ένα ή για το δείνα θέμα.

Αστοχο. Ούτε μπορεί να την διαψεύσει κανείς, αφού κανείς δεν ήταν παρών στην απομόνωση του κρατητηρίου, ούτε εκείνη μπορούσε να αποδείξει τα λεγόμενά της. Και αν υπολόγιζε ότι στους ισχυρισμούς, που έχει εγείρει, δίνει το ακαταμάχητο το αγωνιστικό της παρελθόν, επίσης αστόχησε. Γιατί είπε τόσα στο παρελθόν, τα οποία στη συνέχεια «ξέχασε», ώστε έχει χάσει και το «ακαταμάχητο».

Η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας απαιτεί επιστημονική μεθοδολογία, ανάλυση όλων των βασικών παραγόντων που διαμόρφωσαν τα ιστορικά γεγονότα, μελέτη της διαλεκτικής σχέσης των διαφόρων παραγόντων, εργασία που απαιτεί συλλογικότητα και σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την ατομική μαρτυρία.

Η ιστοριογραφία είναι ταξική. Δεν υπάρχει «ουδέτερη» συγγραφή, είτε αυτό το αντιλαμβάνεται ο ιστορικός που τοποθετείται με την αστική σκοπιά, είτε δεν το αντιλαμβάνεται.

Βιβλιογραφία – σημειώσεις:

1.Γιάννης Πετσόπουλος, «Τα πραγματικά αίτια της διαγραφής μου από το ΚΚΕ», Αθήνα 1946.

2. Πότης Παρασκευόπουλος, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», σελ. 19-20, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

3. Πότης Παρασκευόπουλος, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», σελ. 10, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

4. 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 71, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ (μόνο για εσωκομματική χρήση).

5. 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 92 – 93, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ (μόνο για εσωκομματική χρήση).

6. Η ΑΥΓΗ, 1 Νοεμβρίου 2009.

7. Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Α΄, σελ. 216 – 217, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

8. Περιοδικό «Νέος Κόσμος», Μάρτιος 1954, σελ. 49, άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ.

9. Ι. Β. Στάλιν, ΑΠΑΝΤΑ τ. 14ος , σελ. 107, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.

10. «Ριζοσπάστης», 26 Απριλίου 1998.

11. Τα βασικά σημεία της επιστολής αναφέρονται και σχολιάζονται σε άλλες σελίδες του παρόντος.

12. Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης», ΑΜ 441416. Η επιστολή της Ελλης Παππά γράφτηκε στις 2 Απριλίου 1952 και μεταδόθηκε από τον ρ/φ σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» στις 3 Μαΐου του 1952. Είχε δημοσιευτεί στην «Ουμανιτέ» στις 29 Απριλίου 1952.

13. Η Ελλη Παππά έγραψε τα γράμματα με χυμό λεμονιού στις λευκές σελίδες και στα περιθώρια ενός βιβλίου.

14. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

15. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

16. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

17. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

18. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

19. Ιωάννα Παπαθανασίου, από διανεμημένη ομιλία της στην παρουσίαση του βιβλίου «Οι παράνομοι», με τίτλο «Οι παράνομοι ως αντι – ήρωες της επαναστατικής δράσης», ξενοδοχείο Τιτάνια, 7 Μαΐου 1997.

Συνέχεια την ερχόμενη Κυριακή:

«Οι ασύρματοι – οι δίκες».

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Πηγή : Ριζοσπάστης 18 – 4 – 2010

Το ΚΚΕ γεννά Μπελογιάννηδες

Στα 58 χρόνια από την εκτέλεση του κομμουνιστή

(γ΄ μέρος, τελευταίο)

Η πρώτη δίκη με το νόμο 509/1947

Ο Ν. Μπελογιάννης στη δίκη, με την συγκατηγορούμενή του αγωνίστρια, ηθοποιό, Μαρία Φωκά
Ο Ν. Μπελογιάννης στη δίκη, με την συγκατηγορούμενή του αγωνίστρια, ηθοποιό, Μαρία Φωκά

Ο Μπελογιάννης έπεσε στα χέρια της Ασφάλειας στις 20 Δεκεμβρίου 1950. Οι αστυνομικοί, που κατά πάσα πιθανότητα τον περίμεναν, τον συνέλαβαν μόλις μπήκε στο σπίτι της οδού Πλαπούτα 30, κοντά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το σπίτι λειτουργούσε ως γιάφκα του παράνομου μηχανισμού.

Η σύλληψη ανακοινώθηκε από τον Τύπο στις 4 Ιανουαρίου 1951. Αναφέρονταν ανάμεσα σε άλλα:

«Ο Νίκος Μπελογιάννης, εξ Αμαλιάδος, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, αποσταλείς κατόπιν εντολής του Πολιτικού Γραφείου από τας χώρας του Παραπετάσματος εις την Ελλάδα (…) διά την ανασυγκρότησιν του παρανόμου μηχανισμού και την προπαρασκευήν του Τετάρτου Γύρου. (…) συνελήφθη εις τας Αθήνας, κατόπιν κεραυνοβόλου ενεργείας της Ασφαλείας του Κράτους, (…) Ο Μπελογιάννης έφθασεν εις τας Αθήνας, κατέλυσεν εις το ξενοδοχείον «Μέγα» και ήρχισεν αμέσως τας επαφάς του με τα στελέχη, χρησιμοποιών ως σύνδεσμον την Ελλη Ιωαννίδου, μέλος της ΚΟΑ»1.

Μαζί με τον Μπελογιάννη πιάστηκαν ακόμα 92 σύντροφοι.

Οι 93 κομμουνιστές παραπέμφθηκαν σε δίκη με βάση το νόμο 509/1947, ότι επεδίωξαν «την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος».

Η δίκη τους άρχισε στις 19 Οκτωβρίου 1951 στο Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, που συνεδρίαζε στα δικαστήρια της οδού Σανταρόζα. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο αντισυνταγματάρχης της στρατιωτικής δικαιοσύνης Ανδρέας Σταυρόπουλος και στρατοδίκες οι ταγματάρχες Νικόλαος Κομνιανός, Γεώργιος Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας), Γεώργιος Κοράκης και ο λοχαγός Θεμ. Κυριακόπουλος.

Αφίσα για εκδήλωση του ΚΚΕ που είχε γίνει στη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν των τεσσάρων εκτελεσθέντων: Ν. Μπελογιάννη, Δ. Μπάση, Ν. Καλούμενου και Η. Αργυριάδη
Αφίσα για εκδήλωση του ΚΚΕ που είχε γίνει στη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν των τεσσάρων εκτελεσθέντων: Ν. Μπελογιάννη, Δ. Μπάση, Ν. Καλούμενου και Η. Αργυριάδη

Με τη στάση του στο δικαστήριο ο Μπελογιάννης συνέτριψε το κατηγορητήριο, υπεράσπισε την πολιτική του ΚΚΕ και τον αγώνα του ΔΣΕ:

«Αντιτάξαμε βία στη βία. Δεν ήταν δυνατό να καθίσουμε και να λέμε “σφάξε με αγά μου, ν’ αγιάσω”. Η πολιτική μας αυτή στηρίζονταν στο λαό, γι’ αυτό και τρία χρόνια αντιμετωπίσαμε τόσες δυσκολίες»2.

Τέλειωσε την απολογία του με τα παρακάτω λόγια:

«Σας μίλησα για την πολιτική του ΚΚΕ. Θέλω όμως να τονίσω και αυτό: Οτι το ΚΚΕ έχει ρίζες στο λαό ποτισμένες με αίμα και δεν εξοντώνεται ούτε με στρατοδικεία, ούτε με εκτελεστικά αποσπάσματα. Η πολιτική του απόβλεπε πάντοτε στο καλό του λαού και της χώρας μας. Σ’ αυτό αποβλέπει και σήμερα. Γι’ αυτό και ο λαός το υποστηρίζει. (…) Γι’ αυτή μας την πολιτική με δικάζετε. Δεν ζητώ την επιείκειά σας. Θα δεχτώ με περηφάνια και στωικότητα την καταδίκη μου και θαρραλέα θα αντιμετωπίσω ακόμη και το εκτελεστικό σας απόσπασμα».3

Η δίκη διάρκεσε έως τις 16 Νοέμβρη. Από τους 93 κατηγορούμενους οι 12 καταδικάστηκαν σε θάνατο.4

Μετά τη δίκη ο Μπελογιάννης μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας. Εκεί ολοκλήρωσε το γνωστό βιβλίο «Σχέδιο για μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Πρώτες μακρινές ρίζες, προσχέδιο, σημειώσεις», το οποίο είχε αρχίσει να σχεδιάζει στο κελί της απομόνωσης.

Οι ασύρματοι – η δεύτερη δίκη με το νόμο 375/1936

Στο μεταξύ, δύο μέρες πριν από τη λήξη της πρώτης δίκης, στις 14 Νοέμβρη 1951, δυνάμεις της Κρατικής Ασφάλειας περικύκλωσαν τη βίλα «ΑΥΡΑ» στην Ανω Γλυφάδα και το σπίτι της οδού Λυκούργου 39 στην Καλλιθέα. Η βίλα «ΑΥΡΑ», όπου ζούσε η οικογένεια του Ηλία Αργυριάδη, παλιού στελέχους του ΚΚΕ, ήταν η κρύπτη του ενός ασυρμάτου και το σπίτι της Καλλιθέας, όπου κατοικούσε η οικογένεια του Νίκου Καλούμενου, επίσης παλιού στελέχους του Κόμματος, ήταν η κρύπτη του δεύτερου ασυρμάτου. Σε αυτήν βρισκόταν εκείνη την ώρα και ο Βαβούδης. Στο μεταξύ, από τις 23 Οκτώβρη 1951 είχε συλληφθεί από την Ασφάλεια Πειραιά ο δικηγόρος και οικονομολόγος Δημήτρης Μπάτσης.5

Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», 2 Μάρτη 1952, η ανακοίνωση της θανατικής ποινής της δεύτερης δίκης Μπελογιάννη, από τον πρόεδρο του Στρατοδικείου
Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», 2 Μάρτη 1952, η ανακοίνωση της θανατικής ποινής της δεύτερης δίκης Μπελογιάννη, από τον πρόεδρο του Στρατοδικείου

Ο Αργυριάδης συνελήφθη, ενώ η γυναίκα του Κατερίνα Δάλλα φέρεται να αυτοκτόνησε λίγες μέρες αργότερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αστυνομίας. Συνελήφθη επίσης ο Ν.Καλούμενος. Ο Βαβούδης αυτοκτόνησε μέσα στην κρύπτη.

Με το «στοιχείο» των ασυρμάτων άρχισε στις 15 Φλεβάρη 1952 η δεύτερη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και ακόμα 28 κομμουνιστών, με την κατηγορία της «διενέργειας κατασκοπείας κατά των συμφερόντων του κράτους».

Η δίκη στο Α΄ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών διεξήχθη με βάση τον Μεταξικό νόμο 375/1936, που ανασύρθηκε από τα συρτάρια και μπήκε σε εφαρμογή.

Με την κατηγορία της κατασκοπείας το αστικό κράτος επεδίωξε το διασυρμό του ΚΚΕ ως κόμματος ξενοκίνητου, που η δράση του δήθεν ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τα συμφέροντα του λαού. Η κατηγορία εξυπηρετούσε το στόχο της απομόνωσης του ΚΚΕ από το λαό, τη συκοφάντηση και το μηδενισμό της ηρωικής δράσης του ενάντια στο γερμανοϊταλικό και βουλγαρικό και στη συνέχεια στον αγγλικό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ο ταξικός αντίπαλος κατασκεύασε αυτήν την κατηγορία, διαστρέφοντας απόλυτα το περιεχόμενο του προλεταριακού διεθνισμού, τον πατριωτισμό της εργατικής τάξης.

Στην Ελλάδα, η «Φωνή της Αμερικής» μετέδωσε:

«Η δίκη Μπελογιάννη αποδεικνύει στον Ελεύθερο Κόσμο πως τα κομμουνιστικά κόμματα, όπου κι αν βρίσκονται, δεν είναι πολιτικά κόμματα, όπως τα υπόλοιπα, αλλά κατασκοπευτικές οργανώσεις»6.

Το αστικό κράτος είχε και άλλους λόγους που χρειαζόταν την αναβίωση του συγκεκριμένου νόμου. Η επιλογή του συντασσόταν με τη διεθνή αντικομμουνιστική υστερία και την ψυχροπολεμική πολιτική του καπιταλισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ (29 Μάρτη 1951) καταδικάστηκαν σε θάνατο ως κατάσκοποι της Σοβιετικής Ενωσης ο Τζούλιους και η Εθελ Ρόζενμπεργκ, που εκτελέστηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα στις 19 Ιούνη 1953.

Συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, στο εργοστάσιο σιδηροδρόμων της Ρουμανίας
Συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, στο εργοστάσιο σιδηροδρόμων της Ρουμανίας

Στις 18 Φλεβάρη 1952 η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου «για τους πραγματικούς σκοπούς της νέας δίκης Μπελογιάννη» ανέφερε:

«Ποιος θα πιστέψει το συνεργάτη του Ιταλού κατακτητή και τον οργανωτή της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ7, το δήμιο του ελληνικού λαού Ρέντη, τα παραμύθια και τα κατασκευάσματά του;

Ποιος θα πιστέψει την κατηγορία για κατασκοπεία τη στιγμή που ο επίσημος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον Ο(ργανισμό) Ε(νωμένων) Ε(θνών) Κύρου από πολύ τώρα καιρό ζητούσε απ’ την κυβέρνηση, όπως έγραψε το προσωπικό δημοσιογραφικό του όργανο, η “Εστία” της 12ης του Δεκέμβρη 1951, οι κομμουνιστές να δικάζονται όταν δε συνεδριάζει η γενική συνέλευση του ΟΕΕ και με την κατηγορία της κατασκοπείας, ανεξάρτητα αν αυτή στέκει είτε όχι;

(…) Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει για τους πραγματικούς σκοπούς της νέας δίκης Μπελογιάννη, όταν οι υπουργοί της παλατιανής καμαρίλας και του Πλαστήρα, Σακελλαρίου και Ρέντης (…) δήλωναν στη Βουλή στις 10 του Δεκέμβρη του 1951 ότι η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ήταν λάθος, ότι έπρεπε να παραπεμφεί ο Μπελογιάννης με τους συναγωνιστές του στο τακτικό στρατοδικείο, (…) “θα είχον αναμφιβόλως σήμερον εκτελεστεί” (Ρέντης) και όταν ξέρει την κανιβαλική δήλωση του Σακελλαρίου στην ίδια συνεδρίαση: “Σας δίνω το λόγο μου ότι θα εκτελεσθούν όλοι”;»8.

Εργάτες του εργοστασίου «Ναγκέμπα» της ΓΛΔ, το οποίο μετονομάστηκε σε «Μπελογιάννης» σε πρωτομαγιάτικη εκδήλωση, μαζί με Ελληνες πολιτικούς πρόσφυγες να κρατούν μια φωτογραφία του Μπελογιάννη
Εργάτες του εργοστασίου «Ναγκέμπα» της ΓΛΔ, το οποίο μετονομάστηκε σε «Μπελογιάννης» σε πρωτομαγιάτικη εκδήλωση, μαζί με Ελληνες πολιτικούς πρόσφυγες να κρατούν μια φωτογραφία του Μπελογιάννη

Σε επόμενη ανακοίνωση, στις 23 Φλεβάρη 1952, «Η σκηνοθεσία καταρρέει. Κάτω τα χέρια απ’ τον Μπελογιάννη» το ΠΓ κατάγγειλε:

«Ο γνωστός (…) Ρέντης ομολόγησε χτες στη Βουλή ότι καταρρακώθηκε κιόλας η εγκυρότητα του στρατοδικείου και της απόφασής του. (…) Το ΚΚΕ ποτέ δεν έκρυψε την πολιτική του (…) δηλώνει ότι είναι πάντα έτοιμο να δεχθεί μέσα στην ίδια την Αθήνα οποιαδήποτε πολιτική αντιδικία με τον μοναρχοφασισμό και την αμερικανοκρατία, εφόσον θα εξασφαλίζονταν οι απαραίτητες νομικές και πολιτικές εγγυήσεις, κάτω από την εποπτεία του ίδιου του λαού και αρμόδιων διεθνών δημοκρατικών και προοδευτικών οργανώσεων».9

Για πολλούς λόγους, λοιπόν, το αστικό κράτος «ξεπάγωσε» το νόμο 375/1936 «περί κατασκοπείας» και οδήγησε τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του σε δεύτερη δίκη, παρά το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο οι εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων είχαν σταματήσει και παρά το γεγονός ότι ο Μπελογιάννης είχε ήδη καταδικαστεί σε θάνατο με το νόμο 509/1947. Η κατηγορία της κατασκοπείας ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο να εμπέσει σε αμνηστία, σε αντίθεση με τις καταδίκες με τον 509, για τις οποίες διαφαινόταν ότι μπορούσε η ποινή του θανάτου να μετατραπεί σε ποινή ισόβιων δεσμών.

Στο μεταξύ, ενώ κινήθηκε η διαδικασία παραπομπής των θανατικών ποινών στο Συμβούλιο Χαρίτων, που σε συνέχεια η γνωμάτευσή του θα αποστελλόταν στον βασιλιά Παύλο, ο οποίος θα έπαιρνε την τελική απόφαση, ογκώθηκε η διεθνής αντίδραση για τη ματαίωση των εκτελέσεων και πύκνωσαν οι διαμαρτυρίες και τα τηλεγραφήματα προς την κυβέρνηση και τον βασιλιά. Προσωπικότητες παγκόσμιου κύρους, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Λουί Αραγκόν, ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Ζαν Κοκτώ και άλλοι, κινητοποιήθηκαν, μαζί με εκατομμύρια ανθρώπους, για τη σωτηρία του Μπελογιάννη και των συντρόφων του.

Διαδήλωση διαμαρτυρίας στη Βιέννη για την εκτέλεση των τεσσάρων κομμουνιστών
Διαδήλωση διαμαρτυρίας στη Βιέννη για την εκτέλεση των τεσσάρων κομμουνιστών

Η κατηγορία «περί κατασκοπείας» αντιμετωπίστηκε ως πρόκληση από ανθρώπους των επιστημών και των τεχνών με διεθνές κύρος, ακόμα και από πολιτικούς του αστικού κόσμου, οι οποίοι αντιμετώπισαν ευέλικτα αυτή την ασύστατη κατηγορία.

Το ΚΚΕ, με ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ, στις 18 Φλεβάρη 1952, διακήρυξε:

«Μας κατηγορούν για παράνομη δράση. Τους απαντάμε: Το πιο νόμιμο και ιερό δικαίωμα και υποχρέωση του κάθε πατριώτη Ελληνα είναι να παλεύει την παρανομία τους και το νόμο τους. Η πιο άγια και απαραβίαστη νομιμότητα σήμερα στην Ελλάδα είναι ο αγώνας, ο ανειρήνευτος και αποφασιστικός».10

Απολογία κουκουέδων

Η στάση του Μπελογιάννη, της Ελλης Ιωαννίδου, του Τάκη Λαζαρίδη και άλλων κατηγορουμένων στη δεύτερη δίκη ήταν υποδειγματική, όπως και στην πρώτη. Η επιχειρηματολογία τους κατακεραύνωσε και συνέτριψε την κατασκευασμένη κατηγορία.

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την απολογία του Νίκου Μπελογιάννη:

«… Τον Απρίλη του 1944 στη Λακωνία, τότε που ήταν η περίοδος που οι σύμμαχοι ετοίμαζαν την απόβαση στη Δυτική Ευρώπη, το δεύτερο μέτωπο, για να παραπλανηθούν οι γερμανοί έδωσε εντολή εδώ πέρα το Στρατηγείο της Μ. Ανατολής, έδωσε εντολή στον ΕΛΑΣ να αρχίσει μια έντονη δράση κατά των γερμανών, με σκοπό ακριβώς αυτοί να παραπλανηθούν. Και πραγματικά άρχισε αυτή η δράση. Οι γερμανοί νόμισαν ότι μπορεί κάτι να συμβεί εδώ πέρα και άρχισαν να παίρνουν μέτρα και ειδικότερα στη Νότια Πελοπόννησο πιο πολύ. Εκείνη την περίοδο ακριβώς στη Λακωνία πήρα μια πληροφορία ότι θα περάσει ένας γερμανός Στρατηγός με το επιτελείο του και ένα τμήμα γερμανικό για να επιθεωρήσει τα έργα που γινόντουσαν στη Νότια Πελοπόννησο και με ρώτησαν οι άγγλοι τι θα κάνουμε, θα τους χτυπήσουμε ή όχι; Και η ερώτηση αυτή είχε το νόημά της, γιατί ένα γερμανό Στρατηγό θα τον πληρώναμε πολύ ακριβά. Είχαν προηγηθεί άλλες περιπτώσεις. Στο Κούρνοβο ανατινάχτηκε μια αμαξοστοιχία και εκτελέστηκαν 120 στελέχη του ΚΚΕ που είχαν κάνει και στην Ακροναυπλία. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν χωρούν δισταγμοί και αδίσταχτα είπα, χτυπήστε τους. Πέρασαν, δεν έχω ακριβώς την εφημερίδα και ξεχνώ το όνομα του Στρατηγού, τον χτύπησαν, σκοτώθηκε ο γερμανός, το επιτελείο του και αρκετοί φαντάροι. Για αντίποινα οι γερμανοί τουφέκισαν 200 στελέχη του Κόμματος στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από το Χαϊδάρι. Επίσης την ίδια ακριβώς περίοδο ανακοίνωσαν: “ως αντίποινα διά την δολοφονία δύο γερμανών Αξ/κών διαπραχθείσαν την 25 Απριλίου 1944 ανάνδρως εξ ενέδρας, διέταξα τον τυφεκισμόν 110 κομμουνιστών επί τόπου και την ριζικήν καταστροφήν του χωρίου Κυριάκη. Ο Ανώτατος Αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Αστυνομίας Ελλάδος”, δηλαδή ο περιβόητος Σιμάνα. Αυτή ήταν η δική μας δράση. Και αυτές τις εκατόμβες προσφέραμε. Ετσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα, με την καρδιά μας και με το αίμα μας».11

Την 1η Μαρτίου εκδόθηκε η απόφαση του στρατοδικείου που προέβλεπε την ποινή του θανάτου για 8 κατηγορούμενους12. Ο Μπελογιάννης καταδικάστηκε δις εις θάνατον.

Στο «συνήθη τόπο» νύχτα Κυριακής

Την Κυριακή 30 Μάρτη 1952 ο Νίκος Μπελογιάννης και ακόμα 3 από τους 8 καταδικασμένους σε θάνατο (ο Ηλίας Αργυριάδης, ο Νίκος Καλούμενος και ο Δημήτρης Μπάτσης) έπεφταν νεκροί από τα βόλια του εκτελεστικού αποσπάσματος. Η εκτέλεση των τεσσάρων κομμουνιστών έγινε στο «συνήθη τόπο» των εκτελέσεων (Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία») υπό το φως των προβολέων των στρατιωτικών αυτοκινήτων. Ηταν νύχτα, ώρα 4 και 10΄. Σε λίγο θα ξημέρωνε.

Οι νεκροί μεταφέρθηκαν στο Γ΄ Νεκροταφείο όπου και θάφτηκαν, ενώ πλήθος κόσμου, μόλις πληροφορήθηκε τις εκτελέσεις, άρχισε να καταφθάνει στο Γ΄ Νεκροταφείο, για να αποθέσει ένα κόκκινο γαρύφαλλο, φωνάζοντας συνθήματα κατά των δολοφόνων. Η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις.

Το ΚΚΕ κατάγγειλε τη δολοφονία με ανακοίνωση του ΠΓ στις 30 Μάρτη 1952, όπου ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Σήμερα στις 4 η ώρα έπαψε να χτυπάει η φλογερή καρδιά ενός μεγάλου αγωνιστή του λαού της Ελλάδας και της φιλειρηνικής ανθρωπότητας. (…) Ο Μπελογιάννης έπεσε από τα αμερικάνικα βόλια που τα έριξαν οι δήμιοι Πλαστήρας – Βενιζέλος. Ο Μπελογιάννης όμως ζει μέσα στις καρδιές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο Μπελογιάννης πέρασε στο πάνθεον των μεγάλων ηρώων της προοδευτικής ανθρωπότητας».13

Για την εκτέλεση του Μπελογιάννη γράφτηκε στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 30 Μάρτη 1952:

«Κατεβλήθη προσπάθεια όπως η ποινή του Μπελογιάννη μετατραπεί εις ισόβια δεσμά, λόγω της αναγραφής εις την απόφασιν του Στρατοδικείου της φράσεως ότι καταδικάζεται διά το αδίκημα της κατασκοπείας διά το μέχρι του Ιουνίου 1950 χρονικόν διάστημα. Αλλά, λόγω της θέσεως την οποίαν κατέχει εις το ΚΚΕ, η άποψις αυτή δεν έγινεν δεκτή από τον Ανώτατον Αρχοντα».

Οι δολοφόνοι

Στην εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του επέμεναν οι ΗΠΑ, η κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας και οι εγχώριοι αστοί, Παλάτι και κομματικές ηγεσίες, με πρώτη φυσικά την κυβέρνηση του Ν. Πλαστήρα, μαζί και ο υπουργός Δικαιοσύνης Δημ. Παπασπύρου, ο οποίος προσποιήθηκε όλα τα μετέπειτα χρόνια ότι δεν γνώριζε πως οι εκτελέσεις θα γίνονταν Κυριακή!

Μέχρι και ο Νίκος Παπαπολίτης δημοσίευσε άρθρο στο οποίο έγραφε:

«…πρέπει πάντως να επισημανθεί ο ρόλος του αρμόδιου υπουργού της Δικαιοσύνης, ο οποίος εξυπαρχής υπήρξε σκοτεινός και ακατανόητος».14

Ας θυμηθούμε ότι ο Πλαστήρας έκανε τις παρακάτω δηλώσεις στις 17 Νοέμβρη 1951, μετά την πρώτη δίκη και καταδίκη σε θάνατο του Νίκου Μπελογιάννη:

«Ο Μπελογιάννης και οι μετ’ αυτού καταδικασθέντες σε θάνατο από το Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών δεν πρόκειται να εκτελεστούν. Απόφασις της κυβερνήσεως είναι ότι δι’ αδικήματα διαπραχθέντα προ της 1ηςΝοεμβρίου 1951, οπότε η παρούσα κυβέρνησις δεν ευρίσκετο εις την Αρχήν, αι τυχόν επιβαλλόμεναι θανατικαί ποιναί διά κομμουνιστικήν δράσιν θα υπήγοντο εις την ρύθμισιν η οποία είχε συμφωνηθεί δι’ όλας τας μέχρι τούδε επιβληθείσας και μη εκτελεσθείσας θανατικάς καταδίκας».15

Ωστόσο, στις 8 Δεκέμβρη 1951 ο ρ/φ σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μετέδωσε:

«Περίμενε ο Πλαστήρας να τελειώσει η συζήτηση του ελληνικού ζητήματος στη Γ.Σ. του ΟΗΕ για να εξαγγείλει τις οριστικές αποφάσεις της κυβέρνησής του για τα λεγόμενα μέτρα επιεικείας, που τα κοιλοπόνησε βδομάδες ολόκληρες. Και τις ανακοίνωσε χτες με τον υπουργό του της Δικαιοσύνης Παπασπύρου, όταν στον ΟΗΕ έκλεινε η συζήτηση στο ελληνικό. Το πρώτο μέτρο “ειρήνευσης” που παίρνει ο Πλαστήρας είναι ότι εξαιρεί την περίπτωση του Ν. Μπελογιάννη και των 11 συντρόφων του – που τους καταδίκασε σε θάνατο το στρατοδικείο της Αθήνας – από την μετατροπή των θανατικών ποινών σε ισόβια δεσμά. Ο Παπασπύρου δήλωσε επίσης ότι η “υπό όρους απόλυσις” δεν θα ισχύσει για τους καταδικασμένους πάνω από 20 χρόνια και γι’ αυτούς που καταδικάστηκαν απ’ τα κακουργιοδικεία, δηλαδή για όλους τους φυλακισμένους αγωνιστές της πρώτης Εθνικής Αντίστασης».16

Η διάσταση λόγων και έργων μετά τη δεύτερη δίκη είναι προφανής. Πολλά χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Ιωσήφ, υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση Πλαστήρα, αποκάλυψε σε εκπομπή της ΝΕΤ (28 Μάρτη 2002):

«Είχαμε συνεδρίαση του λεγομένου μικρού υπουργικού συμβουλίου. Εξήταζε τα κάπως μυστικά ζητήματα. Και το θέμα ήταν το αποτέλεσμα της δίκης και το τι γίνεται παραπέρα. Ηταν ένα συμβούλιο στο οποίο μετείχαν μόνο ο Σοφοκλής Βενιζέλος, φυσικά ο Πλαστήρας, ο Γιώργος Καρτάλης, ένας έκτακτος άνθρωπος, έντιμος, καλός οικονομολόγος που είχε το βάρος του υπουργείου Συντονισμού, ο υπουργός Ρέντης, απόγονος του Ζαΐμη και εγώ. Και ακούω σε κάποια στιγμή να λέει ο Ρέντης: “Πόσους να στείλουμε στο απόσπασμα; Τέσσερις ή έξι;” Και φαίνεται πετάχτηκα αυθόρμητα και είπα: Κύριε Υπουργέ μιλάμε για εκτελέσεις. Δεν απήντησε αλλά μου έστειλε ένα φονικό βλέμμα (…)

Δημοσιογράφος (Κούλογλου): Κανείς άλλος δεν πήρε το λόγο να μιλήσει, ούτε ο Πλαστήρας δεν πήρε θέση;

Ιωσήφ: Μιλιά. Ούτε αυτός, ούτε ο Βενιζέλος, ούτε ο Καρτάλης.

Το άλλο πρωί αμέσως έτρεξα στον Γιώργο Καρτάλη. Και του είπα: “Γιώργο το να πει κάτι ή να κάνει κάτι ένας μικρός κούκος Ανοιξη δεν έρχεται. Αν εσύ όμως παραιτηθείς, η κυβέρνηση πέφτει και τα πράγματα είναι αλλιώς και παύουμε να ρεζιλευόμαστε σε έναν ολόκληρο λαό που μας αγάπησε και έτσι η χώρα μπορεί να πηγαίνει καλύτερα”. Ξέρετε τι μου απήντησε ο Καρτάλης; “Σήμερα το πρωί ο Αγγλος πρέσβης ήρθε εδώ και με πίεσε να μην παραιτηθώ, διότι όπως θα ξέρεις οι Αγγλοι θέλουν να βοηθήσουν τους Αμερικανούς να πάει το πράγμα προς τον Παπάγο”».

Οσον αφορά τον υπουργό Συντονισμού Γεώργιο Καρτάλη, πήγε στον Πλαστήρα και υπέβαλε την παραίτησή του μετά τις εκτελέσεις. Και έπειτα από παράκληση του Πλαστήρα παρέμεινε στην κυβέρνηση…

Ο Πλαστήρας υπήρξε για ένα διάστημα ο ευνοούμενος των ΗΠΑ και των Ανακτόρων για την πρωθυπουργία. Ωστόσο, εκείνο το διάστημα είχε διαφανεί ότι ΗΠΑ και Ανάκτορα προσανατολίζονταν πια προς τον Παπάγο. Η κυβέρνηση Πλαστήρα δεν αντιτάχθηκε στην εκτέλεση του Μπελογιάννη, για να διατηρήσει την εύνοιά τους και να παραμείνει στην εξουσία.

Η ΕΔΑ

Ως προς τις αντιδράσεις της ΕΔΑ μετά τις εκτελέσεις, διαβάζουμε:

«Οι επίσημες αντιδράσεις της ΕΔΑ για τις εκτελέσεις ήταν έντονες και σοβαρές, αλλά ήπιες στη φρασεολογία, προσαρμοσμένες στις τότε συνθήκες. Στις ανακοινώσεις της προβάλλεται περισσότερο η ανάγκη για γαλήνευση της χώρας, παρά εκείνο που είναι πια ένα τετελεσμένο συνταρακτικό γεγονός.

Το βράδυ της Δευτέρας, 31ηςΜαρτίου 1952, την άλλη μέρα δηλαδή από τις εκτελέσεις, στη συνεδρίαση της Βουλής, ο πρόεδρος της ΕΔΑ ζητά να του δοθεί ο λόγος πριν από την ημερήσια διάταξη. Ο πρόεδρος της Βουλής αρνείται. Υστερα από αυτό, οι οχτώ βουλευτές της ΕΔΑ αποχωρούν από την συνεδρίαση, ακολουθούμενοι και από τον ανεξάρτητο Μιχάλη Κύρκο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αφού καταθέτουν σχετικό έγγραφο στο προεδρείο. Η έγγραφη διαμαρτυρία τους για τις εκτελέσεις καταλήγει με έκκληση προς “τους αντιπροσώπους του Εθνους όσους πιστεύουν εις την εθνικήν ανάγκην της ειρηνεύσεως του τόπου να αντικρύσουν το ελληνικό πρόβλημα ψύχραιμα χωρίς προκαταλήψεις και φανατισμούς, παραμερίζοντες τας ξενικάς επεμβάσεις”»!17

Οι βουλευτές της ΕΔΑ αποχώρησαν από τη Βουλή, επειδή δεν δόθηκε ο λόγος στον Πασαλίδη. Εκείνο όμως που θα είχε αξία ήταν οι καταθέσεις τους στο δικαστήριο ως μάρτυρες υπεράσπισης του Μπελογιάννη, κάτι που δεν έκαναν.18 Αλλά και δεν προσπάθησαν να κινητοποιήσουν κόσμο που θα πολιορκούσε τη φυλακή, για να παρεμποδίσει τις εκτελέσεις.

Για το θέμα αυτό ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μετέδωσε στις 11 Μάρτη 1952:

«Στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου κ.α. συζητιέται πολύ το γεγονός ότι η ΕΔΑ και οι βουλευτές της κράτησαν και γύρω από τη δίκη, όπου ουσιαστικά δικαζόταν και η ΕΔΑ, και γύρω από τις κινητοποιήσεις για τη σωτηρία των δικασμένων σε θάνατο λαϊκών αγωνιστών, πολύ περίεργη ανεκτική και χλιαρή στάση. Συζητιέται και το γεγονός ότι στη δίκη δεν παρουσιάστηκαν, (…) ούτε οι βουλευτές της ΕΔΑ, ούτε και ο Σαράφης…».19

Υπάρχουν και απόψεις ότι σωστά έπραξαν οι βουλευτές της ΕΔΑ, που δεν πήγαν μάρτυρες υπεράσπισης! Διαβάζουμε:

«Ετσι, ορθά (συν)εκτιμήθηκε από τους δημοκρατικούς παράγοντες της ΕΔΑ, αλλά και από τον κομμουνιστικό πυρήνα της, ότι μια δημόσια εμφάνιση βουλευτών της, ως μάρτυρες υπεράσπισης του Νίκου Μπελογιάννη στη δεύτερη δίκη για “κατασκοπεία”, θα μπλοκάριζε την κυβέρνηση Πλαστήρα, και θα επιτάχυνε τη διαδικασία του Αν. Ν. 509/1947 για να διαλύσει την ΕΔΑ και να τη θέσει εκτός νόμου (…) Αυτός ήταν ο πολύ σοβαρός λόγος, της μη εμφάνισης της επίσημης κοινοβουλευτικής ΕΔΑ, στη διάρκεια της δεύτερης δίκης του Νίκου Μπελογιάννη».20

Την απουσία των βουλευτών της ΕΔΑ είχε στηλιτεύσει και η Ελλη Παππά σε μία από τις επιστολές της στον Νίκο Ζαχαριάδη:

«Η ΕΔΑ το ήξερε (…) Τι υπάρχει πίσω από όλα αυτά;».21

Την αντίδραση του ΚΚΕ στην εκτέλεση του Μπελογιάννη, ο οπορτουνιστικός χώρος επί της ουσίας την αποδοκίμασε. Γράφτηκε:

«Πιο έντονη και βίαιη είναι η αντίδραση του ΚΚΕ. Ο ραδιοσταθμός του από το εξωτερικό χαρακτηρίζει τον Πιουριφόι “γκάγκστερ”, τους Πλαστήρα και Βενιζέλο “δήμιους”, που “παζάρεψαν το κεφάλι του Μπελογιάννη για να μείνει η κυβέρνησή τους” και ανοίγουν τον δρόμο στον Παπάγο. Το ίδιο περιεχόμενο έχουν και οι εκπομπές στα ελληνικά της Μόσχας και άλλων χωρών της Αν. Ευρώπης»!22

Τελικά, ποιο ήταν εκείνο που τροφοδότησε με τόση δύναμη τον Μπελογιάννη, που τροφοδότησε με τόση δύναμη εκατομμύρια Μπελογιάννηδες στην Ελλάδα και όπου Γης, ώστε να αντιμετωπίσουν με τόση περιφρόνηση το θάνατο; Ηταν δίχως αμφιβολία το όραμα για μια κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μια κοινωνία αληθινής ελευθερίας. Ηταν η πίστη ότι αυτά θα γίνουν πραγματικότητα. Οι νέες γενιές των κομμουνιστών ας κρατήσουν τα λόγια του Μπελογιάννη:

«Αντλείς όμως απέραντες και ανεξάντλητες δυνάμεις από την πίστη σου στο Κόμμα και στη νίκη».23

Βιβλιογραφία – σημειώσεις:

1. Πότης Παρασκευόπουλος, «Ο Ανθρωπος με το γαρύφαλο», σελ. 35, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

2. «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», Μάρτιος 1954, σελ. 46, από το άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ.

3. «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», Μάρτιος 1954, σελ. 52, από το άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ.

4. Σε θάνατο καταδικάστηκαν: Νίκος Μπελογιάννης, Ελλη Ιωαννίδου, Στέργιος Γραμμένος, Τάκης (Δημήτρης) Καλοφωληάς, Θεοδώρα Γεωργιάδου, Αφροδίτη Μανιάτη, Θανάσης Κανελλόπουλος, Δημήτρης Κανελλόπουλος, Πέτρος Παπανικολάου, Στάθης Δρομάζος, Καλλιόπη Παπαδοπούλου, Λίζα Κόττου. Ακόμη καταδικάστηκαν 3 σε ισόβια, 12 σε ειρκτή ή φυλάκιση. Οι υπόλοιποι σε μικρότερες ποινές ή αθωώθηκαν.

5. Ο Δημήτρης Μπάτσης ήταν διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού «Ανταίος». Εγραψε το βιβλίο «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα».

6. Γιάννης Αγγέλου, «ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ – ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ», σελ. 104, εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ.

7. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, ανταποκριτής του αμερικανικού ραδιοφωνικού δικτύου CBS στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Μάη 1948, σύμφωνα με τις τρεις «καταθέσεις» του δημοσιογράφου Γρηγόρη Στακτόπουλου, ο οποίος κατηγορήθηκε ως συνένοχος στη δολοφονία και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά (αποφυλακίστηκε μετά από 12 χρόνια), μετά από σκηνοθετημένη δίκη. Το πτώμα του Πολκ βρέθηκε στον Θερμαϊκό Κόλπο, κοντά στο Λευκό Πύργο, στις 16 Μάη 1948. Σύμφωνα με τις «καταθέσεις» του Στακτόπουλου στις ανακρίσεις, που διηύθυναν ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Ν. Μουσχουντής στη Θεσσαλονίκη και ο διευθυντής της Αστυνομίας στο υπουργείο Εσωτερικών Ι. Πανόπουλος, στην Αθήνα, τον Πολκ δολοφόνησαν ο Αδάμ Μουζενίδης και ο Βαγγέλης Βασβανάς, μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ. Επρόκειτο για προβοκάτσια, όπως αποδείχθηκε πολύ γρήγορα. Ο Αδάμ Μουζενίδης είχε σκοτωθεί στο βουνό αρκετές μέρες προτού να έρθει στην Ελλάδα ο Πολκ, γεγονός που δεν γνώριζαν οι σκευωροί, όταν σκάρωναν την προβοκάτσια. Ούτε, φυσικά, ο Βασβανάς και ο Στακτόπουλος είχαν κάποια σχέση με το έγκλημα. Ο δικαστικός και αστυνομικός ισχυρισμός για το γεγονός ήταν ότι ο Πολκ επιχείρησε να πάει στο βουνό για να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη και δολοφονήθηκε σε μια βάρκα που θα τον μετέφερε από τη Θεσσαλονίκη σε κάποιο σημείο, στο δρόμο προς τον προορισμό του. Η δολοφονία αξιοποιήθηκε για να συκοφαντηθεί το ΚΚΕ, ωστόσο τα πραγματικά της αίτια παραμένουν άγνωστα. Επικρατεί η άποψη ότι ο Πολκ δολοφονήθηκε από τον Εγγλέζο πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Ρ. Κόατ, δίχως αυτό να είναι βέβαιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αρχηγός της αντικατασκοπείας των ΗΠΑ και ιδρυτής της CIA, στρατηγός Ουίλιαμ Ντόνοβαν, ήρθε στη Θεσσαλονίκη και παρακολούθησε ανελλιπώς τη δίκη. Ο «φάκελος Πολκ» έχει εξαφανιστεί, ενώ ο Αρειος Πάγος απορρίπτει μέχρι και σήμερα αιτήσεις για αναψηλάφηση της δίκης και για την αθώωση και με δικαστική απόφαση του Γρηγόρη Στακτόπουλου, έστω μετά το θάνατό του.

8. Το ΚΚΕ – ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, τ. 7ος, σελ. 241, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

9. Το ΚΚΕ – ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, τ. 7ος, σελ. 246, 247, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

10. Το ΚΚΕ – ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, τ. 7ος, σελ. 243, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

11. Κούλης Ζαμπαθάς, «Νίκος Μπελογιάννης – Νίκος Πλουμπίδης», σελ. 100 – 101, εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ.

12. Σε θάνατο καταδικάστηκαν ο Νίκος Μπελογιάννης, η Ελλη Ιωαννίδου, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Ηλίας Αργυριάδης, ο Νίκος Καλούμενος, ο Τάκης Λαζαρίδης, ο Χαρ. Τουλιάτος και ο Μ. Μπισμπιάνος.

13. «Το ΚΚΕ – ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ», τ. 7ος, σελ. 252, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

14. Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τ. Α΄, σελ. 435, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

15. Πότης Παρασκευόπουλος, «Φιλελεύθερα ανοίγματα στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο», σελ. 173, εκδόσεις «Φυτράκης».

16. Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης», μετάδοση του ρ/φ σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα», 8/12/1951, ΑΜ 375926.

17. Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τ. Α΄, σελ. 436 – 437, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

18. Οι βουλευτές της ΕΔΑ ήταν: Πασαλίδης Γιάννης, Κύρκος Μιχάλης, Μπριλλάκης Αντώνης, Εφραιμίδης Βασίλης, Μάντακας Μανώλης, Σπηλιόπουλος Γιώργος, Κατερίνης Παναγιώτης, Καραμαούνας Λεωνίδας, Σίμος Γιώργος, Βλαμόπουλος Γιώργος.

19. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 313317.

20. Ντούντα Α. Κουσίδου – Σταύρος Γ. Σταυρόπουλος, «Η υπόθεση Νίκου Πλουμπίδη», σελ. 637, εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ».

21. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

22. Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τ. Α΄, σελ. 438, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

23. «Νέος Κόσμος», Μάρτιος 1954, σελ. 45, από άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη. Αυτό έγραψε στο ημερολόγιό του ο Νίκος Μπελογιάννης, στις 9 Αυγούστου 1949, λίγες ημέρες πριν από την υποχώρηση του ΔΣΕ.

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

    

Στο προηγούμενο άρθρο, (β’ μέρος των κειμένων) για τον Νίκο Μπελογιάννη, με τίτλο «Η πολεμική για την αποστολή Μπελογιάννη», («Ρ» 18/4/2010), αναφερόταν ότι εκείνα τα χρόνια ήρθαν παράνομα στην Ελλάδα και άλλα στελέχη του ΚΚΕ, ανάμεσά τους ο Δημήτρης Βλαντάς. Δεν είναι σωστό. Ο Δ. Βλαντάς δεν ήρθε ποτέ παράνομα στην Ελλάδα.

Πηγή : Ριζοσπάστης 25 – 4 – 2010

 

ΙΣΤΟΡΙΑ

Η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» η θεωρία των «άκρων» και ο αντικομμουνισμός

Το θέμα «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» έχει γίνει προσφιλές θέμα αρθρογραφίας στον αστικό Τύπο. Παίρνουν αφορμή από την τραμπούκικη δράση της «Χρυσής Αυγής» που είναι γέννημα του αστικού πολιτικού συστήματος, των ίδιων των καπιταλιστών. Λένε περίπου το εξής: «Τα κόμματα των άκρων εκτινάζονται σε επίπεδα πρωτόγνωρα. Αυτό μοιάζει πολύ με το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης».

Υπάρχει και η άλλη εκδοχή της ίδιας προπαγάνδας. Αυτή της «θεωρίας των άκρων», ταυτίζοντας τη δράση διαφόρων ομάδων προβοκατόρων, παρακρατικών, εθνικιστών, ακροδεξιών, με τη δράση του εργατικού κινήματος. Στα αστικά ΜΜΕ υπάρχει πληθώρα δημοσιευμάτων και συζητήσεων δημοσιογράφων, αστών πολιτικών για τα «λίγα άτομα» που κλείνουν λιμάνια, βάζουν πανό στην Ακρόπολη, δημιουργούν εικόνες βίας, ταυτίζοντας τη δράση των ακροδεξιών στοιχείων, τραμπούκων που πουλούν προστασία τη νύχτα, με τη δράση του ταξικού εργατικού κινήματος, την πάλη των συνδικάτων που αποφασίζουν με τον πιο δημοκρατικό τρόπο την οργάνωση των διεκδικητικών τους αγώνων κόντρα στην αντεργατική πολιτική, τη δράση του ΠΑΜΕ, αλλά και του ΚΚΕ συνεχίζοντας την επικίνδυνη προπαγάνδα των κινδύνων από «τα άκρα». Ταυτίζοντας, δηλαδή, την οργανωμένη ταξική εργατική δράση κόντρα στον καθολικό πόλεμο του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του, των κομμάτων του στην εργατική τάξη, στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στις κατακτήσεις και τα δικαιώματά τους, στο αναφαίρετο δικαίωμα ως παραγωγών του πλούτου που τους τον κλέβουν οι καπιταλιστές, να ζουν οι οικογένειές τους καλύπτοντας όλες τις σύγχρονες ανάγκες τους, με τη δράση ομάδων και μηχανισμών που στοχεύουν στην υπονόμευση, στο τσάκισμα του οργανωμένου εργατικού, λαϊκού κινήματος, της αντιμονοπωλιακής αντικαπιταλιστικής πάλης.

Εμφανίζουν ένα δικό τους μοχλό στήριξης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας, αυτό κάνουν οι ομάδες παρακρατικών, ακροδεξιών, προβοκατόρων, ως δήθεν εχθρό της κοινωνίας, αφού τάχα δρα ενάντιά τους με ακραίες ενέργειες και δράσεις, και τον ταυτίζουν, για να τρομοκρατήσουν τις λαϊκές δυνάμεις, να τις αποτρέψουν από τη συμμετοχή στον οργανωμένο αγώνα, να τις χειραγωγήσουν, με το οργανωμένο εργατικό λαϊκό κίνημα η πάλη του οποίου επίσης χαρακτηρίζεται ακραία, αντικοινωνική. Ετσι λένε, «τα άκρα» οδηγούν στην καταστροφή, στο χάος.

Για παράδειγμα, προβοκάτσιες που οργανώνονται συνήθως όταν το ταξικό εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα στο τελευταίο δίχρονο, οργάνωσε τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, που εξελίχθηκαν με χτύπημα των διαδηλώσεων, παίρνοντας αφορμή καταστροφές, ακόμη και φωτιές σε κτίρια, στις οποίες έδρασαν κράτος και παρακράτος από κοινού για να συκοφαντηθεί ο ταξικός αγώνας, με την αξιοποίηση των κουκουλοφόρων, των λεγόμενων αντιεξουσιαστών, ακροδεξιών συμμοριών, μπράβων της νύχτας κ.λπ. Με οργάνωση και εκτέλεση σχεδίου καταδρομικών ενεργειών, που έδειχναν καλά εκπαιδευμένους ανθρώπους, με εκπαίδευση που παραπέμπει σε μηχανισμό για κατασταλτικές ενέργειες σε κατοικημένες περιοχές και με ανάλογο εξοπλισμό. Για παράδειγμα, ταυτόχρονες φωτιές στο κέντρο της Αθήνας, όπως στις 12 Φλεβάρη 2012, και με εμπρηστικό υλικό που αφενός δεν έσβηνε εύκολα αφετέρου έλιωνε μέταλλο, σύμφωνα με την εκτίμηση πυροσβεστών, που αξιοποιήθηκαν και για την ενδυνάμωση της «προπαγάνδας των άκρων» και της θεωρίας του τέλους της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης».

Παλιά η θεωρία «των άκρων». Ο Ευ. Αβέρωφ, υπουργός της ΝΔ στη 10ετία του ’70, ο επονομαζόμενος και γεφυροποιός γιατί αθώωνε τους χουντικούς πραξικοπηματίες για να συσπειρώσει όσους τους ακολουθούσαν στη ΝΔ, ήταν ο «νονός» της θεωρίας του «αριστεροχουντισμού», δηλαδή της ταύτισης του ΚΚΕ με τους χουντικούς. Αυτός προπαγάνδιζε μ’ αυτόν τον τρόπο τη θεωρία «των άκρων» και την αναπαρήγαγαν τότε τα αστικά ΜΜΕ. Αυτή η προπαγάνδα των άκρων είναι η ίδια βρώμικη προπαγάνδα ταύτισης φασισμού – κομμουνισμού.

Η «Καθημερινή» σε άρθρο της για «τα άκρα» και πόσο επικίνδυνα είναι, έγραφε ότι έτσι πήρε ο Χίτλερ την εξουσία, κυριάρχησε με τέτοιες ομάδες και όπλα στις γειτονιές. Σκόπιμα ξέχασε να γράψει ότι τον Χίτλερ τον ανέβασαν στην κυβερνητική εξουσία οι καπιταλιστές, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, αφού το κόμμα του ήταν στο δικό τους μπλοκ και ότι τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδό του είχε το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Και επειδή τελευταία, με αφορμή τη «Χρυσή Αυγή» ξαναζέσταναν τη θεωρία των άκρων και της Βαϊμάρης να συμπληρώσουμε εδώ ότι το φασιστικό μόρφωμα της «Χρυσής Αυγής» το ήθελαν και το θέλουν τα ίδια τα αστικά κόμματα και το ίδιο το αστικό πολιτικό σύστημα. Είναι ένα χρήσιμο χαρτί τους που ιστορικά το ρίχνουν στο τραπέζι, για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Και μάλιστα, στη σημερινή συγκυρία, αυτό το μόρφωμα δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εμφανίστηκε σε συνθήκες ακραίου και χυδαίου αντικομμουνισμού, εξίσωσης και ταύτισης φασισμού – κομμουνισμού. Θυμίζουμε μόνο περιπτώσεις αστικών μέσων που προπαγάνδισαν αυτήν την ταύτιση λίγο πριν τις εκλογές της 6ης Μάη. Εγραφαν τα ΝΕΑ την τελευταία βδομάδα: «…εξ όσων γνωρίζω ούτε ο Χίτλερ, ούτε ο Στάλιν, ούτε ο ναζισμός, ούτε ο κομμουνισμός έχουν καμία σχέση με το δημοκρατικό αίσθημα κανενός. Δεν ξέρω αν εξισώνονται απολύτως, αν ταυτίζονται εκ του αποτελέσματος ή αν προέρχονται από την ίδια μήτρα…». Ακόμα, έγραφε η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: «Γιατί να είναι το ΚΚΕ στη Βουλή και όχι η Χρυσή Αυγή;».

Για την άτιμη προπαγάνδα περί των «άκρων», για τη βρώμικη και εξίσου ανιστόρητη εξίσωση φασισμού – κομμουνισμού έχουμε γράψει αρκετά στο «Ριζοσπάστη» με αφορμή και τα κατά καιρούς ψηφίσματα και αποφάσεις ιμπεριαλιστικών ενώσεων και κρατών (ΕΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης, κυβερνήσεις της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κ.ά.). Και θα συνεχίσουμε να γράφουμε, καθώς το ιδεολογικό δόγμα περί «ολοκληρωτισμού» αποτελεί πλέον βασικό στοιχείο όχι μόνο της αστικής ιδεολογίας αλλά και διάφορων ρευμάτων του οπορτουνισμού.

Η αστική τάξη γνωρίζει καλά ότι η εξουσία της διασφαλίζεται μόνο όσο το προλεταριάτο δε συναισθάνεται το ρόλο του ως «τάξη για τον εαυτό της» και μόνο όσο η μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων θα περιπλανιέται σε απατηλούς ιδεολογικούς λαβύρινθους που κατασκεύασαν οι καπιταλιστές, για να εμποδιστεί η προσέγγιση της αντικειμενικής αλήθειας, ο ταξικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση, ο ταξικός χαρακτήρας της αστικής εξουσίας, με όποια μορφή κι αν αυτή προβάλλει.

Κόντρα στην αντικειμενική πραγματικότητα, η αστική τάξη, προβάλλεται ως ενοποιητικός φορέας της κοινωνίας, ως το «μέσον» που έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του «συνόλου», του «έθνους», του «λαού». Ετσι π.χ. «για το καλό όλων των Ελλήνων» και όχι για την εξασφάλιση των καπιταλιστικών συμφερόντων αποφάσισαν την εφαρμογή «μνημονιακών» πολιτικών που καταβαραθρώνουν τις συνθήκες ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας! «Για το καλό των λαών» και όχι για τα μονοπωλιακά συμφέροντα διεξάγουν πολέμους και σφαγές λαών! «Για το καλό όλου του έθνους» ματοκύλισαν πάμπολλες φορές εργατικούς απεργιακούς αγώνες! Ταυτόχρονα, με την αυτοανακήρυξή τους σε «μέσον» και σε φορέα εκπροσώπησης του «συνόλου» και του έθνους οι καπιταλιστές και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους βάφτισαν και την υποταγή στα συμφέροντά τους σε «κοινωνική συνοχή». Κατ’ αυτούς, όποιος αντιστρατεύεται τα συμφέροντά τους δεν είναι «απλά» ταξικός αντίπαλος, αλλά «εχθρός του λαού», φορέας της «καταστροφής». Αυτά ισχυρίζονταν κάθε φορά μπροστά στις μεγάλες κινητοποιήσεεις του λαού, όχι μόνο η ΝΔ αλλά και η ΠΑΣΟΚική και Καρατζαφερική ιδεολογική τρομοκρατία, σε συγχορδία με τα περισσότερα αστικά μέσα μαζικής προπαγάνδας. Για την «κοινωνική συνοχή» πασχίζει όμως και ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική ή συνδικαλιστική έκφραση.

Οσοι ξεσηκώνουν τον κουρνιαχτό των «άκρων», το κάνουν μόνο και μόνο για να αποκρύψουν το ταξικό τους μίσος για το Κομμουνιστικό Κόμμα και την εργατική τάξη. Την ίδια θεωρία αξιοποίησαν και οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές στις αρχές της δεκαετίας του 1950, για να απαγορεύσουν τη δράση του ΚΚ και των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων: στο όνομα της υπεράσπισης της «δημοκρατίας» από τα «άκρα». Μόνο που τότε κορυφώνονταν και η πολιτική, διοικητική και οικονομική αποκατάσταση των περισσότερων βασικών στελεχών του ναζισμού, που είχαν καταδικαστεί ακόμα και από διεθνή δικαστήρια! Με πρόσχημα την «καταπολέμηση των άκρων», στις μέρες μας, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, οι πολέμιοι του φασισμού διώκονται και οι συνεργάτες του ανακηρύσσονται σε εθνικούς ήρωες! Οπως στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Βαλτικής.

Τι είναι όμως αυτό το διαβόητο τέλος της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης»;

Στις 28 Φλεβάρη 1933, ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης του Χίτλερ, ο πρόεδρος της Γερμανίας Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών Οργανώσεων. Ετσι, λένε, καταλύθηκε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και επικράτησε ο φασισμός. Αντικαταστάθηκε μια μορφή διακυβέρνησης της δικτατορίας των μονοπωλίων με μία άλλη.

Ποια είναι όμως η πραγματική ιστορία; Οσο κι αν η αστική ιστοριογραφία πασχίζει να πείσει ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία με την κατάργηση της μοναρχίας και με την υιοθέτηση δημοκρατικού συντάγματος από την Γερμανική Εθνοσυνέλευση, στην πόλη Βαϊμάρη της Θουριγγίας (28/2/1919) αποτελεί κατάκτηση του λαού που επαναστάτησε το Νοέμβρη του 1918, η εγκαθίδρυσή της, «ο βίος και η πολιτεία της» δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός των μεγαλοκαπιταλιστών, που εξασφάλισε την εξουσία τους από τον «εχθρό λαό».

Η γερμανική προλεταριακή επανάσταση (3 Νοέμβρη 1918 – Γενάρη 1919, στη Βαυαρία έως τον Απρίλη του ίδιου έτους) έχοντας ως υπόβαθρο, όπως και η Οχτωβριανή της Ρωσίας του 1917, τη μαζική εξαθλίωση που επέφερε για τις λαϊκές μάζες ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρουσίασε κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη, όπως για παράδειγμα τα επαναστατικά συμβούλια εργατών και ναυτών. Η μεγάλη ποιοτική διαφορά ήταν το γεγονός ότι στη Γερμανία απουσίαζε το μαζικό και ταξικά συνεπές κόμμα του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό (οι πρωτοπόροι επαναστάτες της ομάδας «Σπάρτακος» προχώρησαν στη δημιουργία τέτοιου κόμματος στο απόγειο της επανάστασης). Παρ’ όλα αυτά, η δράση του προλεταριάτου, με αρχικούς στόχους που ξεπερνούσαν τα καπιταλιστικά πλαίσια κλόνισε σοβαρά την εξουσία της ηττημένης στον πόλεμο γερμανικής αστικής τάξης.

Αν και η δράση των επαναστατημένων μαζών προσέγγιζε την αντικειμενική ανάγκη της σύμπλεξης των εθνικών και αστικοδημοκρατικών διεκδικήσεων με τη διεκδίκηση της προλεταριακής εξουσίας, η ελλιπής αντίληψη που είχαν για το σοσιαλισμό και για το δρόμο που οδηγεί σε αυτόν (στρατηγική), καθώς και οι αυταπάτες που διατηρούσαν ως προς το χαρακτήρα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (το κόμμα που με το ξέσπασμα του πολέμου ηγεμόνευσε στο χώρο του σοσιαλσοβινισμού) υποχρεωτικά οδηγούσε στο συμβιβασμό με τους αστούς, στην καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών και στον περιορισμό ακόμα και των αστικών μεταρρυθμίσεων. Ενώ, για παράδειγμα, οι μάζες αρχικά διεκδικούσαν, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της στρατοκρατίας και του ιδιαίτερου ρόλου του στρατού στην πολιτική ζωή, οι σοσιαλδημοκράτες που ασκούσαν πλέον την κυβερνητική εξουσία, συνεπείς στις δεσμεύσεις τους, όχι απέναντι στις επαναστατημένες μάζες, αλλά απέναντι στους αστούς, αξιοποίησαν τον αυτοκρατορικό στρατό για να πνίξουν στο αίμα το εξεγερμένο προλεταριάτο του Βερολίνου και άλλων πόλεων και αργότερα της Βαυαρίας. Με αφορμή τη στυγνή δολοφονία των ηγετών της επανάστασης Κ. Λίμπκνεχτ και Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Λένιν σε ομιλία του στις 19/1/1919 κατάγγειλε το νέο ρόλο που ανέλαβε η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), τους Εμπερτ (Ebert) και Σάιντεμαν (Scheidemann) ως δημίους των προλεταριακών ηγετών, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «… η “Δημοκρατία” είναι τελικά ένα μασκάρεμα της αστικής ληστείας και της πιο κτηνώδους βίας».

Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη) αντικατόπτριζαν την εδραίωση ξανά της εξουσίας των αστών, που σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, δε χρειάζονταν πλέον να τη μοιράζονται και με τον αυτοκράτορα (Κάιζερ). Η οικογένεια του τελευταίου και συνολικά οι διάφοροι ευγενείς έπρεπε να ικανοποιηθούν με το γεγονός ότι οι εξαγγελίες της επανάστασης περί απαλλοτρίωσης της περιουσίας τους έμεινε κενό γράμμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και ο όρος Reich (Ράιχ = αυτοκρατορία – «βασίλειο») παρέμεινε στο νέο Σύνταγμα, παρά την πρόταση που τέθηκε για αλλαγή του σε «Δημοκρατία» (Republik).

Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους «πολίτες» άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων, κ.λπ.), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών. Για την αποφυγή οποιασδήποτε «παρεξήγησης» επ’ αυτού, το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας (αναδεικνυόταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό) να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα.)

Το εν λόγω άρθρο αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919 – 1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, για την «εν ψυχρώ» προώθηση των πιο αντιδραστικών απαιτήσεων των μεγαλοβιομηχάνων, για την αναστολή της κοινοβουλευτικής δράσης και στο τέλος, ως κατώφλι για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα, αν τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αυτά που συγκινούν τους υπερασπιστές της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ή οι οικονομικές και κοινωνικές της επιδόσεις.

Γεγονός είναι ότι στα πρώτα χρόνια, ως απόρροια και της ήττας στον πόλεμο, εμφανίζεται ένα πρωτόγνωρο πληθωριστικό «τσουνάμι»1, που ενέτεινε κατά πολύ την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου σε βάρος της εργατιάς και των μικροαστικών στρωμάτων και προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων που γιγάντωναν μέρα με τη μέρα, μέσα και από τη ραγδαία διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης (μόνο ο πολυεκατομμυριούχος Χούγκο Στίνες (Hugo Stinnes) την περίοδο του ραγδαίου πληθωρισμού εξαγόρασε 1.664 επιχειρήσεις με 300.000 εργαζόμενους!). Καθ’ όλη τη δεκαετία του ’20 η αναδιανομή λειτούργησε και προς όφελος των μονοπωλίων των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, με βάση τις πολεμικές αποζημιώσεις, που προέβλεπε η συνθήκη των Βερσαλιών και οι κατοπινές ενδοϊμπεριαλιστικές ρυθμίσεις. Ιδιαίτερα ενισχυμένη παρουσία στη Γερμανία απέκτησαν οι αμερικάνικοι μονοπωλιακοί όμιλοι και ειδικά οι τραπεζικοί.

Αν τα πρώτα χρόνια της Βαϊμάρης, οι πραξικοπηματικές απόπειρες στρατιωτικών (το Μάρτη 1920 οι μοναρχικοί στρατιωτικοί με επικεφαλής το γενικό επιτελάρχη Καπ (Kapp), το στρατηγό Λούντεντορφ (Lundendorff) κ.ά. και το Νοέμβριο του 1923 ο Χίτλερ ξανά με το Λούτεντορφ) αποτυγχάνουν να καταλύσουν την αστική δημοκρατία, αυτό οφειλόταν τόσο στο γεγονός ότι το συγκροτημένο πλέον ΚΚ Γερμανίας τέθηκε επικεφαλής αποφασιστικών εργατικών ένοπλων αγώνων, όσο και στο γεγονός ότι η σφοδρή ενδοκαπιταλιστική διαπάλη ανάμεσα σε διάφορους μονοπωλιακούς ομίλους για την πρωτοκαθεδρία, δεν επέτρεπε τη σύνταξη κοινού σχεδίου αντιμετώπισης της συνταγματικής δημοκρατίας και την ύπαρξη κοινής εναλλακτικής πρότασης. Αυτό δε σημαίνει ότι οι αστοί αντιμετώπισαν με αδιαφορία το φασισμό. Απλά δεν είχαν καταλήξει ποιο από τα πάμπολλα εκείνη την εποχή παραστρατιωτικά, εθνικιστικά και φασιστικά σχήματα ήταν το καταλληλότερο. Πάντως, αν στην αρχή το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (NSDAP) του Χίτλερ είχε ως χρηματοδότες (η «διαπλοκή» και τότε ήταν σύμφυτη του καπιταλισμού) Βαυαρούς καπιταλιστές μεσαίου μεγέθους, ήδη τον Οκτώβρη του 1923 (μόλις ένα μήνα πριν το αποτυχημένο πραξικόπημα) ο Φριτς Τύσσεν (Fritz Thyssen – επικεφαλής του ομώνυμου ομίλου) το ενίσχυσε με 100.000 χρυσά μάρκα2. Αντίστοιχα έπραξε και ο έτερος μεγαλοβιομήχανος Ερνστ φον Μπόρζιχ (ErnstvonBorsig). Αλλά και το αστικό πολιτικό σύστημα συνολικά δε φάνηκε εχθρικό σε τέτοια φαινόμενα. Ετσι ο Χίτλερ για την απόπειρά του καταδικάστηκε «επί εσχάτη προδοσία» σε 5 χρόνια φυλάκιση, αλλά ήδη το Δεκέμβρη 1924 ήταν και πάλι ελεύθερος και με πολιτικά δικαιώματα. Ο δε Λούντεντορφ δεν δικάστηκε καν! Και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή ένσταση των σοσιαλδημοκρατών και αστών «λάτρεων» της αστικής δημοκρατίας.

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί, ότι καθ’ όλη την περίοδο 1919 – 1932, στην κυβερνητική εξουσία το σοσιαλδημοκρατικό και τα αστικά κόμματα (τα περισσότερα εμπεριείχαν στην ονομασία τους και τον προσδιορισμό «λαϊκό») είτε εναλλάσσονταν το ένα με το άλλο, είτε συγκυβερνούσαν, χωρίς όμως κανένα από αυτά να μπορεί να υλοποιήσει τις δημαγωγικές εξαγγελίες για «τη σωτηρία του Λαού», που όλο αυτό το διάστημα, με πρωτοπορία την εργατική τάξη συνέχιζε να διεκδικεί τα δικαιώματά του με διάφορες μορφές (ένοπλες εξεγέρσεις, απεργίες, κλπ.). Ούτε βέβαια δεν μπόρεσαν, παρά την «ικανότητά» τους να κρατήσουν τη Γερμανία έξω από τη δίνη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Αυτό που κατάφεραν (γιατί αυτό άλλωστε επιδίωκαν) είναι με τις επιχορηγήσεις, με κρατικές παραγγελίες και με άλλα εξίσου «δημοκρατικά» μέτρα να ενισχύσουν ξανά και σε παγκόσμιο επίπεδο τη θέση της ντόπιας χρηματιστικής ολιγαρχίας. Το 1932, καθώς η επίδραση της οικονομικής κρίσης και η δράση των κομμουνιστών ανεβάζουν σημαντικά το οργανωμένο εργατικό κίνημα, επιλέγεται η απομάκρυνση της σοσιαλδημοκρατίας από την κεντρική κυβέρνηση (παρέμεινε κυβέρνηση όμως στο μεγαλύτερο κρατίδιο, την Πρωσία) ακριβώς για να μην απολέσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία» και για να μπορέσει πιο πειστικά να κρατήσει τα εργατικά στρώματα και τα συνδικάτα τους, υπό τον έλεγχό της. Ταυτόχρονα, η αμιγώς αστική κυβέρνηση «εθνικής συγκέντρωσης» (30/5/1932) άνοιγε το δρόμο του συνταγματικά νόμιμου «πραξικοπήματος» της εφαρμογής του άρθρου 48 που αναφέρεται παραπάνω. Με βάση αυτό εκδιώχθηκε η σοσιαλδημοκρατία και από τους πρωσικούς κυβερνητικούς θώκους (Ιούλης 1932). Ακολούθησε μια σειρά εναλλαγών αστών εκπροσώπων στην κυβέρνηση, με μοναδικό φανερό κριτήριο τις προσωπικές επιλογές του Προέδρου του Ράιχ και πρώην δεξί χέρι του αυτοκρατορικής εξουσίας Χίντενμπουργκ3, με πραγματική όμως βάση τις υποδείξεις των μονοπωλίων. Και όταν αυτή η τακτική νομιμοποιήθηκε και στα ευρύτερα στρώματα και ενώ το χιτλερικό κόμμα παρουσίαζε σημαντικά εκλογικά σημάδια κάμψης4, στις 30 Ιανουαρίου 1933, κατόπιν «παραίνεσης» και πάλι των μονοπωλίων, με τον ίδιο συνταγματικά νόμιμο τρόπο διορίστηκε καγκελάριος ο Χίτλερ. Σ’ αυτή τη «συνταγματικότητα» πιστή η σοσιαλδημοκρατία και στο όνομα της «νομιμότητας της κυβέρνησης», αρνήθηκε ακόμα και την πρόταση του ΚΚ Γερμανίας για την από κοινού οργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας ενάντια στον Χίτλερ. Είχε έρθει πλέον ο καιρός για τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, να πάρουν πίσω και την παραμικρή παραχώρηση που είχαν κάνει προς το λαό, για να ανακόψουν το επαναστατικό ρεύμα του 1918/20.

Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης 1929 – 1933, οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων στη Γερμανία είχαν να αντιμετωπίσουν την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού κινήματος και το δυνάμωμα της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος, αυτός ήταν ο αντίπαλός τους, αυτό φοβούνταν. Η ανησυχία τους μεγάλωνε γιατί το κύρος των παλαιών αστικών κομμάτων – του γερμανικού Λαϊκού, του γερμανικού Δημοκρατικού, του βαυαρικού Λαϊκού και άλλων – έπεφτε συνεχώς στις εργατικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα, έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν στην κυβέρνηση ψήφιζαν έκτακτα διατάγματα και αντιδραστικά μέτρα ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα.

Μήπως τηρουμένων των αναλογιών σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν παρόμοια φαινόμενα; Αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης έτσι που να χειραγωγούν το λαό, πτώση της επιρροής των αστικών κομμάτων;

Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ, που αυτοονομαζόταν Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, ανέπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία. Οι Γερμανοί φασίστες δήλωναν πως όλα τα δεινά των εργαζομένων της Γερμανίας τα προκαλούσε η Συνθήκη των Βερσαλιών (συνθήκη που υπογράφτηκε με βαρείς όρους για τη Γερμανία μετά την ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και υπόσχονταν μόλις πάρουν την εξουσία να καταργήσουν αμέσως τη Συνθήκη των Βερσαλιών και τους περιορισμούς που σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς, να αγωνιστούν για να ξαναπάρει η Γερμανία τα εδάφη που είχε χάσει ύστερα από τον παγκόσμιο πόλεμο του 1914-1918 και να αποκτήσει καινούρια εδάφη. Στους ανέργους υπόσχονταν εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάργηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούριου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας.

Ετσι στις εκλογές για το Ράιχσταγκ το Μάη του 1928, το κόμμα του Χίτλερ συγκέντρωσε μόλις το 2,6% των ψήφων, αλλά δύο χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 τα ποσοστά του εκτοξεύονται στο 18,3%, συγκεντρώνοντας 6,4 εκατ. ψήφους, και 107 βουλευτές με επικεφαλής τον Γκέρινγκ. Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσε 4.590.000 ψήφους.

Τα αποτελέσματα των εκλογών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το άλλο τη συνένωση των αντιδραστικών στοιχείων γύρω από το φασιστικό κόμμα.

Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση που έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου ο Χίτλερ ανέπτυξε το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνάμωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνιζόταν δραστήρια ενάντια στο φασισμό, επιδιώκοντας το σχηματισμό ενιαίου εργατικού μετώπου. Τόνιζε πως ο φασισμός θα φέρει στο λαό τεράστια δεινά και θα οδηγήσει σε πόλεμο και στην εθνική καταστροφή. Τον Αύγουστο ακόμη του 1930 στο «Πρόγραμμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης του γερμανικού λαού» η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας σημείωνε: «Το φασιστικό κόμμα είναι εχθρικό στο λαό, είναι αντιδραστικό, αντισοσιαλιστικό κόμμα που φέρνει στο γερμανικό λαό την εκμετάλλευση και την υποδούλωση». Στις 28 Γενάρη του 1932 στο μήνυμα «Προς τους εργάτες της Γερμανίας και τους εργαζόμενους της πόλης και του χωριού» το Κομμουνιστικό Κόμμα τόνιζε ακόμη μια φορά πως το φλέγον ζήτημα είναι η δημιουργία ενιαίου εργατικού μετώπου και καλούσε σε ενεργό αγώνα εναντίον της μείωσης του μεροκάματου, των έκτακτων φόρων, για να αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες και για να οργανωθούν στα εργοστάσια και στις συνοικίες ομάδες ένοπλης αυτοάμυνας που να αποκρούουν τις φασιστικές τρομοκρατικές συμμορίες.

Το Μάρτη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν, δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρααπό το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποστηριζόμενος από τη σοσιαλδημοκρατία Χίντενμπουργκ.

Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και ψαλίδισε τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ταυτόχρονα, οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα.

Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έβαλε το ζήτημα να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών πολέμησαν την πρόταση των κομμουνιστών και τους κατηγόρησαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες εναντιώνονταν με όλα τα μέσα σε κάθε πρωτοβουλία και δράση των μαζών.

Αλλωστε στο συνέδριο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που έγινε στη Λιψία το 1931, ένας απ’ τους ηγέτες της, ο Φ. Ταρνόφ, δήλωσε ανοιχτά: «Στεκόμαστε δίπλα στο κρεβάτι του άρρωστου καπιταλισμού όχι μόνο για να κάνουμε διάγνωση. Είμαστε υποχρεωμένοι …να γίνουμε ακριβώς ο γιατρός, που θέλει σοβαρά να θεραπεύσει τον άρρωστο και ωστόσο να διατηρήσουμε το αίσθημα ότι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι». «Είναι αυτονόητο – έγραφε ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλδημοκρατών στο γερμανικό Ράιχσταγκ Ε. Χάιλμαν – ότι όλη η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται για ν’ αποτρέψει την κατάρρευση του καπιταλισμού».

Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής. Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του «μικρότερου κακού», δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο «ριζοσπαστισμός από τα αριστερά». Να που και εδώ γίνεται η προπαγάνδα περί «άκρων» που είναι επικίνδυνα. Αλλά μήπως και σήμερα η αστική προπαγάνδα στην Ελλάδα δεν προβάλλει το ίδιο επιχείρημα ότι σε συνθήκες κρίσης οι απεργίες, οι εργατικοί αγώνες υπονομεύουν την οικονομία; Μήπως τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους, που γδέρνουν το λαό τσακίζοντας μισθούς, συντάξεις, παροχές Υγείας, επιβάλλοντας φοροληστεία με τα χαράτσια, τη δραστική μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος, κάνοντας τη ζωή του κόλαση, δε γίνονται για τη σωτηρία του κεφαλαίου από την κρίση;

Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη 1932 το φασιστικό κόμμα πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα έχασαν δυνάμεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η εξουσία.

Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές, που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Το φασιστικό κόμμα είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι φασίστες έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.

Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενήσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι’ αυτό πολλοί εκπρόσωποι και ιδιοκτήτες των μονοπωλίων ήθελαν την άμεση εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας. Το Νοέμβρη μια ομάδα βιομήχανοι και τραπεζίτες υπέβαλαν στον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ ένα υπόμνημα και ζητούσαν να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο του Ράιχ.

Και βεβαίως το δρομολόγησαν στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας που καθοριζόταν από το «Σύνταγμα της Βαϊμάρης», που αναμασούν σαν παράδειγμα αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί στην Ελλάδα, παραλληλίζοντας τους κινδύνους για τη δημοκρατία με το τέλος της Βαϊμάρης. Μ’ αυτό το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήρθε το «τέλος της». Δηλαδή όχι της αστικής εξουσίας αλλά μιας μορφής άσκησής της από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Στις 17 Νοέμβρη 1932 ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ, που γι’ αυτόν ο Ερν. Τέλμαν είπε πως η κυβέρνησή του θα παίξει το ρόλο «μιας κυβέρνησης με ψεύτικους κοινωνικούς ελιγμούς», προκειμένου να εκτονώσει το εργατικό κίνημα, να μπορέσει να χειραγωγήσει το λαό. Ο Σλάιχερ πραγματικά κατάργησε μερικά από τα έκτακτα αντιδραστικά διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέτυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα.

Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ.

Στις 22 Γενάρη οι χιτλερικοί οργάνωσαν με την ανοχή της αστυνομίας μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν πέρασαν στις 29 Γενάρη τους δρόμους του Βερολίνου διαδηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασίστες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον του φασισμού, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.

Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος.

Στις 20 Φλεβάρη 1933, λίγο πριν από τις γερμανικές εκλογές της 5ης Μάρτη 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομήχανους της Γερμανίας, μαζί με τον Σαχτ (σ.σ. Πρόεδρο της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντή της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 υπουργό Οικονομικών των ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να χτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Είπε μάλιστα πως «οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια». Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας «Alfried Krupp A.G.» και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, τέσσερα ηγετικά στελέχη της «I. G. Farben», ενός εκ των μεγαλυτέρων μονοπωλίων χημικών στον κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι.

Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των ναζί στις επερχόμενες εκλογές του Μάρτη 1933, ύψους 3.000.000 μάρκων.

Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του Χίτλερ στην κυβέρνηση, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κηρύξουν γενική απεργία με συνθήματα: «Ολοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!». Στην πρόταση αυτή οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας προπαγάνδιζαν ότι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία.

Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ (Neurath), ο Φρικ και ο Γκέρινγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Χίτλερ δήλωσε: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγκ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία».

Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ δήλωνε πως κύριος σκοπός του κόμματός του είναι να επιβάλει στη Γερμανία «ολοκληρωτικό έλεγχο», να εξουδετερώσει κάθε αντιπολίτευση, να δημιουργήσει έναν ισχυρό γερμανικό στρατό και πως «οι εκλογές της 5 Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια».

Για να συντρίψουν το Κομμουνιστικό Κόμμα οι φασίστες οργάνωσαν μια τεράστια προβοκάτσια: Τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ και κατηγόρησαν γι’ αυτό τους κομμουνιστές. Κύριος οργανωτής αυτής της πρόκλησης ήταν ο Γκέρινγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ», είπε ο Γκέρινγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ’ αυτό». Οι χιτλερικοί, χρησιμοποιώντας τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ σαν πρόσχημα, έκαναν μαζικές συλλήψεις αντιφασιστών με βάση καταλόγους που ήταν έτοιμοι από πριν. Περισσότερα από 10 χιλιάδες άτομα ρίχτηκαν στις φυλακές. Στις 28 Φλεβάρη, ύστερα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, ο Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε το 43,9% των ψήφων και την πλειοψηφία στη Βουλή.

Με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία οι καπιταλιστές, με την τεράστια βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας.

Αρα, όλη η αστική προπαγάνδα για τη Βαϊμάρη στοχεύει να υπονομεύσει, να τσακίσει το ταξικό εργατικό κίνημα, χειραγωγώντας το λαό στην αστική πολιτική.

Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (1989-1991), ξεκίνησε μια πιο συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Επιχειρούν να σβήσουν από την Ιστορία το ρόλο των λαϊκών κινημάτων στην οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην κατοχή της χιτλερικής συμμαχίας, ενάντια στο φασισμό σε κάθε χώρα, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που διεξήγαγε η αστική τάξη, το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως στην Ελλάδα, όπου υπήρξε εμπνευστής, ψυχή και οργανωτής της Εθνικής Αντίστασης. Ο ιμπεριαλισμός επιχειρεί να σβήσει την προσφορά του Κομμουνιστικού Κινήματος, να κρύψει τις κατακτήσεις του σοσιαλιστικού συστήματος. Επιδιώκει να καταστήσει τις νεότερες γενιές ευάλωτες στη μαύρη προπαγάνδα, να τις υποτάξει μαζικά στα σημερινά του εγκλήματα. Ο αντικομμουνισμός αποτελεί παγκόσμια ιδεολογική και πολιτική δράση των δυνάμεων του κεφαλαίου, προκειμένου να υψωθούν απέραστα τείχη, για να μη βγει ο κόσμος από το πισωγύρισμα όπου τον έφερε η αντεπανάσταση του 1989-1991.

Τα ιμπεριαλιστικά «κέντρα» συγκαλύπτουν ότι οι άδικοι πόλεμοι ξεπηδούν από τη φλέβα του καπιταλιστικού συστήματος, ότι δεν οφείλονται σε κάποιους μανιακούς, όπως συχνά παρουσιάζουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Οι πόλεμοι γίνονται, επειδή υπάρχει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για το μοίρασμα των αγορών, για τη «διέξοδο» από τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού μέσα από τη χειρότερη μορφή καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, τον πόλεμο. Ακόμα, με στόχο την αναδιάταξη στο συσχετισμό δυνάμεων των ιμπεριαλιστικών κρατών.

Αλλά οι ιμπεριαλιστές φτιάχνουν και δικές τους ανύπαρκτες ιστορικές επετείους για να ενσταλάζουν το δηλητήριο του αντικομμουνισμού ως όπλο στον ολοκληρωτικό πόλεμο κατά των λαών. Ετσι καθιέρωσαν την 23η Αυγούστου μέρα μνήμης κατά των ολοκληρωτικών καθεστώτων φασισμού και κομμουνισμού. Εξομοιώνουν τον κομμουνισμό με το φασισμό και βάζουν στο ίδιο τσουβάλι τον Στάλιν με τον Χίτλερ.

Μαζί οι «φιλελεύθεροι», οι σοσιαλδημοκράτες, οι οικολόγοι – πράσινοι και δυνάμεις τύπου ΛΑ.Ο.Σ. πήραν αυτήν την αντιδραστική επαίσχυντη απόφαση.

Αποσπούν το φασισμό από τη μήτρα που τον γέννησε και που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, προκειμένου να αθωώσουν τον ιμπεριαλισμό ως σύστημα που γεννά τις αιτίες των πολέμων.

Λένε ότι τον φασιστικό άξονα, που εξαπέλυσε πρώτος τον πόλεμο, τον νίκησε η δημοκρατία. Και όταν οι πολιτικοί ηγέτες των καπιταλιστικών κρατών μιλούν για δημοκρατία, δεν εννοούν τη δημοκρατία που κάνουν κουμάντο οι πολλοί, οι λαοί, αλλά αυτήν που κάνει κουμάντο το κεφάλαιο. Γι’ αυτό και λένε ότι δε νίκησε παντού σ’ όλη την Ευρώπη η δημοκρατία, αφού μια σειρά χωρών υποδουλώθηκαν στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.

Γι’ αυτό και πανηγυρίζουν για την επανένωση της Ευρώπης μετά την «πτώση του τείχους». Την επανένωση στις αξίες της ελευθερίας και δημοκρατίας, δηλαδή της ιμπεριαλιστικής ελευθερίας και δημοκρατίας. Γι’ αυτό και καθιέρωσαν τη μαύρη για τους λαούς της Ευρώπης μέρα.

Μιλούν για την ελευθερία και δημοκρατία που κατέκτησαν οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες με την αντεπανάσταση και την ίδια ώρα εντείνονται οι διώξεις σ’ αυτές τις χώρες κατά των κομμουνιστών, Κομμουνιστικά Κόμματα είναι στην παρανομία, ενώ οι συνεργάτες των Γερμανών, όπως στις Βαλτικές χώρες, αναδεικνύονται εθνικοί ήρωες.

Αλλά αυτές οι δήθεν δημοκρατικές δυνάμεις, που λένε ότι νίκησαν το φασισμό, αυτές ήταν που επίσης συνέβαλαν τα μέγιστα στην άνοδο του Χίτλερ στην κυβέρνηση της Γερμανίας και στην ενίσχυσή του. Επαιξαν σημαντικό ρόλο τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας και οι κυβερνήσεις τους. Οι τράπεζες και τα άλλα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια στην ανόρθωση του δυναμικού της πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας, έχοντας υπόψη να χρησιμοποιήσουν τη χώρα αυτή στον αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Οι μεγάλοι Αμερικανοί ιδιοκτήτες μονοπωλίων, όπως ο Μόργκαν, ο Ντιπόν, ο Ροκφέλερ και άλλοι, αρκετά χρόνια ενίσχυαν το χιτλερικό κόμμα.

ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία υπολόγιζαν ότι θα πετύχαιναν να στρέψουν τον Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ, ώστε και η σοβιετική εξουσία να ανατραπεί και η αποδυναμωμένη Γερμανία να υποχρεωθεί να δεχτεί τους δικούς τους όρους μετά το τέλος του πολέμου στο μοίρασμα της λείας, έτσι ώστε να βγουν κερδισμένα τα δικά τους μονοπώλια και χαμένα τα γερμανικά.

Αλλά και την ίδια περίοδο του πολέμου συνέχιζαν στην ίδια ρότα, κάνοντας μυστικές συνεννοήσεις με τον Χίτλερ για συμφωνία μαζί του κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Ανέχτηκαν τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις Γερμανίας – Ιταλίας στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αφρική. Κράτησαν αρνητική στάση στο κάλεσμα της ΕΣΣΔ για συμφωνία ενάντια στον Χίτλερ, όταν ήδη είχε συγκροτηθεί το αντικομμουνιστικό Σύμφωνο Βερολίνου – Τόκιο – Ρώμης. Ακόμη και μετά το Σύμφωνο του Μονάχου, όπου παρέδωσαν στον Χίτλερ την Αυστρία, την Τσεχία. Την περίοδο του πολέμου προχώρησαν σε στρατολόγηση Γερμανών, Βουλγάρων, Τσέχων για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκοπεία και υπονομευτική δράση ενάντια στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες, αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.

Η Γερμανία, παρά το ότι είχε ηττηθεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την επιβολή σκληρών όρων με τη συνθήκη των Βερσαλιών από τους νικητές (Αγγλία, Γαλλία), εξακολουθούσε να είναι ιμπεριαλιστική δύναμη. Η Αγγλία και η Γαλλία γνώριζαν ότι η Γερμανία μπορούσε πάλι να προπορευτεί απ’ τις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Ετσι θα έπρεπε λογικά οι αστικές τάξεις της Αγγλίας και της Γαλλίας με όλες τους τις δυνάμεις να εμποδίσουν την οικονομική αναγέννηση και τη στρατιωτική ανάπτυξη της Γερμανίας. Αλλά έκαναν εντελώς το αντίθετο, και εδώ αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, ότι η ταξική αλληλεγγύη συνυπάρχει με τους ανταγωνισμούς του κεφαλαίου, πολύ δε περισσότερο που τώρα υπήρχε και ο κοινός εχθρός, ο μπολσεβικισμός. Οχι μόνο ως ιδεολογία και πολιτική, αλλά ως κρατική οντότητα και οργάνωση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στην Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.

Ετσι συνέβαλαν τα μέγιστα στην αναγέννηση της οικονομικής και πολεμικής ισχύος της Γερμανίας. Απ’ το 1924 – 1925, τα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης εφάρμοσαν μια τέτοια πολιτική. Η Γερμανία ανορθώθηκε οικονομικά με τα σχέδια Ντοζ (1924) και Γιανκ (1929), τα οποία εμπνεύστηκαν κι έθεσαν σε εφαρμογή οι κύριοι εκπρόσωποι του αμερικανικού και του αγγλογαλλικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που με την εφαρμογή αυτών των σχεδίων τα μεγαλύτερα αμερικάνικα μονοπώλια («Στάνταρντ Οϊλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς», «Ιντερνάσιοναλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κ.λπ.) διεισδύσανε στη γερμανική βιομηχανία με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων. Στην καθαρά πολεμική παραγωγή, η πρόοδος της ναζιστικής Γερμανίας, χάρη στα ξένα κεφάλαια, υπήρξε εντυπωσιακή. Στα χρόνια 1933 – ’39, τα πολεμικά έξοδα της Γερμανίας αυξήθηκαν περισσότερο από 12 φορές, ενώ η γερμανική πολεμική παραγωγή αυξήθηκε 22 φορές. Οι Ενοπλες Δυνάμεις της την 1η Σεπτέμβρη του 1939 έφταναν τα 4,6 εκατομ. άνδρες και διέθεταν 26 χιλιάδες πυροβόλα και όλμους, 3,2 χιλιάδες άρματα μάχης, 4,4 χιλιάδες πολεμικά αεροπλάνα, 115 πολεμικά πλοία (από αυτά 57 υποβρύχια).

Το βασικό περιεχόμενο των διεθνών εξελίξεων καθοριζόταν βασικά από την αντίθεση ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, που εκφραζόταν ως αντίθεση ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τα καπιταλιστικά κράτη. Οι αστικές κυβερνήσεις επιδίωκαν να τσακίσουν το σοσιαλισμό. Απ’ αυτό το σκοπό καθοδηγούνταν και στο γερμανικό ζήτημα οι κυβερνήσεις των νικηφόρων κρατών. Τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, μετά την αποτυχία της στρατιωτικής επέμβασής τους κατά του σοβιετικού κράτους, στα πρώτα δύο χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, δεν εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους για την εξόντωση του σοσιαλισμού με την ένοπλη βία. ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία συνέχισαν να καταστρώνουν σχέδια για νέες αντισοβιετικές πολεμικές περιπέτειες. Και προσπαθώντας να βρουν τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις για να πραγματοποιήσουν αυτά τους τα σχέδια έστρεψαν την προσοχή τους προς τη Γερμανία.

Η Γερμανία με τη μεγάλη στρατιωτική και οικονομική της ισχύ, με την ικανότητά της να παραθέσει στο μέτωπο σημαντικό στρατό, με τη μιλιταριστική της παράδοση, ήταν ικανή να εξαπολύσει πόλεμο για την καταστροφή της ΕΣΣΔ.

ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία σχεδίαζαν την υποκίνηση ενός πολέμου Γερμανίας και Ιαπωνίας κατά της ΕΣΣΔ με σκοπό να λύσουν δύο ζητήματα: Με τις Γερμανία και Ιαπωνία να εξαφανίσουν τη Σοβιετική Ενωση, αλλά και να εξασθενήσουν Γερμανία και Ιαπωνία με έναν παρατεταμένο εξοντωτικό πόλεμο.

Ετσι διαμορφώθηκαν δύο μεγάλες και επικίνδυνες πολεμικές εστίες: Η Γερμανία στην Ευρώπη, η Ιαπωνία στην Απω Ανατολή. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, αφού δυνάμωσε αρκετά, με πρόσχημα την εξάλειψη της αδικίας, που δημιούργησαν οι αποφάσεις της Συνθήκης των Βερσαλιών (συνθήκη που θεσμοθετούσε τα αποτελέσματα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές), άρχισε να αξιώνει το ξαναμοίρασμα του κόσμου προς όφελός του. Η εγκαθίδρυση στη Γερμανία, το 1933, του ναζισμού, μιας ωμής δικτατορίας του τρόμου και των διωγμών, και ας είχε ανέβει στην κυβερνητική εξουσία με κοινοβουλευτική μορφή (τα μονοπώλια είχαν επιλέξει τον Χίτλερ για την εξουσία), μετέβαλε αυτή τη χώρα σε δύναμη κρούσης του ιμπεριαλισμού, που στρεφόταν, κατά πρώτο λόγο, ενάντια στην ΕΣΣΔ. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση έδιναν συμβουλές οι Αγγλογάλλοι και οι Αμερικάνοι, ακόμη και ως προς το σχέδιο επίθεσης. Αρχικά στην Πολωνία, μετά στην Τσεχοσλοβακία και από κει στην ΕΣΣΔ.

Αλλά τα σχέδια του γερμανικού ιμπεριαλισμού δεν περιορίζονταν μόνο στην υποδούλωση των λαών της Σοβιετικής Ενωσης. Το πρόγραμμα της παγκόσμιας κυριαρχίας τους προέβλεπε τη μετατροπή της Γερμανίας σε κέντρο μιας γιγαντιαίας αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας, που η εξουσία και η επιρροή της θα απλώνονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και στα πιο πλούσια μέρη της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής. Και τότε τα πετρέλαια και οι δρόμοι τους αποτελούσαν ισχυρό δέλεαρ για κατακτήσεις εδαφών και πόλεμο.

Η συντριβή και η κατάκτηση της Σοβιετικής Ενωσης, με σκοπό την εξαφάνιση πρώτα απ’ όλα του κέντρου του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, καθώς και η διεύρυνση του «ζωτικού χώρου» του γερμανικού ιμπεριαλισμού υπήρξαν η βασικότερη πολιτική επιδίωξη του ναζιστικού καθεστώτος και ταυτόχρονα η βασικότερη προϋπόθεση για την παραπέρα επιτυχή ανάπτυξη της επιδρομής σε παγκόσμια κλίμακα. Το ξαναμοίρασμα του κόσμου και την εγκαθίδρυση «νέας τάξης» επιδίωκαν, επίσης, και οι ιμπεριαλιστές της Ιταλίας και της Ιαπωνίας. Οι κυβερνήσεις των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών, ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, με κίνητρο το ταξικό μίσος προς την ΕΣΣΔ, ακολουθούσαν πολιτική συνωμοσίας με τον Χίτλερ.

Ολα αυτά η αστική προπαγάνδα δεν τα αποσιωπά απλώς, αλλά τα αντιστρέφει, προκειμένου να οξύνει τον αντικομμουνιστικό πόλεμο ως ένα μοχλό υποταγής των λαών στο κεφάλαιο.

Ετσι η αντικομμουνιστική ιδεολογία έγινε επίσημη κρατική ιδεολογία της ΕΕ.

Την Τετάρτη 14/12/ 2005, ένα κατάπτυστο αντικομμουνιστικό μνημόνιο εγκρίθηκε από την Πολιτική Επιτροπή της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ευρώπης, στη συνεδρίασή της στο Παρίσι, και προωθήθηκε για ψήφιση στην Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης στο διάστημα από 24 έως 27 του Γενάρη.

Πρόκειται για ένα κείμενο – ύβρη στην Ιστορία και στη μνήμη των λαών, που εγκαινιάζει μια νέα πιο συστηματική αντικομμουνιστική επίθεση. Το σχέδιο απόφασης, με τον τίτλο «Ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων», προετοιμάστηκε και παρουσιάστηκε από τον Σουηδό βουλευτή Γ. Λίντμπλαντ.

Το σχέδιο απόφασης περιελάμβανε τα εξής:

«1. Η Συνέλευση αναφέρεται στην απόφασή της 1096 (1996) πάνω σε μέτρα για τη διάλυση κομμουνιστικών ολοκληρωτικών συστημάτων.

2. Τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα που άσκησαν εξουσία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη τον περασμένο αιώνα, και τα οποία εξακολουθούν να είναι στην εξουσία σε αρκετές χώρες του κόσμου, έχουν χαρακτηριστεί, χωρίς εξαιρέσεις, από τη μαζική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι παραβιάσεις ποικίλλουν, ανάλογα με την κουλτούρα, τη χώρα και την ιστορική περίοδο και περιλαμβάνουν ατομικές και συλλογικές δολοφονίες και εκτελέσεις, θανάτους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, πείνα, εκτοπίσεις, βασανιστήρια, δουλική εργασία και άλλες μορφές μαζικού φυσικού τρόμου.

3. Τα εγκλήματα δικαιολογήθηκαν στο όνομα της θεωρίας της πάλης των τάξεων και της αρχής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ερμηνεία και των δύο αρχών νομιμοποίησε την “εξάλειψη” ανθρώπων που θεωρούνταν επιζήμιοι στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας και, κατά συνέπεια, εχθροί των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων. Ενας τεράστιος αριθμός των θυμάτων σε κάθε χώρα αφορούσε πολίτες τους. Αυτή ήταν ιδιαίτερα η περίπτωση της πρώην ΕΣΣΔ που κατά πολύ ξεπέρασε τους άλλους λαούς σε αριθμό θυμάτων.

4. Η Συνέλευση αναγνωρίζει πως παρά τα εγκλήματα των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων, κάποια ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα έχουν συμβάλει στην επίτευξη της δημοκρατίας.

5. Την πτώση των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη δεν έχει ακολουθήσει σε όλες τις περιπτώσεις μια διεθνής έρευνα πάνω στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από αυτά. Επιπλέον, οι πρωτεργάτες αυτών των εγκλημάτων δεν έχουν υποχρεωθεί σε δίκη από τη διεθνή κοινότητα όπως ήταν η περίπτωση με τα φρικτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα του εθνικού σοσιαλισμού (ναζισμού).

6. Κατά συνέπεια, η δημόσια συνείδηση για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα είναι πολύ πενιχρή. Κομμουνιστικά κόμματα είναι νόμιμα και δραστήρια σε ορισμένες χώρες, ακόμα και αν σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχουν πάρει αποστάσεις από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα στο παρελθόν.

7. Η Συνέλευση είναι πεισμένη πως η συνείδηση της ιστορίας είναι μια από τις προϋποθέσεις για την αποφυγή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον. Ακόμα, η ηθική εκτίμηση και καταδίκη εγκλημάτων που διαπράχθηκαν παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση των νέων γενεών. Η καθαρή θέση της διεθνούς κοινότητας πάνω στο παρελθόν μπορεί να αποτελέσει μια αναφορά για τις μελλοντικές τους πράξεις.

8. Επιπρόσθετα, η Συνέλευση πιστεύει πως αυτά τα θύματα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα, τα οποία είναι ακόμα ζωντανά ή οι οικογένειές τους, δικαιούνται συμπάθεια, κατανόηση και αναγνώριση για τα βάσανά τους.

9. Ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα εξακολουθούν να υπάρχουν σε ορισμένες χώρες του κόσμου και εγκλήματα συνεχίζουν να διαπράττονται. Η αίσθηση των εθνικών συμφερόντων δε θα πρέπει να αποτρέψει χώρες από επαρκή κριτική των σημερινών ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων. Η Συνέλευση καταδικάζει ισχυρά όλες τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

10. Οι συζητήσεις και οι καταδίκες που έχουν λάβει χώρα μέχρι σήμερα σε εθνικό επίπεδο σε κάποιες χώρες – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν μπορούν να δώσουν άφεση στη διεθνή κοινότητα από το να πάρει μια καθαρή θέση για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα. Εχει μια ηθική υποχρέωση να το πράξει δίχως καθυστέρηση.

11. Το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι καλά προετοιμασμένο για μια τέτοια συζήτηση σε διεθνές επίπεδο. Ολες οι πρώην ευρωπαϊκές κομμουνιστικές χώρες, με την εξαίρεση της Λευκορωσίας, είναι τώρα μέλη του, και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου είναι βασικές αρχές που υποστηρίζει.

12. Κατά συνέπεια, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση καταδικάζει ισχυρά τις μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα και εκφράζει συμπάθεια, κατανόηση και αναγνώριση στα θύματα των εγκλημάτων.

13. Ακόμα, καλεί όλα τα κομμουνιστικά ή μετα-κομμουνιστικά κόμματα στις χώρες-μέλη του που δεν το έχουν κάνει ακόμα, να επανεκτιμήσουν την ιστορία του κομμουνισμού και το ίδιο τους το παρελθόν, να πάρουν καθαρές αποστάσεις από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα και να τα καταδικάσουν δίχως ταλάντευση.

14. Η Συνέλευση πιστεύει πως αυτή η καθαρή θέση της διεθνούς κοινότητας θα ανοίξει το δρόμο για την παραπέρα συμφιλίωση. Ακόμα, ευελπιστούμε πως θα ενθαρρύνει τους ιστορικούς σε όλο τον κόσμο να συνεχίσουν την έρευνά τους που αποσκοπεί στον καθορισμό και στην αντικειμενική επαλήθευση για το τι έλαβε χώρα».

Στη συνέχεια, η Πολιτική Επιτροπή, στο σχέδιο σύστασης πρότεινε και συγκεκριμένα μέτρα που δείχνουν και το συνολικό αντιδραστικό σχεδιασμό των εμπνευστών της νέας αντικομμουνιστικής εκστρατείας.

Ελεγε χαρακτηριστικά: «Η Συνέλευση παροτρύνει την επιτροπή υπουργών:

Α) Να συστήσει μια επιτροπή που θα συνίσταται από ανεξάρτητους ειδικούς με καθήκον τη συγκέντρωση και αξιολόγηση πληροφοριών και νομοθετημάτων σχετικά με παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό διαφορετικά ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα.

Β) Να υιοθετήσει μια επίσημη διακήρυξη για τη διεθνή καταδίκη των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα και να αποδώσει φόρο τιμής στα θύματά τους ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους.

Γ) Να εξαπολύσει μια καμπάνια δημόσιας ενημέρωσης για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Δ) Να οργανώσει μια διεθνή διάσκεψη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα, με συμμετοχή εκπροσώπων κυβερνήσεων, βουλευτών, ακαδημαϊκών, ειδικών και ΜΚΟ.

Ε) Να συστήσει στα κράτη – μέλη του Συμβουλίου που είχαν κυβερνηθεί από ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα:

– Να δημιουργήσουν επιτροπές που θα συνίστανται από ανεξάρτητους ειδικούς με καθήκον τη συγκέντρωση και αξιολόγηση πληροφοριών και νομοθετημάτων σχετικά με παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό το ολοκληρωτικό κομμουνιστικό καθεστώς σε εθνικό επίπεδο αποβλέποντας στη στενή συνεργασία με την επιτροπή ειδικών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

– Να αναθεωρήσουν την εθνική νομοθεσία αποβλέποντας να την κάνουν πλήρως συμβατή με τη Σύσταση του Συμβουλίου των Υπουργών (2003) 13 για μια ευρωπαϊκή πολιτική σχετικά με την πρόσβαση σε αρχεία.

– Να εξαπολύσουν μια καμπάνια εθνικής ενημέρωσης για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα της κομμουνιστικής ιδεολογίας, συμπεριλαμβανομένων της αναθεώρησης των σχολικών βιβλίων και της εισαγωγής μιας μέρας μνήμης για θύματα του κομμουνισμού και της δημιουργίας μουσείων.

– Να ενθαρρύνουν τις τοπικές αρχές να ανεγείρουν μνημεία ως φόρο τιμής στα θύματα των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων».

Με αυτό το κατάπτυστο κείμενο αποδεικνυόταν ότι στόχος δεν ήταν μόνο το ξαναγράψιμο της Ιστορίας, αλλά το χτύπημα της δράσης των σημερινών Κομμουνιστικών Κομμάτων. Αυτό ψηφίστηκε στις 25 Γενάρη 2006 στη συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά όχι με την απαραίτητη πλειοψηφία για να γίνει και υποχρεωτικό στην εφαρμογή του από τις κυβερνήσεις.

Τότε το ΚΚΕ ανέλαβε μια πολύμορφη δράση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για να εκφραστεί όσο γίνεται η πιο πλατιά εναντίωση στο «αντικομμουνιστικό μνημόνιο», ενώ συνέβαλε και στη διοργάνωση διαδήλωσης στο Στρασβούργο κατά τη διάρκεια της διήμερης συνέλευσης που συζητούσε το Θέμα.

Στη συνέχεια, η ΚΕ του ΚΚΕ στις 4 Φλεβάρη 2006, με ανακοίνωσή της, την οποία παραθέτουμε ολόκληρη τοποθετήθηκε ως εξής στο συγκεκριμένο ζήτημα:

«ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ

Το “αντικομμουνιστικό μνημόνιο” με τον τίτλο “Για την ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων”, παρά τις επίμονες προσπάθειες των εμπνευστών του, δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, ώστε να γίνουν υποχρεωτικά για τα κράτη – μέλη του τα αντίστοιχα τρομοκρατικά μέτρα που το συνοδεύουν.

Η έκταση που πήρε το πλατύ λαϊκό κύμα διαμαρτυρίας, που ξεσηκώθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ήταν ο βασικός παράγοντας αυτής της πρώτης επιτυχίας.

Η ΚΕ του ΚΚΕ χαιρετίζει όλες και όλους που ύψωσαν τη φωνή τους δίπλα στη φωνή των κομμουνιστών και καταδίκασαν απερίφραστα το “αντικομμουνιστικό μνημόνιο”. Η συμβολή τους θορύβησε τους εμπνευστές αυτού του εκτρώματος.

Συνεισφορά είχαν και τα κόμματα και οι πολιτικοί παράγοντες που διαφώνησαν και καταψήφισαν το “μνημόνιο”, διαχωρίζοντας τον ωμό αντικομμουνισμό από την πολιτική και ιδεολογική τους αντιπαράθεση με το ΚΚΕ.

Δεν πρέπει να υπάρξει κανένας εφησυχασμός, πολύ περισσότερο που γίνονται προσπάθειες να ζωντανέψει ξανά το “μνημόνιο” με “ήπια” φρασεολογία, αλλά με την ίδια ουσία. Το κίνημα καταδίκης του “μνημονίου” κάθε μορφής είναι ανάγκη να συνεχιστεί και να δυναμώσει στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Να αφυπνίσει και νέες συνειδήσεις.

Το “μνημόνιο” σηματοδοτεί την αρχή νέας αντικομμουνιστικής υστερίας. Αποτελεί ποιοτικά νέο βήμα της. Η αναγόρευση σε έγκλημα της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της ταξικής πάλης δεν έχει στόχο μόνο τους κομμουνιστές. Εχει όλους τους λαούς και τα κινήματά τους.

Οι στοχεύσεις του “αντικομμουνιστικού μνημονίου” αποτελούν επιλογή που εκτρέφεται στο έδαφος της γενικότερης ιμπεριαλιστικής στρατηγικής και αποτελεί συστατικό της. Η στροφή προς τον χυδαίο και απροκάλυπτο αντικομμουνισμό είναι προπομπός νέου κύκλου αντιδραστικών μέτρων κατά των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των λαών και της εξαπόλυσης νέου γύρου πολέμων. Με την αντικομμουνιστική υστερία, με το ψέμα και τις διώξεις, επιχειρούν να πλήξουν τις δυνάμεις της αντίστασης και της λαϊκής αντεπίθεσης.

Αμεσο στόχο του “μνημονίου” αποτελεί η άσκηση ιδεολογικής πίεσης στα Κομμουνιστικά Κόμματα που επιμένουν να υποστηρίζουν τις αρχές της ταξικής πάλης και να μάχονται τον καπιταλισμό με οδηγό την επιστημονική θεωρία του σοσιαλισμού – κομμουνισμού».

Με το «αντικομμουνιστικό μνημόνιο» οι ιμπεριαλιστές ομολογούν ότι χρειάζονται νέα μέσα καταστολής, επειδή διαπιστώνουν ότι σχεδόν 15 χρόνια μετά την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, παρά τους τόνους λάσπης που έριξαν, δεν κατάφεραν να αμαυρώσουν τη συνεισφορά του σοσιαλισμού στους λαούς. Αντιλαμβάνονται ότι οι προσπάθειές τους είχαν «πενιχρά αποτελέσματα» και ότι η κομμουνιστική ιδεολογία και ο σοσιαλισμός συνεχίζουν να συγκινούν και να εμπνέουν εκατομμύρια εργαζόμενους.

Συκοφαντούν το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα και το επαναστατικό κίνημα, κηρύσσουν αναδρομικό διωγμό κατά των κομμουνιστών που αγωνίστηκαν για ένα νέο κόσμο, ενώ δικαιώνουν τους συνεργάτες και υποστηρικτές του ναζισμού.

Διαστρεβλώνουν προκλητικά την Ιστορία εξισώνοντας τους εγκληματίες με τους ήρωες.

Βασικός στόχος είναι τα Κομμουνιστικά Κόμματα, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες που ζουν και παλεύουν σε σκληρές συνθήκες στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Θέλουν να ξεριζώσουν στις χώρες αυτές τη συλλογική μνήμη εκατομμυρίων εργαζομένων, που σήμερα συγκρίνουν πιο αντικειμενικά το παρόν με το παρελθόν.

Ηδη, στις Βαλτικές χώρες – μέλη της ΕΕ, τα Κομμουνιστικά Κόμματα είναι παράνομα και δεκάδες στελέχη τους διώκονται με διάφορους τρόπους, ενώ οι συνεργάτες των Γερμανών τιμώνται, επιβραβεύονται και οι κυβερνήσεις στήνουν μνημεία τιμής στο φασισμό.

Το «μνημόνιο» εκπέμπει μίσος και δείχνει τα σχέδια των ιμπεριαλιστών σε βάρος των χωρών όπου τα Κομμουνιστικά Κόμματα βρίσκονται στην εξουσία, στην Κούβα, στην Κίνα, στο Βιετνάμ, στη ΛΔ της Κορέας. Θέλουν να σταματήσουν τις θετικές πολιτικές διεργασίες και τα λαϊκά σκιρτήματα σε μια σειρά από χώρες της Λατινικής Αμερικής, στη Βενεζουέλα, στη Βολιβία, κ.ά.

Το ΚΚΕ απάντησε καθαρά από την πρώτη στιγμή, ότι «δήλωση μετανοίας» στον ιμπεριαλισμό δεν υπογράφει! Αντίθετα, με μεγαλύτερο πείσμα και αποφασιστικότητα θα συνεχίσει να τον αντιπαλεύει.

Είμαστε περήφανοι για την ιστορία του ΚΚΕ, την προσφορά του στο λαό, στο κίνημά του. Είμαστε περήφανοι για τον προλεταριακό διεθνισμό του Κόμματός μας. Κριτική αποτίμηση της δράσης μας και της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού κάνουμε αποκλειστικά και μόνο μπροστά στην εργατική τάξη, στο λαό.

Η χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα για την αποκαλούμενη «σταλινική περίοδο», περίοδο που μπήκαν οι βάσεις για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, σε συνθήκες περικύκλωσης, εσωτερικής υπονόμευσης και δολιοφθοράς, στοχεύει στη συρρίκνωση και ματαίωση της πάλης για την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας. Νομιμοποιεί την αντεπανάσταση και στηλιτεύει με συκοφαντίες την επανάσταση. Εκείνο που επιδιώκει ο ιμπεριαλισμός είναι να ρίξουν οι λαοί στο «πυρ το εξώτερον» την επαναστατική βία, για να μπορεί απερίσπαστος να ασκεί τη βία του κεφαλαίου. Με τέτοια κριτήρια και λογική θα φθάσουν να καταγγέλλουν και τη μεγάλη Γαλλική αστική επανάσταση.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιδεολογικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι του ιμπεριαλισμού με σθένος προπαγανδίζουν και χειροκροτούν τις παρεκκλίσεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και τις αντιλήψεις για «σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία», όπου ως δημοκρατία εννοούν την αστική, δηλαδή τη δικτατορία του κεφαλαίου.

Οι λαοί υπεράσπισαν τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις, που έφεραν μπροστά την ανθρωπότητα. Υπεράσπισαν τις προλεταριακές – σοσιαλιστικές επαναστάσεις (Κομμούνα του Παρισιού, Οχτωβριανή Επανάσταση, κ.ά.). Η Ιστορία έδειξε πως η ένταση και οι μορφές της επαναστατικής βίας εξαρτώνται πρώτα απ’ όλα από το βαθμό και τις μορφές αντίστασης των τάξεων που ανατρέπονται.

Οι λαοί έδωσαν το αίμα τους και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιτάσσοντας στη βία του αδικητή τη βία του δίκιου. Τιμώρησαν, όπως τους άξιζε, τους συνεργάτες των κατακτητών. Και σήμερα δυναμώνει η αντίδραση και η πάλη κατά της λεγόμενης «νομιμότητας», δηλαδή των νόμων και θεσμών που κατοχυρώνουν το άδικο για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.

Το ΚΚΕ κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες θα μάχεται κατά της αντιλαϊκής πολιτικής, του ιμπεριαλισμού. Μάχεται για το σοσιαλισμό!

Η ΚΕ του ΚΚΕ καλεί τους εργαζόμενους και τη νεολαία να αντιταχθούν σε κάθε επιχείρηση σπίλωσης του σοσιαλισμού. Το σοσιαλισμό έχουν κάθε δικαίωμα να τον κρίνουν οι λαοί, όχι οι ιμπεριαλιστές που τον πολέμησαν με όλα τα μέσα. Αυτοί δεν ενδιαφέρονται να βγουν διδάγματα από τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αστοχίες που έγιναν σε ένα δρόμο δίκαιο, ανηφορικό, αλλά και πρωτόγνωρο για την ανθρωπότητα.

Αυτοί έχουν κάθε συμφέρον να μη διδαχτούν οι λαοί, να μη μάθουν οι νέες και οι νέοι. Θέλουν να εμποδίσουν τον ερχομό του σοσιαλισμού, γιατί γνωρίζουν ότι είναι η μόνη επίκαιρη και αναγκαία απάντηση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Με το «αντικομμουνιστικό μνημόνιο» οι ιμπεριαλιστές ομολογούν πως δεν τους ενοχλεί τόσο η αντικαπιταλιστική κριτική, όσο η θέση για τα ιστορικά όρια του καπιταλισμού και κυρίως η θέση για την ταξική πάλη, ως κινητήρια δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης και προόδου. Το καπιταλιστικό σύστημα αντέχει την κριτική και την πολεμική, δεν αντέχει όμως τη θέση για ανειρήνευτη ταξική πάλη, ανεξάρτητα από το συσχετισμό δύναμης και τις μορφές που αυτή παίρνει. Δεν αντέχει τη ζύμωση, και πολύ περισσότερο να τίθεται το ζήτημα της εργατικής, λαϊκής πολιτικής εξουσίας, ως πρακτικό καθήκον πάλης. Γνωρίζει ότι η εργατική τάξη μπορεί να καταργήσει την αστική εξουσία, αν δράσει συνειδητά.

Επιβεβαιώνεται η κριτική που το ΚΚΕ ασκεί σε μια σειρά κόμματα, όπως ο ΣΥΝ και ορισμένα που αυτοπροσδιορίζονται ως «ανανεωτικά», όμως με τη στάση τους, την ώρα που το «αντικομμουνιστικό μνημόνιο» βρισκόταν στη διαδικασία της υπερψήφισης, επέλεξαν να προτάξουν στην επιχειρηματολογία «καταδίκης» του «μνημονίου» τη «σταλινολογία» και το μηδενισμό του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε. Με αυτό τον τρόπο αποδέχτηκαν τουλάχιστον την αιτιολόγηση που το ίδιο το «μνημόνιο» παραθέτει, για να στηρίξει τα προτεινόμενα τρομοκρατικά μέτρα.

Υποστήριξαν, επιπλέον, ότι με το «μνημόνιο» διώκονται οι ιδέες, ενώ, πέρα από τις ιδέες, εκείνο που διώκεται, πρώτα και κύρια, είναι η κομμουνιστική και ταξική εργατική δράση. Ιδέες και δράση αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο.

Επιβεβαιώνεται ότι η πάλη κατά του ιμπεριαλισμού μπορεί να έχει συνέπεια και αποτέλεσμα μόνο στο βαθμό που συνδυάζεται με την πάλη κατά του οπορτουνισμού.

Η απόκρουση του αντικομμουνισμού και συνολικά της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας απαιτεί την ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ, την πιο αποφασιστική προώθηση της στρατηγικής του στην εργατική τάξη, στη νεολαία, στις γυναίκες, στα μικρομεσαία λαϊκά στρώματα. Για τη διαμόρφωση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου Πάλης. Για τη λαϊκή αντεπίθεση και τη λαϊκή εξουσία.

Απαιτεί ανασύνταξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Το ΚΚΕ θα συνεχίσει και θα δυναμώσει τις προσπάθειές του για να συμβάλει όσο περισσότερο μπορεί στην αναζωογόνηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, στο συντονισμό της κοινής δράσης των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη βάση συγκεκριμένων στόχων.

Η ζωή έχει δείξει ότι το κομμουνιστικό κόμμα, που έχει πολιτική και στρατηγική επεξεργασμένη με βάση την κοσμοθεωρία του, την επιστημονική ανάλυση του καπιταλισμού και την πείρα από την αντεπανάσταση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, αποτελεί δύναμη αφύπνισης και οργάνωσης, δύναμη ικανή να εμπνεύσει μαζικά το λαό και τη νεολαία, να εμφυσήσει τη θέληση της αυτοθυσίας. Το ΚΚΕ σε αυτό το δρόμο βρίσκεται και στον ίδιο δρόμο θα συνεχίζει να πορεύεται.

ΑΘΗΝΑ 04/02/2006

H ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΚΕ»

Βεβαίως, στη συνέχεια η ΕΕ προχώρησε με έγκριση ενός δικού της αντικομμουνιστικού ψηφίσματος καθιερώνοντας την 23η Αυγούστου ως «Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα όλων των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων», εξισώνοντας επίσημα το φασισμό με τον κομμουνισμό. Στο ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη. στις 4/4/2009 καταγράφονται τα εξής:

«Εγκρίθηκε από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το κατάπτυστο αντικομμουνιστικό ψήφισμα, βάσει του οποίου επιχειρείται η ταύτιση του φασισμού με τον κομμουνισμό και των ναζιστικών φασιστικών καθεστώτων με τις σοσιαλιστικές χώρες. Το κοινό ψήφισμα των πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), των Φιλελευθέρων (ALDE), της Ενωσης για την Ευρώπη των Εθνών (UEN) και των Πρασίνων (Verts), με τη θετική ψήφο και των Σοσιαλιστών (PSE), πέρασε σαν θέση της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με 553 ψήφους υπέρ, 44 κατά και 33 αποχές, θεσμοθετώντας έτσι στην ΕΕ τον αντικομμουνισμό και ανεβάζοντας την αντικομμουνιστική Εκστρατεία που ξεκίνησε το σχετικό Μνημόνιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Γενάρη του 2006, στο επόμενο επίπεδο. Τα θεσμικά όργανα της Ενωσης, η ίδια η ΕΕ ως ιμπεριαλιστικός οργανισμός εμπλέκονται άμεσα στη χυδαία αντικομμουνιστική εκστρατεία, την παραχάραξη και το ξαναγράψιμο της Ιστορίας με βάση τα σημερινά συμφέροντα του κεφαλαίου, με στόχο, εν μέσω της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και ενόψει ευρωεκλογών, το χτύπημα της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της συνείδησης των νέων γενιών.

Χαρακτηριστική στην ψηφοφορία ήταν και η στάση των Ελλήνων ευρωβουλευτών, καθώς ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑ.Ο.Σ. φρόντισαν να μη συμμετέχουν καν στη διαδικασία, ενώ η ΝΔ «απήχε»… Το ΚΚΕ καταψήφισε και καταδίκασε απερίφραστα το ψήφισμα και την αντικομμουνιστική υστερία που λαμβάνει χώρα στην ΕΕ. Το ΠΑΣΟΚ, καταψήφισε το ψήφισμα, για την «Ευρωπαϊκή Συνείδηση και τον Ολοκληρωτισμό», που «έχει σαν στόχο την καθιέρωση ευρωπαϊκής ημέρας μνήμης για τα θύματα του ναζισμού και του κομμουνισμού», σημειώνοντας στην αιτιολόγησή του ότι «ο ναζισμός και ο σταλινισμός ως δύο μοναδικά φαινόμενα είχαν ουσιαστικές διαφορές» και «θεωρεί ότι η καθιέρωση κοινής ημέρας μνήμης εξομοιώνει κατά απαράδεκτο τρόπο δύο ανόμοια κομμάτια της Ιστορίας, που το καθένα είχε διαφορετική αφετηρία και που για διαφορετικούς λόγους έχουν καταδικαστεί στη συνείδηση του πολίτη», δείχνοντας έτσι εμμέσως ότι δε διαφωνεί ουσιαστικά με τον αντικομμουνιστικό δρόμο που επιδιώκει και το ψήφισμα.

Η θέση που κράτησαν τα ελληνικά κόμματα κατά την ψηφοφορία, δείχνει ότι λαμβάνουν σαφώς υπόψιν την ελληνική πραγματικότητα και την αδιάλλακτη στάση του ΚΚΕ. Αποδεικνύεται, για μια ακόμη φορά, η επίδραση που μπορεί να ασκεί η ακούραστη μαχητική δράση του ΚΚΕ, η συνεπής στάση του στα πλαίσια της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης όχι μόνο για την υπεράσπιση της ιδεολογίας μας, της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού, αλλά της επαναστατικής πάλης του εργατικού κινήματος των λαϊκών κινημάτων στη χώρα μας και διεθνώς, ολόκληρης της Ιστορίας τους.

Οπως αναμενόταν, το ψήφισμα, που βαδίζει στα χνάρια του Αντικομμουνιστικού Μνημονίου, χαρακτηρίζει τον κομμουνισμό «ολοκληρωτικό καθεστώς» και οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις κατηγορούνται για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», τονίζοντας ότι «κυρίαρχη ιστορική εμπειρία της Δυτικής Ευρώπης ήταν ο ναζισμός, ενώ τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είχαν την εμπειρία τόσο του κομμουνισμού όσο και του ναζισμού, και ότι πρέπει να προωθηθεί η κατανόηση για το διπλό παρελθόν δικτατορίας στις χώρες αυτές».

Θεωρεί δε τις σοσιαλιστικές χώρες ως απότοκο του φασισμού, υποστηρίζοντας ότι «η ευρωπαϊκή ενοποίηση υπήρξε εξαρχής μια απάντηση στα δεινά που επέφεραν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και η ναζιστική τυραννία που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα και στην επιβολή ολοκληρωτικών και αντιδημοκρατικών κομμουνιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη», με τους ευρωβουλευτές να ισχυρίζονται προκλητικά ότι η ιμπεριαλιστική – αντιδημοκρατική ΕΕ των πολέμων και της ανισότητας, ήταν ένας «τρόπος για την υπέρβαση των διαιρέσεων και της εχθρότητας στην Ευρώπη μέσω της συνεργασίας και της ενοποίησης, καθώς και για την εξάλειψη των πολέμων και την εδραίωση της δημοκρατίας στην Ευρώπη».

Ακόμα ξεκαθαρίζει ότι στόχος ήταν και παραμένει το ξαναγράψιμο της Ιστορίας, κατά τα ιμπεριαλιστικά ευρωενωσιακά πρότυπα, επενδύοντας στις νέες γενιές, σημειώνοντας ότι «η Ευρώπη δε θα ενωθεί ποτέ αν δεν μπορέσει να καταλήξει σε κοινή θεώρηση της Ιστορίας της, να αναγνωρίσει το ναζισμό, το σταλινισμό και τα φασιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα ως μέρος της κοινής Ιστορίας της και αν δεν διεξαγάγει τίμιο και ουσιαστικό διάλογο για τα εγκλήματα των καθεστώτων αυτών κατά τον περασμένο αιώνα», χαρακτηρίζοντας τις φιέστες για τα 20 χρόνια από τις ανατροπές ως «ευκαιρία να ενισχυθεί η συνείδηση του παρελθόντος και σημειώνοντας «τη σημασία που έχει να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη του παρελθόντος».

Ακόμα, «καλεί την Επιτροπή και τα κράτη – μέλη να καταβάλουν περαιτέρω προσπάθειες, για να ενισχυθεί η διδασκαλία της ευρωπαϊκής Ιστορίας και να τονιστούν το ιστορικό επίτευγμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και η έντονη αντίθεση, μεταξύ του τραγικού παρελθόντος και της ειρηνικής και δημοκρατικής κοινωνικής τάξης στη σημερινή ΕΕ».

Τάσσεται δε υπέρ της πολιτικής στήριξης και οικονομικής ενίσχυσης, από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, ΜΚΟ «που δραστηριοποιούνται στην έρευνα και τη συλλογή εγγράφων σχετικά με εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της σταλινικής περιόδου», ζητά «την καθιέρωση βήματος Ευρωπαϊκής Μνήμης και Συνείδησης που να στηρίζει τη δικτύωση και τη συνεργασία των εθνικών ερευνητικών ιδρυμάτων που ειδικεύονται στον τομέα της ιστορίας του ολοκληρωτισμού, και τη δημιουργία πανευρωπαϊκού κέντρου/μνημείου τεκμηρίωσης για τα θύματα όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων» και την «ενίσχυση των υπαρχόντων σχετικών χρηματοοικονομικών μέσων, ώστε να υποστηριχτεί η επαγγελματική ιστορική έρευνα για τα ανωτέρω θέματα».

Φυσικά, καλεί την καθιέρωση της 23ης Αυγούστου «ως Ευρωπαϊκής Ημέρας Μνήμης για τα θύματα όλων των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων, και να γιορτάζεται με αξιοπρέπεια και αμεροληψία», με δεδομένο ότι στις 23/8/39 υπογράφτηκε το «Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ», «σύμφωνο μη επίθεσης»,5 που αξιοποίησε η Σοβιετική Ενωση για να προετοιμαστεί για την αναπόφευκτη επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας.

Σαφής πρόθεση η αξιοποίηση του Συμφώνου για να κρύψουν ότι πριν η ΕΣΣΔ είχε επιδιώξει συνεννόηση με τη Βρετανία και τη Γαλλία, αλλά αυτές την είχαν απορρίψει, αλλά και το ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με αστικά δημοκρατικά πολιτεύματα ή με φασιστικά ενεργούσαν έχοντας στόχο την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας.

Κλείνοντας το ψήφισμα δηλώνει ότι το Ευρωκοινοβούλιο «είναι πεπεισμένο ότι απώτερος στόχος της αποκάλυψης και της αποτίμησης των εγκλημάτων που διέπραξαν τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα είναι η συμφιλίωση, η οποία μπορεί να επιτευχθεί αν υπάρξει αποδοχή της ευθύνης, ζητηθεί συγγνώμη και προωθηθεί η ηθική ανάκαμψη».

Μετά απ’ όλ’ αυτά γίνονται κατανοητά τόσο η θεωρία της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» και η στόχευσή της, όσο και το υπόβαθρο που εκκολάπτει και ενισχύει μορφώματα σαν τη «Χρυσή Αυγή». Στόχος, το εργατικό λαϊκό κίνημα, το χτύπημα της αντικαπιταλιστικής πάλης. Είναι υποκρισία, επικίνδυνη, η δήθεν καταδίκη των φασιστικών μορφωμάτων. Είναι δημιουργήματά τους ακριβώς ως ένας ακόμη μοχλός καταστολής, λειτουργούν ως προστάτες των καπιταλιστών και της ιδιοκτησίας τους, επομένως εχθρός τους είναι η εργατική τάξη τα φτωχά λαϊκά στρώματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ αξιοποιούνται τόσο από το αστικό κράτος όσο και από τους μεγαλοεπιχειρηματίες ως οι αδίσταχτοι μοχλοί καταστολής του εργατικού κινήματος και των Κομμουνιστών. Με ιδεολογία το αντικομμουνιστικό μίσος.

1. Ενώ π.χ. το Γενάρη του 1923 η αξία ενός αμερικάνικου δολαρίου είχε φτάσει τα 17.792 γερμανικά μάρκα, τον Αύγουστο του ίδιου έτους ξεπερνούσε τα 4,5 εκατομμύρια! Την ίδια περίοδο, δηλαδή πέντε χρόνια μετά το τέλους του πολέμου, το πραγματικό εργατικό εισόδημα μόλις προσέγγιζε το μισό του προπολεμικού.

2. Το ίδιο έτος είχε προηγηθεί η σταθεροποίηση του γερμανικού νομίσματος.

3. Την εκλογή του στην Προεδρία στήριξε και η σοσιαλδημοκρατία, θεωρώντας τον ως «το μικρότερο κακό».

4. Στις εκλογές Νοεμβρίου 1932, έχασε περίπου 2 εκατομμύρια ψήφων.

5. Εχοντας η Σοβιετική Ενωση σαφή αντίληψη ότι τα μη φασιστικά καπιταλιστικά κράτη ενίσχυαν τη Γερμανία, με σκοπό να τη στρέψουν εναντίον της, υποχρεώθηκε να υπογράψει στις 23 Αυγούστου 1939 το «γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης», γνωστό ως «σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ». Το «Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ» έχει δεχτεί πυρά από τους υποκριτικούς υπερασπιστές των ελευθεριών και από τους οπορτουνιστές. Αποκρύπτουν ότι το Σύμφωνο υπογράφτηκε μόνο αφού είχαν ναυαγήσει όλες οι προηγούμενες φιλειρηνικές προσπάθειες της ΕΣΣΔ, καθώς και οι προσπάθειες να συγκροτηθεί αντιχιτλερικό μέτωπο. ‘Η ότι, 3 μήνες πριν, η ΕΣΣΔ είχε προσφέρει στρατιωτική βοήθεια και στην Πολωνία σε περίπτωση πολέμου, για να λάβει την κατηγορηματική άρνηση από την κυβέρνηση της τελευταίας. Τι δε λένε όλοι αυτοί επίσης: Οτι υπάρχει μια άλλη ημερομηνία που θα μπορούσε να αποτελέσει πραγματική επέτειο καταδίκης του ναζισμού και όσων τροφοδοτούν, συναλλάσσονται και ανοίγουν το δρόμο στους ολοκληρωτισμούς. Είναι η 30ή του Σεπτέμβρη. Είναι η μέρα (30 Σεπτέμβρη 1938) ένα χρόνο πριν το σύμφωνο, στο Μόναχο οι Χίτλερ και Μουσολίνι υπέγραψαν μαζί με τους αρχηγούς των κυβερνήσεων της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, το ομώνυμο «σύμφωνο του Μονάχου», με το οποίο οι «δημοκρατίες της Δύσης», στο πλαίσιο του «κατευνασμού» του φασισμού, έδιναν το πράσινο φως στο ναζισμό να εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία, να τη διαμελίσει, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στον όλεθρο και οδηγώντας την ανθρωπότητα στην τραγωδία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτή, βέβαια, η ημερομηνία απουσιάζει από το αντικομμουνιστικό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου. Από την άλλη, οι Βρετανία – Γαλλία, που είχαν συνάψει συμμαχία με την Πολωνία, δεν την τήρησαν μετά τη γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας. Το Σύμφωνο «Μολότοφ – Ρίμπεντροπ» εξασφάλισε στην ΕΣΣΔ 21 πολύτιμους μήνες ειρήνης, που στη συνέχεια αποδείχθηκαν ανεκτίμητοι στην πολεμική της προετοιμασία, ενόψει της αναπόφευκτης γερμανικής επίθεσης. Το σοβιετογερμανικό «Σύμφωνο μη επίθεσης» διήρκεσε μέχρι τις 22 Ιούνη 1941, οπότε η Γερμανία το παραβίασε και επιτέθηκε κατά της ΕΣΣΔ.

Πηγή : Ριζοσπάστης 16 – 6 – 2012

Κοινοποιήστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *