Κατηγορίες
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΤΕΧΝΕΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

«Κάποτε τα έργα μου πρέπει να επιστρέψουν στον μεγάλο μου δάσκαλο: Το λαό»

Συμπληρώνονται φέτος 31 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου κομμουνιστή ζωγράφου και γλύπτη

Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης
Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης

Συμπληρώνονται φέτος 31 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου κομμουνιστή ζωγράφου και γλύπτη Δημήτρη Κατσικογιάννη, που μας κληροδότησε πλήθος έργων για τους αγώνες τόσο του ελληνικού λαού όσο και των λαών όλου του κόσμου.

Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης γεννήθηκε το 1915 στην Καρυά Ολύμπου της Λάρισας, το τέταρτο από τα οχτώ παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Σε ηλικία μόλις 13 ετών δούλευε σε ένα μπακάλικο, όπου άρχισε να σχεδιάζει διάφορες παραστάσεις πάνω στο βούτυρο, γεγονός που εντυπωσίασε την πελατεία του μαγαζιού και έφτασε μέχρι τον τοπικό Τύπο. Το 1934 πήγε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μαθήματα σχεδίου και γλυπτικής πλάι στον γλύπτη Αντώνη Σώχο.

Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το διάστημα 1934 – 1940, σπουδάζοντας γλυπτική με τους δασκάλους Θωμά Θωμόπουλο, Κώστα Δημητριάδη και Μιχαήλ Τόμπρο. Ονειρό του ήταν να ασχοληθεί με τη γλυπτική, ενώ πάντοτε υπέγραφε πρώτα ως γλύπτης και έπειτα ως ζωγράφος. Εξάλλου, και το δίπλωμα που έλαβε από την ΑΣΚΤ ήταν αυτό της γλυπτικής. Ενδιαφέρον έχει πως, ενώ η κρίση του διπλώματός του έγινε το 1940, αυτό του απονεμήθηκε ύστερα από 22 ολόκληρα χρόνια, το 1962, οπότε και αποφυλακίστηκε. Οταν αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών, ήταν ήδη κάτοχος επτά βραβείων γλυπτικής και ενός επαίνου. Το 1940, κατόπιν εργασίας του πάνω στην αποκατάσταση αρχαιοτήτων στο παράρτημα της ΑΣΚΤ στο Μουσείο των Δελφών, έλαβε υποτροφία της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής για το Παρίσι, την οποία όμως προτίμησε να μετατρέψει σε υποτροφία εσωτερικού, με τη βοήθεια του Δημητριάδη, καθώς δεν ήθελε να αφήσει τη χώρα ενόψει του πολέμου. Μέχρι το ’41, εργαζόταν στην Αθήνα.

***

Ηδη από το 1938, σε ηλικία 23 ετών, είχε γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Το 1942 οργανώθηκε στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και ξαναγύρισε στο χωριό του, εγκαταλείποντας τα έργα του στην Αθήνα, για να λάβει ενεργό μέρος στον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα. Συμμετείχε στην οργάνωση της τοπικής Λαϊκής Επιτροπής και ήταν μέλος ειδικού συνεργείου των Καλλιτεχνών του ΕΑΜ της 1ης Μεραρχίας, που ανέλαβε το τμήμα της Διαφώτισης, με σκοπό τη φιλοτέχνηση αφισών και προπαγανδιστικού υλικού, δηλαδή προκηρύξεων στα Γαλλικά και στα Γερμανικά, τις οποίες σκορπούσαν στις γραμμές των Ιταλών και των Γερμανών στην Ελασσόνα και την Τσαριτσάνη. Εκεί έφτιαχνε ακόμα σφραγίδες και αναπαραστάσεις των μαχών.

Το 1944, μετά την Απελευθέρωση, εγκατέστησε το εργαστήριό του στη Λάρισα. Τότε φιλοτέχνησε συνολικά 80 αγάλματα και 500 συνθέσεις, χωρισμένες στις ενότητες «Λευτεριά και ανεξαρτησία», «Διαμαρτυρία», «Ο επικός αγώνας της γυναίκας» και «Καλάβρυτα». Τα έργα εκείνης της περιόδου έχουν καταστραφεί λόγω των μετέπειτα διώξεων. Είχε πει ο ίδιος:

«Βρήκα ένα χώρο και έπεσα με τα μούτρα. Μέσα σε δύο χρόνια έκανα 100 αγάλματα, 4 μεγάλες συνθέσεις, 500 συνθέσεις. Γκρέμισα νοερώς όλα τα αγάλματα απ’ όλες τις πλατείες των Αθηνών κι έστησα την ΕΑΜική αντίσταση παντού. Νοερώς όπου υπήρχε χώρος, έστησα αγάλματα και ήταν μέσα κι όλη η σφαγή κι όλοι οι διωγμοί και όλη η έξαρση του λαού».

Η πίστη του καλλιτέχνη στην ανάγκη για την κοινωνική αλλαγή σηματοδότησε και τη στάση του απέναντι στα ιστορικά γεγονότα της εποχής του. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εντάχθηκε στον ΔΣΕ. Τον Σεπτέμβρη του ’47 ανέβηκε στο βουνό, ως μέλος στο Πολιτιστικό Τμήμα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, μαζί με τον ζωγράφο Δημήτρη Οικονομίδη. Εκεί ασχολήθηκε με τη φιλοτέχνηση αφισών, τις οποίες σκάλιζε πάνω σε πλάκες από καουτσούκ και τις τύπωνε σε ένα αυτοσχέδιο πιεστήριο.

Τον Μάη του 1949 συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο της Καρδίτσας, όπου σχεδίαζε όλα όσα γίνονταν στην απομόνωση. Τα έργα του κατασχέθηκαν κατά τη μεταγωγή του στις φυλακές Τρικάλων. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για παράβαση του Γ’ Ψηφίσματος περί κατασκοπείας και προδοσίας του έθνους. Εως το 1961 πέρασε από τις φυλακές της Κέρκυρας, των Τρικάλων, της Λάρισας και της Αλικαρνασσού. Στις φυλακές της Κέρκυρας φιλοτέχνησε 35 σατιρικές φιγούρες της αστικής κοινωνίας και ήταν εκεί που για πρώτη φορά δούλεψε με κιμωλία σε μαυροπίνακα, δημιουργώντας συνολικά 5.000 σχέδια και τέσσερα γλυπτά, από τα οποία κανένα δεν σώθηκε.

Αποφυλακίστηκε τον Δεκέμβρη του 1961 (με βάση τον νόμο 2058 «περί ειρηνεύσεως»), με κλονισμένη την κατάσταση της υγείας του, και νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο «Αγιος Παύλος» της Αθήνας. Εκτοτε, παρακολουθούνταν στενά από την Ασφάλεια, όπου ήταν υποχρεωμένος να δίνει το «παρών» σε εβδομαδιαία βάση. Τα χρόνια που ακολούθησαν εγκατέστησε το εργαστήριό του στο Γαλάτσι, στην οδό Νοταρά 31, όπου επιδόθηκε με πάθος στην καλλιτεχνική δημιουργία. Εκεί φιλοτέχνησε σε ξηρό παστέλ τα περισσότερα από τα ζωγραφικά έργα που σώζονται σήμερα, καθώς και κάποια μικρά γλυπτά σε γύψο, αφού δεν είχε λάβει ποτέ δημόσια παραγγελία για κάποιο μνημείο.

***

Το 1962 έγινε μέλος του ΚΕΕ (μετέπειτα ΕΕΤΕ) και πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί «Ζυγός», ενώ ακολούθησαν άλλες δέκα εκθέσεις, μεταξύ άλλων, σε Αθήνα, Πειραιά, Μόσχα και Βαρσοβία. Το 1964 έλαβε πρόσκληση από την ΕΣΣΔ, να εκθέσει τα έργα του στο Μουσείο Πούσκιν, την οποία και δέχθηκε και έμεινε στην ΕΣΣΔ συνολικά 43 μέρες. Εκεί εξέθεσε 400 έργα. Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνη του 1991, σε ηλικία 76 ετών, ενώ η σύντροφός του, Λέγκω, τον ακολούθησε 6 μήνες αργότερα.

Πρόκειται για μια περίπτωση καλλιτέχνη που δεν εμπνεύστηκε απλώς από τα γεγονότα της περιόδου μέσα στην οποία έζησε. Αντίθετα, είχε ενεργή συμμετοχή, καθώς βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων. Λόγω αυτής της στάσης του δεν κατάφερε να διασώσει όσα δημιούργησε τότε, και μπόρεσε να δουλέψει απερίσπαστος μόνο μετά την αποφυλάκισή του. Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια κύρια πηγή της έμπνευσής του ήταν το προσωπικό βίωμα του αντάρτικου αγώνα, του Εμφυλίου και φυσικά της φυλάκισής του, που άφησε στο έργο του ένα ανεξίτηλο στίγμα. Στην πορεία καταπιάστηκε με τα μεγάλα κοινωνικά γεγονότα της εποχής του, όπως το Πολυτεχνείο, ο πόλεμος στο Βιετνάμ και την Παλαιστίνη και άλλα. Το σύνολο της εικαστικής του παραγωγής χαρακτηρίζεται από περιεχόμενο αμιγώς κοινωνικό και ταξικό. Κάθε έργο του είναι και μία ιστορική μαρτυρία, μία κραυγή ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στην εξαθλίωση, στην εκμετάλλευση και το άδικο. Ταυτόχρονα, όμως, είναι κι ένα παράθυρο ανοιχτό στο όραμα της επανάστασης.

Πρόθεση του ίδιου ήταν το έργο του, πέρα από αισθητική αξία, να έχει και τη λειτουργία της ιστορικής μαρτυρίας, που θα μνημονεύει την πρωτόγνωρη και μαζική συμμετοχή του λαού στον απελευθερωτικό και κοινωνικό αγώνα της περιόδου. Οντας συνειδητά στρατευμένος στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, παρήγαγε έργο που διαπνέεται από το όραμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας και είναι διαποτισμένο από τις αξίες και τα ιδανικά της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ποτέ δεν στέκεται στην απλή αποτύπωση του πόνου και της αγωνίας του χειμαζόμενου λαού αλλά ενδιαφέρεται να αναδείξει την ηρωική διάσταση του αγώνα, που έγκειται στην αποφασιστικότητα και την αυτοθυσία, με τις οποίες ο λαός ρίχτηκε στη μάχη. Οι επιμηκυμένες μορφές του, με τα πελώρια μάτια, που μέσα τους καίει η επαναστατική φλόγα, ανάγονται σε διαχρονικά και πανανθρώπινα σύμβολα της ταξικής πάλης.

***

Σήμερα, περίπου 1.200 έργα ζωγραφικής και 110 γλυπτικές συνθέσεις βρίσκονται στο Μουσείο Δημήτρη και Λέγκως Κατσικογιάννη στα Τρίκαλα, στο κτίριο των πρώην ψυγείων της «Αγρέξ». Η μεγάλη και σημαντική αυτή συλλογή παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό, καθώς ο χώρος δεν είναι ανοιχτός. Ως αποτέλεσμα, το έργο του Δημήτρη Κατσικογιάννη μένει ανεξερεύνητο, αχαρτογράφητο και πλήρως απαξιωμένο, γεγονός που εγείρει πολλά ερωτήματα και προβληματισμούς για τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Να σημειώσουμε, επίσης, πως τα έργα του εκεί χρειάζονται συντήρηση, καθώς καλύπτονται από μούχλα. Κρίνεται επομένως επιτακτική η ανάγκη το έργο του Δημήτρη Κατσικογιάννη να διασωθεί, να ταξινομηθεί, να ψηφιοποιηθεί και κατόπιν να εκτεθεί στο σύνολό του, ούτως ώστε να είναι προσιτό σε όλους και να καταστεί δυνατό να μελετηθεί και να αναδειχθεί. Εξάλλου, αυτός ήταν και ο διακαής πόθος του αγωνιστή καλλιτέχνη, το έργο του να στεγαστεί σε ένα μουσείο ανοιχτό σε όλους, το «Μουσείο Φιλίας και Αντίστασης των Λαών». Οπως χαρακτηριστικά έλεγε, «κάποτε τα έργα μου πρέπει να επιστρέψουν στον μεγάλο μου δάσκαλο: ΤΟ ΛΑΟ».

Βιβλιογραφία/πηγές:

Αθανασίου Α., «Η Πινακοθήκη της Αντίστασης», εφημ. «Ριζοσπάστης», Κυριακή 9 Οκτώβρη 1983, σελ. 12 – 13.

Αλεξίου Ν., «Ο καλλιτέχνης δεν είναι ένας παθητικός παρατηρητής», εφημ. «Ριζοσπάστης», Κυριακή 10 Φλεβάρη 1980, σελ. 4.

Ανωνύμου, «Πέθανε ο Δ. Κατσικογιάννης», εφημ. «Ριζοσπάστης», Πέμπτη 27 Ιούνη 1991, αρ. 5077, σελ. 28.

Κοκκοτάκη Δ., «Δημήτρης Κατσικογιάννης: Φιλοδοξώ το έργο μου να μείνει στον ελληνικό λαό», εφημ. «Ριζοσπάστης», Κυριακή 5 Γενάρη 1975, αρ. 88, σελ. 4.

Πετρής Γ., «Μια έκκληση για την αποφυλάκιση του γλύπτη Κατσικογιάννη», περ. «Επιθεώρηση Τέχνης», αρ. 80 – 81, Αύγουστος – Σεπτέμβρης 1961, σελ. 246.

Ριζάκης Ν., Η συμμετοχή των Καρυωτών στα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ, http://www.karya-olympou.gr/images/pdf/2.pdf (τελευταία πρόσβαση: 08/04/2022).

Ντοκιμαντέρ, «Οι ζωγράφοι στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας 1941-1945», https://www.youtube.com/watch?v=WrAxeyDVGJc&ab_channel=KakasKseros (τελευταία πρόσβαση: 14/10/2020).

Σαββίνα ΛΙΤΣΗ
Μεταπτυχιακή φοιτήτρια στη Θεωρία και Ιστορία της Τέχνης, ΑΣΚΤ

    

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ

Διαχρονικές προσπάθειες για την ανάδειξη του έργου του

Το ΚΚΕ διαχρονικά και με διάφορες μορφές προβάλλει το σημαντικό έργο του Δημήτρη Κατσικογιάννη και υπογραμμίζει την ανάγκη καλύτερης ανάδειξης του έργου, που βρίσκεται στο «Μουσείο Δημήτρη και Λέγκως Κατσικογιάννη», τόσο με μέτρα συντήρησης καθώς και βελτίωσης του χώρου φύλαξης και έκθεσης του έργου με τα κατάλληλα υποστηρικτικά τεχνικά μέσα, ώστε πραγματικά να γίνει κτήμα του λαού.

Μεταξύ άλλων παρεμβάσεων, με αφορμή και την τραγική κατάσταση του Μουσείου, οι βουλευτές του ΚΚΕ Γιώργος Λαμπρούλης, Γιάννης Δελής και Γιώργος Μαρίνος με Ερώτηση που κατέθεσαν στη Βουλή, στα μέσα του προηγούμενου Απρίλη, προς τους υπουργούς Πολιτισμού και Αθλητισμού και Εσωτερικών, επισήμαναν πως το σπουδαίο αυτό έργο, που αποτυπώνει το μεγαλείο του λαού, βρίσκεται σε έναν χώρο εντελώς ακατάλληλο, που συνυπάρχει με το αμαξοστάσιο της ΔΕΥΑΤ και τον μηχανολογικό εξοπλισμό του (σωλήνες κ.λπ.), μέσα σε μουχλιασμένους τοίχους και σαπισμένες από τη σκουριά πόρτες. Μάλιστα, ένα μεγάλο κομμάτι του έργου δεν εκτίθεται και παραμένει στα συρτάρια λόγω του ότι δεν χωράει στις αίθουσες. Αναδείκνυαν πως από το 1998 παραμένει εκεί παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις όλων των εκάστοτε δημοτικών αρχών, τόσο των προηγούμενων όσο και της σημερινής, και καλούσαν τη σημερινή κυβέρνηση να πάρει μέτρα για τη διάσωση και διαφύλαξη του έργου.

    

 Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940/40 

Εφημερίδα Ριζοσπάστης : 25 – 26 / 6 /2022

Κοινοποιήστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *