15 – 6 – 1994
Πεθαίνει ο μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζιδάκις.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925. Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη.

Η μουσική του παιδεία ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών, κάνοντας μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, ενώ παράλληλα διδάχθηκε βιολί και ακορντεόν.

Μετακόμισε στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1932 όμως λίγο αργότερα οι γονείς του χωρίζουν και το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα.
Στην κατοχή εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ.

Το 1945 γνωρίζεται στο πατάρι του Λουμίδη που βρισκόταν στην γωνία των οδών Αιόλου με Πανεπιστημίου, με τους Νίκο Γκάτσο, Κάρολο Κουν, Νάνο Βαλαωρίτη κ.α. Μέσα από τις καλλιτεχνικές τους συναντήσεις έκαναν όνειρα για μια Ελλάδα που ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο, κοιτώντας με ελπίδα το μέλλον. Τότε ήταν η περίοδος που ξεκίνησε να γράφει μουσικές για το θέατρο και έκανε την πρώτη κινηματογραφική εργασία του με το έργο «Αδούλωτοι Σκλάβοι» σε σκηνοθεσία του Βίων Παπαμιχάλη.

Το 1948 ο Χατζιδάκις έδωσε την ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική Ελληνική κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, ήταν απαγορευμένο και παράνομο και η ενέργειά του αυτή έδωσε προοπτική στην ελληνική μουσική. Ο Χατζιδάκις με την ποιότητα που είχε σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης, έβλεπε το αληθινό και το γνήσιο λαϊκό τραγούδι που δεν ήξεραν τα ωδεία, τα πανεπιστήμια, η αριστοκρατία και η πολιτεία. Είχε δηλώσει επ’ αυτού: “Ήθελα να δείξω στο ελληνικό κοινό μια αστείρευτη δροσερή πηγή”. Συνθέτες όπως οι: Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Χατζιδάκις κ.α. σε συνεντεύξεις τους από το 1960 και μετά, υμνολογούσαν τους ρεμπέτες, για τον λόγο, ότι πάνω στην δίκη τους μουσική έγραφαν τα δικά τους έργα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο (Αγία Ιωάννα, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, κ.α.) και το Θέατρο Τέχνης (Ματωμένος Γάμος, Όλα τα παιδιά του Θεού έχουν φτερά κ.α.). Στη συνεχεία, συνεργάζεται με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου όπου ήταν για σειρά ετών ένας από τους βασικούς συνεργάτες. Παράλληλα γραφεί μουσική για πολλές ελληνικές ταινίες όπως «Ο δράκος» που κατά πολλούς θεωρείται η κορυφαία ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Η υπέροχη μουσική επένδυση της ταινίας από τον Χατζιδάκι εναρμονίζεται πλήρως με τον ρεαλισμό των εικόνων με αποκορύφωμα την εκπληκτική σκηνή του ζεϊμπέκικου χορού, που θυμίζει παράσταση αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας.

Το 1960 πήρε το Όσκαρ για τη μουσική στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, έλεγε ο Χατζιδάκις, να σου έρθει μια επιτυχία, από εκεί που δεν το περιμένεις. Η ταινία ήταν τουριστική και σε αυτή την λογική κινήθηκε όταν έγραψε τη μουσική της. Ήταν ένας προικισμένος συνθέτης με αστείρευτο ταλέντο, που κατάφερε να ταιριάξει την μουσική του στην λογική της ταινίας, με αποτέλεσμα το μπουζούκι να γίνει γνωστό σε όλη την υφήλιο. Αμέτρητες ήταν οι διασκευές του τραγουδιού «Τα παιδιά του Πειραιά», πράγμα που καταδίκαζε συνεχώς και αυτό τον οδήγησε στην βιαστική και εσφαλμένη ενέργεια να δώσει τα δικαιώματα του τραγουδιού στην «United Artists». Ασχολήθηκε πολύ με το να καταδικάζει τις πολλές διασκευές σπαταλώντας πολλή ενέργεια για το τίποτα.

Στη συνέχεια έγραψε μουσική για τον εμπορικό κινηματογράφο. Κάποτε είχε πει στον Φίνο: Εσύ ξέρεις τι θα πει κακός κινηματογράφος αλλά τι θα πει καλός, δεν θα μάθεις ποτέ… Το 1990 σε μια συνέντευξη είχε δηλώσει: Πού να το ξέρω ότι 30 χρόνια μετά, ο κόσμος θα ασχολούνταν ακόμα με Μανταλένες και κουραφέξαλα. Στο θέατρο έγραψε μουσική για το «Παραμύθι δίχως όνομα», «Όρνιθες», «Καπετάν Μιχάλης» κ.α. Πολλές από αυτές τις συνθέσεις του έχουν μείνει στην ιστορία και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό.
Το 1967 θα ταξιδέψει στο Μπρόντγουει της Νέας Υόρκης για το ανέβασμα του μιούζικαλ «Ίλια Ντάρλινγκ». Εκείνη την περίοδο τον βρήκε η δικτατορία και όπως είχε δηλώσει, είχε προβλήματα με την εφορία και δεν ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την περίοδο της Αμερικής και όπως ανέφερε ο ίδιος, η διαμονή του εκεί τον σπούδασε. Ένα άγνωστο γεγονός είναι η εισαγωγή που έγραψε στο τραγούδι «Prelude» (Προανάκρουσμα), μαζί με τους «Millenium» που ήταν μια ροκ μουσική ομάδα στην Καλιφόρνια. Σε αυτό το κομμάτι, ο ίδιος ο Χατζιδάκις παίζει τσέμπαλο.

Στην Ελλάδα θα επιστρέψει το 1972, όπου ηχογραφεί τον «Μεγάλο ερωτικό» και ανεβάζει την παράσταση, «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης». Σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Διαβάζω» το 1982, αναφέρει για το έργο: Ο οδοιπόρος είμαι εγώ, ο οποίος εκείνο τον καιρό περιφερόμουν ανά τον κόσμο και μόλις είχα έρθει στην Ελλάδα. Το μεθυσμένο κορίτσι ήταν η Ελένη Μανιάτη που τότε ήταν μαζί μου, ένα κορίτσι πέρα από τα καθορισμένα, πέρα από τα όρια του λογικού.

Ο Αλκιβιάδης ήταν ένας νεαρός που πουλούσε τσιγάρα. Λοιπόν, σκέφτηκα ότι μια και δεν έχουμε κοινό μύθο ας τον κατασκευάσουμε, ας ενώσουμε τον οδοιπόρο το μεθυσμένο κορίτσι και τον Αλκιβιάδη και φυσικά, αυτό καταλήγει στον φόβο που ήταν το κλίμα εκείνης της εποχής του 1973, ιδίως μετά την άνοδο του Ιωαννίδη. Γι αυτό το έργο μου τελειώνει με τον φόβο, χωρίς να θέλω να πω ότι έκανα αντίσταση. Τώρα το τι περιέχουν οι στίχοι είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας. Περιέχονται πολλά στοιχεία που ενώνουν αυτά τα τρία πρόσωπα. Τα τραγούδια του δίσκου, για τον λόγο ότι δεν μπορούν να ακουστούν σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης είναι άγνωστα στο κοινό. Ελπίζω κάποια στιγμή να τα ανακαλύψει στο μέλλον.

Το 1975 ο Χατζιδάκις θα αναλάβει αναπληρωτής γενικός διευθυντής στην «Εθνική Λυρική Σκηνή» και διευθυντής στο «Τρίτο πρόγραμμα». Ο Χατζιδάκις είχε ένα όραμα για την μουσική ζωή στην Ελλάδα και έμεινε στο ραδιόφωνο επτά χρόνια. Πήγε σε μια εποχή που τα χνάρια της χούντας ήταν ακόμη φανερά στην τότε ΕΡΤ και κατόρθωσε με το ύφος και τον λόγο του, να τα αλλάξει όλα. Το κρατικό ραδιόφωνο άρχισε να ανοίγει τις πόρτες στους άξιους και αναπτύσσεται μια καινούργια ραδιοφωνική έκφραση. Η ελληνική και παγκόσμια δημιουργία, προβάλλεται με ένα ιδιαίτερο τρόπο που κάνει τον ακροατή να φαντάζεται και να ονειρεύεται. Το τρίτο πρόγραμμα αν και κρατικό ήταν το πρώτο ελεύθερο ραδιόφωνο στην Ελλάδα. Μια εκπομπή που άφησε εποχή στο ραδιόφωνο και στην κοινωνία ήταν η παιδική εκπομπή «Εδώ λιλιπουπολη».

Το 1978 ο δήμαρχος των Ανωγείων Γιώργος Κλάδιος ήρθε στην Αθήνα με δική του πρωτοβουλία και έκανε πρόταση στον Χατζιδάκι να διοργανώσει τους μουσικούς αγώνες στα ανώγεια. Με την συμπαράσταση των Aνωγειανών, ο Μάνος Χατζιδάκις κατάφερε να καταστήσει τα Ανώγεια σ’ ένα ζωντανό μουσικό πολιτιστικό εργαστήρι.
Το 1980 εγκαινίασε τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο. Ήταν ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ , με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων, τόσο στη μουσική όσο και στο χορό και τον κινηματογράφο. Οργάνωσε επίσης τους Αγώνες ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, το 1981 και 1982. Ήταν ένας μουσικός διαγωνισμός που είχε σκοπό την παρουσίαση νέων Ελλήνων καλλιτεχνών. Την κριτική επιτροπή αποτελούσαν οι: Δήμαρχος Κέρκυρας, Ελένη Βλάχου, Νίκη Γουλανδρή, Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Κουρουπός, Σπύρος Σακκάς κ.α. Στο διαγωνισμό, μεταξύ άλλων συμμετείχαν το 1982 και οι Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας, με το τραγούδι «Μια βραδιά στο λούκι», με το οποίο βραβεύθηκαν και έγιναν γνωστοί.
Το 1985 είναι διευθυντής στο περιοδικό «Τέταρτο» το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το Τέταρτο, ίσως περισσότερο απ’ όλα, ήταν ένα βαθιά πολιτικό περιοδικό. Η έννοια της πολιτικής, ακόμη και το 1985 που κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος, σχετιζόταν με τα μικροπολιτικά σκάνδαλα, με τις επιφανειακές και εν πολλοίς ανούσιες κομματικές διαφορές και με το φανατισμό και τη στενότητα των ιδεών που διακρίνει τους ψηφοφόρους των κομμάτων. «Το Τέταρτο υπήρξε κατ’ ουσίαν τότε ένα πολιτικό περιοδικό γιατί εγώ βαθιά μέσα μου είμαι πολιτικοποιημένος» έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Το 1985 ίδρυσε την δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» για να φιλοξενεί ποιοτικές προτάσεις της ελληνικής μουσικής.
Το 1987 παρουσιάζει τέσσερα προγράμματα στο «Μουσικό κέντρο Αθηνών» στην πλάκα. Συμμετείχαν οι: Έλλη Πασπαλά, Γιώργος Νταλάρας, Αλίκη Καγιαλόγλου, Νίκος Παπάζογλου. κ.α
Το 1989 ο Χατζιδάκις ίδρυσε την «Ορχήστρα των χρωμάτων». Στους τέσσερις κύκλους συναυλιών που οργανώθηκαν από τον Νοέμβριο του 1989 έως τον Ιούνιο του 1993, ο Μάνος Χατζιδάκις περιέλαβε, εκτός από κλασικά έργα και, πολλά άγνωστα, συνθετών του 20ού αιώνα: Copland, Menotti, Poulenc, Milhaud, Ohana, Hindemith, Nielsen, Ives, Britten, Thomson, Szymanowski, Kurt Weill, Piazzolla, Rota, κ.ά. Έντονη παρουσία είχε και η ελληνική μουσική (Πετρίδης, Βάρβογλης, Παλλάντιος, Ξενάκης, Σισιλιάνος, Μαμαγκάκης, Αντωνίου, Κουρουπός), χωρίς να λείψουν και οι νεώτεροι δημιουργοί (Ανισέγκος, Κριτσωτάκης). Ειδικά αφιερώματα έγιναν στον Μανώλη Καλομοίρη, τον Νίκο Σκαλκώτα, τον Γιάννη Χρήστου και τον Μίκη Θεοδωράκη. Το 1993 ο Χατζιδάκις, στην ερώτηση δημοσιογράφου στην κρατική τηλεόραση, για το αν θα ηχογραφήσει κάποιο νέο του έργο απάντησε: Να ξέρει ο κόσμος πως αν υπάρξει κάποια αξιόλογη δουλειά θα την κυκλοφορήσω. Αυτή η δήλωση του Χατζιδάκι ήταν βέβαια μια υπεκφυγή στην ερώτηση του δημοσιογράφου, αφού ο ίδιος απέφευγε την δισκογράφηση μεγάλου μέρους του έργου του. Ελάχιστα έργα του από το θέατρο, κινηματογράφο, μπαλέτο, κ.α. έχουν δισκογραφηθεί, ενώ πολλά έχουν μείνει στο αρχείο του και περιμένουν την έκδοσή τους.
Πηγή : ALT.GR
14 – 6 – 1928
Γεννιέται ο Αργεντινός κομμουνιστής επαναστάτης Ερνέστο (Τσε) Γκεβάρα (Ernesto Guevara).

Ο Τσε σπούδασε Ιατρική το 1947 ενώ το 1950 μαζί με το φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο πάνω σε μια θρυλική μοτοσικλέτα «Νόρτον» ταξιδεύουν στη Χιλή, το Περού, τη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, τον Ισημερινό και τον Παναμά. Μετά την αποφοίτησή του, θα επισκεφθεί ξανά χώρες της Λατινικής Αμερικής, γνωρίζοντας τους κοινωνικούς αγώνες και τις επαναστατικές εξεγέρσεις. Στη συνείδησή του καταγράφονται τα πάντα, ενώ το 1953 πηγαίνοντας στη Γουατεμάλα, θα γνωριστεί με Κουβανούς εξόριστους, συντρόφους του Φιντέλ Κάστρο που είχε φυλακιστεί μετά το κίνημα της 26ης Ιουλίου 1953.

Η γνωριμία του με τον Φιντέλ, το 1955, στάθηκε καθοριστική γι’ αυτόν.
Ο Τσε εντάσσεται στις κουβανικές επαναστατικές ομάδες, ξεκινά με 82 συντρόφους για την Κούβα το 1956 και τελικά μετά από μάχες κατάφεραν να ανέβουν στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα μόνο 12.

Η επανάσταση εξαπλώθηκε στο γόνιμο έδαφος της συνείδησης του κουβανέζικου λαού και την 1η Γενάρη 1959 οι επαναστάτες μπαίνουν στην Αβάνα. Ο Τσε υπηρέτησε την κουβανέζικη επανάσταση με όλες του τις δυνάμεις από όποια θέση κι αν βρέθηκε.
Έχοντας συμφωνήσει με τον Φιντέλ Κάστρο από το 1955 κιόλας, ότι θα μπορούσε να φύγει από την Κούβα μετά την επανάσταση, ο Τσε κατευθύνθηκε στη Βολιβία αποσκοπώντας να φουντώσει το επαναστατικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική.
Μετά την τελευταία μάχη στις 8 Οκτώβρη 1967,ο Τσε πληγωμένος στο ένα πόδι και με το όπλο του κατεστραμμένο, συνελήφθη και κατ’ απαίτηση των ΗΠΑ δολοφονήθηκε την επομένη. Το σώμα του θάφτηκε σε μυστικό τόπο και τελικά η θέση αποκαλύφθηκε στις 28 Ιουνίου 1997 .
Η μυστική ταφή αποκάλυπτε τον τρόμο των εχθρών του λαού μπροστά στην προσωπικότητα του μεγάλου επαναστάτη. Για τους εργάτες, τους φτωχούς αγρότες, τους νέους, τους αγωνιζόμενους λαούς, ο Τσε δεν είχε «εξαφανιστεί» γιατί σε κάθε τους μάχη, ο Κομαντάντε ήταν πάντα παρών.
Πηγή : ALT.GR
11 – 6 – 1864
Ο Ρίχαρντ Στράους (Richard Georg Strauss) ήταν Γερμανός συνθέτης της ύστερης ρομαντικής περιόδου.

Είναι γνωστός για τις όπερές του, μεταξύ των οποίων «Ο Ιππότης με το Ρόδο» και η «Σαλώμη».
Άλλες μεγάλες επιτυχίες του είναι τα «Τέσσερα Τελευταία Τραγούδια», τα συμφωνικά ποιήματα και άλλα ορχηστρικά έργα, όπως τα «Θάνατος και Εξαΰλωση», «Τα Φαιδρά Καμώματα του Τιλ Οϊλενσπίγκελ», «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα» και «Μεταμορφώσεις». To «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα» ήταν και το μουσικό θέμα της ταινίας «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κούμπρικ.
Πηγή : ALT.GR
11 – 6 – 1922
Γεννιέται ο πολυβραβευμένος Κύπριος σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης.

Το όνομά του έχει συνδεθεί με δυο ταινίες- σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου: τον «Ζορμπά» και τη «Στέλλα».
Ο πολυβραβευμένος, όμως, διεθνούς φήμης σκηνοθέτης θεωρούσε ότι έτσι αδικείται το σύνολο του έργου του καθώς, όπως πίστευε ο ίδιος, «στο εξωτερικό είμαι ο σκηνοθέτης της “Ηλέκτρας” και της “Ιφιγένειας”» .
Γνώριζε τον Νίκο Καζαντζάκη, που του είχε ζητήσει να κινηματογραφήσει ένα μυθιστόρημά του, αλλά δεν πρόλαβε να δει τον «Ζορμπά» στην οθόνη, και τον Αλμπέρ Καμί, που έγραψε το θεατρικό έργο «Καλιγούλας», στο οποίο ο Μιχάλης Κακογιάννης πρωταγωνιστούσε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 στο Λονδίνο. Έχει μεταφράσει Σαίξπηρ στα ελληνικά και Ευριπίδη στα αγγλικά – μεταφράσεις που θεωρούνται εξαιρετικές από διεθνείς εκδοτικούς οίκους – και έχει γράψει στίχους τραγουδιών που έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», «Επτά τραγούδια θα σου πω», κ.ά.
1928
10 – 6 – 2023
Πεθαίνει ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, που με το έργο του «προσκύνησε τη χάρη του λαού μας» και έδωσε πνοή, δύναμη και κουράγιο «στα μαρτύρια του» στα «χρόνια τα δίσεκτα», ο δημιουργός που με τα μουσικά του έργα, πλημμυρισμένα με «χρώματα και αρώματα», κουβάλησε τη μνήμη και τη δύναμη της ελληνικής μουσικής, ο συνθέτης που διαμόρφωσε, από την αρχή κιόλας της δημιουργικής του πορείας, μια εντελώς προσωπική ηχητική φωνή κι άποψη, ξέχωρη από τις άλλες μέχρι τότε.

«Θεωρούσα κι εγώ ότι η μουσική κατάγεται από τους φυσικούς ήχους και ότι πηγές της ήταν τα βουητά των χειμάρρων, τα κελαηδήματα των πουλιών, η ομιλία των ανθρώπων, οι μουσικές των λαών αλλά και οι σύγχρονες αρμονίες από τα ακούσματα των μεγάλων πόλεων. Αναζητούσα μια αισθητική που δε θα εξαιρούσε από την τέχνη της μουσικής την προσέγγισή της στην έκφραση ζωής των ανθρώπων μέσα στις κοινωνίες».https://www.youtube.com/embed/ACA6PytLqrw?feature=oembedhttps://youtu.be/ACA6PytLqrw
Κρήτη, Αθήνα και Λονδίνο
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος γεννήθηκε, το 1939, στο Ηράκλειο της Κρήτης, από μητέρα σφακιανής καταγωγής και πατέρα από την Ιεράπετρα, γόνοι και οι δύο παλαιών κρητικών οικογενειών.
Η παραδοσιακή μουσική της Κρήτης, η συμφωνική μουσική που ακούει στο ραδιόφωνο, η μουσική της κοντινής Αιγύπτου συνθέτουν τα ακούσματα της παιδικής του ηλικίας και τον καθορίζουν. Παράλληλα από μικρή ηλικία ξεκινά μαθήματα βιολιού και κλαρίνου.
Το 1956, έρχεται στην Αθήνα και περνά την πόρτα του Ωδείου Αθηνών, ενώ εισάγεται και στην Πάντειο. Ερχόμενος στην πρωτεύουσα κουβαλά στις «αποσκευές» του και εφηβικές του συνθέσεις. Αυτές οι μελωδίες θα γίνουν η βάση για τραγούδια που έγραψε πολλά χρόνια αργότερα, όπως η μελωδία για τα «Μαλαματένια Λόγια» που πρωτογράφτηκε από τον Μαρκόπουλο στα 13 του χρόνια, όταν προσπαθούσε να βάλει άλλη μουσική σε κάλαντα.
Οι γνώσεις του πάνω στη μουσική διευρύνονται και του προσφέρουν στοιχεία για τη διαμόρφωση του προσωπικού του ύφους. Με την επιβολή της χούντας αναχωρεί για το Λονδίνο. Εκεί, εμπλουτίζει τις γνώσεις του με την αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens, ενώ η φιλία του με τον πρωτοποριακό συνθέτη Γιάννη Χρήστου παίζει σημαντικό ρόλο στην επαφή και τη βαθύτερη γνωριμία του με τις πλέον πρωτοποριακές μουσικές μορφές.
Στο Λονδίνο συνθέτει, ανάμεσα σε άλλα, τον «Ηλιο τον πρώτο» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, τους πρώτους Πυρρίχιους Α, Β, Γ, Δ για ορχήστρα εγχρόρδων που πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1968 στο Elizabeth Hall στο Λονδίνο, οι οποίοι γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό.
Αλλωστε, για τον Γ. Μαρκόπουλο από την αρχή κιόλας της δημιουργικής του διαδρομής, είναι σαφές ότι «το αληθινό τραγούδι ξεκινά από μια φοβερή ανάγκη και βυθίζεται στον κόσμο που ομαδικά το στερεώνει, αλλάζοντας το, ερμηνεύοντας το ή ακούγοντάς το την ώρα που ζει (…). Το πρώτο υλικό ξεκινά από τον κόσμο και τελειώνει πάλι σ’ αυτόν».
Επιστροφή στην Ελλάδα και «Επιστροφή στις ρίζες»
Το 1969 επιστρέφει στην Ελλάδα.
Με την είσοδο της δεκαετίας του ’70, υλοποιεί το μουσικό του όραμα: καταθέτει μουσικά έργα που χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ως νέα πρόταση και τομή για τη μέχρι τότε ελληνική μουσική πραγματικότητα. Με την «Επιστροφή στις ρίζες» της λαϊκής και παραδοσιακής μας μουσικής, έδειξε τον τρόπο πώς μπορεί κανείς να αξιοποιήσει τα εξελίξιμα στοιχεία της παράδοσης, πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει γόνιμα τις κληρονομημένες αξίες. Αλλωστε, βαθιά του πεποίθηση ήταν, ότι «το τραγούδι, αν είναι γνήσιο και αληθινό, γίνεται από ιθαγενές αυτόματα και διεθνές».
Χαρακτηριστικά, πλάι στα κλασικά όργανα της ορχήστρας έβαλε λαϊκά, παραδοσιακά όργανα (λύρα, σαντούρι, ηπειρώτικο κλαρίνο), ενώ «ανέστησε» θαμμένες μουσικές μορφές της ελληνικής παράδοσης, τους πολύτροπους ρυθμούς απ’ όλες τις περιοχές της χώρας και μας τα παρουσίασε μέσα από την έντονη προσωπική του τέχνη, ατόφια και σύγχρονα, εκφράζοντας ταυτόχρονα σημερινά προβλήματα και και καταστάσεις.
«Επιστροφή στις ρίζες σημαίνει σχεδιασμός του μέλλοντος», ανάφερε σε συνέντευξή του στον «Ριζοσπάστη» το 1977, προσθέτοντας ότι «ρίζες σημαίνει το παντότινο, το αιώνιο, όπως πχ οι έννοιες ισότητα και ελευθερία». Και πάλι στον «Ριζοσπάστη», αυτή τη φορά το 2006, σημείωνε: «Οταν χρησιμοποίησα στη μουσική μου τη λύρα, το σαντούρι, το λαϊκό κλαρίνο, μέσα στα συμφωνικά όργανα, είχα μια κατεύθυνση εξ αρχής. Να συντελέσουν τα ηχοχρώματα αυτής της νέας ορχήστρας στα μουσικά μου έργα, στη συνοχή, στην αλληλεγγύη και στην ανάδειξη των άγραφων νόμων, που διαθέτει στην ψυχή του ο ελληνικός κόσμος».
Η δεκαετία του ’70 είναι ιδιαίτερα γόνιμη για τον συνθέτη. Είναι τα χρόνια που κυκλοφορεί δίσκους – ορόσημα στην ελληνική μουσική δισκογραφία, «Χρονικό» (1970), «Ριζίτικα» και «Ιθαγένεια» (1971), «Ο Στρατής Θαλασσινός» (1973) «Θητεία», «Μετανάστες» (1974), «Θεσσαλικός κύκλος» (1975), «Ανεξάρτητα» (1976)
ΜΟΥΣΙΚΗΣάββατο 10/06/2023 – 20:02
Πέθανε ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος

Πηγή: Eurokinissi
«Θεωρούσα κι εγώ ότι η μουσική κατάγεται από τους φυσικούς ήχους και ότι πηγές της ήταν τα βουητά των χειμάρρων, τα κελαηδήματα των πουλιών, η ομιλία των ανθρώπων, οι μουσικές των λαών αλλά και οι σύγχρονες αρμονίες από τα ακούσματα των μεγάλων πόλεων. Αναζητούσα μια αισθητική που δε θα εξαιρούσε από την τέχνη της μουσικής την προσέγγισή της στην έκφραση ζωής των ανθρώπων μέσα στις κοινωνίες».
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος που με το έργο του «προσκύνησε τη χάρη του λαού μας» και έδωσε πνοή, δύναμη και κουράγιο «στα μαρτύρια του» στα «χρόνια τα δίσεκτα», ο δημιουργός που με τα μουσικά του έργα, πλημμυρισμένα με «χρώματα και αρώματα», κουβάλησε τη μνήμη και τη δύναμη της ελληνικής μουσικής, ο συνθέτης που διαμόρφωσε, από την αρχή κιόλας της δημιουργικής του πορείας, μια εντελώς προσωπική ηχητική φωνή κι άποψη, ξέχωρη από τις άλλες μέχρι τότε, έφυγε σήμερα απο την ζωή, μετά απο άνιση μάχη με τον καρκίνο,
Στις 5 Μάη εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αλεξάνδρα» όπου νοσηλευόταν.
Κρήτη, Αθήνα και Λονδίνο
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος γεννήθηκε, το 1939, στο Ηράκλειο της Κρήτης, από μητέρα σφακιανής καταγωγής και πατέρα από την Ιεράπετρα, γόνοι και οι δύο παλαιών κρητικών οικογενειών.
Η παραδοσιακή μουσική της Κρήτης, η συμφωνική μουσική που ακούει στο ραδιόφωνο, η μουσική της κοντινής Αιγύπτου συνθέτουν τα ακούσματα της παιδικής του ηλικίας και τον καθορίζουν. Παράλληλα από μικρή ηλικία ξεκινά μαθήματα βιολιού και κλαρίνου.
Το 1956, έρχεται στην Αθήνα και περνά την πόρτα του Ωδείου Αθηνών, ενώ εισάγεται και στην Πάντειο. Ερχόμενος στην πρωτεύουσα κουβαλά στις «αποσκευές» του και εφηβικές του συνθέσεις. Αυτές οι μελωδίες θα γίνουν η βάση για τραγούδια που έγραψε πολλά χρόνια αργότερα, όπως η μελωδία για τα «Μαλαματένια Λόγια» που πρωτογράφτηκε από τον Μαρκόπουλο στα 13 του χρόνια, όταν προσπαθούσε να βάλει άλλη μουσική σε κάλαντα.
Οι γνώσεις του πάνω στη μουσική διευρύνονται και του προσφέρουν στοιχεία για τη διαμόρφωση του προσωπικού του ύφους. Με την επιβολή της χούντας αναχωρεί για το Λονδίνο. Εκεί, εμπλουτίζει τις γνώσεις του με την αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens, ενώ η φιλία του με τον πρωτοποριακό συνθέτη Γιάννη Χρήστου παίζει σημαντικό ρόλο στην επαφή και τη βαθύτερη γνωριμία του με τις πλέον πρωτοποριακές μουσικές μορφές.
Στο Λονδίνο συνθέτει, ανάμεσα σε άλλα, τον «Ηλιο τον πρώτο» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, τους πρώτους Πυρρίχιους Α, Β, Γ, Δ για ορχήστρα εγχρόρδων που πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1968 στο Elizabeth Hall στο Λονδίνο, οι οποίοι γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό.
Αλλωστε, για τον Γ. Μαρκόπουλο από την αρχή κιόλας της δημιουργικής του διαδρομής, είναι σαφές ότι «το αληθινό τραγούδι ξεκινά από μια φοβερή ανάγκη και βυθίζεται στον κόσμο που ομαδικά το στερεώνει, αλλάζοντας το, ερμηνεύοντας το ή ακούγοντάς το την ώρα που ζει (…). Το πρώτο υλικό ξεκινά από τον κόσμο και τελειώνει πάλι σ΄αυτόν».
Επιστροφή στην Ελλάδα και «Επιστροφή στις ρίζες»
Το 1969 επιστρέφει στην Ελλάδα.
Με την είσοδο της δεκαετίας του ’70, υλοποιεί το μουσικό του όραμα: καταθέτει μουσικά έργα που χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ως νέα πρόταση και τομή για τη μέχρι τότε ελληνική μουσική πραγματικότητα. Με την «Επιστροφή στις ρίζες» της λαϊκής και παραδοσιακής μας μουσικής, έδειξε τον τρόπο πώς μπορεί κανείς να αξιοποιήσει τα εξελίξιμα στοιχεία της παράδοσης, πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει γόνιμα τις κληρονομημένες αξίες. Αλλωστε, βαθιά του πεποίθηση ήταν, ότι «το τραγούδι, αν είναι γνήσιο και αληθινό, γίνεται από ιθαγενές αυτόματα και διεθνές».
Χαρακτηριστικά, πλάι στα κλασικά όργανα της ορχήστρας έβαλε λαϊκά, παραδοσιακά όργανα (λύρα, σαντούρι, ηπειρώτικο κλαρίνο), ενώ «ανέστησε» θαμμένες μουσικές μορφές της ελληνικής παράδοσης, τους πολύτροπους ρυθμούς απ’ όλες τις περιοχές της χώρας και μας τα παρουσίασε μέσα από την έντονη προσωπική του τέχνη, ατόφια και σύγχρονα, εκφράζοντας ταυτόχρονα σημερινά προβλήματα και και καταστάσεις.
«Επιστροφή στις ρίζες σημαίνει σχεδιασμός του μέλλοντος», ανάφερε σε συνέντευξή του στον «Ριζοσπάστη» το 1977, προσθέτοντας ότι «ρίζες σημαίνει το παντότινο, το αιώνιο, όπως πχ οι έννοιες ισότητα και ελευθερία». Και πάλι στον «Ριζοσπάστη», αυτή τη φορά το 2006, σημείωνε: «Οταν χρησιμοποίησα στη μουσική μου τη λύρα, το σαντούρι, το λαϊκό κλαρίνο, μέσα στα συμφωνικά όργανα, είχα μια κατεύθυνση εξ αρχής. Να συντελέσουν τα ηχοχρώματα αυτής της νέας ορχήστρας στα μουσικά μου έργα, στη συνοχή, στην αλληλεγγύη και στην ανάδειξη των άγραφων νόμων, που διαθέτει στην ψυχή του ο ελληνικός κόσμος».
Η δεκαετία του ’70 είναι ιδιαίτερα γόνιμη για τον συνθέτη. Είναι τα χρόνια που κυκλοφορεί δίσκους – ορόσημα στην ελληνική μουσική δισκογραφία, «Χρονικό» (1970), «Ριζίτικα» και «Ιθαγένεια» (1971), «Ο Στρατής Θαλασσινός» (1973) «Θητεία», «Μετανάστες» (1974), «Θεσσαλικός κύκλος» (1975), «Ανεξάρτητα» (1976).
Σε όλα αυτά τα έργα του γίνεται φανερή η διάθεση του Γ. Μαρκόπουλου μέσα από την Τέχνη του να συμβάλλει στην ανύψωση του λαού μας. «Προσπαθώ κι εγώ να είμαι από τους ανθρώπους που αγωνίζονται με το έργο τους να συνειδητοποιήσουν τους θεατές – ακροατές (…) να βρεθεί από τους ίδιους η μέθοδος που από την ομαδική συνειδητότητα θα περάσει στην πραγμάτωση», δήλωνε στον «Ριζοσπάστη», το 1977.
«Χρονικό» και «Ριζίτικα»

«Ολα τα τραγούδια έχουν πολιτικό αντίκρισμα. Από το πιο απλό τραγουδάκι μέχρι το πιο σύνθετο. Και πάντοτε εξυπηρετούν κάποιες ομάδες…», έλεγε ο Γ. Μαρκόπουλος και σε αυτό το μικρό μας αφιέρωμα δεν μπορούμε να μη σταθούμε σε δύο δίσκους του που είχαν το δικό τους μερτικό στην ενδυνάμωση του λαού μας στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας.
Ο πρώτος δίσκος είναι το «Χρονικό» σε στίχους του Κ. Χ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου), που ήρθε ως νέα πρόταση μέσα στο σύνολο της μέχρι τότε ελληνικής τραγουδοποιίας και αποτέλεσε τομή στη μουσική πραγματικότητα της χώρας.
«Το 1966 ξεκινάμε με τον Μύρη τη δημιουργία ενός μουσικού έργου κι εκείνος αρχίζει να γράφει τον ποιητικό χάρτη του “Χρονικού”, με στίχους εμπνευσμένους από την επώδυνη πορεία του ελληνισμού στον εικοστό αιώνα. Το 1967 έμενα στην οδό Δεινοκράτους, στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί συνθέτω τα τραγούδια του “Χρονικού” (…)».
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1969 ξεκινά η διαδικασία για την κυκλοφορία του έργου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η λογοκρισία που αντιμετώπισε το «Χρονικό» από τη χούντα των συνταγματαρχών και πώς κατάφεραν οι δημιουργοί του να την αποφύγουν: «Η λογοκρισία εκείνης της εποχής, μετά την έγκριση των στίχων, δεν έδινε κανένα δικαίωμα να προστεθεί ούτε ένα “και” στους εγκεκριμένους από αυτήν στίχους. Ωστόσο, δεν απαγόρευε την αφαίρεση φράσεων! Γράφτηκε λοιπόν μεγάλος αριθμός νέων στίχων όπου ανάμεσά τους υπήρχαν οι κανονικοί. Παράδειγμα: Στάλθηκαν για έγκριση οι κάτωθι στίχοι: “Κι ο λαός μέσα στη μαύρη Κατοχή θα κάνει την αντίστασή του στους κατακτητές και θα ‘ρθει μια μέρα που θα τους διώξει και τότε θα παίζει τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά”. Μετά την έγκριση ο στίχος παρέμεινε όπως αρχικά είχε γραφτεί: “κι ο λαός θα παίζει τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά”».
Κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η ηχογράφηση του δίσκου, καθώς και η υποδοχή του… «Η ηχογράφηση του “Χρονικού” έγινε στο στούντιο ΕΡΑ. Η ορχήστρα με βιολί, βιολοντσέλο, κόντρα μπάσο, κλαρίνο, φλάουτο, κιθάρα, πιάνο, κρητική λύρα, ποντιακή λύρα, λαούτο, μπαγλαμά, νταούλι – ντέφι και ντραμς, ήταν πανέτοιμη από τις πρόβες και ο Ξυλούρης με την Δημητριάδη γνώριζαν κάθε λεπτομέρεια του έργου. Πολλοί νέοι και νέες μαθητές του Ωδείου Αθηνών και φοιτητές πανεπιστημίων παρακολουθούσαν την ηχογράφηση (…).
Γίνονται βραδιές “Χρονικού” με τον Γιώργο και την Λένα Σαββίδη, τον ζωγράφο Σικελιώτη, τον δημοσιογράφο Πηλιχό, τον μουσικολόγο Φοίβο Ανωγιαννάκη και τους καθηγητές Νίκο Παναγιωτάκη και Γρηγόρη Σηφάκη. Ο Γιάννης Τσαρούχης ακούει το έργο στο θέατρο του Κουν και το εγκωμιάζει. Ο Μανώλης Ανδρόνικος και ο χαράκτης Τάσσος ενθουσιάζονται. Οι άνθρωποι που τους είχε η δικτατορία φυλακή, ακούνε το “Χρονικό”. Οι φοιτητές είναι κάθε βράδυ στη μπουάτ “Στούντιο Λήδρα”, όπου παίζουμε όλο το έργο. Θα περάσουν τέσσερα χρόνια ακόμη για να ακουστεί έστω και ένα από τα τραγούδια του “Χρονικού” στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση…».
Ο δεύτερος δίσκος είναι τα «Ριζίτικα». Τα «Ριζίτικα» παραδοσιακά τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κρήτης τα είχε διασκευάσει και ενορχηστρώσει ο συνθέτης με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελέσουν μια ενιαία μορφή διήγησης. Ιδιαίτερα το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», με το εύγλωττο βαθύτερο νόημά του, βρίσκεται στα χείλη των φοιτητών τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Οι αγώνες της νεολαίας επηρεάζουν βαθιά τον συνθέτη και για τη δημιουργία ενός άλλου του σπουδαίου έργου, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» σε στίχους του Διονυσίου Σολωμού.
Αλησμόνητη σε όσους την έζησαν θα μείνει και η μεγάλη του λαϊκή συναυλία τον Ιούλη του 1974, μετά την πτώση της χούντας, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και καταγράφηκε από τον Νίκο Κούνδουρο για «Τα Τραγούδια της Φωτιάς» μαζί με εκείνη του Μίκη στο γήπεδο Καραϊσκάκη.
Ακμαίος και δημιουργικός
Ο Γ. Μαρκόπουλος συνεχίζει και τα επόμενα χρόνια τη δημιουργική του διαδρομή. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα έργα «Σειρήνες», «Φίλοι που φεύγουν», «Κονσέρτο – Ραψωδία για λύρα και ορχήστρα» τη δεκαετία του ’80, καθώς και τη «Λειτουργία του Ορφέα», την «Αναγέννηση, Κρήτη ανάμεσα σε Βενετιά και Πόλη», την όπερα «Ερωτόκριτος και Αρετούσα» τη δεκαετία του ’90.
Ο Γ. Μαρκόπουλος, ακόμα, γράφει μουσική για το θέατρο συνεργαζόμενος με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου και με τους σκηνοθέτες Μίνωα Βολονάκη και Λεωνίδα Τριβιζά, ενώ συνέθεσε και μουσική για κινηματογραφικές ταινίες, όπως «Μικρές Αφροδίτες» (Βραβεία Μουσικής Θεσσαλονίκης και Βερολίνου) και «Vortex και Byron» του Νίκου Κούνδουρου, «Κραυγή γυναικών» και «Πρόβα» του Ζιλ Ντασέν, «Επιχείρηση Απόλλων» του Γιώργου Σκαλενάκη.
Παράλληλα ο Γιάννης Μαρκόπουλος ιδρύει την ορχήστρα Παλίντονος Αρμονία με την οποία πραγματοποιεί πολλές συναυλίες στην Ελλάδα, αλλά και σε πόλεις της Ευρώπης, του Καναδά, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας.
Σε όλη τη πορεία του συνεργάστηκε με μερικούς από τους σπουδαιότερους στιχουργούς και ποιητές. Εργα του έχουν τραγουδήσει οι Νίκος Ξυλούρης, Μαρία Δημητριάδη, Βίκυ Μοσχολιού, Παύλος Σιδηρόπουλος, Λάκης Χαλκιάς, Γιώργος Νταλάρας, Βασιλική Λαβίνα, Λιζέτα Νικολάου, Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Ηλίας Κλωναρίδης, Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης κα, αλλά και νεώτεροι ερμηνευτές αναμετρήθηκαν με το έργο του, όπως οι Αλκίννος Ιωαννίδης, Μίλτος Πασχαλίδης, Νατάσσα Μποφίλιου, Κώστας Μακεδόνας κα.
εχωριστή πτυχή της πολυποίκιλης δημιουργίας του Γ. Μαρκόπουλου ήταν και η ενασχόλησή του με το παιδικό τραγούδι. Οι μελωδίες του στη θρυλική «Ντενεκεδούπολη» της Ευγενίας Φακίνου, αλλά σε όλες τις παραστάσεις του κουκλοθεάτρου του «Μπαρμπά Μυτούση» έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές παιδιών.
Το αληθινό τραγούδι είναι συνδεδεμένο με τους αγώνες, την ηθική, τη συνειδητοποίηση των ανθρώπων
«Το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου – μακριά πάντα από τις σειρήνες της ευκολίας και τους πειθαναγκασμούς της εμπορευματοποίησης – δεν είναι απλά ένας παθητικός δέκτης των μηνυμάτων του καιρού. Είναι ένας ενεργητικός πομπός που μεταβάλλεται σε κοινωνική πράξη, που επενεργεί στη ζωή με τα ιδανικά που εκφράζει και εξυπηρετεί, τα ιδανικά μιας φωτεινότερης κι ομορφότερης ζωής για τους όπου Γης αδικημένους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, με τη σημερινή συναυλία θέλουμε, από μέρους της ΚΕ του ΚΚΕ, να εκφράσουμε ένα μεγάλο, ολόθερμο “ευχαριστώ” στον Γιάννη Μαρκόπουλο για την πολιτιστική και κοινωνική προσφορά του μέσα από την τέχνη του. Μια τέχνη που, όπως στο παρελθόν έτσι και σήμερα, εξακολουθεί να συναντιέται με τους στόχους, τις επιδιώξεις και τις αξίες του Κόμματός μας για έναν ανώτερο ανθρώπινο πολιτισμό σε όλες του τις εκφάνσεις».
Τα παραπάνω σημείωνε ο Ν. Σοφιανός, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στην εκδήλωση τιμής στον συνθέτη που πραγματοποίησε η ΚΕ του Κόμματος, το 2016, στην Αίθουσα Συνεδρίων στον Περισσό.
Αλλωστε, όλα αυτά τα χρόνια η σχέση του Γ. Μαρκόπουλου με το ΚΚΕ ήταν ιδιαίτερα γόνιμη. Τιμά με την παρουσία του και τη συμμετοχή τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, από τη δεκαετία του 1970, ενώ στη μνήμη όλων μας θα μείνουν οι συναυλίες που διοργάνωσε το ΚΚΕ στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και πέρσι στο «Ολύμπια».

Το κυριότερο, όμως, όλων είναι ότι τα τραγούδια του Γ. Μαρκόπουλου θα συνεχίσουν να μας συντροφεύουν στους αγώνες μας, αλλά και εκείνη τη μέρα την «αναστάσιμη», που «ο λαός θα παίζει τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά…».
Και ο λόγος είναι ότι ο Γ. Μαρκόπουλος γνώριζε καλά, ότι «το γνήσιο ελληνικό τραγούδι, ποτισμένο με το αίμα της γης και των ανθρώπων αυτού του τόπου είναι το φως, είναι το αμετακίνητο, είναι το πιο σπουδαίο πολιτιστικό επίτευγμα της νεοελληνικής ιστορίας μας.
Σήμερα, το αληθινό τραγούδι είναι συνδεδεμένο με τη φιλοσοφία, τους αγώνες, τη συνειδητοποίηση των ανθρώπων για τη θέση τους, την ελευθερία τους, τη δυναμή τους, την ηθική τους. Η μουσική στον τόπο μας είναι η πολιτική και πολιτιστική βάση για την οργάνωση μιας νέας ζωής και η λαϊκή συναυλία είναι ο μαγευτικός πολιτικός λόγος που διαμορφώνει το χρώμα της εποχής».
Πηγή: 902.gr
Πηγή : ALT.GR
10 – 6 – 1944
Αναζητώντας δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι Γερμανοί μπαίνουν στην κωμόπολη του Διστόμου. Αποκλείουν τις εισόδους και αρχίζουν τις έρευνες στα σπίτια, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Συγκεντρώνουν όλους τους κατοίκους και ξεχωρίζουν 104 άνδρες και 114 γυναίκες (μεταξύ αυτών 45 παιδιά και 20 βρέφη). Τους εκτελούν και στη συνέχεια πυρπολούν το χωριό, αφήνοντας πίσω τους κρανίου τόπο.
«Εδώ ‘ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου
ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις.
Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου
κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκληρότητα του ανθρώπου.
Εδώ μία στήλη απλή, μαρμάρινη όλη κι όλη
με ονόματα σεμνά, κι η Δόξα τα ανεβαίνει
λυγμό – λυγμό, σκαλί – σκαλί, μέγιστη σκάλα».
Γιάννης Ρίτσος

Οδός 10ης Ιουνίου 1944. Ένας δρόμος διασχίζει το Δίστομο . Μια ημερομηνία το στοιχειώνει. Η 10η του Ιούνη του 1944. Η μέρα που «Η λόγχη και το βόλι, ανάλγητα, τους κόβουν τη φωνή και γιομίζουν τα σπίτια καταματωμένα κορμιά. Το αίμα απ’ τα θύματα γίνεται αυλάκι και κυλάει προς τα σοκάκια. Γέροι και γριές πέφτουν απ’ τα βόλια. Άνδρες κυλιώνται χάμω νεκροί μ’ απανωτές θανατηφόρες πιστολιές, κι άλλους τους βάζουν στη σειρά και τους εκτελούνε. Γυναικόπαιδα σφάζονται κι αβάφτιστα βυζανιάρικα στραγγαλίζονται και λογχίζονται κι ύστερα ξεκοιλιάζονται…» (από το βιβλίο του Τάκη Λάππα «Η σφαγή του Διστόμου – Χρονικό»).

Ένα δρόμο έχει το Δίστομο , το δρόμο του χρέους, το δρόμο του λαού: Να μην ξεχάσει, να γυρίσει την πλάτη στη φασιστική θεωρία και πρακτική, να τιμωρήσει παραδειγματικά τους πολιτικούς απόγονους των ναζί, των τερατόμορφων της ναζιστικής κατοχής.

1944, η ναζιστική κατοχή έχει ήδη δεχτεί χτυπήματα: Απέναντί της ορθώνεται ο Κόκκινος Στρατός. Ο ΕΛΑΣ αναλαμβάνει το χρέος του, σφίγγει τον κλοιό.

Το ανήμερο θεριό ξερνά χολή και, όπως προστάζει η ιδεολογία του, καταφεύγει από έγκλημα σε έγκλημα. Βιάννος, Ανώγεια, Κάνδανος, Καλάβρυτα, Λιγκιάδες, Κομμένο, Χορτιάτης, Κεδρύλλια, Λέχοβο και άλλα ων ουκ έστι αριθμός. Στο Δίστομο αποτυπώνει όλη του την εγκληματική φύση. Δεν έκαψε μόνο το χωριό, δεν εκτέλεσε μόνο όποιον έβρισκε μπροστά του.

Η περιγραφή του Δ. Κιουσόπουλου (επικεφαλής της Υπηρεσίας Εγκλημάτων Πολέμου) δίνει την εικόνα: «Εις το πέρασμα των αιώνων ουδέποτε η ανθρωπότης εδοκίμασε τοσαύτην θηριωδίαν. Το Δίστομο μεταβάλλεται σε κόλασιν. Κάθε περιγραφή είναι αδύνατον να αποδώσει την τραγωδίαν εκατοντάδων κατοίκων… Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατιώτες διαμοιράζονται εις ομάδας. Περιέρχονται τας οικίας, ως λυσσαλέαι ύαιναι, αιμοβόροι τίγρεις, κανίβαλοι της ζούγκλας! Επιπίπτουν κατά των δυστυχών κατοίκων – αδιακρίτως φύλου, ηλικίας. Σφάζουσι, φονεύουσι, βιάζουσι γυναίκες. Ξεκοιλιάζουσι εγκύους, γέροντες, νέοι είναι θύματα της αιμοβόρου μανίας. Δε φείδονται ουδενός. Φονεύουσιν τον ιερέα Σωτήριο Ζήση, εξορύσσουσι ζώντος έτι τους οφθαλμούς. Αποκόπτουσιν την κεφαλήν του, ρίπτουσιν εις τον βόρβορον. Πυροβολούσι την παρισταμένην σύζυγόν του, που κρατούσε εις τας αγκάλας της, θηλάζουσαν το μονοετές θυγάτριόν της Μαργαρίταν! Σκορπούν τα μυαλά της παιδίσκης εις το πρόσωπον της μητρός, ήτις τραυματισθείσα πίπτει χαμαί λιπόθυμος. Εκληφθείσα ως νεκρά – σώζεται διά να καταστεί, εν παραφροσύνη. Περί τους 15 κατοίκους – ελπίζοντας εις την οικίαν του ιερέως την σωτηρίαν – εφονεύθησαν. Φονεύουσιν εντός της οικίας του, την οικογένεια του Κατσινήν – τον Δάσκαλο Καρούμαλον – την Μορωσίαν, σύζυγο Ι. Φιλίππου – σύρουν εκ της κρύπτης της, με σκοπόν διά να τη βιάσουν. Αλλ’ ότε είδον ότι αύτη ήτο έγκυος, διά μαχαίρας διάνοιξαν την κοιλίαν της. Το δε εκχυθέν έμβρυον μετά λύσσης εποδοπάτησαν»…

«Οι χιτλερικοί -γράφει χρόνια αργότερα στο “Ριζοσπάστη” ο Ν. Καραντηνός- είχαν μεθοδικά προετοιμάσει την επιδρομή στο Δίστομο . Ξεκίνησαν γύρω στις εφτάμισι. Το πρωί από τη Λιβαδειά, ενώ μια άλλη φάλαγγα ερχόταν από την Άμφισσα. Με δυο επιταγμένα λιβαδείτικα λεωφορεία κουβαλούσαν μασκαρεμένους σα μαυραγορίτες 18 άνδρες των Ες – Ες. Δολερό τέχνασμα για να αιφνιδιάσουν και να χτυπήσουν ΕΛΑΣίτικα τμήματα, που βρίσκονταν στην περιοχή. Πίσω από τους μασκαρεμένους, σαν αστακοί σε δεκάδες καμιόνια οι Γερμανοί, που γύρω στις 10 το πρωί φτάνανε στο χωριό αφού στη διαδρομή είχαν κυριολεκτικά θερίσει κάθε ίχνος ανθρώπινης ζωής. Ο χαλασμός άρχισε καθώς πλησίαζαν το χωριό. Ο,τι ζωντανό βρισκόταν μπροστά και δίπλα τους, το πολυβολούσαν και το “θέριζαν”. Κι έπεφταν νεκροί στα σταροχώραφα και τ’ αμπέλια: άνθρωποι, μουλάρια, πρόβατα, σκύλοι».

Είχε προηγηθεί μια σύντομη μάχη με ένα μικρό τμήμα του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στο Στείρι. Οι ναζί «επρόκειτο να στήσουν παγίδα στους αντάρτες που ξεγελασμένοι θα σταματούσαν τ’ αυτοκίνητα για να πάρουν τρόφιμα. Οι αντάρτες όμως δεν έπεσαν στην παγίδα. Ξέροντας πως άλλα φορτηγά με Γερμανούς των Ες – Ες θα τους κύκλωναν από το μέρος της Αράχωβας έκαναν ξαφνική επίθεση και ύστερα από μάχη που κράτησε μιάμιση ώρα σκότωσαν τους περισσότερους καμουφλαρισμένους Γερμανούς. Και τότε οι Γερμανοί λυσσώντας για την αποτυχία τους, ξεχύθηκαν στο Δίστομο για να εκδικηθούν στους αθώους κατοίκους. Τους πρόσταξαν να κλειστούν στα σπίτια τους, κι αμέσως έπειτα, ο επικεφαλής των Γερμανών λοχαγός Κάιπφνερ, δίνει διαταγή στις ορδές του ν’ αρχίσουν την σφαγή και τη λεηλασία» (το χρονικό από την εφημερίδα «Ελευθερία», ένα χρόνο μετά στις 10 Ιουνίου 1945).

Ένας σπουδαίος άνθρωπος, ο Τάκης Λάππας, ιστορικός (Λειβαδίτης την καταγωγή), που έτυχε να βρίσκεται εκείνο τον καιρό στη περιοχή, καταγράφει ένα προς ένα τα στοιχεία της σφαγής. Στο βιβλίο του, «Η σφαγή του Διστόμου », γράφει: «Σαν και τούτο το κακό άλλο δεν ξαναγίνηκε (…) οι φονιάδες μεθυσμένοι από το κακούργο πάθος τους, σπάζουν τις πόρτες των σπιτιών κι ορμάνε μέσα. Οποιον συναντάνε, τον σκοτώνουν. Αλλοι θερίζουν χωρίς διάκριση ψυχές μέσα στα κοντινά σπίτια κι άλλοι ξεχύνονται στις γειτονιές… Τα παρακάλια κι ο θρήνος που κάνουν τα γυναικόπαιδα δε στέκουν ικανά να μαλάξουν την άγρια ψυχή των μακελάρηδων (…) Μπροστά σε τέτοιο θέαμα κι οι θεατές ακόμα του Κολοσσαίου θα σκέπαζαν τα μάτια τους από φρίκη κι αυτός ο Ηρώδης ή ο Νέρωνας θα φρένιαζαν απ’ το κακό τους, που ύστερα από τόσους αιώνες βρέθηκαν κτηνάνθρωποι σαν κι αυτούς, όχι μονάχα να τους μιμηθούνε, μα να τους ξεπεράσουν κιόλας» (η συγκεκριμένη καταγραφή κατατέθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης).

Ο ίδιος ο κατοχικός νομάρχης Βοιωτίας, Ιωάννης Γεωργόπουλος, στην «έκθεσή» του στο υπουργείο Εσωτερικών, σημειώνει και τα εξής. «Από δύο ημερών διανύω τας δραματικοτέρας της ζωής μου. Τα συμβαίνοντα εις την περιφέρειαν κατά τας δύο τραγικάς αυτάς ημέρας υπερβαίνουν και αυτήν τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και αυτούς τους σικελικούς εσπερινούς… Λυσσαλέα η αγριότης δεν εφείσθη ούτε των νηπίων, τα οποία άταφα έτι σφίγγονται σπασμωδικώς στοργικά εις τους άψυχους κόλπους των μητέρων».
Και ο επικεφαλής της αποστολής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Ελβετός George Wehrly, σημείωσε: «Το αίμα και ο κλαυθμός στο Δίστομο – σκηνές φρίκης και σαδισμού…».

Αμέτρητες οι μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη»: Ο Θανάσης Σκούρτας: «Ψυχή δεν υπήρχε μέσα στο Δίστομο. Μονάχα η ερημιά και ο χάρος. Δεν ακουγόταν πουθενά γάβγισμα σκύλου. Τα ‘χαν κι αυτά γαζώσει μαζί με τους ανθρώπους. Φυσούσε ένας δυνατός, άγριος αγέρας. Και τα παραθυρόφυλλα κι αυτά, διαπλατωμένα, χτυπούσαν αδιάκοπα…» Και ο Κ. Νικολάου: «… Στα πόδια μας μπροστά σκοτωμένοι ανθρώποι, σκύλοι και μουλάρια… Θάνατος και συμφορά. Το χωριό βογκούσε. Πολλοί τραυματισμένοι βρίσκονταν ακόμη αβοήθητοι. Ήταν μια νύχτα, που τίποτε και ποτέ δεν μπορεί να τη σβήσει από το νου μας…» (το ρεπορτάζ του Νίκου Καραντηνού). Η παπαδιά Κοντύλω, γυναίκα του παπά Σωτήρη Ζήση, θυμάται χρόνια μετά: «Εγώ, τη στιγμή που μας βάλανε στο τουφεκίδι, βύζαινα το κοριτσάκι μου, τη Μαργαρίτα, ενός χρόνου. Μου ρίξανε τρεις σφαίρες. Η μια μού χάλασε το ζερβί χέρι, η άλλη με πήρε ξώπετσα κάτω από το αυτί και η τρίτη χτύπησε στο κεφάλι το κοριτσάκι μου. Της άνοιξε το κεφάλι κι όπως την κράταγα στην αγκαλιά μου όλα τα μυαλά της πετάχτηκαν στα μούτρα μου».

Το Δίστομο δεν ξεχνά, παρά τις προσπάθειες των δοσιλόγων που στα κατοπινά χρόνια πήγαν κι έστησαν στην πλατεία Ηρώων, δίπλα στο μνημείο των νεκρών, μια πλάκα που αρχικά αναφέρονταν στους …«πεσόντες από τους κομμουνιστοσυμμορίτες» και στη συνέχεια την άλλαξαν σε «πεσόντες από τους …ΕΑΜοκομμουνιστές»! Παραλλαγή μιας «γραμμής» χαραγμένης ήδη από την επομένη της σφαγής: Ενα μήνα μετά, στις 9 Ιούλη 1944, υπό τον τίτλο «Η δημοκοπία περί ωμοτήτων εις το Δίστομον», διαβάζουμε στην «Καθημερινή» εκείνης της μέρας: «Κομμουνισταί δημοκόποι διέδωσαν την φήμην, ότι εις το ειρηνικόν χωρίον Δίστομον (μεταξύ Λεβαδείας και Αραχώβης, επαρχίας Λεβαδείας) πλέον των 1.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών (!) κατεσφάγησαν με κτηνώδη τρόπο υπό μιας γερμανικής μονάδος (…) Δια κάθε φιλοπάτριδα Έλληνα, που γνωρίζει τας μεθόδους ψεύδους της προπαγάνδας του ΕΑΜ, είναι φανερά η κομμουνιστική προέλευσις και ο σκοπός της διαδόσεως ταύτης. Περί των πραγματικών γεγονότων εις το Δίστομον επληροφορήθημεν εν λεπτομερεία τα εξής υπό της αρμόδιας αρχής. Την 10 Ιουνίου 1944 μία γερμανική μονάς ευρισκομένη εν πορεία και μεταβαίνουσα από Λεβαδείας εις Αράχωβαν, εβλήθη έμπροσθεν του χωρίου Διστόμου με όπλα, οπλοπολυβόλα και ολμοβόλα. Η μονάς απώλεσε λόγω της άνανδρου ταύτης επιθέσεως του ΕΑΜ αριθμόν τινά εις νεκρούς και τραυματίας. Εν συνεχεία ανελήφθη ο αγών εναντίον των συμμοριτών οι οποίοι είχον οχυρωθή μέσα εις το Δίστομον, με όλα τα υπάρχοντα μέσα. Κατόπιν της χρησιμοποιήσεως των βαρέων γερμανικών όπλων, εκυριεύθη εξ εφόδου το Δίστομον, η φωλέα αυτή της συμμορίας. Ηριθμήθησαν περί τους 250 νεκροί συμμορίται».
Πηγή : ALT.GR
7 – 6 – 1848
Γεννιέται ο Πολ Γκωγκέν (Eugène Henri Paul Gauguin), Γάλλος μεταϊμπρεσιονιστής ζωγράφος.

Ο Γκωγκέν, με καταγωγή από Ισπανούς αποίκους στη Λατινική Αμερική, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην πρωτεύουσα του Περού, Λίμα.

Σπούδασε στην Ορλεάνη της Γαλλίας και αμέσως μετά ταξίδεψε ανά τον κόσμο με εμπορικά πλοία και αργότερα με το Γαλλικό Ναυτικό για ένα διάστημα περίπου έξι ετών.

Επέστρεψε στη Γαλλία το 1870, όπου και εργάστηκε ως βοηθός χρηματιστή. Παράλληλα με αυτή την ιδιότητά του, περνούσε μέρος του χρόνου του ζωγραφίζοντας με τον Καμίλ Πισαρό και τον Πωλ Σεζάν.

Αν και οι πρώτες προσπάθειές του ήταν αδέξιες, σημείωσε σταδιακά αξιοσημείωτη πρόοδο.
Την περίοδο 1876–1886, ο Γκωγκέν βρίσκονταν σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές καλλιτέχνες και συμμετείχε με έργα του στις εκθέσεις τους.

Το 1884 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κοπεγχάγη, όπου προσπάθησε να ακολουθήσει, χωρίς όμως επιτυχία, επαγγελματική σταδιοδρομία στις επιχειρήσεις. Τελικά, επέστρεψε στο Παρίσι το 1885, αφήνοντας την οικογένειά του στη Δανία και αποφασισμένος να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Χωρίς επαρκείς πόρους επιβίωσης, η σύζυγος και τα παιδιά του επέστρεψαν στην οικογένειά της.
Την περίοδο 1886–1891, ο Γκωγκέν έζησε κυρίως στην περιοχή της Βρετάνης, όπου ζούσαν επίσης αρκετοί πειραματικοί ζωγράφοι που εντάσσονται συχνά στη λεγόμενη «Σχολή της Pont-Aven». Επηρεασμένος από τον ζωγράφο Εμίλ Μπερνάρ, ο Γκωγκέν μετάβαλε σημαντικά το ύφος της ζωγραφικής του. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωγραφικής του έγιναν η χρήση μεγάλων επιφανειών και έντονων χρωμάτων. Ο Γκωγκέν δήλωνε πλέον απογοητευμένος από τον ιμπρεσιονισμό και στράφηκε περισσότερο στην αφρικανική τέχνη και την τέχνη της Ασίας. Παράλληλα γύρω στο 1888, ήρθε σε επαφή με το έργο του Βίνσεντ βαν Γκογκ, έργο το οποίο αναγνώρισε ως ιδιαίτερα σημαντικό, και συνδέθηκε φιλικά μαζί του, τόσο ώστε να συγκατοικήσουν για 2 μήνες στην Αρλ.

Εξαιτίας όμως της κατάθλιψης από την οποία έπασχαν αμφότεροι, η συγκατοίκηση αυτή κατέληξε σε έντονη διαμάχη μεταξύ τους με αποτέλεσμα ο βαν Γκογκ να κόψει μέρος του αριστερού αυτιού του, αφού προηγουμένως είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν.
Σε κακή ψυχολογική κατάσταση, ο Γκωγκέν εγκατέλειψε την Ευρώπη το 1891, για να ταξιδέψει στην Πολυνησία.
Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Ταϊτή και αργότερα στις νήσους Μαρκέζας. Εκεί πέρασε σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή του, πραγματοποιώντας μόνο μία μόνον επίσκεψη στην Γαλλία.

Τα έργα της περιόδου αυτής θεωρούνται ίσως τα καλύτερα δείγματα της εργασίας του και ξεχωρίζουν για τον έντονο συμβολισμό τους και τον πολλές φορές θρησκευτικό χαρακτήρα τους, εμφανώς επηρεασμένα από τον πολιτισμό των ιθαγενών της Πολυνησίας.
Το σύνολο του έργου του Γκωγκέν και κυρίως οι πειραματισμοί του γύρω από τη χρήση των χρωμάτων, θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά τα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα και ειδικότερα τον φοβισμό.
Πηγή : ALT.GR
5 – 6 – 1898
Γεννιέται ο Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca), μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που το 1936 δολοφονήθηκε από τους φασίστες του Φράνκο.
«Στ’ όνομά σου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα , που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου, εμείς, οι ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου, που μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες, ορκιζόμαστε εδώ πέρα, όλοι μαζί, πως τ’ όνομά σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη, και στ’ όνομά σου, όσο που θα υπάρχει τυραννία και καταπίεση να τις καταπολεμήσουμε, όχι μονάχα με το λόγο μα και με τη ζωή μας».

Ο παραπάνω όρκος δόθηκε από λογοτέχνες απ’ όλες τις χώρες του κόσμου, όπου συγκεντρώθηκαν αρχικά στη Βαλένθια και στη συνέχεια στο Παρίσι, το 1937, στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των συγγραφέων, για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στο φασισμό. Τον όρκο συνέταξε ο Στρατής Τσίρκας μαζί με τον Αμερικανό ποιητή Λάνγκστον Χιους και προωθήθηκε από τον Λουί Αραγκόν. Ανάμεσα στους λογοτέχνες που υπόγραψαν τον όρκο είναι οι Μπέρτολτ Μπρεχτ, Πάμπλο Νερούντα, Ιλία Ερενμπουργκ, Αλεξέι Τολστόι κ.ά.
Ένα χρόνο πριν στη Γρανάδα, στις 19 Αυγούστου του 1936, ο Ισπανός ποιητής Φ. Γκ. Λόρκα εκτελέστηκε από τους φασίστες του στρατηγού Φράνκο, ένα μήνα μόλις μετά την έναρξη του ισπανικού εμφυλίου.
Ο Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιούνη του 1898 στο χωριό Φουέντε Βακέρος, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γρανάδα και ήταν παιδί μιας προνομιούχας και μορφωμένης οικογένειας. Γρήγορα, όμως, συνειδητοποίησε ότι υπάρχει και μια άλλη ζωή, αυτή των πολλών μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία. Το 1915 παρά την επιθυμία του να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική, γράφτηκε στη Φιλοσοφική και στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Γρανάδα. Το 1919 εγκαθίσταται στη Μαδρίτη για να συνεχίζει τις σπουδές του. Εκεί συνδέθηκε με μια ομάδα νέων διανοουμένων που χαρακτηριζόταν αργότερα, ως η γενιά του ’27 και θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή της Ισπανίας.

Το 1929 ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη και το 1931 ξαναγυρίζει στη δημοκρατική πια Ισπανία. Ο υπουργός Παιδείας του ανέθεσε να δημιουργήσει μαζί με τον Εδουάρδο Ουγάρτε έναν περιοδεύοντα φοιτητικό θίασο, την «Μπαράκα» (Η Παράγκα), που περιόδευσε σε όλη την Ισπανία και έδωσε παραστάσεις σε μικρές πόλεις και σε πανεπιστήμια. Οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες και έπαιζαν δωρεάν, ενώ τα σκηνικά, όπως και τα κοστούμια, τα έφτιαχναν φοιτητές της Αρχιτεκτονικής απ’ όλη την Ισπανία. Ως το 1936 που διαλύθηκε, το θέατρο ανέβασε 13 έργα και έδωσε παραστάσεις σε 72 χωριά και πόλεις.
Από τα πιο γνωστά έργα του Λόρκα είναι, «Ποιητής στη Νέα Υόρκη», «Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας», «Romancero gitano», «Ντουέντε» και από τα θεατρικά του, «Τα Μάγια της Πεταλούδας», «Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα», «Ματωμένος Γάμος», «Γέρμα» και «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα». Μέσα από το έργο του «τραγούδησε» την αγάπη αλλά και το θάνατο, κατήγγειλε την τυραννία και όρθωσε το ανάστημά του σε κάθε μορφή αδικίας. Πάθη, παραδόσεις, στοιχεία της φύσης, ανδαλουσιάνικες φιγούρες συναντώνται στην ποίησή του.
Το έργο του απαγορεύτηκε στην Ισπανία μέχρι το 1953, όπου έκανε την επανεμφάνισή του, λογοκριμένο. Μόνο μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975, έγινε δυνατό να συζητηθούν δημόσια το έργο και ο θάνατός του.
3 – 6 – 1963
Πεθαίνει ο Τούρκος κομμουνιστής ποιητής Ναζίμ Χικμέτ.

Το 1912 φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο. Ο επόμενος όμως χρόνος τον βρίσκει σε δημόσιο σχολείο.
Το 1917 μπαίνει στη σχολή αξιωματικών του ναυτικού και φοιτά ως δόκιμος. Μια επίμονη πλευρίτιδα του στερεί τη δυνατότητα να υπηρετήσει τη θητεία του ως αξιωματικός.
Το 1921 ο Χικμέτ αποφασίζει να ενταχθεί στον «Πόλεμο Ανεξαρτησίας» του Κεμάλ, στην Ανατολή. Στο δρόμο συναντιέται με Τούρκους Σπαρτακιστές φοιτητές, που είχαν απελαθεί από τη Γερμανία. Απ’ αυτούς μαθαίνει για τους Μαρξ, Ένγκελς κι έρχεται σε επαφή με την κομμουνιστική ιδεολογία.
Στην πεζοπορία του προς την Άγκυρα γίνεται μάρτυρας της φτώχειας και δυστυχίας των αγροτών της Ανατολής και συνειδητοποιεί το μέγεθος των κοινωνικών προβλημάτων της χώρας.
Την ίδια στιγμή, η αστική επανάσταση του Κεμάλ δεν μπορεί να καταργήσει τις ταξικές διαφορές, πράγμα αντικειμενικό, κάτι που διαπιστώνει και ο ίδιος. Ενώ ζητά να σταλεί στο μέτωπο, τελικά στέλνεται ως δάσκαλος στην πόλη Μπολού.
Εκεί ενημερώνεται για την Οχτωβριανή Επανάσταση και αποφασίζει να ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ.
Το 1922 γίνεται μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων – ΠΚΚ (μπ) και του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας.
Σπουδάζει στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργατών της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ).
Γνωρίζεται με τον Μαγιακόφσκι, με φουτουριστές και κονστρουκτιβιστές καλλιτέχνες.
Το 1924 πεθαίνει ο Λένιν. Ο Ναζίμ στέκεται τιμητική φρουρά στο φέρετρο.

Διώκεται για τις ιδέες του και το 1938 καταδικάζεται σε 40 χρόνια φυλακή.
Κάτω από την πίεση της διεθνούς κατακραυγής, το καθεστώς αναγκάζεται να τον απελευθερώσει το 1950 και αφού είχε ξεκινήσει απεργία πείνας. Την ίδια χρονιά τιμάται με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ωστόσο παρακολουθείται συνεχώς. Αρχίζει και πάλι να εργάζεται ως σεναριογράφος αλλά οι πιέσεις συνεχίζονται. Αν και απαλλαγμένος από τη στρατιωτική θητεία, το καθεστώς τον καλεί να καταταγεί! Το 1951 φεύγει κρυφά στη Ρουμανία και την ίδια χρονιά του αφαιρείται η τουρκική ιθαγένεια, η οποία του δόθηκε και πάλι μόλις το 2001! Ταξιδεύει σε πολλές χώρες και το 1952 εκλέγεται μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης.

O Χικμέτ, όπως και χιλιάδες κομμουνιστές, διώχθηκε πολλές φορές εξαιτίας της δράσης του και της στράτευσής του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Πρώτη φορά καταδικάστηκε το 1925, μετά το 1933. Η τρίτη φυλάκιση το 1938, με την κατηγορία ότι υποκινούσε ανταρσία στο στρατό και στο ναυτικό με τα κείμενά του, ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια, καθώς κράτησε δώδεκα χρόνια, μέχρι το 1950. Συνολικά ο Χικμέτ πέρασε σχεδόν 15 χρόνια από τη ζωή του στη φυλακή. «Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα/ Ζεσταίνοντας τα χέρια μας στη φωτιά/ Της μεγάλης οργής μας και της άγιας ελπίδας μας». Στη φυλακή επίσης, πράττοντας στο ακέραιο το διεθνιστικό του καθήκον, γράφει το ποίημα «Στηθάγχη», με το γνωστό στίχο «Πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται».
Σημαντικό σταθμό στη μελέτη του έργου του Χικμέτ στη χώρα μας αποτέλεσε το Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2015 «Ναζίμ Χικμέτ : Για να γενούνε τα σκοτάδια λάμψη». Τόσο το Επιστημονικό Συνέδριο όσο και η έκδοση των πρακτικών, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», προσφέρουν πολλά στη μέχρι σήμερα γνώση για τον Χικμέτ στην Ελλάδα, καθώς είχαν συμπληρωθεί σχεδόν 20 χρόνια απουσίας οποιασδήποτε μελέτης και μετάφρασης του έργου του. Η έκδοση περιλαμβάνει τις πάνω από 25 εισηγήσεις και παρεμβάσεις από εκπροσώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, ιστορικών, εκπαιδευτικών, αλλά και στελεχών του ΚΚΕ και του ΚΚ Τουρκίας για τη ζωή, το έργο, το κοινωνικό – ιστορικό πλαίσιο που έζησε και δημιούργησε ο ποιητής.

Ακόμα, περιλαμβάνονται μεταφράσεις, αποσπάσματα από τα Τουρκικά και από άλλες γλώσσες, κομμάτια από το έργο του Ναζίμ Χικμέτ, που μέχρι σήμερα ήταν άγνωστα στην Ελλάδα, κυρίως από το σημαντικότερο ποίημά του «Ανθρώπινα Τοπία της Πατρίδας μου». Το συγκεκριμένο έργο ξεκίνησε να το γράφει το 1941, στις φυλακές της Προύσας. «Θέλω, η συγκεκριμένη έκφραση αυτού του πλήθους να αφηγηθεί στον αναγνώστη σε γενικές γραμμές την κοινωνική κατάσταση της Τουρκίας μέσω των ανθρώπων που ανήκουν σε διάφορες τάξεις. Όχι βέβαια στατικά αλλά σε διαλεκτική πορεία και ροή. Θέλω, σε δεύτερο πλάνο, να κατανοηθεί ο κόσμος που περιτριγυρίζει την τούρκικη κοινωνία. Θέλω, η απάντηση στο ερώτημα “από πού ήρθες, πού είσαι και πού πας” να απαντηθεί μέσα από τις δυνατότητες της ποίησης».
Από τη Σύγχρονη Εποχή κυκλοφορούν «Τα έργα του» τ. 1 και τ. 2 και το «Tο ερωτευμένο σύννεφο».
Πηγή : ALT.GR
3 – 6 –1899
Πεθαίνει ο Αυστριακός συνθέτης της κλασσικής μουσικής Γιόχαν Στράους (Johann Strauss – ο 2ος).

Από τα έργα του ξεχωρίζουν: «Ο ωραίος γαλάζιος Δούναβης», «Το σπίτι μου», «Βιεννέζικο αίμα» κ.ά. Έγραψε επίσης οπερέτες όπως «Δαντέλα της βασίλισσας», «Ο αθίγγανος βαρώνος», «Ο δασάρχης», «Νυχτερίδα» κ.α.
Πηγή : ALT.GR